Language of document : ECLI:EU:T:2011:217

Υπόθεση T-299/08

Elf Aquitaine SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά χλωρικού νατρίου – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 EK και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων – Αρχή “ουδεμία ποινή άνευ νόμου” – Τεκμήριο αθωότητας – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Αρχή της ασφάλειας δικαίου – Κατάχρηση εξουσίας – Πρόστιμα – Επιβαρυντική περίσταση – Αποτροπή – Ελαφρυντική περίσταση – Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία – Σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

2.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Υποχρεωτικό περιεχόμενο – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Έκταση

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 23 και 27 § 1)

3.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

5.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

6.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού – Απόφαση η οποία αφορά πολλούς αποδέκτες – Υποχρέωση επαρκούς αιτιολογήσεως, ειδικότερα ως προς την οικονομική οντότητα που πρέπει να υποστεί τις συνέπειες παραβάσεως

(Άρθρο 81 § 1 EΚ και 253 ΕΚ)

7.      Πράξεις των οργάνων – Τεκμήριο νομιμότητας – Απόφαση της Επιτροπής που καταλογίζει στη μητρική εταιρία την ευθύνη για παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού στην οποία υπέπεσε η θυγατρική της

(Άρθρο 249 ΕΚ)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 25 και 30)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου έναντι της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση κατά της οποίας κινήθηκε η διαδικασία – Η συμπεριφορά της επιχειρήσεως πρέπει να διευκόλυνε την Επιτροπή στη διαπίστωση της παραβάσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 18 και 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 20, 21 και 23, στοιχείο β΄)

10.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης

(Άρθρο 229 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

1.      Η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία ιδίως όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κατά κύριο λόγο τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων. Ειδικότερα, αυτό συμβαίνει διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα και, ως εκ τούτου, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση, για τον λόγο δε αυτό η Επιτροπή δύναται να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμων στη μητρική εταιρία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση.

Στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του εταιρικού κεφαλαίου της θυγατρικής της, η οποία παρέβη τους κανόνες του δικαίου του ανταγωνισμού, αφενός, η ως άνω μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί πράγματι αποφασιστική επιρροή στη συμπεριφορά της θυγατρικής της.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, αρκεί η απόδειξη από την Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του εταιρικού κεφαλαίου της θυγατρικής ώστε να τεκμαίρεται ότι ασκεί αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει ότι η μητρική εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η ως άνω μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει το ως άνω τεκμήριο, προσκομίσει επαρκή στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά.

Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν οφείλει να ενισχύσει το εν λόγω τεκμήριο περί ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής με πρόσθετες ενδείξεις. Έστω και αν η προηγούμενη πρακτική των αποφάσεων της Επιτροπής ήταν να ενισχύει το ως άνω τεκμήριο με πρόσθετες ενδείξεις, η διαπίστωση αυτή δεν επηρεάζει το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή έχει την εξουσία να στηριχθεί απλώς στη διαπίστωση της κατοχής από τη μητρική εταιρία σχεδόν ολόκληρου του εταιρικού κεφαλαίου της θυγατρικής της ώστε να συναγάγει τεκμήριο ότι ασκούσε σε αυτήν αποφασιστική επιρροή.

(βλ. σκέψεις 49-52, 59)

2.      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει να παρέχεται στην επιχείρηση η οποία κατηγορείται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού η δυνατότητα, στο πλαίσιο της ενώπιον της Επιτροπής διοικητικής διαδικασίας, να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή της σχετικά με το υποστατό και την κρισιμότητα των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, καθώς και σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι συντρέχει παράβαση της Συνθήκης.

Ο κανονισμός 1/2003 προβλέπει, στο άρθρο του 27, παράγραφος 1, ότι στους εμπλεκόμενους αποστέλλεται ανακοίνωση των αιτιάσεων η οποία πρέπει να αναφέρει σαφώς όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να λαμβάνουν πράγματι γνώση των ενεργειών που τους προσάπτονται και να αμυνθούν προσηκόντως πριν η Επιτροπή εκδώσει οριστική απόφαση.

