Language of document : ECLI:EU:C:2000:347

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN MISCHO

της 27ης Ιουνίου 2000 (1)

Υπόθεση C-75/99

Edmund Thelen

κατά

Bundesanstalt für Arbeit

[αίτηση του Bundessozialgericht (Γερμανία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική ασφάλιση - .ρθρα 6 και 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 - Δυνατότητα εφαρμογής συμβάσεως μεταξύ κρατών μελών για την ασφάλιση ανεργίας»

I - Νομικό πλαίσιο της διαφοράς

A - Κοινοτικές διατάξεις

1.
    Σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1248/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992 (2) (στο εξής: κανονισμός):

«Στο πλαίσιο του προσωπικού και του καθ' ύλην πεδίου εφαρμογής του, ο παρών κανονισμός αντικαθιστά, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 7, 8 και 46, παράγραφος 4, οποιαδήποτε σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως που συνδέει:

α)    είτε αποκλειστικά δύο ή περισσότερα κράτη μέλη·

β)    είτε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη και ένα ή περισσότερα άλλα κράτη, εφόσον πρόκειται για περιπτώσεις στη ρύθμιση των οποίων δεν καλείται να παρέμβει φορέας ενός από τα τελευταία αυτά κράτη μέλη.»

2.
    Στα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού ορίζεται ότι ο κανονισμός δεν θίγει ορισμένες διατάξεις διεθνών συμβάσεων και ότι τα κράτη μέλη δύνανται να συνάπτουν μεταξύ τους συμβάσεις με βάση τις αρχές και το πνεύμα του εν λόγω κανονισμού. Στο άρθρο 46, παράγραφος 4, καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες, προκειμένου για συντάξεις ή παροχές αναπηρίας, συντάξεις γήρατος ή επιζώντων, οι διατάξεις μιας πολυμερούς συμβάσεως περί κοινωνικής ασφαλίσεως του άρθρου 6, στοιχείο β´, συνδυάζονται με τις διατάξεις του κανονισμού.

3.
    Το κεφάλαιο 6 του τίτλου III του κανονισμού, που αφορά τις παροχές ανεργίας, περιέχει, μεταξύ άλλων, την εξής διάταξη:

«.ρθρο 67

1.    Ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου εξαρτά την κτήση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών από τη συμπλήρωση περιόδων ασφαλίσεως, λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως ή απασχολήσεως που πραγματοποιήθηκαν υπό την ιδιότητα μισθωτού υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, ως να επρόκειτο για περιόδους ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει ο φορέας αυτός, υπό τον όρο πάντως ότι οι περίοδοι απασχολήσεως θα είχαν θεωρηθεί ως περίοδοι ασφλίσεως αν είχαν πραγματοποιηθεί υπό τη νομοθεσία αυτή.

2.    Ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου εξαρτά την κτήση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών από την πραγματοποίηση περιόδων απασχολήσεως, λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως ή απασχολήσεως που πραγματοποιήθηκαν υπό την ιδιότητα μισθωτού υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, ως να επρόκειτο για περιόδους απασχολήσεως που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από τον φορέα αυτόν.

3.    Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 71, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, εδάφιο ii και δεύτερη περίπτωση, εδάφιο ii, η εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 τελεί υπό τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος έχει πραγματοποιήσει τελευταία:

-    στην περίπτωση της παραγράφου 1, περιόδους ασφαλίσεως,

-    στην περίπτωση της παραγράφου 2, περιόδους απασχολήσεως,

κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας δυνάμει της οποίας ζητούνται οι παροχές.

4.    .ταν η διάρκεια χορηγήσεως των παροχών εξαρτάται από τη διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως ή απασχολήσεως, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 2, κατά περίπτωση.»

B - Διατάξεις διμερών συμβάσεων

4.
    Σύμφωνα με το άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της συμβάσεως περί ασφαλίσεως ανεργίας που υπεγράφη στις 19 Ιουλίου 1978 μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Δημοκρατίας της Αυστρίας (στο εξής: Σύμβαση).

«Οι περίοδοι απασχολήσεως για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση καταβολής εισφορών και οι οποίες έχουν συμπληρωθεί με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας του άλλου συμβαλλομένου κράτους λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις κτήσεως των δικαιωμάτων και προκειμένου να καθορισθεί η διάρκεια του δικαιώματος λήψεως παροχών, εφόσον ο αιτών είναι υπήκοος του συμβαλλομένου κράτους όπου ζητούνται οι παροχές και για την συνήθη διαμονή του στο έδαφος του κράτους αυτού.»

Γ - Εθνικές διατάξεις

5.
    Στη Γερμανία, δυνάμει του άρθρου 100 του Arbeitsförderungsgesetz (νόμος περί προστασίας της εργασίας, στο εξής: AFG), δικαιούται επιδόματος ανεργίας όποιος πληροί μια σειρά προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων και αυτές που έχουν σχέση με τη διάρκεια υπαγωγής στο οικείο ασφαλιστικό σύστημα.

