Language of document : ECLI:EU:T:2017:105

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 17ης Φεβρουαρίου 2017 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Αοριστία της αγωγής – Παραγραφή – Παραδεκτό – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Εύλογη διάρκεια της δίκης – Υλική ζημία – Τόκοι επί του ποσού του μη καταβληθέντος προστίμου – Έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως – Αιτιώδης σύνδεσμος»

Στην υπόθεση T‑40/15,

Plásticos Españoles, SA (ASPLA), με έδρα την Torrelavega (Ισπανία),

Armando Álvarez, SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία),

εκπροσωπούμενες αρχικώς από τους M. Troncoso Ferrer, C. Ruixó Claramunt και S. Moya Izquierdo και, στη συνέχεια, από τους Μ. Troncoso Ferrer και S. Moya Izquierdo, δικηγόρους,

ενάγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Ένωσης, διά του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου αρχικώς από τον A. Placco και, στη συνέχεια, από τους J. Inghelram, Á. Almendros Manzano και P. Giusta,

εναγομένης,

υποστηριζόμενης από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. van Nuffel, την F. Castilla Contreras και τον C. Urraca Caviedes,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αγωγή βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που φέρονται να υπέστησαν οι ενάγουσες λόγω της διάρκειας της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίας, στο πλαίσιο των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής (T‑76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672), και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Álvarez κατά Επιτροπής (T‑78/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:673),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, I. Labucka, E. Bieliūnas (εισηγητή), V. Kreuschitz και I. S. Forrester, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Νοεμβρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Φεβρουαρίου 2006, η Plásticos Españoles, SA (ASPLA), αφενός, και η Armando Álvarez, SA, αφετέρου, άσκησαν, εκάστη, προσφυγή κατά της αποφάσεως C(2005) 4634 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2005, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] (υπόθεση COMP/F/38.354 – Βιομηχανικοί σάκοι) [στο εξής: απόφαση C(2005) 4634]. Με τις προσφυγές τους ζητούσαν, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση αυτή κατά το μέρος που τις αφορούσε ή, επικουρικώς, να μειώσει το ύψος του προστίμου που τους είχε επιβληθεί.

2        Με αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής (T‑76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672), και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Álvarez κατά Επιτροπής (T‑78/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:673), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις ως άνω προσφυγές.

3        Με δικόγραφα που κατέθεσαν στις 24 Ιανουαρίου 2012, οι ενάγουσες άσκησαν αναιρέσεις κατά των αποφάσεων της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής (T‑76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672), και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Álvarez κατά Επιτροπής (T‑78/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:673).

4        Με αποφάσεις της 22ας Μαΐου 2014, ASPLA κατά Επιτροπής (C‑35/12 P, EU:C:2014:348), και της 22ας Μαΐου 2014, Armando Álvarez κατά Επιτροπής (C‑36/12 P, EU:C:2014:349), το Δικαστήριο απέρριψε τις ως άνω αιτήσεις αναιρέσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

5        Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Ιανουαρίου 2015, οι ενάγουσες άσκησαν την υπό κρίση αγωγή κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενης από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

6        Με χωριστά δικόγραφα, που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, αντιστοίχως, στις 9 και στις 21 Απριλίου 2015, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Επιτροπή πρότειναν, έκαστο, ένσταση απαραδέκτου, βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991.

7        Με διάταξη της 27ης Απριλίου 2015, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, ανέστειλε τη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση έως ότου το Δικαστήριο εκδώσει απόφαση που να περατώνει τη δίκη στην υπόθεση C‑71/15 P, Δικαστήριο κατά Kendrion.

8        Με διάταξη της 18ης Δεκεμβρίου 2015, Δικαστήριο κατά Kendrion (C‑71/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:857), η υπόθεση διαγράφηκε από το πρωτόκολλο του Δικαστηρίου.

9        Μετά την επανάληψη της διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο, στις 17 Φεβρουαρίου 2016, παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του τρίτου πενταμελούς τμήματος.

10      Με διάταξη της 4ης Μαρτίου 2016, ASPLA και Armando Álvarez κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης (T‑40/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:133), η Επιτροπή διαγράφηκε από την υπό κρίση υπόθεση ως εκπρόσωπος της Ένωσης, κατόπιν της μερικής παραιτήσεως των εναγουσών από την αγωγή.

11      Στις 11 Μαρτίου 2016, η Επιτροπή, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, ζήτησε να παρέμβει υπέρ του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

12      Στις 14 Μαρτίου 2016, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως.

13      Στις 4 Απριλίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν παρίστατο ανάγκη για δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων. Εξάλλου, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δηλώσει αν είχε ζητήσει και λάβει τη συναίνεση των εναγουσών και της Επιτροπής για να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα που ήταν συνημμένα στο υπόμνημα αντικρούσεως και αφορούσαν την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής (T‑76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672, στο εξής: υπόθεση T‑76/06) και την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2011, Álvarez κατά Επιτροπής (T‑78/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:673, στο εξής: υπόθεση T‑78/06).

14      Στις 19 Απριλίου 2016, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απάντησε στη μνημονευόμενη στη σκέψη 13 ανωτέρω ερώτηση. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να δεχθεί ότι δεν είχε υποχρέωση να ζητήσει και να λάβει τη συναίνεση των εναγουσών και της Επιτροπής για να προσκομίσει τα σχετικά με τις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 έγγραφα και, επικουρικώς, ότι η συναίνεση αυτή του παρασχέθηκε σιωπηρώς από τις ενάγουσες και την Επιτροπή. Όλως επικουρικώς, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησε η απάντησή του να εκληφθεί ως αίτημα περί λήψεως μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, και συγκεκριμένα ως αίτημα προς το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την προσκόμιση, στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής, των εγγράφων που περιλαμβάνονται στη δικογραφία των υποθέσεων T‑76/06 και T‑78/06, ιδίως δε των εγγράφων που ήταν συνημμένα στο υπόμνημα αντικρούσεως.

15      Στις 25 Απριλίου 2016, ο πρόεδρος του τρίτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε, πρώτον, να αφαιρέσει από τη δικογραφία τα έγγραφα τα οποία ήταν συνημμένα στο υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως και αφορούσαν τις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06. Η απόφαση αυτή λήφθηκε με το σκεπτικό ότι, αφενός, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε είχε ζητήσει ούτε είχε λάβει τη συναίνεση των διαδίκων των υποθέσεων T‑76/06 και T‑78/06 για να προσκομίσει τα εν λόγω έγγραφα και, αφετέρου, δεν είχε ζητήσει πρόσβαση στη δικογραφία των εν λόγω υποθέσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 38, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Δεύτερον, ο πρόεδρος του τρίτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να καλέσει τις ενάγουσες να τοποθετηθούν επί του αιτήματος περί λήψεως μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που είχε υποβάλει όλως επικουρικώς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την από 19 Απριλίου 2016 απάντησή του που μνημονεύεται στη σκέψη 14 ανωτέρω.

16      Με διάταξη της 28ης Απριλίου 2016, ASPLA και Armando Álvarez κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης (T‑40/15, μη δημοσιευθείσα), ο πρόεδρος του τρίτου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτή την αίτηση παρεμβάσεως της Επιτροπής υπέρ του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διευκρίνισε ότι τα δικαιώματα που είχε η Επιτροπή στο πλαίσιο αυτό ήταν εκείνα που προβλέπει το άρθρο 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

17      Στις 2 Μαΐου 2016, το Γενικό Δικαστήριο, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένου αιτήματος των εναγουσών, τους επέτρεψε να καταθέσουν υπόμνημα απαντήσεως.

18      Στις 10 Μαΐου 2016, οι ενάγουσες τοποθετήθηκαν επί του διαλαμβανόμενου στη σκέψη 15 ανωτέρω αιτήματος περί λήψεως μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας. Υπογράμμισαν συναφώς ότι δεν είχαν αντίρρηση ως προς τη λήψη του εν λόγω μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας από το Γενικό Δικαστήριο, εφόσον αυτό το έκρινε σκόπιμο.

19      Στις 31 Μαΐου 2016, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, για την προετοιμασία και την εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως, ήταν αναγκαίο, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της, να τεθεί στη διάθεσή του η δικογραφία των υποθέσεων T‑76/06 και T‑78/06. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να περιλάβει στη δικογραφία της υπό κρίση υποθέσεως τις δικογραφίες των υποθέσεων T‑76/06 και T‑78/06.

20      Στις 13 Ιουνίου 2016, οι ενάγουσες κατέθεσαν υπόμνημα απαντήσεως.

21      Στις 17 Ιουνίου 2016, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζήτησε να του επιδοθεί η δικογραφία των υποθέσεων T‑76/06 και T‑78/06.

22      Στις 25 Ιουλίου 2016, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως.

23      Στις 23 Σεπτεμβρίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε ερώτηση στις ενάγουσες και τις κάλεσε να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι ενάγουσες ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα αυτά με έγγραφο της 10ης Οκτωβρίου 2016.

24      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Νοεμβρίου 2016.

25      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Δεκεμβρίου 2016, ο εκπρόσωπος των εναγουσών ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο ότι μία από τις απαντήσεις τις οποίες έδωσε σε προφορική ερώτηση και η οποία καταχωρήθηκε στο πρακτικό της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως περιείχε σφάλμα.

26      Με διάταξη της 16ης Δεκεμβρίου 2016, διατάχτηκε η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας. Στις 19 Δεκεμβρίου 2016, το διαλαμβανόμενο στη σκέψη 25 ανωτέρω έγγραφο της ενάγουσας περιλήφθηκε στη δικογραφία.

27      Στις 21 Δεκεμβρίου 2016, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέβαλε παρατηρήσεις επί του διαλαμβανόμενου στη σκέψη 25 ανωτέρω εγγράφου.

