Language of document : ECLI:EU:C:2021:149

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 25ης Φεβρουαρίου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ταχεία διαδικασία – Έλλειψη πρακτικής αποτελεσματικότητας – Σχέση με εθνική διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑14/21 και C‑15/21,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per la Sicilia (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο της Σικελίας, Ιταλία), οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 23 Δεκεμβρίου 2020 και στις 8 Ιανουαρίου 2021 αντιστοίχως, στο πλαίσιο των δικών

Sea Watch eV

κατά

Ministero delle Infrastrutture e dei Trasporti (C-14/21 και C-15/21),

Capitaneria di Porto di Palermo (C-14/21),

Capitaneria di Porto di Porto Empedocle (C-15/21),

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ,

αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή, J. Passer, και τον γενικό εισαγγελέα, A. Ράντο,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 2009/16/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με τον έλεγχο των πλοίων από το κράτος λιμένα (ΕΕ 2009, L 131, σ. 57), και της Διεθνούς Συμβάσεως για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα, η οποία υπογράφηκε στο Λονδίνο, την 1η Νοεμβρίου 1974 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 1185, αριθ. 18961, σ. 3).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, της Sea Watch eV και του Ministero delle Infrastrutture e dei Trasporti (Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών, Ιταλία) καθώς και του Capitaneria di Porto di Palermo (Λιμεναρχείου του Παλέρμο, Ιταλία) και, αφετέρου, της Sea Watch και του ιδίου Υπουργείου καθώς και του Capitaneria di Porto di Porto Empedocle (Λιμεναρχείου του Porto Empedocle, Ιταλία), σε σχέση με δύο διαταγές περί επιβολής κρατήσεως που εκδόθηκαν, αντιστοίχως, από καθένα από τα εν λόγω Λιμεναρχεία και αφορούσαν, αντιστοίχως, τα πλοία Sea Watch 4 και Sea Watch 3.

 Οι διαφορές των κυρίων δικών

3        Η Sea Watch είναι μη κερδοσκοπική ανθρωπιστική οργάνωση με έδρα το Βερολίνο (Γερμανία). Το καταστατικό της ορίζει ότι η οργάνωση έχει, ιδίως, ως σκοπό τη διάσωση προσώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο στη θάλασσα καθώς και τη συντήρηση και την εκμετάλλευση σκαφών, πλοίων και εναέριων μέσων για την παροχή συνδρομής στα πρόσωπα αυτά. Σύμφωνα με τον σκοπό αυτόν, ασκεί δραστηριότητες αναζήτησης και διάσωσης προσώπων στη Μεσόγειο Θάλασσα με σκάφη των οποίων είναι τόσο πλοιοκτήτρια όσο και εφοπλίστρια. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται, ιδίως, δύο σκάφη με τις επωνυμίες, αντιστοίχως, Sea Watch 3 και Sea Watch 4, τα οποία είναι καταχωρισμένα στο γερμανικό νηολόγιο, φέρουν γερμανική σημαία και καθένα από αυτά είναι πιστοποιημένο από εγκατεστημένο στη Γερμανία οργανισμό κατατάξεως και πιστοποιήσεως, ως «πλοίο γενικού φορτίου-πολλαπλών χρήσεων».

4        Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2020, το Sea Watch 3 και το Sea Watch 4 απέπλεαν εναλλάξ από το λιμάνι της Μπουριάνα (Ισπανία) και διέσωσαν εκατοντάδες προσώπων που βρίσκονταν σε κίνδυνο στα διεθνή ύδατα της Μεσογείου Θαλάσσης. Ανακοινώθηκε, στη συνέχεια, στους κυβερνήτες των σκαφών αυτών από το Italian Maritime Rescue Coordination Centre (Ιταλικό Συντονιστικό Κέντρο Θαλάσσιας Διάσωσης) ότι το Ministero degli Interni (Υπουργείο Εσωτερικών, Ιταλία) χορήγησε άδεια αποβιβάσεως και μετεπιβιβάσεως των εν λόγω προσώπων σε πλοία που βρίσκονταν στον λιμένα του Παλέρμο (Ιταλία), προκειμένου για το Sea Watch 4, και στον λιμένα του Porto Empedocle (Ιταλία), προκειμένου για το Sea Watch 3, και ότι τους δινόταν, επομένως, η εντολή να κατευθύνουν τα σκάφη τους προς τους δύο αυτούς λιμένες για να προβούν εκεί στις ως άνω ενέργειες.

