Language of document : ECLI:EU:T:2023:520

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 6ης Σεπτεμβρίου 2023 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Σύνταξη λόγω αρχαιότητας – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στην Ένωση – Μεταφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ένωσης – Διάρκεια υπηρεσίας μικρότερη των δέκα ετών – Θάνατος – Άρνηση επιστροφής του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα εθνικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία μεταφέρθηκαν και στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του ΣΣΕΕ – Άρθρο 11, παράγραφος 1, και άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ – Αδικαιολόγητος πλουτισμός»

Στην υπόθεση T‑171/22,

ΟR,

ΟS,

εκπροσωπούμενοι από την N. de Montigny, δικηγόρο,

προσφεύγοντες-ενάγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον T. Bohr και τις M. Brauhoff και G. Niddam,

καθής- εναγομένης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Truchot (εισηγητή), πρόεδρο, H. Kanninen και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Μαΐου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ προσφυγή-αγωγή τους, οι προσφεύγοντες-ενάγοντες OR και OS (στο εξής: προσφεύγοντες), ως έλκοντες δικαιώματα εκ του A (στο εξής: A ή αποθανών υπάλληλος), ζητούν, κατά πρώτον, την ακύρωση της αποφάσεως του Γραφείου «Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων» (PMO) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 12ης Ιουλίου 2021, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους περί επιστροφής, αφενός, του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα εθνικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία αποκτήθηκαν από τον πατέρα τους πριν από την εκ μέρους του ανάληψη υπηρεσίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μεταφέρθηκαν στο συνταξιοδοτικό σύστημα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (στο εξής: ΣΣΕΕ) και, αφετέρου, του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στις εισφορές τις οποίες είχε καταβάλει ο πατέρας τους στο ΣΣΕΕ πριν από τον θάνατό του, καθώς και, εφόσον θεωρηθεί ότι παρέχει συμπληρωματική αιτιολογία, της αποφάσεως της 22ας Δεκεμβρίου 2021, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένστασή τους, και, κατά δεύτερον, την επιστροφή των ως άνω ζητούμενων ποσών, προσαυξημένων με τόκους υπολογιζόμενους βάσει του επιτοκίου που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένου κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Ο A εισήλθε στην υπηρεσία της Ένωσης στις 16 Ιουλίου 2003, ως συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα. Από τις 16 Ιουλίου 2004 άσκησε καθήκοντα στην Επιτροπή ως έκτακτος υπάλληλος και, εν συνεχεία, κατέστη μόνιμος υπάλληλος στις 16 Απριλίου 2006.

3        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), τον Σεπτέμβριο του 2005, ο A μετέφερε στο ΣΣΕΕ το κεφάλαιο που αντιστοιχεί στα εθνικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία αποκτήθηκαν πριν από την εκ μέρους του ανάληψη καθηκόντων στην Ένωσης (στο εξής: μεταφορά «in»). Η καταβολή του εν λόγω κεφαλαίου στο ΣΣΕΕ είχε ως αποτέλεσμα την αναγνώριση συντάξιμων ετών ορισμένης διάρκειας.

4        Εν συνεχεία, ο A ζήτησε και έλαβε άδεια για προσωπικούς λόγους για την περίοδο από 17 Σεπτεμβρίου 2008 έως 16 Σεπτεμβρίου 2013, προκειμένου να μπορέσει να αναλάβει υπηρεσία στον Διεθνή Οργανισμό για την Ενέργεια Σύντηξης ITER (στο εξής: ITER), με έδρα το Saint-Paul-lez-Durance (Γαλλία). Η εν λόγω άδεια για προσωπικούς λόγους ανανεώθηκε μέχρι την παραίτησή του, η οποία υποβλήθηκε την 1η Ιουλίου 2020 και τέθηκε σε ισχύ στις 16 Σεπτεμβρίου 2020.

5        Συνεπώς, ο A κατέβαλε εισφορές στο ΣΣΕΕ από τις 16 Ιουλίου 2003 έως τις 16 Σεπτεμβρίου 2008, ήτοι για περίοδο πέντε ετών και δύο μηνών.

6        Με επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 1ης Ιουλίου 2020, ημερομηνία υποβολής της παραιτήσεώς του στην Επιτροπή, ο A υπέβαλε στο PMO ερώτημα σχετικά με τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί προκειμένου να τύχει μεταφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ (στο εξής: μεταφορά «out»), των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησε στο πλαίσιο του ΣΣΕΕ προς άλλο συνταξιοδοτικό σύστημα. Με την ίδια επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ο A διευκρίνιζε ότι δεν είχε συμπληρώσει τα δέκα έτη πραγματικής υπηρεσίας που απαιτούνται για τη χορήγηση συντάξεως λόγω αρχαιότητας.

