Language of document : ECLI:EU:T:2024:333

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 29ης Μαΐου 2024 (*)

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2022 – Καθορισμός του ετήσιου επιπέδου-στόχου του ΕΤΕ – Ανώτατο όριο προβλεπόμενο στο άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 806/2014 – Άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Άρθρο 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014 – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/81 – Εκτελεστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στο Συμβούλιο – Ειδικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες – Περιεχόμενο των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της απόφασης»

Στην υπόθεση T‑395/22,

Hypo Vorarlberg Bank AG, με έδρα το Bregenz (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τον G. Eisenberger, τον A. Brenneis και την J. Holzmann, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από τους J. Kerlin, C. Flynn, D. Ceran, T. Wittenberg και K.‑P. Wojcik, επικουρούμενους από τους B. Meyring και T. Klupsch, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον J. Etienne, την G. Bartram και τον M. Menegatti,

και από το

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από την J. Haunold, τον J. Bauerschmidt και την A. Westerhof Löfflerová,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, G. De Baere, D. Petrlík (εισηγητή), K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: S. Jund, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Φεβρουαρίου 2024,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα Hypo Vorarlberg Bank AG ζητεί την ακύρωση της απόφασης SRB/ES/2022/18 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 11ης Απριλίου 2022, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ETE) για το 2022 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), κατά το μέρος που την αφορά.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα είναι πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Αυστρία.

3        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ καθόρισε, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1), τις εκ των προτέρων εισφορές προς το ΕΤΕ (στο εξής: εκ των προτέρων εισφορές), για το έτος 2022 (στο εξής: περίοδος συνεισφοράς 2022), των ιδρυμάτων που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 67, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: ιδρύματα), περιλαμβανομένης της προσφεύγουσας

4        Με πράξη επιβολής εισφοράς της 22ας Απριλίου 2022, η Finanzmarktaufsichtsbehörde (FMA, Αρχή εποπτείας των χρηματοπιστωτικών αγορών, Αυστρία), ως εθνική αρχή εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημείο 3, του κανονισμού 806/2014, διέταξε την προσφεύγουσα να καταβάλει την εκ των προτέρων εισφορά της για την περίοδο συνεισφοράς 2022, όπως αυτή καθορίστηκε από το ΕΣΕ.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

5        Η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει το σώμα και τρία παραρτήματα.

6        Στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης περιγράφεται η διαδικασία καθορισμού των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2022, η οποία εφαρμόζεται ως προς όλα τα ιδρύματα.

7        Προς τούτο, το ΕΣΕ, υπενθύμισε κατ’ αρχάς, στο τμήμα 5 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι έως το τέλος της αρχικής οκταετούς περιόδου, υπολογιζομένης από την 1η Ιανουαρίου 2016 (στο εξής: αρχική περίοδος), τα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα πρέπει να φθάσουν σε επίπεδο-στόχο (στο εξής: τελικό επίπεδο-στόχος) το οποίο να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων (στο εξής: καλυπτόμενες καταθέσεις) του συνόλου των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας σε όλα τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) (στο εξής: συμμετέχοντα κράτη μέλη).

8        Εν συνεχεία, στο τμήμα 5 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε το ετήσιο επίπεδο-στόχο, που μνημονεύεται στο άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/81 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, περί ενιαίων όρων εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 όσον αφορά τις εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 15, σ. 1), για την περίοδο συνεισφοράς 2022 (στο εξής: ετήσιο επίπεδο-στόχος). Συναφώς, το ΕΣΕ διευκρίνισε ότι είχε λάβει υπόψη τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/747 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2015, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 806/2014 όσον αφορά τα κριτήρια σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών και σχετικά με τις περιστάσεις και προϋποθέσεις υπό τις οποίες η καταβολή έκτακτων εκ των υστέρων εισφορών ενδέχεται να αναβληθεί εξ ολοκλήρου ή εν μέρει (ΕΕ 2017, L 113, σ. 2).

9        Επιπλέον, το ΕΣΕ διευκρίνισε ότι είχε καθορίσει το εν λόγω ετήσιο επίπεδο-στόχο στο ένα όγδοο του 1,6 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων το 2021, όπως το ποσό αυτό προέκυψε από τα στοιχεία που είχαν κοινοποιήσει τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 44).

