Language of document : ECLI:EU:T:2015:599

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 8ης Σεπτεμβρίου 2015 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν με σκοπό την παρεμπόδιση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων – Δέσμευση κεφαλαίων – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαιώματα άμυνας – Δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Πλάνη εκτιμήσεως – Προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑564/12,

Ministry of Energy of Iran, με έδρα την Τεχεράνη (Ιράν), εκπροσωπούμενο από την M. Lester, barrister,

προσφεύγον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους M. Bishop και A. De Elera,

καθού,

με αντικείμενο τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 2012/635/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2012, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 282, σ. 58), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 945/2012 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 282, σ. 16),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová (εισηγήτρια) και E. Buttigieg, δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Νοεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το προσφεύγον, Υπουργείο Ενέργειας του Ιράν, φέρει, μεταξύ άλλων, την ευθύνη για την παροχή και τη διαχείριση ύδατος, ηλεκτρικής ενέργειας, ενέργειας και υπηρεσιών σχετιζόμενων με τα λύματα στο Ιράν.

2        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο του καθεστώτος περιοριστικών μέτρων που καθιερώθηκε για να ασκηθεί πίεση στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν προκειμένου να παύσει τις πυρηνικές δραστηριότητες που ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως και την ανάπτυξη συστημάτων εκτοξεύσεως πυρηνικών όπλων (στο εξής, από κοινού: διάδοση των πυρηνικών όπλων).

3        Δυνάμει της αποφάσεως 2012/635/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2012, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 282, σ. 58), το όνομα του προσφεύγοντος ενεγράφη στον κατάλογο των οντοτήτων που συμβάλλουν στη διάδοση των πυρηνικών όπλων στο Ιράν, ο οποίος παρατίθεται στο παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσεως 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ L 195, σ. 39).

4        Κατά συνέπεια, δυνάμει του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 945/2012 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ L 282, σ. 16), το όνομα του προσφεύγοντος ενεγράφη στον κατάλογο ο οποίος παρατίθεται στο παράρτημα IX του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 961/2010 (ΕΕ L 88, σ. 1).

5        Η εγγραφή του ονόματος του προσφεύγοντος στον κατάλογο που παρατίθεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413 και σε εκείνον που παρατίθεται στο παράρτημα IX του κανονισμού 267/2012 είχε ως συνέπεια τη δέσμευση των κεφαλαίων του και των οικονομικών του πόρων.

6        Όσον αφορά το προσφεύγον, η απόφαση 2012/635 και ο εκτελεστικός κανονισμός 945/2012 παραθέτουν την ακόλουθη αιτιολογία:

«Υπεύθυνο για την πολιτική στον ενεργειακό τομέα, που αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για την ιρανική κυβέρνηση.»

7        Με έγγραφο της 16ης Οκτωβρίου 2012, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενημέρωσε το προσφεύγον σχετικά με την εγγραφή του ονόματός του στον κατάλογο που παρατίθεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413 και σε εκείνον που παρατίθεται στο παράρτημα IX του κανονισμού 267/2012.

8        Επίσης στις 16 Οκτωβρίου 2012, το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα ανακοίνωση υπόψη των προσώπων στα οποία εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2010/413, όπως εφαρμόζεται με την απόφαση 2012/635, και στον κανονισμό 267/2012, όπως εφαρμόζεται με τον εκτελεστικό κανονισμό 945/2013 (ΕΕ C 312, σ. 21). Με την ανακοίνωση αυτή, τα οικεία πρόσωπα ενημερώθηκαν, μεταξύ άλλων, ότι μπορούσαν να αποστείλουν στο Συμβούλιο αίτηση επανεξετάσεως της εγγραφής των ονομάτων τους στους επίμαχους καταλόγους.

9        Με έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 2012, το προσφεύγον αμφισβήτησε το βάσιμο της εγγραφής του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους και ζήτησε από το Συμβούλιο να προβεί σε επανεξέταση. Ζήτησε, επίσης, να του δοθεί πρόσβαση στις πληροφορίες και στα αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την προμνησθείσα εγγραφή.

10      Την 11η Δεκεμβρίου 2012, το Συμβούλιο δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα ανακοίνωση υπόψη των προσώπων και των οντοτήτων κατά των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση 2010/413 και στον κανονισμό 267/2012 (EE C 380, σ. 7). Στην ανακοίνωση αυτή διευκρινιζόταν ότι τα οικεία πρόσωπα και οι οικείες οντότητες μπορούσαν να αποστείλουν στο Συμβούλιο, πριν από την 31η Ιανουαρίου 2013, τις παρατηρήσεις τους ούτως ώστε να ληφθούν αυτές υπόψη για την περιοδική επανεξέταση του καταλόγου των κατονομαζόμενων προσώπων και οντοτήτων.

11      Με έγγραφο της 31ης Ιανουαρίου 2013, το οποίο απεστάλη ως απάντηση στην ανακοίνωση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, το προσφεύγον επανέλαβε το αίτημά του περί επανεξετάσεως.

12      Με έγγραφο της 12ης Μαρτίου 2013, το Συμβούλιο απάντησε στο αίτημα του προσφεύγοντος για πρόσβαση στον φάκελο, κοινοποιώντας του αντίγραφο της από 19 Σεπτεμβρίου 2012 προτάσεως για τη λήψη περιοριστικών μέτρων, καθώς και πρακτικά των συνεδριάσεων των προπαρασκευαστικών οργάνων του Συμβουλίου.

13      Με έγγραφο της 14ης Μαρτίου 2014, το Συμβούλιο απάντησε στο από 31 Ιανουαρίου 2013 έγγραφο του προσφεύγοντος. Αποσαφήνισε ότι, κατά την άποψή του, τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα εξακολουθούσαν να είναι δικαιολογημένα για τους λόγους που εξετέθησαν στην αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων. Το Συμβούλιο ανέφερε σχετικώς ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που εξέδωσε το προσφεύγον, οι εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας για τις οποίες ήταν υπεύθυνο προσπόριζαν σημαντικά έσοδα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Δεκεμβρίου 2012, το προσφεύγον άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

15      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, οι διάδικοι κλήθηκαν, με έγγραφο της 30ής Σεπτεμβρίου 2014, να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις και να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Το Συμβούλιο και το προσφεύγον υπέβαλαν τις απαντήσεις τους, αντιστοίχως, στις 20 Οκτωβρίου και στις 5 Νοεμβρίου 2014.