6.
    Οι προϋποθέσεις αυτές περιέχονται στις διατάξεις του άρθρου 104, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, σε συνδυασμό με το άρθρο 106, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του AFG, από όπου προκύπτει ότι, για να θεμελιωθεί δικαίωμα λήψεως επιδόματος ανεργίας για 156 μέρες, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει απασχοληθεί επί 360 ημέρες, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, η απασχόλησή του δε αυτή πρέπει να υπόκειται στην υποχρέωση καταβολής εισφορών κατά την έννοια του άρθρου 168 του ιδίου νόμου. Κατά το άρθρο 104, παράγραφοι 2 και 3 του AFG, η περίοδος αναφοράς, η οποία είναι τριετής, αντιστοιχεί στην αμέσως προ της ενάρξεως της περιόδου ανεργίας χρονική περίοδο, από της οποίας πληρούνται και όλες οι άλλες προϋποθέσεις που θεμελιώνουν το δικαίωμα εγγραφής του ενδιαφερομένου στους καταλόγους των αιτουμένων απασχόληση.

II - Η κύρια δίκη

7.
    Ο E. Thelen, Γερμανός υπήκοος, έζησε από το 1986 μέχρι το 1996 στην Αυστρία, όπου άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα υποκείμενη στην υποχρέωση καταβολής εισφορών για ασφάλιση ανεργίας από τις 18 Ιουλίου 1991 μέχρι τις 15 Ιουνίιου 1993, από την 1η έως την 20ή Δεκεμβρίου 1993 και από την 1η Φεβρουαρίου 1994 μέχρι την 31η Ιανουαρίου 1996. Μετά την έκδοση του διαζυγίου του, εγκαταστάθηκε με τη θυγατέρα του, της οποίας ανέλαβε τη γονική μέριμνα, σε οικία στην Trier, την οποία είχε κληρονομήσει από τους γονείς του, και στις 4 Μαρτίου 1996 υπέβαλε αίτηση στο Γραφείο Εργασίας της πόλεως αυτής για τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας. Στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι παρέμεινε άνεργος μεταξύ 4ης Μαρτίου και 31ης Ιουλίου 1996, η κύρια δε δίκη αφορά αυτό το διάστημα. Η αίτησή του απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι δεν πληρούσε τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις διάρκειας υπαγωγής. Στη συνέχεια, τόσο η ένστασή του όσο και η προσφυγή ενώπιον του Sozialgericht της Trier απορρίφθηκαν.

8.
    Κατ' έφεση, το Landessozialgericht Rheinland-Pfalz διαπίστωσε ότι οι περίοδοι απασχολήσεως που είχε συμπληρώσει ο E. Thelen από την 1η Ιανουαρίου 1994, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμφωνίας περί ιδρύσεως του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου, οπότε ο κανονισμός άρχισε να ισχύει στην Αυστρία, δεν θα έπρεπε, κατ' αρχήν, να ληφθούν υπόψη λόγω της αντικαταστάσεως, από της ημερομηνίας αυτής, της Συμβάσεως από τον κανονισμό και ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 67, παράγραφος 3, ή του άρθρου 71 του κανονισμού. Ωστόσο, έκρινε ότι οι εν λόγω περίοδοι απασχολήσεως έπρεπε να ληφθούν υπόψη σύμφωνα με το άρθρο 7 της Συμβάσεως, επειδή τα άρθρα 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 39, παράγραφος 2, ΕΚ) και 51 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 42 ΕΚ) δεν επιτρέπουν να χάνουν οι εργαζόμενοι κοινωνικοασφαλιστικά πλεονεκτήματα που τους παρέχονται με βάση διμερείς συμβάσεις μεταξύ κρατών μελών, συνεπεία της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού. Κατά συνέπεια, έκανε δεκτό το αίτημα του ενδιαφερομένου.

9.
    Η καθής διοικητική αρχή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Bundessozialgericht, το οποίο στη συνέχεια διατύπωσε αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων της Συμβάσεως, παρά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου (3). Επισήμανε ιδίως ότι οι εν λόγω αποφάσεις αφορούν συστήματα συντάξεων και ότι η λύση που δόθηκε εκεί δεν μπορεί κατ' ανάγκη να τύχει εφαρμογής και στην περίπτωση συστήματος ασφαλίσεως κατά της ανεργίας, που παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όσον αφορά τη διάρκεια υπαγωγής.

