Language of document : ECLI:EU:T:2020:327

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 2020 (*)(i)

«Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Διαδικασία ανακοπής – Διεθνής καταχώριση με ισχύ στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Λεκτικό σήμα welmax – Προγενέστερο λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης valmex – Προθεσμία προσφυγής ενώπιον του τμήματος προσφυγών – Εκπρόθεσμο – Χρονικό σημείο έναρξης – Κοινοποίηση – Απόδειξη αποστολής με συστημένη επιστολή – Ανακοίνωση με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο – Μη τήρηση της υποχρεώσεως καταβολής του τέλους προσφυγής εμπροθέσμως – Προσφυγή λογιζόμενη ως μη ασκηθείσα – Περιεχόμενο των αιτημάτων τακτοποιήσεως – Άρθρο 68, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1001 – Άρθρα 23 και 56 έως 58 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2018/625»

Στην υπόθεση T‑305/19,

Welmax + sp. z o.o. sp.k., με έδρα το Poznań (Πολωνία), εκπροσωπούμενη από τον M. Machyński, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενου από την D. Walicka,

καθού,

αντίδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO:

Valmex Medical Imaging GmbH, με έδρα το Augsbourg (Γερμανία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πέμπτου τμήματος προσφυγών του EUIPO της 22ας Μαρτίου 2019 (υπόθεση R 2245/2018-5), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ Valmex Medical Imaging και Welmax +,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Costeira, πρόεδρο, Δ. Γρατσία και M. Kancheva (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Μαΐου 2019,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Σεπτεμβρίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη το αίτημα περί καθορισμού ημερομηνίας για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα και αφού αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις απαντητικές επιστολές στην ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεων στο πλαίσιο της υγειονομικής κρίσεως που συνδέεται με τον COVID 19, με τις οποίες οι κύριοι διάδικοι δήλωσαν ότι δεν επιθυμούσαν τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και αφού αποφάσισε, εκτιμώντας εξάλλου ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας, να περατώσει την προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλειπόμενα]

 Σκεπτικό

27      Προς στήριξη της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 68, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, σε συνδυασμό με το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 2018/625. Ο μοναδικός αυτός λόγος υποδιαιρείται σε τρεις αιτιάσεις, με τις οποίες προβάλλονται σφάλματα εκτιμήσεως όσον αφορά, πρώτον, την ημερομηνία κοινοποιήσεως της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, δεύτερον, την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως αυτής και, τρίτον, την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας καταβολής του τέλους προσφυγής κατά της ως άνω αποφάσεως.

[παραλειπόμενα]

 Επί της τηρήσεως της προθεσμίας καταβολής του τέλους προσφυγής και επί του περιεχομένου των αιτημάτων τακτοποιήσεως εκ μέρους του EUIPO

65      Κατά τη νομολογία, το άρθρο 60 του κανονισμού 207/2009 (νυν άρθρο 68, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001) πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα, υπό την έννοια ότι, για να θεωρείται ασκηθείσα η προσφυγή, απαιτείται η καταβολή του τέλους προσφυγής, οπότε η καταβολή αυτή συνδέεται με την κατάθεση της προσφυγής και πρέπει να πραγματοποιείται, όπως και η ίδια η κατάθεση της προσφυγής, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της προσβαλλόμενης με την προσφυγή αποφάσεως. Η προθεσμία των τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της αποφάσεως ισχύει μόνο για την κατάθεση του υπομνήματος στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής και όχι για την καταβολή του τέλους προσφυγής [απόφαση της 21ης Μαΐου 2014, Melt Water κατά ΓΕΕΑ (NUEVA), T-61/13, EU:T:2014:265, σκέψη 31].

66      Εν προκειμένω, η δίμηνη προθεσμία καταβολής του τέλους προσφυγής, δεδομένου ότι άρχισε να τρέχει με την κοινοποίηση με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 21ης Σεπτεμβρίου 2018, έληξε στις 21 Νοεμβρίου 2018.

67      Η προσφεύγουσα ωστόσο κατέβαλε, στις 21 Δεκεμβρίου 2018, το τέλος προσφυγής στο EUIPO, το οποίο περιήλθε στο τελευταίο στις 24 Δεκεμβρίου 2018.

68      Επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το τέλος προσφυγής καταβλήθηκε εκπροθέσμως, μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται για την άσκηση της προσφυγής και για την καταβολή του τέλους, η οποία επήλθε στις 21 Νοεμβρίου 2018.