28      Στις 9 Ιανουαρίου 2017, η προφορική διαδικασία περατώθηκε.

29      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστησαν λόγω της παραβάσεως του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταβάλλοντάς τους αποζημίωση 3 495 038,66 ευρώ, πλέον αντισταθμιστικών τόκων και τόκων υπερημερίας υπολογιζόμενων βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένου κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, με αφετηρία την ημερομηνία καταθέσεως του δικογράφου της αγωγής·

–        να καταδικάσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

30      Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη, ειδάλλως να την κρίνει ως εν μέρει απαράδεκτη, κατά το μέρος που αφορά τις ζημίες οι οποίες επήλθαν πριν από τις 27 Ιανουαρίου 2010·

–        επικουρικώς, να απορρίψει ως αβάσιμο το αίτημα προς αποκατάσταση της προβαλλόμενης υλικής ζημίας·

–        να καταδικάσει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

31      Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβάλλει δύο λόγους απαραδέκτου που αφορούν, ο πρώτος, την ασάφεια και την αοριστία της αγωγής και, ο δεύτερος, την παραγραφή της αξιώσεως προς αποκατάσταση της προβαλλόμενης υλικής ζημίας.

 Επί του πρώτου λόγου απαραδέκτου, ο οποίος αφορά την ασάφεια και την αοριστία της αγωγής

32      Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστηρίζει ότι η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη, διότι, όσον αφορά τη ζημία που υπέστησαν ατομικά η ASPLA και η Armando Álvarez, είναι ασαφής και αόριστη.

33      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, δυνάμει του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, κάθε δικόγραφο προσφυγής ή αγωγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων λόγων ή ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή, ώστε να μπορεί ο αντίδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής ή αγωγής, κατά περίπτωση χωρίς να χρειάζεται άλλα στοιχεία προς τούτο. Για την εδραίωση ασφάλειας δικαίου και για τη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης είναι αναγκαίο, για να μπορεί μια προσφυγή ή αγωγή να κριθεί παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το κείμενο του δικογράφου. Ειδικότερα, για να πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από όργανο της Ένωσης πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία που καθιστούν δυνατή την εξατομίκευση της πράξεως ή παραλείψεως που ο ενάγων προσάπτει στο όργανο αυτό και τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη, καθώς και να προσδιορίζει τη φύση και την έκταση της ζημίας αυτής (βλ. απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2015, Αccorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, Τ‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Εν προκειμένω, πρώτον, αληθεύει ότι, όπως παρατηρεί το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο δικόγραφο της αγωγής διατυπώνεται αίτημα προς αποκατάσταση ζημίας η οποία έχει εκτιμηθεί συνολικώς.

35      Εντούτοις, από το κείμενο του δικογράφου της αγωγής και από τα έγγραφα που το συνοδεύουν προκύπτει ότι η αγωγή ασκήθηκε τόσο από την ASPLA όσο και από την Armando Álvarez. Εξάλλου, με τα αγωγικά αιτήματα, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα του περιεχομένου του δικογράφου, ζητείται η αποκατάσταση της υλικής ζημίας την οποία φέρονται να υπέστησαν οι ενάγουσες λόγω της προβαλλόμενης παραβάσεως των επιταγών περί εύλογης διάρκειας της δίκης (στο εξής: εύλογη διάρκεια της δίκης) στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 στις οποίες διάδικοι ήταν, αντιστοίχως, η ASPLA και η Armando Álvarez.

36      Επιπλέον, όσον αφορά τον προσδιορισμό της ζημίας που υπέστη καθεμία από τις ενάγουσες, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το ζήτημα αυτό προϋποθέτει την εξέταση των προσκομιζόμενων από αυτές αποδεικτικών στοιχείων και, επομένως, εμπίπτει στην εκτίμηση του βασίμου της υπό κρίση αγωγής. Εν πάση περιπτώσει, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι ενάγουσες παρέσχον τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της ζημίας που υπέστη καθεμία από αυτές.

37      Δεύτερον, αληθεύει, αφενός, ότι οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι η διάρκεια της διαδικασίας στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 υπερέβη, αντιστοίχως κατά 24 μήνες και κατά 28 μήνες, την εύλογη διάρκεια της δίκης, διότι, σε καθεμία από τις υποθέσεις αυτές, η ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως τους ανακοινώθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2011 και όχι δύο έτη μετά την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως της Επιτροπής, ήτοι, αντιστοίχως, στις 12 Φεβρουαρίου 2009 και στις 6 Οκτωβρίου 2008.

38      Αφετέρου, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι, κατά μέσο όρο, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 ανήλθε σε 25,5 μήνες και αποτιμούν τη ζημία τους βάσει απλού αναλογικού υπολογισμού στηριζόμενου στο σύνολο των ποσών που κατέβαλαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 καθώς και στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 22ας Μαΐου 2014, ASPLA κατά Επιτροπής (C‑35/12 P, EU:C:2014:348), και της 22ας Μαΐου 2014, Armando Álvarez κατά Επιτροπής (C‑36/12 P, EU:C:2014:349).

39      Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προτείνει ένσταση απαραδέκτου λόγω παραγραφής της σχετικής αξιώσεως. Επιπλέον, αμφισβητεί την ύπαρξη της προβαλλόμενης υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης καθώς και την έκταση της παραβάσεως αυτής. Επίσης, αμφισβητεί την ύπαρξη της προβαλλόμενης ζημίας καθώς και την έκτασή της. Επιπροσθέτως, υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος. Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί της απαντήσεως των εναγουσών σε προφορική ερώτηση που τους είχε θέσει το Γενικό Δικαστήριο, με την οποία προσδιόρισαν την ημερομηνία από την οποία άρχισαν να υφίστανται ζημία σε καθεμία από τις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06.

40      Από τα ανωτέρω έπεται ότι οι ενάγουσες παρέσχον τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της ζημίας που υπέστη καθεμία από αυτές και ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε τη δυνατότητα να προβάλει τους αμυντικούς ισχυρισμούς του και κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Επίσης, τα εν λόγω στοιχεία παρέχουν στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφανθεί επί της διαφοράς.

41      Επομένως, ο πρώτος λόγος απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του επικουρικώς προβαλλόμενου λόγου απαραδέκτου, ο οποίος αφορά την παραγραφή της αξιώσεως για αποκατάσταση της προβαλλόμενης υλικής ζημίας

42      Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστηρίζει ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη, κατά το μέρος που με αυτή ζητείται η αποκατάσταση ζημίας που προκλήθηκε πέντε και πλέον έτη πριν από την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, ήτοι πριν από τις 27 Ιανουαρίου 2010.

43      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι στο άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, ορίζονται τα εξής:

«Αξιώσεις κατά της Ένωσης στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης παραγράφονται μετά πέντε έτη από της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος. Η παραγραφή διακόπτεται είτε διά της προσφυγής που υποβάλλεται στο Δικαστήριο, είτε διά της προηγουμένης αιτήσεως που ο ζημιωθείς απευθύνει στο αρμόδιο θεσμικό όργανο της Ένωσης.»

44      Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η παραγραφή έχει ως σκοπό να συμβιβάσει την προστασία των δικαιωμάτων του ζημιωθέντος προσώπου με την αρχή της ασφαλείας δικαίου. Η διάρκεια του χρόνου παραγραφής καθορίστηκε με γνώμονα ιδίως τον χρόνο που χρειάζεται το φερόμενο ως ζημιωθέν πρόσωπο για να συγκεντρώσει τις κατάλληλες πληροφορίες ενόψει της ενδεχομένης ασκήσεως αγωγής και για να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που μπορεί να επικαλεστεί προς θεμελίωση της εν λόγω αγωγής (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, C‑469/11 P, EU:C:2012:705, σκέψη 33· βλ., επίσης, συναφώς, διάταξη της 18ης Ιουλίου 2002, Autosalone Ispra dei Fratelli Rossi κατά Επιτροπής, C‑136/01 P, EU:C:2002:458, σκέψη 28).

45      Κατά πάγια νομολογία, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από τη στιγμή που πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας (βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, C‑469/11 P, EU:C:2012:705, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Ασφαλώς, το άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει την έννοια ότι η παραγραφή δεν μπορεί να αντιταχθεί στον ζημιωθέντα που δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει εγκαίρως γνώση της γενεσιουργού αιτίας της ζημίας αυτής και δεν είχε στη διάθεσή του εύλογο χρονικό διάστημα για να ασκήσει την αγωγή ή να υποβάλει την αίτησή του εμπροθέσμως. Οι προϋποθέσεις πάντως που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να θεμελιώνεται υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών που αναφέρει το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και, κατ’ επέκταση, οι κανόνες παραγραφής των αξιώσεων για αποκατάσταση αυτών των ζημιών πρέπει να στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο σε αυστηρώς αντικειμενικά κριτήρια (βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, C‑469/11 P, EU:C:2012:705, σκέψεις 35 και 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η εκ μέρους του ζημιωθέντος υποκειμενική εκτίμηση του υποστατού της ζημίας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας ενάρξεως του χρόνου προθεσμίας παραγραφής της αξιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης (βλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, C‑469/11 P, EU:C:2012:705, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Inalca και Cremonini κατά Επιτροπής, C‑460/09 P, EU:C:2013:111, σκέψη 70).

48      Εν προκειμένω, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι «το ζημιογόνο γεγονός» που αποτελεί βάση της προβαλλόμενης «αξιώσεως κατά της Ένωσης» είναι μια δικονομική πλημμέλεια η οποία υποστηρίζεται ότι έχει τη μορφή παραβάσεως των επιταγών περί εύλογης διάρκειας της δίκης από δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης. Επομένως, το στοιχείο αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του χρονικού σημείου ενάρξεως της πενταετούς παραγραφής του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, ο χρόνος παραγραφής δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει σε χρονικό σημείο κατά το οποίο το ζημιογόνο γεγονός βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά η έναρξη της παραγραφής πρέπει να τοποθετείται σε χρονικό σημείο κατά το οποίο το ζημιογόνο γεγονός έχει πλήρως συντελεστεί.

