Language of document : ECLI:EU:T:2008:97

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 9ης Απριλίου 2008 (*)

«ΕΓΤΠΕ – Τμήμα Εγγυήσεων – Δαπάνες που αποκλείστηκαν από την κοινοτική χρηματοδότηση – Mεταποιημένα προϊόντα με βάση τα οπωροκηπευτικά – Πριμοδοτήσεις ζώων – Προθεσμία 24 μηνών»

Στην υπόθεση T-364/04,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Ι. Χαλκιά και την Ε. Σβολοπούλου,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους M. Κοντού-Durande και L. Visaggio, στη συνέχεια από τις Μ. Κοντού-Durande και Ε. Τσερέπα-Lacombe, επικουρούμενους από τον Ν. Κορογιαννάκη, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2004/561/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Ιουλίου 2004, για αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων (EE L 250, σ. 21), κατά το μέρος που αποκλείει από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένες δαπάνες που πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία στους τομείς των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά και των πριμοδοτήσεων ζώων,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. D. Cooke, πρόεδρο, I. Labucka και M. Prek (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Σεπτεμβρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), όπως τροποποιήθηκε για τελευταία φορά με τον κανονισμό (ΕΚ) 1287/95 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1995 (ΕΕ L 125, σ. 1), καθόρισε τους γενικούς κανόνες που έχουν εφαρμογή στη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής. Στη συνέχεια, ο κανονισμός (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 63), αντικατέστησε τον κανονισμό 729/70 και έχει εφαρμογή στις δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1ης Ιανουαρίου 2000.

2        Δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 729/70 καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1258/1999, το τμήμα Εγγυήσεων του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) χρηματοδοτεί, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, τις παρεμβάσεις που προορίζονται για τη σταθεροποίηση των αγορών αυτών και επιχειρούνται σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες.

3        Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70 και το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999, η Επιτροπή αποφασίζει την απόρριψη αιτήματος κοινοτικής χρηματοδοτήσεως, σε περίπτωση που διαπιστώσει ότι οι σχετικές δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες. Κατά τον υπολογισμό των προς απόρριψη ποσών, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το είδος και τη σοβαρότητα της παραβάσεως καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

4        Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 729/70 προβλέπει ότι «[η] απόρριψη χρηματοδότησης δεν μπορεί να αφορά δαπάνες προγενέστερες του τελευταίου 24μήνου πριν από τη γραπτή ανακοίνωση της Επιτροπής στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος των αποτελεσμάτων […] των εξακριβώσεων [της Επιτροπής]». Το άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999 περιέχει πανομοιότυπη διάταξη.

5        Οι λεπτομέρειες της διαδικασίας εκκαθαρίσεως λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ εξακολουθούν να καθορίζονται από τον κανονισμό (ΕΚ) 1663/95 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαδικασία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων (ΕΕ L 158, σ. 6), όπως έχει τροποποιηθεί ιδίως με τον κανονισμό (ΕΚ) 2245/1999 της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 1999 (ΕΕ L 273, σ. 5).

6        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95 ορίζει τα εξής:

«Σε περίπτωση που, μετά τη διεξαγωγή έρευνας, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, ανακοινώνει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τα αποτελέσματα των ελέγχων της και υποδεικνύει τα διορθωτικά μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν προκειμένου να διασφαλιστεί στο μέλλον η τήρηση των προαναφερθέντων κανόνων.

Στην ανακοίνωση γίνεται μνεία του παρόντος κανονισμού. Το κράτος μέλος απαντά εντός δύο μηνών και η Επιτροπή δύναται να τροποποιήσει τη θέση της αναλόγως. Σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την προαναφερθείσα προθεσμία.

Μετά τη λήξη της προθεσμίας που χορηγείται για την απάντηση, η Επιτροπή καλεί το κράτος μέλος σε διάλογο και τα δύο μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία όσον αφορά τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν, καθώς και όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης και της χρηματοοικονομικής ζημίας που υπέστη η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Μετά τη διεξαγωγή διαλόγου και τη λήξη κάθε προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή, σε διαβούλευση με το κράτος μέλος, μετά τον διάλογο για την κοινοποίηση πρόσθετων πληροφοριών ή, αν το κράτος μέλος δεν αποδέχεται την πρόσκληση εντός προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή, μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής, η Επιτροπή κοινοποιεί επίσημα τα συμπεράσματά της στο κράτος μέλος κάνοντας μνεία της απόφασης 94/442/ΕΚ της Επιτροπής. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου 4 της παρούσας παραγράφου, στην κοινοποίηση αυτή θα περιλαμβάνεται εκτίμηση των δαπανών που η Επιτροπή προτίθεται να εξαιρέσει βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού […] 729/70.

Το κράτος μέλος πληροφορεί την Επιτροπή, [το συντομότερο δυνατό], για τα διορθωτικά μέτρα που λαμβάνει προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση των κοινοτικών κανόνων καθώς και για την ημερομηνία έναρξης της ισχύος τους. Η Επιτροπή εκδίδει, ανάλογα με την περίπτωση, μία ή περισσότερες αποφάσεις βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού [...] 729/70 για την εξαίρεση των δαπανών που δεν είναι σύμφωνες με τους κοινοτικούς κανόνες μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διορθωτικών μέτρων.»

7        Οι κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των κατ’ αποκοπήν διορθώσεων καθορίστηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1287/95, με το έγγραφο VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, τιτλοφορούμενο «Υπολογισμός των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ – τομέας Εγγυήσεων» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97). Όταν τα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα δεν καθιστούν δυνατή την εκτίμηση των ζημιών που υπέστη η Κοινότητα με βάση μια πρόβλεψη των ζημιών αυτών, με στατιστικά μέσα ή διά της αναφοράς σε άλλα επαληθεύσιμα στοιχεία, μπορεί να προβλεφθεί κατ’ αποκοπήν διόρθωση.

8        Για τον υπολογισμό των μη επιλέξιμων δαπανών, το έγγραφο VI/5330/97 προβλέπει τέσσερις κατηγορίες διορθώσεων με κατ’ αποκοπήν συντελεστή:

–        25 % των δαπανών, όταν η εφαρμογή του συστήματος ελέγχου είναι ανύπαρκτη ή παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις και υπάρχουν ενδείξεις εκτεταμένων παρατυπιών και αμέλειας στην καταπολέμηση των παράτυπων ή δολίων πρακτικών, οπότε υπάρχει κίνδυνος εξαιρετικά σημαντικών ζημιών για το ΕΓΤΠΕ·

–        10 % των δαπανών, όταν ένας ή περισσότεροι από τους βασικούς ελέγχους δεν πραγματοποιούνται ή πραγματοποιούνται τόσο ελλιπώς ή με τόσο περιορισμένη συχνότητα ώστε είναι ανεπαρκείς για τον καθορισμό της επιλεξιμότητας μιας αιτήσεως ή για την πρόληψη των παρατυπιών, οπότε μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι υπάρχει υψηλός κίνδυνος σημαντικών ζημιών για το ΕΓΤΠΕ·

–        5 % των δαπανών, όταν έχουν πραγματοποιηθεί όλοι οι βασικοί έλεγχοι, αλλά χωρίς να τηρηθεί ο αριθμός, η συχνότητα ή η ενδελέχεια που απαιτούν οι κανονισμοί, οπότε μπορεί ευλόγως να συναχθεί ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν παρέχουν το αναμενόμενο επίπεδο διασφαλίσεως του νομοτύπου των αιτήσεων και ο κίνδυνος ζημιών για το ΕΓΤΠΕ είναι σημαντικός·

–        2 % των δαπανών, όταν ένα κράτος μέλος έχει πραγματοποιήσει ορθώς τους βασικούς ελέγχους, αλλά παρέλειψε πλήρως να πραγματοποιήσει έναν ή περισσότερους από τους επικουρικούς ελέγχους, οπότε ο κίνδυνος ζημιών για το ΕΓΤΠΕ είναι πιο περιορισμένος και η παράβαση λιγότερο σοβαρή.

9        Το έγγραφο VI/5330/97 προβλέπει τη δυνατότητα εφαρμογής συντελεστή διορθώσεως υψηλότερου του 25 % ή την απόρριψη της αιτήσεως για το σύνολο των δαπανών, οσάκις οι ελλείψεις είναι τόσο σοβαρές ώστε είναι απολύτως αδύνατο να εφαρμοσθούν οι συνήθεις κανόνες, οπότε το σύνολο των πληρωμών έχει καταστεί παράτυπο.

 Ιστορικό της διαφοράς

10      Με την απόφαση 2004/561/ΕΚ, της 16ης Ιουλίου 2004, για αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) (ΕΕ L 250, σ. 21, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή απέκλεισε από την κοινοτική χρηματοδότηση, όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία, στους τομείς των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά (ροδάκινα και τομάτες) και των πριμοδοτήσεων ζώων, ποσό 41 105 403, 25 ευρώ για τα οικονομικά έτη 1999 έως 2003.

11      Οι συγκεκριμένοι λόγοι για τις δημοσιονομικές διορθώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή συνοψίστηκαν στη συνοπτική έκθεση AGRI-61701-2004, της 2ας Απριλίου 2004, σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων για την εκκαθάριση λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70 και του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τα οπωροκηπευτικά και τις κτηνοτροφικές πριμοδοτήσεις.

12      Η υπό κρίση προσφυγή αφορά τρία είδη διορθώσεων:

–        διόρθωση ποσού 13 666 570,48 ευρώ στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα ροδάκινα, διότι, αφενός, δεν τηρήθηκε η ελάχιστη τιμή λόγω της γενικής συμφωνίας μεταξύ παραγωγών και μεταποιητών για την περίοδο εμπορίας 2000/2001 (άρνηση χρηματοδοτήσεως του συνόλου της δαπάνης των 13 179 419,96 ευρώ) και, αφετέρου, δεν τηρήθηκε η ελάχιστη τιμή λόγω της μη αποδόσεως ολόκληρου του κόστους μεταφοράς για το οικονομικό έτος 2000 (κατ’ αποκοπήν διόρθωση ποσοστού 2 %)·

–        διόρθωση ποσού 11 327 825,25 ευρώ, στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τις ντομάτες, λόγω του ότι οι ενισχύσεις καταβλήθηκαν κατευθείαν στις οργανώσεις των παραγωγών ντομάτας και όχι στους μεταποιητές, δεν υπήρχαν αποδείξεις για την καταβολή της ελάχιστης τιμής στους παραγωγούς και, τέλος, διαπιστώθηκαν διάφορες παρατυπίες ως προς την παραγωγή έτοιμων σαλτσών, για τα οικονομικά έτη 1999/2002·

–        διόρθωση ποσού 15 616 929,93 ευρώ στον τομέα των κτηνοτροφικών πριμοδοτήσεων, λόγω της απουσίας ενός βασικού ελέγχου και ελλείψεων στους επιτόπιους ελέγχους (η οποία αναλύεται σε κατ’ αποκοπήν διόρθωση ποσοστού 25 % επί των δαπανών που δηλώθηκαν για τις πριμοδοτήσεις σφαγής όσον αφορά το έτος αιτήσεων 2000, κατ’ αποκοπήν διόρθωση ποσοστού 25 % επί των δαπανών που δηλώθηκαν για τις πριμοδοτήσεις βοοειδών όσον αφορά το έτος αιτήσεων 2001 και, τέλος, αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση της δαπάνης που αντιστοιχούσε στις εκ μέρους των ενώσεων γεωργικών συνεταιρισμών παρακρατήσεις εισφορών, ποσοστού 2,2 % επί των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν στους παραγωγούς για το έτος αιτήσεων 2000).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9 Σεπτεμβρίου 2004, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

14      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

15      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 25ης Σεπτεμβρίου 2007.

16      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Πρωτοδικείο να εξαφανίσει ή, επικουρικώς, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλομένη απόφαση.

17      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της ουσίας

18      Η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά τριών κατηγοριών δημοσιονομικών διορθώσεων τις οποίες πραγματοποίησε η Επιτροπή με την προσβαλλομένη απόφαση, δηλαδή, πρώτον, κατ’ αυτής που αφορούσε την ενίσχυση στην παραγωγή που χορηγήθηκε στους μεταποιητές ροδάκινων, δεύτερον, κατά της αφορώσας την ενίσχυση στην παραγωγή που χορηγήθηκε στους μεταποιητές ντομάτας και, τρίτον, κατ’ αυτής που αφορούσε τις κτηνοτροφικές πριμοδοτήσεις. Προς τούτο, προβάλλει συνολικά οκτώ λόγους ακυρώσεως, τρεις από τους οποίους αφορούν την πρώτη κατηγορία διορθώσεων, δύο τη δεύτερη κατηγορία διορθώσεων, δύο την τρίτη κατηγορία διορθώσεων και ένας τόσο τη δεύτερη όσο και την τρίτη κατηγορία διορθώσεων. Το Πρωτοδικείο θα εξετάσει διαδοχικά τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν κατά των διορθώσεων με βάση τη σειρά των διορθώσεων αυτών.

1.     Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως που αφορά τον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα ροδάκινα

19      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως κατά της διορθώσεως αυτής, αντλούμενους, πρώτον, από εσφαλμένη ερμηνεία των κανονισμών (ΕΚ) 2201/96 του Συμβουλίου, της 28ης Οκτωβρίου 1996, για την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά (ΕΕ L 297, σ. 29), και (ΕΚ) 504/97 της Επιτροπής, της 19ης Μαρτίου 1997, περί καθορισμού των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού 2201/96 του Συμβουλίου όσον αφορά το καθεστώς ενίσχυσης στην παραγωγή στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά (ΕΕ L 78, σ. 14), δεύτερον, από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και, τρίτον, από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

20      Υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να εξετασθούν από κοινού οι λόγοι ακυρώσεως που αντλούνται από εσφαλμένη ερμηνεία των κανονισμών 2201/96 και 504/97 και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 Κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

21      Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 2201/96, όπως ίσχυε κατά την περίοδο εμπορίας 2000/2001:

«1. Εφαρμόζεται καθεστώς ενισχύσεως στην παραγωγή των προϊόντων που εμφαίνονται στο παράρτημα I και λαμβάνονται από οπωροκηπευτικά συγκομισθέντα στην Κοινότητα.

2. Η ενίσχυση στην παραγωγή χορηγείται στον μεταποιητή που κατέβαλε στον παραγωγό, για την πρώτη ύλη, τιμή τουλάχιστον ίση με την ελάχιστη τιμή δυνάμει των συμβάσεων που συνάπτονται, αφενός, από τις οργανώσεις παραγωγών που έχουν αναγνωρισθεί ή έχουν προαναγνωρισθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 2200/96 και, αφετέρου, από τους μεταποιητές.

Ωστόσο, κατά τις πέντε περιόδους εμπορίας που έπονται της έναρξης εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, οι συμβάσεις είναι δυνατόν να συνάπτονται επίσης και μεταξύ μεταποιητών και μεμονωμένων παραγωγών για ποσότητα που δεν υπερβαίνει αντίστοιχα, για καθεμία από τις περιόδους εμπορίας, το 75 %, 65 %, 55 %, 40 % και 25 % της ποσότητας που γεννά δικαίωμα ενισχύσεως στην παραγωγή.

