Language of document : ECLI:EU:T:2013:118

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 11ης Μαρτίου 2013 (*)

«Ασφαλιστικά μέτρα — Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα εις βάρος του Ιράν — Δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων — Αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων — Έλλειψη επείγοντος — Στάθμιση συμφερόντων»

Στην υπόθεση T‑110/12 R,

Iranian Offshore Engineering & Construction Co., με έδρα την Τεχεράνη (Ιράν), εκπροσωπούμενη από τους J. Viñals Camallonga, L. Barriola Urruticoechea και J. Iriarte Ángel, δικηγόρους,

αιτούσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από την P. Plaza García και τον V. Piessevaux,

καθού,

με αντικείμενο αίτηση αναστολής εκτελέσεως, αφενός, της αποφάσεως 2011/783/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 319, σ. 71), καθόσον η επωνυμία της αιτούσας ενεγράφη στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195, σ. 39), και, αφετέρου, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1245/2011 του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 319, σ. 11), καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 (ΕΕ L 88, σ. 1), καθόσον οι κανονισμοί αυτοί αφορούν την αιτούσα,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Η αιτούσα, Iranian Offshore Engineering & Construction Co., είναι ιρανική εταιρία που ειδικεύεται στον τομέα του σχεδιασμού κινητών και σταθερών θαλασσίων εγκαταστάσεων.

2        Στις 26 Ιουλίου 2010 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195, σ. 39). Το άρθρο 20, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/413 προβλέπει τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων των προσώπων και οντοτήτων των οποίων ο κατάλογος περιλαμβάνεται στα παραρτήματα I και II της ιδίας αυτής αποφάσεως.

3        Στις 25 Οκτωβρίου 2010, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως 2010/413, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 961/2010 σχετικά με τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 (ΕΕ L 281, σ. 1). Το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 961/2010 προέβλεπε τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων των προσώπων, οντοτήτων και οργανισμών που απαριθμούνταν στο παράρτημα VIII του εν λόγω κανονισμού.

4        Την 1η Δεκεμβρίου 2011 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2011/783/ΚΕΠΠΑ για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413 περί περιοριστικών μέτρων κατά του Ιράν (ΕΕ L 319, σ. 71), με την οποία, μεταξύ άλλων, προσέθεσε την επωνυμία της αιτούσας στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων που απαριθμούνταν στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413, με την αιτιολογία ότι επρόκειτο για «[ε]ταιρία που δραστηριοποιείται στον τομέα της ενέργειας, με εμπλοκή στην κατασκευή της μονάδας εμπλουτισμού ουρανίου στο Qom/Fordow» και ότι «[ε]ναντίον της [είχε] επιβληθεί απαγόρευση εξαγωγών από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία και την Ισπανία».

5        Την 1η Δεκεμβρίου 2011 το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 1245/2011, για την εφαρμογή του κανονισμού 961/2010 (ΕΕ L 319, σ. 11), με τον οποίο, μεταξύ άλλων, προσέθεσε την επωνυμία της αιτούσας στον κατάλογο του παραρτήματος VIII του κανονισμού 961/2010. Η αιτιολογία την οποία προέβαλε προς τούτο ταυτίζεται με την προβληθείσα από το Συμβούλιο στην απόφαση 2011/783.

6        Με έγγραφο της 5ης Δεκεμβρίου 2011, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στην αιτούσα την καταχώρισή της στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων που απαριθμούνταν στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413 και στο παράρτημα VIII του κανονισμού 961/2010, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως 2011/783 και του κανονισμού 1245/2011.

7        Στις 23 Μαρτίου 2012 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 (ΕΕ L 88, σ. 1). Ο κανονισμός 267/2012 παρατείνει το πάγωμα των κεφαλαίων και οικονομικών πόρων της αιτούσας. Προς τούτο, το σημείο 85 του τμήματος I B του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012 παραθέτει, κατ’ ουσίαν, την ίδια αιτιολογία με την παρατεθείσα στα παραρτήματα στα οποία παραπέμπουν το άρθρο 1 της αποφάσεως 2011/783 και το άρθρο 1 του κανονισμού 1245/2011 (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις).