10.
    Κρίνοντας, ως εκ τούτου, ότι η επίλυση της διαφοράς εξηρτάτο από την ερμηνεία των άρθρων 6 και 7 του κανονισμού, το Bundessozialgericht αποφάσισε να αναστείλει την έκδοση αποφάσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«.χουν τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου την έννοια ότι, λόγω της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, δεν εμποδίζουν τη συνέχιση της ισχύος μιας ευνοϊκότερης για τον ασφαλισμένο διακρατικής συμβάσεως στον τομέα της ασφαλίσεως ανεργίας, καίτοι, συνεπεία της περιόδου αναφοράς, δεν μπορεί πλέον να αντληθεί δικαίωμα παροχών της ασφαλίσεως ανεργίας με βάση των προ της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού συμπληρωθέντα χρόνου;»

III - Ανάλυση

11.
    .λοι οι παρεμβαίνοντες υιοθετούν τη συλλογιστική του παραπέμποντος δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία ο E. Thelen δεν μπορεί να στηριχθεί στις διατάξεις του κανονισμού 1408/71 προκειμένου να λάβει τις παροχές που διεκδικεί.

12.
    .πως ορθώς κατά τη γνώμη μου υποστηρίζουν, από το άρθρο 67, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμόυ προκύπτει ότι, για να δικαιούται τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως που έχει συμπληρώσει σε άλλο κράτος μέλος, ο αναζητών εργασία ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει συμπληρώσει την πιο πρόσφατη περίοδο ασφαλίσεως στο κράτος μέλος όπου ζητεί τη χορήγηση των παροχών, πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

13.
    .μως, εάν δεν συνυπολογισθούν οι περίοδοι ασφαλίσεως που συμπλήρωσε στην Αυστρία, ο E. Thelen δεν πληροί την προϋπόθεση περί συμπληρώσεως 160 ημερών ασφαλίσεως, εντός της περιόδου αναφοράς τριών ετών, που προβλέπει η γερμανική νομοθεσία. Στην διάταξη περί παραπομπής αναφέρεται πράγματι ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η περίοδος αναφοράς εκτείνεται μεταξύ της 4ηςΜαρτίου 1993 και της 3ης Μαρτίου 1996, και ότι, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ο E. Thelen δεν συμπλήρωσε 160 ημέρες ασφαλίσεως στο γερμανικό ασφαλιστικό σύστημα.

14.
    Είναι αλήθεια ότι στο άρθρο 71 του κανονισμού προβλέπεται η δυνατότητα εισπράξεως από ένα εργαζόμενο παροχών ανεργίας καταβαλλομένων από κράτος διαφορετικό από το κράτος διαμονής του. Ωστόσο, η εν λόγω διάταξη αφορά καταστάσεις διαφορετικές από αυτήν του προσφεύγοντος της κυρίας δίκης.

15.
    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, όπως διαπίστωσε το παραπέμπον δικαστήριο και οι παρεμβαίνοντες, ο E. Thelen θα μπορούσε να στηριχθεί μόνο στις διατάξεις της συμβάσεως και, ειδικότερα, στο προαναφερθέν άρθρο 7, προκειμένου να επιτύχει την καταβολή των παροχών που διεκδικεί.

16.
    .μως, όπως επίσης επισημαίνουν το παραπέμπον δικαστήριο και οι διάδικοι, από το άρθρο 6 του κανονισμού συνάγεται ότι ο κανονισμός αντικατέστησε την προαναφερθείσα διμερή γερμανοαυστριακή συμφωνία, από την 1η Ιανουαρίου 1994, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμβάσεως περί του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου.

17.
    Ο κανονισμός δεν προβλέπει τη δυνατότητα παρατάσεως εφαρμογής του άρθρου 7 της Συμβάσεως μετά τη θέση σε εφαρμογή του κανονισμού. Πράγματι, οι εξαιρέσεις από την αρχή της αντικαταστάσεως που προβλέπει ο κανονισμός δεν περιλαμβάνουν τη διάταξη αυτή και δεν είναι λυσιτελείς εν προκειμένω.

18.
    Κατά συνέπεια, θα πρέπει να εξετασθεί αν η διμερής σύμβαση για την οποία πρόκειται ενδέχεται να είναι εφαρμοστέα, όχι δυνάμει σχετικής παραπομπής με διάταξη του κανονισμού, αλλά με βάση την προαναφερθείσα νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων δημιουργούν σε ορισμένες περιπτώσεις την υποχρέωση διατηρήσεως των αποτελεσμάτων των προϋφισταμένων διμερών συμβάσεων οι οποίες, ωστόσο, αντικαταστάθηκαν από τον κανονισμό.

19.
    Η Επιτροπή, αφενός, και η Γερμανική και η Ισπανική Κυβέρνηση, αφετέρου, ακολουθούν ως προς το ζήτημα αυτό διαφορετική συλλογιστική.

20.
    Ειδικότερα, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η υφιστάμενη νομολογία αφορούσε ανέκαθεν συντάξεις γήρατος ή αναπηρίας στη Γερμανία. Από τη φύση τους, οι συντάξεις αυτές διαφέρουν από τις παροχές ανεργίας για τις οποίες πρόκειται στην παρούσα υπόθεση.

