Language of document : ECLI:EU:C:2019:1119

Υπόθεση C-460/18 P

HK

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 19ης Δεκεμβρίου 2019

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 1δ – Άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII – Σύνταξη επιζώντος – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Έννοια του “επιζώντος συζύγου” ενός υπαλλήλου της Ένωσης – Γάμος και μη έγγαμη σχέση συμβίωσης – Ελεύθερη συμβίωση – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Συγκρίσιμη κατάσταση – Δεν υφίσταται – Προϋπόθεση περί διάρκειας του γάμου – Καταπολέμηση της απάτης – Δικαιολόγηση»

1.        Ένδικη διαδικασία – Αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων – Περιεχόμενο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 36 και 53, εδ. 1)

(βλ. σκέψεις 38, 50-53)

2.        Υπάλληλοι – Συντάξεις – Σύνταξη επιζώντος – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Γάμος – Εξομοίωση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, της καταχωρισμένης μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης με γάμο – Εξομοίωση της ελεύθερης συμβίωσης με γάμο – Αποκλείεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 1δ § 1, εδ. 2, παράρτημα VII, άρθρο 1 § 2, στοιχείο γʹ, και παράρτημα VIII, άρθρο 17, εδ. 1)

(βλ. σκέψεις 68-78)

3.        Υπάλληλοι – Ίση μεταχείριση – Σύνταξη επιζώντος – Ελεύθερη συμβίωση και γάμος – Μη συγκρίσιμες καταστάσεις

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 21 § 1· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 1δ και παράρτημα VIII, άρθρο 17, εδ. 1· οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

(βλ. σκέψεις 84, 85)

4.        Υπάλληλοι – Σύνταξη επιζώντος – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Γάμος – Ελάχιστη διάρκεια του γάμου – Προϋπόθεση μη εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις, η οποία εξυπηρετεί την καταπολέμηση των καταχρήσεων και της απάτης

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 21 § 1· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 1δ και παράρτημα VIII, άρθρο 17, εδ. 1· οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

(βλ. σκέψεις 89, 90)

5.        Υπαλληλικές προσφυγές – Αίτημα αποζημιώσεως συναρτώμενo προς το αίτημα ακυρώσεως – Απόρριψη του αιτήματος ακυρώσεως συνεπαγόμενη την απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 91)

(βλ. σκέψη 93)

Σύνοψη

Το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι ο επιζών σύζυγος μιας υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να δικαιούται σύνταξη επιζώντος, πρέπει να συνδεόταν με αυτήν επί ένα τουλάχιστον έτος στο πλαίσιο γάμου ή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, καταχωρισμένης μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης

Στην εκδοθείσα στις 19 Δεκεμβρίου 2019 απόφαση HK κατά Επιτροπής (C-460/18 P), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, της 3ης Μαΐου 2018, HK κατά Επιτροπής (1) και, αποφαινόμενο οριστικά επί της διαφοράς, απέρριψε τόσο την προσφυγή ακυρώσεως που είχε ασκήσει ο αναιρεσείων κατά της απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την οποία δεν του χορηγήθηκε σύνταξη επιζώντος ως επιζώντος συζύγου μιας υπαλλήλου, όσο και την αγωγή του με αίτημα την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

Η υπόθεση αυτή αφορούσε την αίτηση του αναιρεσείοντος να του χορηγηθεί σύνταξη επιζώντος ως επιζώντα σύζυγο υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που απεβίωσε στις 11 Απριλίου 2015, με την οποία είχε συνάψει γάμο στις 9 Μαΐου 2014. Το ζεύγος τελούσε ήδη από το 1994 σε καθεστώς ελεύθερης συμβίωσης. Ο αναιρεσείων ελάμβανε τακτικά χρήματα από τη σύντροφό του λόγω προβλημάτων υγείας τα οποία δεν του επέτρεπαν να εργασθεί ή να παρακολουθήσει κύκλους σπουδών.