5        Μετά την ολοκλήρωση των ενεργειών αυτών, ο Ministro della Sanità (Υπουργός Υγείας, Ιταλία) διέταξε τα δύο αυτά πλοία να παραμείνουν αγκυροβολημένα πλησίον των εν λόγω λιμένων, προκειμένου, σε πρώτο στάδιο, τα πληρώματά τους να παραμείνουν σε απομόνωση με σκοπό την πρόληψη μεταδόσεως της νόσου Covid-19 και, σε δεύτερο στάδιο, να καθαριστεί και να απολυμανθεί το πλοίο και να εκδοθεί το σχετικό υγειονομικό πιστοποιητικό.

6        Μετά το πέρας των διαδικασιών καθαρισμού και απολυμάνσεως, τα Λιμεναρχεία του Παλέρμο και του Porto Empedocle προέβησαν σε επιθεωρήσεις των πλοίων και, στη συνέχεια, διέταξαν την κράτηση τόσο του Sea Watch 4 όσο και του Sea Watch 3, με το αιτιολογικό ότι είχαν διαπιστώσει την ύπαρξη πληθώρας τεχνικών και λειτουργικών ελλείψεων, ορισμένες από τις οποίες έπρεπε να χαρακτηρισθούν «σοβαρές» και δικαιολογούσαν, αυτές καθεαυτές, την εν λόγω κράτηση.

7        Έκτοτε, η Sea Watch αποκατέστησε ορισμένες από τις ελλείψεις αυτές. Εκτιμά, αντιθέτως, ότι οι υπόλοιπες ελλείψεις (στο εξής: επίμαχες ελλείψεις) δεν αποδεικνύονται. Οι ελλείψεις αυτές ανάγονται, κατ’ ουσίαν, στο γεγονός ότι το Sea Watch 3 και το Sea Watch 4 δεν έχουν, κατά τις αρμόδιες ιταλικές αρχές, ούτε πιστοποίηση για να δέχονται και να μεταφέρουν πολλές εκατοντάδες προσώπων, όπως έκαναν το καλοκαίρι του 2020, ούτε τον κατάλληλο τεχνικό εξοπλισμό, ιδίως όσον αφορά την επεξεργασία των λυμάτων, τα λουτρά και τα αποχωρητήρια.

8        Υπό τις συνθήκες αυτές, η Sea Watch άσκησε, ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per la Sicilia (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Σικελίας, Ιταλία), δύο προσφυγές ακυρώσεως κατά των πράξεων με τις οποίες τα Λιμεναρχεία του Παλέρμο και του Porto Empedocle διέταξαν την κράτηση του Sea Watch 4 και του Sea Watch 3 μέχρις ότου αποκατασταθούν οι επίμαχες ελλείψεις, καθώς και κατά των συνημμένων στις πράξεις αυτές εκθέσεων επιθεωρήσεως και κάθε άλλης προγενέστερης, συναφούς ή μεταγενέστερης πράξης.

9        Επιπλέον, η Sea Watch συνόδευσε τις προσφυγές αυτές με αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, με τις οποίες ζητεί τη λήψη προσωρινών μέτρων λόγω της υπάρξεως κινδύνου σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης, υπό την έννοια των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων του ιταλικού δικαίου.

10      Το αιτούν δικαστήριο, με τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε, εκθέτει, ιδίως, ότι από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις αντίστοιχες δικογραφίες των κυρίων δικών προκύπτει ότι υπάρχει διαφωνία ως προς την ύπαρξη των επίμαχων ελλείψεων όχι μόνο μεταξύ των διαδίκων των δικών αυτών αλλά και μεταξύ των αρμοδίων αρχών της Ιταλίας, κράτους του λιμένος, και της Γερμανίας, κράτους της σημαίας. Πράγματι, οι αρμόδιες ιταλικές αρχές εκτιμούν, κατ’ ουσίαν, ότι οι ελλείψεις αυτές αποδεικνύονται και ότι πρέπει να αποκατασταθούν, ενώ οι αρμόδιες γερμανικές αρχές εκτιμούν ότι από την ορθή ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και του διεθνούς δικαίου που έχουν εφαρμογή εν προκειμένω συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν υφίστανται τέτοιες ελλείψεις.

