Language of document : ECLI:EU:T:2011:36

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 9ης Φεβρουαρίου 2011 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως λεκτικού κοινοτικού σήματος ALPHAREN – Προγενέστερα εθνικά λεκτικά σήματα ALPHA D3 – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Κίνδυνος συγχύσεως – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] – Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών – Άρθρο 74 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 76 του κανονισμού 207/2009)»

Στην υπόθεση T‑222/09,

Ineos Healthcare Ltd, με έδρα το Warrington, Cheshire (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τους S. Malynicz, barrister, και A. Smith, solicitor,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον A. Folliard-Monguiral,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

Teva Pharmaceutical Industries Ltd, με έδρα την Ιερουσαλήμ (Ισραήλ),

με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 24ης Μαρτίου 2009 (υπόθεση R 1897/2007‑2), όσον αφορά διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Teva Pharmaceutical Industries Ltd και της Ineos Healthcare Ltd,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τη διάσκεψη, από τους O. Czúcz, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 1η Ιουνίου 2009,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Οκτωβρίου 2009,

έχοντας υπόψη το έγγραφο της προσφεύγουσας της 14ης Μαΐου 2010 με το οποίο δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε πλέον να τύχει ακροάσεως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

έχοντας υπόψη τις γραπτές ερωτήσεις που το Γενικό Δικαστήριο έθεσε στους διαδίκους,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 και 14 Ιουνίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 3 Μαρτίου 2005, η προσφεύγουσα, Ineos Healthcare Ltd., υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [αντικατασταθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο ΑLPHAREN.

3        Τα προϊόντα που αφορά η αιτηθείσα καταχώριση εμπίπτουν, μετά τον περιορισμό κατά την ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασία, στην κλάση 5, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «φαρμακευτικά και κτηνιατρικά παρασκευάσματα με ανθρακικό υδροξείδιο σιδηρούχου μαγνησίου ή υδροταλσίτης ή παράγωγα των συστατικών αυτών· φαρμακευτικά και κτηνιατρικά παρασκευάσματα για χρήση στην αιμοκάθαρση και στην αντιμετώπιση νεφρικών παθήσεων και ασθενειών· μέσα δέσμευσης φωσφορικών αλάτων για την αντιμετώπιση της υπερφωσφαταιμίας».

4        Η αίτηση κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 49/2005, της 5ης Δεκεμβρίου 2005.

5        Στις 6 Μαρτίου 2006, η Teva Pharmaceutical Industries Ltd. (στο εξής: ανακόπτουσα) άσκησε ανακοπή, βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009), κατά της καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος για τα προϊόντα που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 3.

6        Η ανακοπή στηριζόταν σε δικαίωμα επί των ακόλουθων προγενέστερων σημάτων:

–        του ουγγρικού λεκτικού σήματος ALPHA D3 αριθ. 134972 για «φαρμακευτικά παρασκευάσματα που ρυθμίζουν το ασβέστιο», της κλάσεως 5·

–        του λιθουανικού λεκτικού σήματος ALPHA D3 αριθ. 20613 για «φαρμακευτικά παρασκευάσματα που ρυθμίζουν το ασβέστιο», της κλάσεως 5· 

–        του λετονικού λεκτικού σήματος ALPHA D3 το οποίο καταχωρίστηκε με αριθμό M30407 για «φαρμακευτικά παρασκευάσματα με ιδιότητες ρυθμίσεως του ασβεστίου», της κλάσεως 5.

7        Οι προβληθέντες λόγοι ανακοπής ήταν οι προβλεπόμενοι από το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009).

8        Στις 9 Οκτωβρίου 2007, το τμήμα ανακοπών έκανε δεκτή την ανακοπή στο σύνολό της με βάση το προγενέστερο ουγγρικό σήμα.

