Language of document : ECLI:EU:T:2003:236

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 17ης Σεπτεμβρίου 2003 (1)

«Υπάλληλοι - Προσφυγή ακυρώσεως - Γενικός διαγωνισμός - Απόφαση της εξεταστικής επιτροπής περί αποκλεισμού από τις προφορικές δοκιμασίες - Περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως - Περιεχόμενο του δικαστικού ελέγχου - Τήρηση των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής»

Στην υπόθεση T-233/02,

Χάρης Αλεξανδράτος και Μαρία Παναγιώτου, κάτοικοι Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενοι από τον Χ. Ταγαρά, δικηγόρο,

προσφεύγοντες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τον F. Anton και τη Δ. Ζαχαρίου,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του γενικού διαγωνισμού Συμβούλιο/A/393 (2000/C98 A/02) με την οποία οι προσφεύγοντες αποκλείστηκαν από τις προφορικές δοκιμασίες του εν λόγω διαγωνισμού,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑ.ΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τη V. Tiili, πρόεδρο, και τους P. Mengozzi και Μ. Βηλαρά, δικαστές,

γραμματέας: Ι. Νάτσινας, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 15ης Μα.ου 2003,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Το ιστορικό της διαφοράς και η διαδικασία

1.
    Οι προσφεύγοντες έλαβαν μέρος στον γενικό διαγωνισμό Συμβούλιο/A/393 για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα για την πρόσληψη ελληνογλώσσων διοικητικών υπαλλήλων στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου.

2.
    Με επιστολές της 24ης Απριλίου 2002, γνωστοποιήθηκε στους προσφεύγοντες η απόφαση της εξεταστικής επιτροπής να μη τους κάνει δεκτούς στις προφορικές δοκιμασίες του εν λόγω διαγωνισμού, με το αιτιολογικό ότι δεν είχαν λάβει τον κατώτατο απαιτούμενο βαθμό σε μία από τις γραπτές δοκιμασίες του ίδιου διαγωνισμού.

3.
    Στις 29 Απριλίου 2002, αμφότεροι οι προσφεύγοντες απηύθυναν στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου επιστολή με την οποία ζήτησαν ρητώς, χρησιμοποιώντας τον όρο «ένσταση», τη διαβίβαση της επιστολής τους αυτής στην εξεταστική επιτροπή προκειμένου η τελευταία να επανεξετάσει τα γραπτά τους.

4.
    Με επιστολές της 8ης Μα.ου 2002, γνωστοποιήθηκε στους προσφεύγοντες ότι η εξεταστική επιτροπή ενέμεινε στην απόφασή της να μη τους κάνει δεκτούς στις προφορικές δοκιμασίες του διαγωνισμού.

5.
    Με επιστολές της 23ης Μα.ου 2002, οι προσφεύγοντες χαρακτήρισαν την απάντηση του καθού ανεπαρκή και ζήτησαν, αφενός, να τους γνωστοποιηθούν τα κριτήρια διορθώσεως της συγκεκριμένης γραπτής δοκιμασίας, οι παρατηρήσεις της εξεταστικής επιτροπής από τις οποίες να προκύπτει η διάσταση μεταξύ των γραπτών τους και του προτύπου διορθώσεως καθώς και σύγκριση των γραπτών τους με τα καλύτερα γραπτά της δοκιμασίας αυτής και, αφετέρου, να τους κοινοποιηθούν τα διορθωμένα γραπτά τους.

6.
    Με επιστολές της 3ης Ιουνίου 2002, ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου γνωστοποίησε στους προσφεύγοντες ότι, κατόπιν των επιστολών τους της 29ης Απριλίου 2002, η εξεταστική επιτροπή ενέμεινε στην αρχική της απόφαση αφού έλεγξε ότι ουδέν σφάλμα παρεισέφρησε κατά τη βαθμολόγηση της επίμαχης δοκιμασίας και ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ανακοίνωση της βαθμολογίας συνιστούσε επαρκή αιτιολογία της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής περί αποκλεισμού τους από τις προφορικές δοκιμασίες.

7.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγοντες, με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Αυγούστου 2002, άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

8.
    Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 47 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο αποφάσισε ότι δεν ήταν αναγκαία δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων.

9.
    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

10.
    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Μα.ου 2003.

Αιτήματα των διαδίκων

11.
    Με την προσφυγή τους, οι προσφεύγοντες ζήτησαν από το Πρωτοδικείο:

-    να ακυρώσει την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής περί αποκλεισμού τους από τις προφορικές δοκιμασίες του διαγωνισμού·

-    να ακυρώσει τις απορρέουσες από τις επιστολές του καθού, της 8ης Μα.ου και της 3ης Ιουνίου 2002, αποφάσεις περί απορρίψεως των «ενστάσεών» τους·

-    να διατάξει το καθού να προσκομίσει τα κριτήρια αξιολογήσεως που δόθηκαν στους διορθωτές, τα διορθωμένα γραπτά τους, καθώς και τα γραπτά των επιτυχόντων στη συγκεκριμένη γραπτή δοκιμασία υποψηφίων·

-    να καταδικάσει το καθού στα δικαστικά έξοδα.