7        Στην απάντησή του, η οποία κοινοποιήθηκε με επιστολή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 2 Ιουλίου 2020, το PMO ενημέρωσε τον A για τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσει για την πραγματοποίηση μεταφοράς «out». Το PMO διευκρίνισε επίσης στον A ότι, καθόσον είχε συμπληρώσει λιγότερα από δέκα έτη υπηρεσίας, ήταν υποχρεωμένος να μεταφέρει το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησε στο πλαίσιο του ΣΣΕΕ.

8        Ο A απεβίωσε στις 5 Ιανουαρίου 2021.

9        Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 14ης Ιανουαρίου 2021, η μητέρα των προσφευγόντων, τέως σύζυγος του αποθανόντος υπαλλήλου, ενημέρωσε το PMO για τον θάνατο του A. Το PMO της απάντησε αυθημερόν, μεταξύ άλλων, ότι, καθόσον ο αποθανών υπάλληλος δεν είχε υποβάλει αίτηση μεταφοράς «out» πριν από τον θάνατό του, η μεταφορά αυτή δεν ήταν πλέον δυνατή.

10      Στις 18 Μαρτίου 2021 οι προσφεύγοντες, τέκνα και μόνοι κληρονόμοι του αποθανόντος υπαλλήλου, υπέβαλαν, ως έλκοντες δικαιώματα εξ αυτού, αίτηση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ζητώντας την καταβολή, αφενός, του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα εθνικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία αποκτήθηκαν από τον πατέρα τους πριν από την εκ μέρους του ανάληψη υπηρεσίας στην Ένωσης και μεταφέρθηκαν στο ΣΣΕΕ και, αφετέρου, του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που απέκτησε ο A στο πλαίσιο του ΣΣΕΕ έως τον θάνατό του.

11      Με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2021 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το PMO απέρριψε την αίτηση των προσφευγόντων.

12      Ειδικότερα, το PMO εξέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι, καθόσον ο αποθανών υπάλληλος είχε υπηρετήσει για λιγότερο από δέκα έτη, δεν μπορούσε να αξιώσει σύνταξη από την Ένωση, οπότε ούτε η χήρα του ούτε τα ορφανά του δικαιούνται να λάβουν τις προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ παροχές ανακληρονόμησης. Το PMO επισήμανε, επίσης, ότι ουδεμία διάταξη του ΚΥΚ επιτρέπει την επιστροφή του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του ΣΣΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων που μεταφέρθηκαν στο ΣΣΕΕ από αποθανόντα πρώην υπάλληλο ή πρώην μέλος του λοιπού προσωπικού, και εξήγησε ότι η αίτηση μεταφοράς «out» συνιστά ατομικό δικαίωμα το οποίο παρέχεται μόνο στους πρώην υπαλλήλους και στα πρώην μέλη του λοιπού προσωπικού και του οποίου ο αποθανών υπάλληλος δεν είχε κάνει χρήση κατόπιν της θέσης σε ισχύ της παραιτήσεώς του.

13      Στις 20 Σεπτεμβρίου 2021 οι προσφεύγοντες υπέβαλαν, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

14      Με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2021 (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως), η διοικητική ένσταση των προσφευγόντων απορρίφθηκε.

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και, εφόσον θεωρηθεί ότι παρέχει συμπληρωματική αιτιολογία, την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να επιστρέψει τα ζητούμενα ποσά προσαυξημένα με τόκους υπολογιζόμενους βάσει του επιτοκίου που καθορίζει η ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένο κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της προσφυγής-αγωγής

17      Από τα ακυρωτικά αιτήματα προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει όχι μόνον την προσβαλλόμενη απόφαση αλλά και την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, εφόσον θεωρηθεί ότι παρέχει συμπληρωματική αιτιολογία.

18      Κατά πάγια νομολογία, ακυρωτικά αιτήματα προβαλλόμενα τύποις κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως έχουν ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Γενικό Δικαστήριο της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση, όταν, αυτά καθεαυτά, δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Curto κατά Κοινοβουλίου, T‑275/17, EU:T:2018:479, σκέψη 63· πρβλ., επίσης, απόφαση της 6ης Απριλίου 2006, Camós Grau κατά Επιτροπής, T‑309/03, EU:T:2006:110, σκέψη 43).