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Φεβρουαρίου 2012, ακολουθούμενο από υπόμνημα απαντήσεως με το οποίο διευρύνθηκαν τα αιτήματα, η αιτούσα άσκησε προσφυγή με αίτημα, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων στο μέτρο που την αφορούν.

9        Με χωριστό δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Φεβρουαρίου 2013, η αιτούσα υπέβαλε την παρούσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητεί, κατ’ ουσίαν, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου τα εξής:

–        να αναστείλει την εκτέλεση των προσβαλλομένων πράξεων στο μέτρο που την αφορούν, μέχρι το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

10      Με τις παρατηρήσεις του επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Φεβρουαρίου 2013, το Συμβούλιο ζητεί από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου:

–        να απορρίψει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων·

–        να καταδικάσει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα.

11      Στη δίκη επί της προσφυγής, οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Φεβρουαρίου 2013.

 Σκεπτικό

12      Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ, αφενός, και του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αφετέρου, προκύπτει ότι ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί, αν κρίνει ότι οι περιστάσεις το επιβάλλουν, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή τα αναγκαία προσωρινά μέτρα. Εντούτοις, το άρθρο 278 ΣΛΕΕ προβλέπει την αρχή του μη ανασταλτικού χαρακτήρα των προσφυγών, δεδομένου ότι οι πράξεις των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης απολαύουν τεκμηρίου νομιμότητας. Συνεπώς, μόνον κατ’ εξαίρεση μπορεί ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως μιας τέτοιας πράξεως ή τη λήψη προσωρινών μέτρων (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2009, T‑396/09 R, Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

13      Εξάλλου, το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου ορίζει ότι οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Κατά συνέπεια, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως και τα άλλα προσωρινά μέτρα εφόσον διαπιστωθεί ότι εκ πρώτης όψεως δικαιολογείται, από πραγματικής και νομικής απόψεως, η χορήγησή τους (fumus boni juris) και ότι είναι επείγοντα υπό την έννοια ότι, προκειμένου να αποτραπεί η σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη των συμφερόντων του διαδίκου που τα ζητεί, είναι αναγκαίο να ληφθούν τα μέτρα αυτά και να παραγάγουν τα αποτελέσματά τους πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της προσφυγής. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές, έτσι ώστε να είναι απορριπτέες οι αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων σε περίπτωση που δεν συντρέχει μία εξ αυτών [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C‑268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑4971, σκέψη 30].

14      Στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, υπό το πρίσμα των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων, καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, δεδομένου ότι κανένας κανόνας δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο διάγραμμα αναλύσεως για την εκτίμηση της αναγκαιότητας εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων [διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C-149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I-2165, σκέψη 23, και της 3ης Απριλίου 2007, C‑459/06 P(R), Vischim κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25]. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει, επίσης, κατά περίπτωση, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 2001, C-445/00 R, Αυστρία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I‑1461, σκέψη 73).

15      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων κρίνει ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να χρειάζεται να ακούσει προηγουμένως τις προφορικές εξηγήσεις των διαδίκων.

16      Υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να εξετασθεί κατ’ αρχάς αν πληρούται η προϋπόθεση περί του επείγοντος.

 Επί του επείγοντος

17      Η αιτούσα υποστηρίζει ότι υφίσταται ήδη σοβαρές και ανεπανόρθωτες ζημίες, οι οποίες θα συνεχιστούν και θα αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου. Παραπέμποντας σε έγγραφα συνημμένα στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων διευκρινίζει ότι οι ζημίες αυτές ποικίλλουν κατά πολύ ως προς τη φύση τους και δεν επηρεάζουν μόνον την παραγωγή της, αλλά και την καθεαυτό διάρθρωση της επιχειρήσεώς της. Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρει [Εμπιστευτικό] (1). Τέλος, οι κυρώσεις έχουν ανεπίτρεπτο εξωεδαφικό αποτέλεσμα, εκδηλούμενο σε τρίτα κράτη.