16      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 25ης Νοεμβρίου 2014.

17      Το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση 2012/635 και τον εκτελεστικό κανονισμό 945/2012, καθόσον οι πράξεις αυτές το αφορούν·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

18      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

19      Στα δικόγραφά του, το Συμβούλιο επισήμανε, επιπροσθέτως, ότι η υπό κρίση προσφυγή ήταν απαράδεκτη, στο μέτρο που το προσφεύγον, ως κλάδος της Ιρανικής Κυβερνήσεως, δεν ενομιμοποιείτο να προβάλει προσβολή των θεμελιωδών του δικαιωμάτων. Εντούτοις, το Συμβούλιο παραιτήθηκε από την εν λόγω ένσταση απαραδέκτου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Σκεπτικό

20      Προτού εξετασθούν οι τέσσερις λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε το προσφεύγον προς στήριξη των αιτημάτων του, πρέπει να εξετασθεί, αυτεπαγγέλτως, το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής σε σχέση με το νομικό καθεστώς του προσφεύγοντος.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

21      Δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να ασκηθεί από «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο».

22      Εν προκειμένω, από την απάντηση του προσφεύγοντος σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι, ως υπουργείο της Ιρανικής Κυβερνήσεως, δεν διαθέτει αυτοτελή νομική προσωπικότητα σε σχέση με εκείνη της εν λόγω κυβερνήσεως.

23      Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει ότι, εάν το Συμβούλιο έκρινε ότι το προσφεύγον είχε υπόσταση σε βαθμό επαρκή ώστε να αποτελέσει αντικείμενο περιοριστικών μέτρων, η συνέπεια και η δικαιοσύνη θα επέβαλλαν να γίνει δεκτό ότι διέθετε υπόσταση σε βαθμό επαρκή για να προσβάλει τα μέτρα αυτά. Οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα θα είχε ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα εγγραφής μιας οργανώσεως στον κατάλογο των οντοτήτων, τις οποίες αφορούν τα περιοριστικά μέτρα, χωρίς να της παρέχεται η δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή κατά της εγγραφής αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, C‑229/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:32, σκέψη 112).

24      Πρέπει, επιπροσθέτως, να σημειωθεί ότι τα περιοριστικά μέτρα τα οποία προβλέπουν η απόφαση 2010/413 και ο κανονισμός 267/2012 αφορούν ρητώς όχι μόνον «πρόσωπα», αλλά, επίσης, «οντότητες και οργανισμούς». Επομένως, η εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση προβλέπει ρητώς ότι τα περιοριστικά μέτρα μπορούν να αφορούν οντότητες που δεν διαθέτουν ιδία νομική προσωπικότητα.

25      Υπό τις περιστάσεις αυτές, προκειμένου να είναι παραδεκτή η υπό κρίση προσφυγή, είναι αναγκαίο να καταδειχθεί ότι το προσφεύγον έχει πράγματι την πρόθεση να την ασκήσει και ότι στους δικηγόρους που ισχυρίζονται ότι το εκπροσωπούν έχει δοθεί πράγματι εντολή εκπροσωπήσεώς του (βλ., συναφώς, απόφαση PKK και KNK κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 23, EU:C:2007:32, σκέψη 113).

26      Ως προς το ανωτέρω, η προσκομισθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου εντολή που δόθηκε στον δικηγόρο που εκπροσωπεί το προσφεύγον υπογράφηκε από τον Υπουργό Ενέργειας, ο οποίος επιβεβαίωσε με την ευκαιρία αυτή ότι ήταν αρμόδιος να δώσει τέτοια εντολή εν ονόματι του προσφεύγοντος.

27      Υπό τις ως άνω περιστάσεις, συνάγεται ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή, παρά το γεγονός ότι το προσφεύγον δεν διαθέτει αυτοτελή νομική προσωπικότητα.

 Επί της ουσίας

28      Το προσφεύγον προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως οι οποίοι αντλούνται, ο πρώτος από πλάνη εκτιμήσεως, ο δεύτερος από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ο τρίτος από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς του και του δικαιώματός του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και ο τέταρτος από προσβολή των θεμελιωδών του δικαιωμάτων και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

29      Πρέπει, καταρχάς, να εξετασθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, προτού εξετασθούν ο τρίτος, εν συνεχεία ο πρώτος και, τέλος, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

30      Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αιτιολογούνται επαρκώς κατά νόμον.

31      Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος.

32      Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως βλαπτικής πράξεως, η οποία αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον θιγόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν ενδεχομένως βαρύνεται με πλημμέλεια δυνάμενη να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως του κύρους της ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στα εν λόγω όργανα τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Συμβούλιο κατά Bamba, C-417/11 P, Συλλογή, EU:C:2012:718, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο ο οποίος να καθιστά δυνατό στον μεν θιγόμενο να γνωρίζει τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη των μέτρων, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, προπαρατεθείσα στη σκέψη 32, EU:C:2012:718, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Στο μέτρο που δεν παρέχεται στον θιγόμενο δικαίωμα ακροάσεως πριν από τη λήψη της αρχικής αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι ακόμη σημαντικότερη, καθόσον αποτελεί τη μοναδική εγγύηση που του επιτρέπει, τουλάχιστον μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής, να ασκήσει λυσιτελώς τα ένδικα βοηθήματα που έχει στη διάθεσή του για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως (απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, προπαρατεθείσα στη σκέψη 32, EU:C:2012:718, σκέψη 51).

35      Ως εκ τούτου, η αιτιολογία πράξεως του Συμβουλίου περί επιβολής μέτρου για τη δέσμευση κεφαλαίων πρέπει να προσδιορίζει τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο εκτιμά, στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, ότι πρέπει να επιβληθεί τέτοιο μέτρο στον θιγόμενο (απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, προπαρατεθείσα στη σκέψη 32, EU:C:2012:718, σκέψη 52).

36      Εντούτοις, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να διασαφηνίζει η αιτιολογία όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον ο επαρκής χαρακτήρας μιας αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, προπαρατεθείσα στη σκέψη 32, EU:C:2012:718, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον έχει εκδοθεί εντός πλαισίου γνωστού στον θιγόμενο, το οποίο του επιτρέπει να γνωρίζει το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, προπαρατεθείσα στη σκέψη 32, EU:C:2012:718, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Εν προκειμένω, το Συμβούλιο υιοθέτησε την ακόλουθη αιτιολογία έναντι του προσφεύγοντος:

«Υπεύθυνο για την πολιτική στον ενεργειακό τομέα, που αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για την ιρανική κυβέρνηση.»