12.
    Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Συμβούλιο ζήτησε από το Πρωτοδικείο:

-    να απορρίψει την προσφυγή·

-    να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

13.
    Πρέπει να τονιστεί ότι οι προσφεύγοντες έλαβαν τα διορθωμένα γραπτά τους, τα οποία επισυνάπτονται στο υπόμνημα αντικρούσεως του Συμβουλίου, και παραιτήθηκαν από το αίτημά τους περί κοινοποιήσεως των γραπτών των επιτυχόντων στην επίμαχη δοκιμασία υποψηφίων, το δε Πρωτοδικείο σημείωσε την παραίτηση αυτή στα πρακτικά της επ' ακροατηρίου συζητήσεως.

Επί του ακυρωτικού αιτήματος

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

14.
    Προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες προέβαλαν, με το δικόγραφο της προσφυγής τους, δύο λόγους αντλούμενους, πρώτον, από την παράβαση του άρθρου 27 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) και από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και, δεύτερον, από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και από την παραβίαση της «αρχής της διαφάνειας».

15.
    Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες ανέφεραν ότι προβάλλουν ένα νέο λόγο αντλούμενο από την παράβαση των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, παράβαση η οποία προκύπτει εν προκειμένω από την απουσία δεύτερης διορθώσεως της επίμαχης δοκιμασίας. Οι προσφεύγοντες δεν ήσαν σε θέση να διατυπώσουν τον λόγο αυτό παρά μόνο μετά την κοινοποίηση των εγγράφων που προσαρτώνται στο υπόμνημα αντικρούσεως του Συμβουλίου, ήτοι των γραπτών τους τα οποία υποτίθεται είχαν διορθωθεί από δύο βαθμολογητές και από τα οποία όμως προέκυπτε ότι δεν υπήρξε δεύτερη διόρθωση.

16.
    Το Συμβούλιο, χωρίς να αμφισβητήσει ρητώς το παραδεκτό του προαναφερθέντος λόγου, παρατήρησε ότι ο λόγος αυτός δεν περιλαμβανόταν στο δικόγραφο της προσφυγής και ζήτησε να του χορηγηθεί προθεσμία για να μπορέσει να απαντήσει στον λόγο αυτό, στην περίπτωση κατά την οποία το Πρωτοδικείο θα τον έκρινε παραδεκτό.

17.
    Δεν αμφισβητείται ότι οι προσφεύγοντες μπόρεσαν να λάβουν γνώση του γεγονότος ότι η επίμαχη γραπτή δοκιμασία είχε, κατά το καθού, υποστεί διττή διόρθωση μετά την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως και των προσαρτημένων σ' αυτό εγγράφων. Κρίνεται ότι τα πραγματικά αυτά στοιχεία, τα οποία αποκαλύφθηκαν κατά τη διαδικασία και τα οποία οι προσφεύγοντες δεν ήσαν σε θέση να γνωρίζουν κατ' άλλον τρόπο, καθόσον είχε απορριφθεί αρχικώς το αίτημά τους περί κοινοποιήσεως των διορθωμένων γραπτών τους, συνιστούν νέα περιστατικά που δικαιολογούν την προβολή του λόγου ο οποίος αντλείται από την παράβαση των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής.

18.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί του βασίμου του λόγου που αφορά την παράβαση του άρθρου 27 του ΚΥΚ και των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, υπό δε τη δεύτερη αυτή πτυχή, καθίσταται αναγκαίο να εξεταστούν δύο αιτιάσεις που αφορούν την απουσία διττής διορθώσεως και τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Περαιτέρω, δεδομένου ότι το καθού είχε κάθε δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί των προαναφερθεισών αιτιάσεων κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, δεν πρέπει να του χορηγηθεί η αιτηθείσα προθεσμία.

19.
    Το Πρωτοδικείο, πριν αποφανθεί επί του ουσιαστικού αυτού λόγου, θεωρεί ότι πρέπει κατ' αρχάς να εξετάσει τον λόγο που αντλείται από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και από την παραβίαση της «αρχής της διαφάνειας».

Επί του λόγου που αφορά την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και την παραβίαση της «αρχής της διαφάνειας»

Επιχειρήματα των διαδίκων

20.
    Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται, αφενός, ότι το Πρωτοδικείο έχει επανειλημμένως αναγνωρίσει το δικαίωμα των υποψηφίων να ενημερώνονται σχετικά με τις οδηγίες και τα κριτήρια αξιολογήσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 1994, Τ-6/93, Pérez Jiménez κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. Ι-Α-155 και ΙΙ-497, σκέψη 42, και της 30ής Μα.ου 1995, Τ-289/94, Innamorati κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. Ι-Α-123 και ΙΙ-393, σκέψεις 27 και 28) και, αφετέρου, ότι ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής διατύπωσε, με τις ετήσιες εκθέσεις του για το 2000 και 2001, συστάσεις επί του θέματος αυτού, προς τις οποίες η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο υποτίθεται ότι έχουν συμμορφωθεί. Δεν μπορεί συνεπώς καμία δικαιολογία να γίνει ανεκτή για τη μη γνωστοποίηση των εν λόγω οδηγιών και κριτηρίων.

21.
    Το αυτό ισχύει όσον αφορά την άρνηση του καθού να παράσχει οποιαδήποτε εξήγηση σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν την εξεταστική επιτροπή να βαθμολογήσει τους προσφεύγοντες με βαθμό που τους απέκλεισε από τις προφορικές δοκιμασίες (προπαρατεθείσα απόφαση Innamorati κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 27 έως 31).