18      Κατά την αιτούσα, οι ζημίες που απορρέουν από την εφαρμογή των προσβαλλομένων πράξεων, οι οποίες απειλούν ακόμη και την ύπαρξη της επιχειρήσεώς της, απορρέουν ιδίως από δύο πολύ αρνητικές συνέπειες: την καθυστέρηση εκτελέσεως των σχεδίων των οποίων την υλοποίηση έχει αναλάβει [εμπιστευτικό]. Επιπλέον, είναι δύσκολο για την αιτούσα να έχει πρόσβαση σε ορισμένα αγαθά και σε ορισμένο εξοπλισμό που είναι αναγκαία για την κατασκευαστική της δραστηριότητα. Το γεγονός ότι αδυνατεί να συναλλάσσεται απευθείας με τους πελάτες και τους προμηθευτές της συνεπάγεται την απώλεια πελατών και τη μη εκτέλεση έργων και, γενικώς, τη χειροτέρευση της εμπορικής φήμης και την προσβολή του κύρους της αιτούσας. Πρόκειται για ζημίες που είναι δύσκολο να αξιολογηθούν ποσοτικώς, των οποίων η οικονομική εκτίμηση είναι σε μεγάλο βαθμό αδύνατη.

19      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ο επείγων χαρακτήρας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την ανάγκη εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων προς αποτροπή σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας που θα μπορούσε να προκληθεί στον διάδικο ο οποίος ζητεί τα μέτρα αυτά. Η επικείμενη επέλευση της ζημίας δεν χρειάζεται να αποδεικνύεται με απόλυτη βεβαιότητα. Αρκεί να είναι προβλέψιμη και να πιθανολογείται επαρκώς (βλ. διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, T‑346/06 R, IMS κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑1781, σκέψεις 121 και 123 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ο διάδικος ο οποίος ζητεί τα προσωρινά μέτρα υπέχει, πάντως, την υποχρέωση να αποδείξει τα περιστατικά που κατά τη γνώμη του στηρίζουν την πιθανότητα μιας σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 1999, C-335/99 P(R), HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-8705, σκέψη 67, διατάξεις του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Νοεμβρίου 2001, T‑151/01 R, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-3295, σκέψη 188, και της 25ης Ιουνίου 2002, T-34/02 R, B κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2803, σκέψη 86] και να παράσχει στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων συγκεκριμένες ενδείξεις, στηριζόμενες σε λεπτομερή έγγραφα, που εμφαίνουν την κατάστασή του και καθιστούν δυνατή την εξέταση των συγκεκριμένων συνεπειών που κατά πάσα πιθανότητα θα προκύψουν από τη μη λήψη των ζητηθέντων μέτρων. Ως εκ τούτου, ο διάδικος που ζητεί το προσωρινό μέτρο υποχρεούται να παράσχει, συνοδευόμενα από αποδείξεις, τα στοιχεία που είναι ικανά να αποδώσουν μια πιστή και συνολική εικόνα της καταστάσεως η οποία, κατ’ αυτόν, δικαιολογεί τη χορήγηση των εν λόγω μέτρων (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 2010, T‑410/09 R, Almamet κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 32, 57 και 61).

20      Στο μέτρο που η αιτούσα υποστηρίζει, εν προκειμένω, ότι κινδυνεύει να υποστεί ζημία οικονομικής φύσεως, προσθετέον ότι, κατά πάγια νομολογία, μια τέτοια ζημία δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, δεδομένου ότι είναι δυνατόν κατά κανόνα να καταβληθεί μεταγενεστέρως χρηματικό αντιστάθμισμα. Σε μια τέτοια περίπτωση, το ζητηθέν προσωρινό μέτρο δικαιολογείται εφόσον προκύπτει ότι, σε περίπτωση μη χορηγήσεώς του, ο αιτών διάδικος θα περιέλθει σε κατάσταση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική του βιωσιμότητα πριν από την έκδοση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη επί της προσφυγής ή ότι τα μερίδια αγοράς του θα τροποποιηθούν ανεπανόρθωτα και σημαντικά, υπό το πρίσμα, ιδίως, του μεγέθους της επιχειρήσεώς του (βλ. διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 2009, T‑95/09 R, United Phosphorus κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 33 έως 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