11      Λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως αυτής, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι η ερμηνεία της οδηγίας 2009/16 και της Διεθνούς Συμβάσεως για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα εγείρει περίπλοκα, νέα και μείζονος σημασίας νομικά ζητήματα για όλα τα κράτη μέλη, η επίλυση των οποίων είναι αναγκαία για να του παράσχει τη δυνατότητα να αποφανθεί επί των διαφορών των κυρίων δικών.

12      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per la Sicilia (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Σικελίας) αποφάσισε, σε καθεμία από τις διαφορές των κυρίων δικών, να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο πέντε προδικαστικά ερωτήματα με σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση. Ζήτησε, επίσης, από το Δικαστήριο να αποφασίσει την υπαγωγή των υπό κρίση υποθέσεων στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

13      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 2021, αποφασίσθηκε η συνεκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων προς διευκόλυνση της έγγραφης και προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως του Δικαστηρίου.

 Επί των αιτημάτων εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας

14      Σύμφωνα με το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, να αποφασίσει την υπαγωγή της υποθέσεως σε ταχεία διαδικασία κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού.

15      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο αιτιολογεί τα αιτήματά του περί υπαγωγής των υπό κρίση υποθέσεων στην προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη ταχεία διαδικασία εκθέτοντας τα ακόλουθα στοιχεία.

16      Κατ’ αρχάς, το δικαστήριο αυτό υπογραμμίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι υποθέσεις αυτές αφορούν έναν ευαίσθητο τομέα, καθόσον συνδέονται με τις δραστηριότητες διασώσεως προσώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο και διεξάγονται στη Μεσόγειο Θάλασσα, από τα έτη 2014 και 2015, εκ μέρους μη κυβερνητικών οργανώσεων με ανθρωπιστικό σκοπό, μέσω, μεταξύ άλλων, φορτηγών πλοίων που φέρουν σημαία των κρατών μελών, στα οποία περιλαμβάνονται το Sea Watch 3 και το Sea Watch 4.

17      Στη συνέχεια, το εν λόγω δικαστήριο εκθέτει, κατ’ ουσίαν, ότι τα μέτρα κρατήσεως που επιβλήθηκαν στα πλοία τα οποία εκμεταλλεύεται η Sea Watch εντάσσονται στο πλαίσιο συνόλου μέτρων ικανών να επηρεάσουν, γενικώς, τις δραστηριότητες που αφορά η προηγούμενη σκέψη. Πράγματι, σε όλα σχεδόν τα πλοία που ασκούν τις δραστηριότητες αυτές έχουν, επί του παρόντος, επιβληθεί μέτρα κρατήσεως από διάφορα ιταλικά Λιμεναρχεία (ιδίως αυτά της Olbia, του Παλέρμο, του Porto Empedocle και της Βενετίας), με την αιτιολογία ότι τα πλοία αυτά δεν τηρούν τις προβλεπόμενες απαιτήσεις.

18      Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως αυτής, να αποσαφηνιστεί ταχέως το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου ασκούνται οι εν λόγω δραστηριότητες και επισημαίνει όχι μόνον ότι η τήρηση των προβλεπόμενων απαιτήσεων στον τομέα της ασφάλειας και της υγείας συνιστά ζήτημα δημόσιας τάξης, αλλά και ότι δεν υπάρχει, επί του παρόντος, ελλείψει της αποσαφηνίσεως αυτής, κανένα νομοθετικό κείμενο βάσει του οποίου να είναι δυνατή η παύση της πρακτικής της κρατήσεως πλοίων.

19      Τέλος, το δικαστήριο αυτό είναι της γνώμης ότι ο μέσος χρόνος εκδικάσεως των υποθέσεων από το Δικαστήριο δεν θα του παράσχει τη δυνατότητα να επιλύσει τις διαφορές των κυρίων δικών πριν από την αρχή του καλοκαιριού του 2021, ενώ η πείρα των προηγουμένων ετών διδάσκει ότι κατά την εν λόγω εποχή συγκεντρώνονται, κατά κανόνα, οι περισσότερες επιχειρήσεις διασώσεως προσώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο στη Μεσόγειο Θάλασσα από τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η Sea Watch και οι ομόλογές της.