39      Πρώτον, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι η ως άνω αιτιολογία δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό του κριτηρίου το οποίο εφάρμοσε το Συμβούλιο προκειμένου να εκδώσει τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα. Το κριτήριο αυτό δεν προσδιορίστηκε εξάλλου ούτε στη συνέχεια.

40      Ως προς τούτο, είναι πράγματι αληθές ότι η παρατεθείσα αιτιολογία δεν προσδιορίζει ρητώς το κριτήριο που εφάρμοσε το Συμβούλιο.

41      Εντούτοις, η ένδειξη, σύμφωνα με την οποία το προσφεύγον είναι υπεύθυνο για έναν τομέα που αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για την Ιρανική Κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 20, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012, οι οποίες προβλέπουν τα διάφορα κριτήρια που καθιστούν δυνατή τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά προσώπου ή οντότητας, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο το οποίο εφάρμοσε εν προκειμένω το Συμβούλιο είναι εκείνο των οντοτήτων που παρέχουν στήριξη στην προμνησθείσα κυβέρνηση.

42      Υπό τις συνθήκες αυτές, η πρώτη αιτίαση του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί.

43      Δεύτερον, κατά το προσφεύγον, οι προβληθέντες λόγοι είναι αόριστοι καθότι δεν προσδιορίζουν, πρώτον, τον λόγο για τον οποίο η ευθύνη του στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής είναι καθοριστική όσον αφορά τη λήψη των περιοριστικών μέτρων, εν συνεχεία, το είδος ή το ύψος των σχετικών εσόδων και, τέλος, τη σημασία των παραγόντων αυτών όσον αφορά τη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Στο πλαίσιο αυτό, κατά τη νομολογία, δεν είναι δυνατόν να προβάλλονται συμπληρωματικοί λόγοι στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

44      Ως προς τα ανωτέρω, πρέπει, καταρχάς, να σημειωθεί ότι η αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων καθίστα σαφές ότι η ευθύνη του προσφεύγοντος στον τομέα της ενέργειας είναι καθοριστική καθόσον ο τομέας αυτός αποτελεί, κατά το Συμβούλιο, σημαντική πηγή εσόδων για την Ιρανική Κυβέρνηση. Πράγματι, από την περίσταση ακριβώς αυτή συνάγεται, κατά το Συμβούλιο, ότι το προσφεύγον παρέχει στήριξη στην προμνησθείσα κυβέρνηση, γεγονός που δικαιολογεί τη λήψη περιοριστικών μέτρων εις βάρος του.

45      Εν συνεχεία, η αιτιολογία των προσβαλλόμενων πράξεων είναι ασφαλώς πολύ συνοπτική όσον αφορά τη φύση των κρίσιμων εσόδων, δεδομένου ότι διευκρινίζεται απλώς και μόνον ότι εμπίπτουν στον τομέα της ενέργειας. Εντούτοις, τόσο στα έγγραφα που απέστειλε στο Συμβούλιο όσο και στο δικόγραφο της προσφυγής, το προσφεύγον ήταν σε θέση να αμφισβητήσει το βάσιμο της εγγραφής του ονόματός του προβάλλοντας, ιδίως, ότι οι δραστηριότητές του στον τομέα της ενέργειας δεν αποτελούσαν πηγή εσόδων για την Ιρανική Κυβέρνηση, αλλά έχρηζαν, αντιθέτως, κρατικής χρηματοδοτήσεως, υπό τη μορφή επιδοτήσεων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, μολονότι θα έπρεπε όντως να έχει δοθεί λεπτομερέστερη αιτιολογία, συνάγεται ότι η δοθείσα αιτιολογία παρέσχε στο προσφεύγον τη δυνατότητα να αντιληφθεί, με αρκούντως ακριβή τρόπο, τη δικαιολόγηση των εις βάρος του περιοριστικών μέτρων και να την αμφισβητήσει. Ομοίως, η εν λόγω αιτιολογία παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας των προσβαλλόμενων πράξεων.

46      Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται, επιπλέον, ότι οι διευκρινίσεις τις οποίες παρέσχε το Συμβούλιο με το υπόμνημα αντικρούσεως ως προς το είδος και το ύψος των σχετικών εσόδων δεν συνιστούν αιτιολογία a posteriori, η οποία δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο, αλλά αποβλέπουν στη συμπλήρωση της ήδη δοθείσας αιτιολογίας.

47      Τέλος, επισημαίνεται ότι η σημασία της παροχής οικονομικών πόρων στην Ιρανική Κυβέρνηση στο πλαίσιο της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων προκύπτει αρκούντως σαφώς από τις αιτιολογικές σκέψεις των πράξεων στις οποίες βασίζονται τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος του προσφεύγοντος.

48      Συγκεκριμένα, κατά την αιτιολογική σκέψη 13 της αποφάσεως 2012/35/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 23ης Ιανουαρίου 2012, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2010/413 (ΕΕ L 19, σ. 22), στην οποία παραπέμπει η αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 267/2012, «[ο]ι περιορισμοί εισόδου και η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων θα πρέπει να εφαρμοστούν και σε άλλα πρόσωπα και οντότητες που παρέχουν στήριξη στην κυβέρνηση του Ιράν ώστε αυτή να μπορεί να συνεχίζει πυρηνικές δραστηριότητες ικανές να συντελέσουν στη διάδοση και στην ανάπτυξη φορέων πυρηνικών όπλων, ιδίως δε σε πρόσωπα και οντότητες που παρέχουν οικονομική, υλικοτεχνική ή υλική στήριξη στην κυβέρνηση του Ιράν». Από την ως άνω αιτιολογική σκέψη προκύπτει σαφώς ότι η δέσμευση των κεφαλαίων των οντοτήτων που παρέχουν στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση αιτιολογείται από την επιδίωξη να στερηθεί η τελευταία πόρους, μεταξύ άλλων οικονομικούς, που της επιτρέπουν να συνεχίζει τη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

49      Υπό τις συνθήκες αυτές, η δεύτερη αιτίαση του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί.

50      Τρίτον, κατά το προσφεύγον, η αιτιολογία που έδωσε το Συμβούλιο δεν επεξηγεί τον λόγο για τον οποίο οι ενώπιον του τελευταίου υποβληθείσες παρατηρήσεις του δεν ελήφθησαν υπόψη.