21      Συνεπώς, η αιτούσα, προκειμένου να αποδείξει τον σοβαρό και ανεπανόρθωτο χαρακτήρα της προβαλλόμενης οικονομικής ζημίας παρουσιάζοντας μια πιστή και συνολική εικόνα της χρηματοοικονομικής της καταστάσεως, όφειλε να εκθέσει ενώπιον του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων όλα τα στοιχεία που του επιτρέπουν να εκτιμήσει την κατάσταση αυτή, ιδίως τα χρηματοοικονομικά χαρακτηριστικά της επιχειρήσεώς της, εικόνα η οποία πρέπει εξάλλου να εκτίθεται στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Πράγματι, μια τέτοια αίτηση πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να παρέχει, αφ’ εαυτής, τη δυνατότητα στον καθού να προετοιμάσει τις παρατηρήσεις του και στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να αποφανθεί επί της αιτήσεως, ενδεχομένως χωρίς άλλα στοιχεία που να την ενισχύουν, δεδομένου ότι τα ουσιώδη νομικά και πραγματικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται πρέπει να προκύπτουν με συνέπεια και σαφήνεια από το περιεχόμενο της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων (διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 30ής Απριλίου 2010, C‑113/09 P(R), Ziegler κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 13, και του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 31ης Αυγούστου 2010, T-299/10 R, Babcock Noell κατά Entreprise commune Fusion for Energy, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 17]. Επιπλέον, οι ενδείξεις οι οποίες παρέχουν μια τέτοια πιστή και συνολική εικόνα πρέπει να στηρίζονται σε λεπτομερή έγγραφα, των οποίων η γνησιότητα βεβαιώνεται από ανεξάρτητο προς τον διάδικο που ζητεί το προσωρινό μέτρο πραγματογνώμονα και τα οποία καθιστούν δυνατή την εκτίμηση του αληθούς των ενδείξεων αυτών (βλ., υπό την έννοια αυτή, διατάξεις του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιανουαρίου 2001, T‑241/00 R, Le Canne κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑37, σκέψη 35, της 13ης Οκτωβρίου 2006, T-420/05 R II, Vischim κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4085, σκέψη 83, και της 15ης Μαρτίου 2010, T‑435/09 R, GL2006 Europe κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 34).

22      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υπό κρίση αίτηση ασφαλιστικών μέτρων δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια που υπενθυμίζει η νομολογία αυτή.

23      Συγκεκριμένα, μολονότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περιέχει ορισμένα αριθμητικά στοιχεία αφορώντα την προβαλλόμενη οικονομική ζημία, η αιτούσα παραλείπει να εκθέσει την οικονομική κατάσταση της επιχειρήσεώς της. Δεν αναφέρει ιδίως τις διάφορες κατηγορίες πόρων τις οποίες μπορεί να διαθέτει ούτε τη φύση και την αξία όλων των κινητών και ακινήτων αγαθών που της ανήκουν. Δεν παραθέτει επίσης το ποσό στο οποίο ανέρχονται τα κεφάλαια τα οποία κατέχει και τα οποία αποτελούν το αντικείμενο των επιδίκων μέτρων δεσμεύσεως ούτε το ποσοστό το οποίο αντιπροσωπεύει το ποσό αυτό στη συνολική οικονομική ισχύ της ούτε τον όγκο των δραστηριοτήτων τις οποίες ασκεί στην αγορά της Ένωσης. Συνεπώς, η αιτούσα προδήλως παρέλειψε να παράσχει τα στοιχεία που θα επέτρεπαν τη δημιουργία πιστής και συνολικής εικόνας της καταστάσεώς της η οποία θα της παρείχε τη δυνατότητα να επικαλεσθεί λυσιτελώς τη σοβαρότητα της προβαλλόμενης οικονομικής ζημίας.

24      Όσον αφορά ειδικότερα τα συνημμένα στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, πρόκειται για ένα έγγραφο με ημερομηνία 30 Ιανουαρίου 2013, υπογεγραμμένο από τον γενικό διευθυντή της αιτούσας, το οποίο απλώς απαριθμεί, σε δύο σελίδες, τις ίδιες ζημίες με τις εκτεθείσες στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Είναι προφανές ότι το έγγραφο αυτό δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απορρέουν από την προμνησθείσα στη σκέψη 21 νομολογία, καθόσον δεν παρέχει πιστή και συνολική εικόνα της χρηματοοικονομικής καταστάσεως της αιτούσας και δεν είναι, εξάλλου, επικυρωμένο από ανεξάρτητο προς την αιτούσα πραγματογνώμονα.

