Language of document : ECLI:EU:T:2021:730

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 14ης Οκτωβρίου 2021 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Διαδικτυακή πώληση – Απόφαση για την κίνηση διαδικασίας έρευνας – Εδαφικό πεδίο εφαρμογής της έρευνας – Αποκλεισμός της Ιταλίας – Πράξη μη δεκτική προσφυγής – Προπαρασκευαστική πράξη – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑19/21,

Amazon.com, Inc., με έδρα το Wilmington, Delaware (Ηνωμένες Πολιτείες),

Amazon Services Europe Sàrl, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο),

Amazon EU Sàrl, με έδρα το Λουξεμβούργο,

Amazon Europe Core Sàrl, με έδρα το Λουξεμβούργο,

εκπροσωπούμενες από τους Α. Κομνηνό και G. Tantulli, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την B. Ernst, τους T. Franchoo, G. Meessen και την C. Sjödin,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2020) 7692 τελικό της Επιτροπής, της 10ης Νοεμβρίου 2020, σχετικά με την κίνηση διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ στην υπόθεση AT.40703 Amazon – Buy Box,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, M. Jaeger και N. Półtorak (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Οι προσφεύγουσες, Amazon.com, Inc., Amazon Services Europe Sàrl, Amazon EU Sàrl και Amazon Europe Core Sàrl (στο εξής, από κοινού: Amazon), ανήκουν στην επιχείρηση Amazon. Ειδικότερα, η Amazon δραστηριοποιείται στο διαδίκτυο και διενεργεί, μεταξύ άλλων, πράξεις λιανικής πωλήσεως και παροχής διαφόρων υπηρεσιών μέσω διαδικτύου.

2        Στις 10 Νοεμβρίου 2020 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2020) 7692 τελικό, σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας στην υπόθεση AT.40703 Amazon – Buy Box (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

3        Κατά την άποψη της Επιτροπής, ορισμένες εμπορικές πρακτικές της Amazon θα μπορούσαν να ευνοήσουν τεχνητά τις δικές της προσφορές λιανικής πωλήσεως καθώς και τις προσφορές των πωλητών της δικής της πλατφόρμας πωλήσεων οι οποίοι χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες υλικοτεχνικής υποστηρίξεως και παραδόσεως της Amazon.

4        Η Επιτροπή εκτίμησε ότι, αν αποδεικνυόταν, η επίμαχη πρακτική ήταν πιθανό να αντιβαίνει στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

5        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η έρευνα θα κάλυπτε το σύνολο του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) με εξαίρεση την Ιταλία, προβάλλοντας ως δικαιολογητικό λόγο, στο ανακοινωθέν Τύπου που συνόδευε την έκδοση της αποφάσεως, το γεγονός ότι η ιταλική αρχή ανταγωνισμού είχε αρχίσει να ερευνά προβλήματα εν μέρει παρόμοια τον Απρίλιο του 2019, εστιάζοντας την προσοχή της στην ιταλική αγορά.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

6        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Ιανουαρίου 2021, η Amazon άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

7        Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στις 19 Ιανουαρίου 2021, η Amazon υπέβαλε αίτηση εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας, βάσει του άρθρου 152 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Με απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να μην κάνει δεκτή την αίτηση αυτή.

8        Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Μαρτίου 2021, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας. Η Amazon κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως αυτής στις 14 Μαΐου 2021.

9        Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 21 και 22 Απριλίου 2021, η Ιταλική Δημοκρατία και η Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato (Αρχή προστασίας του ανταγωνισμού και της αγοράς, Ιταλία) ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής.

10      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Απριλίου 2021, το Chamber of Commerce of the United States of America (Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής) και η Computer Communications Industry Association ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Amazon.

11      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η Amazon ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αποκλείει την Ιταλία από το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της έρευνας·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

12      Με την ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει την Amazon στα δικαστικά έξοδα.

13      Με τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου, η Amazon ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου.