69      Το ως άνω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας το οποίο στηρίζεται σε προβαλλόμενα αιτήματα τακτοποιήσεως «τυπικών παρατυπιών» προκύπτοντα από δύο έγγραφα του EUIPO της 26ης Νοεμβρίου 2018 (βλ. σκέψεις 16 και 17 ανωτέρω).

70      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί, υπό το πρίσμα του άρθρου 23 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625, το περιεχόμενο των εν λόγω αιτημάτων τακτοποιήσεως, τα οποία είναι μεταγενέστερα της λήξεως της προθεσμίας που προβλέπεται για την άσκηση της προσφυγής και για την καταβολή του τέλους.

71      Επ’ αυτού, πρέπει να σημειωθεί ότι οι δυνατότητες τακτοποιήσεως, προς αποφυγή του απαραδέκτου της προσφυγής, περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625, δεν περιλαμβάνουν τη μη καταβολή του τέλους προσφυγής, αλλά μόνον το όνομα και τη διεύθυνση του προσφεύγοντος, το όνομα και την επαγγελματική διεύθυνση του αντιπροσώπου αυτού ή σαφή και συγκεκριμένο προσδιορισμό των επίδικων προϊόντων και υπηρεσιών.

72      Αντιθέτως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μη εμπρόθεσμη καταβολή του τέλους προσφυγής δεν είναι επιδεκτική τακτοποιήσεως κατά την έννοια του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/625. Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, αν το τέλος προσφυγής καταβληθεί μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας, η προσφυγή θεωρείται ως μη υποβληθείσα, χωρίς άλλη δυνατότητα τακτοποιήσεως πέραν της restitutio in integrum (επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση), που διέπεται από το ειδικό καθεστώς του άρθρου 104 του κανονισμού 2017/1001.

73      Ασφαλώς, ακόμη και σε περίπτωση που έχει ήδη λήξει μια τέτοια προθεσμία, το EUIPO μπορεί να παράσχει τη δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο, όπως έπραξε εν προκειμένω με το δεύτερο έγγραφό του της 26ης Νοεμβρίου 2018, να λάβει θέση και να του γνωστοποιήσει τυχόν χρήσιμα αποδεικτικά στοιχεία, ειδικότερα όσον αφορά ενδεχόμενη περίπτωση τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας, ή ακόμη συγγνωστής πλάνης, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη μη εμπρόθεσμη καταβολή του τέλους προσφυγής.

74      Εντούτοις, η προσφεύγουσα ούτε απέδειξε αλλ’ ούτε καν προέβαλε την ύπαρξη περιπτώσεως τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας, ή συγγνωστής πλάνης που να την παρεμπόδισε να καταβάλει το τέλος εμπροθέσμως, ήτοι μέχρι τις 21 Νοεμβρίου 2018. Ειδικότερα, δεν εναπέκειτο στο EUIPO να υπενθυμίσει στην προσφεύγουσα να καταβάλει το τέλος προσφυγής εμπροθέσμως, καθόσον η εν λόγω απαίτηση απορρέει σαφώς και άνευ αμφισημίας από το άρθρο 68, παράγραφος 1, του κανονισμού 2017/1001, το οποίο εγνώριζε η προσφεύγουσα.

75      Κατά πάγια νομολογία, παρέκκλιση από την εφαρμογή των διατάξεων της Ένωσης περί δικονομικών προθεσμιών χωρεί μόνο σε όλως εξαιρετικές περιστάσεις, δεδομένου ότι η αυστηρή εφαρμογή των κανόνων αυτών ανταποκρίνεται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση και κάθε αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Είτε οι περιστάσεις αυτές χαρακτηρισθούν ως τυχαίο γεγονός είτε ως ανωτέρα βία ή ακόμη και ως συγγνωστή πλάνη, περιλαμβάνουν, σε κάθε περίπτωση, ένα υποκειμενικό στοιχείο που συνδέεται με την υποχρέωση του καλόπιστου διοικουμένου να αποδείξει ότι επέδειξε την επαγρύπνηση και την επιμέλεια που απαιτείται από έναν συναλλασσόμενο με τη συνήθη ενημέρωση, για την παρακολούθηση της εξελίξεως της διαδικασίας και την τήρηση των προβλεπόμενων προθεσμιών [βλ. απόφαση της 21ης Μαΐου 2014, NUEVA, T‑61/13, EU:T:2014:265, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· διάταξη της 9ης Οκτωβρίου 2019, Esim Chemicals κατά EUIPO – Sigma-Tau Industrie Farmaceutiche Riunite (ESIM Chemicals), T-713/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:744, σκέψη 34]. Εν προκειμένω, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο στην περίπτωση της προσφεύγουσας.

