Language of document : ECLI:EU:T:2015:448

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 2ας Ιουλίου 2015 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Έγγραφα αφορώντα τον διαγωνισμό EPSO/AD/230‑231/12 — Σιωπηρή άρνηση προσβάσεως — Άρνηση προσβάσεως — Αίτημα προσαρμογής των αιτημάτων προβληθείσα με το υπόμνημα απαντήσεως — Προθεσμία — Ανάκληση της σιωπηρής αποφάσεως — Κατάργηση της δίκης — Έννοια του εγγράφου — Ανεύρεση και οργάνωση πληροφοριών που περιλαμβάνονται στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων»

Στην υπόθεση T‑214/13,

Rainer Typke, κάτοικος Hasbergen (Γερμανία), εκπροσωπούμενος από τους B. Cortese και A. Salerno, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις B. Eggers και F. Clotuche‑Duvieusart,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως, αφενός, της αποφάσεως της Γενικής Γραμματείας της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 2013, με την οποία απορρίπτεται η πρώτη αίτηση προσβάσεως του προσφεύγοντος στα έγγραφα σχετικά με τις δοκιμασίες προεπιλογής του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/230‑231/12 (AD 5‑AD 7) (Gestdem 2012/3258) και, αφετέρου, της σιωπηρής αποφάσεως της Γενικής Γραμματείας της Επιτροπής, η οποία τεκμαίρεται ότι ελήφθη στις 13 Μαρτίου 2013, με την οποία απορρίπτεται η δεύτερη αίτηση προσβάσεως του προσφεύγοντος στα έγγραφα σχετικά με τις ίδιες αυτές δοκιμασίες (Gestdem 2013/0068).

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, N. J. Forwood (εισηγητή) και E. Bieliūnas, δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Φεβρουαρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο προσφεύγων, Rainer Typke, είναι μέλος του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και συμμετείχε στις προκριματικές εξετάσεις των γενικών διαγωνισμών EPSO/AD/230/12, για την πρόσληψη μόνιμων υπαλλήλων σε βαθμό AD 5, και EPSO/AD/231/12, για την πρόσληψη μόνιμων υπαλλήλων σε βαθμό AD 7.

2        Αφού πληροφορήθηκε τα αποτελέσματά του στις 28 Ιουνίου 2012, ο προσφεύγων υπέβαλε ενώπιον της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Επιλογής Προσωπικού (EPSO) μια πρώτη αίτηση ζητώντας, κατ’ ουσίαν, να του παρασχεθεί πρόσβαση σε «πίνακα» ο οποίος περιλαμβάνει σειρά ανώνυμων στοιχείων σχετικών με τις επίμαχες εξετάσεις, στις οποίες συμμετείχαν περίπου 45 000 υποψήφιοι (διαδικασία GESTDEM 2012/3258), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (EE L 145, σ. 43).

3        Ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι έλαβε την πρωτοβουλία αυτή για να τεκμηριώσει τις υποψίες του ότι οι εν λόγω εξετάσεις δεν οργανώθηκαν σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων λόγω, μεταξύ άλλων, των επιπτώσεων που είχαν, έναντι συγκεκριμένων γλωσσικών ομάδων, ορισμένα μεταφραστικά λάθη που περιείχαν οι δοκιμασίες αυτές.

4        Κατά την πρώτη αυτή αίτηση ο πίνακας έπρεπε να περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

–        έναν κωδικό για κάθε υποψήφιο, βάσει του οποίου δεν μπορεί να προσδιοριστεί ονομαστικώς ο υποψήφιος, αλλά τον συνδέει με τις ερωτήσεις στις οποίες πρέπει να απαντήσει·

–        έναν κωδικό για κάθε υποβληθείσα ερώτηση, χωρίς ωστόσο να αποκαλύπτεται το περιεχόμενο της ερωτήσεως·

–        την κατηγορία των ερωτήσεων στην οποία εμπίπτει κάθε υποβαλλόμενη ερώτηση, ήτοι ερώτηση κατανοήσεως κειμένου, κατανοήσεως αφηρημένων εννοιών, κατανοήσεως αριθμητικών υπολογισμών ή εκτιμήσεως συγκεκριμένης καταστάσεως·

–        τη γλώσσα στην οποία υποβλήθηκε κάθε ερώτημα σε κάθε υποψήφιο·

–        ένδειξη ενδεχόμενης ακυρώσεως ορισμένων ερωτήσεων·

–        έναν κωδικό της αναμενόμενης απαντήσεως ο οποίος, χωρίς να αποκαλύπτει το περιεχόμενο της ερωτήσεως, έπρεπε να είναι ο ίδιος για τον ίδιο συνδυασμό ερωτήσεων και απαντήσεων· ο προσφεύγων διευκρίνισε, συναφώς, ότι, μολονότι οι αναμενόμενες απαντήσεις δεν παρουσιάστηκαν με την ίδια σειρά σε όλους τους υποψηφίους, έπρεπε να διασφαλίζεται ότι ο ίδιος κωδικός θα χρησιμοποιούνταν για κάθε αναμενόμενη απάντηση· ο προσφεύγων επισήμανε εξάλλου ότι, για ερωτήσεις εκτιμήσεως συγκεκριμένης καταστάσεως, έπρεπε να αναφερθεί το σύνολο της αναμενόμενης απαντήσεως, ήτοι η καλύτερη και η χειρότερη επιλογή·

–        η απάντηση την οποία έδωσε κάθε υποψήφιος σε κάθε ερώτηση, λαμβανομένου εντούτοις υπόψη ότι ο προσφεύγων δεν είχε σκοπό να μάθει το περιεχόμενο των απαντήσεων, αλλά μόνο να προσδιορίσει τις ορθές ή λανθασμένες απαντήσεις που έδωσαν οι υποψήφιοι· ο προσφεύγων διευκρίνισε, συναφώς, αφενός, ότι έπρεπε να χρησιμοποιείται διαφορετικός κωδικός σε περίπτωση κατά την οποία ένας υποψήφιος δεν απάντησε σε μια ερώτηση, και, αφετέρου, ότι, όσον αφορά ερωτήσεις εκτιμήσεως συγκεκριμένης καταστάσεως, έπρεπε να δοθεί το σύνολο της απαντήσεως·

–        τέλος, ο χρόνος τον οποίο αφιέρωσε κάθε υποψήφιος για να απαντήσει σε κάθε ερώτηση.

5        Με απόφαση της 9ης Αυγούστου 2012, η EPSO απέρριψε την πρώτη αυτή αίτηση. Ενώ επισήμανε ότι σαφώς είχε στην κατοχή της τα στοιχεία για τα οποία γίνεται λόγος στην αίτηση αυτή, τα οποία έχουν καταχωρισθεί σε διάφορες βάσεις δεδομένων, η EPSO υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι ο ζητηθείς από τον προσφεύγοντα πίνακας δεν υπάρχει.

6        Στις 21 Αυγούστου 2012, ο προσφεύγων άσκησε ενώπιον της Γενικής Γραμματείας της Επιτροπής (στο εξής: Γενική Γραμματεία) επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Με την ευκαιρία αυτή, ο προσφεύγων πρόσθεσε στον κατάλογο των ζητουμένων πληροφοριών το επίπεδο δυσκολίας κάθε ερωτήσεως που τέθηκε σε κάθε υποψήφιο. Διευκρίνισε επίσης ότι η αίτησή του δεν αποσκοπούσε στην εκ μέρους της EPSO κατάρτιση νέου εγγράφου με πληροφορίες προερχόμενες από υφιστάμενα έγγραφα, αλλά στην πρόσβαση σε διάφορα έγγραφα τα οποία κατείχε η EPSO σε ηλεκτρονική μορφή. Σύμφωνα με την αίτηση, αρκούσε η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών κατόπιν αφαιρέσεως όλων των πληροφοριών που εμπίπτουν σε μια από τις εξαιρέσεις του δικαιώματος προσβάσεως τις οποίες προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001.