51      Η αιτίαση, όμως, αυτή είναι αλυσιτελής στο πλαίσιο του εξεταζόμενου λόγου, δεδομένου ότι οι παρατηρήσεις στις οποίες αναφέρεται το προσφεύγον είναι μεταγενέστερες της εκδόσεως των προσβαλλόμενων πράξεων, το δε Συμβούλιο δεν ήταν, επομένως σε θέση, εξ ορισμού, να απαντήσει επ’ αυτών στην αιτιολόγηση των εν λόγω πράξεων.

52      Κατά τα λοιπά, πρέπει να τονισθεί ότι, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το προσφεύγον προέβαλε την αιτίαση ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις του. Το βάσιμο της αιτιάσεως αυτής θα εξετασθεί στις σκέψεις 67 έως 77 κατωτέρω.

53      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί και η τρίτη, επίσης, αιτίαση του προσφεύγοντος και, κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

54      Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο προσέβαλε τα δικαιώματά του άμυνας και το δικαίωμά του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

55      Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος.

56      Πρώτον, το προσφεύγον διατείνεται ότι η εκ μέρους του Συμβουλίου παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συνεπάγεται προσβολή των προμνησθέντων δικαιωμάτων.

57      Στο μέτρο, όμως, που ο αντλούμενος από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως δεύτερος λόγος ακυρώσεως απορρίφθηκε στη σκέψη 53 ανωτέρω, η αιτίαση αυτή δεν είναι δυνατόν να τελεσφορήσει.

58      Δεύτερον, το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, παρά τη σχετική του αίτηση, δεν του κοινοποιήθηκαν οι πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την εγγραφή του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους. Στο πλαίσιο αυτό, το Συμβούλιο δεν παρέθεσε συγκεκριμένους λόγους που αντιτίθενται στην κοινοποίηση των εν λόγω πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων.

59      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, όταν έχουν γνωστοποιηθεί αρκούντως ακριβείς πληροφορίες που παρέχουν στην ενδιαφερόμενη οντότητα τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή της σχετικά με τα στοιχεία που δέχεται εις βάρος της το Συμβούλιο, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνεπάγεται ότι το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει να παράσχει με δική του πρωτοβουλία πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχει ο φάκελός του. Μόνον κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου μέρους, οφείλει το Συμβούλιο να παράσχει πρόσβαση σε όλα τα μη εμπιστευτικά διοικητικά έγγραφα που αφορούν το επίμαχο μέτρο (βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2013, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, T‑35/10 και T‑7/11, Συλλογή, EU:T:2013:397, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Εν προκειμένω, το προσφεύγον ζήτησε πρόσβαση στον φάκελο στις 8 Δεκεμβρίου 2012. Το Συμβούλιο απάντησε στην αίτησή του στις 12 Μαρτίου 2013, κοινοποιώντας του αντίγραφο της από 19 Σεπτεμβρίου 2012 προτάσεως για λήψη περιοριστικών μέτρων, καθώς και πρακτικά των συνεδριάσεων των προπαρασκευαστικών οργάνων του Συμβουλίου.

61      Επιπλέον, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, ότι ο φάκελός του που αφορούσε το προσφεύγον δεν περιείχε άλλα στοιχεία πλην των κοινοποιηθέντων με την απάντηση της 12ης Μαρτίου 2013. Το προσφεύγον, από την πλευρά του, δεν ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν τέτοια άλλα στοιχεία.

62      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να συναχθεί ότι το προσφεύγον απέκτησε πρόσβαση στον φάκελο του Συμβουλίου, σύμφωνα με την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, και να απορριφθεί, κατά συνέπεια, η δεύτερή του αιτίαση.

63      Τρίτον, το προσφεύγον διατείνεται ότι δεν του δόθηκε η ευκαιρία να προβάλει την άποψή του πριν από τη λήψη των περιοριστικών μέτρων. Κατόπιν της λήψεως των εν λόγω μέτρων, η δυνατότητά του να υποβάλει παρατηρήσεις εθίγη σημαντικά εξαιτίας της μη κοινοποιήσεως των πληροφοριών και των αποδεικτικών στοιχείων που τεκμηριώνουν την εγγραφή του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους.

64      Ωστόσο, αφενός, κατά τη νομολογία, το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να ανακοινώνει προηγουμένως στο εμπλεκόμενο άτομο ή την εμπλεκόμενη οντότητα τους λόγους στους οποίους το θεσμικό αυτό όργανο προτίθεται να στηρίξει την αρχική αναγραφή του ονόματός τους στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων των οποίων δεσμεύονται τα κεφάλαια. Πράγματι, ένα τέτοιο μέτρο, προκειμένου να μη θιγεί η αποτελεσματικότητά του, πρέπει να είναι, ως εκ της φύσεώς του, αιφνιδιαστικό και να μπορεί να εφαρμοστεί αμέσως. Σε μια τέτοια περίπτωση, αρκεί, καταρχήν, ότι το θεσμικό όργανο προβαίνει στην ανακοίνωση των αιτιολογιών στο πρόσωπο αυτό ή στην οντότητα αυτή και παρέχει στον ενδιαφερόμενο το δικαίωμα ακροάσεως ταυτόχρονα ή αμέσως μετά την έκδοση της αποφάσεως (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, C‑27/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:853, σκέψη 61).

65      Αφετέρου, στο μέτρο που το προσφεύγον υπέβαλε, στις 8 Δεκεμβρίου 2012, τις παρατηρήσεις του στο Συμβούλιο ταυτοχρόνως με την αίτησή του προσβάσεως στον φάκελο, οι εν λόγω παρατηρήσεις δεν μπορούσαν, εξ ορισμού, να λάβουν υπόψη τα στοιχεία του φακέλου. Ως εκ τούτου, κατόπιν της χορηγήσεως προσβάσεως στον φάκελο τη 12η Μαρτίου 2013, το προσφεύγον είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στο Συμβούλιο συμπληρωματικές παρατηρήσεις ως απάντηση στα κοινοποιηθέντα στοιχεία.

66      Συνεπώς, ουδεμία προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στο Συμβούλιο όσον αφορά τη δυνατότητα του προσφεύγοντος να διατυπώσει παρατηρήσεις, όπερ συνεπάγεται ότι η τρίτη αιτίαση του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί.

