Language of document : ECLI:EU:T:2015:270

Υπόθεση T‑562/12

John Dalli

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Μέλος της Επιτροπής – Έρευνα της OLAF – Προφορική απόφαση η οποία φέρεται ότι ελήφθη από τον πρόεδρο της Επιτροπής περί παύσεως του ενδιαφερόμενου από τα καθήκοντά του – Προσφυγή ακυρώσεως – Ανυπαρξία πράξεως δεκτικής προσφυγής – Απαράδεκτο – Αγωγή αποζημιώσεως»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τρίτο πενταμελές τμήμα)
της 12ης Μαΐου 2015

1.      Ένδικη διαδικασία – Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας – Αίτημα περί αφαιρέσεως από τη δικογραφία εσωτερικών εγγράφων θεσμικού οργάνου – Γενικός κανόνας – Επιτρέπεται – Εξαιρέσεις – Έγγραφα αποφασιστικής σημασίας προς διασφάλιση του δικαστικού ελέγχου

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 64)

2.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Αρχή της ισότητας των όπλων – Τήρηση στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας – Περιεχόμενο – Προσκόμιση νέου διαδικαστικού εγγράφου κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις

3.      Προσφυγή ακυρώσεως – Ανυπαρξία πράξεως δεκτικής προσφυγής – Απαράδεκτο – Προφορική απόφαση η οποία φέρεται ότι ελήφθη από τον πρόεδρο της Επιτροπής με την οποία απαιτήθηκε η παραίτηση επιτρόπου

(Άρθρο 17 § 6 ΣΕΕ· άρθρο 263 ΣΛΕΕ)

4.      Επιτροπή – Λήξη των καθηκόντων των μελών – Διακριτική ευχέρεια του προέδρου της Επιτροπής να απαιτεί την παραίτηση μέλους – Τυπικά στοιχεία – Δεν συντρέχει

(Άρθρο 17 § 6 ΣΕΕ)

5.      Επιτροπή – Σύνθεση – Ασκούμενα καθήκοντα – Πολιτικός χαρακτήρας

(Άρθρο 17 §§ 1, 3, 7 και 8 ΣΕΕ)

1.      Στο πλαίσιο αιτήματος για την αφαίρεση εγγράφων από τον φάκελο της δικογραφίας υποθέσεως αχθείσας ενώπιον του Δικαστή της Ένωσης, ούτε ο τυχόν εμπιστευτικός χαρακτήρας των επίμαχων εγγράφων ούτε το γεγονός ότι τα έγγραφα αυτά ενδεχομένως αποκτήθηκαν παρατύπως εμποδίζει τη διατήρησή τους στον φάκελο της δικογραφίας. Πράγματι, αφενός, δεν απαγορεύεται να λαμβάνονται υπόψη αποδεικτικά μέσα που αποκτήθηκαν παρανόμως. Αφετέρου, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορούν να περιλαμβάνονται νομίμως στον φάκελο της δικογραφίας ακόμη και εσωτερικά έγγραφα. Επομένως, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν είναι αναγκαίο να αποδείξει ο προσφεύγων ότι έχει αποκτήσει νομίμως το εμπιστευτικό έγγραφο που επικαλείται προς στήριξη της προσφυγής του. Επιβάλλεται, όμως, να εκτιμάται, κατόπιν σταθμίσεως των προστατευτέων συμφερόντων, αν ειδικές συνθήκες, όπως ο αποφασιστικός χαρακτήρας της προσκομίσεως του εγγράφου προς εξασφάλιση του ελέγχου της νομιμότητας της διαδικασίας εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας, δικαιολογούν τη μη αφαίρεσή του από τη δικογραφία.

(βλ. σκέψεις 47, 48)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 56-60)

3.      Στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, όταν ο προσφεύγων δεν προσκομίζει αποδείξεις ή ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει το υποστατό της φερόμενης αποφάσεως και δεν αποδεικνύει ότι υφίσταται τέτοια απόφαση, το αίτημά του ακυρώσεως πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτο ελλείψει πράξεως δυνάμενης να προσβληθεί υπό την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