25      Υπενθυμίζεται, στη συνέχεια, ότι σκοπός του συστήματος δεσμεύσεως κεφαλαίων είναι να εμποδίσει τα πρόσωπα ή τις οντότητες που ορίζονται από τα σχετικά νομοθετήματα να έχουν πρόσβαση σε χρηματοοικονομικούς πόρους τους οποίους θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για την υποστήριξη πυρηνικών δραστηριοτήτων που ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως ή για την ανάπτυξη συστημάτων εκτοξεύσεως πυρηνικών όπλων. Προκειμένου η απαγόρευση αυτή να διατηρήσει την πρακτική της αποτελεσματικότητα και οι κυρώσεις τις οποίες επέβαλε η Ένωση στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν να εξακολουθήσουν να ισχύουν, πρέπει να αποκλεισθεί η δυνατότητα των εν λόγω προσώπων και οντοτήτων να καταστρατηγήσουν τη δέσμευση των κεφαλαίων ή των οικονομικών πόρων τους και να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους υποστηρίξεως του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Υπό το πρίσμα αυτό, οι σχετικές διατάξεις των πράξεων της Ένωσης που σκοπούν στη δέσμευση κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες εθνικές αρχές να επιτρέπουν, κατά παρέκκλιση, την αποδέσμευση ορισμένων δεσμευμένων κεφαλαίων, τα οποία, κατ’ αρχήν, καθιστούν δυνατή την κάλυψη βασικών εξόδων και αναγκών ή την εκπλήρωση συμβατικών υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν πριν αρχίσει να ισχύει η εν λόγω δέσμευση [βλ., υπό την έννοια αυτή, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουνίου 2012, C‑644/11 P(R), Qualitest FZE κατά Συμβουλίου, σκέψεις 41, 42 και 44, και της 25ης Οκτωβρίου 2012, C‑168/12 P(R), Hassan κατά Συμβουλίου, σκέψη 39].

26      Κατά συνέπεια, μολονότι περιοριστικά μέτρα όπως τα επίμαχα εν προκειμένω έχουν σημαντική επίπτωση στα δικαιώματα και στις ελευθερίες των προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών που ορίζονται από τα σχετικά νομοθετήματα (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑402/05 P και C-415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑6351, σκέψη 375, και της 29ης Απριλίου 2010, C-340/08, M κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. I‑3913, σκέψη 65), γεγονός παραμένει ότι οι προαναφερθείσες κατά παρέκκλιση διατάξεις καθιστούν δυνατή τη διασφάλιση της επιβιώσεως των προσώπων, οντοτήτων ή οργανισμών εις βάρος των οποίων λαμβάνονται τα εν λόγω μέτρα ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο και αυτή η ύπαρξή τους (βλ., υπό την έννοια αυτή, προμνησθείσα διάταξη Qualitest FZE κατά Συμβουλίου, σκέψη 43).

27      Εν προκειμένω, το άρθρο 20, παράγραφοι 3, 4 και 6, της αποφάσεως 2010/413 καθώς και τα άρθρα 24 έως 26 του κανονισμού 267/2012 διασφαλίζουν, κατά παρέκκλιση, ότι η οικονομική ζημία της αιτούσας από τη δέσμευση των κεφαλαίων της και των οικονομικών πόρων της δεν είναι τέτοιας εκτάσεως ώστε να απειλεί ακόμη και την ύπαρξή της. Υπό τις συνθήκες αυτές, η υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητείται η αναστολή εκτελέσεως των προσβαλλομένων πράξεων, πρέπει να εξετασθεί σε σχέση με την εφαρμογή των εν λόγω κατά παρέκκλιση διαδικασιών εξουσιοδοτήσεως με σκοπό την αποδέσμευση ορισμένων δεσμευμένων κεφαλαίων (βλ., υπό την έννοια αυτή, προμνησθείσες διατάξεις Qualitest FZE κατά Συμβουλίου, σκέψη 66, και Hassan κατά Συμβουλίου, σκέψη 40).