Οι προαναφερθείσες οργανώσεις παραγωγών εφαρμόζουν το παρόν άρθρο στους κατόχους εκμετάλλευσης που δεν έχουν ενταχθεί σε κανέναν από τους συλλογικούς φορείς που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) 2200/96, οι οποίοι δεσμεύονται να θέσουν σε εμπορία μέσω αυτών το σύνολο της παραγωγής τους που προορίζεται για την παρασκευή των προϊόντων που αναφέρονται στο παράρτημα I και συμμετέχουν στις συνολικές δαπάνες διαχείρισης του εν λόγω καθεστώτος, τις οποίες [πραγματοποιεί] η οργάνωση.

Οι συμβάσεις πρέπει να υπογράφονται πριν την έναρξη της περιόδου εμπορίας.»

22      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 504/97:

«Οι συμβάσεις μεταποίησης περιλαμβάνουν κυρίως:

[…]

γ)      τις ποσότητες των πρώτων υλών.

Στην περίπτωση της τομάτας, οι ποσότητες αυτές κατανέμονται ανάλογα με τα τελικά προϊόντα. Στη σύμβαση αναφέρονται επίσης, ανάλογα με την κατανομή, οι ποσότητες που τελούν εκτός ποσόστωσης και για τις οποίες τηρείται η ελάχιστη τιμή·

δ)      το χρονοδιάγραμμα των παραδόσεων στο μεταποιητή·

ε)      την τιμή που καταβάλλεται στον συμβαλλόμενο για την πρώτη ύλη, εκτός κυρίως των δαπανών που αφορούν τη συσκευασία, τη φόρτωση, τη μεταφορά, την εκφόρτωση και την πληρωμή των φορολογικών επιβαρύνσεων που ενδεχομένως αναφέρονται ξεχωριστά.

Η τιμή δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη από την ελάχιστη τιμή που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού […] 2201/96.»

23      Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 1237/2000 της Επιτροπής, της 14ης Ιουνίου 2000, για καθορισμό, για την περίοδο 2000/2001, της ελάχιστης τιμής που καταβάλλεται στους παραγωγούς για τα ροδάκινα, και περί του ποσού της ενίσχυσης στην παραγωγή για τα διατηρημένα ροδάκινα σε σιρόπι ή/και σε φυσικό χυμό φρούτων (ΕΕ L 141, σ. 8):

«Για την περίοδο 2000/2001:

α)      η ελάχιστη τιμή που προβλέπεται στο άρθρο 3 του κανονισμού […] 2201/96 ανέρχεται σε 28,368 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους, παραδοτέα στην εκμετάλλευση του παραγωγού, για τα ροδάκινα που προορίζονται για παρασκευή ροδάκινων σε σιρόπι ή/και σε φυσικό χυμό φρούτων·

β)      η ενίσχυση στην παραγωγή που προβλέπεται στο άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού ανέρχεται σε 4,134 ευρώ ανά 100 χιλιόγραμμα καθαρού βάρους, για τα ροδάκινα σε σιρόπι ή/και σε φυσικό χυμό φρούτων.»

 Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από εσφαλμένη ερμηνεία των κανονισμών 2201/96 και 504/97 και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

24      Η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά του πρώτου μέρους της διορθώσεως, το οποίο επιβλήθηκε με την αιτιολογία ότι δεν τηρήθηκε η ελάχιστη τιμή λόγω της γενικής συμφωνίας μεταξύ παραγωγών και μεταποιητών ροδάκινων για την περίοδο εμπορίας 2000/2001. Αυτή η γενική συμφωνία προέβλεπε ότι, προκειμένου οι μεταποιητές να απορροφήσουν ποσότητα 240 000 τόνων προϊόντος και να καταβάλουν την ελάχιστη τιμή που επιβάλλουν οι κανονισμοί 2201/96 και 1237/2000 για την ποσότητα αυτή, οι παραγωγοί όφειλαν να παραδώσουν 60 000 τόνους επιπλέον έναντι χαμηλότερης τιμής ή και δωρεάν.

25      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι οι κανονισμοί 2201/96 και 1237/2000 δεν επιβάλλουν την υπαγωγή του συνόλου της παραγωγής στο σύστημα ενισχύσεως, δεν αντιβαίνει στους κανονισμούς αυτούς η ελεύθερη διαπραγμάτευση μεταξύ παραγωγών και μεταποιητών για ορισμένη ποσότητα, η οποία δεν εμπίπτει ως εκ τούτου στο κοινοτικό σύστημα ενισχύσεως. Έτσι, οι παραγωγοί και οι μεταποιητές μπορούν να διαθέσουν κατά το δοκούν τις παραγόμενες ποσότητες.

26      Ακόμη και αν η συναφθείσα συμφωνία συνιστούσε καταστρατήγηση των κοινοτικών διατάξεων, έστω και «νομότυπη» από τυπικής απόψεως, επιβάλλεται η τροποποίηση του συστήματος, όχι όμως και η επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων εις βάρος ενός κράτους μέλους το οποίο δεν μπορεί να ελέγξει τέτοιου είδους συμφωνίες και το οποίο οφείλει μόνο να μεριμνά για την αυστηρή τήρηση της υποχρεώσεως των μεταποιητών να καταβάλλουν την ελάχιστη τιμή για τις προβλεπόμενες από την κανονιστική ρύθμιση ποσότητες.

27      Τέλος, η συμφωνία παρέσχε στους παραγωγούς τη δυνατότητα να επωφεληθούν από αυτή για το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους, παρά την υπερπαραγωγή που επικρατεί στην αγορά, πράγμα που είναι σύμφωνο με τους στόχους της κοινοτικής νομοθεσίας.

28      Κατά συνέπεια, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η διόρθωση αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι αφορά το σύνολο των δαπανών, ενώ μικρό μόνο μέρος της παραγωγής παραδόθηκε στους μεταποιητές εκτός του κοινοτικού συστήματος.

29      Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το δικαίωμα διαπραγματεύσεως μεταξύ μεταποιητών και παραγωγών όσον αφορά την παράδοση ποσοτήτων ροδάκινων που δεν υπάγονται στο σύστημα ενισχύσεως του κανονισμού 2201/96. Ωστόσο, ισχυρίζεται ότι ο ταυτόχρονος καθορισμός των ποσοτήτων που θα πωλούνταν στην ελάχιστη τιμή και εκείνων που θα πωλούνταν σε πολύ χαμηλότερη τιμή με την ίδια διεπαγγελματική συμφωνία δείχνει ότι προϋπόθεση για την καταβολή της ελάχιστης τιμής για την πρώτη από τις ποσότητες αυτές ήταν η παράδοση των υπολοίπων ποσοτήτων σε χαμηλότερη τιμή, πράγμα που συνεπάγεται στην πραγματικότητα την καταβολή τιμής χαμηλότερης από την ελάχιστη για το σύνολο της ποσότητας, δηλαδή τόσο για την ποσότητα που η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ως υπαγόμενη στις διατάξεις του κανονισμού 2201/96 όσο και για τη λοιπή ποσότητα. Αυτό συνιστά πρόδηλη παράβαση των κανονισμών 2201/96 και 1237/2000 και είναι αντίθετο προς τους στόχους τους.

30      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι το σύνολο της παραγωγής παραδόθηκε στην πραγματικότητα έναντι τιμής χαμηλότερης της ελάχιστης, η διόρθωση που αφορά το σύνολο των δαπανών δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

31      Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ παραγωγών και μεταποιητών ροδάκινων, προβλέπουσας συγχρόνως την παράδοση ορισμένης ποσότητας ροδάκινων έναντι της ελάχιστης τιμής και την παράδοση μιας άλλης ποσότητας ροδάκινων έναντι χαμηλότερης τιμής ή και δωρεάν. Ομοίως, οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το ότι οι κανονισμοί 2201/96 και 1237/2000 δεν επιβάλλουν να υποβληθεί ολόκληρη η παραγωγή στο σύστημα ενισχύσεως.

32      Ωστόσο, δεν μπορεί να συναχθεί εντεύθεν, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, ότι πρέπει να διαιρεθούν οι ποσότητες ροδάκινων τις οποίες αφορά η συμφωνία και να αντιμετωπισθούν κατά τρόπο ανεξάρτητο οι ποσότητες που παραδίδονται σύμφωνα με την κοινοτική ρύθμιση και οι ποσότητες που παραδίδονται εκτός κοινοτικής ρυθμίσεως. Πράγματι, από την εξέταση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως προκύπτει ότι οι ποσότητες αυτές καθορίστηκαν στο πλαίσιο της ίδιας μιας και μοναδικής συμφωνίας και ότι η παράδοση ορισμένης ποσότητας έναντι της ελάχιστης τιμής είχε ως προϋπόθεση την παράδοση άλλης ποσότητας σε χαμηλότερη τιμή. Το γεγονός ότι η πρώτη από τις παραδόσεις αυτές έχει ως προϋπόθεση τη δεύτερη συνεπάγεται ότι πρόκειται, όπως ορθώς θεώρησε η Επιτροπή, για μία και μοναδική ποσότητα παραδοθείσα έναντι τιμής χαμηλότερης από την ελάχιστη.

33      Πράγματι, μια τέτοια συμφωνία, κατά την οποία οι παραγωγοί υποχρεούνται να παραδίδουν στους μεταποιητές, εκτός των ποσοτήτων που τυγχάνουν της ελάχιστης τιμής, επιπλέον ποσότητες σε πολύ χαμηλή τιμή ή ακόμη και χωρίς αντιπαροχή, καταλήγει εν τέλει στην εξαίρεση όλων των παραδιδομένων ποσοτήτων από την υποχρέωση καταβολής της ελάχιστης τιμής του κανονισμού 2201/96. Έτσι, ορθώς θεώρησε η Επιτροπή ότι το σύνολο των ποσοτήτων τις οποίες αφορούσε η διαπραγμάτευση υποβλήθηκε σε διαπραγμάτευση εκτός του κοινοτικού συστήματος ενισχύσεως, διότι η τιμή του ήταν χαμηλότερη από την ελάχιστη.

34      Συναφώς, το αν η Ελληνική Δημοκρατία είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη και το περιεχόμενο της συμφωνίας και αν ήταν σε θέση να επέμβει για να εμποδίσει τη σύναψη της συμφωνίας αυτής δεν ασκεί επιρροή. Πράγματι, εκτός του ότι η Επιτροπή αναφέρθηκε σε πλείονα έγγραφα από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν ήταν δυνατό να αγνοεί την ύπαρξη της συμφωνίας ούτε το περιεχόμενό της, από τη νομολογία προκύπτει ότι κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να διασφαλίζει την ολοσχερή καταβολή των ενισχύσεων που χορηγούνται στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ και να βεβαιώνεται ότι έχει τηρηθεί η κοινοτική ρύθμιση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 2005, C-387/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στην Συλλογή, σκέψη 136).

35      Το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι, σε μια αγορά σε κατάσταση υπερπαραγωγής, η συμφωνία παρέσχε στους παραγωγούς τη δυνατότητα να τύχουν της ελάχιστης τιμής για το κύριο μέρος της παραγωγής τους, πράγμα που δεν θα ήταν δυνατόν εκτός του κοινοτικού συστήματος ενισχύσεως, και έτσι ήταν σύμφωνη προς τους σκοπούς της κοινοτικής ρυθμίσεως δεν είναι ίσως παντελώς ουσία αβάσιμο, είναι όμως νομικώς αλυσιτελές.

36      Πράγματι, κατά παγία νομολογία, το ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί μόνον τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών. Συνεπώς, τα κράτη μέλη επιβαρύνονται με όλα τα άλλα ποσά που κακώς οι εθνικές αρχές θεώρησαν ότι τους επιτρεπόταν να καταβάλουν στο πλαίσιο της εν λόγω κοινής οργανώσεως. Η Επιτροπή δεν διαθέτει συναφώς κανένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την αποδοχή ή την απόρριψη αιτήσεως κοινοτικής χρηματοδοτήσεως για μια δαπάνη, ακόμα και στην περίπτωση όπου οι ασυμβίβαστες με το κοινοτικό δίκαιο εθνικές πρακτικές συνεπάγονται ευνοϊκά αποτελέσματα όσον αφορά τα ποσά που εγγράφονται σε άλλες θέσεις του προϋπολογισμού του ΕΓΤΠΕ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1988, 347/85, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 1749, σκέψεις 52 και 53, και της 18ης Απριλίου 2002, C-332/00, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-3609, σκέψεις 44 και 45).

37      Σκοπός της διαδικασίας εκκαθαρίσεως λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ είναι να ελεγχθεί αν οι επιστροφές και οι παρεμβάσεις πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες και να διασφαλισθούν κατά τον τρόπο αυτόν οι ίδιες συνθήκες ανταγωνισμού για τους επιχειρηματίες. Ο σκοπός αυτός θα διακυβευόταν αν η Επιτροπή μπορούσε, αφού έχει διαπιστώσει το παράνομο μιας εθνικής πρακτικής, να επικαλεσθεί ένα περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να δεχθεί ή να απορρίψει την αίτηση κοινοτικής χρηματοδοτήσεως της σχετικής δαπάνης, αναλόγως των περισσότερο ή λιγότερο σοβαρών αποτελεσμάτων της, από χρηματοοικονομικής απόψεως, για το ΕΓΤΠΕ. Έτσι, η εσφαλμένη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου εμποδίζει τη χρηματοδότηση από το ΕΓΤΠΕ, ακόμη και αν επιτυγχάνεται ο σκοπός που επιδιώκει η διάταξη (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 11/76, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 1979/Ι, σ. 93, σκέψεις 18 έως 21, και 18/76, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 151, σκέψεις 36 και 37).

38      Επομένως, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η συναφθείσα μεταξύ παραγωγών και μεταποιητών ροδάκινων συμφωνία κατέστησε δυνατή την επίτευξη των σκοπών της κοινοτικής ρυθμίσεως, παρά τις δυσμενείς συνθήκες της αγοράς και την υπερπαραγωγή, η Επιτροπή δεν μπορούσε να δεχθεί τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες, δεδομένου ότι η ισχύουσα κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών κοινοτική ρύθμιση δεν είχε τηρηθεί.

39      Έτσι, η άρνηση χρηματοδοτήσεως του συνόλου της δαπάνης δεν μπορεί, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, να συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, Η Επιτροπή δεν διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως για την απόρριψη της αιτήσεως κοινοτικής χρηματοδοτήσεως μιας δαπάνης, εφόσον η σχετική παρέμβαση δεν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις στο πλαίσιο της οικείας κοινής οργανώσεως των αγορών. Η άρνηση χρηματοδοτήσεως του συνόλου της δαπάνης σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι το σύνολο των παραδόσεων ροδάκινων είχε πραγματοποιηθεί εκτός του κοινοτικού συστήματος, διότι δεν ήταν σύμφωνη με τα προβλεπόμενα περί ελάχιστης τιμής, δεν μπορεί να συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα υπόθεση Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψεις 44 έως 47).

40      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι η παράβαση των κοινοτικών κανόνων αφορούσε το σύνολο των δαπανών του τομέα και, επιβάλλοντας για τον λόγο αυτόν δημοσιονομική διόρθωση στο σύνολο των ως άνω δαπανών, δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει στον εν λόγω τομέα.