19      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως απλώς επιβεβαιώνει την προσβαλλόμενη απόφαση, διευκρινίζοντας την αιτιολογία της, διαπιστώνεται ότι το ακυρωτικό αίτημα της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως στερείται αυτοτελούς περιεχομένου και ότι, ως εκ τούτου, δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο ειδικώς επ’ αυτού. Ωστόσο, κατά την εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αιτιολογία της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, καθόσον η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι συμπίπτει με εκείνην της προσβαλλομένης αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, Wattiau κατά Κοινοβουλίου, T‑737/17, EU:T:2019:273, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί της ουσίας

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

20      Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν έναν μόνον λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό της Ένωσης.

21      Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι ο προϋπολογισμός της Ένωσης αυξήθηκε με κεφάλαιο που αντιστοιχεί, αφενός, στα εθνικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν από τον αποθανόντα υπάλληλο πριν από την είσοδό του στην υπηρεσία της Ένωσης και τα οποία μεταφέρθηκαν στο ΣΣΕΕ και, αφετέρου, στις εισφορές που καταβλήθηκαν από τον αποθανόντα υπάλληλο στο ΣΣΕΕ κατά το διάστημα ασκήσεως των καθηκόντων του στην υπηρεσία της Ένωσης.

22      Ειδικότερα, κατά πρώτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε καμία νομική βάση ή νομολογιακή ερμηνεία.

23      Συναφώς, κατ’ αρχάς, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι κακώς έκρινε η Επιτροπή ότι το άρθρο 11 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ επέτρεπε στην Ένωση να διατηρήσει το κεφάλαιο που συγκέντρωσε ο αποθανών υπάλληλος στο πλαίσιο του ΣΣΕΕ.

24      Αφενός, οι προσφεύγοντες αμφισβητούν τον αμετάκλητο χαρακτήρα της μεταφοράς «in». Κατά την άποψή τους, από το άρθρο 8, παράγραφος 5, των γενικών εκτελεστικών διατάξεων των άρθρων 11 και 12 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, οι οποίες θεσπίστηκαν με την απόφαση C(2011) 1278 της Επιτροπής, της 3ης Μαρτίου 2011, δημοσιευθείσα στις Διοικητικές πληροφορίες αριθ. 17-2011 της 28ης Μαρτίου 2011 (στο εξής: ΓΕΔ), προκύπτει ότι η απόφαση υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού να προβεί σε μεταφορά «in» του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα εθνικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την είσοδό του στην υπηρεσία της Ένωσης στο ΣΣΕΕ είναι αμετάκλητη, μόνο στο μέτρο που ο εν λόγω υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού λαμβάνει μεταγενέστερα παροχές στο πλαίσιο του συγκεκριμένου συνταξιοδοτικού συστήματος. Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν επίσης, επικουρικώς, ότι, αν η διάταξη αυτή ερμηνευθεί ως έχουσα την έννοια ότι η μεταφορά «in» είναι σε κάθε περίπτωση αμετάκλητη, η εφαρμογή της πρέπει να αποκλειστεί καθόσον παραβιάζει την αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

25      Αφετέρου, όσον αφορά τη μεταφορά «out», οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η κατάσταση στην προκειμένη περίπτωση δεν είχε προβλεφθεί από τον ΚΥΚ και τις ΓΕΔ. Φρονούν ότι, εν προκειμένω, η παράλειψη συγκεκριμένων ενεργειών για την εν λόγω μεταφορά «out» δεν είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή εκούσιας παράλειψης του αποθανόντος υπαλλήλου, αλλά οφείλεται αποκλειστικά στον αιφνίδιο, απρόβλεπτο και αναπόφευκτο θάνατό του, ο οποίος επήλθε λιγότερο από τέσσερις μήνες μετά την παραίτησή του από τα καθήκοντά του στην Επιτροπή.

26      Επιπλέον, οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ότι ουδεμία διάταξη του ΚΥΚ επιβάλλει προθεσμία για την υποβολή αίτησης μεταφοράς «out», οπότε το γεγονός ότι ο αποθανών υπάλληλος δεν ζήτησε επισήμως την εν λόγω μεταφορά δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως παραίτηση εκ μέρους του αποθανόντος υπαλλήλου από τη μεταφορά των επίμαχων ποσών σε άλλο συνταξιοδοτικό σύστημα. Τονίζουν, επίσης, ότι, με το ερώτημα που υπέβαλε στο PMO την 1η Ιουλίου 2020 σχετικά με τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν προς τον σκοπό αυτό (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω), ο αποθανών υπάλληλος εξέφρασε αναμφίβολα τη βούλησή του να προβεί στην εν λόγω μεταφορά «out».