10      Στο τμήμα 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ περιέγραψε τη μέθοδο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών για την περίοδο συνεισφοράς 2022. Συναφώς διευκρίνισε, στην αιτιολογική σκέψη 74 της εν λόγω απόφασης, ότι, για τη συγκεκριμένη περίοδο, το 6,67 % των εκ των προτέρων εισφορών είχε υπολογιστεί σε «εθνική βάση», δηλαδή βάσει των στοιχείων που είχαν κοινοποιήσει ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος του οικείου συμμετέχοντος κράτους μέλους (στο εξής: εθνική βάση), σύμφωνα με το άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190), και σύμφωνα με το άρθρο 4 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63. Οι υπόλοιπες των εκ των προτέρων εισφορές (ήτοι το 93,33 %) υπολογίστηκαν σε «βάση τραπεζικής ένωσης», δηλαδή βάσει των στοιχείων που είχαν κοινοποιήσει όλα τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών (στο εξής: βάση ένωσης), σύμφωνα με τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 και το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81.

11      Στο τμήμα 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ διευκρίνισε επίσης ότι τα ιδρύματα, πλην εκείνων που καταβάλλουν κατ’ αποκοπήν ποσό λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, οφείλουν να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορά προσαρμοσμένη στο προφίλ κινδύνου τους, την οποία το ΕΣΕ καθόρισε ακολουθώντας τα εξής κύρια στάδια.

12      Στο πλαίσιο του πρώτου σταδίου το ΕΣΕ υπολόγισε, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014, την «κατ’ αποκοπή εισφορά» κάθε ιδρύματος, που καθορίζεται με βάση τον λόγο μεταξύ του ύψους των υποχρεώσεων του οικείου ιδρύματος, πλην ιδίων κεφαλαίων και καλυπτόμενων καταθέσεων (στο εξής: καθαρές υποχρεώσεις), και των καθαρών υποχρεώσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών (στο εξής: βασική ετήσια εισφορά). Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, το ΕΣΕ αφαίρεσε ορισμένα είδη υποχρεώσεων από τις καθαρές υποχρεώσεις του ιδρύματος που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της εισφοράς αυτής.

13      Στο πλαίσιο του δευτέρου σταδίου του υπολογισμού της εκ των προτέρων εισφοράς, το ΕΣΕ προέβη σε προσαρμογή της βασικής ετήσιας εισφοράς ανάλογα με το προφίλ κινδύνου του οικείου ιδρύματος, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014.

14      Το ΕΣΕ υπολόγισε την εκ των προτέρων εισφορά κάθε ιδρύματος κατανέμοντας το ετήσιο επίπεδο-στόχο μεταξύ όλων των ιδρυμάτων κατ’ αναλογίαν προς την προσαρμοσμένη ανάλογα με το προφίλ κινδύνου βασική ετήσια εισφορά.

 Αιτήματα των διαδίκων

15      Η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων της, κατά το μέρος που την αφορά·

–        να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα.

16      Το ΕΣΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς, σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της εν λόγω απόφασης μέχρι την αντικατάστασή της ή τουλάχιστον επί έξι μήνες αφότου η δικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη.

17      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή κατά το μέρος που στηρίζεται στην ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας της οδηγίας 2014/59 και του κανονισμού 806/2014·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

18      Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

19      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει οκτώ λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν:

–        ο πρώτος, παράβαση του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, των άρθρων 15, 296 και 298 ΣΛΕΕ και των άρθρων 42 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) λόγω μη κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης στο σύνολό της·

–        ο δεύτερος, τον εκ μέρους του ΕΣΕ καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και κατά παράβαση του άρθρου 102 της οδηγίας 2014/59, του άρθρου 69, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, καθώς και του άρθρου 3 και του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/63·

–        ο τρίτος και ο τέταρτος, παράβαση του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και του άρθρου 41, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη λόγω πλημμελούς αιτιολογήσεως της προσβαλλόμενης απόφασης·

–        ο πέμπτος, παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη λόγω προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως·