22.
    Το Συμβούλιο απαντά ότι η προπαρατεθείσα απόφαση Innamorati κατά Κοινοβουλίου, στην οποία στηρίζονται οι προσφεύγοντες, αναιρέθηκε από το Δικαστήριο με την απόφασή του της 4ης Ιουλίου 1996, C-254/95 P, Κοινοβούλιο κατά Innamorati (Συλλογή 1996, σ. Ι-3423), σύμφωνα με την οποία η γνωστοποίηση των βαθμών που έλαβαν οι υποψήφιοι στις διάφορες δοκιμασίες συνιστά επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής.

23.
    Το Συμβούλιο φρονεί, κατά συνέπεια, ότι, βάσει της εφαρμοστέας νομολογίας, η αιτιολογία της επικρινομένης αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής δεν παρουσιάζει κανένα ελάττωμα.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

24.
    Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως βλαπτικής αποφάσεως αποσκοπεί, αφενός, στο να παρασχεθούν στον ενδιαφερόμενο τα αναγκαία στοιχεία για να γνωρίζει αν η απόφαση είναι ή όχι βάσιμη και, αφετέρου, στο να καταστεί δυνατός ο δικαστικός έλεγχος (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 22, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. Ι-6857, σκέψη 96).

25.
    .σον αφορά τις αποφάσεις που λαμβάνει μια εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού, η εν λόγω υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει ωστόσο να συμβιβάζεται με την τήρηση του απορρήτου που περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής δυνάμει του άρθρου 6 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ (προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Innamorati, σκέψη 24).

26.
    .πως έχει τονίσει το Δικαστήριο, οι εργασίες μιας εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού περιλαμβάνουν, γενικώς, τουλάχιστον δύο ξεχωριστά στάδια, ήτοι, πρώτον, την εξέταση των υποψηφίων για να επιλεγούν οι υποψήφιοι που γίνονται δεκτοί στον διαγωνισμό και, δεύτερον, την εξέταση των ικανοτήτων των υποψηφίων για την προς κατάληψη θέση, προκειμένου να καταρτιστεί πίνακας επιτυχόντων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 1972, 44/71, Marcato κατά Επιτροπής, Rec. 1972, σ. 427, σκέψη 19· της 15ης Μαρτίου 1973, 37/72, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 503, σκέψη 18, και της 4ης Δεκεμβρίου 1975, 31/75, Costacurta κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 497, σκέψη 10). Το δεύτερο στάδιο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού είναι πρωτίστως συγκριτικής φύσεως και, ως εκ τούτου, καλύπτεται από το απόρρητο που είναι σύμφυτο με τις εργασίες αυτές (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσες αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 1972, Marcato κατά Επιτροπής, σκέψη 20, της 15ης Μαρτίου 1973, Marcato κατά Επιτροπής, σκέψη 19, και Costacurta κατά Επιτροπής, σκέψη 11).

27.
    Οι εν λόγω συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή αντικατοπτρίζονται στους βαθμούς με τους οποίους η εξεταστική επιτροπή βαθμολογεί τους υποψηφίους, καθόσον οι βαθμοί αυτοί αποτελούν την έκφραση των αξιολογικών κρίσεων που διατυπώνονται για έκαστον από αυτούς (προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Innamorati, σκέψη 26, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Ιανουαρίου 1998, Τ-157/96, Affatato κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. Ι-Α-41 και ΙΙ-97, σκέψη 34). Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του απορρήτου που πρέπει να περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, η γνωστοποίηση των βαθμών που έλαβε κάθε υποψήφιος στις διάφορες δοκιμασίες συνιστά επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής (προπαρατεθείσες αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Innamorati, σκέψη 31, και Affatato κατά Επιτροπής, σκέψη 35). Η αιτιολογία αυτή δεν βλάπτει τα δικαιώματα των υποψηφίων, στον βαθμό που τους παρέχει τη δυνατότητα να γνωρίζουν την αξιολογική κρίση που διατυπώθηκε για τις επιδόσεις τους και να ελέγχουν, ενδεχομένως, ότι πράγματι δεν έλαβαν τη βαθμολογία που απαιτεί η προκήρυξη του διαγωνισμού για να γίνουν δεκτοί σε ορισμένες δοκιμασίες ή στο σύνολο των δοκιμασιών (προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Innamorati, σκέψη 32).

28.
    Εν προκειμένω, με επιστολές της 24ης Απριλίου 2002, ανακοινώθηκε σε έκαστο των προσφευγόντων ο βαθμός τον οποίο έλαβε στην επίμαχη γραπτή δοκιμασία.

29.
    Οι προσφεύγοντες προβάλλουν ωστόσο την ύπαρξη παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθόσον δεν τους ανακοινώθηκαν, κατόπιν των από 23 Μα.ου 2002 επιστολών τους, τα κριτήρια αξιολογήσεως που δόθηκαν στους διορθωτές, τα διορθωμένα γραπτά τους και εξηγήσεις σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν την εξεταστική επιτροπή να τους δώσει τον βαθμό που τους απέκλεισε από την προφορική δοκιμασία.