21.
    Πράγματι, οι εν λόγω παροχές διακρίνονται από τον στιγμιαίο χαρακτήρα τους: το ύψος τους δεν εξαρτάται από τη διάρκεια της σχετικής ασφαλίσεως και αποσκοπούν στην εξουδετέρωση των συνεπειών μιας παρούσας κατάστασης, που υποτίθεται ότι θα είναι προσωρινή. Επομένως, δεν υπάρχει περιθώριο γιαεφαρμογή της εννοίας του κεκτημένου δικαιώματος, που είναι θεμελιώδες στοιχείο της σχετικής νομολογίας. Αντίθετα, στην περίπτωση των συντάξεων γήρατος ή αναπηρίας, υφίσταται, σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο, δικαίωμα, πλήρες και ολοκληρωμένο, για τη λήψη συγκεκριμένων παροχών ιδίως σε συνάρτηση προς τη διάρκεια της καταβολής εισφορών.

22.
    Και η Γερμανική Κυβέρνηση εκτιμά ότι για να εφαρμοσθεί η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου απαιτείται να έχει αποκτηθεί δικαίωμα πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού, πράγμα που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.

23.
    Αντίθετα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στη νομολογία δεν υπάρχει κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι η νομολογία αυτή εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση των παροχών γήρατος ή αναπηρίας. Πράγματι, η εν λόγω νομολογία στηρίζεται στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και μοναδική προϋπόθεση εφαρμογής της είναι ο εργαζόμενος να έχει ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού και του κανόνα αντικαταστάσεως που περιέρχεται σ' αυτόν.

24.
    Εξάλλου, δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι η εν λόγω νομολογία εφαρμόζεται μόνο στις παροχές επί των οποίων το δικαίωμα αποκτάται μακροπροθέσμως, δεδομένου ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, δεν ισχύει κάτι τέτοιο για τις παροχές γήρατος ή αναπηρίας.

25.
    Συμφωνώ με τη συλλογιστική αυτή.

26.
    Πράγματι, από την προαναφερθείσα νομολογία, συνάγεται ότι αυτή στοχεύει στο να μη στερείται ένας εργαζόμενος που έχει ασκήσει το δικαίωμά του για ελεύθερη κυκλοφορία και έχει αποκτήσει δικαιώματα κοινωνικής ασφαλίσεως της δυνατότητας λήψεως των σχετικών παροχών συνεπεία της θέσεως σ' εφαρμογή του κανονισμού και της αντικαταστάσεως από αυτόν των διμερών συμβάσεων δυνάμει των οποίων αποκτήθηκαν τα ανωτέρω δικαιώματα.

27.
    .πως έκρινε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση Rönfeldt, οι διατάξεις του κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του σκοπού του άρθρου 51 της Συνθήκης, που αποτελεί το θεμέλιό τους και έγκειται στο να συμβάλλει στην εγκαθίδρυση της πληρέστερης δυνατής ελευθερίας κυκλοφορίας των διακινουμένων εργαζομένων, αρχής που αποτελεί ένα από τα θεμέλια της Κοινότητας. Το Δικαστήριο προσέθεσε ότι ο στόχος αυτός δεν θα επιτυγχάνετο αν, έχοντας ασκήσει το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας, οι εργαζόμενοι υποχρεούνταν να χάσουν πλεονεκτήματα τα οποία τους παρέχει, σε κάθε περίπτωση, το δίκαιο ενός μόνον κράτους μέλους, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι διμερείς συμβάσεις που έχουν ενσωματωθεί σ' αυτό (4).

28.
    Εφαρμόζοντας τις αρχές αυτές στην περίπτωση κατά την οποία σύμβαση προγενέστερη της θέσεως σε εφαρμογή του κανονισμού παρέχει στους εργαζομένους μεγαλύτερα πλεονεκτήματα από αυτά που προβλέπονται στην κοινοτική νομοθεσία, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «μια ερμηνεία (...) που θα έτεινε να αγνοήσει τις διατάξεις συμβάσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ των κρατών μελών και παρέχουν στους εργαζομένους μεγαλύτερα πλεονεκτήματα απ' αυτά που προβλέπονται στην κοινοτική νομοθεσία, θα συνεπήγετο ουσιώδη περιορισμό της αποτελεσματικότητας του άρθρου 51, εφόσον ο εργαζόμενος που ασκεί το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας θα βρισκόταν σε δυσμενέστερη θέση απ' ότι αν δεν είχε κάνει χρήση του δικαιώματος αυτού» (5).

29.
    Επομένως, κατ' αρχήν, η νομολογία αυτή μπορεί να τύχει εφαρμογής σε όλες τις περιπτώσεις όπου ένας εργαζόμενος έχει, κατά την έννοια του κανονισμού, αποκτήσει ορισμένο δικαίωμα κατ' εφαρμογήν διμερούς συμβάσεως, προτού αυτή αντικατασταθεί από τον κανονισμό. .μως, μια τέτοια κατάσταση μπορεί κάλιστα να δημιουργηθεί στην περίπτωση παροχών επί των οποίων το δικαίωμα έχει αποκτηθεί στο τέλος μιας βραχείας περιόδου υπαγωγής, όπως συνέβη με τις υπό κρίση παροχές ανεργίας, και δεν προϋποθέτει κατ' ανάγκην την ύπαρξη δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί μετά μακροχρόνια καταβολή εισφορών. Συγκεκριμένα, αρκεί η οικεία περίοδος να έχει αρχίσει πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού και οι επίδικες παροχές να έχουν ζητηθεί μετά από αυτήν.