27      Eν συνεχεία, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, μολονότι υφίσταται νομική βάση για την καταβολή εισφορών από τον αποθανόντα υπάλληλο στο ΣΣΕΕ, οι εισφορές αυτές καταβλήθηκαν από αυτόν άνευ ανταλλάγματος και, ως εκ τούτου, άνευ αιτίας. Συγκεκριμένα, οι εισφορές που συγκεντρώθηκαν από τον αποθανόντα υπάλληλο στο ΣΣΕΕ λόγω τόσο της ασκήσεως καθηκόντων στην υπηρεσία της Ένωσης όσο και της μεταφοράς «in» στην οποία αυτός προέβη το 2005 δεν δημιούργησαν τελικώς κανένα δικαίωμα υπέρ αυτού στο πλαίσιο του ΣΣΕΕ, καθόσον εργάστηκε στην υπηρεσία της Ένωσης για λιγότερο από δέκα έτη, ήτοι την ελάχιστη διάρκεια που προβλέπεται από τον ΚΥΚ για τη χορήγηση συντάξεως λόγω αρχαιότητας.

28      Συναφώς, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι ο ΚΥΚ προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα πρώην υπαλλήλου ή πρώην μέλους του λοιπού προσωπικού να μεταφέρει το κεφάλαιο που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που απέκτησε στο πλαίσιο του ΣΣΕΕ σε άλλο συνταξιοδοτικό σύστημα, καθώς και την καταβολή επιδόματος αποχώρησης, καταδεικνύει ότι το εν λόγω κεφάλαιο δεν περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι δεν αποδείχθηκε το επιχείρημα ότι η αναλογιστική ισορροπία του ΣΣΕΕ θα μπορούσε να υπονομευθεί λόγω της επιστροφής των ποσών που κατέβαλαν πρώην υπάλληλοι ή πρώην μέλη του λοιπού προσωπικού που δεν δικαιούνται να λάβουν σύνταξη λόγω γήρατος. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η αρχή της αλληλεγγύης, στην οποία στηρίζεται η εν λόγω ισορροπία, πρέπει να μπορεί να αποβαίνει προς όφελος του πρώην υπαλλήλου ή του πρώην μέλους του λοιπού προσωπικού που συνέβαλε σε αυτήν, άλλως η αλληλεγγύη αυτή θα συνεπαγόταν σε αδικαιολόγητη ελάττωση της περιουσίας τους.

29      Κατά δεύτερον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η ελάττωση της περιουσίας τους λόγω του πλουτισμού της Ένωσης είναι πραγματική και βέβαιη.

30      Συναφώς, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, ελλείψει μεταφοράς «out» του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που απέκτησε ο αποθανών υπάλληλος, δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν πρόσθετα δικαιώματα που αντιστοιχούν στο εν λόγω κεφάλαιο, μολονότι μια τέτοια μεταφορά «out» προς το ταμείο συντάξεων η οποία συνδέεται με την τελευταία απασχόληση του αποθανόντος υπαλλήλου στον ITER θα τους παρείχε τη δυνατότητα, ως έλκοντες δικαιώματα εκ του υπαλλήλου αυτού, να λάβουν αποζημίωση ύψους μεγαλύτερου από εκείνο που ήδη λαμβάνουν, δεδομένου ότι το ύψος της τελευταίας αυτής αποζημιώσεως εξαρτάται από το συνολικό ποσό που είχε συγκεντρωθεί στο εν λόγω ταμείο.

31      Οι προσφεύγοντες προσθέτουν ότι, αν ο αποθανών υπάλληλος δεν είχε προβεί σε μεταφορά «in», θα μπορούσαν επίσης να τύχουν παροχής ή να λάβουν κεφάλαιο καταβεβλημένο από το εθνικό σύστημα στο οποίο υπαγόταν πριν από την εκ μέρους του ανάληψη καθηκόντων στην Ένωση.

32      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων των προσφευγόντων.

33      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, για να γίνει δεκτή αξίωση στηριζόμενη στον αδικαιολόγητο πλουτισμό της Ένωσης, πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις, ήτοι να αποδειχθεί, αφενός, άνευ νόμιμης αιτίας πλουτισμός της Ένωσης και, αφετέρου, ελάττωση της περιουσίας του προβάλλοντος την αξίωση, συνδεόμενη με τον εν λόγω πλουτισμό (βλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2018, Transtec κατά Επιτροπής, T‑616/15, EU:T:2018:399, σκέψη 156 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 33 ανωτέρω, κατά την οποία η αξίωση αποδόσεως από τον καταστάντα πλουσιότερο εξαρτάται από την έλλειψη νομικής βάσεως για τον επίμαχο πλουτισμό, επισημαίνονται τα ακόλουθα.

