Language of document : ECLI:EU:F:2014:24

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 25ης Φεβρουαρίου 2014

Υπόθεση F‑155/12

Luis García Domínguez

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Διαγωνισμός – Προκήρυξη του διαγωνισμού EPSO/AD/215/11 – Μη εγγραφή στον πίνακα επιτυχόντων – Αιτιολόγηση αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται υποψηφιότητα – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως – Σύγκρουση συμφερόντων»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο L. García Domínguez ζητεί να ακυρωθεί η απόφαση της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/215/11 περί μη εγγραφής του στον πίνακα επιτυχόντων του εν λόγω διαγωνισμού, καθώς και να υποχρεωθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να του καταβάλει αποζημίωση.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται ως προδήλως στερούμενη νομικού ερείσματος. Ο L. García Domínguez φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Τρόπος διεξαγωγής και περιεχόμενο των εξετάσεων – Εξουσία εκτιμήσεως της εξεταστικής επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III)

2.      Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Υποχρέωση ανεξαρτησίας και ακεραιότητας – Kίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων σε περίπτωση υπάρξεως επαγγελματικών σχέσεων μεταξύ μέλους της εξεταστικής επιτροπής και του υποψηφίου – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III)

3.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Αξιολόγηση των ικανοτήτων των υποψηφίων – Εξουσία εκτιμήσεως της εξεταστικής επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα III)

1.      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης και ως εκ τούτου εναπόκειται στην εξεταστική επιτροπή να ελέγχει αυστηρώς την τήρησή της έναντι των υποψηφίων κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού. Καίτοι η εξεταστική επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον τρόπο διεξαγωγής και το αναλυτικό περιεχόμενο των εξετάσεων, απόκειται, εντούτοις, στον δικαστή της Ένωσης η άσκηση του απαραίτητου ελέγχου για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων και της αντικειμενικότητας της επιλογής μεταξύ αυτών από την εξεταστική επιτροπή.

Κάθε εξέταση, εκ φύσεως, εμπεριέχει, εν γένει, τον κίνδυνο δυσμενούς μεταχειρίσεως, δεδομένου του κατ’ ανάγκην περιορισμένου αριθμού ερωτήσεων που μπορούν ευλόγως να τεθούν κατά την εξέταση σε σχέση με ορισμένο ζήτημα. Ως εκ τούτου, έχει γίνει δεκτό ότι παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μπορεί να διαπιστωθεί μόνον εάν η επιτροπή του διαγωνισμού δεν έχει περιορίσει, κατά την επιλογή των δοκιμασιών, τον κίνδυνο ανισότητας των ευκαιριών στο μέτρο το οποίο είναι εγγενές, κατά γενικό κανόνα, σε κάθε εξέταση.

Ωστόσο, όσον αφορά την επιλογή ως αντικειμένου της δοκιμασίας θέματος που θα μπορούσε να ευνοήσει ορισμένους υποψηφίους, το ενδεχόμενο αυτό, ως μέρος του κινδύνου που είναι κατά κανόνα εγγενής σε όλους τους διαγωνισμούς, δεν παρέχει στους υποψηφίους αυτούς πλεονέκτημα τέτοιο ώστε να συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Το ίδιο ισχύει εφόσον η εξεταστική επιτροπή επέλεξε το θέμα για όλους τους υποψηφίους του γενικού διαγωνισμού που κλήθηκαν να μετάσχουν στις εξετάσεις, ανεξάρτητα από την γλωσσική τους ομάδα, και στην επιλογή αυτή προέβη πριν την ημερομηνία γνωστοποιήσεως σε αυτούς των αποτελεσμάτων των προκριματικών δοκιμασιών και, επομένως, των ονομάτων των υποψηφίων που έγιναν δεκτοί για συμμετοχή στις εξετάσεις του εν λόγω διαγωνισμού.

(βλ. σκέψεις 24, 25, 28 και 29)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Μαρτίου 2008, T‑100/04, Giannini κατά Επιτροπής, σκέψη 132 και 133

2.      Κατά την εκτίμηση του κινδύνου συγκρούσεως συμφερόντων, δεν συνάγεται, κατ’ αρχήν, από την ύπαρξη σχέσεων επαγγελματικής φύσεως μεταξύ ενός υπαλλήλου και ενός τρίτου, ότι τίθεται ή ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η ανεξαρτησία του υπαλλήλου, όταν αυτός καλείται να κρίνει επί υποθέσεως η οποία αφορά τον τρίτο. Εξάλλου, η αρχή της ανεξαρτησίας της εξεταστικής επιτροπής απαιτεί την αποχή του μέλους της επιτροπής κατά την αξιολόγηση υποψηφίου όταν υφίσταται στενή σχέση μεταξύ του μέλους της επιτροπής και του υποψηφίου.