49      Επομένως, όσον αφορά ειδικώς αγωγή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση ζημίας που φέρεται να προκλήθηκε από τυχόν υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν η επίμαχη διαδικασία λήγει με την έκδοση ορισμένης αποφάσεως, η πενταετής παραγραφή του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως. Πράγματι, η ημερομηνία αυτή αποτελεί μια βέβαιη ημερομηνία που καθορίζεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Η ημερομηνία αυτή διασφαλίζει την τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και καθιστά δυνατή την προστασία των δικαιωμάτων των εναγουσών.

50      Στην υπό κρίση υπόθεση, οι ενάγουσες ζητούν την αποκατάσταση της ζημίας την οποία φέρονται να υπέστησαν λόγω της διάρκειας της εκδικάσεως των υποθέσεων T‑76/06 και T‑78/06. Οι διαδικασίες στις υποθέσεις αυτές περατώθηκαν με τη δημοσίευση των αποφάσεων της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής (T‑76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672), και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Álvarez κατά Επιτροπής (T‑78/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:673). Επομένως, ο χρόνος παραγραφής άρχισε να τρέχει από τις 16 Νοεμβρίου 2011.

51      Εξάλλου, στην υπό κρίση υπόθεση, η αγωγή των εναγουσών ασκήθηκε, και επομένως η παραγραφή διακόπηκε, στις 27 Ιανουαρίου 2015, δηλαδή πριν από την παρέλευση της πενταετούς προθεσμίας του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, η αξίωση την οποία αφορά η υπό κρίση αγωγή δεν έχει παραγραφεί.

52      Κατόπιν των ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της ουσίας

53      Κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

54      Κατά πάγια νομολογία, όπως προκύπτει από το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, για να θεμελιωθεί εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης και για να μπορεί να ασκηθεί το δικαίωμα σε αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας, πρέπει να συντρέχει ένα σύνολο προϋποθέσεων, και συγκεκριμένα, η πράξη ή παράλειψη που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα πρέπει να είναι παράνομη, η ζημία πρέπει να είναι υποστατή και μεταξύ της προσαπτόμενης πράξεως ή παραλείψεως και της προβαλλόμενης ζημίας πρέπει να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος (αποφάσεις της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, 26/81, EU:C:1982:318, σκέψη 16, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 106).

55      Εφόσον δεν πληρούται μία από τις προϋποθέσεις αυτές, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1999, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, C‑104/97 P, EU:C:1999:498, σκέψη 65· βλ., επίσης, συναφώς, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑146/91, EU:C:1994:329, σκέψη 81). Εξάλλου, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν υποχρεούνται να εξετάζουν τις εν λόγω προϋποθέσεις με συγκεκριμένη σειρά (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑419/08 P, EU:C:2010:147, σκέψη 42· βλ., επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 13).

56      Εν προκειμένω, πρώτον, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι η διάρκεια της διαδικασίας στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 είχε ως συνέπεια την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης. Δεύτερον, υποστηρίζουν ότι η υπέρβαση αυτή τους προξένησε ζημία που πρέπει να αποκατασταθεί.

 Επί της προβαλλόμενης υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06

57      Οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι η διάρκεια της διαδικασίας στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 είχε ως συνέπεια την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, γεγονός που συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα του δικαίου της Ένωσης, ο οποίος έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι η παράβαση αυτή συνάγεται από τις αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013, Kendrion κατά Επιτροπής (C‑50/12 P, EU:C:2013:771), και της 26ης Νοεμβρίου 2013, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής (C‑58/12 P, EU:C:2013:770). Προσθέτουν δε ότι οι υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06, αφενός, και οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2011, Kendrion κατά Επιτροπής (T‑54/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:667), της 16ης Νοεμβρίου 2011, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής (T‑72/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:671), και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Sachsa Verpackung κατά Επιτροπής (T‑79/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:674), αφετέρου, είχαν το ίδιο αντικείμενο (την ίδια απόφαση της Επιτροπής), στηρίζονταν σε παρεμφερή πραγματικά περιστατικά και παρεμφερή αιτία (την ίδια σύμπραξη) και εξετάστηκαν υπό συνθήκες που από δικονομικής απόψεως είναι πανομοιότυπες ή πολύ συγκρίσιμες.

58      Οι ενάγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι η προφορική διαδικασία στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 έπρεπε να είχε αρχίσει δύο έτη μετά την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως της Επιτροπής, ήτοι, αντιστοίχως, στις 12 Φεβρουαρίου 2009 και στις 6 Οκτωβρίου 2008. Όμως, η ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως τους ανακοινώθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2011. Από τα ανωτέρω οι ενάγουσες συνάγουν ότι οι ένδικες διαδικασίες στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 υπερέβησαν, αντιστοίχως κατά 24 μήνες και κατά 28 μήνες, την εύλογη διάρκεια της δίκης.

59      Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντικρούει τα επιχειρήματα αυτά. Ειδικότερα, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να επιληφθεί της υπό κρίση αγωγής και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013, Kendrion κατά Επιτροπής (C‑50/12 P, EU:C:2013:771), και της 26ης Νοεμβρίου 2013, Gascogne κατά Επιτροπής (C‑58/12 P, EU:C:2013:770), δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06. Δεύτερον, το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 υπερβαίνει, αντιστοίχως, μόνο κατά 17 μήνες και κατά 21 μήνες, τη μέση διάρκεια του σταδίου αυτού της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία παρατηρήθηκε μεταξύ των ετών 2007 και 2010 στις υποθέσεις που αφορούσαν την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού. Εξάλλου, η συνολική διάρκεια της διαδικασίας στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 υπερέβη μόνο κατά 15 μήνες τη μέση διάρκεια των ενδίκων διαδικασιών ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία διαπιστώθηκε μεταξύ των ετών 2006 και 2015 στις υποθέσεις που αφορούσαν την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού. Τρίτον, οι υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 πρέπει να χαρακτηριστούν ως πολύπλοκες. Τέταρτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης λειτουργεί εντός ενός πολυγλωσσικού περιβάλλοντος, το οποίο είναι μοναδικό σε ευρωπαϊκό, ακόμη και σε παγκόσμιο επίπεδο. Επιπλέον, στις δεκαπέντε υποθέσεις που αφορούσαν προσφυγές κατά της αποφάσεως C(2005) 4634 έγινε χρήση έξι διαφορετικών γλωσσών. Πέμπτον, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα χρονικά όρια της θητείας των δικαστών καθώς και η μακράς διάρκειας ασθένεια ενός από τα μέλη του τμήματος στο οποίο είχαν ανατεθεί οι δύο επίμαχες υποθέσεις. Έκτον, οι ενάγουσες, λόγω της συμπεριφοράς τους, δεν είναι άμοιρες ευθυνών για τη συσσωρευθείσα καθυστέρηση στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06.

60      Υπογραμμίζεται συναφώς ότι το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «[κ]άθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως».

61      Το εν λόγω δικαίωμα, το οποίο έχει αναγνωριστεί ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης προ της ενάρξεως ισχύος του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κρίθηκε ότι τυγχάνει εφαρμογής στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής κατά αποφάσεως της Επιτροπής (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, C‑385/07 P, EU:C:2009:456, σκέψη 178 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

62      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06, η διαδικασία άρχισε στις 24 Φεβρουαρίου 2006 με την κατάθεση στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου δικογράφου προσφυγής από καθεμία από τις νυν ενάγουσες και περατώθηκε με τη δημοσίευση των αποφάσεων της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής (T‑76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672), και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Álvarez κατά Επιτροπής (T‑78/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:673). Επομένως, η διάρκεια της διαδικασίας σε καθεμία από τις υποθέσεις αυτές ανήλθε σε περίπου 5 έτη και 9 μήνες.

63      Όπως όμως προκύπτει από τη λεπτομερή εξέταση των δικογραφιών των υποθέσεων T‑76/06 και T‑78/06, η διάρκεια της διαδικασίας σε καθεμία από αυτές δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από καμία από τις περιστάσεις των συγκεκριμένων υποθέσεων.

64      Πρώτον, επισημαίνεται ότι οι υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 αφορούσαν ένδικες διαφορές με αντικείμενο την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού και ότι, κατά τη νομολογία, η θεμελιώδης επιταγή της ασφάλειας δικαίου που πρέπει να εφαρμόζεται υπέρ των οικονομικών φορέων και ο σκοπός διασφαλίσεως της μη νοθεύσεως του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για τον ίδιο τον προσφεύγοντα και τους ανταγωνιστές του, αλλά και για τους τρίτους, λόγω του μεγάλου αριθμού των ενδιαφερομένων προσώπων και των διακυβευομένων χρηματικών συμφερόντων (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, C‑385/07 P, EU:C:2009:456, σκέψη 186).

65      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι, στην υπόθεση T‑76/06, παρήλθε χρονικό διάστημα περίπου 3 ετών και 10 μηνών, ήτοι 46 μηνών, μεταξύ, αφενός, της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας με την κατάθεση, στις 16 Φεβρουαρίου 2007, του υπομνήματος ανταπαντήσεως της Επιτροπής και, αφετέρου, της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας, στις 23 Νοεμβρίου 2010. Επίσης, στην υπόθεση T‑78/06, παρήλθε χρονικό διάστημα περίπου 4 ετών και 2 μηνών, ήτοι 50 μηνών, μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας, στις 9 Οκτωβρίου 2006, και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας, στις 23 Νοεμβρίου 2010.