7        Στις 30 Αυγούστου 2012, η Γενική Γραμματεία απέστειλε στον προσφεύγοντα μια πρώτη απάντηση στην επιβεβαιωτική του αίτηση. Αφού απέρριψε την τελευταία αυτή αίτηση ως απαράδεκτη καθόσον διεύρυνε την αρχική αίτηση, όσον αφορά το επίπεδο δυσκολίας των υποβληθεισών σε κάθε υποψήφιο ερωτήσεων, η Γενική Γραμματεία επιβεβαίωσε, κατ’ ουσίαν, την άποψη της EPSO ότι, αφενός, ο ζητηθείς από τον προσφεύγοντα πίνακας δεν υπήρχε και, αφετέρου, ο κανονισμός 1049/2001 δεν έχει ως αντικείμενο να υποχρεώνεται η Επιτροπή να προβεί σε εργασίες πληροφορικής για να αντλεί πληροφορίες καταχωρηθείσες σε διάφορες βάσεις δεδομένων. Στο έγγραφο αυτό δεν υπήρχε καμία μνεία ένδικων μέσων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, in fine, του κανονισμού 1049/2001.

8        Στις 17 Σεπτεμβρίου 2012, ο προσφεύγων ζήτησε από τη Γενική Γραμματεία να εξετάσει εκ νέου την αίτησή του περί επιβεβαιωτικής αποφάσεως και να τον ενημερώσει για τα ένδικα μέσα σε περίπτωση αρνήσεως της προσβάσεως.

9        Στις 23 Οκτωβρίου 2012, η Γενική Γραμματεία πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι δεν απέρριψε την επιβεβαιωτική αίτησή του με το από 30 Αυγούστου 2012 έγγραφό της, αλλά επισήμανε μόνον ότι η EPSO δεν αρνήθηκε να του επιτρέψει την πρόσβαση σε υφιστάμενα έγγραφα τα οποία βρίσκονται στην κατοχή της. Επισήμανε περαιτέρω ότι η επιβεβαιωτική αίτηση αποτελούσε αντικείμενο εκ νέου εξετάσεως υπό το πρίσμα των νέων παρατηρήσεων τις οποίες υπέβαλε ο προσφεύγων.

10      Ο προσφεύγων, δεδομένου ότι δεν έλαβε οριστική απάντηση στην επιβεβαιωτική αίτησή του στη διαδικασία GESTDEM 2012/3258, υπέβαλε, στις 28 Δεκεμβρίου 2012, ενώπιον της EPSO νέα αίτηση προσβάσεως (διαδικασία GESTDEM 2013/0068). Η δεύτερη αυτή αίτηση διαφέρει από την πρώτη καθόσον ο προσφεύγων δεν επεδίωκε να λάβει ενιαίο πίνακα περιλαμβάνοντα το σύνολο των ζητηθεισών πληροφοριών, αλλά μέρη των υφισταμένων εγγράφων σε ηλεκτρονική μορφή. Με τη δεύτερη αυτή αίτηση, ο προσφεύγων αποσκοπούσε να λάβει, κατ’ ουσίαν, τις ίδιες πληροφορίες με αυτές τις οποίες αφορούσε η αρχική του αίτηση, καθώς και στοιχεία σχετικά με το επίπεδο δυσκολίας κάθε ερωτήσεως που τέθηκε σε κάθε υποψήφιο.

11      Ο προσφεύγων, εφόσον δεν έλαβε απόφαση της EPSO επί της δεύτερης αυτής αιτήσεως προσβάσεως κατά την εκπνοή της προθεσμίας δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την καταχώριση της εν λόγω αιτήσεως, σύμφωνα με τη δυνατότητα που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1049/2001, υπέβαλε στις 30 Ιανουαρίου 2013 επιβεβαιωτική αίτηση ενώπιον της Γενικής Γραμματείας.

12      Στις 5 Φεβρουαρίου 2013, η EPSO απέρριψε ρητώς την αίτηση προσβάσεως στη διαδικασία GESTDEM 2013/0068. Την επομένη, ο προσφεύγων πληροφόρησε τη Γενική Γραμματεία ότι ενέμενε, εξ ολοκλήρου, στην επιβεβαιωτική του αίτηση στη διαδικασία αυτή, την οποία είχε υποβάλει στις 30 Ιανουαρίου 2013.

13      Με απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2013 (στο εξής: πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση), η Γενική Γραμματεία απέρριψε την επιβεβαιωτική αίτηση στη διαδικασία GESTDEM 2012/3258. Η Γενική Γραμματεία έκρινε καταρχάς ότι η επιβεβαιωτική αίτηση είναι απαράδεκτη όσον αφορά το στοιχείο του επιπέδου δυσκολίας κάθε ερωτήσεως που ετέθη σε κάθε υποψήφιο, εφόσον το θέμα αυτό δεν περιλαμβανόταν στην αρχική αίτηση. Στη συνέχεια, η Γενική Γραμματεία επιβεβαίωσε, κατ’ ουσίαν, την άποψη της EPSO ότι η αίτηση αποσκοπούσε στην πραγματικότητα να επιτραπεί η πρόσβαση σε μη υφιστάμενο έγγραφο, καθόσον η κατάρτιση του ζητηθέντος πίνακα δεν συνεπαγόταν μόνον τη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικών με δεκάδες χιλιάδων των οικείων δοκιμασιών από διάφορες βάσεις δεδομένων, αλλά και τη συσχέτιση των πληροφοριών αυτών με άλλες βάσεις δεδομένων, όπως η γενική βάση ερωτήσεων. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι η αίτηση προσβάσεως μπορεί να ερμηνευθεί ως αποσκοπούσα στη λήψη των ατομικών δελτίων των αποτελεσμάτων καθενός υποψηφίου, χωρίς ονόματα, η αίτηση αυτή είναι δυσανάλογη λαμβανομένου υπόψη του συνακόλουθου φόρτου διοικητικής εργασίας.

14      Στις 20 Φεβρουαρίου 2013, η Γενική Γραμματεία πληροφόρησε τον προσφεύγοντα, αφενός, ότι δεν ήταν σε θέση να απαντήσει στην επιβεβαιωτική του αίτηση στη διαδικασία GESTDEM 2013/0068, και, αφετέρου, ότι παρέτεινε την προθεσμία απαντήσεως κατά δεκαπέντε ημέρες, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

15      Με επιστολή της 13ης Μαρτίου 2013, η Γενική Γραμματεία πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι εξακολουθούσε να μην είναι σε θέση να απαντήσει στην επιβεβαιωτική αίτηση στη διαδικασία GESTDEM 2013/0068. Με την ευκαιρία αυτή, η Γενική Γραμματεία εξέφρασε αμφιβολίες όσον αφορά το ότι η αίτηση είχε ως αντικείμενο έγγραφα σε υπάρχουσα διατύπωση και μορφή, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001.

16      Ο προσφεύγων, βασιζόμενος στον κανόνα του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, ερμήνευσε την έλλειψη αποφάσεως ως αρνητική απάντηση στην επιβεβαιωτική αίτηση στη διαδικασία GESTDEM 2013/0068 (στο εξής: δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17      Ο προσφεύγων, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Απριλίου 2013, άσκησε την παρούσα προσφυγή.

18      Η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου μεταβλήθηκε με το νέο δικαστικό έτος και ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τρίτο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, ως εκ τούτου, η υπόθεση.

19      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, κάλεσε την Επιτροπή να καταθέσει ορισμένα έγγραφα και έθεσε γραπτές ερωτήσεις στον προσφεύγοντα και στην Επιτροπή, καλώντας τους να απαντήσουν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

20      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τα αιτήματά τους και απάντησαν στις γραπτές και προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Φεβρουαρίου 2015.

21      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να ακυρώσει τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

22      Κατόπιν εκδόσεως από τη Γενική Γραμματεία, στις 27 Μαΐου 2013, ρητής απορριπτικής αποφάσεως στη διαδικασία GESTDEM 2013/0068, ο προσφεύγων ζήτησε, με το υπόμνημά του απαντήσεως, να του επιτραπεί να προσαρμόσει τα αιτήματά του προς ακύρωση της τελευταίας αυτής αποφάσεως.