28      Η αιτούσα όμως σιώπησε όσον αφορά τις δυνατότητες αποδεσμεύσεως δυνάμει του άρθρου 20 της αποφάσεως 2010/413 και των άρθρων 24 έως 26 του κανονισμού 267/2012. Ειδικότερα, δεν διευκρίνισε αν είχε υποβάλει αίτηση προκειμένου να της επιτραπεί να χρησιμοποιήσει τα δεσμευμένα κεφάλαια ή αν είχε αντιμετωπίσει δυσχέρειες ή αρνήσεις χορηγήσεως μιας τέτοιας αδείας εκ μέρους των αρμοδίων αρχών ενός κράτους μέλους.

29      Γι’ αυτόν τον επιπλέον λόγο, η σοβαρότητα της προβαλλόμενης οικονομικής ζημίας δεν αποδείχθηκε.

30      Όσον αφορά τον ανεπανόρθωτο χαρακτήρα της ζημίας αυτής, υπενθυμίζεται ότι για μια οικονομική ζημία, όπως αυτή της οποίας γίνεται επίκληση εν προκειμένω, είναι δυνατό συνήθως να καταβληθεί μεταγενεστέρως χρηματικό αντιστάθμισμα. Πράγματι, σε περίπτωση ακυρώσεως των προσβαλλομένων πράξεων, η αιτούσα θα μπορούσε να διεκδικήσει χρηματικό αντιστάθμισμα μέσω αγωγής αποζημιώσεως δυνάμει των άρθρων 268 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι, κατά πάγια νομολογία, απλώς και μόνον η δυνατότητα ασκήσεως τέτοιας προσφυγής αρκεί για να τεκμηριώσει τον κατ’ αρχήν επανορθώσιμο χαρακτήρα της οικονομικής ζημίας, τούτο δε παρά την αβεβαιότητα ως προς την έκβαση της εν λόγω ένδικης διαφοράς [βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2001, C-404/01 P(R), Επιτροπή κατά Euroalliages κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I‑10367, σκέψεις 70 έως 75, και προμνησθείσα διάταξη Hassan κατά Συμβουλίου, σκέψεις 77 έως 81].

31      Συνεπώς, η προϋπόθεση περί του επείγοντος δεν πληρούται εν προκειμένω.

32      Η λύση αυτή είναι συνεπής προς τη στάθμιση των διακυβευόμενων συμφερόντων.

 Επί της σταθμίσεως των συμφερόντων

33      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της σταθμίσεως των διαφόρων διακυβευομένων συμφερόντων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων πρέπει, ιδίως, να εξετάσει αν το συμφέρον του διαδίκου που ζητεί την αναστολή εκτελέσεως να επιτύχει την αναστολή αυτή υπερέχει ή όχι του συμφέροντος άμεσης εφαρμογής της προσβαλλομένης πράξεως, εξετάζοντας, ειδικότερα, αν η ενδεχόμενη ακύρωση της πράξεως αυτής από τον δικαστή της ουσίας είναι δυνατό να ανατρέψει την κατάσταση που θα δημιουργήσει η άμεση εκτέλεσή της και, αντιστρόφως, αν η αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω πράξεως είναι ικανή να εμποδίσει την παραγωγή του πλήρους αποτελέσματός της σε περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 2003, C-182/03 R και C-217/03 R, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-6887, σκέψη 142, και προμνησθείσα διάταξη Babcock Noell κατά Entreprise commune Fusion for Energy, σκέψη 64).

34      Εν προκειμένω, κατά τα φαινόμενα, η αναστολή εκτελέσεως των προσβαλλομένων πράξεων θα μπορούσε να εμποδίσει την παραγωγή του πλήρους αποτελέσματός τους σε περίπτωση απορρίψεως της προσφυγής και, ως εκ τούτου, να καταστήσει αδύνατη την ανατροπή της καταστάσεως. Πράγματι, μια τέτοια αναστολή θα παρείχε στην αιτούσα τη δυνατότητα να προβεί στην άμεση ανάληψη όλων των κεφαλαίων που διατηρεί σε τράπεζες υποχρεωμένες να διασφαλίσουν τη δέσμευσή τους και να εκκενώσει τους τραπεζικούς λογαριασμούς πριν από την έκδοση της αποφάσεως επί της ουσίας. Ως εκ τούτου, θα έχει τη δυνατότητα να απολαύει των κεφαλαίων της, καταστρατηγώντας τον σκοπό των περιοριστικών μέτρων που λαμβάνονται εις βάρος της, ο οποίος συνίσταται στην άσκηση πιέσεως στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, προκειμένου η τελευταία να θέσει τέρμα στις πυρηνικές δραστηριότητες που ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως και στην ανάπτυξη συστημάτων εκτοξεύσεως πυρηνικών όπλων, χωρίς η κατάσταση αυτή να είναι δυνατό να ανατραπεί από μεταγενέστερη απόφαση απορρίπτουσα την προσφυγή. Κατά πάγια νομολογία, τα προσωρινά μέτρα που ζητήθηκαν από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων δεν πρέπει να εξουδετερώνουν εκ προοιμίου τις συνέπειες της εκ των υστέρων εκδοθησόμενης αποφάσεως επί της προσφυγής (προμνησθείσα διάταξη Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ, σκέψη 22, και διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 2002, T‑306/01 R, Aden κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑2387, σκέψη 41).