35      Με τα επιχειρήματά τους, οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν την ύπαρξη έγκυρης νομικής βάσεως σχετικά με την καταβολή εισφορών από τον αποθανόντα υπάλληλο στο ΣΣΕΕ. Πράγματι, μολονότι εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για το γεγονός ότι οι διάφορες εισφορές του αποθανόντος υπαλλήλου στο ΣΣΕΕ, είτε πρόκειται για εκείνες που συνδέονταν με την εκ μέρους του άσκηση καθηκόντων στην υπηρεσία της Ένωσης είτε για εκείνες που προέρχονται από τη μεταφορά «in» στην οποία προέβη το 2005 (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω), είχαν καταβληθεί «άνευ ανταλλάγματος και άνευ αιτίας» και χωρίς «να έχει δημιουργηθεί […] δικαίωμα σύνταξης», οι προσφεύγοντες αναγνωρίζουν, πάντως, άνευ αμφισημίας με τα υπομνήματά τους ότι «υφίσταται νομική βάση για την καταβολή εισφορών στο ΣΣΕE». Επιπλέον, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εκπρόσωπος των προσφευγόντων επιβεβαίωσε ότι τα επιχειρήματά τους αφορούσαν την έλλειψη έγκυρης νομικής βάσεως «για την παρακράτηση [των] ποσών» που αντιστοιχούσαν στις εισφορές που κατέβαλε ο αποθανών υπάλληλος στο ΣΣΕΕ.

36      Επομένως, με τα επιχειρήματά τους, οι προσφεύγοντες ζητούν απλώς από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει ότι η διατήρηση, από την Επιτροπή, του συνόλου των εισφορών τις οποίες κατέβαλε ο αποθανών υπάλληλος στο ΣΣΕΕ συνιστά, κατόπιν του θανάτου του υπαλλήλου, άνευ νόμιμης αιτίας πλουτισμό της Ένωσης.

37      Δεδομένου ότι ο αποθανών υπάλληλος είχε καταβάλει εισφορές στο ΣΣΕΕ ως συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα, στη συνέχεια ως έκτακτος υπάλληλος και τέλος ως μόνιμος υπάλληλος, οι διατάξεις σχετικά με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά του, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον τίτλο V, κεφάλαιο 3, του ΚΥΚ και στο παράρτημα VIII του ΚΥΚ, είχαν στην περίπτωσή του εφαρμογή, κατόπιν της παραιτήσεώς του. Επ’ αυτού, επισημαίνονται τα ακόλουθα.

38      Πρώτον, το άρθρο 36 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Κάθε είσπραξη μισθού ή επιδόματος αναπηρίας υπόκειται σε συνεισφορά υπέρ του [ΣΣΕΕ].»

39      Κατά το άρθρο 38 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, «[ο]ι συνεισφορές που εισπράχθησαν κανονικά δεν δύνανται να αναζητηθούν».

40      Το άρθρο 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προβλέπει τα εξής:

«Οι υπάλληλοι συμβάλλουν κατά το ένα τρίτο στη χρηματοδότηση [του ΣΣΕΕ]. Η συνεισφορά αυτή καθορίζεται στο 10,3 % του βασικού μισθού του ενδιαφερομένου, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι συντελεστές αναπροσαρμογής που προβλέπονται στο άρθρο 64. Η εν λόγω συνεισφορά αφαιρείται μηνιαίως από το μισθό του ενδιαφερομένου [....]».

41      Επομένως, από τις διατάξεις αυτές και, ιδίως, από το άρθρο 36 του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ και από το άρθρο 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προκύπτει ότι οι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού της Ένωσης υποχρεούνται να συνεισφέρουν οικονομικά στο ΣΣΕΕ.

42      Δεύτερον, το άρθρο 77 του ΚΥΚ, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο V, κεφάλαιο 3, του ΚΥΚ, ορίζει τα εξής:

«Ο υπάλληλος που έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 10 έτη υπηρεσίας έχει δικαίωμα συντάξεως λόγω αρχαιότητας. Εντούτοις, δικαιούται τη σύνταξη αυτή ανεξάρτητα από τη διάρκεια της υπηρεσίας, αν έχει συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης, εφόσον δεν κατέστη δυνατό να επανέλθει στην υπηρεσία κατά τη διάρκεια περιόδου στην οποία δεν ήταν σε ενεργό υπηρεσία, ή σε περίπτωση συνταξιοδότησης προς το συμφέρον της υπηρεσίας […].