23      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να διαπιστώσει ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής καθόσον αφορά την ακύρωση της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, λαμβανομένης υπόψη της εκδόσεως της ρητής απορριπτικής αποφάσεως στη διαδικασία GESTDEM 2013/0068, στις 27 Μαΐου 2013·

–        να απορρίψει την προσφυγή καθόσον αφορά την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

24      Πριν από την επί της ουσίας εξέταση της προσφυγής, πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής που αφορούν την αμφισβήτηση του παραδεκτού της αιτήσεως προσαρμογής των αιτημάτων, την οποία υπέβαλε ο προσφεύγων στο πλαίσιο του υπομνήματός του απαντήσεως, καθώς και των αιτημάτων περί ακυρώσεως της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του παραδεκτού

 Επί του παραδεκτού των αιτημάτων περί ακυρώσεως της ρητής αποφάσεως στη διαδικασία GESTDEM 2013/0068

25      Με το υπόμνημα απαντήσεως, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Οκτωβρίου 2013, ο προσφεύγων ζήτησε να του επιτραπεί να προσαρμόσει τα αιτήματά του για να ζητήσει την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 27ης Μαΐου 2013, με την οποία απορρίπτεται ρητώς η αίτησή του προσβάσεως στη διαδικασία GESTDEM 2013/0068.

26      Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της εν λόγω αιτήσεως προσαρμογής, την οποία χαρακτηρίζει εκπρόθεσμη σε σχέση με την προθεσμία ασκήσεως προσφυγής του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

27      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν μια απόφαση ή ένας κανονισμός που αφορά άμεσα και ατομικά έναν ιδιώτη αντικαθίσταται, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, από πράξη με το ίδιο αντικείμενο, η πράξη αυτή πρέπει να θεωρείται ως νέο στοιχείο που παρέχει στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να προσαρμόσει τα αιτήματα και τους ισχυρισμούς του. Πράγματι, θα ήταν αντίθετο προς την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την οικονομία της δίκης να υποχρεωθεί ο προσφεύγων να ασκήσει νέα προσφυγή. Επιπροσθέτως, θα ήταν άδικο να έχει το καθού θεσμικό όργανο τη δυνατότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις αιτιάσεις που προβάλλονται με την ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ασκηθείσα προσφυγή κατά ορισμένης πράξεως, να προσαρμόζει την προσβαλλόμενη πράξη ή να την αντικαθιστά με άλλη και να επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, αυτήν την τροποποίηση ή την αντικατάσταση για να στερήσει από τον αντίδικο τη δυνατότητα να διευρύνει τα αρχικά αιτήματα και τους αρχικούς ισχυρισμούς του ώστε να αφορούν και τη μεταγενέστερη πράξη ή να προβάλει συμπληρωματικά αιτήματα και ισχυρισμούς κατά της πράξεως αυτής (βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2006, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου, T‑228/02, Συλλογή, EU:T:2006:384, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Iranian Offshore Engineering & Construction κατά Συμβουλίου, T‑110/12, Συλλογή (Αποσπάσματα), EU:T:2013:411, σκέψη 16).

28      Εντούτοις, προκειμένου να είναι παραδεκτό ένα αίτημα προσαρμογής των αιτημάτων, πρέπει να υποβληθεί εντός της προθεσμίας του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, αυτή η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής είναι δημοσίας τάξεως και πρέπει να εφαρμόζεται από τον δικαστή της Ένωσης ούτως ώστε να κατοχυρώνεται η ασφάλεια δικαίου και η ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, C‑229/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:32, σκέψη 101, και Iranian Offshore Engineering & Construction κατά Συμβουλίου, σκέψη 27 ανωτέρω, EU:T:2013:411, σκέψη 17).

29      Όσον αφορά τον υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να ασκείται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων, κατά περίπτωση, από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης πράξεως, την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως. Η προθεσμία αυτή πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 102 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, να παρατείνεται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή.

30      Εν προκειμένω, η ρητή απορριπτική απόφαση στη διαδικασία GESTDEM 2013/0068, η οποία εκδόθηκε στις 27 Μαΐου 2013, κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα την ίδια ημέρα, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Επομένως, η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής έληξε, για τον προσφεύγοντα, στις 6 Αυγούστου 2013.

31      Εφόσον το υπόμνημα απαντήσεως το οποίο περιλαμβάνει αίτηση προσαρμογής των αιτημάτων κατατέθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2013, πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί ότι η αίτηση αυτή προσαρμογής είναι εκπρόθεσμη και, επομένως, να απορριφθούν τα αιτήματα ακυρώσεως της ρητής αποφάσεως περί αρνήσεως της προσβάσεως στη διαδικασία GESTDEM 2013/0068 ως απαράδεκτα.

 Επί του παραδεκτού των αιτημάτων περί ακυρώσεως της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως

32      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν ο προσφεύγων εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, την οποία ζήτησε κατά τη λήξη της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών κατόπιν της παρατάσεως της αρχικής προθεσμίας απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση στη διαδικασία GESTDEM 2013/0068. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το έννομο αυτό συμφέρον εξέλιπε εφόσον, λόγω της εκδόσεως της αποφάσεως της 27ης Μαΐου 2013, ανακάλεσε την εν λόγω σιωπηρή απόφαση.

33      Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, κατά πάγια νομολογία, η ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που ο προσφεύγων έχει συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως (βλ. απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2010, Co-Frutta κατά Επιτροπής, T‑355/04 και T‑446/04, Συλλογή, EU:T:2010:15, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος δεν πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται μόνον κατά τον χρόνο της ασκήσεως αυτής αλλά και μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, όπερ προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση Co-Frutta κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, EU:T:2010:15, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Αν το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος εκλείψει διαρκούσης της διαδικασίας, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου επί της ουσίας δεν μπορεί να του αποφέρει κανένα όφελος (βλ. απόφαση Co-Frutta κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, EU:T:2010:15, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Εξάλλου, εφόσον η σιωπηρή απόφαση περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως ανακλήθηκε λόγω αποφάσεως η οποία εκδόθηκε μεταγενεστέρως από την Επιτροπή, παρέλκει πλέον η απόφαση επί της προσφυγής καθόσον αυτή στρεφόταν κατά της εν λόγω σιωπηρής αποφάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2014, Strack κατά Επιτροπής, C‑127/13 P, Συλλογή, EU:C:2014:2250, σκέψη 89).

37      Εν προκειμένω, όσον αφορά την αίτηση ακυρώσεως της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι, με την έκδοση της ρητής αποφάσεως της 27ης Μαΐου 2013 στην ίδια αυτή διαδικασία, η Επιτροπή ανακάλεσε, στην πράξη, τη σιωπηρή αυτή απόφαση.

38      Κατά συνέπεια, παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής ακυρώσεως καθόσον στρέφεται κατά της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί της ουσίας

39      Λαμβανομένου υπόψη του μέχρι τούδε συναγομένου συμπεράσματος το οποίο εκτίθεται στη σκέψη 38 ανωτέρω, πρέπει να κριθούν αποκλειστικώς τα ακυρωτικά αιτήματα που αφορούν την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η Γενική Γραμματεία απέρριψε την επιβεβαιωτική αίτηση που άσκησε ο προσφεύγων στη διαδικασία GESTDEM 2012/3258. Ο προσφεύγων προβάλλει, συναφώς, έναν μόνο λόγο, ο οποίος αφορά παραβίαση του κανονισμού 1049/2001. Ο λόγος αυτός υποδιαιρείται, καθόσον στρέφεται κατά της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως, σε τρία σκέλη. Το δεύτερο και το τρίτο σκέλος προβάλλονται, εκ της φύσεώς τους, επικουρικώς του πρώτου, το οποίο αφορά το ζήτημα κατά πόσον το αντικείμενο της επίμαχης αιτήσεως προσβάσεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001.

