Language of document :

Προσφυγή της 31ης Ιουλίου 2013 – Miettinen κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Υπόθεση T-395/13)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγων: Samuli Miettinen (Espoo, Φινλανδία) (εκπρόσωποι: O. Brouwer και E. Raedts, δικηγόροι)

Καθού: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα του προσφεύγοντος

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013 με την οποία δεν επετράπη η πλήρης πρόσβαση στο έγγραφο υπ’ αριθ. 12979/12 σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001 L 145, σ. 43), απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα στις 21 Μαΐου 2013 μέσω επιστολής με αριθμό πρωτοκόλλου 06/c/02/1 3 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) καθώς και τη νέα απορριπτική απόφαση της 23ης Ιουλίου 2013,

να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος σύμφωνα με το άρθρο 87 του Κανονισμού διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών εξόδων όλων των παρεμβαινόντων.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής του ο ενάγων προβάλλει δύο λόγους.

Με τον πρώτο λόγο, ο προσφεύγων προβάλλει παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, περίπτωση β΄ και άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζεται σε πλάνη περί την ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, οι οποίες σχετίζονται με την προστασία των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών και την προστασία της εν εξελίξει διαδικασίας λήψεως αποφάσεων αντιστοίχως.

Πρώτον, ο προσφεύγων προβάλλει ότι το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι η γνωστοποίηση του εγγράφου υπ’ αριθ. 12979/12 προκαταλαμβάνει την ικανότητα της Νομικής του Υπηρεσίας να υπερασπιστεί το Συμβούλιο σε μελλοντικές ένδικες διαδικασίες και ότι θίγει τη νομοθετική διαδικασία.Δεύτερον, ο προσφεύγων προβάλλει ότι το Συμβούλιο δεν απέδειξε ότι το περιεχόμενο του εγγράφου υπ’ αριθ. 12979/12 έχει άκρως ευαίσθητο και/ή ευρύ περιεχόμενο ώστε να δικαιολογείται η ανατροπή του τεκμηρίου υπέρ της γνωστοποιήσεως των νομικών γνωμοδοτήσεων στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας.Τρίτον, ο προσφεύγων προβάλλει ότι η θεωρία του Συμβουλίου περί βλάβης είναι αμιγώς υποθετική. Είναι αβάσιμη τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως, δεδομένου ότι το περιεχόμενο της γνωμοδοτήσεως που περιέχεται στο έγγραφο υπ’ αριθ. 12979/12 είχε ήδη δημοσιοποιηθεί όταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.Τέταρτον, το Συμβούλιο δεν ήλεγξε την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος κατά την επίκληση του άρθρου 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, καθόσον εξέτασε μόνον τ

ους πιθανούς κινδύνους που απορρέουν από τη γνωστοποίηση του εγγράφου ως προς τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών του και όχι τις θετικές συνέπειες μιας τέτοιας γνωστοποιήσεως, μεταξύ άλλων, για τη νομιμότητα της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, και δεν προέβη στον αντίστοιχο έλεγχο ούτε κατά την επί

κληση του άρθρου 4, παράγραφος 2, περίπτωση β΄.Με τον δεύτερο λόγο, ο προσφεύγων προβάλλει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως η οποία απορρέει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, καθώς το Συμβούλιο δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του να αιτιολογήσει επαρκώς και προσηκόντως την προσβαλλόμενη απόφαση.