Η ως άνω ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελεί τη δικονομική εγγύηση για την εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής του κοινοτικού δικαίου που επιτάσσει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας σε οποιαδήποτε διαδικασία. Η αρχή αυτή επιβάλλει ιδίως την υποχρέωση ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων που απευθύνει η Επιτροπή σε επιχείρηση, στην οποία προτίθεται να επιβάλει κύρωση λόγω παραβιάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, πρέπει να περιλαμβάνει τα ουσιώδη στοιχεία σε βάρος της εν λόγω επιχειρήσεως, όπως τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά, τον χαρακτηρισμό που τους αποδίδεται και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της κινηθείσας κατ’ αυτής διοικητικής διαδικασίας.

Ειδικότερα, η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να προσδιορίζει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση το νομικό πρόσωπο στο οποίο ενδέχεται να επιβληθούν πρόστιμα, να απευθύνεται σε αυτό και να αναφέρει υπό ποία ιδιότητα του προσάπτονται τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά. Πράγματι, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων λαμβάνει η εμπλεκόμενη επιχείρηση γνώση όλων των ουσιωδών στοιχείων στα οποία στηρίζεται η Επιτροπή σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας. Ως εκ τούτου, μόνον κατόπιν της αποστολής της εν λόγω ανακοινώσεως μπορεί η εμπλεκόμενη επιχείρηση να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά της άμυνας.

Έτσι, όταν η Επιτροπή γνωστοποιεί στη μητρική εταιρία, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι σκοπεύει να της καταλογίσει, βάσει του τεκμηρίου περί ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής, την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε κανένα μέτρο έρευνας εις βάρος της εταιρίας αυτής πριν της κοινοποιήσει την ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της ως άνω επιχειρήσεως. Συναφώς, στην εν λόγω εταιρία παρέχεται η δυνατότητα, κατά τη διοικητική διαδικασία, να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή της όσον αφορά το υποστατό και την κρισιμότητα των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων που προβάλλει η Επιτροπή με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, τόσο με τις παρατηρήσεις που υποβάλλει σε απάντηση της εν λόγω ανακοινώσεως όσο και κατά την ακρόαση ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων.

(βλ. σκέψεις 134-140)

3.      Δυνάμει της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο υφίσταται κυρώσεις μόνο για τις πράξεις που του προσάπτονται ατομικώς. Η εν λόγω αρχή εφαρμόζεται σε κάθε διοικητική διαδικασία η οποία μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων δυνάμει των κανόνων του ανταγωνισμού.

Εντούτοις, η αρχή αυτή πρέπει να συμβιβάζεται με την κατά το άρθρο 81 EK έννοια της επιχειρήσεως. Έτσι, όταν η οικονομική ενότητα παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, βάσει της αρχής της ατομικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή.

Ειδικότερα, το στοιχείο το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμων στη μητρική εταιρεία ενός ομίλου δεν είναι ότι η μητρική παρακίνησε τη θυγατρική να διαπράξει την παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι η μητρική ενεπλάκη στην εν λόγω παράβαση, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

Επομένως, η Επιτροπή δεν παραβιάζει την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων καταδικάζοντας τη μητρική εταιρία για παράβαση που λογίζεται ότι διέπραξε η ίδια λόγω των οικονομικών και νομικών δεσμών της με τη θυγατρική της διά των οποίων ήταν σε θέση να καθορίζει τη συμπεριφορά της τελευταίας στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 178-181)

4.      Η αρχή «ουδεμία ποινή άνευ νόμου» επιτάσσει να καθορίζει ο νόμος σαφώς τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές με τις οποίες τιμωρούνται οι πράξεις αυτές. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν ο διοικούμενος έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει, με βάση το γράμμα της οικείας διατάξεως και, εν ανάγκη, με τη βοήθεια της ερμηνείας που δίδεται στη διάταξη αυτή από τα δικαστήρια, ποιες πράξεις και παραλείψεις επάγονται την ποινική ευθύνη του.

Δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που διαπράττουν μεταξύ άλλων παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 EK. Κατά το μέτρο που η μητρική εταιρία και η θυγατρική της θεωρούνται ως αποτελούσες ενιαία επιχείρηση, κατά την έννοια του τελευταίου αυτού άρθρου, η Επιτροπή δεν παραβαίνει την αρχή «ουδεμία ποινή άνευ νόμου» επιβάλλοντας πρόστιμο στα νομικά πρόσωπα που συνιστούν την εν λόγω επιχείρηση.

(βλ. σκέψεις 187-189)

5.      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις ούτε κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς.

Στο πλαίσιο αποφάσεως της Επιτροπής που επιβάλλει πρόστιμο στη μητρική εταιρία για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού στην οποία υπέπεσε η θυγατρική της, κατ’ εφαρμογήν του τεκμηρίου περί αποφασιστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας η οποία κατέχει σχεδόν ολόκληρο το εταιρικό κεφάλαιο της θυγατρικής της, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να κρίνει αν πρέπει να καταλογίσει την ευθύνη για την παράβαση στη μητρική εταιρία.

Συνεπώς, δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει την ευχέρεια, αλλά όχι και την υποχρέωση, να καταλογίσει την ευθύνη για την παράβαση στη μητρική εταιρία, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ως άνω καταλογισμού, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή δεν καταλόγισε τέτοια ευθύνη στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να εκφέρει την ίδια κρίση και στην προσβαλλόμενη απόφαση. Εντούτοις, ο ως άνω καταλογισμός υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων της Ένωσης, στα οποία εναπόκειται να επαληθεύσουν ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του.

(βλ. σκέψεις 196-198)

6.      Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 EK πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της αλλά και βάσει του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα.

Εφόσον μια απόφαση εφαρμογής του άρθρου 81 EK αφορά πολλούς αποδέκτες και θέτει ζήτημα καταλογισμού της παραβάσεως, πρέπει να περιέχει επαρκή αιτιολογία ως προς καθέναν από τους αποδέκτες, ιδίως για εκείνους οι οποίοι, κατά την απόφαση αυτή, πρέπει να υποστούν τις συνέπειες της ως άνω παραβάσεως. Έτσι, προκειμένου να είναι αρκούντως αιτιολογημένη ως προς τις μητρικές εταιρίες των θυγατρικών οι οποίες διέπραξαν την παράβαση, η απόφαση της Επιτροπής πρέπει να περιέχει εμπεριστατωμένη έκθεση των λόγων που είναι ικανοί να δικαιολογήσουν τον καταλογισμό της παραβάσεως στις εταιρίες αυτές.

(βλ. σκέψεις 216-217)

7.      Οι αποφάσεις της Επιτροπής απολαύουν τεκμηρίου νομιμότητας και παράγουν έννομα αποτελέσματα μέχρι να ακυρωθούν ή να ανακληθούν. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αναστείλει τη διαδικασία που κινήθηκε εις βάρος εταιρίας, λόγω παραβάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του δικαστή της Ένωσης επί προσφυγής ασκηθείσας από την ίδια εταιρία κατ’ άλλης αποφάσεως που την τιμωρούσε για άλλες παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, καμία διάταξη νόμου δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να αναστείλει την έκδοση αποφάσεων σε υποθέσεις που αφορούν άλλα πραγματικά περιστατικά.

