Language of document : ECLI:EU:T:2008:432

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 13ης Οκτωβρίου 2008

Υπόθεση T-43/07 P

Νεόφυτος Νεοφύτου

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Γενικός διαγωνισμός – Απόρριψη της υποψηφιότητας του αναιρεσείοντος – Σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής κατά την προφορική διαδικασία – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Νέοι ισχυρισμοί –Πλάνη περί το δίκαιο – Αναίρεση εν μέρει αβάσιμη και εν μέρει βάσιμη – Αναπομπή στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 2006, F-22/05, Νεοφύτου κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑159 και II‑A‑1‑617), με την οποία ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

Απόφαση: Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Δεκεμβρίου 2006, F‑22/05, Νεοφύτου κατά Επιτροπής, αναιρείται στο μέτρο που το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απέρριψε ως απαράδεκτες, με εξαίρεση την τελευταία, τις αιτιάσεις που είχε προβάλει ο Ν. Νεοφύτου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και που συνοψίζονται στη σκέψη 27 της αποφάσεως αυτής. Η αίτηση απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η υπόθεση αναπέμπεται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Πρωτοδικείο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Αναίρεση – Λόγοι – Παραδεκτό – Προϋποθέσεις – Παρουσίαση των ήδη προβληθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ισχυρισμών – Δεν ασκεί επιρροή

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα Ι, άρθρο 11 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 138 § 1, στοιχείο γ΄)

2.      Αναίρεση – Λόγοι – Έλεγχος από το Πρωτοδικείο του νομικού χαρακτηρισμού των πραγματικών περιστατικών στον οποίο προέβη το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 48 § 2)

3.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Σύνθεση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙΙΙ, άρθρο 3)

4.      Διαδικασία – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης – Ισχυρισμός στηριζόμενος σε στοιχεία που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της δίκης

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 48 § 2)

5.      Αναίρεση – Λόγοι – Παραμόρφωση του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων

6.      Υπάλληλοι – Διαγωνισμός – Εξεταστική επιτροπή – Σύνθεση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα ΙΙΙ, άρθρο 3)

1.      Αν ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από τους δικαστές στον πρώτο βαθμό, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την αναιρετική διαδικασία. Πράγματι, η αναιρετική διαδικασία θα έχανε εν μέρει τη σημασία της αν ο αναιρεσείων αδυνατούσε να στηρίξει την αναίρεσή του σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη πρωτοδίκως. Επομένως, ο αναιρεσείων, κατά την αναιρετική διαδικασία, μπορεί να προβάλει αιτιάσεις σχετικές με τη διαπίστωση και την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εφόσον ισχυρίζεται ότι οι δικαστές στον πρώτο βαθμό προέβησαν σε διαπιστώσεις, η ανακρίβεια του περιεχομένου των οποίων προκύπτει από τη δικογραφία, ή παραμόρφωσαν το περιεχόμενο των αποδεικτικών μέσων που τους υποβλήθηκαν. Εντούτοις, από το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος Ι του Οργανισμού του Δικαστηρίου και το άρθρο 138, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό.

(βλ. σκέψεις 24 και 41)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 4 Ιουλίου 2000, C‑352/98 P, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑5291, σκέψη 34· ΔΕΚ, 11 Νοεμβρίου 2003, C‑488/01 P, Martinez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2003, σ. I‑13355, σκέψεις 39 και 40, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· ΔΕΚ, 18 Ιανουαρίου 2007, C‑229/05 P, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑439, σκέψεις 32 έως 35

2.      Όταν ο αναιρεσείων αμφισβητεί τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών στον οποίο προέβησαν οι δικαστές πρωτοδίκως προκειμένου να αντλήσει τα αντίστοιχα έννομα αποτελέσματα, ανακύπτει νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί να προβληθεί κατ’ αναίρεση. Ένα τέτοιο νομικό ζήτημα συνιστά ειδικώς το αν η ταυτόχρονη παρουσία κατά τη σύσκεψη της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού του τακτικού μέλους και του αντίστοιχού του αναπληρωματικού μέλους δύναται να επηρεάσει ανεπιτρέπτως την απόφαση της επιτροπής και, επομένως, να την καταστήσει παράνομη.