67      Τέταρτον, κατά το προσφεύγον, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις που πράγματι του υποβλήθηκαν.

68      Συναφώς, οι διατάξεις του άρθρου 24, παράγραφοι 2 έως 4, της αποφάσεως 2010/413 ορίζουν τα εξής:

«2.      Οσάκις το Συμβούλιο αποφασίσει να υπαγάγει πρόσωπο ή οντότητα στα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχείο β΄ και στο άρθρο 20 παράγραφος 1 στοιχείο β΄, τροποποιεί το παράρτημα ΙΙ αναλόγως

3.      Το Συμβούλιο κοινοποιεί την απόφασή του στο πρόσωπο ή την οντότητα […] [παρέχοντας] στο πρόσωπο ή στην οντότητα η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις.

4.      Οσάκις υποβάλλονται παρατηρήσεις ή οσάκις κατατίθενται νέα και ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφασή του και ενημερώνει σχετικά το πρόσωπο ή την οντότητα.»

69      Το άρθρο 46, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 267/2012 προβλέπει ανάλογους κανόνες όσον αφορά την εγγραφή ονόματος στο παράρτημα IX του εν λόγω κανονισμού.

70      Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Συμβούλιο όφειλε να επανεξετάσει την εγγραφή του προσφεύγοντος υπό το πρίσμα των παρατηρήσεών του της 8ης Δεκεμβρίου 2012 και της 31ης Ιανουαρίου 2013. Ελλείψει συγκεκριμένης προθεσμίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επανεξέταση αυτή έπρεπε να πραγματοποιηθεί εντός ευλόγου προθεσμίας. Ως εκ τούτου, κατά την εξέταση του εύλογου χαρακτήρα του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στη σκέψη 64 ανωτέρω, οι κρίσιμες παρατηρήσεις συνιστούσαν την πρώτη ευκαιρία για το προσφεύγον να προβάλει την άποψή του όσον αφορά το βάσιμο της εγγραφής του ονόματός του στους επίμαχους καταλόγους, κάτι που συνεπάγεται ότι είχε ειδικό έννομο συμφέρον στο να προβεί το Συμβούλιο σε επανεξέταση και να το ενημερώσει σχετικά με το πόρισμά του.

71      Εν προκειμένω, το έγγραφο του Συμβουλίου της 14 Μαρτίου 2014 συνιστά απάντηση στις παρατηρήσεις του προσφεύγοντος, στις οποίες ρητώς αναφέρεται. Εντούτοις, απεστάλη 15 και πλέον μήνες αφότου το προσφεύγον υπέβαλε τις πρώτες του παρατηρήσεις, στις 8 Δεκεμβρίου 2012.

72      Υπό τις περιστάσεις αυτές, συνάγεται ότι το Συμβούλιο απάντησε στις παρατηρήσεις του προσφεύγοντος εντός προθεσμίας προδήλως μη εύλογης.

73      Κατόπιν τούτου, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον η προσβολή αυτή των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος δικαιολογεί την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων.

74      Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι σκοπός της συγκεκριμένης υποχρεώσεως είναι να διασφαλιστεί ότι τα περιοριστικά μέτρα εις βάρος προσώπου ή οντότητας είναι δικαιολογημένα κατά τον χρόνο λήψεώς τους, υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που διατύπωσε το πρόσωπο ή η οντότητα αυτή.

75      Από τη σκέψη 71 ανωτέρω προκύπτει, όμως, ότι το έγγραφο της 14ης Μαρτίου 2014 εξυπηρετεί τον σκοπό αυτό.

76      Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο σκοπός των διατάξεων που προβλέπουν υποχρέωση του Συμβουλίου να απαντά στις παρατηρήσεις του οικείου προσώπου ή της οικείας οντότητας τηρήθηκε, έστω όψιμα, και η παράβαση που διέπραξε το Συμβούλιο δεν επηρεάζει, επομένως, πλέον αρνητικά την κατάσταση του προσφεύγοντος.

77      Ως εκ τούτου, με την επιφύλαξη του δικαιώματος του προσφεύγοντος να ζητήσει την αποκατάσταση της βλάβης την οποία, ενδεχομένως, υπέστη εξαιτίας της καθυστερήσεως του Συμβουλίου κατά την εκτέλεση της εν λόγω υποχρεώσεως, δυνάμει του άρθρου 340 ΣΛΕΕ, το προσφεύγον δεν μπορεί να προβάλει την επίμαχη καθυστέρηση προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση των εις βάρος του περιοριστικών μέτρων, τα οποία ελήφθησαν δυνάμει των προσβαλλόμενων πράξεων.

78      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να απορριφθεί η τέταρτη αιτίαση και, κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος στο σύνολό του.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από πλάνη εκτιμήσεως

79      Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που δεν πληρούται κανένα από τα κριτήρια που προβλέπουν η απόφαση 2010/413 και ο κανονισμός 267/2012 για τη λήψη περιοριστικών μέτρων, το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως καθόσον έλαβε τέτοια μέτρα εις βάρος του.

80      Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος.

81      Όπως έχει υπενθυμίσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο του ελέγχου περιοριστικών μέτρων, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν, σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που τους έχουν ανατεθεί από τη Συνθήκη ΛΕΕ, να διασφαλίζουν τον, καταρχήν πλήρη, έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων της Ένωσης από πλευράς των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης (απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, C‑280/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:775, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82      Μεταξύ των θεμελιωδών αυτών δικαιωμάτων περιλαμβάνεται, ιδίως, το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, προπαρατεθείσα στη σκέψη 81, EU:C:2013:775, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

83      Η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης επιβάλλει, επίσης, να βεβαιώνεται ο δικαστής της Ένωσης ότι η επίμαχη πράξη, η οποία έχει ατομικό χαρακτήρα για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή την ενδιαφερόμενη οντότητα, στηρίζεται σε αρκούντως στέρεα πραγματική βάση. Τούτο προϋποθέτει έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που προβάλλονται στην αιτιολογική έκθεση στην οποία στηρίζεται η εν λόγω πράξη, ούτως ώστε να μην περιορίζεται ο δικαστικός έλεγχος στην εκτίμηση της αόριστης βασιμότητας των προβαλλομένων λόγων, αλλά να αφορά το αν οι λόγοι αυτοί ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται επαρκής αυτός καθαυτόν για να στηρίξει την ίδια αυτή πράξη είναι τεκμηριωμένοι (βλ., συναφώς, απόφαση Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, προπαρατεθείσα στη σκέψη 81, EU:C:2013:775, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