Το δικαίωμα συντάξεως αρχαιότητας αποκτάται στην ηλικία των 66 ετών […]».

43      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, ο υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού που εισέρχεται στην υπηρεσία της Ένωσης μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή μετά την άσκηση μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας δικαιούται, από της μονιμοποιήσεώς του και μέχρι τη στιγμή που θεμελιώνει το δικαίωμα συντάξεως κατά την έννοια του άρθρου 77 του ΚΥΚ, να ενεργήσει ώστε να καταβληθεί στην Ένωση το κεφάλαιο, με αναγωγή του σχετικού ποσού στον χρόνο της πραγματικής μεταφοράς του, που αντιπροσωπεύει τα δικαιώματα σύνταξης τα οποία έχει αποκτήσει βάσει των εν λόγω υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων.

44      Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ:

«Ο υπάλληλος του οποίου λήγουν τα καθήκοντα για:

–        να εισέλθει στην υπηρεσία διοικήσεως ή εθνικού ή διεθνούς οργανισμού που έχει συνάψει συμφωνία με την Ένωση[·]

–        να ασκήσει μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα από την οποία αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα σε σύστημα, οι διαχειριστικοί οργανισμοί του οποίου έχουν συνάψει συμφωνία με την Ένωση[·]

δικαιούται να μεταφέρει στο ταμείο συντάξεων αυτής της διοικήσεως ή αυτού του οργανισμού ή στο ταμείο στο οποίο ο υπάλληλος αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα αρχαιότητας βάσει μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο, με αναγωγή του σχετικού ποσού στην ημερομηνία της πραγματικής μεταφοράς, των δικαιωμάτων του συντάξεως αρχαιότητας που έχει αποκτήσει στην Ένωση.»

45      Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ:

«Ο υπάλληλος ηλικίας μικρότερης από την ηλικία συνταξιοδότησης, τακαθήκοντα του οποίου λήγουν οριστικά για άλλο λόγο εκτός από τον θάνατο ή την αναπηρία, που δεν μπορεί να λάβει σύνταξη αρχαιότητας, άμεση ή ετερόχρονη, δικαιούται, κατά την αποχώρησή του:

[…]

β)      […] τις παροχές του άρθρου 11, παράγραφος 1, ή την καταβολή του αναλογιστικού ισοδύναμου των εν λόγω παροχών σε ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό ή ταμείο συντάξεων της επιλογής του, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω οργανισμός ή ταμείο εγγυώνται:

i)      τη μη επιστροφή του κεφαλαίου,

ii)      την καταβολή μηνιαίας προσόδου το νωρίτερο από το 60ό και το αργότερο από το 66ο έτος της ηλικίας,

iii)      τη συμπερίληψη διατάξεων περί ανακληρονόμησης ή συντάξεων επιζώντων,

iv)      ότι η μεταφορά σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό ή άλλο ταμείο θα εγκριθεί μόνον εφόσον το εν λόγω ταμείο πληροί τους όρους που καθορίζονται στα σημεία i), ii) και iii).»

46      Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προβλέπει τη δυνατότητα του υπαλλήλου ή του μέλους του λοιπού προσωπικού που εισέρχεται στην υπηρεσία της Ένωσης μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή μετά την άσκηση μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας να προβαίνει σε μεταφορά «in» προς το ΣΣΕΕ των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν βάσει των προηγούμενων επαγγελματικών δραστηριοτήτων του. Εξάλλου, το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, προβλέπει τη δυνατότητα του υπαλλήλου ή του μέλους του λοιπού προσωπικού του οποίου λήγουν τα καθήκοντα στην υπηρεσία της Ένωσης, να προβαίνει σε μεταφορά «out» των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο της Ένωσης σε άλλο ταμείο συντάξεων ή σε ιδιωτικό ασφαλιστικό φορέα, ο οποίος παρέχει ορισμένες ειδικές εγγυήσεις.

47      Τρίτον, από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει, επίσης, ότι οι εκ μέρους των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης εισφορές στο ΣΣΕΕ, είτε πρόκειται για εισφορές λόγω της ασκήσεως καθηκόντων στην υπηρεσία της Ένωσης είτε για εισφορές που προέρχονται από μεταφορά «in», αποσκοπούν στη χρηματοδότηση του ΣΣΕΕ, ενόψει της μελλοντικής εκκαθάρισης συντάξεως αρχαιότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΥΚ και των ΓΕΔ. Επομένως, οι διατάξεις αυτές δεν αποσκοπούν στη σύσταση κεφαλαίου το οποίο θα μπορούσε να διαθέτει ο εν λόγω μόνιμος υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού. Ως εκ τούτου, αντιθέτως προς όσα υποστήριξαν οι προσφεύγοντες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό δεν είναι «δικαιούχοι» των ποσών που αντιστοιχούν στη χρηματοδοτική συνεισφορά τους στο ΣΣΕΕ.