41      Επομένως, οι λόγοι ακυρώσεως που αντλούνται από εσφαλμένη ερμηνεία των κανονισμών 2201/96 και 504/97 και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που αφορούν τις μεταφορικές δαπάνες

 Επιχειρήματα των διαδίκων

42      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή κατέληξε ότι οι μεταποιητές δεν κατέβαλαν στους παραγωγούς το σύνολο των δαπανών μεταφοράς των ροδάκινων, αντιθέτως προς όσα επιτάσσουν το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 504/97 και το άρθρο 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1237/2000. Υποστηρίζει ότι οι μεταποιητικές βιομηχανίες κατέβαλαν το σύνολο των μεταφορικών δαπανών βάσει κατ’ αποκοπήν ποσού που ορίστηκε με κοινή υπουργική απόφαση.

43      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι όροι της συμφωνίας μεταξύ παραγωγών και μεταποιητών προέβλεπαν την εκ μέρους των μεταποιητών καταβολή μόλις του 50 % των δαπανών μεταφοράς και ότι, κατά συνέπεια, η Ελληνική Δημοκρατία όφειλε να αποδείξει ότι οι μεταποιητές είχαν πράγματι καταβάλει το σύνολο των μεταφορικών δαπανών, πράγμα το οποίο δεν μπορούσε να εξακριβωθεί με βάση τους πίνακες που διαβίβασε η Ελληνική Δημοκρατία. Το ποσό των μεταφορικών δαπανών που οι μεταποιητές έπρεπε να καταβάλουν στους παραγωγούς σύμφωνα με την υπουργική απόφαση που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία δεν καλύπτει όλες τις μεταφορικές δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν οι παραγωγοί.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

44      Κατά παγία νομολογία, στην Επιτροπή εναπόκειται, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, όχι να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό τον ανεπαρκή χαρακτήρα των διενεργηθέντων από τις εθνικές αρχές ελέγχων ή την αντικανονικότητα των διαβιβασθέντων απ’ αυτές αριθμητικών στοιχείων, αλλά να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που έχει όσον αφορά αυτούς τους ελέγχους ή αυτά τα αριθμητικά στοιχεία. Αυτός ο μετριασμός όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής υποχρέωση αποδείξεως εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι αυτό που μπορεί καλύτερα να συλλέξει και να ελέγξει τα αναγκαία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ δεδομένα και στο οποίο εναπόκειται, κατά συνέπεια, να προσκομίσει τις πλέον λεπτομερείς και πλήρεις αποδείξεις για το υποστατό των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων του και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των ισχυρισμών της Επιτροπής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 2001, C-247/98, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-1, σκέψεις 7 έως 9, της 6ης Μαρτίου 2001, C-278/98, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-1501, σκέψεις 39 έως 41, και της 19ης Ιουνίου 2003, C-329/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-6103, σκέψη 68).

45      Έτσι, εν προκειμένω, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Ελληνική Δημοκρατία απέδειξε την ανακρίβεια των εκτιμήσεων της Επιτροπής ή την έλλειψη κινδύνου ζημίας ή παρατυπίας για το ΕΓΤΠΕ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C-318/02, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 36), βάσει της εφαρμογής αξιόπιστου και αποτελεσματικού συστήματος (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C-300/02, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-1341, σκέψη 95).

46      Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι οι όροι της συμφωνίας μεταξύ παραγωγών και μεταποιητών προέβλεπαν την εκ μέρους των μεταποιητών καταβολή μόλις του 50 % των δαπανών μεταφοράς. Επιπλέον, από το ένα και μοναδικό έγγραφο στο οποίο αναφέρθηκε η Ελληνική Δημοκρατία όσον αφορά τις μεταφορικές δαπάνες, δηλαδή από την κοινή υπουργική απόφαση, δεν προκύπτει ότι οι μεταποιητές πράγματι κατέβαλαν τις μεταφορικές δαπάνες, περιλαμβανομένων των δαπανών φορτώσεως και εκφορτώσεως, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 504/97. Πράγματι, το σημείο 5 αυτής της κοινής υπουργικής αποφάσεως αναφέρει ότι «[τ]α κόμιστρα, όπως καθορίζονται στο σύνολό τους με την απόφαση αυτή, αφορούν αμιγώς τη μεταφορά και δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτά έξοδα φόρτωσης, εκφόρτωσης, συσκευασίας, αποθήκευσης, περισυλλογής, φύλαξης (ασφάλειας εμπορεύματος κ.λπ.)». Συνεπώς, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει απόδειξη της καταβολής του συνόλου των μεταφορικών δαπανών εκ μέρους των μεταποιητών.

47      Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται επίσης ότι απέδειξε στην Επιτροπή, μέσω πινάκων, ότι οι παραγωγοί δεν κατέβαλαν καμία μεταφορική δαπάνη. Ωστόσο, δεν προσκόμισε τους πίνακες αυτούς ενώπιον του Πρωτοδικείου. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να ανατρέψει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής χωρίς να στηρίξει τους ισχυρισμούς της με στοιχεία αποδεικνύοντα την καταβολή του συνόλου των μεταφορικών δαπανών εκ μέρους των μεταποιητών (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 34 έως 36, και της 7ης Ιουλίου 2005, C-5/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-5925, σκέψη 62).

48      Έτσι, δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατόρθωσε να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής με στοιχεία αποδεικνύοντα την καταβολή του συνόλου των μεταφορικών δαπανών εκ μέρους των μεταποιητών, θεωρείται ότι έχει αποδειχθεί η μη καταβολή του συνόλου των μεταφορικών δαπανών στους παραγωγούς.

49      Επομένως, το σύνολο των αιτιάσεων κατά των δημοσιονομικών διορθώσεων που αφορούν τη χορηγηθείσα στους παραγωγούς ροδάκινων ενίσχυση στην παραγωγή πρέπει να απορριφθεί.

2.     Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως που αφορά τον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τις ντομάτες

50      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως κατά της διορθώσεως αυτής, αντλούμενους, πρώτον, από τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, δεύτερον, από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και τέλος, τρίτον, από υπέρβαση της ratione temporis αρμοδιότητας της Επιτροπής.

 Κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

51      Οι γενικές διατάξεις των κανονισμών 2201/96 και 504/97 περί της κοινής οργανώσεως των αγορών στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά έχουν εφαρμογή και ως προς τις ντομάτες (βλ. σκέψεις 21 και 22 ανωτέρω).

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

52      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι ο οργανισμός πληρωμής κατέβαλε ορισμένα ποσά ενισχύσεως κατευθείαν στους παραγωγούς και όχι στους μεταποιητές, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/96, οφείλεται σε εξαιρετικές περιστάσεις, δηλαδή στις σοβαρές ταμειακές δυσχέρειες και στις πτωχεύσεις ορισμένων μεταποιητικών επιχειρήσεων. Οι αρμόδιες ελληνικές αρχές κατέβαλαν κατευθείαν την ενίσχυση στους παραγωγούς, εξασφαλίζοντας έτσι ότι η ενίσχυση θα περιερχόταν σ’ αυτούς και δεν θα καθίστατο μέρος της πτωχευτικής περιουσίας που θα ανήκε στους δανειστές, συμμορφούμενες έτσι προς τους σκοπούς της Συνθήκης και του κανονισμού 2201/96, που αποβλέπει στην ενίσχυση των παραγωγών και όχι των μεταποιητών. Κατά τον τρόπο αυτόν, οι ελληνικές αρχές κάλυψαν το κενό του κανονισμού 2201/96, η δε εξέλιξη της κοινοτικής νομοθεσίας προς την ίδια κατεύθυνση [κανονισμός (ΕΚ) 449/2001 της Επιτροπής, της 2ας Μαρτίου 2001, σχετικά με λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2201/96 του Συμβουλίου όσον αφορά το καθεστώς ενίσχυσης στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά (ΕΕ L 64, σ. 16)] εμφαίνει το βάσιμο της ερμηνείας αυτής, η οποία είναι σύμφωνη με τους σκοπούς των οικείων κοινοτικών διατάξεων και δεν προκαλεί οικονομική ζημία στο ΕΓΤΠΕ.

53      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 2201/96 προβλέπει ρητώς ότι δικαιούχοι της ενισχύσεως είναι οι μεταποιητές και όχι οι παραγωγοί ούτε οι οργανώσεις παραγωγών, πράγμα το οποίο απορρέει από τον καθαυτό σκοπό του κανονισμού. Κατά συνέπεια, η καταβολή της ενισχύσεως κατευθείαν στις οργανώσεις παραγωγών πραγματοποιείται εκτός του συστήματος που προβλέπει η κοινή οργάνωση των αγορών και συνιστά δαπάνη που δεν είναι σύμφωνη με την κανονιστική ρύθμιση που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, οπότε η Επιτροπή δεν μπορούσε να λάβει υπόψη της τις οικονομικές δυσχέρειες των μεταποιητικών επιχειρήσεων τις οποίες επικαλέστηκε η Ελληνική Δημοκρατία ως εξαιρετικές περιστάσεις. Κατά την Επιτροπή, σε περίπτωση μη εισπράξεως της ελάχιστης τιμής από τους παραγωγούς, εναπέκειτο στις ελληνικές αρχές να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, με βάση το εθνικό τους δίκαιο και σύστημα, ώστε να εξασφαλίσουν τη χορήγηση αποζημιώσεως στους παραγωγούς οι οποίοι, μολονότι παρέδωσαν ορισμένη ποσότητα ντομάτας στους μεταποιητές, δεν έλαβαν την ελάχιστη τιμή.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

54      Υπενθυμίζεται ότι, κατά παγία νομολογία, το ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί μόνον τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, όπως εξέθεσε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 36 ανωτέρω (βλ. απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 32 και την παρατιθέμενη νομολογία).

55      Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η καταβολή παράνομης ενισχύσεως δεν μπορεί να συνεπάγεται ζημία για το ΕΓΤΠΕ: κάθε παρανόμως καταβληθείσα ενίσχυση συνιστά υπέρ το δέον καταβληθέν ποσό και, συνεπώς, ζημία για το ΕΓΤΠΕ. Τα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού 729/70 επιτρέπουν στην Επιτροπή να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ μόνο με τα ποσά που καταβάλλονται σύμφωνα με τους κανόνες που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, ενώ τα κράτη μέλη επιβαρύνονται με κάθε άλλο καταβληθέν ποσό. Η Επιτροπή δεν διαθέτει συναφώς κανένα περιθώριο εκτιμήσεως, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου οι ασυμβίβαστες με το κοινοτικό δίκαιο εθνικές πρακτικές συνεπάγονται ευνοϊκά αποτελέσματα όσον αφορά τα ποσά που εγγράφονται σε άλλες θέσεις του προϋπολογισμού του ΕΓΤΠΕ.

56      Πράγματι, ο σκοπός της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ θα διακυβευόταν αν η Επιτροπή μπορούσε, μετά τη διαπίστωση του παράτυπου χαρακτήρα μιας εθνικής πρακτικής, να κάνει χρήση ενός περιθωρίου εκτιμήσεως ώστε να δεχθεί ή να απορρίψει την κοινοτική χρηματοδότηση, αναλόγως των περισσότερο ή λιγότερο επαχθών οικονομικώς αποτελεσμάτων της για το ΕΓΤΠΕ (απόφαση της 18ης Απριλίου 2002, Βέλγιο κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 46).

57      Καμία διάταξη της ισχύουσας κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών κανονιστικής ρυθμίσεως που αφορά τη χορηγηθείσα στους μεταποιητές ντομάτας ενίσχυση στην παραγωγή δεν επέτρεπε την πληρωμή στους παραγωγούς αν ο μεταποιητής είχε παραλάβει το προϊόν χωρίς ωστόσο να καταβάλει την ελάχιστη τιμή στον παραγωγό. Συναφώς, υπογραμμίζεται, αφενός, ότι η ενίσχυση στην παραγωγή δεν προοριζόταν για τους παραγωγούς (ως τμήμα της ελάχιστης τιμής) και, αφετέρου, ότι οι μεταποιητές δεν ενεργούσαν ως ενδιάμεσοι μεταξύ του οργανισμού παρεμβάσεως και των παραγωγών. Πράγματι, η βάση του υπολογισμού της ενισχύσεως στην παραγωγή είναι διαφορετική από εκείνη του υπολογισμού της ελάχιστης τιμής. Πιο συγκεκριμένα, ενώ η τελευταία υπολογίζεται βάσει του καθαρού βάρους του προοριζομένου για μεταποίηση προϊόντος (πρώτης ύλης), η ενίσχυση στην παραγωγή υπολογίζεται βάσει του βάρους του μεταποιημένου προϊόντος. Έτσι, η ενίσχυση στην παραγωγή συνιστά απλώς κίνητρο για τους μεταποιητές προκειμένου να αγοράζουν προϊόν συλλεγέν εντός της Κοινότητας αντί αυτού που κατάγεται από τις τρίτες χώρες. Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία, το ποσό της ενισχύσεως στην παραγωγή, σαφώς χαμηλότερο από την ελάχιστη τιμή, δεν έχει ως αποτέλεσμα την εξασφάλιση στους παραγωγούς αποδεκτού επιπέδου εισοδήματος, λειτουργία επιφυλασσόμενη στην ελάχιστη τιμή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Ιουνίου 2006, T-251/04, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 101).

58      Το επιχείρημα κατά το οποίο οι ελληνικές αρχές και στη συνέχεια ο κανονισμός 449/2001 κάλυψαν το κενό του κανονισμού 2201/96, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοικήσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

59      Πράγματι, ο κανονισμός 2201/96 θέσπισε ένα σύστημα ενισχύσεως στην παραγωγή το οποίο είχε δύο σκέλη, το ένα συνίστατο στη θέσπιση ελάχιστης τιμής υπέρ των παραγωγών, την οποία κατέβαλλαν οι μεταποιητές για να αγοράσουν την πρώτη ύλη. Το σύστημα αυτό χρειαζόταν επομένως μια αντισταθμιστική ενίσχυση προς τον μεταποιητή ως αντάλλαγμα για την εκ μέρους του καταβολή της ελάχιστης τιμής στον παραγωγό, πράγμα το οποίο αποτελούσε το δεύτερο σκέλος του συστήματος ενισχύσεως.

60      Ο κανονισμός (ΕΚ) 2699/2000 του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 2000, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕK) 2200/96 για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών, του κανονισμού (ΕΚ) 2201/96 για την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά και του κανονισμού (ΕΚ) 2202/96 περί καθεστώτος ενισχύσεως των παραγωγών ορισμένων εσπεριδοειδών (ΕΕ L 311, σ. 9), κατάργησε, από την περίοδο εμπορίας 2001/2002, το προηγούμενο σύστημα, αντικαθιστώντας το με μία και μοναδική ενίσχυση καταβαλλόμενη κατευθείαν στους παραγωγούς εκ μέρους των εθνικών οργανισμών, χωρίς να προβλέψει ενίσχυση υπέρ του τομέα της μεταποιήσεως, ο οποίος είναι έκτοτε ελεύθερος να διαπραγματεύεται τις τιμές με τους παραγωγούς.

61      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2201/96, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2699/2000, «[μ]ε την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 5, η ενίσχυση καταβάλλεται από τα κράτη μέλη στις οργανώσεις παραγωγών, μετά από αίτησή τους, μόλις οι αρχές ελέγχου του κράτους μέλους στο οποίο έχει πραγματοποιηθεί η μεταποίηση διαπιστώσουν ότι τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο των συμβάσεων έχουν παραδοθεί στη μεταποιητική βιομηχανία».