84      Προς τούτο, απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να διενεργήσει τον έλεγχο αυτό ζητώντας, ενδεχομένως, από την αρμόδια αρχή της Ένωσης να προσκομίσει τις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία, εμπιστευτικά ή μη, που είναι κρίσιμα για τον εν λόγω έλεγχο (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, προπαρατεθείσα στη σκέψη 81, EU:C:2013:775, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85      Πράγματι, στην αρμόδια αρχή της Ένωσης απόκειται, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που ελήφθησαν υπόψη εις βάρος του οικείου προσώπου, και όχι στο πρόσωπο αυτό να προσκομίσει την αντίθετη απόδειξη περί του αβάσιμου των λόγων αυτών (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, προπαρατεθείσα στη σκέψη 81, EU:C:2013:775, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

86      Εν προκειμένω, το προσφεύγον υποστηρίζει, προκαταρκτικώς, ότι το Συμβούλιο ουδέποτε του προσδιόρισε το κριτήριο που εφάρμοσε προκειμένου να λάβει τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα.

87      Η αιτίαση, όμως, αυτή εξετάσθηκε ήδη και απορρίφθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 39 έως 42 ανωτέρω, η ένδειξη ότι το προσφεύγον φέρει την ευθύνη για έναν τομέα που αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων για την Ιρανική Κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 20, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2010/413 και του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 267/2012, του επιτρέπει να αντιληφθεί ότι του επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα βάσει του κριτηρίου του σχετικού με τις οντότητες που παρέχουν στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση.

88      Κατά συνέπεια, πρέπει να επαληθευθεί κατά πόσον το Συμβούλιο ορθώς έκρινε ότι το προσφεύγον είχε παράσχει στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση.

89      Στο πλαίσιο αυτό, από τη νομολογία προκύπτει ότι το κρίσιμο κριτήριο αφορά τις δραστηριότητες του ιδίου οικείου προσώπου ή της ιδίας οικείας οντότητας, οι οποίες, ακόμη και αν δεν έχουν, αυτές καθεαυτές, άμεσο ή έμμεσο σύνδεσμο με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων, είναι ωστόσο ικανές να ευνοήσουν τη διάδοση αυτή, παρέχοντας στην Ιρανική Κυβέρνηση πόρους ή διευκολύνσεις υλικής, χρηματοπιστωτικής ή υλικοτεχνικής φύσεως, οι οποίες της παρέχουν τη δυνατότητα να συνεχίσει τις δραστηριότητες για τη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Επομένως, το εν λόγω κριτήριο αφορά μορφές στηρίξεως οι οποίες, λόγω της ποσοτικής ή της ποιοτικής σημασίας τους, συμβάλλουν στη συνέχιση των δραστηριοτήτων του Ιράν που συντελούν στη διάδοση των πυρηνικών όπλων (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, T‑578/12, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψεις 119 και 120). Σκοπός του εν λόγω κριτηρίου είναι να στερήσει από την Ιρανική Κυβέρνηση τις πηγές εσόδων της, προκειμένου να την αναγκάσει να παύσει να αναπτύσσει το πρόγραμμά της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων, λόγω ελλείψεως επαρκών οικονομικών πόρων (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 140).

90      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι το προσφεύγον έχει εμπλακεί, ως υπουργείο της Ιρανικής Κυβερνήσεως, σε δραστηριότητες εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως καθόσον εισπράττει τα ποσά που καταβάλλουν οι αγοραστές της εξαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας. Η αξία των εν λόγω εξαγωγών ανήλθε σε 0,67 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (USD) μεταξύ Μαρτίου 2009 και Μαρτίου 2010, σε 0,87 δισεκατομμύρια USD μεταξύ Μαρτίου 2010 και Μαρτίου 2011 και σε 1,1 δισεκατομμύρια USD μεταξύ Μαρτίου 2011 και Μαρτίου 2012.

91      Βάσει των ανωτέρω διαπιστώσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι δραστηριότητες του προσφεύγοντος στον τομέα εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν πηγή εσόδων για την Ιρανική Κυβέρνηση και, ως εκ τούτου, συνιστούν στήριξη προς αυτή, υπό τη μορφή χρηματοδοτικής στηρίξεως.

92      Το προσφεύγον αντιτάσσει, εντούτοις, ότι, λόγω των αρμοδιοτήτων του, καθώς και του γεγονότος ότι παρέχει τις υπηρεσίες του εντός της ιρανικής αγοράς σε καθορισμένες τιμές, συνιστά απλό αποδέκτη κυβερνητικών κεφαλαίων, και όχι πηγή σημαντικών εσόδων για την κυβέρνηση. Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνει, επιπροσθέτως, ότι τα κεφάλαια που προέρχονται από την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας χρησιμοποιούνται, κυρίως, προς επιδότηση της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στους Ιρανούς πολίτες.

93      Το γεγονός, όμως, ότι το προσφεύγον παρέχει ζημιογόνες υπηρεσίες κοινής ωφέλειας δεν συνεπάγεται ότι οι εν λόγω δραστηριότητες εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως οικονομική στήριξη προς την Ιρανική Κυβέρνηση, ούτε ότι δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να δικαιολογήσουν τη λήψη περιοριστικών μέτρων εις βάρος του.

94      Συγκεκριμένα, οι συνδεόμενες με την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας δραστηριότητες του προσφεύγοντος διακρίνονται από τις υπόλοιπες αρμοδιότητές του, καθόσον δεν αποτελούν υπηρεσία κοινής ωφέλειας παρεχόμενη στον ιρανικό λαό. Ως εκ τούτου, δεν υφίσταται ουσιαστικός δεσμός μεταξύ του συνόλου των δραστηριοτήτων και αρμοδιοτήτων του προσφεύγοντος που να απαιτεί τη σφαιρική εξέτασή τους. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, οι οικονομικοί πόροι που προέρχονται από τις δραστηριότητες εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας δεν διατίθενται σε ειδική πίστωση του προϋπολογισμού.