40      Το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει επίσης ένα τέταρτο σκέλος, με το οποίο ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η πρόσβαση στις ζητηθείσες πληροφορίες όσον αφορά την ακύρωση ορισμένων ερωτήσεων και το επίπεδο δυσκολίας του συνόλου των υποβληθεισών ερωτήσεων στο πλαίσιο των επίμαχων προκριματικών εξετάσεων δεν μπορεί να διακυβεύσει το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής καθώς και τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών της. Εντούτοις, ο προσφεύγων, στο σημείο 34 του υπομνήματος απαντήσεως, διευκρίνισε ότι το τέταρτο αυτό σκέλος στρεφόταν «κατά της απορριπτικής αποφάσεως στη δεύτερη διαδικασία προσβάσεως». Εφόσον παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως επί των ακυρωτικών αιτημάτων που αφορούν την απόφαση αυτή, η εξέταση του τέταρτου αυτού σκέλους είναι εκ προοιμίου περιττή.

41      Με το πρώτο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι κακώς η Γενική Γραμματεία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αιτήσεις του περί προσβάσεως δεν είχαν ως αντικείμενο ένα «προϋπάρχον έγγραφο» κατά την έννοια του κανονισμού 1049/2001, αλλά συνεπάγονταν την κατάρτιση νέου εγγράφου, και μάλιστα νέων δεδομένων.

42      Ο προσφεύγων τονίζει, συναφώς, ότι η EPSO αναγνώρισε ότι είχε στην κατοχή της τα ζητηθέντα στοιχεία, η δε Γενική Γραμματεία δήλωσε ότι τα εν λόγω στοιχεία είχαν καταχωρισθεί σε υφιστάμενες βάσεις δεδομένων. Ωστόσο, κατά τον προσφεύγοντα, τούτο συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι η EPSO έχει στην κατοχή της ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία περιλαμβάνονται τα επίμαχα στοιχεία.

43      Επιπλέον, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η έννοια του «εγγράφου» η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του κανονισμού 1049/2001 μπορεί να εφαρμοσθεί χωρίς δυσχέρειες στα στοιχεία που περιλαμβάνονται σε βάσεις δεδομένων, το δε άρθρο 3, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζει ότι η έννοια αυτή προσδιορίζει κάθε είδους περιεχόμενο ανεξαρτήτως της μορφής του. Το γεγονός ότι αίτηση προσβάσεως μπορεί να επάγεται σημαντικό φόρτο εργασίας για το οικείο θεσμικό όργανο δεν ασκεί συναφώς επιρροή.

44      Περαιτέρω, η άποψη της Γενικής Γραμματείας ότι η δημοσιοποίηση των δεδομένων χωρίς ονόματα θα κατέληγε στην κατάρτιση νέου εγγράφου δεν λαμβάνει υπόψη τον κανόνα του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, κατά τον οποίο πρέπει να επιτρέπεται μερική πρόσβαση όταν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση από τις απαριθμούμενες στο εν λόγω άρθρο. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, συγκεκριμένα, μπορούσε να δοθεί ευνοϊκή συνέχεια στην αίτησή του προσβάσεως με επιλογή ορισμένων στοιχείων καταχωρισθέντων στις βάσεις δεδομένων της EPSO και να υπάρξει μέριμνα για τον αποκλεισμό των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σχετικά με τους λοιπούς υποψηφίους οι οποίοι συμμετείχαν στις επίμαχες δοκιμασίες προεπιλογής.

45      Ο προσφεύγων αντικρούει και το επιχείρημα της Γενικής Γραμματείας ότι τα ζητηθέντα στοιχεία δεν μπορούσαν να επιλεγούν σε μία μόνον βάση δεδομένων, εφόσον έχουν καταχωρισθεί σε πολλά διαφορετικά αρχεία. Επομένως, τα ατομικά δελτία που εστάλησαν στους υποψηφίους για να τους ενημερώσουν επί των αποτελεσμάτων τους στις δοκιμασίες στις οποίες υποβλήθηκαν, καθώς και η πρακτική της EPSO που συνίσταται στην παροχή σχετικών με τα αποτελέσματα των δοκιμασιών στατιστικών στοιχείων σε ορισμένους από τους εξωτερικούς συνεργάτες της, μαρτυρούν ότι οι πράξεις που απαιτούν πρόσβαση στις εν προκειμένω ζητηθείσες πληροφορίες δεν είναι ασυνήθεις ή περίεργες για την EPSO.

46      Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το σύνολο των επίμαχων πληροφοριών συνδέονται μεταξύ τους με μία «σχεσιακή» βάση δεδομένων (Oracle), από την οποία η επιλογή των ζητούμενων πληροφοριών μπορεί να γίνει ευκόλως. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον τα δελτία στα οποία έχουν καταχωρισθεί τα στοιχεία σχετικά με τις διεξαχθείσες ατομικές εξετάσεις περιλαμβάνουν «αυστηρή σύνταξη σήμανσης», ώστε τα αποτελέσματα κάθε υποψηφίου μπορούν να εξετασθούν με ομοιόμορφο τρόπο.

47      Η Επιτροπή αμφισβητεί την επιχειρηματολογία αυτή, με την αιτιολογία ότι τα ζητηθέντα από τον προσφεύγοντα στοιχεία δεν καταχωρίζονται σε συγκεκριμένη βάση δεδομένων από την οποία μπορούν ευκόλως να συγκεντρώνονται μέσω απλής ή συνήθους αναζητήσεως. Η Επιτροπή δηλώνει ότι έχει στην κατοχή της τη βάση δεδομένων Talent η οποία περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που αφορούν τους υποψηφίους και τα αποτελέσματα των δοκιμασιών και, επομένως, όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να ανταποκριθεί στην αίτηση προσβάσεως του προσφεύγοντος, εξαιρουμένων των δεδομένων που αφορούν τη δυσκολία των ερωτήσεων, τα οποία καταχωρίζονται σε «βάση ερωτήσεων», την οποία διαχειρίζεται εξωτερικός συνεργάτης. Η βάση Talent είναι προσβάσιμη μέσω διαφόρων ερωτήσεων σε δομημένη γλώσσα αναζητήσεων (στο εξής: ερωτήσεις SQL) ή εκ των προτέρων προγραμματισμένων οδηγιών προκειμένου να υπάρξει γρήγορη επεξεργασία των δεδομένων για ανάλυση, στατιστικές, υπολογισμούς και άντληση δεδομένων, σύμφωνα με προκαθορισμένα πρότυπα. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν διαθέτει, μεταξύ των εκ των προτέρων προγραμματισμένων ερωτήσεων SQL, ερωτήσεις βάσει των οποίων μπορεί να αντλήσει τον ζητούμενο από τον προσφεύγοντα συνδυασμό των στοιχείων, σύμφωνα με το σχέδιο που πρότεινε στην αίτησή του περί προσβάσεως.

48      Επομένως, κατά την Επιτροπή, συγκέντρωση στοιχείων όπως η ζητηθείσα από τον προσφεύγοντα απαιτεί την εκπόνηση νέων ερωτήσεων SQL και οδηγίες αναζητήσεως και επεξεργασίας των δεδομένων, τα οποία η Επιτροπή δεν έχει στη διάθεσή της. Για να ικανοποιηθεί η αίτηση του προσφεύγοντος, βάσει τέτοιων μεθόδων αναζητήσεως έπρεπε να καθίσταται δυνατός, πρώτον, ο προσδιορισμός των κωδικών κάθε υποβληθείσας σε κάθε υποψήφιο ερωτήσεως, εφόσον οι ερωτήσεις αυτές δεν είναι ίδιες για όλους τους υποψηφίους, δεύτερον, να συσχετισθεί κάθε ερώτηση με το επίπεδο δυσκολίας της, όπως προκύπτει από χωριστή βάση δεδομένων (στο εξής: βάση ερωτήσεων), τρίτον, να συγκεντρωθούν τα διάφορα αρχεία και τέταρτον, να αφαιρεθούν τα ονόματα από τους κωδικούς των υποψηφίων με τη βοήθεια νέου κωδικού επιτρέποντος τη συσχέτιση του υποψηφίου με τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Οι συλλεγείσες πληροφορίες πρέπει στη συνέχεια να υποβληθούν σε έλεγχο. Κατά την Επιτροπή, η διαδικασία αυτή επάγεται κατ’ ανάγκη την κατάρτιση νέου εγγράφου.