30.
    Συναφώς, αρκεί να τονιστεί ότι οι προσφεύγοντες στηρίζουν την επιχειρηματολογία τους στην προπαρατεθείσα απόφαση Innamorati κατά Κοινοβουλίου, η οποία αναιρέθηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Κοινοβούλιο κατά Innamorati, με την οποία κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι τα κριτήρια διορθώσεως των γραπτών που καθορίζει η εξεταστική επιτροπή πριν από τις δοκιμασίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεων στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή ως προς τα προσόντα των υποψηφίων (σκέψη 29). Η εκπλήρωση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, όσον αφορά την απόφαση της εξεταστικής επιτροπής να αποκλείσει τους προσφεύγοντες από τις προφορικές δοκιμασίες του διαγωνισμού, δεν συνεπαγόταν την ανακοίνωση στους ενδιαφερομένους των κριτηρίων βαθμολογήσεως, ούτε των διορθωμένων γραπτών στα οποία εμφαίνονται οι εκτιμήσεις της εξεταστικής επιτροπής, ούτε τέλος την παροχή πρόσθετων εξηγήσεων σχετικά με την αξιολογική κρίση που διατύπωσε η εξεταστική επιτροπή για έκαστον από αυτούς. Σύμφωνα με την παρατεθείσα στη σκέψη 27 ανωτέρω νομολογία, η κοινοποίηση του βαθμού που έλαβε έκαστος των προσφευγόντων συνιστά επαρκή αιτιολογία της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής να τους αποκλείσει από τις προφορικές δοκιμασίες.

31.
    Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι οι απορριφθέντες υποψήφιοι μπορούν, ενδεχομένως, να λάβουν από το όργανο που διοργάνωσε τον επίμαχο διαγωνισμό τα διορθωμένα γραπτά τους ή/και τα γενικά κριτήρια βαθμολογίας που καθόρισε η εξεταστική επιτροπή, τούτο δε, όπως εν προκειμένω, μέσω εκούσιας κοινοποιήσεως εγγράφων στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας στην οποία αντιδικούν το όργανο αυτό και οι εν λόγω υποψήφιοι ή δυνάμει πρακτικής την οποία έχει υιοθετήσει το όργανο αυτό, κατόπιν των εκθέσεων του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, και η οποία αποσκοπεί στη διασφάλιση διαφάνειας των διαδικασιών προσλήψεως με ταυτόχρονη τήρηση του κανόνα του απορρήτου των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 6 του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ.

32.
    Στις δύο αυτές περιπτώσεις, η κοινοποίηση των προαναφερθέντων εγγράφων εντάσσεται στη λογική, πρώτον, μιας ένδικης διαδικασίας διεξαγομένης αναγκαστικά κατ' αντιμωλίαν ή, δεύτερον, της ατομικής ενημερώσεως του υποψηφίου όσον αφορά την απόδοσή του κατά τον επίμαχο διαγωνισμό. Από την ως άνω παροχή πρόσθετων πληροφοριακών στοιχείων στην οποία προβαίνει εκουσίως το οικείο όργανο δεν μπορεί να συναχθεί κάποιο συμπέρασμα όσον αφορά την ειδική προβληματική του εύρους της αιτιολογίας μιας αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται η αποτυχία υποψηφίου.

33.
    Πρέπει τέλος να παρατηρηθεί ότι οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι το καθού, αρνούμενο να τους κοινοποιήσει τα διορθωμένα γραπτά τους και τα κριτήρια βαθμολογίας που καθόρισε η εξεταστική επιτροπή, παραβίασε μια «αρχή της διαφάνειας» που απορρέει από το άρθρο 255 ΕΚ.

34.
    Η αιτίαση αυτή, πέραν του ότι διακρίνεται από εκείνη που αφορά ανεπάρκεια της αιτιολογίας, η οποία εμπίπτει στην παράβαση ουσιώδους τύπου, φαίνεται να είναι παντελώς αλυσιτελής σε σχέση με το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Συγκεκριμένα, πρέπει να τονιστεί ότι, με την προσφυγή τους, οι προσφεύγοντες ζητούν την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής του διαγωνισμού να τους αποκλείσει από τις προφορικές δοκιμασίες και, αφετέρου, των απορρίψεων των διοικητικών ενστάσεών τους και όχι, κατά κυριολεξία, μιας αποφάσεως μη επιτρέπουσας την πρόσβαση στα έγγραφα τα οποία ζήτησαν με τις επιστολές τους της 23ης Μα.ου 2002.

35.
    Στον βαθμό που η αιτίαση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί ως προβαλλόμενη προς στήριξη ενός περιλαμβανομένου στην παρούσα προσφυγή αιτήματος ακυρώσεως αποφάσεως του καθού, η οποία περιέχεται στις επιστολές της 3ης Ιουνίου 2002 και με την οποία το καθού αρνήθηκε σιωπηρώς να επιτρέψει στους προσφεύγοντες την πρόσβαση στα διορθωμένα γραπτά τους και στα γενικά κριτήρια διορθώσεως, κρίνεται ότι το εν λόγω αίτημα είναι απαράδεκτο λόγω μη τηρήσεως, εκ μέρους των προσφευγόντων, της διαδικασίας των άρθρων 7 και 8 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μα.ου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43). Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν, συγκεκριμένα, ότι οι αιτήσεις για πρόσβαση σε έγγραφο κατεχόμενο από το Συμβούλιο πρέπει να υποβάλλεται στις υπηρεσίες του οργάνου αυτού και ότι, σε περίπτωση που δεν υπάρξει απάντηση εντός ορισμένης προθεσμίας ή σε περίπτωση ρητής αρνητικής απαντήσεως, ο ενδιαφερόμενος διαθέτει προθεσμία δεκαπέντε ημερών για να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση για την αναθεώρηση της θέσεως αυτής. Μόνο στην περίπτωση νέας αρνήσεως ή μη απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αυτή αίτηση δικαιούται ο αιτών να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ.