9        Στις 29 Νοεμβρίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, βάσει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

10      Με απόφαση της 24ης Μαρτίου 2009 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή. Ειδικότερα, έκρινε ότι το προγενέστερο ουγγρικό σήμα δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη ελλείψει μεταφράσεως του πιστοποιητικού καταχωρίσεως στη γλώσσα διαδικασίας. Το γεγονός ότι η ανακοπή είχε γίνει δεκτή αποκλειστικά βάσει του προγενέστερου ουγγρικού σήματος θα δικαιολογούσε από μόνο του την ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών. Παρά ταύτα, εκτιμώντας ότι κατά τον χρόνο εκδόσεως αποφάσεως επί της προσφυγής μπορούσε να εκδοθεί απόφαση με διατακτικό ίδιο με εκείνο του τμήματος ανακοπών, το τμήμα προσφυγών, στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής του εξουσίας, προέβη σε εξέταση των λοιπών σημάτων επί των οποίων στηριζόταν η ανακοπή. Συναφώς, έκρινε, ειδικότερα, ότι τα καλυπτόμενα από τις λετονικές και λιθουανικές καταχωρίσεις προϊόντα ήταν όμοια με τα καλυπτόμενα από το προγενέστερο ουγγρικό σήμα και ότι οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ως προς το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως. Επισήμανε ότι τα συγκρουόμενα σημεία εμφάνιζαν ορισμένο βαθμό ομοιότητας σε οπτικό, φωνητικό και εννοιολογικό επίπεδο. Ομοίως, έκρινε ότι τα προϊόντα ήταν εν μέρει πανομοιότυπα και εν μέρει παρεμφερή. Το τμήμα προσφυγών επισήμανε ότι ο παράγοντας αυτός υπερίσχυε του μειωμένου βαθμού ομοιότητας μεταξύ των σημάτων. Κατ’ ουσία έκρινε ότι υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως για τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος συγκαταλέγεται στο οικείο κοινό και, καθόσον δεν διαθέτει το ίδιο επίπεδο γνώσεων και ικανοτήτων στη βιοχημεία και στη φαρμακολογία με τους επαγγελματίες σε αυτούς τους τομείς, εκτίθεται ως επί το πλείστον σε τέτοιου είδους κίνδυνο.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

12      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

13      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως που αφορούν, πρώτον, απουσία αποδείξεως εκ μέρους της ανακόπτουσας της ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων, δεύτερον, παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 75 του κανονισμού 207/2009), τρίτον, παράβαση του άρθρου 74 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 76 του κανονισμού 207/2009) και, τέταρτον, παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 όσον αφορά τον προσδιορισμό του οικείου κοινού.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά απουσία αποδείξεως εκ μέρους της ανακόπτουσας της ομοιότητας των προϊόντων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

14      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου, προκειμένου να εκτιμηθεί η ομοιότητα προϊόντων στο πλαίσιο διαδικασία ανακοπής, το βάρος αποδείξεως βαρύνει την ανακόπτουσα. Η ανακόπτουσα δεν κατέδειξε επαρκώς τη φερόμενη ομοιότητα των προϊόντων και περιορίσθηκε μόνο σε δύο έγγραφα απευθυνόμενα στην προσφεύγουσα και σε μία ανακοίνωση προς τους ασθενείς. Εξάλλου, η προσφεύγουσα αμφισβητεί και την αποδεικτική ισχύ της εν λόγω ανακοινώσεως. Προσθέτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να αφορούν όλους τους παράγοντες που ασκούν επιρροή εν προκειμένω για τη σύγκριση των προϊόντων, στους οποίους συγκαταλέγονται η φύση τους, ο προορισμός τους, η χρήση τους, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους.