76      Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα, αφού ενημερώθηκε από το EUIPO, με το δεύτερο έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2018, για τη μη καταβολή του τέλους προσφυγής εντός της καθορισμένης προθεσμίας και για τον κίνδυνο η προσφυγή της να θεωρηθεί ως εκ τούτου μη ασκηθείσα, εξακολουθούσε να έχει τη δυνατότητα να απευθυνθεί συναφώς ενώπιον του ίδιου του EUIPO. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα ήθελε να προβάλει ότι, μολονότι επέδειξε πλήρως την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις επιμέλεια, δεν ήταν σε θέση να τηρήσει την προθεσμία καταβολής του τέλους προσφυγής, είχε τη δυνατότητα να ακολουθήσει τη διαδικασία επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ενώπιον του EUIPO και θα μπορούσε να υποβάλει σχετική αίτηση δυνάμει του άρθρου 104 του κανονισμού 2017/1001 (βλ. απόφαση της 21ης Μαΐου 2014, NUEVA, T-61/13, EU:T:2014:265, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η προσφεύγουσα óμως δεν υπέβαλε καμία αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση δυνάμει του άρθρου αυτού.

77      Ασφαλώς, η προσφεύγουσα αναφέρθηκε στη συνέχιση της διαδικασίας με το από 20 Δεκεμβρίου 2018 έγγραφό της. Ωστόσο, δεν υπέβαλε καμία αίτηση για τη συνέχιση της διαδικασίας βάσει του άρθρου 105 του κανονισμού 2017/1001. Εν πάση περιπτώσει, μια τέτοια αίτηση θα απορριπτόταν, διότι το εν λόγω άρθρο, κατά την παράγραφο 2 αυτού, δεν έχει εφαρμογή στις προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 68 του ως άνω κανονισμού, όπως είναι η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής και η προθεσμία καταβολής του τέλους προσφυγής.

78      Εν τέλει, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν το τμήμα προσφυγών εσφαλμένα έκρινε, στο σημείο 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση του τμήματος ανακοπών είχε κοινοποιηθεί στην προσφεύγουσα με συστημένη επιστολή στις 20 Ιουλίου 2018 και ότι η προθεσμία καταβολής του τέλους προσφυγής είχε λήξει στις 20 Σεπτεμβρίου 2018, το εν λόγω σφάλμα δεν θα μπορούσε ωστόσο να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών ότι ήταν εκπρόθεσμη η καταβολή του τέλους προσφυγής, το οποίο εισπράχθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2018, μπορεί να στηριχθεί στην ημερομηνία κοινοποιήσεως με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 21ης Σεπτεμβρίου 2018, όπως προκύπτει από το σημείο 11 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

79      Κατά συνέπεια, ορθώς, στο σημείο 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών θεώρησε μη ασκηθείσα την προσφυγή της προσφεύγουσας κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, εκτιμώντας, κατ’ ουσίαν, ότι, ακόμη και αν στηριζόταν στην ημερομηνία κοινοποιήσεως την οποία προβάλλει η προσφεύγουσα –και την οποία διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο εν προκειμένω–, ήτοι σε αυτήν της 21ης Σεπτεμβρίου 2018, και πάλι το εισπραχθέν στις 24 Δεκεμβρίου 2018 τέλος προσφυγής είχε καταβληθεί εκπροθέσμως.

80      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως και, επομένως, η προσφυγή στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού του δεύτερου και του τρίτου αιτήματος της προσφεύγουσας.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Welmax + sp. z o.o. sp.k. στα δικαστικά έξοδα.

Costeira

Γρατσίας

Kancheva

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Ιουλίου 2020.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.


i Στις λέξεις-κλειδιά του παρόντος κειμένου επήλθε τροποποίηση γλωσσικής φύσεως μετά την ανάρτηση της αποφάσεως στην ψηφιακή Συλλογή Νομολογίας.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.