Language of document : ECLI:EU:C:2016:837

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 8ης Νοεμβρίου 2016 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αίτηση καταχωρίσεως του εικονιστικού σήματος που περιέχει τα λεκτικά στοιχεία “compressor technology” – Ανακοπή του δικαιούχου των λεκτικών σημάτων KOMPRESSOR PLUS και KOMPRESSOR – Μερική απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως – Κανονισμός (ΕΚ) 207/2009 – Άρθρο 60 – Κανονισμός (ΕΚ) 216/96 – Άρθρο 8, παράγραφος 3 – Προσφυγή “παρεπόμενου χαρακτήρα” – Κανονισμός (ΕΚ) 40/94 – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Περιορισμένος διακριτικός χαρακτήρας των προγενέστερων εθνικών σημάτων – Κίνδυνος συγχύσεως»

Στην υπόθεση C‑43/15 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2015,

BSH Bosch und Siemens Hausgeräte GmbH, με έδρα το Μόναχο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους S. Biagosch και R. Kunz‑Hallstein, Rechtsanwälte,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO), εκπροσωπούμενο από τον M. Fischer,

καθού πρωτοδίκως,

η LG Electronics Inc., με έδρα τη Σεούλ (Νότια Κορέα),

διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του EUIPO,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, αντιπρόεδρο, M. Ilešič (εισηγητή), L. Bay Larsen, T. von Danwitz, E. Juhász, M. Berger, A. Prechal και M. Βηλαρά, προέδρους τμήματος, A. Rosas, A. Borg Barthet, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot,

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Δεκεμβρίου 2015,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 1ης Μαρτίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η BSH Bosch und Siemens Hausgeräte GmbH (στο εξής: BSH) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 4ης Δεκεμβρίου 2014, BSH κατά ΓΕΕΑ – LG Electronics (compressor technology) (T‑595/13, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2014:1023), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) της 5ης Σεπτεμβρίου 2013 (υπόθεση R 1176/2012-1), όπως τροποποιήθηκε με την διορθωτική απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2013 (στο εξής: επίδικη απόφαση), αφορώσας διαδικασία ανακοπής μεταξύ της LG Electronics Inc. (στο εξής: LG) και της BSH.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κανονιστική ρύθμιση περί του σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

2        Ο κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 422/2004 του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2004 (ΕΕ 2004, L 70, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 40/94), καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 13 Απριλίου 2009. Η υπό κρίση διαφορά διέπεται, επομένως, από τις δικονομικές διατάξεις του δεύτερου αυτού κανονισμού. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την ημερομηνία καταθέσεως της επίμαχης αιτήσεως καταχωρίσεως, εν προκειμένω την 24η Νοεμβρίου 2008, που είναι κρίσιμος για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, η εν λόγω διαφορά ρυθμίζεται από τις ουσιαστικές διατάξεις του κανονισμού 40/94.

3        Το άρθρο 7 του κανονισμού 40/94, με τίτλο «Απόλυτοι λόγοι απαραδέκτου», η διατύπωση του οποίου επαναλήφθηκε χωρίς τροποποίηση στο άρθρο 7 του κανονισμού 207/2009, όριζε, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Δεν γίνονται δεκτά για καταχώριση:

[…]

β)      τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα·

γ)      τα σήματα που αποτελούνται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν, στις συναλλαγές για τη δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών αυτών·

[…]».

4        Το άρθρο 8 του κανονισμού 40/94, με τίτλο «Σχετικοί λόγοι απαραδέκτου», η διατύπωση του οποίου επαναλήφθηκε χωρίς τροποποίηση στο άρθρο 8 του κανονισμού 207/2009, όριζε, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση:

[…]

β)      εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.»

5        Το άρθρο 51 του κανονισμού 40/94, με τίτλο «Απόλυτοι λόγοι ακυρότητας», που αντιστοιχεί στο άρθρο 52 του κανονισμού 207/2009, προέβλεπε, στις παραγράφους 1 και 2, ότι:

«1.      Ένα κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο Γραφείο ή μετά από άσκηση ανταγωγής στα πλαίσια αγωγής για παραποίηση/απομίμηση:

α)      εάν το κοινοτικό σήμα [δεν] καταχωρίσθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7·

β)      εάν ο καταθέτης ενήργησε κακόπιστα κατά την κατάθεση της αίτησης σήματος.

2.      Όταν η καταχώριση του κοινοτικού σήματος έγινε κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ, γʹ ή δʹ, το κοινοτικό σήμα δεν κηρύσσεται εντούτοις άκυρο, εάν, λόγω της χρήσης που του έγινε, απέκτησε, μετά την καταχώρισή του, διακριτικό χαρακτήρα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες καταχωρίσθηκε.»

6        Το άρθρο 59 του κανονισμού 207/2009, το οποίο επιγράφεται «Πρόσωπα που νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή και να είναι διάδικοι», αποτελεί μέρος του τίτλου VII του κανονισμού αυτού, που επιγράφεται «Διαδικασία προσφυγής». Κατά το εν λόγω άρθρο:

«Κάθε διάδικος σε διαδικασία για την οποία εκδόθηκε απόφαση, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά το μέρος που η απόφαση αυτή δεν τον δικαιώνει. […]»

7        Το άρθρο 60 του κανονισμού 207/2009, το οποίο επιγράφεται «Προθεσμία και τύπος» και αποτελεί μέρος του ίδιου τίτλου VII, ορίζει ότι:

«Η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί εγγράφως ενώπιον του Γραφείου εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημέρα της κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης. Η προσφυγή θεωρείται ότι έχει ασκηθεί μόνο μετά την καταβολή του τέλους προσφυγής. […]»

8        Το άρθρο 63 του κανονισμού 207/2009, με τίτλο «Εξέταση της προσφυγής», ορίζει στην παράγραφο 2 ότι:

«Κατά την εξέταση της προσφυγής, το τμήμα προσφυγών καλεί τους διαδίκους, όποτε είναι αναγκαίο και εντός προθεσμίας που τους τάσσει, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις κοινοποιήσεις που τους έχει απευθύνει ή για τις γνωστοποιήσεις που προέρχονται από τους λοιπούς διαδίκους.»

9        Το άρθρο 65 του κανονισμού 207/2009, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης]», ορίζει, στις παραγράφους του 1 έως 2, τα εξής:

«1.      Οι αποφάσεις που εκδίδουν επί προσφυγής τα τμήματα προσφυγών υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης].