62      Επομένως, ο κανονισμός 449/2001, προβλέποντας με το άρθρο του 14, παράγραφος 4, ότι η ενίσχυση καταβάλλεται στις οργανώσεις παραγωγών ή στους μεταποιητές, δεν κάλυψε κενό του κανονισμού 2201/96, όπως ίσχυε κατά την περίοδο εμπορίας 2000/2001, αλλά αντικατόπτριζε την τροποποίηση του συστήματος της ενισχύσεως στην παραγωγή (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2006, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 100).

63      Εντεύθεν συνάγεται ότι τα ποσά που κατέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία κατευθείαν στους παραγωγούς πληρώθηκαν σε πρόσωπα που δεν μπορούσαν να θεωρηθούν δικαιούχοι της ενισχύσεως στην παραγωγή, πράγμα το οποίο συνιστά ζημία εις βάρος του ΕΓΤΠΕ.

64      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να συναχθεί ότι ορθώς η Επιτροπή αρνήθηκε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με τις δαπάνες που αντιστοιχούσαν στην ενίσχυση στην παραγωγή η οποία χορηγήθηκε στους μεταποιητές ντομάτας, την οποία κατέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία στους παραγωγούς και όχι στους μεταποιητές, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα κοινοτική ρύθμιση.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

65      Ο λόγος αυτός ακυρώσεως, με τον οποίο η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά της διορθώσεως, ποσοστού 10 % επί των δηλωθεισών πληρωμών, η οποία αφορά την ενίσχυση στην παραγωγή που χορηγήθηκε στους μεταποιητές ντομάτας, έχει τέσσερα σκέλη: το πρώτο σκέλος αφορά την πληρωμή με επιταγή, το δεύτερο την παρακράτηση υπέρ του ΕΛΓΑ (Οργανισμού Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων), το τρίτο τις μεταφορικές δαπάνες και το τέταρτο την παρασκευή έτοιμων σαλτσών.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά την πληρωμή με επιταγή

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

66      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι η καταβολή της ελάχιστης τιμής στους παραγωγούς πραγματοποιήθηκε με τραπεζική επιταγή και όχι με τραπεζικό ή ταχυδρομικό έμβασμα δεν συνιστά νόμιμο λόγο επιβολής διορθώσεως, εφόσον οι παραγωγοί έλαβαν, εν πάση περιπτώσει, στο ακέραιο την ελάχιστη τιμή, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τον κατάλογο των πληρωμών που διαβιβάστηκε στην Επιτροπή. Υποστηρίζει, επίσης, ότι το γεγονός ότι εμφανίζονται δύο φορές όμοιες υπογραφές για διαφορετικά πρόσωπα οφείλεται σε περιπτώσεις ασθένειας ή ανωτέρας βίας στις οποίες ο αποδέκτης χρειάστηκε να εξουσιοδοτήσει κάποιο άλλο πρόσωπο. Οι ελληνικές αρχές δεν έλαβαν καμία σχετική καταγγελία και πραγματοποίησαν συστηματικούς ελέγχους από τους οποίους προκύπτει ότι δεν σημειώθηκε καμία παρατυπία.

67      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι πληρωμές που πραγματοποίησαν οι βιομηχανίες και οι οργανώσεις παραγωγών προς τους μεμονωμένους παραγωγούς δεν πραγματοποιήθηκαν, κατά γενικό κανόνα, σε τραπεζικό λογαριασμό ή με ταχυδρομικό έμβασμα, αλλά με τραπεζικές επιταγές, αντιθέτως προς τον τρόπο πληρωμής που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 504/97. Λόγω της πρακτικής αυτής, οι παραγωγοί διέτρεχαν τον κίνδυνο να μην εισπράξουν στο ακέραιο την ελάχιστη τιμή. Οι μόνες αποδείξεις που είχε η Επιτροπή για την πραγματική παραλαβή των επιταγών ήσαν κατάλογοι των πληρωμών ανά εκδοθείσα από την οργάνωση παραγωγών επιταγή. Οι κατάλογοι αυτοί, όμως, δεν διασφαλίζουν την εκ μέρους των οργανώσεων παραγωγών καταβολή στο ακέραιο της ελάχιστης τιμής στους παραγωγούς, πράγμα που αποδεικνύεται από το ότι, επανειλημμένως, μία και η αυτή υπογραφή εμφανιζόταν για διαφορετικούς παραγωγούς. Η Επιτροπή αμφισβητεί το επιχείρημα των ελληνικών αρχών ότι οι διπλές υπογραφές εξηγούνται από την υποβολή εξουσιοδοτήσεων για την παραλαβή της επιταγής, καθότι κανένα αντίγραφο των εξουσιοδοτήσεων αυτών δεν βρέθηκε συνημμένο σε παράρτημα των καταλόγων που ελέγχθηκαν κατά την αποστολή ελέγχου.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

68      Η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η πληρωμή δεν πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την κοινοτική ρύθμιση και, ειδικότερα, με το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 504/97, το οποίο δεν προβλέπει πληρωμή με επιταγή, αλλά αποκλειστικά και μόνον πληρωμή με έμβασμα. Κατά το έγγραφο VI/5330/97 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), η πληρωμή με έμβασμα θεωρείται ως βασικός έλεγχος.

69      Το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η πληρωμή με επιταγή δεν είχε συνέπειες, διότι η ελάχιστη τιμή καταβλήθηκε σε όλους τους παραγωγούς στους οποίους οφειλόταν και δεν διαπιστώθηκε καμία απάτη, είναι αλυσιτελές, δεδομένου ότι, για να χρηματοδοτηθούν από το ΕΓΤΠΕ, οι πληρωμές πρέπει να είναι σύμφωνες με την κοινοτική ρύθμιση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 32 και την παρατιθέμενη νομολογία).

70      Επιπλέον, ο ισχυρισμός αυτός είναι ουσία αβάσιμος, δεδομένου ότι πολλές φορές εμφανιζόταν η ίδια υπογραφή για πληρωμές που προορίζονταν για διαφορετικά πρόσωπα. Η εξήγηση την οποία παρέσχε η Ελληνική Δημοκρατία, ότι δηλαδή οι υπογραφές αυτές οφείλονται σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας, λόγω των οποίων χρειάστηκε να καταρτισθούν εξουσιοδοτήσεις, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Η παρουσία της ίδιας υπογραφής για την παραλαβή επιταγών με διαφορετικούς αποδέκτες επιβεβαιώνει, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, ότι οι κίνδυνοι απάτης είναι υψηλοί εάν η πληρωμή δεν πραγματοποιείται με έμβασμα.

71      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά την παρακράτηση υπέρ του ΕΛΓΑ

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

72      Η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά της κρίσεως της Επιτροπής ότι είναι αντίθετο προς το άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 504/97, καθώς και προς το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2201/96, το γεγονός ότι, μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2001, οι οργανώσεις παραγωγών δεν κατέβαλλαν στο ακέραιο την ελάχιστη τιμή στους παραγωγούς, δεδομένου ότι εφαρμοζόταν πάντοτε μείωση της τάξεως του 3 % υπέρ του ΕΛΓΑ. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία και, ιδίως, κατά την απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 2003, C-355/00, ΦΡΕΣΚΟΤ (Συλλογή 2003, σ. I-5263), η εισφορά αυτή συνιστά νόμιμη οιονεί φορολογική επιβάρυνση, εφόσον προορίζεται για τη χρηματοδότηση δημόσιου οργανισμού και δεν θίγει τις κοινές οργανώσεις των αγορών και το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Εν πάση περιπτώσει, η παρακράτηση υπέρ του ΕΛΓΑ δεν μειώνει την ελάχιστη τιμή, η οποία καταβάλλεται πάντοτε στο ακέραιο. Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία υπογραμμίζει ότι η εισφορά αυτή καταργήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2001, πράγμα που η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της και να μειώσει τον συντελεστή της επιβληθείσας διορθώσεως από 10 σε 2 %.

73      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2001, οι οργανώσεις παραγωγών δεν κατέβαλλαν στο ακέραιο την ελάχιστη τιμή στους παραγωγούς, καθότι επιβαλλόταν μείωση ύψους 3 % υπέρ του ΕΛΓΑ, πράγμα το οποίο αντιβαίνει στο άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 504/97, καθώς και στο άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2201/96. Η Επιτροπή αμφισβητεί την ερμηνεία που δίδει η Ελληνική Δημοκρατία στην υπόθεση ΦΡΕΣΚΟΤ, παρατηρώντας ότι, σε αντίθεση προς την κοινή οργάνωση των αγορών την οποία αφορούσε η υπόθεση εκείνη, η κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των οπωροκηπευτικών προβλέπει μια σειρά από μηχανισμούς λειτουργίας της αγοράς, μεταξύ των οποίων και κανόνες διαμορφώσεως των τιμών, που επιβάλλουν την πληρωμή ελάχιστης τιμής στους παραγωγούς. Εφόσον η εισφορά υπέρ του ΕΛΓΑ αφαιρείται από την ελάχιστη τιμή που προβλέπει το κανονιστικό πλαίσιο για την εν λόγω κοινή οργάνωση των αγορών, θίγει τους σκοπούς και τους στόχους αυτής.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

74      Κατά παγία νομολογία, κάθε κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει την εις το ακέραιο καταβολή των ενισχύσεων που χορηγούνται στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι δεν μπορούν να γίνονται παρακρατήσεις επί των πληρωμών που πραγματοποιούνται ούτε μπορεί να απαιτείται η καταβολή διοικητικών δαπανών σχετικών με τις αιτήσεις, με αποτέλεσμα να μειώνεται το ποσό των ενισχύσεων. Η υποχρέωση αυτή ολοσχερούς καταβολής των ενισχύσεων στους δικαιούχους αποτελεί υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 136, 137 και 141 και την παρατιθέμενη νομολογία).

75      Το διατακτικό της προπαρατεθείσας αποφάσεως ΦΡΕΣΚΟΤ έχει ως εξής:

«Οι περί κοινής γεωργικής πολιτικής διατάξεις της Συνθήκης EK και ο κανονισμός (EOK) 2777/75 του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του κρέατος πουλερικών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EOK) 1235/89 του Συμβουλίου, της 3ης Μαΐου 1989, δεν απαγορεύουν οιονεί φορολογική επιβάρυνση επιβαλλόμενη από κράτος μέλος, όπως μια ειδική ασφαλιστική εισφορά πλήττουσα τις αγορές και τις πωλήσεις εγχωρίων γεωργικών προϊόντων που υπόκεινται στην κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του κρέατος πουλερικών και της οποίας τα έσοδα προορίζονται για τη χρηματοδότηση δημοσίου οργανισμού επιφορτισμένου με την πρόληψη και την αποζημίωση των ζημιών που προξενούνται από φυσικούς κινδύνους στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις του κράτους αυτού.

Οι εν λόγω διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ και ο κανονισμός 2777/75, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1235/89, απαγορεύουν πάντως μια τέτοια οιονεί φορολογική επιβάρυνση αν αυτή είναι ικανή να θίξει τους σκοπούς και τους στόχους της συγκεκριμένης κοινής οργανώσεως των αγορών και, ιδίως, αν πρόκειται πράγματι να παρεμποδίσει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές.»

76      Μολονότι είναι αληθές ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι η εισφορά στον ΕΛΓΑ συνιστά νόμιμη οιονεί φορολογική επιβάρυνση, η οποία αποτελεί μέρος ενός γενικού συστήματος φορολογήσεως, κατέληξε ότι η κοινοτική ρύθμιση μπορεί πάντως να απαγορεύει μια τέτοια οιονεί φορολογική επιβάρυνση, εφόσον αυτή είναι ικανή να θίξει τους σκοπούς και τους στόχους της συγκεκριμένης κοινής οργανώσεως των αγορών. Εν προκειμένω, η οικεία κοινή οργάνωση των αγορών σκοπεί στη διασφάλιση της εκ μέρους των μεταποιητών καταβολής μιας ελάχιστης τιμής στους παραγωγούς. Εφόσον από αυτή την ελάχιστη τιμή αφαιρείται φορολογική επιβάρυνση ποσοστού 3 %, ορθώς η Επιτροπή κρίνει ότι, αντιθέτως προς την προπαρατεθείσα απόφαση ΦΡΕΣΚΟΤ, η εισφορά προς τον ΕΛΓΑ, η οποία έχει ως αποτέλεσμα ότι η τιμή που καταβάλλεται στους παραγωγούς είναι χαμηλότερη από την ελάχιστη τιμή, αντιβαίνει στην κανονιστική διάταξη η οποία σκοπεί στην εκ μέρους των παραγωγών είσπραξη τιμής τουλάχιστον ίσης προς την ελάχιστη τιμή, η οποία δεν πρέπει να περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο ε΄, του κανονισμού 504/97, τις δαπάνες που αφορούν την πληρωμή των φορολογικών επιβαρύνσεων.

77      Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η κατάργηση της παρακρατήσεως υπέρ του ΕΛΓΑ το 2001 δεν ασκεί επιρροή συναφώς, δεδομένου ότι οι εν λόγω διορθώσεις αφορούν τις περιόδους εμπορίας 1999/2000 και 2000/2001 [η τελευταία αυτή περίοδος έληξε στις 15 Δεκεμβρίου 2000, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 702/1999 της Επιτροπής, της 31ης Μαρτίου 1999, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 504/97 (ΕΕ L 89, σ. 26)], ενώ η κατάργηση αυτή δεν είχε αρχίσει ακόμη να ισχύει. Η εν λόγω κατάργηση δεν μπορεί να στηρίξει τη μείωση του εφαρμοζόμενου συντελεστή διορθώσεως. Συναφώς, στο έγγραφο VI/5330/97 αναγράφεται εξάλλου ότι «[τ]ο γεγονός ότι εφαρμόστηκαν διορθωτικά μέτρα αμέσως μετά την αναφορά των ελλείψεων στο κράτος μέλος δεν επηρεάζει το ποσοστό της διόρθωσης».

78      Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά τις μεταφορικές δαπάνες

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

79      Οι διάδικοι παραπέμπουν συναφώς στην επιχειρηματολογία τους που αφορά τις μεταφορικές δαπάνες στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα ροδάκινα.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

80      Όπως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 46 ανωτέρω), το ποσό των μεταφορικών δαπανών που έπρεπε να καταβάλλουν οι μεταποιητές στους παραγωγούς, σύμφωνα με την υπουργική απόφαση την οποία επικαλέστηκε η Ελληνική Δημοκρατία, δεν κάλυπτε όλες τις μεταφορικές δαπάνες, δεδομένου ότι αφορούσε τις μεταφορικές δαπάνες υπό στενή έννοια και όχι τις δαπάνες φορτώσεως, εκφορτώσεως κ.λπ.

81      Η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι οι μεταποιητές είχαν καταβάλει το σύνολο των μεταφορικών δαπανών, σύμφωνα με την κοινοτική ρύθμιση. Δεν προέβαλε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς τούτο, εκτός από την προαναφερθείσα υπουργική απόφαση, η οποία δεν αποδεικνύει την καταβολή του συνόλου των μεταφορικών δαπανών

82      Συνεπώς, η μη καταβολή προς τους παραγωγούς του συνόλου των μεταφορικών δαπανών πρέπει να θεωρηθεί ως αποδειχθείσα.