20      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, το ως άνω δικαστήριο φρονεί ότι είναι αναγκαίο να λάβει, σε σύντομο χρονικό διάστημα, απαντήσεις στα ερωτήματα που υποβάλλει στο Δικαστήριο, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι, λαμβανομένων υπόψη των αιτημάτων του περί υπαγωγής των υπό κρίση υποθέσεων στην ταχεία διαδικασία, απέρριψε το ίδιο, όλως προσωρινώς και υπό την επιφύλαξη της έκδοσης οριστικής αποφάσεως επί του ζητήματος αυτού αφού γίνει γνωστή η έκβαση των εν λόγω αιτημάτων ενώπιον του Δικαστηρίου, τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλε η Sea Watch με αντικείμενο τη λήψη προσωρινών μέτρων.

21      Υπό το πρίσμα των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, επιβάλλεται η επισήμανση, πρώτον, ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ανασφάλεια δικαίου που επικρατεί σε σχέση με τις δραστηριότητες διαδίκου εθνικής δίκης στο πλαίσιο της οποίας το αρμόδιο δικαστήριο εκτιμά αναγκαίο να υποβάλει στο Δικαστήριο ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, αφενός, και το θεμιτό συμφέρον του διαδίκου αυτού να πληροφορηθεί το ταχύτερο δυνατόν το περιεχόμενο των δικαιωμάτων που αντλεί από το δίκαιο της Ένωσης, αφετέρου, συνιστούν περιστάσεις που είναι δυνατόν να εμφανιστούν σε πολλές διαφορές και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να δικαιολογήσουν την υπαγωγή προδικαστικής υποθέσεως στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Δεκεμβρίου 2017, M. A. κ.λπ., C-661/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:1024, σκέψη 16, και απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, The International Protection Appeals Tribunal κ.λπ., C-322/19 και C-385/19, EU:C:2021:11, σκέψη 47).

22      Πράγματι, η εν λόγω ταχεία διαδικασία αποτελεί δικονομικό μέσο για την αντιμετώπιση εξαιρετικά επείγουσας περιπτώσεως, της οποίας η ύπαρξη πρέπει να αποδεικνύεται σε σχέση με εξαιρετικές περιστάσεις που αφορούν τη συγκεκριμένη υπόθεση ως προς την οποία υποβάλλεται αίτημα υπαγωγής στην ταχεία διαδικασία (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Δεκεμβρίου 2017, M. A. κ.λπ., C-661/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:1024, σκέψη 17).

23      Δεύτερον και για τον ίδιο λόγο, ο μεγάλος αριθμός προσώπων που είναι δυνατόν να βρίσκονται στην ίδια αβεβαιότητα με τους διαδίκους της κύριας δίκης ή νομικών καταστάσεων οι οποίες είναι δυνατόν να επηρεάζονται από την απόφαση την οποία καλείται να εκδώσει το αιτούν δικαστήριο αφού λάβει απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε στο Δικαστήριο ή από αποφάσεις που το δικαστήριο αυτό ή άλλα εθνικά δικαστήρια μπορεί να κληθούν να εκδώσουν σε παρεμφερείς διαφορές δεν συνιστά, αυτός καθεαυτόν, εξαιρετική περίσταση ικανή να δικαιολογήσει την υπαγωγή της υποθέσεως σε ταχεία διαδικασία [πρβλ. διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2016, Banco Santander, C-96/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:566, σκέψη 18, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Minister for Justice and Equality, C-508/18 και C‑509/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:766, σκέψη 14, και απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2020, Staatsanwaltschaft Wien (Πλαστογραφημένες εντολές πληρωμής), C-584/19, EU:C:2020:1002, σκέψη 36].

24      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα διάφορα αυτά στοιχεία, των οποίων η ύπαρξη, εν προκειμένω, προκύπτει σαφώς από τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου που συνοψίζονται στις σκέψεις 17 και 18 της παρούσας διατάξεως, μολονότι αποδεικνύουν τον σημαντικό και ευαίσθητο χαρακτήρα των διαφορών των κυρίων δικών και των απαντήσεων που το Δικαστήριο πρόκειται να δώσει στα ερωτήματα που του υποβάλλονται, στον οικείο τομέα του δικαίου της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Μαρτίου 2018, Vitali, C-63/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:199, σκέψη 16, και της 27ης Φεβρουαρίου 2019, M.V. κ.λπ., C-760/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:170, σκέψη 17), δεν είναι ικανά να δικαιολογήσουν την υπαγωγή των υπό κρίση υποθέσεων στην ταχεία διαδικασία.