15      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

16      Από τον κανόνα 15, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιλαμβάνει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η ανακοπή. Ο κανόνας 15, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι το δικόγραφο της ανακοπής μπορεί να περιλαμβάνει αιτιολογημένη δήλωση στην οποία παρουσιάζονται τα επιχειρήματα βάσει των οποίων ασκείται η ανακοπή, καθώς και αποδεικτικά στοιχεία που υποστηρίζουν την άσκηση της ανακοπής. Ο κανόνας 19, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι το ΓΕΕΑ παρέχει τη δυνατότητα στον ανακόπτοντα να παρουσιάσει τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τα επιχειρήματα που τεκμηριώνουν την ανακοπή ή να συμπληρώσει οιαδήποτε πραγματικά περιστατικά, αποδείξεις ή επιχειρήματα που έχουν ήδη κατατεθεί σύμφωνα με τον κανόνα 15, παράγραφος 3, εντός ταχθείσας από αυτό προθεσμίας και η οποία πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον σε δύο μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία θεωρείται ότι αρχίζει η διαδικασία ανακοπής σύμφωνα με τον κανόνα 18, παράγραφος 1.

17      Από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, ο ανακόπτων έχει τη δυνατότητα, και όχι την υποχρέωση, να τεκμηριώσει την ανακοπή ιδίως όσον αφορά την ομοιότητα των επίμαχων προϊόντων και υπηρεσιών.

18      Συναφώς διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τον σχηματισθέντα στο ΓΕΕΑ φάκελο της υποθέσεως, με έγγραφο της 7ης Απριλίου 2006, το ΓΕΕΑ, κατ’ εφαρμογή του κανόνα 19, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, κάλεσε την ανακόπτουσα να παρουσιάσει τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τα επιχειρήματα προς τεκμηρίωση της ανακοπής της ή προς συμπλήρωση εκείνων που περιλαμβάνονταν στο έντυπο της ανακοπής τονίζοντας ότι, σε περίπτωση μη αποστολής αυτών, επρόκειτο να εκδώσει απόφαση επί της ανακοπής στηριζόμενο στα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή του.

19      Με έγγραφο της 18ης Ιουλίου 2006, η ανακόπτουσα υπέβαλε συμπληρωματικά επιχειρήματα. Ακολούθως, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με έγγραφο της 31ης Οκτωβρίου 2006, επί των οποίων η ανακόπτουσα έλαβε θέση με έγγραφο της 16ης Φεβρουαρίου 2007.

20      Επίσης, επιβάλλεται να διευκρινιστεί, ότι, αντιθέτως προς όσα κατ’ ουσία προβάλλει η προσφεύγουσα, το Δικαστήριο με τη διάταξη της 9ης Μαρτίου 2007, C‑196/06 P, Alecansan κατά ΓΕΕΑ (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 24), ουδόλως τοποθετήθηκε επί του ζητήματος του βάρους αποδείξεως που φέρει ο ανακόπτων στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής. Στη σκέψη 24 της εν λόγω διατάξεως, το Δικαστήριο απλώς τόνισε την υποχρέωση αποδείξεως, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, της ομοιότητας των προϊόντων ακόμη και όταν τα σημεία είναι πανομοιότυπα.

21      Ομοίως, τα αναφερόμενα στον κανόνα 15, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2868/95 αποδεικτικά στοιχεία δεν πρέπει να καλύπτουν κατ’ ανάγκη όλες τις πτυχές της συγκρίσεως των προϊόντων, αντιθέτως προς τα προβαλλόμενα εκ μέρους της προσφεύγουσας.

22      Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι δεν υφίσταται υποχρέωση του ανακόπτοντος, στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ομοιότητα των επίμαχων προϊόντων. Εκ των ανωτέρω προκύπτει επίσης ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με την αποδεικτική ισχύ της ανακοινώσεως προς τους ασθενείς, που υποβλήθηκε στο ΓΕΕΑ από την ανακόπτουσα, στερείται λυσιτέλειας στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με παράβαση του άρθρου 73 και του άρθρου 74 του κανονισμού 40/94