83      Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του λόγου αυτού ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου σκέλους, το οποίο αφορά τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν κατά την παρασκευή έτοιμων σαλτσών

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

84      Η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά των διαπιστώσεων της Επιτροπής κατά τις οποίες, μέχρι την περίοδο εμπορίας 2000/2001, ακόμη και αν είχαν χορηγηθεί ενισχύσεις για προϊόντα προοριζόμενα για την παραγωγή έτοιμων σαλτσών, οι επίμαχες αιτήσεις χορηγήσεως ενισχύσεως δεν ήσαν σύμφωνες με το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 504/1997, διότι δεν γινόταν διάκριση ως προς τα προϊόντα που προορίζονταν για την παραγωγή έτοιμων σαλτσών ούτε υπήρχαν αποδείξεις για την διενέργεια των ελέγχων που προβλέπει το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 504/1997.

85      Υποστηρίζει ότι μία και μοναδική βιομηχανία, η ΠΡΟΝΤΑΚΤΑ, παρήγε έτοιμες σάλτσες και ότι είχαν τηρηθεί όλες οι προβλεπόμενες στους κανονισμούς διατυπώσεις σχετικά με τις αιτήσεις ενισχύσεως και τους ελέγχους, καθώς και ότι δεν διαπιστώθηκε καμία μη νόμιμη δαπάνη εις βάρος του ΕΓΤΠΕ, όπως προκύπτει από τον φάκελο ελέγχου που διαβιβάστηκε στην Επιτροπή. Επιπλέον, η διόρθωση ποσοστού 10 % είναι δυσανάλογη.

86      Η Επιτροπή θεωρεί ότι, ακόμη και αν οι ενισχύσεις είχαν χορηγηθεί για προϊόντα προοριζόμενα για την παρασκευή έτοιμων σαλτσών, οι σχετικές αιτήσεις χορηγήσεως ενισχύσεως δεν ήσαν σύμφωνες με το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 504/97. Επιπλέον, από την εξέταση του φακέλου ελέγχου που διαβίβασε η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθεί αν είχε πράγματι ανακοινωθεί η σύνθεση των σαλτσών (άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 504/97) ούτε να αποδειχθεί ότι είχαν πραγματοποιηθεί όλοι οι ειδικοί έλεγχοι του άρθρου 15, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 504/97 σε περίπτωση παρασκευής των προϊόντων του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο ρ΄, του ίδιου αυτού κανονισμού. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι, κατά την υπό κρίση περίοδο, ο οργανισμός πληρωμών ΓΕΔΙΔΑΓΕΠ δεν ελάμβανε συστηματικά τους φακέλους των ελέγχων που πραγματοποιούσαν τα εντεταλμένα γραφεία, αντιθέτως προς τα επιτασσόμενα από τον κανονισμό 1663/95. Επίσης, δεν ασκήθηκε καμία εποπτεία επί των ελέγχων που πραγματοποίησαν τα γραφεία αυτά.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

87      Κατά παγία νομολογία, στην Επιτροπή εναπόκειται, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, όχι να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό τον ανεπαρκή χαρακτήρα των διενεργηθέντων από τις εθνικές αρχές ελέγχων ή την αντικανονικότητα των διαβιβασθέντων απ’ αυτές αριθμητικών στοιχείων, αλλά να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που έχει όσον αφορά αυτούς τους ελέγχους ή αυτά τα αριθμητικά στοιχεία. Αυτός ο μετριασμός όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής υποχρέωση αποδείξεως εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι αυτό που μπορεί καλύτερα να συλλέξει και να ελέγξει τα αναγκαία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ δεδομένα και στο οποίο εναπόκειται, κατά συνέπεια, να προσκομίσει τις πλέον λεπτομερείς και πλήρεις αποδείξεις για το υποστατό των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων του και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των ισχυρισμών της Επιτροπής (αποφάσεις της 11ης Ιανουαρίου 2001, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 7 έως 9, της 6ης Μαρτίου 2001, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 39 έως 41, και Ισπανία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 68).

88      Έτσι, εν προκειμένω, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Ελληνική Δημοκρατία απέδειξε την ανακρίβεια των εκτιμήσεων της Επιτροπής ή την έλλειψη κινδύνου ζημίας ή παρατυπίας για το ΕΓΤΠΕ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 36), βάσει της εφαρμογής αξιόπιστου και αποτελεσματικού συστήματος (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 95).

89      Η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε ενώπιον του Πρωτοδικείου ένα φάκελο ελέγχου από τον οποίο ουδόλως προκύπτει ότι οι έλεγχοι τους οποίους επιτάσσει η κοινοτική ρύθμιση έχουν όντως διενεργηθεί. Πράγματι, είναι αδύνατον, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, να διαπιστωθεί βάσει του εγγράφου αυτού αν, επί παραδείγματι, ανακοινώθηκε η σύνθεση των σαλτσών, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 504/97, αν στις αιτήσεις χορηγήσεως ενισχύσεως αναγραφόταν το καθαρό βάρος των πρώτων υλών που χρησιμοποιήθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 504/97, ή να αποδειχθεί ότι όλοι οι ειδικοί έλεγχοι του άρθρου 15, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 504/97 πραγματοποιήθηκαν σε περίπτωση παρασκευής των προϊόντων του άρθρου 1, παράγραφος 2, στοιχείο ρ΄, του εν λόγω κανονισμού.

90      Το γεγονός ότι μία μόνον εταιρία, η εταιρία ΠΡΟΝΤΑΚΤΑ, παρασκεύαζε έτοιμες σάλτσες δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι διενήργησε τους απαιτούμενους από την κοινοτική ρύθμιση ελέγχους.

91      Δεδομένου ότι πρόκειται περί βασικών ελέγχων, όπως προβλέπει το έγγραφο VI/5330/97, η διόρθωση ποσοστού 10 % δεν είναι δυσανάλογη, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων αφορώντων την αποτελεσματικότητα των ελέγχων της Ελληνικής Δημοκρατίας για να κρίνει την επιλεξιμότητα των αιτήσεων και να προλάβει τις παρατυπίες.

92      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατόρθωσε να αποδείξει την ανακρίβεια των εκτιμήσεων της Επιτροπής ως προς τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν κατά την παρασκευή έτοιμων σαλτσών και δεδομένου ότι δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι είχε πραγματοποιήσει τους απαιτούμενους από τη σχετική κοινοτική ρύθμιση ελέγχους, το τέταρτο σκέλος του πέμπτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

93      Έτσι, πρέπει να απορριφθούν όλα τα σκέλη του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από ratione temporis αναρμοδιότητα της Επιτροπής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

94      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 7, πέμπτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1258/99 και του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95, κατά τις οποίες η απόρριψη της αιτήσεως κοινοτικής χρηματοδοτήσεως δεν μπορεί να αφορά δαπάνες προγενέστερες του τελευταίου 24μήνου πριν από τη γραπτή ανακοίνωση εκ μέρους της Επιτροπής των αποτελεσμάτων αυτών των εξακριβώσεων, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει την εκτίμηση των δαπανών που η Επιτροπή προτίθεται να αποκλείσει, προκειμένου το κράτος μέλος να μπορέσει να οργανώσει αποτελεσματικά την άμυνά του. Τονίζει ότι, κατά τη νομολογία (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Ιανουαρίου 2002, C-170/00, Φινλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-1007, και της 13ης Ιουνίου 2002, C-158/00, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-5373, σκέψεις 22 έως 28), η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εξακριβώσεων που δεν περιέχει αξιολόγηση των δαπανών που μπορούν να αποκλειστούν από την κοινοτική χρηματοδότηση δεν πληροί τις επιταγές του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, στον τομέα της μεταποιήσεως της ντομάτας και όσον αφορά την κατευθείαν πληρωμή προς τους παραγωγούς, το έγγραφο που αναφέρει το ποσό των δαπανών που πρέπει να αποκλειστούν είναι αυτό της 24ης Ιουνίου 2003, οπότε μπορούν να αποκλειστούν μόνο δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 24 Ιουνίου 2001.

95      Μολονότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95 τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2245/1999, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η εφαρμοσθείσα διόρθωση είναι παράνομη, διότι, παρόλο που ο τελευταίος ως άνω κανονισμός τέθηκε σε ισχύ μόλις στις 30 Οκτωβρίου 1999, η διόρθωση αυτή αφορά τις δαπάνες από το 1999 έως το 2002. Επιπλέον, ακόμη και αν γινόταν δεκτή η επιχειρηματολογία της Επιτροπής ότι η εκτίμηση της διορθώσεως πρέπει να περιλαμβάνεται μόνο στο τελικό έγγραφο, ισχύει σε κάθε περίπτωση η 24μηνη προθεσμία, η οποία αρχίζει να τρέχει από τη στιγμή που το κράτος λαμβάνει γραπτή ανακοίνωση του τελικού ποσού της σκοπούμενης διορθώσεως.

96      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95 τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2245/1999. Διευκρινίζει ότι, κατόπιν της τροποποιήσεως αυτής και, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 2245/1999, η εκτίμηση του ποσού της διορθώσεως δεν κοινοποιείται πλέον με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του ελέγχου αλλά με το έγγραφο με το οποίο κοινοποιούνται στο κράτος μέλος τα τελικά συμπεράσματα της Επιτροπής. Σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτού, ο κανονισμός 2245/1999 αρχίζει να ισχύει την έβδομη ημέρα από της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και έχει εφαρμογή στο υπό κρίση διάστημα, δεδομένου ότι εφαρμόζεται στις ανακοινώσεις που πραγματοποιούνται από την ημερομηνία αυτή, ήτοι από τις 30 Οκτωβρίου 1999, ανεξάρτητα από τα οικεία οικονομικά έτη. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα αποτελέσματα των εξακριβώσεων κοινοποιήθηκαν με έγγραφο της 14ης Αυγούστου 2001 και η 24μηνη προθεσμία πρέπει να υπολογισθεί από την ημερομηνία αυτή και όχι από τις 24 Ιουνίου 2003, όπως ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

97      Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 729/70 και το άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999 ορίζουν ότι η άρνηση χρηματοδοτήσεως δεν μπορεί να αφορά τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν πριν από τους 24 μήνες που προηγήθηκαν της γραπτής ανακοινώσεως από την Επιτροπή στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος των αποτελεσμάτων των εξακριβώσεων που πραγματοποίησε.

98      Κατά παγία νομολογία, το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70 και το άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999, αφενός, και το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, αφετέρου, αφορούν το ίδιο στάδιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, δηλαδή την αποστολή της πρώτης ανακοινώσεως της Επιτροπής στο κράτος μέλος κατά το πέρας των ελέγχων που πραγματοποίησε. Ως εκ τούτου, το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 διευκρινίζει το περιεχόμενο της γραπτής ανακοινώσεως την οποία αναφέρουν το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70 και το άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999 (αποφάσεις Φινλανδία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 26 και 27, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 23, και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 68).

99      Κατά παγία νομολογία, το 24μηνο διάστημα που προηγείται της ανακοινώσεως του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 αρχίζει μόνον εφόσον το έγγραφο που αποστέλλει η Επιτροπή στο κράτος μέλος πληροί τις από πλευράς περιεχομένου επιταγές που θεσπίζει η διάταξη αυτή (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Φινλανδία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 25 έως 35, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 22 έως 27, και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 67 έως 71).

100    Πριν από την τροποποίησή του με τον κανονισμό 2245/199, το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 προέβλεπε ότι η εν λόγω ανακοίνωση έπρεπε να αναφέρει τα διορθωτικά μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν ώστε να διασφαλιστεί η μελλοντική τήρηση των οικείων κανόνων, καθώς και μια εκτίμηση των δαπανών που η Επιτροπή σκοπεύει να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση, και έπρεπε να παραπέμπει στον κανονισμό 1663/95 (αποφάσεις Φινλανδία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 26, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 23, και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 69).

101    Ωστόσο, η υποχρέωση της Επιτροπής να αναφέρει, στην ανακοίνωση που αποστέλλει στο οικείο κράτος μέλος βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, εκτίμηση των δαπανών που σκοπεύει να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση καταργήθηκε με τον κανονισμό 2245/1999 (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου 2004, C-312/02, Σουηδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-9247, σκέψη 14). Η εκτίμηση αυτή πρέπει πλέον να περιλαμβάνεται στο έγγραφο που αποστέλλεται μετά τον διάλογο, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, όπως έχει τροποποιηθεί.

102    Η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά την οποία, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν πρέπει πλέον να περιλαμβάνει, στην ανακοίνωση δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, την εκτίμηση των αποκλειομένων δαπανών, η 24μηνη προθεσμία πρέπει εν πάση περιπτώσει να υπολογίζεται από τον χρόνο ανακοινώσεως των αποκλειομένων δαπανών, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

103    Υπενθυμίζεται ότι, τόσο κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 729/70 όσο και κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999, η 24μηνη προθεσμία πρέπει να υπολογίζεται αφότου η Επιτροπή ανακοινώσει στο οικείο κράτος μέλος τα αποτελέσματα των εξακριβώσεών της, δηλαδή τα αποτελέσματα των επί τόπου ερευνών, εντός των κρατών μελών, που πραγματοποίησαν οι υπηρεσίες της (απόφαση Φινλανδία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 27).

104    Συνεπώς, οι κανονισμοί 729/70 και 1258/1999 ουδόλως επιβάλλουν στην Επιτροπή να γνωστοποιήσει την εκτίμηση των δαπανών που σκοπεύει να αποκλείσει, προκειμένου να αρχίσει να τρέχει η 24μηνη προθεσμία. Η επιταγή αυτή προβλεπόταν με τον κανονισμό 1663/95 πριν από την τροποποίησή του με τον κανονισμό 2245/1999. Επομένως, η διαδικαστική εγγύηση που παρέχουν, υπό τη μορφή της 24μηνης προθεσμίας, οι προαναφερθείσες διατάξεις των κανονισμών 729/70 και 1258/1999 συνδέεται μόνον προς την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εξακριβώσεων της Επιτροπής και όχι προς την εκτίμηση των δαπανών τις οποίες αυτή σκοπεύει να αποκλείσει. Πράγματι, αυτά τα αποτελέσματα συνιστούν τη βάση κάθε διορθώσεως και πρέπει να ανακοινώνονται στο κράτος μέλος το συντομότερο δυνατόν, προκειμένου να είναι αυτό σε θέση να θεραπεύσει τις διαπιστωθείσες ελλείψεις το ταχύτερο και, κατά συνέπεια, να αποφύγει νέες διορθώσεις στο μέλλον.

105    Επομένως, έστω και αν η εκτίμηση των δαπανών που πρέπει να αποκλειστούν από την κοινοτική χρηματοδότηση γίνεται πλέον με τη δεύτερη ανακοίνωση της Επιτροπής, η οποία αποστέλλεται στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κατά το πέρας του διαλόγου, η προθεσμία των 24 μηνών πρέπει πάντοτε να υπολογίζεται, σύμφωνα με τους κανονισμούς 729/70 και 1258/1999, από τον χρόνο της πρώτης ανακοινώσεως, η οποία εκθέτει τα αποτελέσματα των εξακριβώσεων (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T-243/05, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 43) .

