Language of document : ECLI:EU:T:2014:1062

Υπόθεση T‑480/12

The Coca-Cola Company

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως του εικονιστικού κοινοτικού σήματος Master — Προγενέστερα εικονιστικά κοινοτικά σήματα Coca Cola και προγενέστερο εικονιστικό εθνικό σήμα C — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Ομοιότητα των σημείων — Αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την εμπορική χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα)
της 11ης Δεκεμβρίου 2014

1.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που χαίρει φήμης — Προστασία του προγενεστέρου σήματος που χαίρει φήμης εκτεινόμενη και σε μη παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες — Προϋποθέσεις — Σύνδεσμος μεταξύ των σημάτων — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 5)

2.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που χαίρει φήμης — Προστασία του προγενεστέρου σήματος που χαίρει φήμης εκτεινόμενη και σε μη παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες — Ομοιότητα των οικείων σημάτων — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 5) (

3.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που χαίρει φήμης — Προστασία του προγενεστέρου σήματος που χαίρει φήμης εκτεινόμενη και σε μη παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες —Εικονιστικό σήμα Master — Εικονιστικά σήματα Coca‑Cola και C

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 5)

4.      Κοινοτικό σήμα — Ορισμός και κτήση του κοινοτικού σήματος — Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου — Ανακοπή από τον δικαιούχο προγενέστερου πανομοιότυπου ή παρόμοιου σήματος που έχει καταχωρισθεί για πανομοιότυπα ή παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες — Προστασία του προγενεστέρου σήματος που χαίρει φήμης εκτεινόμενη και σε μη παρόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες — Προϋποθέσεις — Αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του προγενέστερου σήματος

(Κανονισμός 207/2009 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 5)

1.      Από το γράμμα του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 για το κοινοτικό σήμα προκύπτει ότι η εφαρμογή του εξαρτάται από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: πρώτον, τα αντιπαρατιθέμενα σήματα πρέπει να είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια· δεύτερον, το προγενέστερο σήμα στο οποίο στηρίζεται η ανακοπή πρέπει να χαίρει φήμης· τρίτον, πρέπει να υπάρχει κίνδυνος, είτε προσπορισμού αθέμιτου οφέλους από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος είτε προκλήσεως βλάβης στα στοιχεία αυτά, από τη χωρίς νόμιμη αιτία χρησιμοποίηση του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση. Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, η δε απουσία έστω και μιας εξ αυτών αρκεί για να καταστεί ανεφάρμοστη η εν λόγω διάταξη.

Κατά πάγια νομολογία, οι διάφορες προσβολές που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 αποτελούν συνέπεια ορισμένου βαθμού ομοιότητας μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση, λόγω του οποίου το ενδιαφερόμενο κοινό συσχετίζει τα δύο σήματα, δηλαδή διαπιστώνει κάποιο μεταξύ τους σύνδεσμο, χωρίς ωστόσο κατ’ ανάγκην να τα συγχέει. Η ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση και του προγενέστερου σήματος που χαίρει φήμης, η οποία πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί επομένως ουσιώδη προϋπόθεση για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής.

Μεταξύ των παραγόντων αυτών, μπορούν να αναφερθούν, πρώτον, o βαθμός ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων, δεύτερον, το είδος των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία έχουν καταχωρισθεί αντιστοίχως τα αντιπαρατιθέμενα σημεία, περιλαμβανομένου του βαθμού εγγύτητας ή ανομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, καθώς και το ενδιαφερόμενο κοινό, τρίτον, το μέγεθος της φήμης του προγενέστερου σήματος, τέταρτον, ο βαθμός του, εγγενούς ή κτηθέντος διά της χρήσεως, διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, και, πέμπτον, η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού.