49      Τυχόν «χειροκίνητη» επεξεργασία της αιτήσεως προσβάσεως, συνεπαγόμενη ότι κάθε ατομικό δελτίο αποτελεσμάτων που αφορά κάθε υποψήφιο πρέπει να πληροί τα προσδιοριζόμενα με την αίτηση κριτήρια είναι πρακτικώς αδύνατο να γίνει για την EPSO χωρίς να παρακωλύσει τη διεξαγωγή των εργασιών της.

50      Συναφώς, πρέπει καταρχάς να διευκρινιστεί ότι ο υπερβολικός φόρτος εργασίας τον οποίο μπορεί ενδεχομένως να συνεπιφέρει για τη διοίκηση η επίμαχη αίτηση προσβάσεως, η οποία αποτελεί το αντικείμενο του δεύτερου σκέλους του λόγου, αλλά προβλήθηκε και από την Επιτροπή σε απάντηση στο πρώτο σκέλος, είναι, αυτή καθαυτήν, αλυσιτελής για να εκτιμηθεί αν η εν λόγω αίτηση αφορά σαφώς την πρόσβαση σε ένα ή πλείονα έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1049/2001.

51      Συγκεκριμένα, από την απόφαση της 13ης Απριλίου 2005, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής (T‑2/03, Συλλογή, EU:T:2005:125, σκέψεις 101 και 102), προκύπτει ότι στο πλαίσιο αιτήσεως προσβάσεως υποβληθείσας δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, ο χαρακτηρισμός του εγγράφου δεν συνδέεται με τον σημαντικό φόρτο εργασίας που ενδεχομένως απαιτεί η αίτηση αυτή για την οικεία διοίκηση. Επομένως, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η αίτηση αυτή μπορεί να παρακωλύσει την ομαλή λειτουργία της διοικήσεως, τούτο δεν έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά την εν λόγω αίτηση απαράδεκτη. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, στην εξαιρετική αυτή περίπτωση, το δικαίωμα του οργάνου να εξεύρει από κοινού με τον αιτούντα «λογική λύση», κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, συνεπάγεται τη δυνατότητα συνεκτιμήσεως, έστω εντός περιορισμένων ορίων, της αναγκαιότητας συμβιβασμού των συμφερόντων του αιτούντος με εκείνα της χρηστής διοικήσεως (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, Williams κατά Επιτροπής, T‑42/05, EU:T:2008:325, σκέψη 85).

52      Ακολούθως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1049/2001, ως έγγραφο, για τους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού, νοείται «οποιοδήποτε περιεχόμενο ανεξάρτητα από το χρησιμοποιηθέν υπόθεμα (γραμμένο σε χαρτί ή αποθηκευμένο υπό ηλεκτρονική μορφή, ή με ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή) που αφορά τις πολιτικές, τις δράσεις και τις αποφάσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του θεσμικού οργάνου» που είναι αποδέκτης της αιτήσεως προσβάσεως.

53      Παρά τον ευρύ αυτόν ορισμό, ο οποίος δεν επάγεται ειδικότερα κανέναν περιορισμό όσον αφορά το υπόθεμα του επίμαχου περιεχομένου, προκύπτει ότι είναι αναγκαίο, κατά πάγια νομολογία, να γίνεται διάκριση μεταξύ της έννοιας του εγγράφου και της πληροφορίας για την εφαρμογή του κανονισμού 1049/2001.

54      Συγκεκριμένα, μια πληροφορία διακρίνεται από ένα έγγραφο, ιδίως, καθόσον καθορίζεται ως στοιχείο το οποίο δύναται, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνεται σε ένα ή πλείονα έγγραφα. Συναφώς, εφόσον καμία από τις διατάξεις του κανονισμού 1049/2001 δεν αφορά το δικαίωμα προσβάσεως σε καθεαυτή πληροφορία, δεν συνάγεται ότι το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού σε έγγραφο της Επιτροπής, το οποίο απορρέει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να απαντά σε κάθε αίτηση παροχής πληροφοριών ιδιώτη (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 1999, Meyer κατά Επιτροπής, T‑106/99, Συλλογή, EU:T:1999:272, σκέψεις 35 και 36, και απόφαση της 25ης Απριλίου 2007, WWF European Policy Programme κατά Συμβουλίου, T‑264/04, Συλλογή, EU:T:2007:114, σκέψη 76).

55      Κατά συνέπεια, μολονότι μια βάση δεδομένων προσφέρει, εκ της φύσεώς της, ευρείες δυνατότητες μερικής προσβάσεως στα συγκεκριμένα δεδομένα που ενδέχεται να ενδιαφέρουν τον αιτούντα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, γενικώς, κατά τη νομολογία, το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, αφορά μόνον τα ήδη υπάρχοντα και ευρισκόμενα στην κατοχή του οικείου θεσμικού οργάνου έγγραφα (απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2014, Strack κατά Επιτροπής, σκέψη 36 ανωτέρω, EU:C:2014:2250, σκέψη 38). Αίτηση παροχής προσβάσεως η οποία θα συνεπαγόταν τη δημιουργία νέου εγγράφου εκ μέρους της Επιτροπής, ακόμη και επί τη βάσει στοιχείων περιεχομένων ήδη σε υπάρχοντα έγγραφα που αυτή έχει στην κατοχή της, δεν αποτελεί συνεπώς αίτηση χορηγήσεως μερικής προσβάσεως και κείται εκτός του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 1049/2001 (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2011, Dufour κατά ΕΚΤ, T‑436/09, Συλλογή, EU:T:2011:634, σκέψη 149). Το αίτημα αυτό επιβεβαιώθηκε σιωπηρώς από τον κανόνα του άρθρου 10, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, ότι τα έγγραφα στα οποία επιτράπηκε η πρόσβαση «χορηγούνται σε υπάρχουσα διατύπωση και μορφή (μεταξύ άλλων ηλεκτρονικά ή σε εναλλακτική μορφή όπως σύστημα Braille, με μεγάλα τυπογραφικά στοιχεία ή σε ταινία μαγνητοφώνου) λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την προτίμηση του αιτούντος».

56      Μεταφερόμενη στην περίπτωση των βάσεων δεδομένων, η τελευταία αυτή διαπίστωση σημαίνει ότι, όταν με αίτηση προσβάσεως ζητείται από την Επιτροπή να προβεί σε αναζήτηση σε μια ή σε διάφορες βάσεις της δεδομένων σύμφωνα με καθοριζόμενες από τον αιτούντα παραμέτρους αναζητήσεως, η Επιτροπή υποχρεούται, υπό την επιφύλαξη τυχόν εφαρμογής του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, να κάνει δεκτή την αίτηση αυτή, αν η αναζήτηση η οποία απαιτείται δύναται να πραγματοποιηθεί μέσω των εργαλείων αναζητήσεως που προσφέρονται για τη συγκεκριμένη βάση δεδομένων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Dufour κατά ΕΚΤ, σκέψη 55 ανωτέρω, EU:T:2011:634, σκέψη 150).

57      Συγκεκριμένα, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι, λόγω των σύνθετων σχέσεων οι οποίες, εντός μιας βάσεως δεδομένων, συνδέουν έκαστο των στοιχείων της με διάφορα άλλα στοιχεία, είναι δυνατή η παρουσίαση των δεδομένων που περιέχονται στη βάση αυτή υπό ποικίλες μορφές. Ομοίως, είναι δυνατή η επιλογή τμήματος μόνο των δεδομένων που περιέχονται στην εν λόγω βάση και η απόκρυψη των λοιπών (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Dufour κατά ΕΚΤ, σκέψη 55 ανωτέρω, EU:T:2011:634, σκέψη 151).