106    Ο κανονισμός 2245/1999, τροποποιώντας το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95, μεταρρύθμισε τη διαδικασία των ανακοινώσεων και των διαλόγων μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής κατά το πέρας έρευνας σχετικής με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ. Επομένως, η ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού αυτού αποτελεί την ημερομηνία από την οποία η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει τους νέους διαδικαστικούς κανόνες. Εξάλλου, αν ο κοινοτικός νομοθέτης είχε την πρόθεση να περιορίσει την εφαρμογή του κανονισμού 2245/1999 μόνο στις δαπάνες που πραγματοποιούνται από ορισμένη ημερομηνία, θα το είχε προβλέψει ρητώς, όπως πιστοποιεί, επί παραδείγματι, το άρθρο 20, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999, το οποίο προβλέπει ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στις δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1ης Ιανουαρίου 2000. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει στην περίπτωση του κανονισμού 2245/1999, ο οποίος, κατά συνέπεια, έχει εφαρμογή σε όλες τις ανακοινώσεις στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή στο πλαίσιο του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95 μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού αυτού, ήτοι μετά τις 30 Οκτωβρίου 1999 (απόφαση της 20ής Ιουνίου 2006, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 182).

107    Συνεπώς, ορθώς η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 2245/1999, δηλαδή η 30ή Οκτωβρίου 1999, είναι η ημερομηνία από την οποία πρέπει να εφαρμόσει τους νέους κανόνες που προβλέπουν ότι η εκτίμηση των δαπανών τις οποίες σκοπεύει να αποκλείσει δεν πρέπει πλέον να περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση την οποία αποστέλλει δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, αλλά πρέπει στο εξής να αναγράφεται στο έγγραφο που αποστέλλεται μετά τον διάλογο (άρθρο 8, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, όπως έχει τροποποιηθεί).

108    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, όσον αφορά τους μεταποιητές ντομάτας, τα αποτελέσματα των εξακριβώσεων όντως κοινοποιήθηκαν, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, με έγγραφο της 14ης Αυγούστου 2001. Το έγγραφο αυτό ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, όπως έχει τροποποιηθεί, και συνεπώς η Επιτροπή δεν παραβίασε τους κανόνες που διέπουν τη ratione temporis αρμοδιότητά της, οι οποίοι ορίζουν ότι ο αποκλεισμός από την κοινοτική χρηματοδότηση μπορεί να αφορά μόνον τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν το πολύ 24 μήνες πριν την αποστολή κειμένου της ανακοινώσεως των αποτελεσμάτων των εξακριβώσεων στη γλώσσα του οικείου κράτους μέλους και έχει εφαρμογή στις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν μέχρι την εφαρμογή των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων.

109    Πράγματι, η Επιτροπή απέκλεισε, όσον αφορά την ενίσχυση στην παραγωγή υπέρ των μεταποιητών ντομάτας, τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από τις 16 Αυγούστου 1999. Επομένως, η 24μηνη προθεσμία πράγματι τηρήθηκε.

110    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν παρέβη τους κανόνες που διέπουν τη ratione temporis αρμοδιότητά της. Συνεπώς, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως προς τις διορθώσεις που αφορούν την ενίσχυση στην παραγωγή υπέρ των μεταποιητών ντομάτας.

111    Επομένως, το σύνολο των αιτιάσεων που αφορούν τις δημοσιονομικές διορθώσεις ως προς την αγορά μεταποιημένων προϊόντων με βάση τη ντομάτα πρέπει να απορριφθεί.

3.     Επί των δημοσιονομικών διορθώσεων που αφορούν τις κτηνοτροφικές πριμοδοτήσεις

112    Όσον αφορά τις κτηνοτροφικές πριμοδοτήσεις, η Επιτροπή εφάρμοσε κατ’ αποκοπήν διορθώσεις ποσοστού 25 % επί των δαπανών που δηλώθηκαν για τις πριμοδοτήσεις σφαγής ως προς το έτος αιτήσεων 2000, λόγω της ανεπάρκειας των ελέγχων, ποσοστού 25 % επί των δαπανών που δηλώθηκαν για τις πριμοδοτήσεις βοοειδών ως προς το έτος αιτήσεων 2001, λόγω ελλείψεων της βάσεως δεδομένων που προορίζεται για την αναγνώριση και την καταγραφή των ζώων, λόγω ελλείψεων των διαδικασιών ελέγχου του Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχειρίσεως και Ελέγχου (στο εξής: ΟΣΔΕ) καθώς και λόγω ανεπάρκειας των ελέγχων που αφορούσαν την πριμοδότηση σφαγής και, τέλος, απέκλεισε από την κοινοτική χρηματοδότηση τη δαπάνη που αντιστοιχούσε στις παρακρατήσεις εισφορών εκ μέρους των ενώσεων γεωργικών συνεταιρισμών ποσοστού 2,2 % επί των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν στους παραγωγούς για το έτος αιτήσεων 2000.

113    Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως κατά των διορθώσεων αυτών, ο πρώτος από τους οποίους αντλείται από ratione temporis αναρμοδιότητα της Επιτροπής, ο δεύτερος από σφάλματα κατά την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και ο τρίτος από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά τις εφαρμοσθείσες διορθώσεις. Τα σχετικά με τον συντελεστή διορθώσεως επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών θα εξετασθούν, για λόγους συνοχής, στο πλαίσιο του λόγου που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 Κοινοτική ρύθμιση

114    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας, καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) 820/97 του Συμβουλίου (ΕΕ L 204, σ. 1), ορίζει τα εξής:

«Σε όλα τα ζώα μιας εκμετάλλευσης που γεννήθηκαν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1997 ή που προορίζονται για το ενδοκοινοτικό εμπόριο μετά την ημερομηνία αυτή, επιτίθεται αναγνωριστικό σήμα σε κάθε αυτί, εγκεκριμένο από την αρμόδια αρχή. Τα δύο ενώτια φέρουν τον ίδιο κωδικό αναγνώρισης, βάσει του οποίου μπορεί να αναγνωρισθεί κάθε ζώο ατομικά και να διαπιστωθεί σε ποια εκμετάλλευση γεννήθηκε. […]»

115    Το άρθρο 5 του κανονισμού 1760/2000 ορίζει τα εξής:

«Η αρμόδια αρχή των κρατών μελών δημιουργεί ηλεκτρονική βάση δεδομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 18 της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ.

Οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων πρέπει να είναι σε πλήρη λειτουργία το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1999 και θα περιλαμβάνουν, από την ημερομηνία αυτή, όλα τα απαιτούμενα δεδομένα σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία.»

116    Κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 1760/2000:

«1. Από την 1η Ιανουαρίου 1998, η αρμόδια αρχή εκδίδει διαβατήριο για κάθε ζώο το οποίο πρέπει να αναγνωρισθεί σύμφωνα με το άρθρο 4, εντός δεκατεσσάρων ημερών από την κοινοποίηση της γέννησής του ή, στην περίπτωση ζώων που εισάγονται από τρίτες χώρες, εντός δεκατεσσάρων ημερών από την κοινοποίηση της νέας αναγνώρισής του από το συγκεκριμένο κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3. Η αρμόδια αρχή μπορεί να εκδώσει διαβατήριο για ζώο που προέρχεται από άλλο κράτος μέλος υπό τους ίδιους όρους. Στην περίπτωση αυτή, το διαβατήριο που συνοδεύει το ζώο κατά την άφιξή του παραδίδεται στην αρμόδια αρχή, η οποία το επιστρέφει στο κράτος μέλος έκδοσης.

[…]

4. Σε περίπτωση θανάτου ενός ζώου, το διαβατήριο επιστρέφεται από τον κάτοχο στην αρμόδια αρχή εντός επτά ημερών το αργότερο από τον θάνατο του ζώου. Εάν το ζώο αποσταλεί σε σφαγείο, ο διαχειριστής του σφαγείου είναι υπεύθυνος για την επιστροφή του διαβατηρίου στην αρμόδια αρχή.

[…]»

117    Το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1. Κάθε κάτοχος ζώων, εκτός αν πρόκειται για μεταφορείς:

–        τηρεί ενημερωμένο μητρώο,

–        κοινοποιεί, από τη στιγμή που η ηλεκτρονική βάση δεδομένων είναι σε πλήρη λειτουργία, στην αρμόδια αρχή, εντός προθεσμίας που καθορίζεται από το κράτος μέλος και έχει διάρκεια από τρεις έως επτά ημέρες, όλες τις μετακινήσεις προς και από την εκμετάλλευση, καθώς και όλες τις γεννήσεις και όλους τους θανάτους ζώων στην εκμετάλλευση, αναφέροντας τις σχετικές ημερομηνίες. [...]»

118    Το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 2629/97 της Επιτροπής, της 29ης Δεκεμβρίου 1997, για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 820/97 του Συμβουλίου όσον αφορά τα ενώτια, τα μητρώα των εκμεταλλεύσεων και τα διαβατήρια στο πλαίσιο του συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών (ΕΕ L 354, σ. 19), ορίζει τα εξής:

«Το μητρώο περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)      την ενημερωμένη πληροφόρηση όπως προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, σημείο 1, πρώτη έως τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ·

β)      την ημερομηνία θανάτου του ζώου στην εκμετάλλευση·

γ)      σε περίπτωση ζώων τα οποία αποχωρούν από την εκμετάλλευση, το όνομα και τη διεύθυνση του κατόχου, εκτός του μεταφορέα, ή τον κωδικό ταυτοποίησης της εκμετάλλευσης όπου μεταφέρεται το ζώο, καθώς και την ημερομηνία αναχώρησης·

δ)      σε περίπτωση ζώων τα οποία αφικνούνται στην εκμετάλλευση, το όνομα, τη διεύθυνση του κατόχου, εκτός του μεταφορέα, ή τον κωδικό ταυτοποίησης της εκμετάλλευσης, από την οποία έχει μεταφερθεί το ζώο, καθώς επίσης και την ημερομηνία άφιξης·

ε)      το όνομα και την υπογραφή του εκπροσώπου της αρμόδιας αρχής που έχει ελέγξει το μητρώο, καθώς και την ημερομηνία διενέργειας του ελέγχου.»

119    Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 6α, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3887/92 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1992, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του ΟΣΔΕ σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 391, σ. 36), όπως ίσχυε την 1η Ιανουαρίου 2000:

«Όσον αφορά την ειδική πριμοδότηση για το βόειο κρέας που αναφέρεται στο άρθρο 4, παράγραφος 6, και την πριμοδότηση για τη σφαγή που αναφέρεται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 1254/1999, οι επιτόπιοι έλεγχοι στα σφαγεία διενεργούνται τουλάχιστον στο 30 % των σφαγείων που συμμετέχουν και έχουν επιλεγεί βάσει ανάλυσης κινδύνου. Οι έλεγχοι αυτοί περιλαμβάνουν εκ των υστέρων εξέταση των εγγράφων και των φυσικών ελέγχων, καθώς και σύγκριση με τα στοιχεία της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 820/97. Οι επιτόπιοι έλεγχοι στα σφαγεία καλύπτουν επίσης τις περιλήψεις που αφορούν τις βεβαιώσεις σφαγής (ή αντίστοιχες πληροφορίες) που έχουν αποσταλεί σε άλλα κράτη μέλη, όπως αναφέρεται στο άρθρο 35, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2342/199.

Οι έλεγχοι στα σφαγεία πρέπει να αφορούν τουλάχιστον το 5 % του συνολικού αριθμού των ζώων για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση πριμοδότησης για ένα συγκεκριμένο έτος.

Εφόσον είναι αναγκαίο, κατά τους φυσικούς ελέγχους στα σφαγεία εξακριβώνεται επίσης ότι τα σφάγια τα οποία παρουσιάστηκαν για ζύγιση είναι επιλέξιμα για πριμοδότηση. Η αρμόδια αρχή ελέγχου πρέπει να κρατά αρχείο των ελέγχων αυτών το οποίο να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τους αριθμούς αναγνώρισης και το βάρος των σφαγίων όλων των ζώων που έχουν σφαγεί και έχουν ελεγχθεί κατά τη διάρκεια του σχετικού επιτόπιου ελέγχου.

Όσον αφορά την πριμοδότηση που χορηγείται για τα ζώα που εξάγονται σε τρίτες χώρες, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τουλάχιστον το 10 % των ζώων για τα οποία έχει ζητηθεί ή πρόκειται να ζητηθεί πριμοδότηση υποβάλλεται σε έλεγχο αναγνώρισης κατά τη στιγμή της φόρτωσης για εξαγωγή και κατά τη στιγμή της αναχώρησης από το κοινοτικό έδαφος.

Το ποσοστό του 5 και 10 % των δειγμάτων που προβλέπεται στις παραγράφους 2 και 4 πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικό. Το κράτος μέλος μπορεί να μειώσει το ποσοστό του 30 % που προβλέπεται στο εδάφιο 1 σε 15 %, υπό τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 3α.»

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από ratione temporis αναρμοδιότητα της Επιτροπής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

120    Οι διάδικοι αναπτύσσουν επιχειρηματολογία που ταυτίζεται με την αναπτυχθείσα όσον αφορά την προβαλλόμενη ratione temporis αναρμοδιότητα της Επιτροπής ως προς τη δημοσιονομική διόρθωση στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τις ντομάτες (βλ. σκέψεις 94 έως 96 ανωτέρω). Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, στον τομέα των κτηνοτροφικών πριμοδοτήσεων, το έγγραφο του άρθρου 8 του κανονισμού 1663/95 εστάλη στις 16 Ιουλίου 2003 και, κατά συνέπεια, ότι είναι δυνατό να αποκλεισθούν οι δαπάνες από την κοινοτική χρηματοδότηση μόνον από τις 16 Ιουλίου 2001.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

121    Διαπιστώνεται, αφενός, ότι η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εξακριβώσεων που εστάλη δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 πραγματοποιήθηκε με έγγραφα της 16ης Ιουλίου 2001 και της 10ης Απριλίου 2002 και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή απέκλεισε από την κοινοτική χρηματοδότηση τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν το 2000 και το 2001.

122    Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων 97 έως 107 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν παρέβη τους κανόνες που διέπουν τη ratione temporis αρμοδιότητά της, δεδομένου ότι πράγματι τηρήθηκε η 24μηνη προθεσμία των κανονισμών 729/70 και 1258/1999.

123    Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από ratione temporis αναρμοδιότητα της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί και ως προς τις δημοσιονομικές διορθώσεις που αφορούν τις κτηνοτροφικές πριμοδοτήσεις.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από πλάνη περί τα πράγματα, εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά το σύστημα αναγνωρίσεως και καταγραφής

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

124    Η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει κατά των διαπιστώσεων της Επιτροπής που αφορούν τις ελλείψεις του συστήματος αναγνωρίσεως και καταγραφής και υποστηρίζει ότι οι ανεπάρκειες ως προς την τήρηση των μητρώων αγέλης μειώθηκαν σημαντικά το 2002, γεγονός που καθιστά εσφαλμένα τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη δυσχερειών το 2003, και ότι ο ημιτελής χαρακτήρας και η μη λειτουργία της ηλεκτρονικής βάσεως δεδομένων την 1η Ιανουαρίου 2000 αντισταθμίστηκαν, σε μεγάλο βαθμό, από τη λήψη ενδιάμεσων μέτρων (διπλά ενώτια από τον Μάρτιο του 1999, μητρώα, διαβατήρια και αρχείο τηρούμενο από τον τοπικό κτηνίατρο, παρακολούθηση των ελέγχων και εγγραφές στα μητρώα των κτηνοτροφικών μονάδων) και από τη διεξαγωγή επιτόπιων ελέγχων για το 100 % των αιτήσεων. Η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη των μεταβατικών αυτών μέτρων από το 1998.