Όσον αφορά προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως η οποία φέρεται ότι ελήφθη από τον πρόεδρο της Επιτροπής με την οποία κάνει χρήση της εξουσίας που του απονέμει το άρθρο 17, παράγραφος 6, ΣΕΕ να απαιτήσει την παραίτηση μέλους της Επιτροπής, το γεγονός ότι ο εν λόγω πρόεδρος υποστήριξε ενώπιον του προσφεύγοντος, με τρόπο ολοένα και πιεστικότερο ενόψει της απροθυμίας και της διστακτικότητάς του, ότι θα ήταν αξιοπρεπέστερο για τον ίδιο να παραιτηθεί με δική του πρωτοβουλία, παρά να κληθεί να το πράξει, δεν αρκεί για να διαπιστωθεί η ύπαρξη της προβαλλόμενης προσβαλλομένης πράξεως. Πράγματι, δεδομένου ότι αίτημα περί παραιτήσεως δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 6, ΣΕΕ δεν έχει διατυπωθεί σαφώς, δεν συνάγεται οποιοδήποτε αίτημα υπό την έννοια αυτή το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει τα συμφέροντα του οικείου μέλους της Επιτροπής μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική του κατάσταση.

(βλ. σκέψεις 66, 67, 145, 146)

4.      Όσον αφορά το προνόμιο του προέδρου της Επιτροπής δυνάμει του οποίου μπορεί να απαιτήσει την παραίτηση μέλους της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 6, ΣΕΕ, όπως προκύπτει από το ιστορικό και τη ratio legis της, η διάταξη αυτή αφορά ειδικότερα την περίπτωση μέλος της Επιτροπής να αρνηθεί να παραιτηθεί οικειοθελώς και με δική του πρωτοβουλία, όταν ο πρόεδρος της Επιτροπής έχει απολέσει την εμπιστοσύνη του στο μέλος αυτό και εκτιμά ότι η παραμονή στα καθήκοντά του ενδέχεται να θίξει την αξιοπιστία, ή και την πολιτική επιβίωση, του θεσμικού οργάνου. Συναφώς, η έκφραση από τον πρόεδρο της Επιτροπής σταθερής βουλήσεως να ασκήσει εν ανάγκη την εξουσία δυνάμει της οποίας μπορεί να απαιτήσει την παραίτηση μέλους της Επιτροπής, εξουσία η οποία επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω προέδρου σύμφωνα με τη Συνθήκη ΕΕ, σε περίπτωση μη οικειοθελούς παραιτήσεως του ενδιαφερομένου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράνομη πίεση ασκούσα επιρροή στο κύρος ή στον οικειοθελή χαρακτήρα της παραιτήσεως του ενδιαφερομένου.

Εξάλλου, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 6, ΣΕΕ, ούτε το αίτημα του προέδρου της Επιτροπής ούτε η υποβολή της παραιτήσεως που πρέπει να ακολουθήσει υπόκεινται σε τυπική προϋπόθεση, ιδίως στον έγγραφο τύπο. Μια τέτοια τυπική προϋπόθεση δεν προκύπτει εξάλλου ότι απορρέει από τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι το βάρος αποδείξεως της παραιτήσεως φέρει, σε κάθε περίπτωση, ο διάδικος που την επικαλείται. Μια τέτοια τυπική προϋπόθεση δεν προκύπτει εξάλλου ότι απορρέει από τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι το βάρος αποδείξεως της παραιτήσεως φέρει, σε κάθε περίπτωση, ο διάδικος που την επικαλείται. Το ίδιο ισχύει, άλλωστε, σε περίπτωση οικειοθελούς παραιτήσεως μέλους της Επιτροπής.

(βλ. σκέψεις 128, 141, 142, 157)

5.      Τα καθήκοντα μέλους της Επιτροπής απορρέουν από ουσιαστικώς πολιτικού χαρακτήρα εντολή, την οποία απονέμει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στον ενδιαφερόμενο, από κοινή συμφωνία με τον πρόεδρο της Επιτροπής και μετά από έγκριση από το Κοινοβούλιο. Ως προς το περιεχόμενο των καθηκόντων αυτών, όπως ορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, ΣΕΕ, αυτό περιλαμβάνει, ουσιαστικώς, καθήκοντα συντονισμού, εκτελέσεως και διαχειρίσεως και ελέγχου της εφαρμογής των πολιτικών της Ένωσης στους τομείς των αρμοδιοτήτων που της απονέμονται από τις Συνθήκες.

(βλ. σκέψη 133)