 Σκεπτικό

14      Προς στήριξη της ενστάσεως απαραδέκτου, η Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους απαραδέκτου, υποστηρίζοντας, πρώτον, ότι δεν υφίσταται πράξη δυνάμενη να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, δεύτερον, ότι δεν υφίσταται έννομο συμφέρον της Amazon και, τρίτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο αδυνατεί να ακυρώσει μερικώς την προσβαλλόμενη απόφαση και να υποχρεώσει την Επιτροπή να τροποποιήσει τη γεωγραφική έκταση της έρευνας που κίνησε.

15      Οι προσφεύγουσες θεωρούν, μεταξύ άλλων, ότι οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως προσδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τον χαρακτήρα πράξεως δεκτικής προσφυγής.

16      Δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφοι 1 και 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ο καθού υποβάλει σχετική αίτηση, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να κρίνει επί του απαραδέκτου ή επί της αναρμοδιότητας χωρίς να εισέλθει στην ουσία της υποθέσεως. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να εκδοθεί απόφαση επί του απαραδέκτου, το Γενικό Δικαστήριο, εκτιμώντας ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα έγγραφα της δικογραφίας, αποφασίζει να αποφανθεί χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

17      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι όλες οι πράξεις που εκδίδονται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ανεξαρτήτως του είδους τους ή του τύπου τον οποίο έχουν περιβληθεί και οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων, αποτελούν πράξεις δεκτικές προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα πρέπει να εκτιμώνται βάσει της ουσίας της πράξεως και δυνάμει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως το περιεχόμενο της πράξης, λαμβάνοντας ενδεχομένως υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε καθώς και τις εξουσίες του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Ουγγαρία κατά Επιτροπής, C‑31/13 P, EU:C:2014:70, σκέψεις 54 και 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 25ης Οκτωβρίου 2017, Ρουμανία κατά Επιτροπής, C‑599/15 P, EU:C:2017:801, σκέψεις 47 και 48).

18      Επομένως, η προσφυγή ακυρώσεως επιτρέπεται κατ’ αρχήν να βάλλει μόνον κατά μέτρου με το οποίο καθορίζεται οριστικώς η θέση του οικείου θεσμικού οργάνου κατά το πέρας διοικητικής διαδικασίας. Αντιθέτως, δεν μπορούν να θεωρηθούν πράξεις δεκτικές προσφυγής, μεταξύ άλλων, τα ενδιάμεσα μέτρα που κατατείνουν στην προετοιμασία της τελικής αποφάσεως (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Total και Elf Aquitaine, C‑351/15 P, EU:C:2017:27, σκέψη 37).

19      Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι μέτρα σαφώς προπαρασκευαστικού χαρακτήρα δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, εντούτοις είναι δυνατή η επίκληση των ενδεχόμενων παρανομιών που τα βαρύνουν προς στήριξη προσφυγής η οποία στρέφεται κατά της τελικής πράξεως, της οποίας αποτελούν προπαρασκευαστικές πράξεις, με σκοπό τη διασφάλιση αποτελεσματικής και πλήρους δικαστικής προστασίας (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 12).

20      Εν προκειμένω, τα αποτελέσματα και η νομική φύση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1348 της Επιτροπής, της 3ης Αυγούστου 2015 (ΕΕ 2015, L 208, σ. 3), πρέπει να εκτιμηθούν υπό το πρίσμα της λειτουργίας της στο πλαίσιο της διαδικασίας που καταλήγει στην έκδοση αποφάσεως κατ’ εφαρμογήν του κεφαλαίου III του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 487/2009 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών (ΕΕ 2009, L 148, σ. 1) (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 13).

21      Η εν λόγω διαδικασία θεσπίστηκε με σκοπό να παρασχεθεί στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις η δυνατότητα να γνωστοποιούν την άποψή τους και να παρέχουν στην Επιτροπή τις πληρέστερες κατά το δυνατόν πληροφορίες, πριν εκείνη λάβει απόφαση η οποία θίγει τα συμφέροντά τους. Επομένως, αποβλέπει στη δημιουργία διαδικαστικών εγγυήσεων υπέρ των επιχειρήσεων αυτών και, όπως συνάγεται από το άρθρο 10 του κανονισμού 773/2004, στη διασφάλιση του δικαιώματος ακροάσεώς τους από την Επιτροπή (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 14).