58      Αντιθέτως, στο πλαίσιο αιτήσεως παροχής προσβάσεως υποβαλλόμενης δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή να κοινοποιήσει στον αιτούντα εν μέρει ή εν όλω τα δεδομένα που περιλαμβάνονται σε μία από τις βάσεις δεδομένων της, και μάλιστα σε πλείονες από τις βάσεις αυτές, τα οποία είναι ταξινομημένα κατά τρόπο ο οποίος δεν προβλέπεται από την εν λόγω βάση δεδομένων. Μια τέτοια αίτηση κατατείνει στη δημιουργία νέου εγγράφου και, συνεπώς, κείται εκτός του πεδίου εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού 1049/2001. Συγκεκριμένα, αυτό που ζητείται με μια τέτοια αίτηση δεν είναι η μερική πρόσβαση σε έγγραφο το οποίο περιλαμβάνει δεδομένα που έχουν τύχει επεξεργασίας σύμφωνα με υφιστάμενο τρόπο ταξινομήσεως ο οποίος, επομένως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μέσω των εργαλείων που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή για την ή τις οικείες βάσεις δεδομένων, αλλά η δημιουργία εγγράφου περιλαμβάνοντος δεδομένα τα οποία έχουν τύχει επεξεργασίας και συνδέονται μεταξύ τους σύμφωνα με νέα ταξινόμηση και, συνεπώς, νέου εγγράφου υπό την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Dufour κατά ΕΚΤ, σκέψη 55 ανωτέρω, EU:T:2011:634, σκέψη 152).

59      Επομένως, όσον αφορά τις βάσεις δεδομένων, δύναται να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως προσβάσεως βάσει του κανονισμού 1049/2001 οτιδήποτε μπορεί να αντληθεί από τέτοιες βάσεις μέσω απλής ή συνήθους αναζητήσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Dufour κατά ΕΚΤ, σκέψη 55 ανωτέρω, EU:T:2011:634, σκέψη 153).

60      Εν προκειμένω, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί κάποια σύγχυση σχετικά με τον αριθμό, την ονομασία και το ακριβές περιεχόμενο των διαφόρων επίμαχων βάσεων δεδομένων, είναι εντούτοις δυνατό να διαπιστωθεί ότι, εν προκειμένω, συνομολογείται ότι η Επιτροπή έχει στην κατοχή της τα μη επεξεργασμένα στοιχεία σχετικά με τις οικείες δοκιμασίες προεπιλογής τις οποίες αφορά η αίτηση προσβάσεως του προσφεύγοντος. Η Επιτροπή εξέθεσε συναφώς, χωρίς να προκύπτει από τη δικογραφία στοιχείο ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση αυτή, ότι τα εν λόγω δεδομένα αποθηκεύονται στη βάση δεδομένων Talent, για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 47 ανωτέρω.

61      Ωστόσο, ο προσφεύγων δεν ζήτησε, σαφώς, πρόσβαση στο σύνολο της εν λόγω βάσεως δεδομένων ή σε ένα μέρος των μη επεξεργασμένων δεδομένων τα οποία περιλαμβάνει η βάση αυτή. Το αντικείμενο της αιτήσεως είναι διαφορετικό, εφόσον, με την αίτηση αυτή, ο προσφεύγων σκοπεί να αποκτήσει, κατ’ ουσίαν, ένα σύνολο πληροφοριών σχετικά με τις επίμαχες δοκιμασίες προεπιλογής, οι οποίες όμως να επιλεγούν σύμφωνα με παραμέτρους και σε μορφή που καθορίζει ο ίδιος στην αίτησή του προσβάσεως.

62      Η επιλογή της πληροφορίας που ζητεί ο προσφεύγων περιλαμβάνει επομένως πλείονες διαφορετικές πράξεις, μεταξύ των οποίων ορισμένες πράξεις επεξεργασίας των επίμαχων δεδομένων.

63      Κατ’ αρχάς, πρόκειται για χορήγηση συγκεκριμένου κωδικού σε κάθε ερώτηση που ετέθη σε κάθε υποψήφιο, δεδομένου ότι, όπως εξέθεσε η Επιτροπή, οι τεθείσες ερωτήσεις δεν ήσαν οι ίδιες για κάθε υποψήφιο. Συναφώς, ο προσφεύγων διευκρίνισε ότι δεν επιθυμούσε να λάβει κανένα στοιχείο ως προς το περιεχόμενο των τεθεισών σε κάθε υποψήφιο ερωτήσεων. Για κάθε ερώτηση, επρόκειτο να αναφερθεί η γλώσσα υποβολής της, με τον ίδιο κωδικό για την ίδια ερώτηση ανεξαρτήτως γλώσσας, το είδος της ερωτήσεως, κατά πόσον η ερώτηση αποτέλεσε το αντικείμενο ακυρώσεως, ο χρόνος που διέθεσε κάθε υποψήφιος για να την απαντήσει και, τέλος, να προσκομισθεί ο κωδικός της αναμενόμενης απαντήσεως καθώς και ο κωδικός της δοθείσας ερωτήσεως. Κατά την αίτηση προσβάσεως, οι κωδικοί των αναμενόμενων και των δοθεισών απαντήσεων δεν έπρεπε, αντιθέτως, να παρέχουν ενδείξεις σχετικά με το περιεχόμενο των εν λόγω απαντήσεων, αλλά να καθιστούν μόνο δυνατή τη σύγκριση, για κάθε ερώτηση, της αναμενόμενης και της δοθείσας απαντήσεως. Συναφώς, ο προσφεύγων διευκρίνισε με την αίτησή του, κατ’ ουσίαν, ότι, σε περίπτωση κατά την οποία, για κάθε δεδομένη ερώτηση, οι επιλογές απαντήσεως δεν εμφανίζονταν με την ίδια σειρά για όλους τους υποψηφίους στους οποίους τέθηκε η εν λόγω ερώτηση, πρέπει να διασφαλισθεί ότι ο ίδιος κωδικός χρησιμοποιείται για κάθε επιλογή απαντήσεως, ώστε να εξασφαλισθεί η συγκρισιμότητα των συλλεγεισών πληροφοριών. Όσον αφορά τις ερωτήσεις εκτιμήσεως συγκεκριμένης καταστάσεως, κατά τον προσφεύγοντα, πρέπει να αναφερθεί η επιθυμητή και η δοθείσα απάντηση στο σύνολό τους, ήτοι η καλύτερη και η χειρότερη επιλογή. Τέλος, πρέπει να αφαιρεθούν τα ονόματα όλων των υποψηφίων που υπεβλήθησαν στις επίμαχες δοκιμασίες προεπιλογής δίδοντας στον καθένα εξ αυτών συγκεκριμένο κωδικό.

64      Οι διάφορες αυτές πράξεις θα έδιναν στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να έχει στη διάθεσή του συγκρίσιμα στοιχεία για όλους τους υποψήφιους που υπεβλήθησαν στις επίμαχες δοκιμασίες, ούτως ώστε θα του έδιναν τη δυνατότητα καταρτίσεως πίνακα και στατιστικών για τις δοκιμασίες αυτές.

65      Η Επιτροπή διευκρινίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν έχει στη διάθεσή της εργαλείο αναζητήσεως βάσει του οποίου να μπορεί να αντλήσει τον εν λόγω συνδυασμό δεδομένων με απλή ή συνήθη αναζήτηση στις βάσεις της δεδομένων. Αντιθέτως, εφόσον ο συνδυασμός αυτός δεν αντιστοιχεί σε κανένα σύστημα προβλεπόμενο από τη βάση δεδομένων την οποία έχει στην κατοχή της, ευνοϊκή απάντηση στην αίτηση του προσφεύγοντος προϋποθέτει την εφαρμογή νέου τρόπου αναζητήσεως, υπό μορφή ερωτήσεως SQL, και όχι απλώς αναζήτηση στην εν λόγω βάση δεδομένων βάσει των υφιστάμενων παραμέτρων με τη βοήθεια των υφισταμένων ερωτήσεων SQL.