23      Ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, αμφότεροι αφορώντες τη χρησιμοποίηση από το τμήμα προσφυγών ερευνών για τη διαπίστωση ομοιότητας μεταξύ των καλυπτόμενων από τα προγενέστερα καταχωρισμένα στη Λετονία και στη Λιθουανία σήματα προϊόντων και, ειδικότερα, των «φαρμακευτικών και κτηνιατρικών παρασκευασμάτων με ανθρακικό υδροξείδιο σιδηρούχου μαγνησίου ή υδροταλσίτης ή παράγωγων των συστατικών αυτών» (στο εξής: προϊόντα Α) και των «μέσων δέσμευσης φωσφορικών αλάτων για την αντιμετώπιση της υπερφωσφαταιμίας» (στο εξής: προϊόντα Γ) που καλύπτονται από το υποβληθέν προς καταχώριση σήμα, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει πρόσφορη την από κοινού εξέταση του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως. Επιβάλλεται η κατ’ αρχάς εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

24      Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, προσφεύγοντας με δική του πρωτοβουλία σε έρευνες στο Διαδίκτυο με σκοπό τη σύγκριση των προϊόντων, όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών παρέβη την απορρέουσα από το άρθρο 74 του κανονισμού 40/94 υποχρέωση, κατά την οποία, στο πλαίσιο διαδικασίας που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχωρίσεως, πρέπει η εξέταση να περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και στα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα. Η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί επίσης στην προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων από τους διαδίκους. Κατά τις έρευνες αυτές συμβουλεύθηκε ηλεκτρονικό λεξικό ιατρικών όρων της αμερικανικής κυβερνήσεως το οποίο αναφερόταν σε κλινικές δοκιμές και διαδικτυακό τόπο άλλης εταιρίας από την προσφεύγουσα, που αποτελεί μέλος του ίδιου ομίλου εταιριών. Υποστηρίζει επίσης ότι, όσον αφορά την ομοιότητα των καλυπτόμενων από τα προγενέστερα καταχωρισμένα στη Λετονία και στη Λιθουανία σήματα προϊόντων και των προϊόντων Α και των προϊόντων Γ που καλύπτονται από το υποβληθέν προς καταχώριση σήμα, τα στοιχεία που συλλέχθηκαν από το τμήμα προσφυγών μέσω του Διαδικτύου υπήρξαν καθοριστικής σημασίας.

25      Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσία, στο τμήμα προσφυγών ότι στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση σε επιχειρήματα επί των οποίων δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει θέση. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι ουδέποτε είχε τη δυνατότητα να υποστηρίξει τη θέση της ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία που εντόπισε το τμήμα προσφυγών στο Διαδίκτυο. Προσθέτει ότι, εάν είχε τη δυνατότητα να τοποθετηθεί ως προς αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία, θα είχε αποδείξει τους παράγοντες εκείνους που καθιστούν απίθανη τη διαπίστωση περί ομοιότητας των προϊόντων.

26      Ως προς τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι, βάσει της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑179/07, Anvil Knitwear κατά ΓΕΕΑ – Aprile e Aprile (Aprile) (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψεις 72 και 75), το τμήμα προσφυγών δεν εδικαιούτο να εκλάβει ως αποδεδειγμένο το επιχείρημα περί ομοιότητας που προέβαλε η ανακόπτουσα ελλείψει αντικρούσεως από την προσφεύγουσα. Όφειλε, επομένως, να εξετάσει το ίδιο τις ομοιότητες των προϊόντων βάσει καταλόγων προϊόντων καλυπτόμενων από τα συγκρουόμενα δικαιώματα. Το ΓΕΕΑ εκτιμά ότι, υπ’ αυτές τις συνθήκες, το τμήμα προσφυγών μπορούσε νομίμως να προβεί, με δική του πρωτοβουλία, σε έρευνες συμβουλευόμενο ουδέτερες πηγές πληροφορήσεως ή πηγές πληροφορήσεως γνωστές στην προσφεύγουσα, στο μέτρο που οι έρευνες αυτές αποσκοπούσαν αποκλειστικώς στην εξακρίβωση των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων της ανακόπτουσας.