95      Ομοίως, το να χαρακτηρίζονται ως οντότητες που παρέχουν οικονομική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση μόνον οι οντότητες εκείνες των οποίων οι δραστηριότητες είναι, στο σύνολό τους, κερδοφόρες, θα στρέβλωνε τον σκοπό των επίμαχων περιοριστικών μέτρων και θα επηρέαζε, επομένως, την αποτελεσματικότητά τους. Συγκεκριμένα, προκειμένου να αποφεύγεται η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων, θα αρκούσε να ανατίθενται σε κάθε οικεία οντότητα, πέραν των προσοδοφόρων αρμοδιοτήτων και δραστηριοτήτων, ζημιογόνες αρμοδιότητες και δραστηριότητες συγκρίσιμου ποσού.

96      Επιπλέον, η έχουσα ως αιτία τις δραστηριότητες εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας του προσφεύγοντος δέσμευση των κεφαλαίων του εξυπηρετεί τη σκοπιμότητα, η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 89 ανωτέρω και συνίσταται στο να στερηθεί η Ιρανική Κυβέρνηση τις πηγές εσόδων της, τούτο δε ανεξαρτήτως του ζημιογόνου χαρακτήρα των λοιπών δραστηριοτήτων του προσφεύγοντος. Πράγματι, εξαιτίας της δεσμεύσεως αυτής, η Ιρανική Κυβέρνηση, της οποίας το προσφεύγον αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα, στερήθηκε τμήμα χρηματοδοτικών πόρων που είναι αναγκαίοι προς διασφάλιση του συνόλου των δραστηριοτήτων της, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο δραστηριοτήτων του προσφεύγοντος και συνδέονται με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

97      Κατά συνέπεια, το κρίσιμο ερώτημα προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον το προσφεύγον παρέχει οικονομική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση δεν είναι η συνολική του ικανότητα να αποφέρει κέρδη, αλλά ο προσοδοφόρος ή μη χαρακτήρας των δραστηριοτήτων του εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Το προσφεύγον, όμως, δεν αμφισβητεί ότι οι εν λόγω δραστηριότητες είναι κερδοφόρες.

98      Υπό τις περιστάσεις αυτές, διαπιστώνεται ότι το προσφεύγον παρέσχε στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, υπό τη μορφή χρηματοδοτικής στηρίξεως, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι οι δραστηριότητές του αυτές είναι, ενδεχομένως, συνολικά ζημιογόνες. Επιπλέον, βάσει των στοιχείων που παρατέθηκαν στη σκέψη 90 ανωτέρω, η επίμαχη στήριξη δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ως αμελητέα, παρά τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι αντιπροσωπεύει ελάχιστο μόνον τμήμα του προϋπολογισμού της Ιρανικής Κυβερνήσεως.

99      Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έλαβε περιοριστικά μέτρα εις βάρος του προσφεύγοντος εξαιτίας του ότι συνιστά οντότητα που παρέχει στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση.

100    Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι το Συμβούλιο δεν τεκμηρίωσε εγκύρως τους λόγους που έλαβε υπόψη του ως προς αυτό το ίδιο.

101    Συναφώς, από την εξέταση που διενεργήθηκε στις σκέψεις 89 έως 99 ανωτέρω προκύπτει ότι το προσφεύγον δεν αμφισβητεί τα βασικά πραγματικά περιστατικά που έλαβε υπόψη το Συμβούλιο ως προς αυτό το ίδιο, τουτέστιν το γεγονός ότι οι δραστηριότητές του συνιστούν οικονομικούς πόρους που διατίθενται στην Ιρανική Κυβέρνηση, αλλά τη λυσιτέλεια των πραγματικών αυτών περιστατικών όσον αφορά την εφαρμογή του νομικού κριτηρίου το οποίο εφάρμοσε το Συμβούλιο. Ελλείψει, όμως, αμφισβητήσεως, το Συμβούλιο δεν υποχρεούταν να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να τεκμηριώσει το βάσιμο των επίμαχων πραγματικών περιστατικών, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 85 ανωτέρω.

102    Τέλος, το προσφεύγον διατείνεται ότι δεν έφερε την ευθύνη για τη χάραξη της πολιτικής του Ιράν στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, αντιθέτως προς ό,τι υποδηλώνουν τα έγγραφα του φακέλου του Συμβουλίου.

103    Ως προς τούτο, είναι μεν αληθές ότι η πρόταση της 19ης Σεπτεμβρίου 2012 και το έγγραφο του Συμβουλίου της 17ης Ιανουαρίου 2013 με την ένδειξη «Coreu PESC/0711/12 COR 1», τα οποία περιλαμβάνονται στον φάκελο του τελευταίου, αναφέρονται στον ρόλο του προσφεύγοντος στο πλαίσιο της πολιτικής του Ιράν στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας.

104    Εντούτοις, αφενός, δεδομένης της αιτιολογίας των προσβαλλόμενων πράξεων, πρέπει να σημειωθεί ότι το επιχείρημα του προσφεύγοντος αφορά περίσταση η οποία δεν ελήφθη υπόψη κατά την έκδοσή τους. Το επιχείρημα αυτό πρέπει επομένως να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

105    Αφετέρου, σε κάθε περίπτωση, από την ως άνω διεξαχθείσα εξέταση προκύπτει ότι ο λόγος που αντλείται από το γεγονός ότι το προσφεύγον παρέχει στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση είναι βάσιμος. Δεδομένου ότι ο λόγος αυτός επαρκεί, αυτός καθεαυτόν, ώστε να δικαιολογηθεί η εγγραφή του ονόματος του προσφεύγοντος στους επίμαχους καταλόγους, η ανακρίβεια άλλων ενδεχόμενων επιχειρημάτων του Συμβουλίου δεν είναι ικανή να επηρεάσει τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 83 ανωτέρω.

106    Βάσει όλων των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από προσβολή των θεμελιωδών του δικαιωμάτων και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

107    Το προσφεύγον υποστηρίζει ότι, λαμβάνοντας τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα, το Συμβούλιο περιόρισε, κατά δυσανάλογο τρόπο, τα θεμελιώδη δικαιώματά του, μεταξύ των οποίων, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, το δικαίωμα ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας και το δικαίωμα προστασίας της φήμης.

108    Πρώτον, διευκρινίζει ότι τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα έχουν σοβαρές επιπτώσεις, κυρίως καθόσον επηρεάζουν την άσκηση των καθηκόντων του, τα οποία είναι καίρια για την υγεία και την ευημερία του ιρανικού λαού. Τα μέτρα δε αυτά δεν ήταν ούτε αναγκαία ούτε αναλογικά για την επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στην παρεμπόδιση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων και στη χρηματοδότησή της, δεδομένου ότι το προσφεύγον δεν εμπλέκεται στην τελευταία. Τουτέστιν, η προσέγγιση του Συμβουλίου θα δικαιολογούσε τη δέσμευση των κεφαλαίων κάθε υπουργείου της Ιρανικής Κυβερνήσεως, ανεξαρτήτως της συνδέσεώς της με το πρόγραμμα διαδόσεως των πυρηνικών όπλων, κάτι που θα ήταν προδήλως δυσανάλογο.