2.      Προσφυγή επιτρέπεται για λόγους αναρμοδιότητας, παράβασης ουσιώδους τύπου, παράβασης της Συνθήκης, του παρόντος κανονισμού ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικά με την εφαρμογή τους ή για κατάχρηση εξουσίας.»

10      Το άρθρο 75 του κανονισμού 207/2009, το οποίο επιγράφεται «Αιτιολόγηση των αποφάσεων», περιλαμβάνεται στον τίτλο IX του κανονισμού αυτού, που επιγράφεται «Δικονομικές διατάξεις». Το άρθρο αυτό ορίζει ότι:

«Οι αποφάσεις του Γραφείου αιτιολογούνται. Μπορούν να στηρίζονται μόνο στους λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση.»

11      Ο κανονισμός (ΕΚ) 216/96 της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 1996, σχετικά με τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου Εναρμόνισης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΕΕ 1996, L 28, σ. 11), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2082/2004 της Επιτροπής, της 6ης Δεκεμβρίου 2004 (ΕΕ 2004, L 360, σ. 8) (στο εξής: κανονισμός 216/96), ορίζει, στο άρθρο του 8, με τίτλο «Διεξαγωγή της διαδικασίας»:

«[…]

2.      Στις διαδικασίες inter partes και υπό την επιφύλαξη του άρθρου 61, παράγραφος 2, του κανονισμού, το υπόμνημα που εκθέτει τους λόγους της προσφυγής και το υπόμνημα αντικρούσεως μπορούν να συμπληρώνονται από υπόμνημα απαντήσεως του προσφεύγοντος, το οποίο υποβάλλεται σε προθεσμία δύο μηνών από την ημερομηνία που του κοινοποιήθηκε το υπόμνημα αντικρούσεως και από υπόμνημα ανταπαντήσεως του άλλου μέρους, που υποβάλλεται σε προθεσμία δύο μηνών από την ημερομηνία που του κοινοποιήθηκε το υπόμνημα απαντήσεως του προσφεύγοντος.

3.      Στις διαδικασίες inter partes ο διάδικος εναντίον του οποίου ασκείται η προσφυγή μπορεί, στο υπόμνημα απαντήσεώς του, να διατυπώσει αιτήματα που να έχουν ως αντικείμενο την ακύρωση ή την αναθεώρηση της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με ένα σημείο το οποίο δεν έχει αναφερθεί στην προσφυγή. Τα αιτήματα αυτά καθίστανται άνευ αντικειμένου σε περίπτωση απόσυρσης της προσφυγής από τον προσφεύγοντα.»

12      Μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ο κανονισμός 207/2009 τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/2424 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2015 (ΕΕ 2015, L 341, σ. 21), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 23 Μαρτίου 2016.

13      Σύμφωνα με τον τελευταίο κανονισμό, το άρθρο 60 του κανονισμού 207/2009, με τον νυν τίτλο «Προθεσμία και τύπος της προσφυγής», αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.      Η προσφυγή ασκείται εγγράφως ενώπιον του Γραφείου εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης. Η προσφυγή θεωρείται ότι έχει ασκηθεί μόνο μετά την καταβολή του τέλους προσφυγής. Το δικόγραφο της προσφυγής κατατίθεται στη γλώσσα της διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης κατατίθεται γραπτώς υπόμνημα στο οποίο εκτίθενται οι λόγοι της προσφυγής.

2.      Σε κατ’ αντιμωλία διαδικασίες ο καθ’ ου η προσφυγή μπορεί, στην αντίκρουσή του, να ζητήσει την έκδοση απόφασης για την ακύρωση ή την τροποποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης επί σημείου που δεν εθίγη στην προσφυγή. Η υποβολή των ανωτέρω αιτημάτων παύει να παράγει αποτέλεσμα σε περίπτωση διακοπής της διαδικασίας από τον προσφεύγοντα.»

 Η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης περί των εθνικών σημάτων

14      Το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/95/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 2008, L 299, σ. 25), με τίτλο «Λόγοι απαραδέκτου ή ακυρότητας», ορίζει, στην παράγραφό του 1, στοιχεία βʹ και γʹ:

«Δεν καταχωρίζονται ή, εάν έχουν καταχωρισθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθούν άκυρα:

[…]

β)      τα σήματα που στερούνται διακριτικού χαρακτήρα·

γ)      τα σήματα που συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν στο εμπόριο, προς δήλωση του είδους, της ποιότητας, της ποσότητας, του προορισμού, της αξίας, της γεωγραφικής προέλευσης ή του χρόνου παραγωγής του προϊόντος ή της παροχής της υπηρεσίας ή άλλων χαρακτηριστικών του προϊόντος ή της υπηρεσίας·

[…]».

 Ιστορικό της διαφοράς

15      Στις 24 Νοεμβρίου 2008, η BSH υπέβαλε στο EUIPO αίτηση καταχωρίσεως σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

16      Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση του σήματος εμπίπτουν στις κλάσεις 7, 9 και 11, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών όσον αφορά την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί (στο εξής: Διακανονισμός της Νίκαιας). Η αίτηση αυτή δημοσιεύθηκε στο Δελτίο σημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αριθ. 4/2009, της 2ας Φεβρουαρίου 2009.

17      Στις 30 Απριλίου 2009, η LG άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος για το σύνολο των προϊόντων που αφορούσε η εν λόγω αίτηση, επικαλούμενη το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Η ανακοπή στηριζόταν στα ακόλουθα προγενέστερα σήματα:

–        στο γαλλικό λεκτικό σήμα KOMPRESSOR, το οποίο καταχωρίστηκε στις 6 Ιουλίου 2007 με τον αριθμό 73477434 και προσδιορίζει «πλυντήρια, ηλεκτρικές σκούπες, πλυντήρια πιάτων, ηλεκτρικά μίξερ, ηλεκτρογεννήτριες», που εμπίπτουν στην κλάση 7, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, και «φούρνους αερίου, φούρνους κουζίνας· συσκευές κλιματισμού, ψυγεία, φούρνους μικροκυμάτων, συσκευές εξαερισμού, συσκευές καθαρισμού αέρα, ηλεκτρικές φρυγανιέρες, συσκευές υγράνσεως, φακούς τσέπης, φανούς φωτισμού, στεγνωτήρια ρούχων», που εμπίπτουν στην κλάση 11, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας·