36.
    Στον βαθμό που με την επίκληση του άρθρου 255 ΕΚ και του κανονισμού 1049/2001 οι προσφεύγοντες αποσκοπούν στη στήριξη του ισχυρισμού τους περί της ανάγκης ευρύτερης αιτιολογίας, συνεπαγομένης την κοινοποίηση των διορθωμένων γραπτών και των κριτηρίων διορθώσεως, πρέπει να τονιστεί ότι τα νομοθετήματα αυτά προβλέπουν όρια στο δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων, ιδίως για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Το άρθρο 6 όμως του παραρτήματος ΙΙΙ του ΚΥΚ επιδιώκει συγκεκριμένο σκοπό, στηριζόμενο σε λόγους δημοσίου συμφέροντος, και αφορά ειδικώς την πρόσβαση στις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής. Υπό τις συνθήκες αυτές και λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, η επίκληση και μόνον των προαναφερθέντων νομοθετημάτων δεν μπορεί να συνεπάγεται ότι η εξεταστική επιτροπή υπέχει ευρύτερη υποχρέωση αιτιολογήσεως βάσει του άρθρου 25 του ΚΥΚ (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 23ης Ιανουαρίου 2003, T-53/00, Serena Angioli κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 84).

37.
    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος που αντλείται από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και από την παραβίαση της «αρχής της διαφάνειας».

Επί της παραβάσεως του άρθρου 27 του ΚΥΚ και των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής

Επιχειρήματα των διαδίκων

38.
    Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται, κατ' ουσίαν, ότι ικανοποίησαν απολύτως τις απαιτήσεις της επίμαχης γραπτής δοκιμασίας και προσκομίζουν, προς τούτο, ένα κείμενο το οποίο ανασυνθέτει το περιεχόμενο της εργασίας που παρέδωσαν κατά το πέρας της δοκιμασίας αυτής. Ισχυρίζονται, περαιτέρω, ότι η ορθότητα των απαντήσεων που έδωσαν επιβεβαιώθηκε από μέλη της Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπείας στην Ευρωπαϊκή .νωση.

39.
    Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφεύγοντες φρονούν ότι η εξεταστική επιτροπή, βαθμολογώντας τους απορριπτικά στη συγκεκριμένη δοκιμασία, χρησιμοποίησε με προδήλως εσφαλμένο τρόπο το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει. Ως εκ τούτου, η εξεταστική επιτροπή παρέβη το άρθρο 27 του ΚΥΚ και παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθιστώντας αδύνατη την πρόσληψη των προσφευγόντων προς όφελος άλλων υποψηφίων που αξιολογήθηκαν ευνοϊκότερα.

40.
    Οι προσφεύγοντες προσθέτουν ότι η άρνηση του καθού να ικανοποιήσει τα αιτήματα ελέγχου των γραπτών τους και συγκρίσεώς τους με τα γραπτά των επιτυχόντων υποψηφίων επιτείνει τις παραβάσεις των προμνησθεισών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, καθόσον η άρνηση αυτή καθιστά αδύνατο τον δικαστικό έλεγχο της τηρήσεώς τους.

41.
    Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες προέβαλαν δύο νέα επιχειρήματα προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 27 του ΚΥΚ.

42.
    Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν, πρώτον, ότι η επίμαχη γραπτή δοκιμασία περιείχε δύο ερωτήματα ίδιας φαινομενικά δυσκολίας, τα οποία όμως βαθμολογήθηκαν, το πρώτο με ανώτατο βαθμό το 10 και το δεύτερο με ανώτατο βαθμό το 24. Η εξεταστική επιτροπή θα έπρεπε να ενημερώσει τους υποψηφίους σχετικά με αυτή τη βαθμολογική κλίμακα, οπότε ο ένας από τους προσφεύγοντες δεν θα είχε παραδώσει το γραπτό του χωρίς να έχει ολοκληρώσει τη μελέτη του δευτέρου ερωτήματος.

43.
    Οι προσφεύγοντες τόνισαν, δεύτερον, ότι, όσον αφορά το πρώτο ερώτημα που είχε ως αντικείμενο την περιγραφή των διαφόρων σταδίων μιας κοινοτικής διαδικασίας, η εξεταστική επιτροπή έλαβε υπόψη μόνον τις παρατηρήσεις σε σχέση με τα πέντε έγγραφα που παρασχέθηκαν στους υποψηφίους, αμελώντας έτσι να συνεκτιμήσει όλες τις λοιπές εξηγήσεις που δεν είχαν σχέση με τα εν λόγω έγγραφα.

44.
    Κατά τους προσφεύγοντες, από τα δύο αυτά παραδείγματα αποδεικνύεται ότι η διόρθωση του επίμαχου γραπτού ήταν αυθαίρετη και προδήλως εσφαλμένη.

45.
    Οι προσφεύγοντες προέβαλαν επίσης, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, καθόσον τα γραπτά τους δεν υποβλήθηκαν σε διττή διόρθωση. Μόνον το ένα από τα δύο γραπτά που προσκομίστηκαν για κάθε προσφεύγοντα περιέχει παρατηρήσεις στο περιθώριο, ήτοι ένα μερικό βαθμό και κατόπιν τον τελικό βαθμό, και οι προσφεύγοντες αδυνατούν να κατανοήσουν πώς έλαβαν τους βαθμούς που αναφέρονταν στις επιστολές της εξεταστικής επιτροπής με τις οποίες τους ανακοινώθηκε η αποτυχία τους.