22      Πάντως, προσφυγή ακυρώσεως στρεφόμενη κατά της κινήσεως διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ θα μπορούσε να υποχρεώσει τον δικαστή της Ένωσης να κρίνει ζητήματα για τα οποία η Επιτροπή δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να αποφανθεί και, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την επίσπευση της συζήτησης επί της ουσίας και τη δημιουργία σύγχυσης μεταξύ των διαφορετικών σταδίων των διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών. Συνεπώς, μια τέτοια προσφυγή δεν συμβιβάζεται με το σύστημα κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και του δικαστή της Ένωσης και με το σύστημα των μέσων παροχής έννομης προστασίας που προβλέπονται στη Συνθήκη, αλλά ούτε και με τις απαιτήσεις ορθής απονομής της δικαιοσύνης και κανονικής διεξαγωγής της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 20).

23      Επομένως, κατά τη νομολογία, πράξη δυνάμει της οποίας η Επιτροπή κινεί διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ παράγει, κατ’ αρχήν, μόνον τα συνήθη αποτελέσματα μιας διαδικαστικής πράξεως και δεν επηρεάζει τη νομική κατάσταση των προσφευγουσών, παρά μόνον από διαδικαστικής απόψεως (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 17, και διάταξη της 15ης Μαρτίου 2019, Silgan Closures και Silgan Holdings κατά Επιτροπής, T‑410/18, EU:T:2019:166, σκέψη 19).

24      Εν προκειμένω, πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν μόνον το τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως με το οποίο η Επιτροπή αποκλείει ένα κράτος μέλος από τη γεωγραφική έκταση της διαδικασίας που κινεί και όχι την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν, υπό το πρίσμα των αρχών που υπομνήσθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 17 έως 23, το τμήμα αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως παράγει επίσης μόνον τα συνήθη αποτελέσματα μιας διαδικαστικής πράξεως.

25      Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει οποτεδήποτε την κίνηση διαδικασίας με σκοπό την έκδοση αποφάσεως δυνάμει του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού 1/2003, αλλά όχι αργότερα από την ημερομηνία ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

26      Επομένως, η πράξη με την οποία η Επιτροπή γνωστοποιεί σε μια επιχείρηση την πρόθεσή της να κινήσει διαδικασία προκειμένου να εκδώσει μια από τις αποφάσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο III του κανονισμού 1/2003 πρέπει να προσδιορίζει επακριβώς τις παραβάσεις των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ οι οποίες φέρονται ως διαπραχθείσες από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, κατά τη διάρκεια μίας ή περισσοτέρων περιόδων, σε μία ή περισσότερες αγορές προϊόντων και μία ή περισσότερες γεωγραφικές αγορές τις οποίες αφορά η πράξη αυτή (απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Slovak Telekom, C‑857/19, EU:C:2021:139, σκέψη 29).

27      Ως εκ τούτου, η απόφαση της Επιτροπής που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004 πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει πολλά ενδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων τη γεωγραφική αγορά ή τις γεωγραφικές αγορές στις οποίες θα διεξαχθεί η έρευνα. Επομένως, η οριοθέτηση της γεωγραφικής αυτής έκτασης αποτελεί ένα μόνον από τα υποχρεωτικά στοιχεία της αποφάσεως περί κινήσεως διαδικασίας με σκοπό την έκδοση μιας από τις αποφάσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο III του κανονισμού 1/2003.

28      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, αποφασίζοντας εν προκειμένω να κινήσει διαδικασία για την έκδοση μιας από τις αποφάσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο III του κανονισμού 1/2003, η οποία δεν αφορά το έδαφος της Ιταλίας, περιορίστηκε στην οριοθέτηση της γεωγραφικής έκτασης της εν λόγω διαδικασίας, όπως απαιτείται από απόφαση λαμβανόμενη βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004.

29      Ωστόσο, η Amazon τονίζει ότι ορισμένες αποφάσεις διαδικαστικής φύσεως μπορούν να παράγουν δεσμευτικά και οριστικά έννομα αποτελέσματα υπό την έννοια της σχετικής με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ νομολογίας.