(βλ. σκέψεις 45, 46 και 71)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 1 Ιουνίου 1994, C‑136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I‑1981, σκέψη 49· ΔΕΚ, 26 Απριλίου 2007, C‑412/05 P, Alcon κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. I‑3569, σκέψεις 38 έως 40

3.      Η ταυτόχρονη παρουσία, κατά την προφορική διαδικασία του διαγωνισμού, τακτικών και αναπληρωματικών μελών στην εξεταστική επιτροπή δεν καθιστά παράνομες τις εργασίες και τη σύνθεση της επιτροπής αρκεί το αναπληρωματικό μέλος να μην έχει, υπό αυτές τις περιστάσεις, δικαίωμα ψήφου.

(βλ. σκέψη 53)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 13 Σεπτεμβρίου 2005, T‑290/03, Παντούλης κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑241 και II‑1123, σκέψεις 62, 77 και 78· ΠΕΚ, 12 Μαρτίου 2008, T‑100/04, Giannini κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 210

4.      Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά ή πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Το ίδιο ισχύει όταν πρόκειται για αιτίαση προβαλλόμενη προς στήριξη ενός λόγου ακυρώσεως. Επιπλέον, η διάταξη αυτή ουδόλως αποκλείει τη δυνατότητα να προέκυψαν νομικά ή πραγματικά στοιχεία επ’ ευκαιρία ενός μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας. Τέλος θα πρέπει να δοθεί συσταλτική ερμηνεία όσον αφορά την αποκλειστική προθεσμία που προβλέπεται από τη διάταξη αυτή, καθόσον θα περιόριζε τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου διαδίκου να προβάλει κάθε στοιχείο αναγκαίο για τη θεμελίωση των αξιώσεών του.

(βλ. σκέψη 76)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 15 Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 370· ΠΕΚ, 29 Ιουνίου 1995, T‑32/91, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1825, σκέψη 40· ΠΕΚ, 21 Μαρτίου 2002, T‑231/99, Joynson κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑2085, σκέψη 156

5.      Για να κριθεί εάν οι δικαστές στον πρώτο βαθμό παραμόρφωσαν τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στα αφορώντα τη σύνθεση της επιτροπής έγγραφα κηρύσσοντας απαράδεκτες τις σχετικές με τον παράνομο διορισμό της εξεταστικής επιτροπής και τον μειωμένο αριθμό των μελών της αιτιάσεις, οι οποίες προβλήθηκαν πρωτοδίκως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Πρωτοδικείο πρέπει να εξετάσει εάν από τη δικογραφία της υποθέσεως κατά την πρωτόδικη διαδικασία και, ιδίως, από τα έγγραφα που κατέθεσε η Επιτροπή, είναι σε θέση να προσδιορίσει το περιεχόμενο και τη σημασία αυτών των αιτιάσεων και εάν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα όσον αφορά την ερμηνεία και εκτίμηση αυτών των εγγράφων.

Αυτό ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία διαφαίνεται από τη δικογραφία της υποθέσεως ότι ο αναιρεσείων δεν ήταν σε θέση να προβάλει αυτές τις αιτιάσεις πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 78, 80 και 82)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 18 Ιουλίου 2007, C‑326/05 P, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑6557, σκέψεις 57 έως 60

6.      Απόκειται στην εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού να φροντίσει για την αυστηρή τήρηση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και στον κοινοτικό δικαστή να εξετάσει εάν η σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής κατά την προφορική διαδικασία συνάδει με τις διαδικαστικές απαιτήσεις της κοινοτικής έννομης τάξεως. Η παράβαση εκ μέρους της εξεταστικής επιτροπής των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει ο ενδιαφερόμενος ότι η έκβαση του διαγωνισμού θα ήταν διαφορετική αν είχε τηρηθεί ο συγκεκριμένος ουσιώδης τύπος.

Λαμβανομένου υπόψη ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων συνιστά τη βάση για τους σχετικούς με τη σύνθεση της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού κανόνες, ο κοινοτικός δικαστής υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο όταν παραβλέπει τον στενό δεσμό μεταξύ αυτής της αρχής και των περί συνθέσεως της εξεταστικής επιτροπής κανόνων.

(βλ. σκέψεις 85 και 86)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 23 Μαρτίου 2000, T‑95/98, Γκόγκος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑51 και II‑219, σκέψεις 25, 37 έως 39, 53 και 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· ΠΕΚ, 10 Νοεμβρίου 2004, T‑165/03, Vonier κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑343 και II‑1575, σκέψη 40