46.
    Το Συμβούλιο φρονεί ότι αυτός ο ουσιαστικός λόγος που προέβαλαν οι προσφεύγοντες ισοδυναμεί, στην πραγματικότητα, με προβολή προδήλης πλάνης εκτιμήσεως της εξεταστικής επιτροπής και υποστηρίζει ότι δεν είναι βάσιμος.

47.
    Το Συμβούλιο τονίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, η εξεταστική επιτροπή είναι κυρίαρχη όσον αφορά τη διόρθωση των γραπτών και ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να υποκαθιστά την εξεταστική επιτροπή, καθόσον οι εκτιμήσεις της δεν υπόκεινται στον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή παρά μόνο σε περίπτωση προφανούς παραβιάσεως των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουνίου 1997, Τ-237/95, Carbajo Ferrero κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. Ι-Α-141 και ΙΙ-429).

48.
    Περαιτέρω, το Συμβούλιο προσκόμισε στη συζήτηση τα διορθωμένα γραπτά των προσφευγόντων, προκειμένου το Πρωτοδικείο να μπορέσει να διαπιστώσει τις σημαντικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ αυτών και των κειμένων που προσκόμισαν οι προσφεύγοντες στο πλαίσιο της παρούσας δίκης, τούτο δε έστω και αν η προσκόμιση αυτή δεν ασκεί, κατά το Συμβούλιο, καμία επιρροή στη λύση της διαφοράς.

49.
    Το Συμβούλιο, απαντώντας στην επιχειρηματολογία που οι προσφεύγοντες ανέπτυξαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, προέβαλε εκ νέου την ευρεία εξουσία εκτιμήσεως της εξεταστικής επιτροπής όσον αφορά την αξιολόγηση και την επιλογή των υποψηφίων διαγωνισμού.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

50.
    Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει μια εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού κατά την αξιολόγηση των γνώσεων και των ικανοτήτων των υποφηφίων είναι πρωτίστως συγκριτικής φύσεως και ότι οι εκτιμήσεις αυτές, που συνιστούν την έκφραση αξιολογικής κρίσεως όσον αφορά την επίδοση του υποψηφίου στη συγκεκριμένη δοκιμασία, εντάσσονται στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει η εξεταστική επιτροπή και δεν μπορούν να υποβληθούν στον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή παρά μόνο σε περίπτωση προφανούς παραβάσεως των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουλίου 1993, Τ-17/90, Τ-28/91, Τ-17/92, Camara Alloisio κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-841, σκέψη 90, της 21ης Μα.ου 1996, Τ-153/95, Kaps κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. Ι-Α-233 και ΙΙ-663, σκέψη 49, και της 14ης Ιουλίου 2000, Τ-146/99, Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. Ι-Α-159 και ΙΙ-731, σκέψη 41). Επομένως, όταν, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως εξεταστικής επιτροπής διαγωνισμού με την οποία διαπιστώνεται η αποτυχία του προσφεύγοντος σε μια δοκιμασία, ο προσφεύγων δεν προβάλλει παράβαση των κανόνων αυτών ή δεν προσκομίζει την απόδειξη μιας τέτοιας παραβάσεως, το Πρωτοδικείο δεν ελέγχει το βάσιμο της εκτιμήσεως της εξεταστικής επιτροπής όσον αφορά την επίδοση του ενδιαφερομένου κατά τη δοκιμασία αυτή (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 1ης Δεκεμβρίου 1994, Τ-46/93, Μιχαήλ-Χίου κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. ΙΙ-929, σκέψη 49, και Τ-72/01, Norman Pyres κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σκέψη 30).

51.
    .σον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβάσεως, εν προκειμένω, των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, πρέπει, κατ' αρχάς, να τονιστεί ότι ο ισχυρισμός των προσφευγόντων περί της υπάρξεως παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, λόγω του ότι οι λοιποί υποψήφιοι αξιολογήθηκαν ευνοϊκότερα, δεν στηρίζεται σε κανένα στοιχείο που να συνιστά αρχή αποδείξεως ούτε διευκρινίζεται από τους ενδιαφερομένους. Η προβαλλόμενη διαφορετική μεταχείριση δεν μπορεί να συναχθεί από τον ισχυρισμό και μόνον των προσφευγόντων ότι δεν βαθμολογήθηκαν ορθώς από την εξεταστική επιτροπή (προπαρατεθείσα απόφαση Norman Pyres κατά Επιτροπής, σκέψη 45).

52.
    Εν συνεχεία, η ύπαρξη διττής διορθώσεως των γραπτών των προσφευγόντων για την επίμαχη γραπτή δοκιμασία, την οποία το Συμβούλιο αναφέρει στον πίνακα των παραρτημάτων του υπομνήματος αντικρούσεως, δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα των προσφευγόντων. Ο ισχυρισμός ότι τα δύο σχετικά με τη δοκιμασία αυτή γραπτά, που προσκομίστηκαν για κάθε προσφεύγοντα, δεν παρουσιάζουν τα ίδια στοιχεία διορθώσεως και ότι μόνον ένα από αυτά περιέχει τη μνεία βαθμού, πράγμα το οποίο δεν παρέχει τη δυνατότητα να κατανοηθεί ο τρόπος κατά τον οποίο η εξεταστική επιτροπή, στο σύνολό της, έδωσε τον τελικό βαθμό σε έκαστο των προσφευγόντων, δεν συνιστά την απόδειξη κάποιας παρατυπίας κατά τη διεξαγωγή της διορθώσεως της εν λόγω δοκιμασίας και συνεπώς παραβάσεως, εκ μέρους της εξεταστικής επιτροπής, των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Μαρτίου 2003, Τ-33/00, Martínez Páramo κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 82).