30.
    Οι αποφάσεις Naranjo Arjona κ.λπ., που παρατέθηκε, και Grajera Rodríguez (6) επικυρώνουν την ορθότητα της αναλύσεως αυτής. Πράγματι, το Δικαστήριο εφάρμοσε τη νομολογία που δημιούργησε με την απόφαση Rönfeldt και, κατά συνέπεια, δεν εφάρμοσε τις διατάξεις του κανονισμού που αντικατέστησαν την προϊσχύσασα σύμβαση, μολονότι, όπως εν προκειμένω, το ύψος των παροχών δεν εξηρτάτο από τη διάρκεια καταβολής εισφορών.

31.
    Επομένως, ο χαρακτήρας των εξεταζομένων παροχών δεν αποτελεί το αποφασιστικό κριτήριο για την εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου, η οποία κατ' αρχήν μπορεί να τύχει εφαρμογής προκειμένου για παροχές ανεργίας.

32.
    Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και οι παρεμβαίνοντες που θεωρούν ότι η νομολογία αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής προκειμένου για παροχές ανεργίας, δεν αμφισβητούν το ότι, αν ο E. Thelen είχε εργαστεί συνεχώς στην Αυστρία μέχρι κάποιο χρονικό σημείο μετά την 1η Ιανουαρίου 1994 και αν είχε στη συνέχεια ζητήσει στη Γερμανία επίδομα ανεργίας, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι συμπληρωθείσες στην Αυστρία ασφαλιστικές περίοδοι και, κατά συνέπεια, να παραμείνουν ανεφάρμοστες οι διατάξεις του κανονισμού και να εφαρμοστούν οι διατάξεις της Συμβάσεως. Πράγματι, η εφαρμογή του κανονισμού αντί της Συμβάσεως θα είχε στερήσει τον εργαζόμενο του δικαιώματος λήψεωςτων παροχών ανεργίας, το οποίο αυτός απέκτησε κατά τη διάρκεια της απασχολήσεώς του στην Αυστρία.

33.
    Παρά ταύτα, όπως υποστηρίζουν η Γερμανική και η Ισπανική Κυβέρνηση, η εφαρμογή της προαναφερθείσας νομολογίας στην υπό συζήτηση περίπτωση παρουσιάζει ορισμένα προβλήματα. Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν, όπως εκτιμούν οι κυβερνήσεις αυτές, τα προβλήματα αυτά είναι ανυπέρβλητα.

34.
    Οι εν λόγω κυβερνήσεις υπενθυμίζουν, καταρχάς, ότι ο νομολογιακός κανόνας περί διατηρήσεως των αποτελεσμάτων των συμβάσεων είναι εφαρμοστέος μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουν ήδη κατοχυρωθεί νομικές καταστάσεις πριν από τη θέση σε εφαρμογή του κανονισμού. Αυτό ίσχυε, ιδίως, στην προαναφερθείσα υπόθεση Thévenon, όπου το Δικαστήριο περιόρισε ρητά το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω νομολογιακού κανόνα μόνο στις περιπτώσεις των εργαζομένων που έχουν ήδη ασκήσει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού.

35.
    Ωστόσο, στην υπό συζήτηση υπόθεση, ο E. Thelen δεν είχε αποκτήσει οριστικά δικαιώματα πριν από την 1η Ιανουαρίου 1994, ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του κανονισμού στη Δημοκρατία της Αυστρίας. Η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει σχετικώς ότι είναι βεβαίως αληθές ότι ο E. Thelen εδικαιούτο, κατά τον χρόνο εκείνο, επιδόματος ανεργίας με βάση τις διατάξεις της οικείας διμερούς συμφωνίας. Ωστόσο, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, απώλεσε το δικαίωμα αυτό, συνεπεία της εφαρμογής της τριετούς περιόδου αναφοράς που προβλέπεται στο γερμνικό δίκαιο και όχι συνεπεία της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού.

36.
    Η Ισπανική Κυβέρνηση προσθέτει ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση που θέτει η προαναφερθείσα απόφαση Thévenon, επειδή ο E. Thelen άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας μετά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού. Πράγματι, στην Αυστρία άσκησε δραστηριότητα υποκείμενη στην υποχρέωση καταβολής εισφορών μόνο μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου 1993 και μετά την 1η Φεβρουαρίου 1994. Επομένως, σημειώθηκε διακοπή της ασκήσεως του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού και εκ νέου άσκησή του μετά την ημερομηνία αυτή.

37.
    Η Επιτροπή επισημαίνει σχετικώς ότι στη νομολογία του Δικαστηρίου δεν γίνεται διάκριση ανάλογα με το αν διακόπηκε ή όχι η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, αφής η άσκησή του άρχισε πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού, πράγμα που συνέβη στην περίπτωση του E. Thelen.