25      Τρίτον, τέλος, από τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου που συνοψίζονται στις σκέψεις 16 και 19 της παρούσας διατάξεως προκύπτει προδήλως ότι οι διαφορές στο πλαίσιο των οποίων το δικαστήριο αυτό υποβάλλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης έχουν, πέραν των νομικών πτυχών και των συγκεκριμένων επιπτώσεών τους, σημαντική ανθρώπινη και ευαίσθητη διάσταση, στο μέτρο που αφορούν τις συνθήκες υπό τις οποίες οι μη κυβερνητικές οργανώσεις με ανθρωπιστικό σκοπό καλούνται να ασκήσουν δραστηριότητες διασώσεως προσώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο στη θάλασσα. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει, ιδίως, ότι ζητεί την εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας, προκειμένου να λάβει από το Δικαστήριο απαντήσεις εντός χρονικού διαστήματος που του παρέχει τη δυνατότητα να αποφανθεί επί των διαφορών των κυρίων δικών πριν από την αρχή του καλοκαιριού του 2021, εποχής κατά την οποία, όπως διδάσκει η πείρα, συγκεντρώνονται κατά κανόνα οι επιχειρήσεις διασώσεως προσώπων που κινδυνεύουν στη Μεσόγειο Θάλασσα.

26      Όπως προκύπτει όμως από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι μια εθνική διαφορά έχει επείγοντα χαρακτήρα και ότι το αρμόδιο δικαστήριο υποχρεούται να λάβει κάθε μέτρο για να διασφαλίσει την ταχεία επίλυσή της δεν δικαιολογεί, αυτό καθεαυτό, την υπαγωγή από το Δικαστήριο της αντίστοιχης προδικαστικής παραπομπής στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας (διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 31ης Ιουλίου 2017, Mobit, C-350/17 και C-351/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:626, σκέψη 6, και της 29ης Νοεμβρίου 2017, Bosworth και Hurley, C‑603/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:933, σκέψη 9).

27      Πράγματι, η διαδικασία αυτή διακρίνεται, τόσο λόγω του αντικειμένου της όσο και λόγω των προϋποθέσεων εφαρμογής της, από διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, όπως η προβλεπόμενη στα άρθρα 160 έως 166 και 190 του Κανονισμού Διαδικασίας όσον αφορά τις ευθείες προσφυγές και τις αιτήσεις αναιρέσεως (πρβλ. διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Απριλίου 2016, Συμβούλιο κατά Front Polisario, C-104/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:232, σκέψη 18, και της 11ης Οκτωβρίου 2017, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-441/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:794, σκέψη 15), ή από τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων που εφαρμόζεται ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, της οποίας έγινε μνεία στη σκέψη 20 της παρούσας διατάξεως.

28      Ειδικότερα, η ταχεία διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας αποσκοπεί να παράσχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να εκδώσει, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, απόφαση επί της ουσίας της προδικαστικής υποθέσεως που υποβάλλεται στην κρίση του και όχι να εκτιμήσει την ανάγκη λήψεως προσωρινών μέτρων εν αναμονή της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής.

29      Επιπλέον, σε αντιδιαστολή προς τις διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων που μνημονεύονται στη σκέψη 27 της παρούσας διατάξεως, η ταχεία διαδικασία δεν παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί αμελλητί και, εν ανάγκη, προσωρινώς επί των ερωτημάτων που του υποβάλλονται, αλλά του επιβάλλει προηγουμένως την υποχρέωση να σεβαστεί το δικαίωμα καταθέσεως γραπτών παρατηρήσεων που το άρθρο 105, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας παρέχει στους διαδίκους της κύριας δίκης και στους άλλους ενδιαφερομένους τους οποίους αφορά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα κράτη μέλη, τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 38, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, μπορούν να καταθέσουν τις παρατηρήσεις τους στην επίσημη γλώσσα τους. Στις προθεσμίες που αφορούν την τήρηση της απαιτήσεως αυτής προστίθενται, ιδίως, τα χρονικά διαστήματα που απαιτεί η μετάφραση, πρώτον, της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στις διάφορες επίσημες γλώσσες της Ένωσης, δεύτερον, των γραπτών παρατηρήσεων που καταθέτουν τα κράτη μέλη στη γλώσσα διαδικασίας και, τρίτον, της αποφάσεως του Δικαστηρίου ενόψει της δημοσιεύσεώς της.