(βλ. σκέψη 241)

8.      Στο πλαίσιο της εξουσίας της Επιτροπής να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που διαπράττουν παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, για την παράβαση ευθύνεται, κατ’ αρχήν, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διηύθυνε την εμπλεκόμενη επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεώς της, έστω και αν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση, την ευθύνη για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως έφερε άλλο πρόσωπο. Η εφαρμογή και η εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται από την Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81 ΕΚ προϋποθέτει, πάντως, να απευθύνονται οι αποφάσεις αυτές σε οντότητες έχουσες προσωπικότητα σύμφωνα με τον νόμο. Επομένως, όταν η Επιτροπή εκδίδει απόφαση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να προσδιορίζει ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα στα οποία καταλογίζονται οι πράξεις της οικείας επιχειρήσεως και επιβάλλονται συναφώς κυρώσεις, τα οποία θα είναι οι αποδέκτες της αποφάσεως.

Οι κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες θεσπίζει η Επιτροπή για την επιμέτρηση των προστίμων κατοχυρώνουν την ασφάλεια δικαίου των επιχειρήσεων, δεδομένου ότι καθορίζουν τη μεθοδολογία την οποία δεσμεύτηκε ότι θα ακολουθήσει η Επιτροπή για την επιμέτρηση των προστίμων. Η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει, σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση, από τις κατευθυντήριες γραμμές χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Όσον αφορά δύο επιχειρήσεις, ήτοι τη μητρική εταιρία και τη θυγατρική της, οι οποίες αποτελούσαν, κατά τον χρόνο τελέσεως της παραβάσεως, ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ, αλλά έχουν παύσει να υφίστανται υπό τη μορφή αυτή κατά την ημέρα εκδόσεως της αποφάσεως που τους επιβάλλει πρόστιμο, η Επιτροπή μπορεί, αφενός, να επιβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, εις ολόκληρον πρόστιμο στις δύο αυτές επιχειρήσεις που ευθύνονται για την παράβαση που διεπράχθη και, αφετέρου, να επιβάλει, στη μητρική εταιρία και μόνο, δυνάμει του σημείου 30 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου, δεδομένου ότι ο ιδιαιτέρως μεγάλος κύκλος εργασιών της, σε σχέση με τις άλλες οντότητες στις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως, της επιτρέπει να εξεύρει ευκολότερα τους αναγκαίους πόρους για την καταβολή ενός προστίμου.

Συναφώς, το γεγονός ότι το πρόστιμο που επιβάλλεται για λόγους αποτροπής ατομικά στη μητρική εταιρία υπολογίζεται σε συνάρτηση με το βασικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε εις ολόκληρον στις δύο εταιρίες, το οποίο περιλαμβάνει ειδική προσαύξηση για λόγους αποτροπής, δεν ενέχει αδικία.

Ειδικότερα, το πρόστιμο που επιβάλλεται εις ολόκληρον στις δύο εταιρίες αντιστοιχεί στο βασικό ποσό του προστίμου που περιλαμβάνει επιπλέον προσαύξηση που υπολογίζεται βάσει ορισμένου συντελεστή της αξίας των πωλήσεων της θυγατρικής, σύμφωνα με το σημείο 25 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, «προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις και από το να εισέρχονται απλώς σε οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής».

Αντιθέτως, το πρόστιμο που επιβάλλεται ατομικά στη μητρική εταιρία και περιλαμβάνει σημαντική προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου αποβλέπει, σύμφωνα με το σημείο 30 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, στο «να διασφαλιστεί ότι τα πρόστιμα θα έχουν επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα» για τις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν ιδιαιτέρως μεγάλο κύκλο εργασιών πέραν των πωλήσεων των προϊόντων και υπηρεσιών τα οποία αφορά η παράβαση.

Κατά συνέπεια, το πρόσθετο ποσό που εφαρμόζεται δυνάμει του σημείου 25 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών και η ειδική προσαύξηση που επιβάλλεται στη μητρική εταιρία, δυνάμει του σημείου 30 των ως άνω κατευθυντηρίων γραμμών, ανταποκρίνονται σε δύο διαφορετικούς αποτρεπτικούς σκοπούς, τους οποίους ορθώς λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή κατά την επιμέτρηση του προστίμου.