30      Πρόκειται, αφενός, για αποφάσεις οι οποίες, παρά το γεγονός ότι συνιστούν στάδια μιας εν εξελίξει διοικητικής διαδικασίας, δεν περιορίζονται στη δημιουργία προϋποθέσεων για την περαιτέρω εξέλιξη αυτής, αλλά παράγουν αποτελέσματα που υπερβαίνουν το διαδικαστικό πλαίσιο και τροποποιούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ενδιαφερομένων από ουσιαστικής απόψεως. Αφετέρου, ορισμένες αποφάσεις διαδικαστικής φύσεως μπορούν να προσβληθούν λόγω του ότι θίγουν διαδικαστικά δικαιώματα (βλ. απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2003, Philip Morris International κατά Επιτροπής, T‑377/00, T‑379/00, T‑380/00, T‑260/01 και T‑272/01, EU:T:2003:6, σκέψεις 96, 97 και 99 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Εντούτοις, εν προκειμένω, ο αποκλεισμός της Ιταλίας από τη γεωγραφική έκταση της διαδικασίας που κίνησε η Επιτροπή κατόπιν της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μεταβάλλει ουσιωδώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Amazon ούτε θίγει τα διαδικαστικά της δικαιώματα.

32      Πράγματι, αφενός, η οριοθέτηση αυτή της γεωγραφικής έκτασης της έρευνας που κίνησε η Επιτροπή έχει ως σκοπό την προετοιμασία της τελικής αποφάσεως και μπορεί σε αυτό το πλαίσιο να μεταβληθεί, δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να τροποποιήσει τη γεωγραφική έκταση της έρευνάς της, διευρύνοντάς την ή περιορίζοντάς την, προκειμένου να την προσαρμόσει ενδεχομένως στα στοιχεία που θα μπορούσε να ανακαλύψει.

33      Η Επιτροπή θα αποφανθεί οριστικά επί της γεωγραφικής έκτασης της προβαλλόμενης παράβασης μόνον όταν λάβει τελική απόφαση σχετικά με την ή τις προβαλλόμενες παραβάσεις του άρθρου 102 ΣΛΕΕ εις βάρος της Amazon, περατώνοντας τη διαδικασία.

34      Αφετέρου, η Επιτροπή, αποφασίζοντας με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η γεωγραφική αγορά για την οποία επρόκειτο να διεξαχθεί η έρευνα κάλυπτε το σύνολο του ΕΟΧ εξαιρουμένης της Ιταλίας, έκανε χρήση της διακριτικής ευχέρειάς της για να οριοθετήσει τη γεωγραφική έκταση της έρευνάς της, καταρτίζοντας κατάλογο κρατών από τον οποίο απουσίαζε η Ιταλία. Συνεπώς, το γεγονός ότι η Ιταλία αποκλείστηκε από το πεδίο της έρευνας που κίνησε η Επιτροπή αποτελεί μια αμιγώς διαδικαστική συνέπεια που απορρέει από την κίνηση της εν λόγω έρευνας, οπότε ο αποκλεισμός αυτός δεν μπορεί να μετατρέψει την προσβαλλόμενη απόφαση σε πράξη που θίγει τη νομική κατάσταση της Amazon και, ως εκ τούτου, σε πράξη δεκτική προσφυγής.

35      Το ίδιο συμπέρασμα πρέπει να αντληθεί όσον αφορά τα επιχειρήματα της Amazon ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός, θα την υποχρέωνε να αμυνθεί κατά δύο διαφορετικών αρχών, της ιταλικής αρχής ανταγωνισμού και της Επιτροπής, τηρουμένων διαφορετικών διαδικαστικών κανόνων, διαφορετικών εγγυήσεων και, εν γένει, διαφορετικών συστημάτων και ότι, αφετέρου, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποκλίσεις κατά την εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης, καθώς και στην επιβολή αποκλινουσών κυρώσεων δυνάμενων να θίξουν την ενιαία ευρωπαϊκή προσέγγιση των δραστηριοτήτων της.