–        στο ισπανικό λεκτικό σήμα KOMPRESSOR, το οποίο καταχωρίστηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2007 με τον αριθμό 2753286 και προσδιορίζει «ηλεκτρικά πλυντήρια, ηλεκτρικές σκούπες, αυτόματα πλυντήρια πιάτων, ηλεκτρικά μίξερ, ηλεκτρογεννήτριες», που εμπίπτουν στην κλάση 7, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, και «κουζίνες αερίου, φούρνους, συσκευές κλιματισμού, ηλεκτρικά ψυγεία (κατάψυξη), φούρνους μικροκυμάτων, ηλεκτρικούς ανεμιστήρες, συσκευές και μηχανήματα καθαρισμού αέρα, ηλεκτρικές φρυγανιέρες, ανεμιστήρες, ηλεκτρικά φανάρια και στεγνωτήρια», που εμπίπτουν στην κλάση 11, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας·

–        στο βρετανικό λεκτικό σήμα KOMPRESSOR, το οποίο καταχωρίστηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2007 με τον αριθμό 2444787 και προσδιορίζει «ηλεκτρικά πλυντήρια· ηλεκτρικές σκούπες· αυτόματα πλυντήρια· ηλεκτρικά μίξερ· γεννήτριες ΣΡ· όλα για οικιακή χρήση», που εμπίπτουν στην κλάση 7, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, και «κουζίνες αερίου· κουζίνες (φούρνους)· φούρνους μικροκυμάτων ηλεκτρικούς ανεμιστήρες· ηλεκτρικές φρυγανιέρες· φανούς φωτισμού· ηλεκτρικά στεγνωτήρια· όλα για οικιακή χρήση», που εμπίπτουν στην κλάση 11, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, και

–        στο λεκτικό σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης KOMPRESSOR PLUS, το οποίο καταχωρίστηκε στις 23 Αυγούστου 2012 με τον αριθ. 7282924 και προσδιορίζει «ηλεκτρικά πλυντήρια· αυτόματα πλυντήρια πιάτων για οικιακή χρήση», που εμπίπτουν στην κλάση 7, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας.

18      Με απόφαση της 3ης Μαΐου 2012, το τμήμα ανακοπών του EUIPO δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή και, κατά συνέπεια, απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα ακόλουθα προϊόντα:

–        Κλάση 7, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας: «Ηλεκτρικές μηχανές και συσκευές οικιακής και μαγειρικής χρήσεως, περιλαμβανόμενα στην κλάση 7, και συγκεκριμένα, ηλεκτρικές μηχανές και συσκευές για τη μαγειρική, όπου συμπεριλαμβάνονται συσκευές αλέσματος, χτυπητήρια και ζυμωτήρια, συσκευές για το στύψιμο φρούτων, αποχυμωτές, φυγοκεντρικοί αποχυμωτές, μύλοι, μηχανές κοπής, ηλεκτρικά εργαλεία, ανοιχτήρια, εργαλεία για το ακόνισμα μαχαιριών καθώς και συσκευές και εργαλεία για την παρασκευή ποτών και/ή τροφίμων, αντλίες για τη διανομή κρύων ποτών προοριζόμενες να χρησιμοποιηθούν με συσκευές καταψύξεως ποτών· μηχανές για το πλύσιμο πιάτων· ηλεκτρικές μηχανές και συσκευές για την περιποίηση ρούχων που περιλαμβάνονται στην κλάση 7, όπου συμπεριλαμβάνονται πλυντήρια, στεγνωτήρια· πρέσες και μηχανήματα σιδερώματος που περιλαμβάνονται στην κλάση 7· ηλεκτρικές συσκευές καθαρισμού οικιακής χρήσεως, όπου συμπεριλαμβάνονται ηλεκτρικές συσκευές για τον καθαρισμό υαλοπινάκων, ηλεκτρικές συσκευές επαλείψεως παπουτσιών με κερί και ηλεκτρικές σκούπες, συσκευές απορροφήσεως ξηρών και υγρών απορριμμάτων· μέρη όλων των προαναφερθέντων ειδών που περιλαμβάνονται στην κλάση 7, ιδίως σωλήνες, φίλτρα σκόνης και σακούλες φιλτραρίσματος σκόνης, όλα για ηλεκτρικές σκούπες»·

–        Κλάση 9, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας: «Ηλεκτρικές συσκευές και όργανα που περιλαμβάνονται στην κλάση 9, ήτοι ηλεκτρικά σίδερα· ζυγαριές κουζίνας», και

–        Κλάση 11, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας: «Συσκευές θερμάνσεως, παραγωγής ατμού και παρασκευής φαγητού, ήτοι εστίες, ψηστικές περιστρεφόμενες σούβλες, κουζίνες, γκριλ, φρυγανιέρες, συσκευές αποψύξεως και διατηρήσεως της θερμότητας, θερμαντήρες νερού, θερμαντήρες καταδυτικοί, αυτοθερμαινόμενες χύτρες, συσκευές μικροκυμάτων, μηχανήματα για βάφλες (ηλεκτρικά), βραστήρες αυγών, φριτέζες (ηλεκτρικές)· ηλεκτρικές τσαγιέρες και καφετιέρες, μηχανές για καφέ εσπρέσο, πλήρως αυτόματες μηχανές καφέ που περιλαμβάνονται στην κλάση 11· συσκευές ψύξεως, ήτοι ψυγεία, καταψύκτες, ψυκτικά ερμάρια, συσκευές για την ψύξη ποτών, ψυγειοκαταψύκτες, καταψύκτες, συσκευές και μηχανές πάγου· συσκευές στεγνώματος, ήτοι στεγνωτήρια, μηχανές στεγνώματος ρούχων, στεγνωτήρες χεριών, στεγνωτήρες μαλλιών· συσκευές εξαερισμού, ήτοι ανεμιστήρες, φίλτρα για απορροφητήρες, εξοπλισμός για απορροφητήρες και σκεπάσματα απορροφητήρων, συσκευές κλιματισμού και συσκευές για τη βελτίωση του αέρα, συσκευές ύγρανσης του αέρα, αποσμητικά, διανομείς αρώματος (όχι για προσωπική χρήση)· συσκευές καθαρισμού αέρα· αντλίες θερμότητας· μέρη για όλα τα προαναφερθέντα είδη που περιλαμβάνονται στην κλάση 11».