38.
    Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο E. Thelen διέκοψε την άσκηση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας για να την ασκήσει και πάλι στη συνέχεια. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι, μεταξύ Δεκεμβρίου 1993 και Φεβρουαρίου 1994, δεν ασκούσε στην Αυστρία δραστηριότητα υποκείμενη σε υποχρέωση καταβολήςεισφορών δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι επέστρεψε στη Γερμανία πριν από την 1η Ιανουαρίου 1994, για να επιστρέψει στην Αυστρία μετά την ημερομηνία αυτή.

39.
    Εξάλλου, το Δικαστήριο δέχθηκε, με την απόφασή του Kuusijärvi (7) ότι δεν αποτελεί λόγο μη εφαρμογής της εν λόγω νομολογίας το γεγονός ότι ένας εργαζόμενος είναι άνεργος και, ως εκ τούτου, δεν ασκεί δραστηριότητα υποκείμενη σε υποχρέωση καταβολής εισφορών, κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του κανονισμού.

40.
    Σε κάθε περίπτωση, εκτιμώ ότι δεν είναι αναγκαίο να εξετασθεί αν διακόπηκε ή όχι η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας από τον E. Thelen.

41.
    Πράγματι, όπως προανέφερα, σκοπός της νομολογίας του Δικαστηρίου είναι να εξαιρέσει των συνεπειών της αντικαταστάσεως των διμερών συμβάσεων από τον κανονισμό τις νομικές καταστάσεις που έχουν κατοχυρωθεί προηγουμένως υπέρ του εργαζομένου.

42.
    Κατ' ανάγκη οδηγούμαστε στο συμπέρασμα, τούτο δε συνάγεται σαφέστατα απο την προαναφερθείσα απόφαση Thévenon, ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας πρέπει να έχει ασκηθεί πριν από την αντικατάσταση, δηλαδή πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού. Πράγματι, ένας εργαζόμενος που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας μόνο μετά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού, δηλαδή σε χρόνο που ο κανονισμός είχε ήδη αντικαταστήσει τη Σύμβαση, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι απώλεσε πλεονεκτήματα απορρέοντα από την εν λόγω σύμβαση (8). Περαιτέρω, ο εργαζόμενος θα πρέπει να έχει αποκτήσει, συνεπεία της ασκήσεως του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, δικαιώματα τα οποία καταργούνταν συνεπεία της αντικαταστάσεως.

43.
    Ωστόσο, δεν απαιτείται ο εργαζόμενος να εξακολουθεί να ασκεί το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του κανονισμού. Πράγματι, το αποφασιστικό κριτήριο είναι αν, κατά το χρονικό αυτό σημείο, ο εργαζόμενος έχει ήδη αποκτήσει δικαιώματα, δυνάμει της διμερούς συμβάσεως, συνεπεία της προηγουμένης ασκήσεως του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας. Η προαναφερθείσα απόφαση Rönfeldt, η οποία αφορούσε εργαζόμενο που δεν ήταν πλέον διακινούμενος κατά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού, ενισχύει το συμπέρασμα αυτό.

44.
    Εφόσον έχουν αποκτηθεί δικαιώματα, είναι εφαρμοστέα η νομολογία του Δικαστηρίου που στηρίζεται, όπως προεκτέθηκε, στην ανάγκη εξασφαλίσεως πλήρους αποτελεσματικότητας των διατάξεων που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων διά της προστασίας των ως άνω δικαιωμάτων,ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος εξακολουθούσε ή όχι να ασκεί το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος του κανονισμού. Ο σκοπός είναι, πράγματι, να μη βρεθεί ο εργαζόμενος σε δυσμενέστερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν εάν δεν είχε ασκήσει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας.

45.
    Επομένως, θα πρέπει να εξετασθεί αν ο E. Thelen είχε αποκτήσει κάποιο δικαίωμα κατά τον χρόνο θέσεως σε ισχύ του κανονισμού.

46.
    Επ' αυτού, η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι ο E. Thelen είχε όντως αποκτήσει κατά την ημερομηνία αυτή δικαίωμα λήψεως του επιδόματος ανεργίας στη Γερμανία, δυνάμει της διμερούς συμβάσεως, αλλά ότι είχε απωλέσει εκ νέου το εν λόγω δικαίωμα για λόγους συνδεομένους προς τη διάρκεια υπαγωγής που προβλέπονται στο γερμανικό δίκαιο, και όχι συνεπεία της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού.

47.
    Πρέπει, καταρχάς, να επισημανθεί σχετικώς ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, ο E. Thelen είχε πράγματι συμπληρώσει επαρκείς περιόδους ασφαλίσεως ώστε να δικαιούται, δυνάμει της διμερούς συμβάσεως, παροχές ανεργίας στη Γερμανία.