53.
    .σον αφορά τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες στο πλαίσιο του ισχυρισμού περί παραβάσεως του άρθρου 27 του ΚΥΚ, πρέπει να τονιστεί ότι με αυτά σκοπείται η αμφισβήτηση του αποτελέσματος της αξιολογήσεως στην οποία προέβη η εξεταστική επιτροπή όσον αφορά την απόδοσή τους κατά την επίμαχη δοκιμασία, χωρίς να αποδεικνύεται οποιαδήποτε παράβαση των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής. Με την επιχειρηματολογία αυτή, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Πρωτοδικείο, κατ' ουσίαν, να εξετάσει το βάσιμο των εκτιμήσεων της εξεταστικής επιτροπής.

54.
    Τούτο ισχύει, αφενός, όσον αφορά τον ισχυρισμό των προσφευγόντων ότι, λαμβανομένης υπόψη της επικυρώσεως των απαντήσεών τους από τα μέλη της Μόνιμης Ελληνικής Αντιπροσωπείας στην Ευρωπαϊκή .νωση, πέτυχαν πλήρως στην επίμαχη γραπτή δοκιμασία και, αφετέρου, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί προδήλως εσφαλμένης διορθώσεως της εξεταστικής επιτροπής, λόγω του ότι η τελευταία αυτή δεν έλαβε υπόψη, κατά την εκτίμηση του πρώτου ερωτήματος σχετικά με την περιγραφή των σταδίων μιας κοινοτικής διαδικασίας, τις παρατηρήσεις που δεν είχαν σχέση με τα πέντε έγγραφα που παρασχέθηκαν στους υποψηφίους.

55.
    .σον αφορά ειδικότερα το επιχείρημα που συνδέεται με τη βαθμολογική κλίμακα την οποία εφάρμοσε η εξεταστική επιτροπή για τα δύο ερωτήματα που περιείχε η επίμαχη δοκιμασία και η οποία δεν κοινοποιήθηκε στους υποψηφίους, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη διαδικασία και το λεπτομερές περιεχόμενο των δοκιμασιών που προβλέπονται στο πλαίσιο του διαγωνισμού. Ομοίως, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εξεταστική επιτροπή στην εκτίμησή της, όσον αφορά τον βαθμό δυσκολίας των δοκιμασιών. Ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί συνεπώς να ελέγξει τον τρόπο διεξαγωγής των δοκιμασιών παρά μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση των υποψηφίων και η αντικειμενικότητα της επιλογής των επιτυχόντων μεταξύ αυτών (προπαρατεθείσα απόφαση Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου, σκέψη 37, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Ιανουαρίου 2001, Τ-189/99, Γεροχρήστος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. Ι-Α-11 και ΙΙ-53, σκέψη 25).

56.
    Εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε, ούτε καν προβλήθηκε, ότι υπήρξε διαφορετική μεταχείριση των υποψηφίων κατά την επίμαχη δοκιμασία, καθόσον η βαθμολογική κλίμακα που χρησιμοποίησε η εξεταστική επιτροπή για τα δύο ερωτήματα που συνέθεταν τη δοκιμασία παρέμεινε άγνωστη σε όλους τους υποψηφίους.

57.
    Περαιτέρω, η εξεταστική επιτροπή δεν είχε καμία υποχρέωση να περιλάβει στον φάκελο που υποβλήθηκε στους υποψηφίους τη βαθμολογική κλίμακα που είχε καθορίσει για τη διόρθωση των δύο αυτών ερωτημάτων. Συγκεκριμένα, τα κριτήρια βαθμολογήσεως των δοκιμασιών που χρησιμοποιεί σε μια συγκεκριμένη περίπτωση κάθε εξεταστική επιτροπή συνδέονται με τις συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει σχετικά με τα αντίστοιχα προσόντα των υποψηφίων και καλύπτονται από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής.

58.
    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να τονιστεί ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων στηρίζεται σε εσφαλμένη βάση, καθόσον τα δύο ερωτήματα που περιείχε η επίμαχη δοκιμασία δεν παρουσίαζαν, προφανώς, τον ίδιο βαθμό δυσκολίας, πράγμα που άφηνε ευκόλως να εννοηθεί ότι θα υπήρχε διαφορετική βαθμολόγηση των ερωτημάτων. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το πρώτο ερώτημα απαιτούσε περιγραφική κατ' ουσίαν εργασία, ενώ το δεύτερο συνεπαγόταν σημαντικότερη προσπάθεια αναλύσεως και συντάξεως. Τέλος, ο ισχυρισμός ότι ο ένας από τους δύο προσφεύγοντες δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει, εντός του καθορισθέντος χρόνου, τη μελέτη του δευτέρου ερωτήματος δεν σχετίζεται με άνιση μεταχείριση κατά την εκτίμηση των διαφόρων υποψηφίων στην οποία προέβη η εξεταστική επιτροπή ούτε αποδεικνύει παρατυπία των συνθηκών του διαγωνισμού που επιβλήθηκαν στους υποψηφίους αυτούς, αλλ' απλώς τονίζει την ύπαρξη διαφορών μεταξύ των υποψηφίων που μετέχουν σε διαγωνισμό.