(βλ. σκέψεις 25-27)

2.      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη ομοιότητας μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του αμφισβητούμενου σήματος αποτελεί κοινή προϋπόθεση εφαρμογής των παραγράφων 1, στοιχείο β΄, και 5 του άρθρου 8 του κανονισμού 207/2009 για το κοινοτικό σήμα. Η προϋπόθεση αυτή της ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων προϋποθέτει, στο πλαίσιο τόσο της παραγράφου 1, στοιχείο β΄, όσο και της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου, την ύπαρξη, μεταξύ άλλων, στοιχείων οπτικής, ηχητικής ή εννοιολογικής ομοιότητας

Βεβαίως, ο βαθμός ομοιότητας που απαιτείται στο πλαίσιο της μιας ή της άλλης από τις διατάξεις αυτές είναι διαφορετικός. Συγκεκριμένα, ενώ η εφαρμογή της προστασίας που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 εξαρτάται από τη διαπίστωση ενός τέτοιου βαθμού ομοιότητας μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων ώστε να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεώς τους από το ενδιαφερόμενο κοινό, αντιθέτως η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου δεν απαιτείται για την προστασία που παρέχεται από την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου. Συνεπώς, οι προσβολές στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω παράγραφος 5 μπορούν να αποτελούν τη συνέπεια ενός μικρότερου βαθμού ομοιότητας μεταξύ του προγενέστερου και του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, εφόσον ο βαθμός αυτός είναι αρκετός ώστε το ενδιαφερόμενο κοινό να συσχετίζει τα εν λόγω σήματα, δηλαδή να τα συνδέει μεταξύ τους.

Καίτοι η σφαιρική εκτίμηση της υπάρξεως συνδέσμου μεταξύ του προγενέστερου σήματος και του αμφισβητούμενου σήματος κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 προϋποθέτει ορισμένη αλληλεξάρτηση των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη, καθόσον ο χαμηλός βαθμός ομοιότητας μεταξύ των σημάτων μπορεί έτσι να αντισταθμισθεί από τον έντονο διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, εντούτοις, ελλείψει οποιασδήποτε ομοιότητας μεταξύ του προγενέστερου και του αμφισβητούμενου σήματος, ούτε το γεγονός ότι το προγενέστερο σήμα είναι παγκοίνως γνωστό ή χαίρει φήμης ούτε το γεγονός ότι τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες είναι πανομοιότυπα ή παρόμοια αρκούν για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως των αντιπαρατιθέμενων σημάτων ή συνδέσμου μεταξύ αυτών στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού. Συγκεκριμένα, για να μπορεί να τύχει εφαρμογής τόσο η παράγραφος 1, στοιχείο β΄, όσο και η παράγραφος 5 του άρθρου 8 του κανονισμού 207/2009, τα αντιπαρατιθέμενα σήματα πρέπει, κατ’ αναγκαία προϋπόθεση, να είναι είτε πανομοιότυπα είτε παρόμοια. Συνεπώς, είναι πρόδηλον ότι οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο αποκλείει οποιαδήποτε ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημάτων. Μόνο στην περίπτωση κατά την οποία τα αντιπαρατιθέμενα σήματα παρουσιάζουν ορισμένη, έστω μικρή, ομοιότητα, το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να προβεί σε σφαιρική εκτίμηση προκειμένου να καθορίσει αν, παρά τον χαμηλό βαθμό ομοιότητας μεταξύ των σημάτων αυτών, υφίσταται, λόγω της υπάρξεως και άλλων ασκούντων επιρροή παραγόντων, όπως είναι το παγκοίνως γνωστό ή η φήμη του προγενέστερου σήματος, κίνδυνος συγχύσεως ή σύνδεσμος μεταξύ των σημάτων αυτών στην αντίληψη του ενδιαφερόμενου κοινού.

Από τη νομολογία αυτή του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι η ύπαρξη ταυτότητας ή ομοιότητας, έστω μικρής, μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημάτων συνιστά προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009 και όχι απλό παράγοντα για την εκτίμηση υπάρξεως συνδέσμου μεταξύ των εν λόγω σημάτων κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Εν πάση περιπτώσει, το συμπέρασμα αυτό απορρέει ευθέως από την ακόλουθη διατύπωση που χρησιμοποιεί το εν λόγω άρθρο: «αν [το αιτούμενο σήμα] ταυτίζεται ή ομοιάζει με το προγενέστερο σήμα».