Συναφώς, από το γεγονός ότι μέλος της εξεταστικής επιτροπής ήταν ο υπεύθυνος υπηρεσιακής ομάδας ενός από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στο οποίο εργαζόταν υποψήφιος διαγωνισμού δεν μπορεί να συναχθεί ότι το εν λόγω μέλος της εξεταστικής επιτροπής διατηρούσε άμεση σχέση με τον υποψήφιο αυτό.

Εξάλλου, το γεγονός ότι υποψήφιος διαγωνισμού εμφανίζεται ως φίλος στον λογαριασμό Facebook που διατηρεί μέλος της εξεταστικής επιτροπής δεν καταδεικνύει την ύπαρξη άμεσης σχέσεως μεταξύ των προαναφερομένων. Το γεγονός ότι δύο πρόσωπα είναι φίλοι στο πλαίσιο του δικτύου αυτού δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι υφίσταται, μεταξύ των εν λόγω προσώπων, φιλική σχέση, κατά τη συνήθη έννοια του όρου αυτού, αλλά μπορεί απλώς να προκύπτει από τη βούληση των προσώπων αυτών να ανταλλάσσουν πληροφορίες γενικού ή επαγγελματικού συμφέροντος που αφορούν γενικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς. Περαιτέρω, ένα πρόσωπο δεν αποκτά κατ’ ανάγκην πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που κοινοποιεί ο φίλος του, δεδομένου ότι μπορούν πράγματι να τεθούν όρια στη δυνατότητα προσβάσεως που κάθε χρήστης του Facebook επιθυμεί να παρέχει στα προσωπικά δεδομένα του.

(βλ. σκέψεις 34, 36 και 37)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 3 Φεβρουαρίου 2005, T‑137/03, Mancini κατά Επιτροπής, σκέψη 33· 12 Ιουλίου 2005, T‑157/04, De Bry κατά Επιτροπής, σκέψη 35· Giannini κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 224

3.      Οι εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει μια εξεταστική επιτροπή όταν αξιολογεί τις γνώσεις και τις ικανότητες των υποψηφίων και οι αποφάσεις με τις οποίες η εξεταστική επιτροπή διαπιστώνει την αποτυχία ενός υποψηφίου σε μια δοκιμασία συνιστούν έκφραση αξιολογικής κρίσεως. Εντάσσονται στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της εξεταστικής επιτροπής και υπόκεινται στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης μόνο σε περίπτωση προφανούς παραβιάσεως των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής.

Συναφώς, μολονότι υποψήφιος που αποκλείστηκε ισχυρίζεται ότι ο βαθμός που έλαβε σε δοκιμασία του διαγωνισμού δεν συνάδει με τον υψηλότερο βαθμό που έλαβε σε άλλη δοκιμασία του εν λόγω διαγωνισμού, το γεγονός αυτό δεν δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η εξεταστική επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεδομένου ότι οι επιδόσεις ενός υποψηφίου κατά τη διεξαγωγή διαδοχικών δοκιμασιών ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με τη δοκιμασία. Εξάλλου, η εξεταστική επιτροπή, κατά την εκτίμηση των επαγγελματικών γνώσεων των υποψηφίων καθώς και των ικανοτήτων και των κινήτρων τους, πρέπει να στηρίζεται, αποκλειστικά και αυτοτελώς, μόνο στις επιδόσεις των υποψηφίων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προκήρυξη του επίμαχου διαγωνισμού. Ομοίως, ο εν λόγω υποψήφιος δεν μπορεί, προκειμένου να αμφισβητήσει την ορθότητα του βαθμού που έλαβε στο πλαίσιο μιας δοκιμασίας, να επικαλεστεί λυσιτελώς τη μεγάλη επαγγελματική πείρα που απέκτησε. Τέλος, η προσωπική πεποίθηση του υποψηφίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόδειξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

(βλ. σκέψεις 58 και 59)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 14 Ιουλίου 2000, T‑146/99, Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου, σκέψη 41· 5 Απριλίου 2005, T‑336/02, Christensen κατά Επιτροπής, σκέψη 25

ΔΔΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 2012, F‑101/11, Mileva κατά Επιτροπής, σκέψη 45