Το Δικαστήριο καταρχάς αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή-αγωγή του αναρεσείοντος, με το σκεπτικό ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε παραβεί την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως. Επ’ αυτού, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι από την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης δεν προέκυπτε κατά τρόπο σαφή και κατανοητό η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου ως προς τον προσδιορισμό των προσώπων που δικαιούνται ενδεχομένως σύνταξη επιζώντος δυνάμει του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), πράγμα που είχε σημασία για το ζήτημα της συγκρισιμότητας των καταστάσεων που σταθμίζονται προκειμένου να εξακριβωθεί η συμβατότητα της διάταξης αυτής του ΚΥΚ με τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

Εκτιμώντας ότι η υπόθεση ήταν ώριμη προς εκδίκαση, το Δικαστήριο έκρινε ακολούθως ότι ορθώς η Επιτροπή δεν είχε χορηγήσει στον αναιρεσείοντα σύνταξη επιζώντος με την αιτιολογία ότι αυτός δεν πληρούσε την επιβαλλόμενη στο άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ προϋπόθεση να έχει διαρκέσει ο γάμος με την αποβιώσασα υπάλληλο τουλάχιστον ένα έτος.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τόσο η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή εξαίρεση των τελούντων σε καθεστώς ελεύθερης συμβίωσης από το πεδίο εφαρμογής της όσο και η επιβολή, κατά την ίδια διάταξη, της προϋποθέσεως περί ελάχιστης διάρκειας του γάμου, όσον αφορά τη χορήγηση στον επιζώντα σύζυγο σύνταξης επιζώντος, δεν είναι προδήλως απρόσφορες σε σχέση με τον σκοπό της σύνταξης επιζώντος και δεν αντιβαίνουν στη γενική αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

Κατά το Δικαστήριο, το δικαίωμα στη σύνταξη επιζώντος δεν συνδέεται με ενδεχομένη οικονομική εξάρτησή του συζύγου από τον αποβιώσαντα. Αντιθέτως, ο δικαιούχος της σύνταξης αυτής πρέπει να συνδεόταν με τον θανόντα υπάλληλο, στο πλαίσιο αστικής έννομης σχέσης που γεννά ένα σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ τους, όπως είναι ο γάμος ή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η καταχωρισμένη μη έγγαμη σχέση συμβίωσης.

Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών περιλαμβάνεται η εκ μέρους του επιζώντος συντρόφου προσκόμιση επίσημου εγγράφου, αναγνωριζόμενου ως τέτοιου από κράτος μέλος ή από οποιαδήποτε αρμόδια αρχή κράτους μέλους, που πιστοποιεί το καθεστώς των συντρόφων σε μη έγγαμη σχέση συμβίωσης, και η αδυναμία του ζεύγους να τελέσει γάμο.

Το Δικαστήριο έκρινε, κατά συνέπεια, ότι, δεδομένου ότι δεν αποτελεί καταρχήν αντικείμενο ενός εκ του νόμου καθοριζόμενου καθεστώτος, μια εν τοις πράγμασιν ένωση, όπως η ελεύθερη συμβίωση, δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και, ως εκ τούτου, ως προς την σύνταξη επιζώντος, οι σύντροφοι σε ελεύθερη συμβίωση δεν τελούν σε συγκρίσιμη κατάσταση με εκείνη των εγγάμων ή των συντρόφων που έχουν συνάψει καταχωρισμένη σχέση συμβίωσης η οποία πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση της εν λόγω σύνταξης.

Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να καταπολεμήσει τις καταχρήσεις ή ακόμη και την απάτη, ο νομοθέτης της Ένωσης διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του δικαιώματος σύνταξης επιζώντος και ότι η προϋπόθεση να έχει διαρκέσει ο γάμος τουλάχιστον ένα έτος προκειμένου ο επιζών σύζυγος να δικαιούται σύνταξη επιζώντος αποσκοπεί στο να διασφαλισθεί το υπαρκτό και η σταθερότητα των σχέσεων μεταξύ των ενδιαφερομένων προσώπων.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο αναιρεσείων είναι επίσης απορριπτέα ως αβάσιμη, δεδομένου ότι τα σχετικά αιτήματα του αναιρεσείοντος συνδέονταν στενά με αιτήματα περί ακυρώσεως τα οποία είχαν επίσης απορριφθεί ως αβάσιμα.


1      T-574/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:252.