59.
    Επομένως, δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη, εν προκειμένω, παραβάσεως των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής και, συνεπώς, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Πρωτοδικείου το βάσιμο της εκτιμήσεως στην οποία προέβη η εξεταστική επιτροπή όσον αφορά τις επιδόσεις των προσφευγόντων κατά την επίμαχη δοκιμασία.

60.
    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 27 του ΚΥΚ και των κανόνων που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής.

Επί του αιτήματος να διαταχθεί το καθού να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα

61.
    .πως αναφέρθηκε στη σκέψη 13 ανωτέρω, οι προσφεύγοντες έλαβαν τα διορθωμένα γραπτά τους και παραιτήθηκαν από το σχετικό αίτημά τους, καθόσον αφορά τα γραπτά των επιτυχόντων στην επίμαχη δοκιμασία υποψηφίων.

62.
    Το αίτημα των προσφευγόντων αφορά συνεπώς πλέον αποκλειστικά τα κριτήρια διορθώσεως που καθόρισε η εξεταστική επιτροπή. Αναφέρθηκε όμως ανωτέρω ότι τα κριτήρια αυτά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συγκριτικής φύσεως εκτιμήσεων στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή όσον αφορά τα αντίστοιχα προσόντα των υποψηφίων και καλύπτονται από το απόρρητο των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής. Συνεπώς, ορθώς απορρίφθηκε το αίτημα των προσφευγόντων να τους διαβιβαστούν τα κριτήρια αυτά, καθόσον η κοινοποίηση της βαθμολογήσεώς τους συνιστά επαρκή αιτιολογία της αποφάσεως της εξεταστικής επιτροπής να μην τους κάνει δεκτούς στις προφορικές δοκιμασίες και, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αίτημα των προσφευγόντων να διαταχθεί το καθού να προσκομίσει ορισμένα στοιχεία.

63.
    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το αίτημα των προσφευγόντων έχει ως αντικείμενο να παράσχει τη δυνατότητα στο Πρωτοδικείο να λάβει γνώση των κριτηρίων διορθώσεως, ομοίως δεν πρέπει να γίνει δεκτό το εν λόγω αίτημα, καθόσον στερείται σημασίας για την επίλυση της διαφοράς [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 2002, Τ-311/00, British American Tobacco (Investments) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-2781, σκέψη 50].

64.
    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

Επιχειρήματα των διαδίκων

65.
    Οι προσφεύγοντες ζητούν την καταδίκη του καθού στα δικαστικά έξοδα, ανεξάρτητα από την έκβαση της διαφοράς, με το αιτιολογικό ότι τους ανάγκασε να ασκήσουν την παρούσα προσφυγή κατόπιν της αδικαιολόγητης απορρίψεως των αιτήσεών τους.

66.
    Το Συμβούλιο φρονεί, αντιθέτως, ότι οι προσφεύγοντες πρέπει να φέρουν το σύνολο των δικαστικών εξόδων, στον βαθμό που δεν μπορούσαν να αγνοούν ότι η προσφυγή τους είναι καθ' όλα ανάλογη με εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Innamorati.

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

67.
    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 88 του κανονισμού αυτού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα έξοδα τους, υπενθυμιζομένου ότι η διάταξη αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στο πλαίσιο των διαδικασιών που αφορούν διαγωνισμούς διά των οποίων σκοπείται, όπως εν προκειμένω, η απόκτηση, in fine, της ιδιότητας του υπαλλήλου των Κοινοτήτων.

68.
    Το Συμβούλιο ζητεί την καταδίκη των προσφευγόντων στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, ζητώντας έτσι από το Πρωτοδικείο, εμμέσως, να εφαρμόσει εν προκειμένω το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το οποίο παρεκκλίνει από το άρθρο 88 του κανονισμού αυτού και το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι το Πρωτοδικείο μπορεί να καταδικάσει ένα διάδικο στην καταβολή των εξόδων στα οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί ο αντίδικός του αν κρίνει ότι τα έξοδα αυτά προκλήθηκαν χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.

69.
    .πως ορθώς τονίζει το Συμβούλιο, η παρούσα υπόθεση είναι παρόμοια με εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Κοινοβούλιο κατά Innamorati, με την οποία αναιρέθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου Innamorati κατά Κοινοβουλίου, στην οποία οι προσφεύγοντες στηρίζουν, εν μέρει, τα αιτήματά τους.

70.
    Είναι ωστόσο γεγονός ότι η σχετικά πρόσφατη πρακτική ορισμένων θεσμικών οργάνων, εν προκειμένω του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, που συνίσταται στο να κοινοποιούν, αιτήσει του ενδιαφερομένου, το διορθωμένο γραπτό και/ή τα κριτήρια διορθώσεως της εξεταστικής επιτροπής, μπόρεσε να κάνει τους προσφεύγοντες να πιστεύσουν ότι ήταν θεμιτή η προσφυγή στη δικαιοσύνη.

71.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του Συμβουλίου να καταδικαστούν οι προσφεύγοντες στο σύνολο των δικαστικών εξόδων και συνεπώς έκαστος των διαδίκων πρέπει να φέρει τα δικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Απορρίπτει την προσφυγή.

2)    .καστος διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Tiili

Mengozzi
Βηλαράς

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Σεπτεμβρίου 2003.

Ο Γραμματέας

Η Πρόεδρος

H. Jung

V. Tiili


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.