66      Κατά το χρονικό διάστημα αυτό, πραγματοποιείται, μεταξύ άλλων, συνοπτική καταγραφή των επιχειρημάτων των διαδίκων, προετοιμασία της εκδικάσεως των υποθέσεων, ανάλυση του πραγματικού και νομικού πλαισίου των ενδίκων διαφορών και προπαρασκευή της προφορικής διαδικασίας. Επομένως, η διάρκεια του χρονικού διαστήματος αυτού αποτελεί συνάρτηση, μεταξύ άλλων, της πολυπλοκότητας της ένδικης διαφοράς καθώς και της συμπεριφοράς των διαδίκων και τυχόν παρεμπιπτόντων ζητημάτων κατά τη δίκη.

67      Όσον αφορά την πολυπλοκότητα της ένδικης διαφοράς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι οι υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 αφορούσαν προσφυγές ασκηθείσες κατά αποφάσεως της Επιτροπής σχετικής με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

68      Όπως προκύπτει από τις δικογραφίες των υποθέσεων T‑76/06 και T‑78/06, οι προσφυγές που αφορούν την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού από την Επιτροπή εμφανίζουν μεγαλύτερο βαθμό πολυπλοκότητας από άλλες κατηγορίες υποθέσεων, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, του μακροσκελούς της προσβαλλομένης αποφάσεως, του όγκου της δικογραφίας και της ανάγκης λεπτομερούς εκτιμήσεως πολλών και περίπλοκων πραγματικών περιστατικών που συχνά έχουν ευρεία χρονική και γεωγραφική διάσταση.

69      Συνεπώς, χρονικό διάστημα 15 μηνών μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας συνιστά, καταρχήν, ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα για την εξέταση υποθέσεων που αφορούν την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού, όπως είναι οι υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06.

70      Περαιτέρω, επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη ότι η απόφαση C(2005) 4634 αποτέλεσε αντικείμενο πολλών προσφυγών.

71      Πράγματι, προσφυγές ασκούμενες κατά της ίδιας αποφάσεως που έχει λάβει η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης είναι, καταρχήν, αναγκαίο να εξετάζονται ταυτοχρόνως, ακόμη και στις περιπτώσεις που οι σχετικές υποθέσεις δεν συνεκδικάζονται. Η ταυτόχρονη αυτή εξέταση έχει ως δικαιολογητική της βάση, μεταξύ άλλων, τη συνάφεια των εν λόγω προσφυγών καθώς και την ανάγκη να εξασφαλιστεί συνοχή κατά την εκτίμησή τους και κατά την απάντηση που θα δοθεί σε αυτές.

72      Επομένως, η ταυτόχρονη εξέταση συναφών υποθέσεων μπορεί να δικαιολογήσει την επιμήκυνση, κατά ένα μήνα ανά επιπλέον συναφή υπόθεση, του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας.

73      Εν προκειμένω, κατά της αποφάσεως C(2005) 4634 είχαν ασκηθεί δεκαπέντε προσφυγές. Ωστόσο, αφενός, μία από τις προσφεύγουσες παραιτήθηκε από την προσφυγή της κατά της εν λόγω αποφάσεως (διάταξη της 6ης Ιουλίου 2006, Cofira-Sac κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα, T‑43/06, EU:T:2006:192). Αφετέρου, επί δύο προσφυγών κατά της αποφάσεως C(2005) 4634 εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Trioplast Wittenheim κατά Επιτροπής (T‑26/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:387), και της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Trioplast Industrier κατά Επιτροπής (T‑40/06, EU:T:2010:388).

74      Υπό τις συνθήκες αυτές, η εξέταση των δώδεκα υπόλοιπων υποθέσεων που αφορούσαν προσφυγές κατά της αποφάσεως C(2005) 4634 δικαιολογούσε την επιμήκυνση της διάρκειας της ένδικης διαδικασίας στην υπόθεση T‑76/06 και στην υπόθεση T‑78/06 κατά 11 μήνες.

75      Κατά συνέπεια, χρονικό διάστημα 26 μηνών (ήτοι 15 μήνες συν 11 μήνες) μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας ήταν καταρχήν ενδεδειγμένο για την εξέταση καθεμιάς εκ των υποθέσεων T‑76/06 και T‑78/06.

76      Όσον αφορά τη συμπεριφορά των διαδίκων και τυχόν παρεμπίπτοντα ζητήματα κατά την εκδίκαση των υποθέσεων T‑76/06 και T‑78/06, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας σε καθεμία από τις υποθέσεις αυτές ουδόλως επηρεάστηκε από την εν λόγω συμπεριφορά ή από τυχόν παρεμπίπτοντα ζητήματα.

77      Τέλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, με την απόφαση C(2005) 4634, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο στις ενάγουσες αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, με την αιτιολογία ότι η Armando Álvarez κατείχε ποσοστό 98,6 % του εταιρικού κεφαλαίου της ASPLA και, ως εκ τούτου, ασκούσε κατά τεκμήριο καθοριστική επιρροή επ’ αυτής. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η Armando Álvarez, στο πλαίσιο της προσφυγής που άσκησε στην υπόθεση T‑78/06, ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως C(2005) 4634, κατά μέρος που η εν λόγω απόφαση της καταλόγισε την ευθύνη για τη διαπιστωθείσα παράβαση.

78      Συνεπώς, οι υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 εμφάνιζαν μεταξύ τους εξαιρετικά στενή συνάφεια η οποία δικαιολογούσε την εξέταση της υποθέσεως T‑78/06 από κοινού με την υπόθεση T‑76/06 και με τον ίδιο ρυθμό με αυτήν. Επομένως, μολονότι η έγγραφη διαδικασία στην υπόθεση T‑78/06 περατώθηκε τέσσερις μήνες νωρίτερα απ’ ό,τι η έγγραφη διαδικασία στην υπόθεση T‑76/06, η προφορική διαδικασία στην υπόθεση T‑78/06 δεν μπορούσε να αρχίσει σε ημερομηνία προγενέστερη της ημερομηνίας ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας στην υπόθεση T‑76/06.

79      Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις δικογραφίες των υποθέσεων T‑76/06 και T‑78/06, το τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου στο οποίο είχε ανατεθεί η εκδίκασή τους, αποφάσισε, στις 23 Νοεμβρίου 2010, τη συνένωση των εν λόγω υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, χωρίς να θιγεί η δυνατότητα των διαδίκων να υποβάλουν παρατηρήσεις σε καθεμία από τις υποθέσεις αυτές. Στις παρατηρήσεις τους επί της ενδεχόμενης συνενώσεως των υποθέσεων T‑76/06 και T‑78/06, εκάστη των εναγουσών εξήγησε ότι, κατά τη γνώμη της, τίποτε δεν εμπόδιζε τη συνένωση αυτή, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι κάτι τέτοιο μπορούσε να συμβάλει στην αποτελεσματικότητα της διαδικασίας. Εντούτοις, η Επιτροπή εναντιώθηκε στη συνένωση αυτή, η οποία τελικώς δεν διατάχτηκε.

80      Επομένως, η εξαιρετικά στενή συνάφεια μεταξύ της υποθέσεως T‑76/06 και της υποθέσεως T‑78/06 δικαιολογούσε την επιμήκυνση, κατά τέσσερις επιπλέον μήνες, του χρονικού διαστήματος μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας στην υπόθεση T‑78/06.

81      Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06, από το χρονικό διάστημα 46 μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας στην υπόθεση T‑76/06 καθώς και από το χρονικό διάστημα 50 μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας στην υπόθεση T‑78/06 προκύπτει μια περίοδος αδικαιολόγητης αδράνειας 20 μηνών σε καθεμία από τις υποθέσεις αυτές.

82      Τρίτον, από την εξέταση των δικογραφιών των υποθέσεων T‑76/06 και T‑78/06 δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να καθιστά δυνατή τη διαπίστωση ότι υπήρξε περίοδος αδικαιολόγητης αδράνειας, αφενός, μεταξύ της ημερομηνίας καταθέσεως των προσφυγών και της ημερομηνίας καταθέσεως των υπομνημάτων ανταπαντήσεως και, αφετέρου, μεταξύ της ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας και της δημοσιεύσεως των αποφάσεων της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής (T‑76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672), και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Álvarez κατά Επιτροπής (T‑78/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:673).

83      Συνεπώς, η διαδικασία που διεξήχθη στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 και η οποία περατώθηκε με τη δημοσίευση των αποφάσεων της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής (T‑76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672), και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Álvarez κατά Επιτροπής (T‑78/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:673), είχε ως συνέπεια την παράβαση του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθόσον υπερέβη κατά 20 μήνες την εύλογη διάρκεια της δίκης, γεγονός που συνιστά κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου της Ένωσης ο οποίος έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

 Επί της προβαλλόμενης υλικής ζημίας και του εικαζόμενου αιτιώδους συνδέσμου

84      Κατά πάγια νομολογία, η ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση στο πλαίσιο αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης πρέπει να είναι πραγματική και βέβαιη, πράγμα το οποίο πρέπει να αποδείξει ο ενάγων (βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑243/05 P, EU:C:2006:708, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Στον ενάγοντα εναπόκειται να προσκομίσει πειστικά αποδεικτικά στοιχεία τόσο ως προς την ύπαρξη όσο και ως προς την έκταση της ζημίας που προβάλλει (βλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, Blackspur DIY κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑362/95 P, EU:C:1997:401, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

85      Ομοίως, κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση του αιτιώδους συνδέσμου κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ αφορά την ύπαρξη αρκούντως άμεσης σχέσεως αιτίου προς αιτιατό μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως των θεσμικών οργάνων και της ζημίας (αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 2010, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑419/08 P, EU:C:2010:147, σκέψη 53, και της 14ης Δεκεμβρίου 2005, Beamglow κατά Κοινοβουλίου κ.λπ., T‑383/00, EU:T:2005:453, σκέψη 193· βλ., επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1979, Dumortier κ.λπ. κατά Συμβουλίου, 64/76, 113/76, 167/78, 239/78, 27/79, 28/79 και 45/79, EU:C:1979:223, σκέψη 21). Εναπόκειται στον ενάγοντα να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προσαπτόμενης πράξεως ή παραλείψεως και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1998, Coldiretti κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑149/96, EU:T:1998:228, σκέψη 101 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