19      Για τα λοιπά επίμαχα προϊόντα, το τμήμα ανακοπών του EUIPO έκρινε ότι τα προϊόντα αυτά και τα προϊόντα που καλύπτονται από τα προγενέστερα σήματα ήταν ανόμοια. Ως εκ τούτου, απέρριψε την ανακοπή της LG με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως για τα ακόλουθα προϊόντα:

–        Κλάση 7, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας: «ηλεκτρικές συσκευές διάθεσης απορριμμάτων, ήτοι κατατεμαχιστές απορριμμάτων και συμπιεστές απορριμμάτων»·

–        Κλάση 9, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας: «ατομικοί ζυγοί · ηλεκτρικές συσκευές συγκόλλησης μεμβρανών· συσκευές τηλεχειρισμού, σηματοδότησης και ελέγχου (ηλεκτρικές/ηλεκτρονικές) για μηχανές και συσκευές οικιακής και μαγειρικής χρήσεως· εγγεγραμμένα και μη μέσα δεδομένων αναγνώσιμα από μηχανήματα για συσκευές οικιακής χρήσεως· ηλεκτρικές συσκευές διανομής ποτών ή γευμάτων, αυτόματοι πωλητές· συσκευές και προγράμματα πληροφορικής για τον έλεγχο και τη χρήση οικιακών συσκευών· μέρη περιλαμβανόμενα στην κλάση 9 για όλα τα προαναφερθέντα προϊόντα· μέρη περιλαμβανόμενα στην κλάση 9 για ηλεκτρικές συσκευές και όργανα που περιλαμβάνονται στην κλάση 9, ήτοι ηλεκτρικά σίδερα· ζυγοί για την κουζίνα», και

–        Κλάση 11, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας: «Λαμπτήρες υπερύθρων (εκτός όσων προορίζονται για ηλεκτρική χρήση)· θερμαινόμενα μαξιλάρια (μη προοριζόμενα για ιατρικές χρήσεις), θερμαινόμενες κουβέρτες (όχι για ιατρικές χρήσεις)· συσκευές διανομής ύδατος και συσκευές υγιεινής, ήτοι, μεταξύ άλλων, εξαρτήματα για εγκαταστάσεις ατμού, αέρα και διανομής ύδατος· θερμοσίφωνες, θερμοσίφωνες με δεξαμενή και θερμαντήρες στιγμιαίας θέρμανσης· νεροχύτες· αντλίες θερμότητας· μέρη για όλα τα προαναφερθέντα είδη που περιλαμβάνονται στην κλάση 11· μηχανικοί αποχυμωτές (συσκευές χυμού) για τη διανομή κρύων ποτών προοριζόμενοι να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με συσκευές ψύξεως ποτών».

20      Στις 26 Ιουνίου 2012, η BSH άσκησε προσφυγή ενώπιον του EUIPO, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών του Γραφείου αυτού. Περαιτέρω, με την ευκαιρία αυτή, η BSH περιόρισε τον κατάλογο των προϊόντων που περιλαμβάνονται στην κλάση 7, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τον οποίο ζητούσε την καταχώριση του σήματος.

21      Με το από 31 Οκτωβρίου 2012 υπόμνημά της το οποίο κατέθεσε προς αντίκρουση του υπομνήματος το οποίο εξέθετε τους λόγους της προσφυγής, η LG υποστήριξε ότι ορισμένα προς σύγκριση προϊόντα, τα οποία είχαν κριθεί ανόμοια από το τμήμα ανακοπών του EUIPO, ήταν στην πραγματικότητα όμοια και ότι, κατά συνέπεια, η επίμαχη αίτηση καταχωρίσεως έπρεπε να απορριφθεί και για τα προϊόντα αυτά. Σε αυτό το υπόμνημα αντικρούσεως επισημαινόταν περαιτέρω ότι αίτημά του ήταν η αναθεώρηση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών του EUIPO κατά τρόπον ώστε η εν λόγω αίτηση καταχωρίσεως να απορριφθεί για περισσότερα προϊόντα.

22      Το εν λόγω υπόμνημα κοινοποιήθηκε στην BSH με τηλεομοιοτυπία της γραμματείας του EUIPO της 8ης Νοεμβρίου 2012, με την οποία γνωστοποιήθηκε στην BSH, κατά παραγγελία του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου αυτού, ότι η έγγραφη διαδικασία είχε περατωθεί και ότι αποκλειστικός σκοπός της κοινοποιήσεως αυτού του υπομνήματος ήταν η ενημέρωσή της.

23      Με την επίδικη απόφαση, το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO απέρριψε την προσφυγή της BSH.

24      Με την ίδια απόφαση, το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO δέχθηκε εν μέρει το αίτημα της LG, το οποίο χαρακτήρισε ως προσφυγή «παρεπόμενου χαρακτήρα» («ancillary» appeal) σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 216/96.

25      Προκαταρκτικώς, το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO επισήμανε ότι, δεδομένου ότι η LG δεν προσέβαλε την απόρριψη της ανακοπής ως προς ορισμένα προϊόντα, η απόφαση του τμήματος ανακοπών του Γραφείου αυτού είχε καταστεί απρόσβλητη, στον βαθμό που η καταχώριση του επίμαχου σήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχε επιτραπεί ως προς αυτά.

26      Όσον αφορά το ενδιαφερόμενο κοινό, το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO, αφού ανέφερε ότι η οικεία εδαφική περιοχή αντιστοιχεί στην Ισπανία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, διαπίστωσε ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελείται, αφενός, από τον επαγγελματία χρήστη όσον αφορά τα προϊόντα «ηλεκτρικές συσκευές διανομής ποτών ή γευμάτων, αυτόματοι πωλητές» και, αφετέρου, από τον μέσο καταναλωτή ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και συνετός για τα άλλα προϊόντα.

27      Όσον αφορά τη σύγκριση των συγκρουόμενων σημείων, το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO έκρινε ότι υπήρχε ομοιότητα από οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής απόψεως και ότι, ως εκ τούτου, εμφάνιζαν, συνολικώς, ομοιότητα.

28      Όσον αφορά τη σύγκριση των προϊόντων, αφενός, το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO επιβεβαίωσε την εκτίμηση του τμήματος ανακοπών του Γραφείου αυτού για τα προϊόντα που αφορούσαν τα συγκρουόμενα σήματα τα οποία το τμήμα ανακοπών είχε θεωρήσει πανομοιότυπα ή παρόμοια και, κατά συνέπεια, επιβεβαίωσε ότι, όσον αφορά τα προϊόντα αυτά, υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως.