48      Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι ο πλουτισμός της Ένωσης λόγω της εκ μέρους του αποθανόντος υπαλλήλου καταβολής στο ΣΣΕΕ εισφορών των οποίων ζητείται η επιστροφή, είτε πρόκειται για εισφορές που προκύπτουν από την άσκηση καθηκόντων στην υπηρεσία της Ένωσης είτε για εισφορές που προέρχονται από τη μεταφορά «in» στην οποία προέβη το 2005 (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω), δεν στερείται έγκυρης νομικής βάσεως, στο μέτρο που οι εισφορές αυτές καταβλήθηκαν με σκοπό τη μελλοντική εκκαθάριση συντάξεως αρχαιότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΥΚ και των ΓΕΔ.

49      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, καθόσον ο αποθανών υπάλληλος δεν είχε συμπληρώσει δέκα έτη υπηρεσίας πριν από την παραίτησή του ούτε είχε συμπληρώσει το 66ο έτος της ηλικίας του και δεδομένου ότι οι δύο αυτές προϋποθέσεις, οι οποίες υπομνήσθηκαν στη σκέψη 42 ανωτέρω, πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 77 του ΚΥΚ, ο εν λόγω υπάλληλος δεν μπορούσε να αξιώσει το ευεργέτημα της σύνταξης λόγω αρχαιότητας.

50      Πράγματι, από το σύνολο των διατάξεων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 38 έως 45 ανωτέρω προκύπτει ότι, κατόπιν της παραιτήσεώς του από την άσκηση καθηκόντων στην υπηρεσία της Ένωσης, ο αποθανών υπάλληλος μπορούσε μόνον να ζητήσει τη μεταφορά «out» του ασφαλιστικού στατιστικού ισοδυνάμου των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων αρχαιότητας που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του ΣΣΕΕ, μέρος των οποίων προερχόταν από τη μεταφορά «in» που πραγματοποιήθηκε το 2005, είτε προς το ταμείο συντάξεων όπου θεμελίωνε πλέον δικαιώματα λόγω της ασκήσεως καθηκόντων στον ITER είτε προς ιδιωτικό ασφαλιστικό φορέα ή ταμείο συντάξεων της επιλογής του το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις του καταλόγου κριτηρίων τα οποία καθορίζονται με το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ.

51      Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι σε περίπτωση παραιτήσεως του υπαλλήλου ή του μέλους του λοιπού προσωπικού μετά από υπηρεσία άνω του ενός έτους, αλλά πριν από τη συμπλήρωση δεκαετούς υπηρεσίας, ουδεμία διάταξη του ΚΥΚ, των παραρτημάτων του ή των ΓΕΔ προβλέπει τη δυνατότητα ή την υποχρέωση επιστροφής του συνόλου ή μέρους των εισφορών που αντιστοιχούν στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του ΣΣΕΕ στον πρώην υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού ή, σε περίπτωση θανάτου, στους εξ αυτού έλκοντες δικαιώματα, δεδομένου ότι οι επίμαχες εισφορές δεν μπορούν να εξομοιωθούν με κεφάλαιο που θα μπορούσε να διαθέτει ο πρώην υπάλληλος ή το πρώην μέλος του λοιπού προσωπικού. Η μόνη υποχρέωση που επιβάλλεται στη Διοίκηση, υπό παρόμοιες περιστάσεις, προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, των ΓΕΔ και συνίσταται, κατά τον χρόνο οριστικής λήξεως των καθηκόντων του υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, στην προς αυτόν κοινοποίηση του ποσού του ασφαλιστικού στατιστικού ισοδυνάμου που αντιστοιχεί στο σύνολο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία αποκτήθηκαν κατά τον χρόνο εκείνο στο πλαίσιο του ΣΣΕΕ.