27      Ως προς τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας επισημαίνοντας ότι, βάσει της νομολογίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικαίωμα ακροάσεως, όπως καθιερώνεται με το άρθρο 73, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 75, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009), δεν καλύπτει την τελική θέση που προτίθεται να λάβει η διοίκηση. Το ίδιο ισχύει και ως προς τα έγγραφα τα οποία συνηγορούν και συμβάλλουν στην τελική διαπίστωση περί ομοιότητας των προϊόντων. Επιπλέον, τα έγγραφα τα οποία συλλέχθηκαν μέσω Διαδικτύου απλώς επιβεβαίωσαν την εκτεθείσα στη σκέψη 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως αρχική θέση του τμήματος προσφυγών. Προσθέτει ότι η προσφεύγουσα μπορούσε να υποβάλει παρατηρήσεις επί των ισχυρισμών της ανακόπτουσας προ της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενέργεια στην οποία, όμως, δεν προέβη. Τέλος, το ΓΕΕΑ εκτιμά ότι, ακόμη και αν το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε σφάλμα παραλείποντας να γνωρίσει στους διαδίκους τα αποτελέσματα των ερευνών του στο Διαδίκτυο, η διαπίστωση σχετικά με τη σύγκριση των προϊόντων δεν μεταβάλλεται. Τέτοιου είδους παράβαση του άρθρου 73 του κανονισμού 40/94 δεν δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

28      Κατά το άρθρο 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, «σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχώρησης, η εξέταση [από το ΓΕΕΑ] περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και στα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα».

29      Η διάταξη αυτή αφορά, μεταξύ άλλων, τη σχετική με τα πραγματικά περιστατικά βάση των αποφάσεων του ΓΕΕΑ, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία οι αποφάσεις αυτές μπορούν εγκύρως να στηριχθούν. Έτσι, το τμήμα προσφυγών, αποφαινόμενο επί προσφυγής κατά αποφάσεως τερματίζουσας τη διαδικασία ανακοπής, δεν μπορεί να στηρίξει την απόφασή του παρά μόνο στα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που ο οικείος διάδικος προέβαλε. Ωστόσο, ο περιορισμός της σχετικής με τα πραγματικά περιστατικά βάσεως της εξετάσεως την οποία διενεργεί το τμήμα προσφυγών δεν αποκλείει το να λάβει το τμήμα αυτό υπόψη, πέραν των πραγματικών περιστατικών που ρητώς προέβαλαν οι διάδικοι στη διαδικασία ανακοπής, παγκοίνως γνωστά πραγματικά περιστατικά, ήτοι περιστατικά τα οποία μπορούν να γίνουν γνωστά στον οποιοδήποτε ή μπορούν να γίνουν γνωστά από γενικώς προσιτές πηγές [βλ. αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 22ας Ιουνίου 2004, T‑185/02, Ruiz-Picasso κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ – DaimlerChrysler (PICARO), Συλλογή 2004, σ. II‑1739, σκέψεις 28 και 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Aprile, προπαρατεθείσα, σκέψη 71].

30      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών αναφέρθηκε, στις σκέψεις 40 και 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στα αποτελέσματα των ερευνών του στο Διαδίκτυο. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χρησιμοποίησε τον ορισμό της υπερφωσφαταιμίας, που περιλαμβάνεται στον προσδιορισμό των προϊόντων Γ του υποβληθέντος προς καταχώριση σήματος, τον οποίο εντόπισε σε ηλεκτρονικό λεξικό ιατρικών όρων. Επίσης, αναζήτησε σε δικτυακό τόπο της αμερικανικής κυβερνήσεως για κλινικές δοκιμές τις θεραπευτικές ενδείξεις του ανθρακικού υδροξείδιου σιδηρούχου μαγνησίου ή υδροταλσίτης που περιλαμβάνονται στα προϊόντα Α του υποβληθέντος προς καταχώριση σήματος. Τέλος, αναφέρθηκε, στη σκέψη 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε πληροφορίες σχετικά με την αλληλεπίδραση των επίμαχων προϊόντων, καταδεικνύοντας ότι είναι απευθείας συνδεόμενα και ότι προορίζονται για ασθενείς με νεφρικές παθήσεις, οι οποίες εντοπίσθηκαν στον δικτυακό τόπο εταιρίας άλλης από την προσφεύγουσα, ανήκουσας στον ίδιο όμιλο εταιριών. Επισημαίνεται ότι αυτά τα πραγματικά περιστατικά δεν αμφισβητήθηκαν από το ΓΕΕΑ.