(βλ. σκέψεις 250-253, 255-256, 288-289)

9.      Η Επιτροπή απολαύει ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως ως προς τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων και μπορεί, συναφώς, να λάβει υπόψη πλειάδα στοιχείων, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η συνεργασία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά την έρευνα που διεξάγουν οι υπηρεσίες της. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή καλείται να προβεί σε περίπλοκες εκτιμήσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά, όπως οι σχετικές με τη συνεργασία καθεμίας από τις εν λόγω επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας που παρέχουν τα μέλη μιας συμπράξεως, στην Επιτροπή μπορεί να προσαφθεί μόνον πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεδομένου ότι έχει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για να αξιολογήσει την ποιότητα και τη λυσιτέλεια της συνεργασίας μιας επιχειρήσεως, ιδίως σε σχέση με τη συμβολή άλλων επιχειρήσεων.

Αν και η Επιτροπή υποχρεούται να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζουν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) αποτελούν συμβολή που δικαιολογεί ή που δεν δικαιολογεί τη μείωση του επιβαλλόμενου προστίμου, αντιστρόφως, απόκειται στις επιχειρήσεις που επιθυμούν να αμφισβητήσουν τη σχετική απόφαση της Επιτροπής να αποδείξουν ότι, αν αυτές δεν είχαν παράσχει οικειοθελώς τις ως άνω πληροφορίες, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να αποδείξει τα ουσιώδη στοιχεία της παραβάσεως και, επομένως, να εκδώσει απόφαση περί επιβολής προστίμων.

H μείωση των προστίμων σε περίπτωση συνεργασίας των επιχειρήσεων που έχουν συμμετάσχει σε παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού στηρίζεται στη σκέψη ότι μια τέτοια συνεργασία διευκολύνει το έργο της Επιτροπής για τη διαπίστωση και, ενδεχομένως, τον τερματισμό της παραβάσεως. Λαμβανομένης υπόψη της ratio της μειώσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να παραβλέψει τη λυσιτέλεια των παρασχεθεισών πληροφοριών, η οποία αποτελεί αναγκαστικά συνάρτηση των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ήδη στην κατοχή της.

Οσάκις επιχείρηση επιβεβαιώνει απλώς, στο πλαίσιο της συνεργασίας, και μάλιστα με μικρότερη ακρίβεια και σαφήνεια, ορισμένα από τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία είχε ήδη παράσχει άλλη επιχείρηση ως συνεργασία, ο βαθμός συνεργασίας της ως άνω επιχειρήσεως, μολονότι ενδέχεται να έχει κάποια χρησιμότητα για την Επιτροπή, δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκρίσιμος με αυτόν της πρώτης επιχειρήσεως η οποία προσκόμισε τα εν λόγω στοιχεία. Πράγματι, μια δήλωση που απλώς ενισχύει, σε ορισμένο βαθμό, δήλωση που ήδη ευρισκόταν στη διάθεση της Επιτροπής δεν διευκολύνει σημαντικά το έργο της Επιτροπής. Συνεπώς, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας. Επιπλέον, η συνεργασία μιας επιχειρήσεως κατά την έρευνα δεν γεννά δικαίωμα σε μείωση του προστίμου όταν η συνεργασία αυτή δεν υπερέβη τα όρια των υποχρεώσεων που η εν λόγω επιχείρηση υπέχει από το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003.

(βλ. σκέψεις 340-344)

10.    Όσον αφορά τον έλεγχο που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας, βάσει του οποίου μπορεί απλώς να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, η πλήρης δικαιοδοσία που παρέχει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 229 ΕΚ, το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 στο Γενικό Δικαστήριο επιτρέπει στο δικαιοδοτικό αυτό όργανο να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς να την ακυρώσει, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία, προκειμένου, για παράδειγμα, να τροποποιήσει το ύψος του προστίμου.

(βλ. σκέψη 379)