52      Επιπλέον, όσον αφορά τις εισφορές οι οποίες αντιστοιχούν στη μεταφορά προς το ΣΣΕΕ του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα εθνικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία απέκτησε ο αποθανών υπάλληλος πριν από την είσοδό του στην υπηρεσία της Ένωσης, από το σαφές και ακριβές γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 5, των ΓΕΔ προκύπτει ότι κάθε απόφαση σχετική με διαδικασία μεταφοράς «in», όπως περιγράφεται στη σκέψη 43 ανωτέρω, είναι, «ως εκ της φύσεώς της, αμετάκλητη». Πράγματι, μόνον μια αίτηση μεταφοράς «out» επιτρέπει στον υπάλληλο ή στο μέλος του λοιπού προσωπικού, του οποίου τα καθήκοντα στην υπηρεσία της Ένωσης λήγουν οριστικά, να μεταφέρει το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του ΣΣΕΕ σε άλλο συνταξιοδοτικό σύστημα.

53      Κατά τα λοιπά, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα επιχειρήματα των προσφευγόντων πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποσκοπούν στην προβολή ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά το άρθρο 8, παράγραφος 5, των ΓΕΔ (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω), επισημαίνεται ότι τα εν λόγω επιχειρήματα προβλήθηκαν για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως και δεν μπορούν να θεωρηθούν ανάπτυξη ήδη προβληθέντος λόγου ακυρώσεως. Κατά συνέπεια, συνιστούν νέο λόγο ή ισχυρισμό, ο οποίος δεν στηρίζεται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία και ο οποίος, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, βάσει του άρθρου 84 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το οποίο απαγορεύει την προβολή νέων λόγων και ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης.

54      Στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι, παρά το αίτημα παροχής πληροφοριών που υποβλήθηκε στο PMO ήδη την 1η Ιουλίου 2020 (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω), ο αποθανών υπάλληλος δεν υπέβαλε αίτηση μεταφοράς «out» πριν από τον θάνατό του, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, μολονότι ένα τέτοιο αίτημα παροχής πληροφοριών μπορεί να δικαιολογήσει την υπόθεση ότι ο Α σχεδίαζε να προβεί σε τέτοια μεταφορά «out».

55      Ως εκ τούτου, ελλείψει εκκαθαρίσεως της συντάξεως αρχαιότητας του αποθανόντος υπαλλήλου και ελλείψει εκ μέρους του υποβολής αίτησης μεταφοράς «out», δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν διαθέτει βάσει καμίας νομικής διάταξης δυνατότητα να επιστρέψει στους έλκοντες δικαιώματα το σύνολο ή μέρος του κεφαλαίου που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του ΣΣΕΕ ή μεταφέρθηκαν από τον αποθανόντα υπάλληλο στο ΣΣΕΕ πριν από τον θάνατό του, πλουτισμός άνευ νόμιμης αιτίας λόγω της διατηρήσεως, κατόπιν του θανάτου του υπαλλήλου, του συνόλου των εισφορών που καταβλήθηκαν από αυτόν στο ΣΣΕΕ.

56      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο πλουτισμός της Ένωσης λόγω της διατηρήσεως, κατόπιν του θανάτου του υπαλλήλου, των εισφορών του στο ΣΣΕΕ των οποίων ζητείται η επιστροφή, είτε πρόκειται για εισφορές που καταβλήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα ασκήσεως καθηκόντων στην υπηρεσία της Ένωσης είτε για εισφορές που προέρχονται από τη μεταφορά «in» στην οποία προέβη το 2005, στερείται έγκυρης νομικής βάσεως, με αποτέλεσμα να μην πληρούται η πρώτη προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η διαπίστωση περί υπάρξεως αδικαιολόγητου πλουτισμού και, ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση του αν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση, περί της οποίας έγινε λόγος στη σκέψη 33 ανωτέρω.

57      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο μόνος λόγος ακυρώσεως, καθώς και το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του αιτήματος επιστροφής των ζητούμενων ποσών

58      Με το δεύτερο αίτημά τους, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την επιστροφή, αφενός, των εθνικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν από τον αποθανόντα υπάλληλο πριν από την είσοδό του στην υπηρεσία της Ένωσης και μεταφέρθηκαν στο ΣΣΕΕ και, αφετέρου, των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του ΣΣΕΕ πριν από τον θάνατό του.

59      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο μόνος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προέβαλαν οι προσφεύγοντες προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων της υπό κρίση προσφυγής-αγωγής και ο οποίος αφορούσε αδικαιολόγητο πλουτισμό της Ένωσης ήταν αβάσιμος και έπρεπε να απορριφθεί, τα αιτήματα χρηματικής φύσεως που μνημονεύονται στη σκέψη 58 ανωτέρω και στηρίζονται με τη σειρά τους στον παράνομο χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθούν.

60      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

61      Σύμφωνα με το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, o ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

62      Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Καταδικάζει τους OR και OS στα δικαστικά έξοδα.

Τruchot

Kanninen

Perišin

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Σεπτεμβρίου 2023.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.