31      Μολονότι τα αποτελέσματα της επίμαχης έρευνας προήλθαν από τους αναφερόμενους στη σκέψη 30 ανωτέρω δικτυακούς τόπους, οι οποίοι συνιστούν γενικώς προσιτούς τόπους, το γεγονός αυτό δεν αρκεί εν προκειμένω ώστε να θεωρηθεί ότι πρόκειται για παγκοίνως γνωστά πραγματικά περιστατικά. Συγκεκριμένα, πρόκειται για περιγραφές φαρμακευτικών παρασκευασμάτων και των θεραπευτικών τους ενδείξεων, οι οποίες λαμβάνοντας υπόψη τον βαθμό του τεχνικού τους χαρακτήρα, ουδόλως μπορούν να θεωρηθούν ως πληροφορίες συνιστάμενες σε παγκοίνως γνωστά πραγματικά περιστατικά.

32      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα αναφερόμενα στη σκέψη 30 ανωτέρω αποτελέσματα των ερευνών στο Διαδίκτυο, το τμήμα προσφυγών παρέβη το άρθρο 74 του κανονισμού 40/94 στο μέτρο που τα πραγματικά περιστατικά που προήλθαν από τις εν λόγω έρευνες στο Διαδίκτυο, στις οποίες αναφέρθηκε, δεν συνιστούν παγκοίνως γνωστά πραγματικά περιστατικά.

33      Πάντως, κατά πάγια νομολογία, εφόσον, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, το αποτέλεσμα δεν επηρεάστηκε καθοριστικά από ένα σφάλμα, η στηριζόμενη στο σφάλμα αυτό επιχειρηματολογία είναι αλυσιτελής και, επομένως, δεν αποτελεί στοιχείο δυνάμενο να δικαιολογήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑140/06, Philip Morris Products κατά ΓΕΕΑ (σχήμα πακέτου τσιγάρων), μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

34      Συναφώς επισημαίνεται ότι τα ουσιώδη σημεία της περιγραφής των προϊόντων Α και Γ που καλύπτονται από το υποβληθέν προς καταχώριση σήμα προήλθαν αποκλειστικώς από τις αναφερόμενες στη σκέψη 30 ανωτέρω έρευνες στο Διαδίκτυο. Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι η περιγραφή των επίμαχων προϊόντων αποτελεί το σημείο εκκινήσεως κάθε συγκρίσεως των προϊόντων και είναι στάδιο απαραίτητο για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως. Εν προκειμένω, υπογραμμίζεται ότι το τμήμα προσφυγών δεν θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων Α και των προϊόντων Γ, αφενός, και των προϊόντων που καλύπτονται από τα προγενέστερα καταχωρισμένα στη Λετονία και στη Λιθουανία σήματα, αφετέρου, και, ως εκ τούτου, να διαπιστώσει, στη σκέψη 58 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως χωρίς να αναφερθεί στα πραγματικά περιστατικά που προήλθαν από τις αμφισβητούμενες έρευνες. Συνεπώς, χωρίς τη χρησιμοποίηση της επίμαχης πληροφορίας η προσβαλλόμενη απόφαση θα ήταν ουσιωδώς διαφορετική, αντιθέτως προς όσα προβάλλει το ΓΕΕΑ.

35      Αντιθέτως, ως προς τα «φαρμακευτικά και κτηνιατρικά παρασκευάσματα για χρήση στην αιμοκάθαρση και στην αντιμετώπιση νεφρικών παθήσεων και ασθενειών» (στο εξής: προϊόντα Β) τα οποία καλύπτονται από το υποβληθέν προς καταχώριση σήμα, οι πληροφορίες που προήλθαν από τις αναφερόμενες στη σκέψη 41 της προσβαλλομένης αποφάσεως αμφισβητούμενες έρευνες, απλώς επιβεβαίωσαν τη διαπίστωση του τμήματος προσφυγών περί ομοιότητας των επίμαχων προϊόντων. Κατά συνέπεια, η παράβαση του άρθρου 74 του κανονισμού 40/94, η οποία διαπιστώθηκε στη σκέψη 32 ανωτέρω, δεν δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τα προϊόντα Β.