48.
    Είναι γεγονός ότι, επειδή το γερμανικό δίκαιο επιβάλλει ορισμένη διάρκεια υπαγωγής στο οικείο ασφαλιστικό ταμείο εντός συγκεκριμένης περιόδου αναφοράς που ορίζεται με βάση την ημερομηνία ενάρξεως της περιόδου ανεργίας, ο εργαζόμενος ενδέχεται, συνεπεία της απλής εφαρμογής των διατάξεων αυτών και χωρίς να ασκεί οποιαδήποτε επιρροή η θέση σε ισχύ του κανονισμού, να απωλέσει δικαίωμα λήψεως παροχών που είχε αποκτήσει σε ορισμένη χρονική στιγμή.

49.
    Τούτο, ωστόσο, δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Πράγματι, μόνο στην περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να συνυπολογισθούν οι περίοδοι ασφαλίσως που συμπλήρωσε στην Αυστρία από της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού, ο E. Thelen δεν πληροί τις προϋποθέσεις διαρκείας της υπαγωγής στο ασφαλιστικό ταμείο που προβλέπονται στο γερμανικό δίκαιο.

50.
    Αντίθετα, εάν δεν είχε τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός 1408/71, θα εφαρμοζόταν η διμερής συμφωνία και, με βάση τις διατάξεις της, θα είχαν ληφθεί υπόψη οι εν λόγω περίοδοι ασφαλίσεως και ο E. Thelen θα είχε λάβει τις αιτούμενες παροχές.

51.
    Κατά συνέπεια, η αδυναμία του E. Thelen να επιτύχει τη χορήγηση των επιδίκων παροχών δεν οφείλεται μόνο στις προϋποθέσεις που θέτει το γερμανικό δίκαιο ως προς τη διάρκεια υπαγωγής, αλλά και στο γεγονός ότι ο κανονισμός αντικατέστησε την προϊσχύσασα διμερή σύμβαση.

52.
    Ωστόσο, η διαπίστωση ότι η θέση σε ισχύ του κανονισμού συνεπάγεται για τον εργαζόμενο λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από αυτήν που θα του εξασφάλιζε η διατήρηση σε ισχύ της διμερούς συμβάσεως δεν αρκεί από μόνη της για να αποκλείσει την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Walder (9).

53.
    Πράγματι, όπως προαναφέρθηκε, οι αρνητικές συνέπειες για τον εργαζόμενο πρέπει να αντιστοιχούν στην απώλεια δικαιώματος που αποκτήθηκε πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού.

54.
    .μως, η αδυναμία συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεων που συμπληρώθηκαν στην Αυστρία μετά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού δεν μπορεί, εξ ορισμού, να συνιστά απώλεια δικαιώματος κτηθέντος πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού.

55.
    Πρέπει να συναχθεί από τα ανωτέρω ότι οι ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως αποκλείουν την εφαρμογή της ως άνω νομολογίας του Δικαστηρίου;

56.
    Δεν το νομίζω.

57.
    Πράγματι, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, η παρούσα υπόθεση δεν αφορά μόνον περιόδους ασφαλίσεως που συμπληρώθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού, καθότι η περίοδος αναφοράς, που προβλέπεται από το γερμανικό δίκαιο ως στοιχείο καθορισμού του αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αφορούν τη διάρκεια υπαγωγής, έχει ως σημείο ενάρξεως την 4η Μαρτίου 1993.

58.
    Κατά την ημερομηνία αυτή ο E. Thelen βρισκόταν στην κατάσταση εργαζομένου που έχει ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού και ο οποίος δικαιούται να αναμένει ότι δικαίωμά του που απορρέει από τη Σύμβαση, δηλαδή το δικαίωμα να συνυπολογίζονται, για τους σκοπούς της χορηγήσεως επιδόματος ανεργίας στη Γερμανία, οι περίοδοι ασφαλίσεως που έχει συμπληρώσει στην Αυστρία υπό τους όρους που θα ίσχυαν εάν είχαν συμπληρωθεί στη Γερμανία, δεν θα του αφαιρεθεί συνεπεία της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού.

59.
    Επομένως, υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να παρακαμφθούν οι διατάξεις του κανονισμού και να εφαρμοσθούν οι διατάξεις της διμερούς συμβάσεως.

60.
    .λλωστε, το τελευταίο επιχείρημα που προέβαλε η Ισπανική Κυβέρνηση δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου να δικαιολογήσει την υιοθέτηση διαφορετικού συμπεράσματος.

61.
    Η Ισπανική Κυβέρνηση εκθέτει ότι η εφαρμογή των διατάξεων της Συμβάσεως, αντί των διατάξεων του κανονισμού, θα αναιρούσε τα αποτελέσματα της ενιαίας εφαρμογής του, καθιστώντας τον αντικείμενο «κατατμήσεως κατά περίπτωση».