36      Πράγματι, αφενός, το γεγονός ότι η Amazon οφείλει να αμυνθεί ενώπιον δύο διαφορετικών αρχών δεν συνεπάγεται αποτελέσματα που βαίνουν πέραν του διαδικαστικού πλαισίου και, επομένως, δεν επηρεάζει τη νομική κατάστασή της, όπως ακριβώς κρίθηκε όσον αφορά τους κανόνες περί παραγραφής (πρβλ. διάταξη της 15ης Μαρτίου 2019, Silgan Closures και Silgan Holdings κατά Επιτροπής, T‑410/18, EU:T:2019:166, σκέψη 26). Αφετέρου, ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων ή ενδεχόμενης επιβολής αποκλινουσών κυρώσεων τόσο από την ιταλική αρχή ανταγωνισμού όσο και από την Επιτροπή δεν αποτελεί συνέπεια της προσβαλλομένης αποφάσεως αλλά των διοικητικών διαδικασιών ή των μεταγενέστερων τελικών αποφάσεων. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 19 ανωτέρω, μόνο μετά το πέρας των διαδικασιών που κίνησαν η Επιτροπή και η ιταλική αρχή ανταγωνισμού θα μπορέσει η Amazon να προβάλει τις ενδεχόμενες παρανομίες των εν λόγω διαδικασιών ή των αποφάσεων που θα εκδοθούν επ’ αυτών προς στήριξη προσφυγής κατά της οριστικής πράξεως.

37      Επιπλέον, από τη νομολογία προκύπτει ότι η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 773/2004 δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει από τους αποδέκτες της τα διαδικαστικά δικαιώματά τους. Αντιθέτως, η εν λόγω διαδικασία θεσπίστηκε με σκοπό να παρασχεθεί στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις η δυνατότητα να γνωστοποιούν την άποψή τους και να παρέχουν στην Επιτροπή τις πληρέστερες κατά το δυνατόν πληροφορίες, πριν εκείνη λάβει απόφαση η οποία θίγει τα συμφέροντά τους (διάταξη της 29ης Ιανουαρίου 2020, Silgan Closures και Silgan Holdings κατά Επιτροπής, C‑418/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:43, σκέψη 48). Επομένως, αποβλέπει στη δημιουργία διαδικαστικών εγγυήσεων υπέρ των επιχειρήσεων αυτών και, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 32 του κανονισμού 1/2003 και από την αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού 773/2004, στη διασφάλιση του δικαιώματος ακροάσεως των επιχειρήσεων από την Επιτροπή.

38      Ως εκ τούτου, η απόφαση περί αποκλεισμού της Ιταλίας από το πεδίο της διαδικασίας που κίνησε η Επιτροπή κατόπιν της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως παράγει μόνον τα συνήθη αποτελέσματα μιας διαδικαστικής πράξεως και δεν επηρεάζει, πέραν της διαδικαστικής καταστάσεώς της, τη νομική κατάσταση της Amazon.

39      Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να ανατραπεί από το επιχείρημα της Amazon ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, μολονότι διαδικαστικής φύσεως, παράγει έννομα και δεσμευτικά αποτελέσματα, καθόσον ο αποκλεισμός της ιταλικής επικράτειας από το πεδίο εφαρμογής της στέρησε την Amazon από την προστασία που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 έναντι των παραλλήλων διαδικασιών.

40      Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, όταν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 6, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή κινεί διαδικασία κατά μίας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων λόγω προβαλλόμενης παράβασης των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ, οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών παύουν να είναι αρμόδιες για τη δίωξη των ίδιων επιχειρήσεων για τις ίδιες φερόμενες ως αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές, οι οποίες έλαβαν χώρα στην ίδια ή στις ίδιες γεωγραφικές αγορές και αγορές προϊόντων και κατά τη διάρκεια της ίδιας ή των ίδιων χρονικών περιόδων (απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Slovak Telekom, C‑857/19, EU:C:2021:139, σκέψη 30).

41      Η απώλεια της αρμοδιότητας των εθνικών αρχών ανταγωνισμού δικαιολογείται από τον σκοπό που επιδιώκει ο κανονισμός 1/2003, ο οποίος αποβλέπει στη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, παρέχοντας στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών την εξουσία να εφαρμόζουν το δίκαιο αυτό παράλληλα με την Επιτροπή. Εντούτοις, η παράλληλη εφαρμογή των εν λόγω κανόνων δεν μπορεί να επιβαρύνει οικονομικά τις επιχειρήσεις. Επομένως, η απώλεια της αρμοδιότητας των εθνικών αρχών ανταγωνισμού παρέχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προφυλάσσονται από παράλληλες διώξεις εκ μέρους των αρχών και της Επιτροπής (πρβλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Slovak Telekom, C‑857/19, EU:C:2021:139, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, όταν οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών αποφαίνονται επί συμφωνιών, αποφάσεων ή πρακτικών οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής είτε του άρθρου 101 είτε του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεως της Επιτροπής δεν δύνανται να λαμβάνουν αποφάσεις που να συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει εκδώσει η Επιτροπή.