36      Εξάλλου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα του ΓΕΕΑ σχετικά με τις συνέπειες της αποφάσεως Aprile, προπαρατεθείσα (σκέψεις 72 και 75). Καίτοι είναι αληθές ότι, με την απόφαση αυτή, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το ΓΕΕΑ δεν υποχρεούται να θεωρεί αποδεδειγμένα τα προβαλλόμενα από διάδικο επιχειρήματα που δεν αμφισβητήθηκαν από τον αντίδικό του, εντούτοις δεν έκρινε ότι το ΓΕΕΑ έχει τη δυνατότητα να υπερβαίνει τις κατά το άρθρο 74 του κανονισμού 40/94 προϋποθέσεις εξετάσεως.

37      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι το τμήμα προσφυγών εσφαλμένως χρησιμοποίησε τα αποτελέσματα των αναφερόμενων στη σκέψη 30 ανωτέρω ερευνών του στο Διαδίκτυο, οπότε επιβάλλεται να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στο μέτρο που το τμήμα προσφυγών επιβεβαίωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος για τα προϊόντα Α και για τα προϊόντα Γ, και να απορριφθεί όσον αφορά τα προϊόντα Β, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

38      Δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται εν μέρει κατόπιν της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως, επιβάλλεται περαιτέρω η εξέταση του τέταρτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 ως προς τον προσδιορισμό του οικείου κοινού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

39      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κατά τον προσδιορισμό του οικείου κοινού κρίνοντας, στη σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επίμαχα προϊόντα χορηγούνται ελεύθερα στο ευρύ κοινό από τα φαρμακεία. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση αυτή για δύο λόγους. Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τα καλυπτόμενα από τα προγενέστερα καταχωρισμένα στη Λετονία και στη Λιθουανία σήματα προϊόντα, το μόνο αποδεικτικό στοιχείο, ήτοι η ανακοίνωση προς τους καταναλωτές, κατέδειξε ότι η αλφακαλκιδόλη, φαρμακευτικό παρασκεύασμα σχετικό προς την κατηγορία των καλυπτόμενων από τα προγενέστερα σήματα προϊόντων, χορηγούνταν αποκλειστικώς με ιατρική συνταγή. Η διαπίστωση αυτή και μόνον ήταν δυνατό να δικαιολογήσει τη διαπίστωση περί ειδικευμένου κοινού. Ομοίως, κατά την άποψή της, τα καλυπτόμενα από το υποβληθέν προς καταχώριση σήμα προϊόντα μπορούσαν να χορηγηθούν αποκλειστικώς με ιατρική συνταγή. Αποφαινόμενο, στη σκέψη 58 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο μέσος καταναλωτής επιδεικνύει ανώτερο του μέσου όρου βαθμό προσοχής, το τμήμα προσφυγών αγνόησε ότι ο εν λόγω καταναλωτής έχει στη διάθεσή του ιατρική συνταγή ή, τουλάχιστον, ειδικευμένη φροντίδα από αναγνωρισμένο επαγγελματία στον ιατρικό τομέα.