62.
    Ωστόσο, πρέπει να τονισθεί ότι ο ίδιος ο κανονισμός προβλέπει στα παραρτήματά του τη διατήρηση σε ισχύ ορισμένων διατάξεων διμερών συμβάσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται οι διατάξεις της συμβάσεως για την οποία πρόκειται εν προκειμένω (10). Επομένως, είναι σαφές ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν θεώρησε ότι η ρύθμιση αυτή αντιστρατευόταν την αποτελεσματική εφαρμογή του κανονισμού.

63.
    Απομένει να εξετασθεί ένα τελευταίο ζήτημα, που τέθηκε τόσο από το παραπέμπον δικαστήριο όσο και από την Επιτροπή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας. Το γεγονός ότι η δυνατότητα επικλήσεως των διατάξεων της Συμβάσεως παρέχεται μόνο στους Γερμανούς και στους Αυστριακούς υπηκόους;

64.
    Είναι αλήθεια ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ προοιμίου.

65.
    Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει σχετικώς ότι το ζήτημα αυτό τίθεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και δεν είναι λυσιτελές στην παρούσα υπόθεση. Πράγματι, δεδομένου ότι ο E. Thelen έχει τη γερμανική ιθαγένεια, δεν είναι ανάγκη να εξετασθεί τί θα συνέβαινε εάν δεν την είχε.

66.
    Πρέπει να επισημανθεί ότι η παρούσα υπόθεση αφορά το ζήτημα αν ένας εργαζόμενος που βρίσκεται στη θέση του E. Thelen μπορεί να κάνει χρήση των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων καθώς και των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου όπως η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Επομένως, αφορά την έκταση των δικαιωμάτων των οποίων την προστασία μπορεί να αξιώσει ατομικά ένας εργαζόμενος σε συγκεκριμένη περίπτωση.

67.
    Αντίθετα, αντικείμενο της υποθέσεως δεν είναι η εξασφάλιση της διατηρήσεως σε ισχύ της συγκεκριμένης συμβάσεως μετά τη θέση σε ισχύ του κανονισμού και, ως εκ τούτου, δεν αφορά το ζήτημα αν ένα κράτος μέλος εδικαιούτο να συνάψει με τρίτο κράτος σύμβαση της οποίας τις διατάξεως θα μπορούσαν να επικαλεσθούν μόνον οι υπήκοοι των συμβαλλομένων κρατών. .λλωστε, η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να καταλήξει να στερήσει στον E. Thelen δικαιώματα που αναγνωρίζονται ως άξια προστασίας από το κοινοτικό δίκαιο, αλλά μάλλον θα επέβαλε να εξετασθεί αν ένας εργαζόμενος υπήκοος άλλου κράτους μέλους, ευρισκόμενος σε ταυτόσημηκατάσταση, θα έπρεπε επίσης να τύχει των πλεονεκτημάτων που παρέχει η εν λόγω διμερής σύμβαση.

68.
    Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται στην προκειμένη περίπτωση να αποφανθεί το Δικαστήριο ως προς το αν το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τη διμερή σύμβαση, δεν παρέχεται η δυνατότητα σε εργαζόμενο υπήκοο άλλου κράτους μέλους πλην της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να επικαλεσθεί τις ίδιες διατάξεις με τον E. Thelen συνιστά διάκριση που απαγορεύεται από το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 12 ΕΚ).

Συμπέρασμα

69.
    Για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο ερώτημα του Bundessozialgericht ως εξής:

«Τα άρθρα 6 και 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1248/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992, έχουν την έννοια ότι δεν απαγορεύουν τη συνέχιση της εφαρμογής ευνοϊκότερης για τον ασφαλισμένο διακρατικής συμβάσεως στον τομέα της ασφαλίσεως ανεργίας, ακόμη και αν δεν είναι πλέον δυνατόν, συνεπεία της περιόδου αναφοράς, να επικαλεσθεί ο ενδιαφερόμενος το δικαίωμα λήψεως παροχών ασφαλίσεως ανεργίας που βασίζεται σε περίοδο ασφαλίσεως προγενέστερη της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού.»


1: -     Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2: -    ΕΕ L 136, σ. 7.


3: -    Αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1991, C-227/89, Rönfeldt (Συλλογή 1991, σ. I-323)· της 9ης Νοεμβρίου 1995, C-475/93, Thévenon (Συλλογή 1995, σ. I-3813), και της 9ης Οκτωβρίου 1997, C-31/96 έως C-33/96, Naranjo Arjona κ.λπ. (Συλλογή 1997, σ. I-5501).


4: -    Απόφαση Rönfeldt, σκέψεις 24 και 25.


5: -    Προαναφερθείσα απόφαση Rönfeldt, σκέψη 28.


6: -    Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-153/97, (Συλλογή 1998, σ. I-8645).


7: -    Απόφαση της 11ης Ιουνίου 1998, C-275/96 (Συλλογή 1998, σ. I-3419).


8: -    Προαναφερθείσα απόφαση Thévenon, σκέψη 26.


9: -    Απόφαση της 7ης Ιουνίου 1973, 82/72 (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 557).


10: -    Παράρτημα III, εδάφιο 3, στοιχείο η´.