109    Δεύτερον, το προσφεύγον εκτιμά ότι τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα παραβιάζουν τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας. Συγκεκριμένα, κατά το προσφεύγον, στο μέτρο που δεν παρέχει οικονομική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, τα προμνησθέντα μέτρα στηρίζονται στο γεγονός και μόνον ότι συνιστά υπουργείο της τελευταίας. Υπό τις περιστάσεις δε αυτές, το προσφεύγον δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πώς να επιτύχει την ανάκληση των μέτρων αυτών.

110    Τρίτον, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας συντρέχει, επίσης, λόγω της προσβολής των δικονομικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος.

111    Το Συμβούλιο αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος.

112    Προκαταρκτικώς, όσον αφορά το επιχείρημα που εκτέθηκε στη σκέψη 110 ανωτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 30 έως 78 ανωτέρω, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν πάσχουν προσβολή των δικονομικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος, η οποία να δικαιολογεί την ακύρωσή τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η άποψη την οποία προβάλλει το προσφεύγον, κατά την οποία η προσβολή των δικονομικών του δικαιωμάτων συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας δεν είναι δυνατόν να καταλήξει στην ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων.

113    Όσον αφορά τις λοιπές αιτιάσεις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει της αρχής της αναλογικότητας, η οποία περιλαμβάνεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, η νομιμότητα της απαγορεύσεως μιας οικονομικής δραστηριότητας εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα απαγορευτικά μέτρα είναι κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη των θεμιτώς επιδιωκόμενων από την επίμαχη ρύθμιση σκοπών, εξυπακουομένου ότι, όταν υπάρχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο δεσμευτικό μέτρο και ότι τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 59, EU:T:2013:397, σκέψη 179 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

114    Όμως, αφενός, όπως ήδη υπομνήσθηκε ανωτέρω, κατά τη νομολογία, η δέσμευση των κεφαλαίων οντότητας που παρέχει χρηματοοικονομική στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση αποσκοπεί στο να της στερήσει τις πηγές των εσόδων της, προκειμένου να την αναγκάσει να παύσει να αναπτύσσει το πρόγραμμά της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων, ελλείψει επαρκών οικονομικών πόρων (απόφαση National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, προπαρατεθείσα στη σκέψη 89, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2014:678, σκέψη 140). Επομένως, τα εις βάρος του προσφεύγοντος περιοριστικά μέτρα ανταποκρίνονται στον σκοπό που επιδιώκει το Συμβούλιο, παρά το γεγονός ότι αυτό το ίδιο δεν εμπλέκεται στη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

115    Αφετέρου, μολονότι το προσφεύγον διατείνεται ότι τα εις βάρος του περιοριστικά μέτρα έχουν σοβαρές επιπτώσεις σε αυτό, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη βούληση των ιρανικών εταιριών να συνεργαστούν μαζί του στον τομέα του καθαρισμού και της αποχετεύσεως, δεν τεκμηρίωσε τα επιχειρήματά του με αποδεικτικά στοιχεία ούτε με συγκεκριμένες πληροφορίες.

116    Σε κάθε περίπτωση, είναι βεβαίως αληθές ότι τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα περιουσίας, περιορίζονται αισθητώς από τα εν λόγω μέτρα, δεδομένου ότι το προσφεύγον δεν μπορεί, μεταξύ άλλων, ούτε να χρησιμοποιεί τα κεφάλαιά του, τα οποία ευρίσκονται στο έδαφος της Ένωσης ή τελούν υπό την κατοχή υπηκόων της τελευταίας, ούτε να μεταφέρει τα κεφάλαιά του προς την Ένωση, παρά μόνο δυνάμει ειδικών αδειών.

117    Εντούτοις, από τη νομολογία προκύπτει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που επικαλείται το προσφεύγον δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια και ότι η άσκησή τους μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς εξυπηρετούντες επιδιωκόμενους από την Ένωση σκοπούς γενικού συμφέροντος. Επομένως, κάθε περιοριστικό οικονομικό ή χρηματοπιστωτικό μέτρο επιφέρει, εξ ορισμού, αποτελέσματα τα οποία θίγουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, προκαλώντας με τον τρόπο αυτόν ζημίες σε οντότητες των οποίων η ευθύνη για την κατάσταση που οδήγησε στη θέσπιση των επίμαχων μέτρων δεν έχει αποδειχθεί. Η σημασία των σκοπών που επιδιώκει η επίδικη κανονιστική ρύθμιση είναι ικανή να δικαιολογήσει τις έστω και σοβαρές αρνητικές συνέπειες των κυρώσεων για ορισμένους φορείς (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, Melli Bank κατά Συμβουλίου, T‑246/08 και T‑332/08, Συλλογή, EU:T:2009:266, σκέψη 111 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

118    Εν προκειμένω, δεδομένης της ύψιστης σημασίας που έχει η διατήρηση της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας, τα μειονεκτήματα που προκαλούνται στο προσφεύγον δεν είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Τούτο ισχύει δε κατά μείζονα λόγο καθόσον, αφενός, οι περιορισμοί αυτοί αφορούν τμήμα μόνον των περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος και, αφετέρου, η απόφαση 2010/413 και ο κανονισμός 267/2012 προβλέπουν ορισμένες εξαιρέσεις από τη δέσμευση των κεφαλαίων οντοτήτων υποκείμενων σε περιοριστικά μέτρα.

119    Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι το αντλούμενο από υποτιθέμενη παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας επιχείρημα εδράζεται σε εσφαλμένη προκείμενη. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, στο προσφεύγον δεν επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα λόγω του γεγονότος και μόνον ότι είναι υπουργείο της Ιρανικής Κυβερνήσεως, αλλά εξαιτίας της οικονομικής στηρίξεως που προσέφερε σε αυτήν. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το επιχείρημα του προσφεύγοντος δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

120    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

121    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι το προσφεύγον ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Συμβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει το Ministry of Energy of Iran στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Σεπτεμβρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.