29      Αφετέρου, το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO έκρινε, αντιθέτως προς το τμήμα ανακοπών του Γραφείου αυτού, ότι οι «μηχανικοί αποχυμωτές (συσκευές χυμού) για τη διανομή κρύων ποτών προοριζόμενοι να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με συσκευές ψύξεως ποτών», που εμπίπτουν στην κλάση 11, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, καθώς και τα «μέρη περιλαμβανόμενα στην κλάση 9 για ηλεκτρικές συσκευές και όργανα που περιλαμβάνονται στην κλάση 9, ήτοι ηλεκτρικά σίδερα· ζυγοί για την κουζίνα», που εμπίπτουν στην κλάση 9, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, τα οποία αφορά το σήμα του οποίου η καταχώριση ζητείται, ήταν παρόμοια με προϊόντα τα οποία αφορούσαν τα προγενέστερα σήματα. Εκτίμησε ότι, και για τα προϊόντα αυτά, υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως και, ως εκ τούτου, ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών του EUIPO κατά το μέρος που είχε απορρίψει την ανακοπή για τα εν λόγω προϊόντα.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

30      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Νοεμβρίου 2013, η BSH άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίδικης αποφάσεως. Προς στήριξη της προσφυγής της η BSH προέβαλε έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94.

31      Παρότι δεν αμφισβήτησε τις διαπιστώσεις του πρώτου τμήματος προσφυγών του EUIPO σύμφωνα με τις οποίες τα επίμαχα προϊόντα, συμπεριλαμβανόμενων εκείνων τα οποία το τμήμα ανακοπών του EUIPO έκρινε ότι ήταν ανόμοια, ήταν πανομοιότυπα ή παρόμοια και τα συγκρουόμενα σήματα εμφάνιζαν συνολικώς ομοιότητα, η BSH υποστήριξε, στο πλαίσιο του ενός και μόνου προβληθέντος λόγου, ότι για τα προϊόντα που περιέχουν ή ενδέχεται να περιέχουν συμπιεστή, όπως για τις ηλεκτρικές σκούπες, τα κλιματιστικά και τα ψυγεία, το σημείο KOMPRESSOR ήταν περιγραφικό και ότι, επομένως, τα προγενέστερα εθνικά σήματα είχαν «ελάχιστο» διακριτικό χαρακτήρα. Η BSH υποστήριξε ότι, κατά την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO δεν έλαβε αρκούντως υπόψη τον περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα των εν λόγω σημάτων για τα συγκεκριμένα προϊόντα. Συγκεκριμένα, δεδομένου του χαρακτήρα αυτού, ακόμη και μικρές διαφορές μεταξύ των συγκρουόμενων σημάτων θα αρκούσαν για τον αποκλεισμό οποιουδήποτε κινδύνου συγχύσεως.

32      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τον ανωτέρω μοναδικό λόγο ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, την προσφυγή στο σύνολό της.

 Αιτήματα των διαδίκων κατ’ αναίρεση

33      Η BSH ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να ακυρώσει την επίδικη απόφαση·

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, και

–        να καταδικάσει το EUIPO στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

34      Το EUIPO ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως, και

–        να καταδικάσει την BSH στα δικαστικά έξοδα.

35      Στις 29 Οκτωβρίου 2015, το Δικαστήριο κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, βάσει του άρθρου 24, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μετάσχει στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκειμένου να απαντήσει στις γραπτές ερωτήσεις που της έθεσε.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

36      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η BSH προβάλλει δύο λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 60 του κανονισμού 207/2009, ενώ ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

37      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η BSH προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δέχθηκε, άνευ εξετάσεως, ότι, στην επίδικη απόφαση, το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO, στηριζόμενο στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 216/96, χαρακτήρισε το υπόμνημα αντικρούσεως της LG της 31ης Οκτωβρίου 2012 ως προσφυγή «παρεπόμενου χαρακτήρα» και απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος ως προς περισσότερα προϊόντα εν σχέσει με το τμήμα ανακοπών του Γραφείου αυτού. Η LG δεν άσκησε, όμως, προσφυγή που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 60 του κανονισμού 207/2009, η οποία είναι η μόνη θα δικαιολογούσε η διεύρυνση της απορρίψεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου σήματος πέραν της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών. Ειδικότερα, κατά την BSH, αντιθέτως προς την ερμηνεία που υιοθέτησε το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO, δεν επιτρέπεται βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 216/96, ελλείψει κατάλληλης νομικής βάσεως στον κανονισμό 207/2009, η προσβολή μέρους της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών του Γραφείου αυτού το οποίο δεν προσβλήθηκε με την κύρια προσφυγή, με αποτέλεσμα να καταστεί αυτό απρόσβλητο.

38      Το EUIPO εκτιμά, κυρίως, ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθόσον προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά το στάδιο της κατ’ αναίρεση διαδικασίας και, επικουρικώς, ότι είναι σε κάθε περίπτωση αβάσιμος, καθόσον το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 216/96 επιτρέπει στον διάδικο κατά του οποίου ασκείται η προσφυγή να διατυπώσει, με το υπόμνημα απαντήσεως, αίτημα ακυρώσεως ή αναθεωρήσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως σχετικά ζήτημα το οποίο δεν έχει τεθεί με την προσφυγή.

39      Δεν αμφισβητείται ότι, με την επίδικη απόφαση, το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO, απέρριψε την προσφυγή της BSH με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών του Γραφείου αυτού, κατά το μέρος με το οποίο η τελευταία απόφαση απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως του σήματος για ορισμένα από τα επίμαχα προϊόντα, και συγχρόνως δέχθηκε εν μέρει το αίτημα της LG, το οποίο χαρακτήρισε ως προσφυγή «παρεπόμενου χαρακτήρα» βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 216/96, με το οποίο η εν λόγω εταιρία ζήτησε με το υπόμνημά της αντικρούσεως, την αναθεώρηση της αποφάσεως αυτής προκειμένου η αίτηση καταχωρίσεως να απορριφθεί και για ορισμένα από τα προϊόντα για τα οποία το τμήμα ανακοπών του EUIPO είχε επιτρέψει την καταχώριση του επίμαχου σήματος. Το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO αναθεώρησε ως εκ τούτου την εν λόγω απόφαση εις βάρος της BSH, απορρίπτοντας την αίτηση καταχωρίσεως του εν λόγω σήματος για επιπλέον προϊόντα.