66      Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, οποιαδήποτε δήλωση των κοινοτικών οργάνων αφορώσα τη μη ύπαρξη αιτηθέντων εγγράφων ενέχει μαχητό τεκμήριο νομιμότητας (βλ. αποφάσεις της 26ης Απριλίου 2005, Sison κατά Συμβουλίου, T‑110/03, T‑150/03 και T‑405/03, Συλλογή, EU:T:2005:143, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 30ής Ιανουαρίου 2008, Τερεζάκης κατά Επιτροπής, T‑380/04, EU:T:2008:19, σκέψη 155). Το τεκμήριο αυτό εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση που το θεσμικό όργανο δηλώνει ότι ο συνδυασμός δεδομένων που αποτελεί το αντικείμενο της αιτήσεως προσβάσεως που του έχει απευθυνθεί δεν προβλέπεται από τη ή τις βάσεις δεδομένων στις οποίες είναι καταχωρισμένα τα εν λόγω δεδομένα και, επομένως, ο συνδυασμός αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί με απλή ή συνήθη αναζήτηση.

67      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων δεν επεδίωξε να αμφισβητήσει τη δήλωση της Επιτροπής ότι η EPSO δεν είχε στην κατοχή της, καθεαυτό, πίνακα με τον συνδυασμό των δεδομένων που επιθυμούσε να λάβει. Αντιθέτως, ο προσφεύγων δέχεται, κατ’ ουσίαν, ότι η πρόσβαση στον συνδυασμό των στοιχείων που ζητεί προϋποθέτει εργασία προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών, ήτοι την εκπόνηση νέων ερωτήσεων SQL και, επομένως, τη δημιουργία νέου αποτελέσματος αναζητήσεως στη βάση δεδομένων (δηλαδή μια «σχέση» στην ονοματολογία των βάσεων δεδομένων), που δεν μπορεί να εκτελεστεί με τη χρήση των διαθέσιμων εργαλείων για τις επίμαχες βάσεις δεδομένων. Περαιτέρω, συνομολογείται ότι ο προσφεύγων δεν ζήτησε πρόσβαση σε μη επεξεργασμένα στοιχεία στην επίμαχη βάση δεδομένων.

68      Ωστόσο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, οι πράξεις τις οποίες συνεπάγεται η εν λόγω εργασία προγραμματισμού ηλεκτρονικών συστημάτων, οι οποίες συνοψίζονται στη σκέψη 63 ανωτέρω, δεν μπορούν να εξομοιωθούν με απλή ή συνήθη αναζήτηση στην οικεία βάση δεδομένων, η οποία πραγματοποιείται μέσω των εργαλείων αναζητήσεως που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή για τη βάση αυτή δεδομένων. Η διενέργεια τέτοιων πράξεων προσομοιάζει μάλλον με ταξινόμηση κατά τρόπο μη προβλεπόμενο από τις εν λόγω βάσεις δεδομένων, με χρήση εργαλείων αναζητήσεως —ερωτήσεις SQL— τα οποία πρέπει να δημιουργηθούν ώστε να ικανοποιηθεί λυσιτελώς η αίτηση προσβάσεως.

69      Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, το εργαλείο αναζητήσεως το οποίο συνδέεται με την επίμαχη βάση δεδομένων κατά την έννοια της σκέψης 150 της αποφάσεως Dufour κατά ΕΚΤ, σκέψη 55 ανωτέρω (EU:T:2011:634), δεν αποτελείται από όλες τις ερωτήσεις SQL οι οποίες μπορούν τυχόν να τεθούν και να σχεδιασθούν προκειμένου να αναζητήσουν, να προσθέσουν, να τροποποιήσουν ή να διαγράψουν στοιχεία στην επίμαχη βάση δεδομένων.

70      Το εν λόγω εργαλείο αναζητήσεως αποτελείται από υφιστάμενες ερωτήσεις SQL, οι οποίες ήδη χρησιμοποιούνται κατά τον μάλλον ή ήττον συνήθη για την εν προκειμένω επίμαχη βάση δεδομένων τρόπο. Επομένως, οι απλές ή συνήθεις αναζητήσεις κατά την έννοια της σκέψης 153 της αποφάσεως Dufour κατά ΕΚΤ, σκέψη 55 ανωτέρω (EU:T:2011:634), είναι αυτές που πραγματοποιούνται με τη βοήθεια των εν λόγω ερωτήσεων SQL οι οποίες είναι προγραμματισμένες εκ των προτέρων. Μόνον οι αναζητήσεις αυτές καταλήγουν στη δημιουργία υφιστάμενων εγγράφων. Άλλο συμπέρασμα θα κατέληγε στην αλλοίωση της έννοιας του υφιστάμενου εγγράφου επεκτείνοντάς την σε όλα τα έγγραφα τα οποία μπορούν, υποθετικώς, να δημιουργηθούν βάσει των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην επίμαχη βάση δεδομένων, μέσω μιας ή πλειόνων ερωτήσεων SQL. Τέτοια έγγραφα, μολονότι η Επιτροπή είναι σε θέση να τα προσκομίσει, αποτελούν νέα έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1049/2001 όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία. Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί, συναφώς, ότι η ευκολότερη ή δυσχερέστερη εκπόνηση των εν λόγω νέων εργαλείων αναζητήσεως δεν αποτελεί λυσιτελές κριτήριο για να εκτιμηθεί αν το ζητηθέν έγγραφο είναι υφιστάμενο ή νέο.

71      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το προβληθέν από τον προσφεύγοντα στοιχείο ότι η EPSO απευθύνει τα ατομικά δελτία των αποτελεσμάτων σε κάθε υποψήφιο ο οποίος συμμετείχε στις δοκιμασίες.

72      Ασφαλώς, η κατάρτιση τέτοιων δελτίων εμπίπτει στις συνήθεις δραστηριότητες της EPSO και τα εν λόγω ατομικά δελτία περιέχουν ορισμένα από τα στοιχεία που επιθυμεί να μάθει ο προσφεύγων. Με τον τρόπο αυτό, παραδείγματος χάρη, το ατομικό δελτίο των αποτελεσμάτων του προσφεύγοντος στις επίμαχες δοκιμασίες προεπιλογής, που του απευθύνθηκε στις 28 Ιουνίου 2012, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, κατάλογο των αναμενόμενων και των δοθεισών απαντήσεων, χωρίς μνεία του περιεχομένου των εν λόγω απαντήσεων, του χρόνου που χρειάστηκε προς απάντηση κάθε ερωτήσεως και ενδείξεως για τυχόν ακύρωση ερωτήσεως.

73      Εντούτοις, συνομολογείται ότι η κοινοποίηση στον προσφεύγοντα όλων των ατομικών δελτίων που εστάλησαν στους υποψηφίους οι οποίοι συμμετείχαν στις επίμαχες δοκιμασίες προεπιλογής, από τα οποία θα έχουν αφαιρεθεί οι προσωπικής φύσεως πληροφορίες των εν λόγω υποψηφίων, δεν του παρέχει τη δυνατότητα να καταρτίσει τον στατιστικό πίνακα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει προς τεκμηρίωση των υπονοιών του περί δυσμενούς διακρίσεως όσον αφορά τις εν λόγω δοκιμασίες. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 63 ανωτέρω, τούτο προϋποθέτει, τουλάχιστον, ότι χορηγείται διαφορετικός κωδικός σε κάθε υποψήφιο ο οποίος συμμετείχε στις εν λόγω δοκιμασίες καθώς και σε κάθε ερώτηση που τέθηκε στους υποψηφίους αυτούς, και ότι κάθε δελτίο συμπληρώνεται με την ένδειξη της γλώσσας στην οποία τέθηκε κάθε ερώτηση.