125    Η Επιτροπή αναφέρει την προπαρατεθείσα απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, με την οποία το Δικαστήριο κατέληξε ότι η λειτουργία της βάσεως δεδομένων είναι ουσιώδης για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος ελέγχου που προβλέπει ο κανονισμός 1760/2000, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή της κοινής οργανώσεως των αγορών και η προστασία των καταναλωτών και της υγείας τους. Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα ενδιάμεσα μέτρα δεν μπορούν να αντισταθμίσουν την ανεπαρκή λειτουργία της βάσεως δεδομένων, διότι τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το σύνολο των υποχρεώσεων που απορρέουν από το ολοκληρωμένο σύστημα ελέγχου που έχει καθιερώσει το Συμβούλιο. Η μερική εφαρμογή του συστήματος συνιστά παραβίαση του κοινοτικού κανονιστικού πλαισίου και εισάγει ένα στοιχείο αβεβαιότητας στη λειτουργία της κοινής οργανώσεως των αγορών και στην κανονικότητα των πληρωμών, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τον σκοπό της καθαυτό. Δεδομένου ότι η προσβαλλομένη απόφαση αφορά τα οικονομικά έτη 2000 και 2001 και η Ελληνική Δημοκρατία αναγνωρίζει ότι η βάση δεδομένων λειτούργησε κανονικά μόλις από τον Οκτώβριο του 2002, δεν είναι αναγκαίο να προσκομίσει η Επιτροπή άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Η Επιτροπή τονίζει, επιπλέον, ότι, κατά τη διάρκεια των ελέγχων που πραγματοποίησαν οι υπηρεσίες της κατά τα υπό κρίση οικονομικά έτη, οι ανωμαλίες στην καταγραφή των ζώων αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 36 % το 2002, και σε 10 % ακόμα και το 2003.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

126    Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι η ύπαρξη ηλεκτρονικής βάσεως δεδομένων από 1ης Ιανουαρίου 2000 προβλέπεται από το άρθρο 5 του κανονισμού 1760/2000 και αποτελεί, σύμφωνα με το παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97, «βασικό έλεγχο».

127    Κατά συνέπεια, διαπιστώνοντας τη μη ύπαρξη ηλεκτρονικής βάσεως δεδομένων, την οποία η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί, η Επιτροπή προσκόμισε αποδεικτικό στοιχείο για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία την οποία διατηρούσε όσον αφορά τους ελέγχους που πραγματοποίησε η εθνική αρχή, η δε Ελληνική Δημοκρατία δεν δύναται να ανατρέψει τις διαπιστώσεις της χωρίς να στηρίξει τους ισχυρισμούς της με στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Συγκεκριμένα, στο κράτος μέλος απόκειται να προσκομίσει την πιο λεπτομερή και πλήρη απόδειξη ως προς το ότι είναι πραγματικοί οι έλεγχοί του και, ενδεχομένως, ως προς το ότι είναι ανακριβείς οι ισχυρισμοί της Επιτροπής (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 34 έως 36, και της 7ης Ιουλίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 62).

128    Κατά παγία νομολογία, όταν ένας κανονισμός θεσπίζει ειδικά μέτρα ελέγχου, τα κράτη μέλη οφείλουν να τα εφαρμόζουν χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί η βασιμότητα της απόψεώς τους σύμφωνα με την οποία ένα άλλο σύστημα ελέγχου θα ήταν πιο αποτελεσματικό (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1993, C-54/91, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-3399, σκέψη 38, της 21ης Μαρτίου 2002, C-130/99, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. Ι-3005, σκέψη 87, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C-332/01, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-7699, σκέψη 62). Η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλεστεί την αποτελεσματικότητα άλλων μεθόδων διενέργειας των ελέγχων που επιβάλλει η κοινοτική ρύθμιση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 99).

129    Ελλείψει ενημερώσεως των συγκριτικών δεδομένων που ήσαν απαραίτητα για τους ελέγχους, όπως τα μητρώα αγέλης, το μητρώο μετακινήσεων και η ηλεκτρονική βάση δεδομένων, ακόμα και η πραγματοποίηση ελέγχων επί του συνόλου των αιτήσεων δεν θα μπορούσε να εξαλείψει τους κινδύνους ζημιών για το ΕΓΤΠΕ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 98). Έτσι, εφόσον η κοινοτική ρύθμιση προβλέπει την ύπαρξη ηλεκτρονικής βάσεως δεδομένων, άλλα ενδιάμεσα μέτρα, όπως αυτά τα οποία επικαλέστηκε η Ελληνική Δημοκρατία, δεν μπορούν να αντισταθμίσουν την απουσία της.

130    Εν πάση περιπτώσει, η Ελληνική Δημοκρατία αναγνωρίζει την ύπαρξη ποσοστού τουλάχιστον 5 % βοοειδών χωρίς ενώτιο και, συνεπώς, άλλων ελλείψεων στα μέσα καταγραφής πλην της ηλεκτρονικής βάσεως δεδομένων. Δέχεται επίσης ότι οι κτηνοτρόφοι δεν τηρούσαν τα μητρώα αγέλης, αλλά βασίζονταν στους κτηνίατρους επιθεωρητές για την τήρηση και την ενημέρωση των μητρώων αυτών.

131    Οι διορθώσεις που αφορούσαν τα έτη 2000 και 2001 και οι βελτιώσεις τις οποίες επικαλέστηκε η Ελληνική Δημοκρατία, από τον Οκτώβριο του 2002, δεν ασκούν επιρροή, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή.

132    Συνεπώς, οι αιτιάσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας που αφορούν τη διαπίστωση της Επιτροπής περί ελλείψεων του συστήματος αναγνωρίσεως και καταγραφής πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά τις ανεπάρκειες των διαδικασιών ελέγχουν του ΟΣΔΕ

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

133    H Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι, οι οποίοι πραγματοποιήθηκαν για το σύνολο των αιτήσεων, διεξήχθησαν κανονικά και ήσαν αποτελεσματικοί, καθώς και ότι επιβλήθηκαν κυρώσεις και απορρίφθηκαν αιτήσεις πριμοδοτήσεως σε περίπτωση παρατυπιών, πράγμα για το οποίο ενημερώθηκε η Επιτροπή.

134    Η Επιτροπή παραπέμπει στο από 11 Ιουλίου 2003 έγγραφό της, κατά το οποίο η ποιότητα των επιτόπιων ελέγχων κρίθηκε τελείως ανεπαρκής. Παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές ενημερώθηκαν για τους σοβαρούς κινδύνους ζημιών για το ΕΓΤΠΕ, οι οποίοι εκτιμήθηκαν μέσω της επιβολής διορθώσεως ύψους 5 % για τις αιτήσεις των ετών 1995 έως 2000, δεν υπήρξε αύξηση του αριθμού των ελέγχων και των κυρώσεων.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

135    Όσον αφορά τις αιτιάσεις που αντλούνται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, εφόσον η Επιτροπή προσκομίζει αποδεικτικό στοιχείο για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που διατηρούσε όσον αφορά το επίμαχο σύστημα ελέγχου, στη συνέχεια, στο κράτος μέλος απόκειται να προσκομίσει την πιο λεπτομερή και πλήρη απόδειξη ως προς το ότι είναι πραγματικοί οι έλεγχοί του και, ενδεχομένως, ως προς το ότι είναι ανακριβείς οι ισχυρισμοί της Επιτροπής (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Απριλίου 1999, C-28/94, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-1973, σκέψη 41 και παρατιθέμενη νομολογία).

136    Η Ελληνική Δημοκρατία, όχι μόνο δεν προσκόμισε ενώπιον του Πρωτοδικείου στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής ήσαν εσφαλμένες, αλλά ομολογεί ότι υπήρξαν παραβάσεις όσον αφορά τους βασικούς ελέγχους, έστω και αν υποστηρίζει ότι πρόκειται μόνον περί μεμονωμένων περιπτώσεων, και δεν αμφισβητεί τις παραλείψεις ως προς τους επικουρικούς ελέγχους τις οποίες παρατήρησε η Επιτροπή. Απλώς ισχυρίζεται ότι οι έλεγχοι που εφάρμοζε ήσαν επαρκείς και υποστηρίζει ότι οι παραβάσεις που επισήμανε η Επιτροπή δεν δικαιολογούν διόρθωση ποσοστού 25 %.

137    Εξάλλου, το όργανο συμβιβασμού επισημαίνει στην τελική του έκθεση ότι «από την πλειονότητα των παρατηρήσεων στις οποίες προέβησαν οι ίδιες οι ελληνικές αρχές προκύπτει ότι η κατάσταση στο τέλος του 2001 δεν διάφερε σημαντικά από τη διαπιστωθείσα στην αρχή της χρονιάς» και ότι «[ε]ίναι σαφές […] ότι οι ελεγκτές της Επιτροπής επισήμαναν ανεπάρκειες στις διαδικασίες ελέγχου οι οποίες μπορούν να συνεπάγονται σοβαρούς κινδύνους παρατυπιών».

138    Κατά συνέπεια, οι ελλείψεις που επισήμανε η Επιτροπή, τόσο στους βασικούς όσο και στους επικουρικούς ελέγχους, πρέπει να θεωρηθούν αποδεδειγμένες.

139    Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι οι εκτιμήσεις της Επιτροπής ήσαν ανακριβείς ούτε ότι οι διαπιστωθείσες παρατυπίες δεν άσκησαν επιρροή στον κοινοτικό προϋπολογισμό, οι αιτιάσεις της κατά των διορθώσεων που αφορούν την παρατυπία του ΟΣΔΕ πρέπει να απορριφθούν.

140    Όσον αφορά τις δευτερεύουσες ελλείψεις που διαπίστωσε η Επιτροπή, αρκεί να επισημανθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μολονότι ισχυρίστηκε ότι, «με κάποιες ίσως ελλείψεις», οι έλεγχοι διεξάγονταν κανονικά, δεν αμφισβητεί την ύπαρξη των ελλείψεων αυτών.

141    Στην υπό κρίση υπόθεση, λαμβανομένων υπόψη των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν τόσο στους βασικούς όσο και στους επικουρικούς ελέγχους, η Επιτροπή μπορούσε ευλόγως να συμπεράνει ότι το σύστημα ελέγχου στην Ελλάδα δεν παρείχε το αναμενόμενο επίπεδο διασφαλίσεως του νομοτύπου των αιτήσεων για τη χορήγηση κτηνοτροφικών πριμοδοτήσεων.

142    Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά την πριμοδότηση σφαγής

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

143    Η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα και αιτιολόγησε ανεπαρκώς την προσβαλλομένη απόφαση καταλήγοντας ότι, παρά την προσήκουσα ποιότητα των διοικητικών ελέγχων, το γεγονός ότι το ποσοστό των διενεργηθέντων επιτοπίων ελέγχων δεν υπερέβαινε το 10 % αύξανε τον κίνδυνο πληρωμής μη επιλέξιμων πριμοδοτήσεων. Η μη διενέργεια μηχανογραφημένων ελέγχων αντισταθμίστηκε από τον συνδυασμό διοικητικών ελέγχων, αφορώντων το 100 % των αιτήσεων, επιτόπιων ελέγχων στις εκμεταλλεύσεις, διενεργηθέντων σε ποσοστό άνω του 50 % των αιτήσεων, ήτοι σε ποσοστό που υπερβαίνει κατά πολύ το προβλεπόμενο από τον κανονισμό ποσοστό του 10 %, και, τέλος, επιτοπίων ελέγχων στα σφαγεία που αφορούσαν το σύνολο των σφαγείων και κάλυπταν δείγμα τουλάχιστον 5 % των βοοειδών που εσφάγησαν κατά το προηγούμενο έτος. Οι έλεγχοι αυτοί και η επιβολή κυρώσεων απέκλεισαν τον κίνδυνο πληρωμής πριμοδοτήσεων για μη επιλέξιμα ζώα.

144    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, από 1ης Ιανουαρίου 2000, το άρθρο 6, παράγραφος 6α, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3887/92 προβλέπει ότι οι έλεγχοι που διενεργούνται στα σφαγεία αφορούν τουλάχιστον το 5 % αριθμού των ζώων για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση πριμοδοτήσεως κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου έτους. Ελλείψει στατιστικών στοιχείων για το 2000, από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι δεν είχε συμπληρωθεί ο ελάχιστος αριθμός ελεγχθέντων ζώων, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται από τη γραπτή απάντηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, κατά την οποία η ισχύουσα για το 2001 εγκύκλιος προέβλεπε ότι τουλάχιστον 5 % των ζώων πρέπει να ελέγχονται την ημέρα του επιτόπιου ελέγχου, πράγμα το οποίο δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν διενήργησε επιτόπιους ελέγχους στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις το 2000 και το 2001, ότι οι διενεργηθέντες στα σφαγεία έλεγχοι ήσαν ανεπαρκείς και ότι οι παραλείψεις αυτές μπορούσαν να ορισθούν ως απουσία «βασικών ελέγχων».

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

145    Όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις και στα σφαγεία, υπενθυμίζεται ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν μπορεί να ανασκευάσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής χωρίς να στηρίξει τους δικούς του ισχυρισμούς σε στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Εφόσον δεν επιτυγχάνει να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, αυτές συνιστούν στοιχεία ικανά να γεννήσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη κατάλληλου και αποτελεσματικού συνόλου μέτρων εποπτείας και ελέγχου (απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 35, και απόφαση της 20ής Ιουνίου 2006, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 137).

146    Επιπλέον, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν μπορεί να επικαλεστεί την αποτελεσματικότητα άλλων μεθόδων διενέργειας των ελέγχων που επιβάλλονται από την κοινοτική νομοθεσία. Όταν ένας κανονισμός θεσπίζει ειδικά μέτρα ελέγχου, τα κράτη μέλη οφείλουν να τα εφαρμόζουν (απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 99).

147    Η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατόρθωσε να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής με στοιχεία αποδεικνύοντα τη διενέργεια επιτοπίων ελέγχων στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις, αφορώντων την πριμοδότηση σφαγής, ή επαρκούς αριθμού επιτοπίων ελέγχων στα σφαγεία, δηλαδή ελέγχων αφορώντων τουλάχιστον 5 % του συνολικού αριθμού ζώων για τα οποία ζητήθηκε η πριμοδότηση. Τα στοιχεία που προσκόμισε η Ελληνική Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας δεν παρέχουν στο Πρωτοδικείο τη δυνατότητα να διαπιστώσει την ανακρίβεια των διαπιστώσεων της Επιτροπής περί ελλείψεων. Πράγματι, από τα έγγραφα αυτά δεν προκύπτει ότι όντως είχαν πραγματοποιηθεί έλεγχοι στις εκμεταλλεύσεις και, εκτός από τους στατιστικούς πίνακες, δεν προσκομίστηκε κανένα έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι είχαν όντως διενεργηθεί έλεγχοι στα σφαγεία, επί παραδείγματι από πορίσματα ελέγχου, ή από το οποίο να προκύπτει η φύση των ελέγχων αυτών προκειμένου να εξακριβωθεί αν επρόκειτο πράγματι περί ελέγχων σχετικών με την τήρηση των προϋποθέσεων χορηγήσεως πριμοδοτήσεων σφαγής.