35      Αντιθέτως, δεδομένου ότι η αιτούσα δεν απέδειξε την επέλευση σοβαρής και ανεπανόρθωτης ζημίας σε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, κατά τα φαινόμενα, η εκ μέρους του δικαστή της ουσίας ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων, στο μέτρο που αφορούν την αιτούσα, θα καταστήσει δυνατή την ανατροπή της δημιουργηθείσας από την άμεση εκτέλεσή τους καταστάσεως.

36      Προσθετέον ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι πράξεις όπως οι προσβαλλόμενες έχουν «κανονιστική φύση» (προμνησθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψεις 241 έως 243, και απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2011, C‑548/09 P, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. Ι-11381, σκέψη 45). Όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακυρώσεως κανονιστικής πράξεως, το άρθρο 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου που ακυρώνουν μια τέτοια πράξη παράγουν αποτελέσματα από της λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως ή, αν έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, από της απορρίψεώς της από το Δικαστήριο (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 2013, Bank Saderat Iran κατά Συμβουλίου, T‑494/10, σκέψεις 119 έως 124).

37      Η διατήρηση αυτή του κύρους των μέτρων που επιβάλλουν κύρωση δικαιολογήθηκε από την ανάγκη να παρασχεθεί στο Συμβούλιο η ευκαιρία να άρει τη διαπιστωθείσα παρανομία, λαμβάνοντας, ενδεχομένως, νέα μέτρα (προμνησθείσα απόφαση Bank Saderat Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 125). Εξάλλου, ακόμη και το Δικαστήριο, παραπέμποντας στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, διέταξε τη διατήρηση σε ισχύ επί τρεις μήνες των επιβαλλόντων κύρωση μέτρων που μόλις είχε ακυρώσει, με το σκεπτικό ότι η ακύρωσή τους με άμεσο αποτέλεσμα ενδέχετο να θίξει κατά τρόπο σοβαρό και ανεπανόρθωτο την αποτελεσματικότητα των μέτρων αυτών, δεδομένου ότι, στο διάστημα πριν την ενδεχόμενη αντικατάστασή τους με νέα μέτρα, οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούσαν να αποφύγουν τη λυσιτελή εφαρμογή των εν λόγω μέτρων ως προς αυτούς (προμνησθείσα απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψεις 373 και 376).

38      Οι ανωτέρω σκέψεις, διατυπωθείσες σε σχέση με κανονισμούς, έχουν επεκταθεί σταδιακώς και οι αποφάσεις που επιβάλλουν δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων, τούτο δε δυνάμει του άρθρου 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο επιτρέπει στο Γενικό Δικαστήριο να επισημαίνει ποια αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξεως πρέπει να θεωρούνται οριστικά. Συγκεκριμένα, όσον αφορά ακριβώς την απόφαση 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2011/783, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στην προμνησθείσα απόφαση Bank Saderat Iran κατά Συμβουλίου (σκέψη 126 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), ότι η ύπαρξη διαφοράς μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της η ακύρωση του κανονισμού 267/2012 και της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της η ακύρωση της αποφάσεως 2010/413 δύναται να συνεπάγεται σοβαρή προσβολή της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι οι δύο αυτές πράξεις επέβαλλαν στην Bank Saderat Iran τα ίδια μέτρα. Ως εκ τούτου, διατήρησε σε ισχύ τα αποτελέσματα της αποφάσεως 2010/413, όσον αφορά την Bank Saderat Iran έως ότου αρχίσει να παράγει αποτελέσματα η ακύρωση του κανονισμού 267/2012.