43      Ωστόσο, η προστασία που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 αφορά την περίπτωση δύο παράλληλων διαδικασιών, όταν η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει διαδικασία έρευνας, και όχι όταν υφίσταται αίτημα κίνησης διαδικασίας σε μια συγκεκριμένη αγορά με σκοπό την παροχή αυτής της προστασίας.

44      Εν πάση περιπτώσει, από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 41 ανωτέρω προκύπτει ότι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, το οποίο θεσπίζει διαδικαστικό κανόνα (πρβλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ., C‑17/10, EU:C:2012:72, σκέψη 70), είναι η προφύλαξη των επιχειρήσεων από παράλληλες διώξεις εκ μέρους των εθνικών αρχών ανταγωνισμού και της Επιτροπής, καθιστώντας τις πρώτες αναρμόδιες ως προς την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της διαδικασίας που κίνησε η Επιτροπή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003 έχει ως αποτέλεσμα να προφυλάσσει τις επιχειρήσεις από παράλληλες διώξεις εκ μέρους των διαφόρων αυτών αρχών (πρβλ. διάταξη της 15ης Μαρτίου 2019, Silgan Closures και Silgan Holdings κατά Επιτροπής, T‑410/18, EU:T:2019:166, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Εντούτοις, αυτή η προστασία από παράλληλες διώξεις που προβλέπει η νομολογία δεν συνεπάγεται κανένα δικαίωμα, υπέρ μιας επιχειρήσεως, για την εξέταση υποθέσεως στο σύνολό της από την Επιτροπή. Σε αυτό το πλαίσιο, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει των άρθρων 4 και 5 του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών διαθέτουν παράλληλες αρμοδιότητες για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, και ότι η όλη οικονομία του κανονισμού 1/2003 στηρίζεται στη στενή μεταξύ αυτών συνεργασία (βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2014, Si.mobil κατά Επιτροπής T‑201/11, EU:T:2014:1096, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Πάντως, ούτε ο κανονισμός 1/2003 ούτε η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού (ΕΕ 2004, C 101, σ. 43), προβλέπουν κανόνα περί κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών.

47      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, το οποίο επιτρέπει σε αρχή ανταγωνισμού να αναστέλλει ή να περατώνει μια υπόθεση για τον λόγο ότι μια άλλη αρχή ασχολείται ή έχει εξετάσει την ίδια υπόθεση, και η αιτιολογική σκέψη 18 του ίδιου κανονισμού, από την οποία προκύπτει ότι «στόχος είναι κάθε υπόθεση να εξετάζεται μόνον από μία αρχή», θεσπίζουν κριτήριο αναθέσεως ή κατανομής των υποθέσεων ή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και της ή των εθνικών αρχών τις οποίες αφορά ενδεχομένως η συγκεκριμένη υπόθεση (πρβλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2014, Si.mobil κατά Επιτροπής T‑201/11, EU:T:2014:1096, σκέψη 38).

48      Εξάλλου, όσον αφορά την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία στο πλαίσιο του δικτύου των αρχών ανταγωνισμού, το σημείο της 4 διευκρινίζει ότι οι διαβουλεύσεις και οι ανταλλαγές εντός του δικτύου πραγματοποιούνται αυστηρώς μεταξύ αρχών που δρουν προς το δημόσιο συμφέρον και το σημείο 31 προσθέτει ότι δεν παρέχεται στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ατομικό δικαίωμα να εξεταστεί η υπόθεση από συγκεκριμένη αρχή. Γενικότερα, ούτε ο κανονισμός 1/2003 ούτε η εν λόγω ανακοίνωση δημιουργούν δικαιώματα ή προσδοκίες για μια επιχείρηση όσον αφορά τον χειρισμό της υποθέσεώς της από συγκεκριμένη αρχή ανταγωνισμού (βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2014, Si.mobil κατά Επιτροπής T‑201/11, EU:T:2014:1096, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49      Επομένως, η Amazon αβασίμως υποστηρίζει ότι στερήθηκε, λόγω του αμφισβητούμενου τμήματος της προσβαλλομένης αποφάσεως, της προστασίας που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, στο μέτρο που το προστατευτικό αυτό αποτέλεσμα δεν συνεπάγεται ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να κινήσει διαδικασία προκειμένου να στερήσει από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού την αρμοδιότητά τους να εφαρμόσουν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ.