40      Εκ των ανωτέρω απορρέει ότι το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO εμμέσως έκρινε ότι το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 216/96 προέβλεψε δεύτερο μέσο ένδικης προστασίας, πέραν του προβλεπόμενου στο άρθρο 60 του κανονισμού 207/2009, όπως ίσχυε πριν από τον κανονισμό 2015/2424, το οποίο, χωρίς να υπόκειται στις προϋποθέσεις αυτού του άρθρου 60, επιτρέπει στον διάδικο κατά του οποίου ασκείται η προσφυγή να προσβάλει την απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας προσφυγής κατά μέρος αυτής μη προσβληθέν με την προσφυγή αυτή και να διευρύνει με τον τρόπο αυτό την έκταση της διαφοράς, όπως αυτή προσδιορίσθηκε από τον ασκούντα την προσφυγή.

41      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η BSH προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν εξέτασε, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αν η ερμηνεία αυτή συνάδει προς το άρθρο 60 του κανονισμού 207/2009.

42      Δεν αμφισβητείται, ωστόσο, ότι η BSH δεν επικαλέσθηκε, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η εν λόγω ερμηνεία δεν συνάδει προς το άρθρο 60 του κανονισμού 207/2009 ή προς οποιαδήποτε άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, η προσφυγή της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στηριζόταν σε έναν και μόνον λόγο ο οποίος αφορούσε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94.

43      Κατά πάγια νομολογία, εάν επιτρεπόταν σε διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου λόγο αναιρέσεως και επιχειρήματα που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα είναι περιορισμένη κατ’ αναίρεση, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο. Στην αναιρετική διαδικασία, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται, επομένως, στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε σε σχέση με τους λόγους και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν πρωτοδίκως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07‑P, EU:C:2010:541, σκέψη 126 καθώς εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Όσον αφορά το επιχείρημα το οποίο προέβαλε συναφώς η BSH κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο αρμόδιο για την εξέταση του δικαίου της Ένωσης είναι μόνον το Δικαστήριο, οπότε για τον λόγο αυτό ήταν εύλογο να προβληθεί μόνον ενώπιόν του το ζήτημα εάν η ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 216/96 την οποία δέχθηκε το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO συνάδει προς το άρθρο 60 του κανονισμού 207/2009, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό είναι νόμω αβάσιμο. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 65, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 207/2009, το Γενικό Δικαστήριο είναι πλήρως αρμόδιο, κατά την εκδίκαση των προσφυγών που ασκούνται κατά αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών του EUIPO, να αποφαίνεται, μεταξύ άλλων, επί κάθε παραβάσεως του εν λόγω κανονισμού, συμπεριλαμβανόμενης της παραβάσεως του άρθρου 60 αυτού.

45      Τέλος, καίτοι το EUIPO αναγνώρισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου ότι, με την επίδικη απόφαση, το πρώτο τμήμα προσφυγών του Γραφείου αυτού δέχθηκε εν μέρει την προσφυγή «παρεπόμενου χαρακτήρα» της LG, χωρίς προηγουμένως να επιτρέψει την υποβολή από την BSH των τυχόν παρατηρήσεών της επ’ αυτής, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό την αρχή της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας όπως διατυπώνεται στο άρθρο 63, παράγραφος 2, και στο άρθρο 75, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009, γεγονός παραμένει ότι, δεδομένου ότι BSH η ουδόλως έβαλε κατά του γεγονότος αυτού στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και δεδομένου ότι η BSH ουδόλως επέκρινε την ανάλυση που οδήγησε το εν λόγω τμήμα στην αποδοχή αυτής της προσφυγής «παρεπόμενου χαρακτήρα», δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν διαπίστωσε αυτεπαγγέλτως την παράβαση αυτή.

46      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

 Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

47      Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η BSH προβάλλει παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94, προσάπτοντας στο Γενικό Δικαστήριο ότι στηρίχθηκε, ιδίως στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε εσφαλμένη αντίληψη του κινδύνου συγχύσεως η οποία συνεπάγεται ότι η μερική σύμπτωση των δύο σημάτων όσον αφορά μια αμιγώς περιγραφική ένδειξη αρκεί για τη δημιουργία αυτού του κινδύνου, καταλήγοντας με τον τρόπο αυτό στην μονοπώληση μιας αμιγώς περιγραφικής ενδείξεως, όπερ, όμως, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του ίδιου κανονισμού έχει ως σκοπό να αποτρέψει.

48      Κατά την BSH, εφόσον το προγενέστερο σήμα είναι ευκόλως αναγνωρίσιμη παραλλαγή μιας περιγραφικής ενδείξεως και το μεταγενέστερο σήμα περιέχει αυτήν καθαυτήν την περιγραφική ένδειξη, ακόμη και από την ύπαρξη σημαντικών ομοιοτήτων μεταξύ των σημείων και από την ταυτότητα των προϊόντων που προσδιορίζουν τα συγκρουόμενα σήματα δεν είναι δυνατόν να συναχθεί η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως, καθόσον οι ομοιότητες των σημείων περιορίζονται σε περιγραφικές ενδείξεις και αφορούν μόνον τα προϊόντα που περιγράφονται με την ένδειξη αυτή. Συγκεκριμένα, το κοινό δεν διακρίνει καμία ένδειξη προελεύσεως σε μια περιγραφική ένδειξη, αλλά προσανατολίζεται με γνώμονα τα λοιπά στοιχεία του σήματος. Εξάλλου, σύμφωνα με την άποψη αυτή, η έκταση της προστασίας του προγενέστερου σήματος δεν περιορίζεται εν γένει, αλλά αποκλειστικώς όσον αφορά την ίδια την περιγραφική ένδειξη, οπότε παραμένει ανέπαφη σε σχέση με άλλα προϊόντα και άλλα παρόμοια σημεία.

49      Το EUIPO προβάλλει, κυρίως, το απαράδεκτο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως. Συγκεκριμένα, αφενός, δεν προκύπτουν σαφώς από την αίτηση αναιρέσεως οι συγκεκριμένες διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου οι οποίες τίθενται υπό αμφισβήτηση. Αφετέρου, η αιτίαση της BSH, σύμφωνα με την οποία το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ανακριβώς τη σπουδαιότητα του διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων εθνικών σημάτων, αποσκοπεί σε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Επικουρικώς, το EUIPO υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.