40      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

41      Κατά τη νομολογία, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής της οικείας κατηγορίας προϊόντων, ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ότι ο βαθμός προσοχής του μέσου καταναλωτή ποικίλλει αναλόγως της κατηγορίας των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Φεβρουαρίου 2007, T‑256/04, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ – Altana Pharma (RESPICUR), Συλλογή 2007, σ. II‑449, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

42      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στη σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το οικείο κοινό απαρτιζόταν ταυτοχρόνως από επαγγελματίες στον ιατρικό τομέα (ιατρούς, φαρμακοποιούς, νοσοκόμους) και από μέσους καταναλωτές, ήτοι ασθενείς και πρόσωπα που τους φροντίζουν. Έκρινε ότι δεν ήταν δυνατό να αποκλεισθεί ο μέσος καταναλωτής από το οικείο κοινό δεδομένου ότι ο προσδιορισμός των προϊόντων δεν περιοριζόταν μόνο σε φάρμακα χορηγούμενα με ιατρική συνταγή και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να αποκλεισθεί ότι τα επίμαχα προϊόντα ήταν ελευθέρως προσιτά. Δεδομένου ότι τα προγενέστερα σήματα ήταν καταχωρισμένα στη Λετονία και στη Λιθουανία, το οικείο κοινό απαρτίζεται, κατά το τμήμα προσφυγών, από επαγγελματίες στον ιατρικό τομέα και από μέσους καταναλωτές των δύο αυτών χωρών.

43      Κατά τη νομολογία, όταν τα επίμαχα προϊόντα είναι φάρμακα για τα οποία χρειάζεται ιατρική συνταγή πριν πωληθούν στους καταναλωτές εντός φαρμακείων, το οικείο κοινό αποτελείται τόσο από τους τελικούς καταναλωτές όσο και από τους επαγγελματίες του τομέα της υγείας, δηλαδή τους ιατρούς που συνταγογραφούν το φάρμακο, καθώς και τους φαρμακοποιούς που πωλούν το φάρμακο της συνταγής. Ακόμη και αν η επιλογή των προϊόντων αυτών επηρεάζεται ή καθορίζεται από τους ενδιαμέσους, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως και για τους καταναλωτές από τη στιγμή που αυτοί ενδέχεται να συναντήσουν τα εν λόγω προϊόντα, έστω και στο πλαίσιο αγορών που πραγματοποιούνται, για καθένα από τα προϊόντα αυτά χωριστά, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 2007, C‑412/05 P, Alcon κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. I‑3569, σκέψεις 52 έως 63).

44      Όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα νομολογία, ακόμη και όταν τα φάρμακα χορηγούνται αποκλειστικώς με ιατρική συνταγή, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ο μέσος καταναλωτής συγκαταλέγεται στο οικείο κοινό. Επομένως, το τμήμα προσφυγών ορθώς διαπίστωσε ότι το οικείο κοινό αποτελείτο ταυτοχρόνως από επαγγελματίες στον τομέα της υγείας και από μέσους καταναλωτές.

45      Κατά συνέπεια, το ζήτημα αν τα επίμαχα φάρμακα ήταν προσιτά ελευθέρως δεν είναι λυσιτελές εν προκειμένω, καθώς, ακόμη και αν το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως ως προς τον τρόπο πωλήσεως των επίμαχων προϊόντων, η διαπίστωση ως προς τη σύνθεση του οικείου κοινού παραμένει αμετάβλητη.

46      Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο υπό κρίση λόγος πρέπει να απορριφθεί. Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι επιβάλλεται η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τα προϊόντα Α και τα προϊόντα Γ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

47      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο δύναται να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφυγή γίνεται δεκτή μόνο για μέρος των επίμαχων προϊόντων, το ΓΕΕΑ πρέπει να φέρει τα δικά του έξοδα και το ήμισυ των εξόδων της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του δεύτερου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 24ης Μαρτίου 2009 (υπόθεση R 1897/2007-2) όσον αφορά τα προϊόντα των ακόλουθων κατηγοριών: «φαρμακευτικά και κτηνιατρικά παρασκευάσματα με ανθρακικό υδροξείδιο σιδηρούχου μαγνησίου ή υδροταλσίτης ή παράγωγα των συστατικών αυτών», «μέσα δέσμευσης φωσφορικών αλάτων για την αντιμετώπιση της υπερφωσφαταιμίας».

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα και το ήμισυ των εξόδων της Ineos Healthcare Ltd.

4)      Η Ineos Healthcare φέρει το ήμισυ των δικαστικών εξόδων της.

Czúcz

Labucka

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Φεβρουαρίου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.