86      Εν προκειμένω, πρώτον, οι ενάγουσες υποστηρίζουν, με το δικόγραφο της αγωγής, ότι υπέστησαν υλική ζημιά η οποία συνίσταται σε περιουσιακή μείωση, αφενός, λόγω της καταβολής, κατά την υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας που κατά μέσο όρο ανήλθε σε 25,5 μήνες, τόκων επί του ποσού του προστίμου που τους είχε επιβληθεί με την απόφαση C(2005) 4634 (στο εξής: τόκοι επί του προστίμου) και, αφετέρου, λόγω της καταβολής, κατά την ίδια υπερβολική διάρκεια, εξόδων για τις τραπεζικές εγγυήσεις που συνέστησαν προκειμένου να μην καταβάλουν αμέσως το ποσό του προστίμου (στο εξής: έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως). Η ζημία αυτή πρέπει να αποτιμηθεί με βάση απλό αναλογικό υπολογισμό στηριζόμενο στα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως που καταβλήθηκαν μεταξύ της 20ής Φεβρουαρίου 2006 και της 1ης Αυγούστου 2014 καθώς στους τόκους επί του προστίμου που καταβλήθηκαν μεταξύ της 15ης Μαρτίου 2006 και της 22ας Ιουλίου 2014.

87      Δεύτερον, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας και της προσαπτόμενης υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης είναι εμφανής. Συγκεκριμένα, αν η διαδικασία στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 δεν είχε υπερβεί τα όρια της εύλογης διάρκειας της δίκης, οι ενάγουσες δεν θα χρειαζόταν, επί 25,5 μήνες, να καταβάλλουν τόκους επί του προστίμου και έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως.

88      Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντικρούει, πρώτον, τα επιχειρήματα των εναγουσών σχετικά με την υλική ζημιά την οποία φέρονται να υπέστησαν.

89      Υποστηρίζει ότι οι τόκοι επί του προστίμου και τα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ζημία. Ειδικότερα, αφενός, με την καταβολή των τόκων επί του προστίμου αντισταθμίζεται το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της ποσό το οποίο αυτή εδικαιούτο να αποκτήσει, τυχόν δε καταβολή αποζημιώσεως ισόποσης προς τους εν λόγω τόκους θα ισοδυναμούσε με αδικαιολόγητο πλουτισμό των εναγουσών. Αφετέρου, τα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως αποτελούν επιβαρύνσεις τις οποίες αποδέχτηκαν οικειοθελώς οι ενάγουσες έναντι της δυνατότητας που τους παρασχέθηκε να μην καταβάλουν αμέσως το ποσό του προστίμου. Επομένως, στον βαθμό που η επιβάρυνση αυτή συνεπαγόταν ορισμένο πλεονέκτημα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για ζημία υπό στενή έννοια.

90      Επικουρικώς, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστηρίζει ότι η μέθοδος την οποία εφάρμοσαν οι ενάγουσες για να υπολογίσουν την προβαλλόμενη ζημία δεν είναι ορθή και δεν επιτρέπει τον ακριβή αριθμητικό προσδιορισμό της. Αφενός, ο αναλογικός υπολογισμός, όπως αυτός στον οποίο προέβησαν οι ενάγουσες, δεν καθιστά δυνατό τον καθορισμό του τμήματος εκείνου των δαπανών που προκλήθηκε λόγω του χρονικού διαστήματος το οποίο αντιστοιχεί σε αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Αφετέρου, τα στοιχεία που χρησιμοποίησαν οι ενάγουσες για τον αριθμητικό προσδιορισμό της ζημίας τους δεν παρέχουν, ως εκ της φύσεώς τους, σε αυτές τη δυνατότητα να υπολογίσουν την υποθετική ζημία που απορρέει από την προβαλλόμενη καθυστέρηση της διαδικασίας στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06. Ειδικότερα, για την εκτίμηση της υπάρξεως υποθετικής ζημίας που τυχόν υπέστησαν οι ενάγουσες λόγω της αδικαιολόγητης καθυστερήσεως της διαδικασίας, θα έπρεπε να γίνει σύγκριση των εξόδων στα οποία πράγματι υποβλήθηκαν για να καταβάλουν το πρόστιμο και των υποθετικών εξόδων στα οποία θα είχαν υποβληθεί αν η διαδικασία δεν είχε καθυστερήσει και αν είχαν καταβάλει το πρόστιμο νωρίτερα. Πάντως, υπό ορισμένες συνθήκες, είναι κάλλιστα δυνατόν η ετεροχρονισμένη καταβολή του προστίμου να είναι πιο συμφέρουσα για μια επιχείρηση, ακόμη και αν η ετεροχρονισμένη αυτή καταβολή συνεπάγεται την υποχρέωση της επιχειρήσεως να καταβάλει πρόσθετους τόκους με σταθερό επιτόκιο, όπως το καθορισθέν από την Επιτροπή επιτόκιο 3,56 %. Στο υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσθέτει ότι η ετεροχρονισμένη καταβολή συνιστά εξ ορισμού πλεονέκτημα και ότι το εν λόγω πλεονέκτημα υφίσταται όντως στην προκειμένη περίπτωση.

91      Δεύτερον, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται αρκούντως άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, της υλικής ζημίας που συνδέεται με την καταβολή εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως και με την καταβολή τόκων επί του προστίμου και, αφετέρου, της προσαπτόμενης υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης. Ειδικότερα, η υλική αυτή ζημία είναι αποτέλεσμα της επιλογής των ιδίων των εναγουσών να μην εκπληρώσουν, εντός της προθεσμίας που τους είχε τάξει η απόφαση C(2005) 4634, την υποχρέωση καταβολής του προστίμου, μολονότι η απόφαση αυτή συνιστούσε εκτελεστό τίτλο. Οι ενάγουσες προέβησαν σε αυτή την επιλογή όταν αποφάσισαν να συστήσουν τραπεζική εγγύηση, ενέμειναν δε στην επιλογή αυτή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατήρησαν την εγγύηση σε ισχύ.

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

92      Υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 2 της αποφάσεως C(2005) 4634 προέβλεπε ότι τα επιβαλλόμενα με την απόφαση αυτή πρόστιμα έπρεπε να καταβληθούν εντός προθεσμίας τριών μηνών από της κοινοποιήσεώς της. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 86 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1), το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως διευκρίνιζε ότι, μετά την πάροδο της τρίμηνης αυτής προθεσμίας, θα οφείλονταν αυτομάτως τόκοι υπολογιζόμενοι βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, προσαυξημένου κατά τρεισήμισι ποσοστιαίες μονάδες, ήτοι βάσει επιτοκίου 5,56 %.

93      Συμφώνως προς το άρθρο 299, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η απόφαση C(2005) 4634 αποτελούσε εκτελεστό τίτλο, καθόσον, με το άρθρο 2 αυτής, επέβαλλε χρηματική υποχρέωση εις βάρος των εναγουσών. Επίσης, η άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, δεν είχε επίπτωση στα αποτελέσματά της ως εκτελεστής πράξεως, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 278 ΣΛΕΕ, οι προσφυγές που ασκούνται ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα.

94      Όταν η Επιτροπή κοινοποίησε την απόφαση C(2005) 4634 στις ενάγουσες, τους επισήμανε ότι, αν αυτές κινούσαν ένδικη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ή ενώπιον του Δικαστηρίου, κανένα μέτρο εισπράξεως δεν θα λαμβανόταν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, εφόσον τηρούνταν δύο προϋποθέσεις πριν από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής. Κατά το άρθρο 86, παράγραφος 5, του κανονισμού 2342/2002, οι δύο αυτές προϋποθέσεις ήταν οι εξής: πρώτον, η απαίτηση της Επιτροπής θα παρήγαγε τόκους από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας καταβολής, με επιτόκιο 3,56 %, και, δεύτερον, πριν από τη λήξη της προθεσμίας καταβολής, έπρεπε να συσταθεί αποδεκτή από την Επιτροπή τραπεζική εγγύηση που να καλύπτει τόσο την οφειλή όσο και τους τόκους ή τις προσαυξήσεις.

95      Στα δικόγραφα και υπομνήματα που κατέθεσαν στην υπό κρίση υπόθεση, οι ενάγουσες εξηγούν ότι επέλεξαν να μην καταβάλουν αμέσως το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, αλλά να συστήσουν τραπεζική εγγύηση, κάνοντας χρήση της δυνατότητας που τους παρέσχε η Επιτροπή και καταβάλλοντας τόκους με επιτόκιο 3,56 %.

96      Το ζήτημα της προβαλλόμενης υλικής ζημίας και του εικαζόμενου αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας αυτής και της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 πρέπει να εξεταστεί με γνώμονα τις ως άνω εκτιμήσεις.

–       Επί της καταβολής τόκων επί του ποσού του προστίμου

97      Πρώτον, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι ενάγουσες και από τις εξηγήσεις που παρέσχε προφορικώς ο εκπρόσωπός τους, οι οποίες καταγράφηκαν στο πρακτικό της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το συνολικό ποσό των τόκων επί του προστίμου που κατέστησαν απαιτητοί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 καταβλήθηκε από την Armando Álvarez στις 22 Ιουλίου 2014.

98      Από τα ανωτέρω έπεται ότι η ASPLA υπέστη ατομική ζημία συνιστάμενη στην καταβολή τόκων επί του προστίμου κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06.