 Επί του παραδεκτού

50      Κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 256 ΣΛΕΕ καθώς και από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο για την διαπίστωση και την εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών. Η εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά, συνεπώς, υπό την επιφύλαξη της ενδεχόμενης παραμορφώσεώς τους, νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθεαυτό, στον έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2016, Naazneen Investments κατά ΓΕΕΑ, C‑252/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:178, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Περαιτέρω, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις και με το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα βαλλόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑197/13 P, EU:C:2014:2157, σκέψη 43, καθώς και της 5ης Μαρτίου 2015, Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑220/14 P, EU:C:2015:147, σκέψη 111). Συναφώς, στο άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζεται ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι και τα προβαλλόμενα νομικά επιχειρήματα προσδιορίζουν με ακρίβεια τα σημεία του σκεπτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου που αμφισβητούνται (αποφάσεις της 28ης Ιουλίου 2016, Tomana κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑330/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:601, σκέψη 34, καθώς και της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑105/15 P έως C‑109/15 P, EU:C:2016:702, σκέψη 34).

52      Διαπιστώνεται συναφώς ότι, με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η BSH δεν περιορίζεται μόνον σε αίτημα περί νέας εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, αλλά περαιτέρω προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη τις νομικές αρχές που εφαρμόζονται κατά την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των συγκρουόμενων σημάτων, όπερ αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 7ης Μαΐου 2015, Adler Modemärkte κατά ΓΕΕΑ, C‑343/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:310, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53      Εξάλλου, προκύπτει σαφώς από τα δικόγραφα της BSH ότι ο λόγος αυτός στρέφεται ειδικότερα κατά της σκέψεως 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από την οποία απορρέει, κατά την αναιρεσείουσα, ότι το Γενικό Δικαστήριο παραγνώρισε αυτή καθεαυτή την ουσία του κινδύνου συγχύσεως, για την εκτίμηση του οποίου ο διακριτικός χαρακτήρας καθενός από τα συγκρουόμενα σήματα πρέπει αναγκαίως να αποτελεί το πλέον σημαντικό κριτήριο.

54      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτός.

 Επί της ουσίας

55      Η περί του κινδύνου συγχύσεως επιχειρηματολογία την οποία προέβαλε η BSH στο πλαίσιο του μοναδικού λόγου ακυρώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η οποία αντιστοιχεί στην υποστηριζόμενη στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, εξετάστηκε στις σκέψεις 26 έως 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

56      Ειδικότερα, αφού υπομνήσθηκε, στις σκέψεις 26 και 27 της αποφάσεως αυτής, η σχετική νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 28 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, όσον αφορά τα προϊόντα ως προς τα οποία το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO δέχθηκε την ανακοπή, το ίδιο τμήμα έκρινε, χωρίς να αμφισβητηθεί από την BSH, ότι, αφενός, τα επίμαχα προϊόντα ήταν εν μέρει πανομοιότυπα και εν μέρει παρόμοια και, αφετέρου, ότι τα συγκρουόμενα σημεία ήταν παρόμοια. Επισήμανε ότι το σωρευτικό αποτέλεσμα αυτών των διαπιστώσεων αρκεί, σε κάθε περίπτωση, για τη διαπίστωση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως, ακόμη και αν ο διακριτικός χαρακτήρας των προγενέστερων εθνικών σημάτων είχε θεωρηθεί περιορισμένος.

57      Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε, στη σκέψη 29 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι κατά την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, το πρώτο τμήμα προσφυγών του EUIPO πράγματι έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, όσον αφορά τα επίμαχα προϊόντα, ούτε τα προγενέστερα εθνικά σήματα ούτε το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είχαν ιδιαίτερα διακριτικό χαρακτήρα. Πάντως, υπενθύμισε ότι, κατά τη νομολογία, ακόμη και στην περίπτωση σήματος με περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα, μπορεί να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, ιδίως λόγω της υπάρξεως ομοιότητας των σημείων και των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προσδιορίζονται με τα σημεία αυτά. Τούτο ισχύει όταν, όπως εν προκειμένω, τα επίμαχα προϊόντα είναι πανομοιότυπα και τα συγκρουόμενα σήματα παρουσιάζουν υψηλό βαθμό ομοιότητας.

58      Στη σκέψη 31 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι η αποδοχή του επιχειρήματος της BSH θα συνεπαγόταν την εξουδετέρωση του παράγοντα της ομοιότητας των σημάτων υπέρ εκείνου που στηρίζεται στον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, στον οποίο, επομένως, θα δινόταν υπερβολική σημασία. Τούτο θα συνεπαγόταν ότι, εφόσον το προγενέστερο σήμα έχει μόνον περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα, θα υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως μόνο σε περίπτωση ολικής αναπαραγωγής του από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, ο δε βαθμός ομοιότητας μεταξύ των επίμαχων σημείων δεν θα λαμβανόταν πλέον υπόψη. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν θα ήταν σύμφωνο με την ίδια τη φύση της συνολικής εκτιμήσεως στην οποία υποχρεούνται να προβαίνουν οι αρμόδιες αρχές βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94.

59      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επιχειρήματα της BSH σχετικά με τον περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων εθνικών σημάτων δεν ήταν δυνατό να αποδυναμώσουν το συμπέρασμα του πρώτου τμήματος προσφυγών του EUIPO όσον αφορά την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως.

60      Επομένως, η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως δεν πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.

61      Πράγματι, επιβάλλεται η επισήμανση ότι το Δικαστήριο, απορρίπτοντας παρόμοια επιχειρηματολογία με την προβληθείσα από την BSH στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, έχει επανειλημμένως κρίνει ότι, μολονότι ο διακριτικός χαρακτήρας προγενέστερου σήματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη συνολική εκτίμηση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως, εντούτοις συνιστά μόνον ένα από τα στοιχεία που υπεισέρχονται κατά την εκτίμηση αυτή (βλ., μεταξύ άλλων, διατάξεις της 29ης Νοεμβρίου 2012, Hrbek κατά ΓΕΕΑ, C‑42/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:765, σκέψη 61, και της 2ας Οκτωβρίου 2014, Przedsiębiorstwo Handlowe Medox Lepiarz κατά ΓΕΕΑ, C‑91/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2261, σκέψη 22).

62      Περαιτέρω, καίτοι είναι αληθές ότι ο κίνδυνος συγχύσεως αυξάνει όσο σημαντικότερος αποδεικνύεται ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος, εντούτοις ένας τέτοιος κίνδυνος δεν αποκλείεται όταν ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος είναι περιορισμένος (βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 19ης Νοεμβρίου 2015, Fetim κατά ΓΕΕΑ, C‑190/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:778, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Κατά συνέπεια, ακόμη και αν το προγενέστερο σήμα έχει περιορισμένο διακριτικό χαρακτήρα, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως, ιδίως λόγω της ομοιότητας των σημείων και των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προσδιορίζονται με τα σημεία αυτά (βλ., μεταξύ άλλων, διατάξεις της 2ας Οκτωβρίου 2014, Przedsiębiorstwo Handlowe Medox Lepiarz κατά ΓΕΕΑ, C‑91/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2261, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 7ης Μαΐου 2015, Adler Modemärkte κατά ΓΕΕΑ, C-343/14 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:310, σκέψη 59).