50      Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ιταλική αρχή ανταγωνισμού, κατά παράβαση της προστασίας από τις παράλληλες διαδικασίες που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 1/2003, κινεί διαδικασία που αφορά την ίδια γεωγραφική έκταση και τις ίδιες εικαζόμενες παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού με εκείνες της διαδικασίας που κίνησε η Επιτροπή, η Amazon εξακολουθεί να είναι σε θέση να αμφισβητήσει το γεγονός αυτό ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων επικαλούμενη, ειδικότερα, την αναρμοδιότητα της εν λόγω αρχής. Επίσης, ακόμη και αν υποτεθεί ότι διαπράχθηκαν παρατυπίες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που διεξήγαγε η Επιτροπή, οι παρατυπίες αυτές μπορούν, ενδεχομένως, να αμφισβητηθούν στο πλαίσιο της προσφυγής που στρέφεται κατά της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής.

51      Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι το αμφισβητούμενο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αποκλείει την Ιταλία από το εδαφικό πεδίο εφαρμογής της έρευνας, συνιστά προπαρασκευαστική πράξη η οποία δεν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι της Amazon κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οπότε η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να γίνει δεκτή και, ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι δύο άλλοι λόγοι απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή.

52      Σύμφωνα με το άρθρο 144, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ο καθού καταθέσει ένσταση απαραδέκτου ή αναρμοδιότητας κατά το άρθρο 130, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού, απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως λαμβάνεται μόνον αφού το Γενικό Δικαστήριο απορρίψει την ένσταση ή αποφασίσει ότι θα την εξετάσει μαζί με την ουσία της υποθέσεως. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη στο σύνολό της, παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί των αιτήσεων παρεμβάσεως που αναφέρονται στις σκέψεις 9 και 10 ανωτέρω.

 Επί των δικαστικών εξόδων

53      Σύμφωνα με το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

54      Επιπλέον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 144, παράγραφος 10, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν η δίκη επί της κύριας υποθέσεως τερματιστεί πριν ληφθεί απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως, όπως εν προκειμένω, ο αιτούμενος την παρέμβαση και οι κύριοι διάδικοι φέρουν έκαστος τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως δικαστικά έξοδά τους. Δεδομένου ότι οι αιτήσεις παρεμβάσεως δεν κοινοποιήθηκαν στις προσφεύγουσες και στην Επιτροπή και ότι, ως εκ τούτου, οι εν λόγω αιτήσεις δεν μπορούσαν να προκαλέσουν έξοδα, πρέπει να οριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, η Αρχή προστασίας του ανταγωνισμού και της αγοράς, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και η Computer & Communications Industry Association φέρουν, έκαστος, τα δικαστικά τους έξοδα στο πλαίσιο αυτό.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί των αιτήσεων παρεμβάσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας, της Autorità Garante della Concorrenza e del Mercato (Αρχής προστασίας του ανταγωνισμού και της αγοράς, Ιταλία), του Chamber of Commerce of the United States of America (Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής) και της Computer & Communications Industry Association.

3)      Οι Amazon.com, Inc., Amazon Services Europe Sàrl, Amazon EU Sàrl και Amazon Europe Core Sàrl φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

4)      Η Ιταλική Δημοκρατία, η Αρχή προστασίας του ανταγωνισμού και της αγοράς, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και η Computer & Communications Industry Association φέρουν τα σχετικά με τις αιτήσεις παρεμβάσεως έξοδά τους.

Λουξεμβούργο, 14 Οκτωβρίου 2021.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

Η. Kanninen


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.