99      Δεύτερον, όσον αφορά τη ζημία που φέρεται να υπέστη η Armando Álvarez, διαπιστώνεται ότι, λόγω της συνδυασμένης εφαρμογής του άρθρου 299, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 278 ΣΛΕΕ, των οποίων γίνεται μνεία στη σκέψη 93 ανωτέρω, το ποσό του επιβληθέντος με την απόφαση C(2005) 4634 προστίμου εξακολουθούσε να οφείλεται στην Επιτροπή παρά την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως. Επομένως, οι τόκοι επί του προστίμου, των οποίων το επιτόκιο ανερχόταν σε 3,56 %, πρέπει να χαρακτηριστούν ως τόκοι υπερημερίας.

100    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06, η Armando Álvarez δεν κατέβαλε το ποσό του προστίμου ούτε τους τόκους υπερημερίας. Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας στις εν λόγω υποθέσεις, η Armando Álvarez εξακολουθούσε να καρπώνεται το ποσό που αντιστοιχούσε στο ύψος του εν λόγω προστίμου, προσαυξημένο με τους τόκους υπερημερίας.

101    Οι ενάγουσες όμως δεν προσκομίζουν στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι, κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06, το ποσό των τόκων υπερημερίας που κατέβαλε μεταγενεστέρως στην Επιτροπή η Armando Álvarez ήταν μεγαλύτερο από το πλεονέκτημα που εξασφάλισε λόγω του ότι συνέχισε να καρπώνεται το ισόποσο του προστίμου και των αντίστοιχων τόκων υπερημερίας. Με άλλα λόγια, οι ενάγουσες δεν αποδεικνύουν ότι η τοκοφορία του προστίμου κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης ήταν σημαντικότερη από το πλεονέκτημα που εξασφάλισε η Armando Álvarez χάρη στη μη καταβολή του προστίμου, προσαυξημένου με τους τόκους που ήσαν ήδη απαιτητοί κατά την ημερομηνία ενάρξεως της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης και με τους τόκους που κατέστησαν απαιτητοί ενόσω διαρκούσε η εν λόγω υπέρβαση.

102    Συνεπώς, οι ενάγουσες δεν αποδεικνύουν ότι, κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06, η Armando Álvarez υπέστη πραγματική και βέβαιη ζημία συνεπεία της καταβολής τόκων υπερημερίας επί του προστίμου που είχε επιβληθεί με την απόφαση C(2005) 4634.

103    Επομένως, το αίτημα προς αποκατάσταση της προβαλλόμενης ζημίας η οποία συνίσταται στην εκ μέρους των εναγουσών καταβολή τόκων επί του προστίμου πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί η ύπαρξη του εικαζόμενου αιτιώδους συνδέσμου.

–       Επί της καταβολής εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως

104    Πρώτον, όσον αφορά τη ζημία, από τη δικογραφία προκύπτει, αφενός, ότι η ASPLA συνέστησε τραπεζική εγγύηση ύψους 10 731 000 ευρώ πλέον τόκων και, αφετέρου, ότι η Armando Álvarez συνέστησε πολλές τραπεζικές εγγυήσεις σε τέσσερις διαφορετικές τράπεζες συνολικού ύψους 31 269 000 ευρώ, πλέον τόκων. Επίσης, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06, καθεμία από τις ενάγουσες κατέβαλε έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως, με τη μορφή τριμηνιαίων προμηθειών.

105    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, πρέπει να διαπιστωθεί ότι καθεμία από τις ενάγουσες αποδεικνύει ότι υπέστη ατομικώς πραγματική και βέβαιη ζημία η οποία συνίσταται σε περιουσιακή μείωση λόγω της καταβολής εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06.

106    Δεύτερον, όσον αφορά την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου, επισημαίνεται, αφενός, ότι, αν η διαδικασία στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 δεν είχε υπερβεί τα όρια της εύλογης διάρκειας της δίκης, οι ενάγουσες δεν θα χρειαζόταν να υποβληθούν σε έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην υπέρβαση αυτή.

107    Επομένως, μεταξύ της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 και της επελεύσεως της ζημίας που υπέστη εκάστη από τις ενάγουσες και η οποία συνίσταται σε περιουσιακή μείωση λόγω της καταβολής εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην εν λόγω υπέρβαση, υφίσταται σχέση αιτίου προς αιτιατό.

108    Αφετέρου, υπογραμμίζεται ότι, βεβαίως, η προσαπτόμενη πράξη ή παράλειψη πρέπει να είναι η καθοριστική αιτία της ζημίας (διάταξη της 31ης Μαρτίου 2011, Mauerhofer κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα, C‑433/10 P, EU:C:2011:204, σκέψη 127, και απόφαση της 10ης Μαΐου 2006, Galileo International Technology κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑279/03, EU:T:2006:121, σκέψη 130· βλ., επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑419/08 P, EU:C:2010:147, σκέψη 61). Με άλλα λόγια, ακόμη και αν τα θεσμικά όργανα έχουν ενδεχομένως συμβάλει στη ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση, η συμβολή τους αυτή θα μπορούσε να είναι εντελώς έμμεση εξαιτίας της υπάρξεως ευθύνης που βαρύνει άλλα πρόσωπα, που σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να είναι και ο ενάγων (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑419/08 P, EU:C:2010:147, σκέψη 59, και διάταξη της 31ης Μαρτίου 2011, Mauerhofer κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα, C‑433/10 P, EU:C:2011:204, σκέψη 132).

109    Άλλωστε, όπως έχει κριθεί, η ζημία που συνίσταται σε έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως και την οποία προβάλλει εταιρία στην οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις από την Επιτροπή με απόφαση που ακυρώθηκε στη συνέχεια από το Γενικό Δικαστήριο δεν απορρέει απευθείας από τον παράνομο χαρακτήρα της εν λόγω αποφάσεως, αλλά από την επιλογή της ίδιας της εταιρίας να προβεί στη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως προκειμένου να μην εκπληρώσει, εντός της προθεσμίας που της έταξε η επίδικη απόφαση, την υποχρέωση καταβολής του προστίμου [βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, T‑28/03, EU:T:2005:139, σκέψη 123, και διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑113/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:377, σκέψη 38].

110    Πάντως, εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι τον Φεβρουάριο toy 2006, ήτοι όταν οι ενάγουσες άσκησαν τις προσφυγές τους, και κατά τον χρόνο κατά τον οποίο συνέστησαν, αντιστοίχως, μία ή περισσότερες τραπεζικές εγγυήσεις, δεν μπορούσε να προβλεφθεί η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης. Επιπλέον, οι ενάγουσες μπορούσαν βασίμως να προσδοκούν ότι οι προσφυγές τους θα εκδικάζονταν εντός ευλόγου χρόνου.

111    Δεύτερον, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 επήλθε μετά την αρχική επιλογή των εναγουσών να συστήσουν τραπεζικές εγγυήσεις.

112    Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως διαφέρουν ουσιωδώς από εκείνα που διαπιστώθηκαν με την απόφαση της 21ης Απριλίου 2005, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής (T‑28/03, EU:T:2005:139) και με τη διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑113/04, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:377), οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 109 ανωτέρω. Συνεπώς, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η σχέση μεταξύ της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 και της καταβολής εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην υπέρβαση αυτή δεν είναι δυνατόν να διερράγη λόγω της αρχικής επιλογής των εναγουσών να μην καταβάλουν αμέσως το πρόστιμο που τους είχε επιβληθεί με την απόφαση C(2005) 4634, αλλά να συστήσουν τραπεζική εγγύηση.

113    Εκ των ανωτέρω έπεται ότι υφίσταται αρκούντως άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 και της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγουσες λόγω της καταβολής εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην εν λόγω υπέρβαση.

114    Τρίτον, πρέπει να επισημανθεί, καταρχάς, ότι, με την αγωγή τους, οι ενάγουσες προβάλλουν παράβαση του κανόνα της εύλογης διάρκειας της δίκης μόνο στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06. Επομένως, δεν προβάλλουν παράβαση του κανόνα αυτού λόγω της συνολικής διάρκειας της διαδικασίας, αφενός, στην υπόθεση T‑76/06 σε συνδυασμό με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, ASPLA κατά Επιτροπής, (C‑35/12 P, EU:C:2014:348), και, αφετέρου, στην υπόθεση T‑78/06 σε συνδυασμό με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, Armando Álvarez κατά Επιτροπής (C‑36/12 P, EU:C:2014:349).

115    Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, η μόνη διαπίστωση που έγινε είναι ότι οι διαδικασίες στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 υπερέβησαν την εύλογη διάρκεια της δίκης (βλ., ανωτέρω, σκέψη 83).

116    Περαιτέρω, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 τερματίστηκε με την έκδοση των αποφάσεων της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής (T‑76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672), και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Álvarez κατά Επιτροπής (T‑78/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:673).

117    Κατά συνέπεια, μετά τις 16 Νοεμβρίου 2011, οι ενάγουσες ήταν σε θέση να σχηματίσουν άποψη, αφενός, για την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 και, αφετέρου, για τη ζημία που υπέστησαν λόγω της καταβολής εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην εν λόγω υπέρβαση.

118    Τέλος, η αμφισβήτηση σχετικά με την απόφαση C(2005) 4634, με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο στις ενάγουσες, άρθηκε οριστικώς στις 22 Μαΐου 2014, την ημερομηνία δε αυτή έπαψε να υφίσταται η δυνατότητα που τους παρέσχε η Επιτροπή να συστήσουν τραπεζική εγγύηση, κατόπιν της επιλογής των εναγουσών να ασκήσουν αναίρεση κατά των αποφάσεων της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής (T‑76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672), και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Álvarez κατά Επιτροπής (T‑78/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:673).