64      Επομένως, οι εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου διαπιστώσεις στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τις οποίες απορρίπτει την υποστηριχθείσα από την BSH άποψη και τις οποίες αφορά ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, συνιστούν στην πραγματικότητα απλή υπόμνηση της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου, κατά την οποία η άποψη αυτή δεν είναι σύμφωνη προς την ίδια τη φύση της συνολικής εκτιμήσεως στην οποία υποχρεούνται να προβαίνουν οι αρμόδιες αρχές βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94, καθόσον, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα, θα συνεπαγόταν την εξουδετέρωση του παράγοντα της ομοιότητας των σημάτων υπέρ εκείνου που στηρίζεται στον διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 15ης Μαρτίου 2007, T.I.M.E. ART κατά ΓΕΕΑ, C‑171/06 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2007:171, σκέψη 41, καθώς και διάταξη της 19ης Νοεμβρίου 2015, Fetim κατά ΓΕΕΑ, C‑190/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:778, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

65      Όσον αφορά το συναφώς προβληθέν από την BSH επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο η εν λόγω νομολογία είναι εσφαλμένη, δεδομένου ότι καταλήγει στη μονοπώληση μιας αμιγώς περιγραφικής ενδείξεως, διαπιστώνεται ότι η αποτροπή μιας τέτοιας μονοπωλήσεως δεν αποτελεί σκοπό του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94, αλλά του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, και του άρθρου 51 του κανονισμού αυτού, όπως επίσης και του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2008/95.

66      Όσον αφορά ειδικότερα τα προγενέστερα εθνικά σήματα, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να επισημάνει ότι από τη συνύπαρξη των σημάτων της Ένωσης με τα σήματα αυτά, καθώς και από το γεγονός ότι η καταχώριση των εθνικών σημάτων δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του EUIPO ούτε ο δικαστικός τους έλεγχος εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, προκύπτει ότι το κύρος των εθνικών σημάτων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί κατά τη διαδικασία ανακοπής κατά αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος της Ένωσης. Επομένως, στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας ανακοπής, ωσαύτως δεν είναι δυνατό να κριθεί, όσον αφορά σημείο πανομοιότυπο με σήμα προστατευόμενο σε κράτος μέλος, ότι συντρέχει απόλυτος λόγος απαραδέκτου, όπως ο περιγραφικός χαρακτήρας και η έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα, προβλεπόμενος στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού 40/94, καθώς και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2008/95 (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 24ης Μαΐου 2012, Formula One Licensing κατά ΓΕΕΑ, C‑196/11 P, EU:C:2012:314, σκέψεις 40 και 41).

67      Επομένως, κατά την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94, πρέπει να αναγνωριστεί στο εθνικό σήμα του οποίου γίνεται επίκληση προς στήριξη ανακοπής κατά της καταχωρίσεως σήματος της Ένωσης κάποιος βαθμός διακριτικού χαρακτήρα (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 24ης Μαΐου 2012, Formula One Licensing κατά ΓΕΕΑ, C‑196/11 P, EU:C:2012:314, σκέψη 47).

68      Ως εκ τούτου, εάν υποτεθεί ότι προγενέστερο εθνικό σήμα είναι πράγματι περιγραφικό για ορισμένα προϊόντα για τα οποία έχει καταχωριστεί και ότι η προστασία του καταλήγει στην αδικαιολόγητη μονοπώληση της εν λόγω περιγραφικής ενδείξεως, πρέπει να θεραπευτεί η συνέπεια αυτή όχι διά της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 40/94, το οποίο αποκλείει κατ’ αρχήν τα προϊόντα αυτά από την προστασία την οποία παρέχει η συγκεκριμένη διάταξη στα προγενέστερα σήματα, αλλά διά της διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας εντός του οικείου κράτους μέλους βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2008/95 (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 24ης Μαΐου 2012, Formula One Licensing κατά ΓΕΕΑ, C‑196/11 P, EU:C:2012:314, σκέψη 45).

69      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως, σε κάθε περίπτωση, αλυσιτελές το επιχείρημα της BSH σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο επικύρωσε, με την απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2011, LG Electronics κατά ΓΕΕΑ (C‑88/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:727), την άρνηση του EUIPO να καταχωρίσει ως σήμα της Ένωσης το σημείο «KOMPRESSOR PLUS», για ηλεκτρικές σκούπες, με το σκεπτικό ότι το σημείο αυτό ήταν αμιγώς περιγραφικού χαρακτήρα. Πράγματι, η απόφαση αυτή δεν θίγει το κύρος των εθνικών σημάτων τα οποία επικαλέστηκε η LG προς στήριξη της ανακοπής της.

70      Τέλος, αντιθέτως προς τα υποστηριζόμενα από την BSH, δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ των προτέρων και σε κάθε περίπτωση ότι, στην περίπτωση που σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση αναπαράγει με μικρές διαφορές το περιορισμένου διακριτικού χαρακτήρα σημείο προγενέστερου εθνικού σήματος, οι καταναλωτές μπορούν να υποθέσουν ότι οι διαφορές αυτές μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων αντανακλούν διαφορές στη φύση των προϊόντων ή απορρέουν από σχετικές με το μάρκετινγκ εκτιμήσεις, χωρίς αυτό να μεταφράζεται σε διαφορετική εμπορική προέλευση, και ότι μπορεί επομένως να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως στην αντίληψη του κοινού (βλ., επ’ αυτού, διάταξη της 27ης Απριλίου 2006, L’Oréal κατά ΓΕΕΑ, C‑235/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:271, σκέψη 45).

71      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας εν προκειμένω, κατόπιν αυτοτελούς εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου συγχύσεως μεταξύ των προγενέστερων εθνικών σημάτων και του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

72      Εκ των ανωτέρω εκτιμήσεων απορρέει ότι πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος και, ως εκ τούτου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

73      Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των εξόδων.

74      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

75      Δεδομένου ότι το EUIPO ζήτησε την καταδίκη της BSH στα δικαστικά έξοδα, αυτή δε ηττήθηκε, η BSH πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Καταδικάζει την BSH Bosch und Siemens Hausgeräte GmbH στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.