30      Εν προκειμένω, όμως, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων αυτών και της ημερομηνίας κατά την οποία το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, προκύπτει ότι δεν είναι δυνατόν για το Δικαστήριο, ακόμη και με την υπαγωγή των υπό κρίση υποθέσεων στην ταχεία διαδικασία, να εκδώσει απόφαση επ’ αυτών εντός χρονικού διαστήματος το οποίο να συνάδει με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και να παρέχει στο αιτούν δικαστήριο τη δυνατότητα να επιλύσει τις διαφορές των κυρίων δικών πριν από την αρχή του καλοκαιριού του 2021, όπως οφείλει, σύμφωνα με τις επισημάνσεις του, να πράξει για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 19 και 25 της παρούσας διατάξεως.

31      Επομένως, η εφαρμογή της διαδικασίας αυτής δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να επιτύχει τον σκοπό που εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας διατάξεως και δεν έχει, κατά συνέπεια, πρακτική αποτελεσματικότητα στις υπό κρίση υποθέσεις (βλ., κατ’ αναλογίαν, διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Δεκεμβρίου 2017, de Diego Porras, C-619/17, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:1025, σκέψη 25). Ως εκ τούτου, οι συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εκ μέρους του Δικαστηρίου παρέκκλιση από τις γενικώς εφαρμοστέες διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας, εν προκειμένω βάσει του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού.

32      Τούτου δοθέντος, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι κάθε εθνικό δικαστήριο το οποίο επιλαμβάνεται διαφοράς που διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να διαθέτει την εξουσία να διατάξει προσωρινά μέτρα για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της προδικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί σχετικά με την ύπαρξη των προβαλλομένων βάσει του δικαίου αυτού δικαιωμάτων, αφήνοντας, εν ανάγκη, ανεφάρμοστους τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου που εμποδίζουν την άσκηση της εξουσίας αυτής. Τούτο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, όταν το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο αποφασίζει να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο, δεδομένου ότι τέτοια προσωρινά μέτρα μπορεί να αποδειχθούν κατάλληλα για τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του συστήματος της προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 1990, Factortame κ.λπ., C-213/89, EU:C:1990:257, σκέψεις 21 έως 23).

33      Επομένως, εναπόκειται, πρωτίστως, στον εθνικό δικαστή ο οποίος επιλαμβάνεται διαφοράς που έχει επείγοντα χαρακτήρα και ο οποίος μπορεί να εκτιμήσει καλύτερα τις συγκεκριμένες συνέπειές της για τους διαδίκους και φρονεί ότι είναι αναγκαίο να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης να λάβει, εν αναμονή της εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου, όλα τα προσωρινά μέτρα που είναι κατάλληλα για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας της αποφάσεως την οποία ο ίδιος καλείται να εκδώσει (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2018, Gómez del Moral Guasch, C-125/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:253, σκέψη 15 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34      Κατά συνέπεια, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται εν προκειμένω, όπερ θεώρησε πιθανό με τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως όπως αυτές συνοψίζονται στη σκέψη 20 της παρούσας διατάξεως, να αποφασίσει αν τα προσωρινά μέτρα είναι κατάλληλα για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των αποφάσεων που καλείται να εκδώσει και, ενδεχομένως, να καθορίσει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

35      Από την πλευρά του, το Δικαστήριο θα εκδικάσει τις παρούσες υποθέσεις κατά προτεραιότητα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 53, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων των υποθέσεων αυτών, όπως προκύπτουν από τις διαπιστώσεις του αιτούντος δικαστηρίου που συνοψίζονται στις σκέψεις 16 έως 19 της παρούσας διατάξεως.

36      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν μπορούν να γίνουν δεκτά τα αιτήματα του αιτούντος δικαστηρίου περί υπαγωγής των υπό κρίση υποθέσεων στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διατάσσει:

Απορρίπτει τα αιτήματα του Tribunale amministrativo regionale per la Sicilia (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Σικελίας, Ιταλία) περί υπαγωγής των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων C-14/21 και C15/21 στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.