119    Κατά συνέπεια, η καταβολή εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής (T‑76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672), και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Álvarez κατά Επιτροπής (T‑78/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:673), με τις οποίες τερματίστηκε η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06, δεν εμφανίζει αρκούντως άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με την υπέρβαση αυτή, δεδομένου ότι η καταβολή των εξόδων αυτών απορρέει από την ατομική και αυτόβουλη επιλογή των εναγουσών, η οποία έπεται χρονικώς της εν λόγω υπερβάσεως, να μην καταβάλουν το πρόστιμο, να μην ζητήσουν την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως C(2005) 4634 και να ασκήσουν αναίρεση κατά των ως άνω δικαστικών αποφάσεων.

120    Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι υφίσταται αρκούντως άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 και, αφετέρου, της ζημίας την οποία υπέστησαν οι ενάγουσες πριν τη δημοσίευση των αποφάσεων της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής (T‑76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672) και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Álvarez κατά Επιτροπής (T‑78/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:673), ζημίας η οποία συνίσταται στην καταβολή εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως κατά το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στην υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης.

–       Επί της αποτιμήσεως της προκληθείσας υλικής ζημίας

121    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι η διάρκεια της διαδικασίας στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 υπερέβη κατά 20 μήνες την εύλογη διάρκεια της δίκης σε καθεμία από τις εν λόγω υποθέσεις (βλ. ανωτέρω, σκέψη 83).

122    Δεύτερον, στις σκέψεις 116 έως 120 ανωτέρω διαπιστώθηκε ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 τερματίστηκε στις 16 Νοεμβρίου 2011 και ότι υφίστατο αρκούντως άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ, αφενός, της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 και, αφετέρου, της ζημίας την οποία υπέστησαν οι ενάγουσες «πριν» τη δημοσίευση των αποφάσεων της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής (T‑76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672), και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Álvarez κατά Επιτροπής (T‑78/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:673).

123    Συγκεκριμένα, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06 επήλθε 20 μήνες πριν τη δημοσίευση των αποφάσεων της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής (T‑76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672), και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Álvarez κατά Επιτροπής (T‑78/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:673), ήτοι στις 16 Μαρτίου 2010, ημερομηνία από την οποία οι ενάγουσες άρχισαν να υφίστανται υλική ζημία.

124    Οι ενάγουσες, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, εξήγησαν, με έγγραφο της 10ης Οκτωβρίου 2016, ότι είχαν αρχίσει να υφίστανται ζημία δύο έτη μετά την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως της Επιτροπής, ήτοι, για μεν την υπόθεση T‑78/06, στις 6 Οκτωβρίου 2008, για δε την υπόθεση T‑76/06, στις 12 Φεβρουαρίου 2009.

125    Επιπλέον, μολονότι δεν ερωτήθηκαν σχετικώς από το Γενικό Δικαστήριο, οι ενάγουσες, με την από 10 Οκτωβρίου 2016 απάντησή τους, προσέθεσαν ότι έπαυσαν να υφίστανται ζημία όταν ανακοινώθηκε η ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06.

126    Τέλος, από τις δικογραφίες των υποθέσεων T‑76/06 και T‑78/06 προκύπτει ότι η ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως στις υποθέσεις αυτές ανακοινώθηκε στις ενάγουσες στις 14 Ιανουαρίου 2011.

127    Όπως όμως προκύπτει από τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, ιδίως από το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, η ένδικη διαφορά καταρχήν προσδιορίζεται και οριοθετείται από τους διαδίκους, τα δε δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν δύναται να αποφαίνονται πέραν των αιτηθέντων (ultra petita) (αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., C‑272/12 P, EU:C:2013:812, σκέψη 27, και της 3ης Ιουλίου 2014, Electrabel κατά Επιτροπής, C‑84/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2040, σκέψη 49).

128    Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από το αίτημα των εναγουσών και να αποφασίσει αυτεπαγγέλτως την αποκατάσταση ζημίας που αυτές υπέστησαν μετά τις 14 Ιανουαρίου 2011, ήτοι ζημίας αναγόμενης σε χρονική περίοδο διαφορετική εκείνης κατά την οποία υποστηρίζουν ότι ζημιώθηκαν.

129    Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, η ζημία που μπορεί να αποκατασταθεί αντιστοιχεί στα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως που κατέβαλαν οι ενάγουσες μεταξύ της 16ης Μαρτίου 2010 και της 14ης Ιανουαρίου 2011.

130    Τρίτον, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζουν οι ενάγουσες, τα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως καταβλήθηκαν από αυτές σε τριμηνιαία βάση.

131    Τα στοιχεία της δικογραφίας βεβαιώνουν ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 16ης Μαρτίου 2010 και της 14ης Ιανουαρίου 2011, τα τριμηνιαία έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως που καταβλήθηκαν από την ASPLA είναι τα εξής:

Τρίμηνα

Τριμηνιαίο ποσό

Μήνες

Έξοδα (σε ευρώ)

20.2.2010-19.5.2010

12 259,43

2

8 172,95

20.5.2010-19.8.2010

12 259,43

3

12 259,43

20.8.2010-19.11.2010

12 259,43

3

12 259,43

20.11.2010-19.2.2011

12 259,43

3

12 259,43



Σύνολο

44 951,24


132    Επομένως, τα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως που κατέβαλε η ASPLA κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 16ης Μαρτίου 2010 και της 14ης Ιανουαρίου 2011 ανήλθαν σε 44 951,24 ευρώ.

133    Επίσης, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 16ης Μαρτίου 2010 και της 14ης Ιανουαρίου 2011, τα τριμηνιαία έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως που καταβλήθηκαν από την Armando Álvarez είναι τα εξής:


Τρίμηνα

Τριμηνιαίο ποσό

Μήνες

Έξοδα (σε ευρώ)


21.2.2010-20.5.2010

6 109,09

2

4 072,73

Τράπεζα Α

21.5.2010-20.8.2010

6 156,34

3

6 156,34


21.8.2010-28.11.2010

6 203,59

3

6 203,59


29.11.2010-20.2.2011

6 290,57

3

6 290,57





22 723,23







22.2.2010-21.5.2010

6 000,00

2

4 000,00

Τράπεζα Β

22.5.2010-21.8.2010

6 000,00

3

6 000,00


22.8.2010-21.11.2010

6 000,00

3

6 000,00


22.11.2010-21.2.2011

6 000,00

3

6 000,00





22 000,00







22.2.2010-21.5.2010

5 839,91

2

3 893,27

Τράπεζα Γ

21.5.2010-23.8.2010

5 839,91

3

5 839,91


23.8.2010-22.11.2010

5 839,91

3

5 839,91


22.11.2010-21.2.2011

5 839,91

3

5 839,91





21 413,00







16.2.2010-15.5.2010

12 075,34

2

8 050,23

Τράπεζα Δ

16.5.2010-15.8.2010

12 180,34

3

12 180,34


16.8.2010-15.11.2010

12 285,34

3

12 285,34


16.11.2010-15.2.2011

12 390,34

3

12 390,34





44 906,25









Σύνολο

111 042,48


134    Επομένως, τα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως που κατέβαλε η Armando Álvarez κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 16ης Μαρτίου 2010 και της 14ης Ιανουαρίου 2011 ανήλθαν σε 111 042,48 ευρώ.

135    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να επιδικαστεί στην ASPLA αποζημίωση ύψους 44 951,24 ευρώ και στην Armando Álvarez αποζημίωση ύψους 111 042,48 ευρώ για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που τους προξένησε η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης αντιστοίχως στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06, ποσά τα οποία αντιστοιχούν στα καταβληθέντα πρόσθετα έξοδα τραπεζικής εγγυήσεως.

–       Επί των τόκων

136    Όπως προκύπτει από το πρώτο αίτημά τους, οι ενάγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να επιδικάσει επί του ποσού της αποζημιώσεως που θα κρίνει ότι πρέπει να τους καταβληθεί αντισταθμιστικούς τόκους και τόκους υπερημερίας υπολογιζόμενους βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένου κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, με αφετηρία την ημερομηνία καταθέσεως της αγωγής.

137    Συναφώς, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ αντισταθμιστικών τόκων και τόκων υπερημερίας (απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2000, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑104/89 και C‑37/90, EU:C:2000:38, σκέψη 55).

138    Πρώτον, όσον αφορά τους αντισταθμιστικούς τόκους, υπενθυμίζεται ότι οι αρνητικές συνέπειες που απορρέουν από το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος και του υπολογισμού της αποζημιώσεως δεν μπορούν να αγνοηθούν, στο μέτρο που πρέπει να ληφθεί υπόψη η διολίσθηση της αξίας του νομίσματος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 3ης Φεβρουαρίου 1994, Grifoni κατά Επιτροπής, C‑308/87, EU:C:1994:38, σκέψη 40, και της 13ης Ιουλίου 2005, Camar κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑260/97, EU:T:2005:283, σκέψη 138). Η επιδίκαση αντισταθμιστικών τόκων αποσκοπεί στην αντιστάθμιση της παρελεύσεως του χρόνου μέχρι τη δικαστική εκτίμηση του ύψους της ζημίας, ανεξαρτήτως κάθε καθυστερήσεως για την οποία ευθύνεται ο οφειλέτης (απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Επιτροπή κατά IPK International, C‑336/13 P, EU:C:2015:83, σκέψη 37).

139    Το πέρας της περιόδου που παρέχει δικαίωμα για την ως άνω νομισματική επανεκτίμηση πρέπει, κατ’ αρχήν, να συμπίπτει με την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία αναγνωρίζεται η υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη ο ενάγων (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1992, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑104/89 και C‑37/90, EU:C:1992:217, σκέψη 35, της 13ης Ιουλίου 2005, Camar κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑260/97, EU:T:2005:283, σκέψεις 142 και 143, και της 26ης Νοεμβρίου 2008, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑285/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:526, σκέψεις 54 και 55).