148    Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν κατόρθωσε να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, οι παραλείψεις τις οποίες διαπίστωσε η Επιτροπή πρέπει να θεωρηθούν αποδειχθείσες.

149    Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από την προβαλλόμενη ανεπαρκή αιτιολογία, αρκεί η υπόμνηση ότι, κατά παγία νομολογία, στην ιδιάζουσα αλληλουχία της επεξεργασίας των αποφάσεων περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να θεωρείται επαρκής εφόσον το κράτος αποδέκτης συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία επεξεργασίας της αποφάσεως αυτής και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με το επίδικο ποσό (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1990, C-22/89, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-4799, σκέψη 18, και της 6ης Μαρτίου 2001, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 119).

150    Εν προκειμένω, προκύπτει από τη δικογραφία ότι η Ελληνική Κυβέρνηση συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία επεξεργασίας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, οι επικρίσεις της Επιτροπής ως προς τον ανεπαρκή αριθμό επιτοπίων ελέγχων της γνωστοποιήθηκαν και η διαφορά αυτή υποβλήθηκε στην κρίση του οργάνου συμβιβασμού.

151    Κατά συνέπεια, η αιτιολογία πρέπει να θεωρηθεί επαρκής.

152    Συνεπώς, το τρίτο σκέλος του λόγου αυτού ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου σκέλους, το οποίο αφορά την παρακράτηση επί των ενισχύσεων από τις ενώσεις συνεταιρισμών

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

153    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το εθνικό νομικό πλαίσιο, ήτοι το άρθρο 37 του νόμου 2538/97, που ισχύει από την 1η Δεκεμβρίου 1997, απαγορεύει τις παρακρατήσεις επί των ενισχύσεων του ΕΓΤΠΕ. Οι παρακρατήσεις που συνεχίστηκαν ήσαν οικειοθελείς και απέρρεαν από ιδιωτικές συμφωνίες μεταξύ των γεωργικών ενώσεων και των δικαιούχων κτηνοτρόφων. Αν οι ελληνικές αρχές είχαν λάβει καταγγελίες για το ζήτημα αυτό και είχαν διαπιστώσει ότι οι παρακρατήσεις αυτές δεν ήσαν οικειοθελείς, θα είχαν λάβει τα κατάλληλα μέτρα, ήτοι θα είχαν ανακτήσει τα παρακρατηθέντα ποσά και θα είχαν παραπέμψει την υπόθεση στον Εισαγγελέα προκειμένου να στραφεί κατά των υπευθύνων, αλλά δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο.

154    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 4, του κανονισμού 729/70, οι δαπάνες διοικητικών εξόδων και προσωπικού, τις οποίες αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη και οι δικαιούχοι της συνδρομής του ΕΓΤΠΕ, δεν επιβαρύνουν το ΕΓΤΠΕ. Το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει με την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1998, C-36/97 και C-37/97, Kellinghusen και Ketelsen, (Συλλογή 1998, σ. Ι-6337), ότι το κοινοτικό κανονιστικό πλαίσιο απαγορεύει στις εθνικές αρχές να προβαίνουν σε ελάττωση των πραγματοποιούμενων πληρωμών ή να απαιτούν την πληρωμή διοικητικών τελών σχετικών με τις αιτήσεις, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσού των ενισχύσεων, ακόμα και αν τα τέλη αυτά είναι τόσο χαμηλά ώστε δεν μπορούν να αποτρέψουν τους αιτούντες από την υποβολή αιτήσεως για επιδότηση. Επομένως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται όχι μόνο να μη θεσπίζουν ή να μη διατηρούν σε ισχύ μέτρα που επιτρέπουν τέτοιες παρακρατήσεις, αλλά, επιπλέον, να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα απαγορεύσεως οποιασδήποτε πρακτικής περί παρακρατήσεως από τις οργανώσεις παραγωγών, η οποία παρακωλύει την εύρυθμη λειτουργία των κοινών οργανώσεων αγοράς. Η υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1765/92 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1992, για τη θέσπιση καθεστώτος στήριξης των παραγωγών ορισμένων αροτραίων καλλιεργειών (ΕΕ L 181, σ. 12), συνιστά υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος, χωρίς να χρειάζεται να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη καταγγελιών ή ο οικειοθελής χαρακτήρας των σχετικών συμφωνιών (απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 111 και 112). Μολονότι το νέο εθνικό νομικό πλαίσιο απαγορεύει τις παρακρατήσεις, στην πράξη εξακολουθούν να υφίστανται και η Επιτροπή έχει λάβει πολλές καταγγελίες.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

155    Η Ελληνική Δημοκρατία αναγνωρίζει την υποχρέωση κάθε κράτους μέλους να εξασφαλίζει την πληρωμή στο ακέραιο των ενισχύσεων που χορηγούνται στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ.

156    Ωσαύτως δεν αμφισβητείται ότι, παρά την έκδοση, την 1η Δεκεμβρίου 1997, του νόμου 2538/97, ο οποίος απαγορεύει κάθε παρακράτηση επί των ενισχύσεων που χορηγούνται στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ, οι ενώσεις γεωργικών συνεταιρισμών εξακολουθούσαν να παρακρατούν αυτομάτως, κατά το κρίσιμο διάστημα, ποσό το οποίο κατά κανόνα αντιπροσώπευε το 2 % της καταβληθείσας στους γεωργούς ενισχύσεως, προς κάλυψη των λειτουργικών δαπανών τους.

157    Κατά παγία νομολογία, η απαγόρευση μειώσεως των πραγματοποιουμένων πληρωμών ή απαιτήσεως της πληρωμής διοικητικών τελών σχετικών με τις αιτήσεις, τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσού των ενισχύσεων, ισχύει όχι μόνον ως προς τις εθνικές αρχές, αλλά και ως προς τις ενώσεις γεωργικών συνεταιρισμών που επεμβαίνουν κατά την καταβολή των επίμαχων ενισχύσεων (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 2001, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 24 έως 35, της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, C-331/00, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-9085, σκέψεις 111 έως 113, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C-300/02, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 111, και της 17ης Μαρτίου 2005, C-285/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 34).

158    Η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ωστόσο ότι, δεδομένου ότι οι επίμαχες κρατήσεις επιτράπηκαν οικειοθελώς από τους ενδιαφερομένους και αποφασίστηκαν από τις ενώσεις γεωργικών συνεταιρισμών ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που παρείχαν στα μέλη τους, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο δημοσιονομικής διορθώσεως.

159    Ωστόσο, η υποχρέωση της ολοσχερούς καταβολής των ενισχύσεων στους δικαιούχους αποτελεί υποχρέωση επιτεύξεως αποτελέσματος, Συνεπώς, δεν έχει σημασία αν μεταξύ των δικαιούχων και των συνεταιρισμών συνήφθησαν συμφωνίες για παρακράτηση μέρους της ενισχύσεως (αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 112, της 17ης Μαρτίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 35, και της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 141).

160    Το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι, δεδομένου ότι ο ελληνικός νόμος είναι, από το 1997, σύμφωνος με τις κοινοτικές διατάξεις, οι ελληνικές αρχές έχουν πράγματι εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους, διότι δεν μπορούσαν να αντιταχθούν σε οικειοθελείς κρατήσεις για τις οποίες δεν ελάμβαναν καταγγελίες, πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, μολονότι γίνεται δεκτό ότι η έκδοση του νόμου 2538/97 αποτέλεσε σημαντικό βήμα για τον τερματισμό των επίδικων παρακρατήσεων, οι οικείες αρχές όφειλαν, ωστόσο, να ελέγξουν επιπλέον αν οι ενώσεις γεωργικών συνεταιρισμών συμμορφώθηκαν με τις διατάξεις του νόμου αυτού και να επιβάλουν, ενδεχομένως, κυρώσεις σε βάρος τους (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 35).

161    Εφόσον η Ελληνική Κυβέρνηση δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα ώστε να καταργηθούν, στην πράξη, οι παρακρατήσεις εκ μέρους των ενώσεων γεωργικών συνεταιρισμών, η Επιτροπή δικαίως επέβαλε την επίδικη διόρθωση (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 144).

162    Πρέπει επομένως να απορριφθεί το τέταρτο σκέλος και, ως εκ τούτου, να απορριφθεί στο σύνολό του ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από πλάνη περί τα πράγματα, εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και ανεπαρκή αιτιολογία.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

163    H Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι κατ’ αποκοπή διορθώσεις ποσοστού 25 % στον τομέα του βοείου κρέατος είναι δυσανάλογες. Μια τέτοια διόρθωση δικαιολογείται μόνον αν, εκτός από την ύπαρξη σοβαρών ελλείψεων ή την ανυπαρξία συστήματος ελέγχου, διαπιστώνεται αμέλεια του κράτους μέλους στην αντιμετώπισή τους. Πάντως, ναι μεν ισχύει ότι οι βελτιώσεις δεν ολοκληρώθηκαν κατά τα έτη 2000-2001, πλην όμως η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη της τις βελτιώσεις που πραγματοποιήθηκαν το 2002. Επιπλέον, τα συμπεράσματα της Επιτροπής όσον αφορά τον τελείως αναποτελεσματικό χαρακτήρα των ελέγχων δεν είναι δικαιολογημένα υπό το πρίσμα των υφισταμένων μέτρων ελέγχου.

164    Όσον αφορά τις ανεπάρκειες των διαδικασιών ελέγχου του ΟΣΔΕ, υποστηρίζει επιπλέον ότι οι ανεπάρκειες που επισήμανε η Επιτροπή αφορούν επικουρικούς ελέγχους, η πλημμελής εφαρμογή των οποίων δεν δικαιολογεί διόρθωση 25 %, σύμφωνα με το έγγραφο VI/5330/97. Οι παραβάσεις σε σχέση με βασικούς ελέγχους αφορούν μεμονωμένες μόνον περιπτώσεις που δεν δικαιολογούν συντελεστή διορθώσεως 25 %.

165    Όσον αφορά τις πριμοδοτήσεις σφαγής, σύμφωνα με το έγγραφο VI/5330/97, διόρθωση 25 % δικαιολογείται μόνον όταν η εφαρμογή του συστήματος ελέγχου είναι ανύπαρκτη ή παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις και υπάρχουν ενδείξεις πολύ συχνών παρατυπιών και αμελειών στην καταπολέμηση της απάτης, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω

166    Τέλος, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές αρχές, παρά τις προσπάθειές τους τις οποίες διαπίστωσαν οι επιθεωρητές της Επιτροπής με τις εκθέσεις τους.

167    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω ελλείψεις είναι πολύ σημαντικές, καθόσον εμποδίζουν τη λειτουργία των μηχανισμών ελέγχου που προβλέπει ο κανονισμός 1760/2000, και ότι η επιβολή διορθώσεως ύψους 25 % ουδόλως συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου του εύρους των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν κατά τους ελέγχους και του κινδύνου ζημιών για το ΕΓΤΠΑ. Όσον αφορά τις ανεπάρκειες των διαδικασιών ελέγχου του ΟΣΔΕ, η συνεχής έλλειψη βελτιώσεως οδήγησε σε αυξημένο κίνδυνο που δικαιολογεί διόρθωση 25 %, σύμφωνα με το έγγραφο VI/5330/97. Τονίζει, επιπλέον, ότι η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία δέχεται ότι αντιμετώπισε δυσκολίες κατά τη διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

168    Σύμφωνα με το έγγραφο VI/5330/97, μπορεί να εφαρμοσθεί διόρθωση 25 % εφόσον, λόγω του ότι η εφαρμογή του συστήματος ελέγχου είναι ανύπαρκτη ή παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις και υπάρχουν ενδείξεις πολύ συχνών παρατυπιών και αμέλειας στην καταπολέμηση παράτυπων και δολίων πρακτικών, υπάρχει υψηλός κίνδυνος σημαντικών ζημιών για το ΕΓΤΠΕ.

169    Ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η συνεχής έλλειψη πραγματικών βελτιώσεων προκάλεσε αύξηση των κινδύνων. Η αρχή αυτή αναγνωρίζεται με το έγγραφο VI/5330/97, το οποίο διευκρινίζει ότι η μη διενέργεια ελέγχων από κράτος μέλος είναι ακόμη σοβαρότερη εφόσον η Επιτροπή του έχει ήδη ανακοινώσει τις βελτιώσεις που θεωρούσε ως ουσιώδεις για την προστασία των κοινοτικών πόρων από απάτες και παρατυπίες.

170    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι οι εντοπισθείσες ελλείψεις όχι μόνον αφορούσαν βασικούς ελέγχους, αλλά, επιπλέον, εξακολούθησαν επί πολλά έτη.

171    Επομένως, δεν μπορεί να επικριθεί η Επιτροπή επειδή εφάρμοσε, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του εγγράφου VI/5330/97, για το οικονομικό έτος 2000, διόρθωση ποσοστού 25 %. Πράγματι, οσάκις η εφαρμογή του συστήματος ελέγχου είναι ανύπαρκτη ή παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις και υπάρχουν ενδείξεις πολύ συχνών παρατυπιών και αμέλειας στην καταπολέμηση παράτυπων και δολίων πρακτικών, υπάρχει κίνδυνος εξαιρετικά σημαντικών ζημιών για το ΕΓΤΠΕ.

172    Το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκαν επιπλέον παρατυπίες σε σχέση με τα έτη 1998, 1999 και 2000 δεν συνεπάγεται ότι ο συντελεστής 25 % πρέπει να θεωρηθεί υπερβολικά υψηλός. Πράγματι, η εξακολούθηση των παρατυπιών καθιστά υψηλότερους τους κινδύνους για το ΕΓΤΠΕ.

173    Κατά συνέπεια, η διόρθωση του 25 % δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη.

174    Επομένως, οι αιτιάσεις που αφορούν το ύψος της δημοσιονομικής διορθώσεως που εφαρμόσθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση στον τομέα των κτηνοτροφικών πριμοδοτήσεων πρέπει επίσης να απορριφθούν.

175    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

176    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Cooke

Labucka

Prek

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Απριλίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

Πίνακας περιεχομένων


Νομικό πλαίσιο

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Επί της ουσίας

1.  Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως που αφορά τον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα ροδάκινα

Κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από εσφαλμένη ερμηνεία των κανονισμών 2201/96 και 504/97 και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που αφορούν τις μεταφορικές δαπάνες

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

2.  Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως που αφορά τον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τις ντομάτες

Κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά την πληρωμή με επιταγή

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά την παρακράτηση υπέρ του ΕΛΓΑ

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά τις μεταφορικές δαπάνες

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του τετάρτου σκέλους, το οποίο αφορά τις πλημμέλειες που διαπιστώθηκαν κατά την παρασκευή έτοιμων σαλτσών

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από ratione temporis αναρμοδιότητα της Επιτροπής

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

3.  Επί των δημοσιονομικών διορθώσεων που αφορούν τις κτηνοτροφικές πριμοδοτήσεις

Κοινοτική ρύθμιση

Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από ratione temporis αναρμοδιότητα της Επιτροπής

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από πλάνη περί τα πράγματα, εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά το σύστημα αναγνωρίσεως και καταγραφής

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά τις ανεπάρκειες των διαδικασιών ελέγχουν του ΟΣΔΕ

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά την πριμοδότηση σφαγής

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του τετάρτου σκέλους, το οποίο αφορά την παρακράτηση επί των ενισχύσεων από τις ενώσεις συνεταιρισμών

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.