74      Επιπλέον, το ατομικό δελτίο των αποτελεσμάτων του προσφεύγοντος στις δοκιμασίες προεπιλογής, το οποίο κοινοποιήθηκε ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής, περιλαμβάνει λεπτομερείς πίνακες αποτελεσμάτων μόνον όσον αφορά τρεις από τις τέσσερις πραγματοποιηθείσες δοκιμασίες, ήτοι τη δοκιμασία κατανοήσεως κειμένου, κατανοήσεως αφηρημένων εννοιών και κατανοήσεως αριθμητικών υπολογισμών. Αντιθέτως, δεν περιλαμβάνει ατομικό πίνακα αποτελεσμάτων για τη δοκιμασία εκτιμήσεως συγκεκριμένης καταστάσεως. Ωστόσο, η υποβληθείσα από τον προσφεύγοντα αίτηση προσβάσεως αφορά το σύνολο των ερωτήσεων που ετέθησαν στο πλαίσιο των εν λόγω δοκιμασιών, περιλαμβανομένων αυτών που εμπίπτουν στη δοκιμασία εκτιμήσεως συγκεκριμένης καταστάσεως.

75      Τέλος, αν τα επίμαχα ατομικά δελτία κοινοποιηθούν στον προσφεύγοντα, σε περίπτωση που το ζητήσει, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων οι οποίες προβλέπονται στον κανονισμό 1049/2001 και, μεταξύ άλλων, των διατάξεων σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων, τα εργαλεία αναζητήσεως και το σύστημα ταξινομήσεως το οποίο χρησιμοποιεί η Επιτροπή για τη δημιουργία των εν λόγω ατομικών δελτίων δεν της παρέχουν τη δυνατότητα να αντλήσει τα στοιχεία σύμφωνα με όσα εκθέτει ο προσφεύγων στην αίτησή του προσβάσεως χωρίς να απαιτείται να δημιουργήσει νέα ερώτηση SQL.

76      Η πρακτική της EPSO, σύμφωνα με την οποία παρέχει στους εξωτερικούς συνεργάτες της στατιστικά στοιχεία σχετικά με τα αποτελέσματα των δοκιμασιών, για την οποία κάνει λόγο ο προσφεύγων στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν αποδεικνύει ότι ο συνδυασμός των στοιχείων που επιθυμεί να λάβει αντιστοιχεί σε σύστημα ταξινομήσεως προβλεπόμενο στις βάσεις δεδομένων που έχει στην κατοχή της η EPSO, ώστε να μην απαιτείται νέος τρόπος αναζητήσεως.

77      Ο προσφεύγων αναφέρει ειδικότερα, συναφώς, την πρόσκληση υποβολής προσφορών της EPSO για σύμβαση-πλαίσιο σχετικά με τη δημιουργία βάσεως δεδομένων. Βάσει της εν λόγω προσκλήσεως, τα ερωτηματολόγια που έχει ετοιμάσει ο ανάδοχος δεν πρέπει να έχουν καμία απόκλιση λόγω φύλου, ηλικίας και/ή ιθαγένειας. Αν, εντός δύο ετών μετά την παράδοση ερωτηματολογίου στην EPSO, εμφανιστεί στα αποτελέσματα σημαντική στατιστική διαφορά αναλόγως του φύλου, των ηλικιακών ομάδων και της ιθαγένειας, η EPSO επιφυλάσσεται του δικαιώματος να ζητήσει από τον ανάδοχο να αντικαταστήσει δωρεάν το ερωτηματολόγιο και, στην περίπτωση αυτή, η EPSO αναλαμβάνει τη δέσμευση να δώσει στον εξωτερικό συνεργάτη το μοντέλο των απαντήσεων με τα αντίστοιχα μη επεξεργασμένα στατιστικά στοιχεία που προκύπτουν από την ή τις διεξαχθείσες εξετάσεις προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανάλυση του προβλήματος.

78      Ωστόσο, επισημαίνεται, αφενός, ότι τα κριτήρια βάσει του φύλου, της ηλικίας και της ιθαγένειας των υποψηφίων, που αφορούν οι στατιστικές των οποίων κάνει μνεία η εν λόγω πρόσκληση υποβολής προσφορών, δεν αντιστοιχούν σε καμιά από τις κατηγορίες πληροφοριών που επιθυμεί να λάβει ο προσφεύγων εν προκειμένω, οι οποίες συνοψίζονται στη σκέψη 6 ανωτέρω. Αφετέρου, η εν λόγω πρόσκληση υποβολής προσφορών αποσκοπεί αποκλειστικά στη δημιουργία βάσεως δεδομένων ερωτηματολογίων που περιλαμβάνουν ερωτήσεις κατανοήσεως αφηρημένων/επαγωγικών εννοιών, αποκλειομένων, μεταξύ άλλων, των ερωτήσεων κατανοήσεως κειμένου ή αριθμητικών υπολογισμών. Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αίτηση του προσφεύγοντος δεν αφορά μόνον τις ερωτήσεις κατανοήσεως αφηρημένων εννοιών, αλλά και τις ερωτήσεις κατανοήσεως κειμένου ή αριθμητικών υπολογισμών καθώς και τις ερωτήσεις εκτιμήσεως συγκεκριμένης καταστάσεως που ετέθησαν στους υποψηφίους οι οποίοι συμμετείχαν στις επίμαχες δοκιμασίες προεπιλογής. Τέλος, η Επιτροπή κατά τις δηλώσεις της ουδέποτε εκπόνησε μέχρι τούδε το μοντέλο των απαντήσεων με τα αντίστοιχα μη επεξεργασμένα στατιστικά στοιχεία, όπως ορίζεται στην πρόσκληση υποβολής προσφορών.

79      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αντικείμενο της επίμαχης αιτήσεως προσβάσεως έχει μείζονες διαφορές με τα στατιστικά στοιχεία στα οποία παραπέμπει η παρατεθείσα από τον προσφεύγοντα πρόσκληση υποβολής προσφορών, ούτως ώστε η εν λόγω πρόσκληση δεν ασκεί επιρροή προκειμένου να αποδειχθεί ότι η αίτηση αυτή έχει σαφώς ως αντικείμενο υφιστάμενο έγγραφο ή έγγραφα κατά την έννοια του κανονισμού 1049/2001 όπως έχει ερμηνευθεί με τη νομολογία. Εξάλλου, η μόνη δυνατότητα δημιουργίας των εγγράφων αυτών δεν μπορεί, επομένως, να χρησιμοποιηθεί για να αποδειχθεί ότι η προσκόμισή τους εμπίπτει στην απλή ή συνήθη αναζήτηση κατά την έννοια της σκέψης 153 της αποφάσεως Dufour κατά ΕΚΤ, σκέψη 55 ανωτέρω (EU:T:2011:634).

80      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως διαπίστωσε η Γενική Γραμματεία στην πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, η αίτηση που υπέβαλε ο προσφεύγων στη διαδικασία GESTDEM 2012/3258 δεν αποσκοπεί στην, έστω μερική, πρόσβαση σε ένα ή πλείονα υφιστάμενα έγγραφα που έχει στην κατοχή της η EPSO, αλλά αποσκοπεί, αντιθέτως, στη δημιουργία νέων εγγράφων τα οποία δεν μπορούν να αντληθούν από βάση δεδομένων με απλή ή συνήθη αναζήτηση με υφιστάμενο εργαλείο αναζητήσεως.

81      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή καθόσον αφορά την ακύρωση της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

82      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε ως προς το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων του, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Καταργεί τη δίκη ως προς τα αιτήματα της προσφυγής περί ακυρώσεως της σιωπηρής αποφάσεως αρνήσεως προσβάσεως στη διαδικασία GESTDEM 2013/0068.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Καταδικάζει τον Rainer Typke στα δικαστικά έξοδα.

Παπασάββας

Forwood

Bieliūnas

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Ιουλίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.