140    Εν προκειμένω, όσον αφορά την αποζημίωση που θα καταβληθεί σε καθεμία από τις ενάγουσες προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστησαν, από την προαναφερθείσα στη σκέψη 138 ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι οι ενάγουσες δικαιούνται να ζητήσουν την επιδίκαση αντισταθμιστικών τόκων επί της εν λόγω αποζημιώσεως, υπολογιζόμενων με αφετηρία τη 16η Μαρτίου 2010.

141    Εντούτοις, με το πρώτο αίτημά τους, οι ενάγουσες, όπως υπογράμμισαν με το από 6 Δεκεμβρίου 2016 έγγραφό τους, ζητούν την επιδίκαση αντισταθμιστικών τόκων επί του ποσού της αποζημιώσεως που θα τους χορηγηθεί, υπολογιζόμενων με αφετηρία «την ημερομηνία καταθέσεως του δικογράφου της αγωγής» στην υπό κρίση υπόθεση, ήτοι με αφετηρία την 27η Ιανουαρίου 2015.

142    Επομένως, οι αντισταθμιστικοί τόκοι επί της οφειλόμενης σε καθεμία από τις ενάγουσες αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστησαν θα υπολογιστούν με αφετηρία την 27η Ιανουαρίου 2015, σύμφωνα με το αίτημα που διατυπώνουν οι ενάγουσες.

143    Εξάλλου, οι ενάγουσες, οι οποίες υποστηρίζουν ότι υπέστησαν περιουσιακή μείωση, δεν προσκομίζουν κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι το ποσό των εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως που κατέβαλε η ASPLA μεταξύ της 16ης Μαρτίου 2010 και της 14ης Ιανουαρίου 2011 καθώς και το ποσό των εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως που κατέβαλε η Armando Álvarez μεταξύ της 16ης Μαρτίου 2010 και της 14ης Ιανουαρίου 2011 θα μπορούσε να έχει παραγάγει τόκους βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένου κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2000, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑104/89 και C‑37/90, EU:C:2000:38, σκέψη 219, και της 26ης Νοεμβρίου 2008, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑285/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:526, σκέψη 49).

144    Επομένως, οι ενάγουσες δεν δύνανται να ζητήσουν την επιδίκαση αντισταθμιστικών τόκων που θα υπολογιστούν βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις της αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένου κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες.

145    Αντιθέτως, η οφειλόμενη στην πάροδο του χρόνου διολίσθηση της αξίας του νομίσματος αποτυπώνεται στο ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού που διαπιστώθηκε, για την οικεία περίοδο, από τη Eurostat (Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένες οι ενάγουσες (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2000, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑104/89 και C‑37/90, EU:C:2000:38, σκέψεις 220 και 221, και της 13ης Ιουλίου 2005, Camar κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑260/97, EU:T:2005:283, σκέψη 139, και της 26ης Νοεμβρίου 2008, Agraz κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑285/03, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:526, σκέψη 50).

146    Κατά συνέπεια, το επιτόκιο των αντισταθμιστικών τόκων επί της αποζημιώσεως που θα καταβληθεί σε καθεμία από τις ενάγουσες προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστησαν αντιστοιχεί στο ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού που διαπίστωσε η Eurostat στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένες οι εν λόγω εταιρίες. Οι αντισταθμιστικοί τόκοι αυτοί θα επιβληθούν, σύμφωνα με το αίτημα που διατύπωσαν οι ενάγουσες και εντός των ορίων του αιτήματος αυτού, για το χρονικό διάστημα μεταξύ της 27ης Ιανουαρίου 2015 και της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως, όσον αφορά καθεμία από τις ενάγουσες.

147    Δεύτερον, όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας, από τη νομολογία προκύπτει ότι η υποχρέωση καταβολής τέτοιων τόκων γεννάται, καταρχήν, από την έκδοση της αποφάσεως η οποία αναγνωρίζει την υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 26ης Ιουνίου 1990, Sofrimport κατά Επιτροπής, C‑152/88, EU:C:1990:259, σκέψη 32, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

148    Για τον προσδιορισμό του επιτοκίου των τόκων υπερημερίας, προσήκει να ληφθεί υπόψη το άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και το άρθρο 111, παράγραφος 4, στοιχείο α΄, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1). Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, το επιτόκιο για τις απαιτήσεις που δεν έχουν εξοφληθεί εμπροθέσμως είναι το επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, όπως αυτό δημοσιεύεται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκπνέει η προθεσμία καταβολής, προσαυξημένο κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες.

149    Εν προκειμένω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα καθοριζόμενα στη σκέψη 135 ανωτέρω ποσά, συμπεριλαμβανομένων των αντισταθμιστικών τόκων επί της αποζημιώσεως που θα καταβληθεί προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη καθεμία από τις ενάγουσες, πρέπει να προσαυξηθούν με τόκους υπερημερίας, υπολογιζόμενους με αφετηρία την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξοφλήσεως.

150    Επιπλέον, το επιτόκιο των εν λόγω τόκων υπερημερίας πρέπει να καθοριστεί εντός των ορίων του αιτήματος που διατύπωσαν οι ενάγουσες (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1992, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑104/89 και C‑37/90, EU:C:1992:217, σκέψη 35, και της 8ης Μαΐου 2007, Citymo κατά Επιτροπής, T‑271/04, EU:T:2007:128, σκέψη 184).

151    Επομένως, το επιτόκιο των τόκων υπερημερίας θα είναι το επιτόκιο που εφαρμόζει η ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις της αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, όπως ζητούν οι ενάγουσες.

–       Συμπέρασμα ως προς το ύψος της αποζημιώσεως και ως προς τους τόκους

152    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, κατά το μέρος που με αυτή ζητείται η αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστησαν οι ενάγουσες λόγω της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T‑76/06 και T‑78/06.

153    Η αποζημίωση που οφείλεται στην ASPLA προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας την οποία υπέστη λόγω της καταβολής προσθέτων εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως ανέρχεται στο ποσό των 44 951,24 ευρώ, πλέον αντισταθμιστικών τόκων υπολογιζόμενων με αφετηρία την 27η Ιανουαρίου 2015 και μέχρι τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως, βάσει του ετησίου ποσοστού πληθωρισμού που έχει διαπιστώσει η Eurostat στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εν λόγω εταιρία.

154    Η αποζημίωση που οφείλεται στην Armando Álvarez προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη λόγω της καταβολής προσθέτων εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως ανέρχεται στο ποσό των 111 042,48 ευρώ, πλέον αντισταθμιστικών τόκων υπολογιζόμενων με αφετηρία την 27η Ιανουαρίου 2015 και μέχρι τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως, βάσει του ετησίου ποσοστού πληθωρισμού που έχει διαπιστώσει η Eurostat στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η εν λόγω εταιρία.

155    Τα καθοριζόμενα στις σκέψεις 153 και 154 ανωτέρω ποσά αποζημιώσεως, συμπεριλαμβανομένων των αντισταθμιστικών τόκων επί της αποζημιώσεως που θα καταβληθεί σε καθεμία από τις ενάγουσες προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστησαν, θα προσαυξηθούν με τόκους υπερημερίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις σκέψεις 149 και 151 ανωτέρω.

156    Η αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

157    Δυνάμει του άρθρου 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Πάντως, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

158    Εν προκειμένω, η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Εντούτοις, στις ενάγουσες επιδικάστηκε μικρό μόνο μέρος της ζητηθείσας αποζημιώσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως, καθένας από τους διαδίκους πρέπει να υποχρεωθεί να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

159    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκπροσωπούμενη από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να καταβάλει αποζημίωση 44 951,24 ευρώ στην Plásticos Españoles, SA (ASPLA) και αποζημίωση 111 042,48 ευρώ στην Armando Álvarez, SA προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη καθεμία από τις εταιρίες αυτές λόγω της υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2011, ASPLA κατά Επιτροπής (T76/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:672), και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Álvarez κατά Επιτροπής (T78/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:673). Καθένα από τα ποσά αποζημιώσεως αυτά θα αναπροσαρμοστεί με την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων, υπολογιζόμενων με αφετηρία την 27η Ιανουαρίου 2015 και μέχρι τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως, βάσει του ετήσιου ποσοστού πληθωρισμού που διαπιστώθηκε από τη Eurostat (Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένες οι εν λόγω εταιρίες.

2)      Καθένα από τα ποσά αποζημιώσεως που καθορίζονται στο σημείο 1 ανωτέρω προσαυξάνεται με τόκους υπερημερίας, υπολογιζόμενους με αφετηρία τη δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως και μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξοφλήσεως, βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις κύριες πράξεις της αναχρηματοδοτήσεως, προσαυξημένου κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες.

3)      Απορρίπτει την αγωγή κατά τα λοιπά.

4)      Η ASPLA και η Armando Álvarez, αφενός, και η Ένωση, εκπροσωπούμενη από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφετέρου, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

5)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Παπασάββας

Labucka

Bieliūnas

Kreuschitz

 

Forrester

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Φεβρουαρίου 2017.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του παραδεκτού

Επί του πρώτου λόγου απαραδέκτου, ο οποίος αφορά την ασάφεια και την αοριστία της αγωγής

Επί του επικουρικώς προβαλλόμενου λόγου απαραδέκτου, ο οποίος αφορά την παραγραφή της αξιώσεως για αποκατάσταση της προβαλλόμενης υλικής ζημίας

Επί της ουσίας

Επί της προβαλλόμενης υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης στις υποθέσεις T76/06 και T78/06

Επί της προβαλλόμενης υλικής ζημίας και του εικαζόμενου αιτιώδους συνδέσμου

– Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

– Επί της καταβολής τόκων επί του ποσού του προστίμου

– Επί της καταβολής εξόδων τραπεζικής εγγυήσεως

– Επί της αποτιμήσεως της προκληθείσας υλικής ζημίας

– Επί των τόκων

– Συμπέρασμα ως προς το ύψος της αποζημιώσεως και ως προς τους τόκους

Επί των δικαστικών εξόδων



* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.