(βλ. σκέψεις 31-34)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 64, 65, 70, 74-76)

4.      Το αθέμιτο όφελος που αντλείται από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος διαπιστώνεται, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση πρόδηλης απόπειρας εκμεταλλεύσεως και παρασιτισμού σε σχέση με φημισμένο σήμα και, συνεπώς, αναφορά στην περίπτωση αυτή γίνεται με την έννοια «κίνδυνος παρασιτισμού». Πρόκειται, δηλαδή, για τον κίνδυνο μεταφοράς της εικόνας του φημισμένου σήματος ή των προβαλλόμενων από αυτή χαρακτηριστικών στα προϊόντα που προσδιορίζει το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, με αποτέλεσμα η εμπορία τους να διευκολύνεται από τον εν λόγω συσχετισμό με το φημισμένο προγενέστερο σήμα.

Ο κίνδυνος παρασιτισμού διακρίνεται, αφενός, από τον «κίνδυνο αποδυναμώσεως», έννοια κατά την οποία η βλάβη που προκαλείται στον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος διαπιστώνεται κατά κανόνα εφόσον η χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση θα έχει ως αποτέλεσμα το προγενέστερο σήμα να μην μπορεί πλέον να προκαλεί άμεσο συσχετισμό με τα προϊόντα για τα οποία έχει καταχωριστεί και χρησιμοποιείται και, αφετέρου, από τον «κίνδυνο αμαυρώσεως», έννοια κατά την οποία η βλάβη που προκαλείται στη φήμη του προγενέστερου σήματος διαπιστώνεται κατά κανόνα εφόσον τα προϊόντα για τα οποία ζητείται η καταχώριση του σήματος ενδέχεται να γίνουν αντιληπτά από το κοινό κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μειώνεται η ελκτική δύναμη του προγενέστερου σήματος.

Κατά πάγια νομολογία, το συμπέρασμα περί κινδύνου παρασιτισμού, όπως και περί κινδύνου αποδυναμώσεως ή αμαυρώσεως, μπορεί να συναχθεί ιδίως βάσει επαγωγικών σκέψεων που προκύπτουν από ανάλυση των πιθανοτήτων, εφόσον δεν περιορίζονται σε απλές υποθέσεις, και λαμβάνοντας υπόψη τις συνήθεις πρακτικές στον συγκεκριμένο εμπορικό τομέα καθώς και κάθε άλλη περίσταση στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, κατά τη σφαιρική εκτίμηση που πραγματοποιείται για να κριθεί αν υφίσταται όφελος που αντλείται αθέμιτα από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη προγενέστερου σήματος, έπρεπε να ληφθεί υπόψη, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι η χρήση συσκευασιών και φιαλών παρόμοιων με αυτές των υπό μίμηση αρωμάτων αποσκοπούσε στην, για διαφημιστικούς λόγους, εκμετάλλευση του διακριτικού χαρακτήρα και της φήμης των σημάτων υπό τα οποία διατίθεντο στο εμπόριο τα αρώματα αυτά. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει επίσης ότι, οσάκις τρίτος επιχειρεί μέσω της χρήσης σημείου παρόμοιου με σήμα που χαίρει φήμης να προσδεθεί στο άρμα του σήματος αυτού προκειμένου να επωφεληθεί από την ελκτική του δύναμη, τη φήμη και το κύρος του, καθώς και να εκμεταλλευθεί, άνευ χρηματικού αντιτίμου και χωρίς ο ίδιος να μοχθήσει προς τούτο, την εμπορική προσπάθεια την οποία κατέβαλε ο δικαιούχος του σήματος για να δημιουργήσει και να εδραιώσει την εικόνα του σήματος αυτού, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι το όφελος που απορρέει από την εν λόγω χρήση αντλείται αθέμιτα από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη του εν λόγω σήματος.

Ωστόσο, η νομολογία αυτή ουδόλως περιορίζει σε μόνο το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση τα κρίσιμα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη διαπίστωση του κινδύνου παρασιτισμού, ήτοι του κινδύνου να αντληθεί αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή από τη φήμη των προγενέστερων σημάτων, αλλά επιτρέπει επίσης τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που αποσκοπούν στη διενέργεια της εν λόγω αναλύσεως των πιθανοτήτων σχετικά με τις προθέσεις του δικαιούχου του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και, κατά μείζονα λόγο, της αναλύσεως των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την πραγματική εμπορική χρήση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

(βλ. σκέψεις 82-85, 88)