39      Κατά συνέπεια, αν το Γενικό Δικαστήριο, κατά το πέρας της επί της ουσίας διαδικασίας, υιοθετήσει τη συλλογιστική που είχε ακολουθήσει στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση Bank Saderat Iran κατά Συμβουλίου, ακόμη και η ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων δεν θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη διαγραφή της επωνυμίας της αιτούσας από τις εν λόγω πράξεις, με συνέπεια τη διατήρηση σε ισχύ, μετά την ημερομηνία εκδόσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, των εις βάρος της ληφθέντων μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν τα διαχρονικά αποτελέσματα της ακυρώσεως της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2011/783, δεν συντονισθούν με τα αποτελέσματα της ακυρώσεως του κανονισμού 267/2012, γεγονός θα παραμείνει ότι τα μέτρα δεσμεύσεως κεφαλαίων που ελήφθησαν εις βάρος της αιτούσας βάσει του εν λόγω κανονισμού θα διατηρηθούν σε ισχύ, δυνάμει του άρθρου 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, μετά την ημερομηνία εκδόσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, οπότε η επωνυμία της αιτούσας σε καμία περίπτωση δεν θα διαγραφεί αμέσως δυνάμει της αποφάσεως αυτής του Γενικού Δικαστηρίου.

40      Δεδομένου ότι η διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων έχει αμιγώς παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την επί της ουσίας δίκη προς την οποία συναρτάται και σκοπεί μόνο στη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της μελλοντικής αποφάσεως επί της ουσίας (βλ. διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2012, T‑345/12 R, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και ότι κάθε προσωρινό μέτρο το οποίο έχει διατάξει ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων παύει αυτομάτως να παράγει αποτελέσματα, δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, μόλις δημοσιευθεί η απόφαση που περατώνει τη δίκη, το συμφέρον της αιτούσας να διαταχθεί η προσωρινή αποδέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων της σκοπεί στην παροχή ενός οφέλους το οποίο δεν θα μπορούσε να αποκομίσει ούτε μέσω ακυρωτικής αποφάσεως. Πράγματι, μια τέτοια απόφαση θα έχει τα επιδιωκόμενα από την αιτούσα πρακτικά αποτελέσματα –δηλαδή τη διαγραφή της επωνυμίας της από τον κατάλογο των προσώπων των οποίων τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι έχουν δεσμευθεί– μόνο σε ημερομηνία μεταγενέστερη της δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής, ενώ, κατά την ημερομηνία αυτή, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων θα έχει απολέσει κάθε αρμοδιότητα ratione temporis και, εν πάση περιπτώσει, η επωνυμία της αιτούσας θα είναι δυνατό να διατηρηθεί στον εν λόγω κατάλογο, χάρη σε νέο περιοριστικό μέτρο που θα έχει αντικαταστήσει τα ακυρωθέντα, εντός της προθεσμίας του άρθρου 60, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το συμφέρον της αιτούσας να επιτύχει, στο πλαίσιο δίκης ασφαλιστικών μέτρων, την προσωρινή αποδέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων της δεν μπορεί να προστατευθεί από τον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων.

41      Κατόπιν των ανωτέρω, προκύπτει ότι η στάθμιση των διακυβευομένων συμφερόντων δεν κλίνει υπέρ της αιτούσας.

42      Κατά συνέπεια, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της υπάρξεως fumus boni juris.

43      Συνεπώς, ως προς τις ένδικες διαφορές που αφορούν τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων, προφανώς η πιο κατάλληλη διαδικασία για τη διασφάλιση επείγουσας δικαστικής προστασίας θα ήταν η ταχεία διαδικασία του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας, την οποία η αιτούσα έπρεπε να έχει ζητήσει με χωριστό δικόγραφο, κατά την άσκηση της προσφυγής.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα έξοδα.

Λουξεμβούργο, 11 Μαρτίου 2013.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.


1 – Απαλειφθέν εμπιστευτικό στοιχείο.