–        ο έκτος, ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας των άρθρων 4 έως 7 και 9 καθώς και του παραρτήματος I του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, στηριζόμενη σε προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης και του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, σε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και σε παράβαση των άρθρων 16, 17, 20 και 21 του Χάρτη, σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και σε παράβαση του άρθρου 290 ΣΛΕΕ·

–        ο έβδομος, ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 8, παράγραφοι 1, 4 και 5, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, στηριζόμενη σε παράβαση του άρθρου 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014, σε συνδυασμό με το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014, στηριζόμενη σε παράβαση του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ·

–        ο όγδοος, ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας της οδηγίας 2014/59 και του κανονισμού 806/2014, στηριζόμενη σε παράβαση του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, των άρθρων 15, 296 και 298 ΣΛΕΕ, των άρθρων 16, 17, 41, 42 και 47 του Χάρτη και της υποχρέωσης αιτιολογήσεως καθώς και στην παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

20      Πρέπει να εξετασθεί κατ’ αρχάς ο έβδομος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 806/2014 και του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81

21      Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα εγείρει ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 806/2014 και του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81. Ο λόγος αυτός αναλύεται, κατ’ ουσίαν, σε δύο σκέλη με τα οποία προβάλλεται, όσον αφορά το πρώτο σκέλος, ότι το άρθρο 8, παράγραφοι 1, 4 και 5, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 υπερβαίνει τα όρια των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στο άρθρο 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014 και στο άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, ότι ο κανονισμός 806/2014 δεν δικαιολογεί την επιλογή της ανάθεσης της εκτελεστικής αρμοδιότητας που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 7, του εν λόγω κανονισμού στο Συμβούλιο αντί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατά παράβαση του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

22      Είναι σκόπιμο να αρχίσει η εξέταση με το δεύτερο σκέλος του εβδόμου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου σκέλους του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014

23      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014, αναθέτοντας εκτελεστική αρμοδιότητα στο Συμβούλιο, αντιβαίνει στο άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, διότι ο εν λόγω κανονισμός δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η ανάθεση αυτή συνιστά «ειδική περίπτωση δεόντως αιτιολογημένη» κατά την έννοια του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

24      Κατά το ΕΣΕ, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η αιτιολογική σκέψη 114 του κανονισμού 806/2014 περιέχει επαρκή δικαιολόγηση για την ανάθεση στο Συμβούλιο της προμνημονευθείσας στη σκέψη 23 εκτελεστικής αρμοδιότητας.

25      Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 18ης Δεκεμβρίου 2023 και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε το ΕΣΕ, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να διευκρινίσουν τις παρατηρήσεις τους ως προς το κατά πόσον ο κανονισμός 806/2014 περιέχει επαρκή δικαιολόγηση για την ανάθεση στο Συμβούλιο της προμνημονευθείσας στη σκέψη 23 εκτελεστικής αρμοδιότητας. Απαντώντας στο ως άνω μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας και στις ερωτήσεις που τέθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το ΕΣΕ, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο επανέλαβαν το επιχείρημά τους ότι η δικαιολόγηση που παρέχεται με την αιτιολογική σκέψη 114 του ως άνω κανονισμού είναι επαρκής.

26      Κατά το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, όταν απαιτούνται ενιαίες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι πράξεις αυτές αναθέτουν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή ή, σε ειδικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες και στις περιπτώσεις των άρθρων 24 και 26 ΣΕΕ, στο Συμβούλιο.

27      Όσον αφορά ειδικότερα την απαίτηση να δικαιολογείται η ανάθεση μιας τέτοιας αρμοδιότητας στο Συμβούλιο, από τη νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ απαιτεί εμπεριστατωμένη παράθεση των λόγων για τους οποίους ανατίθεται στο όργανο αυτό η θέσπιση μέτρων για την εκτέλεση νομικά δεσμευτικής πράξης της Ένωσης (βλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2023, Fenix International, C‑695/20, EU:C:2023:127, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Συναφώς, το όργανο που εκδίδει την προς υλοποίηση βασική πράξη υποχρεούται να δικαιολογεί δεόντως, με γνώμονα τη φύση και το περιεχόμενο της βασικής πράξης, εξαίρεση από τον κανόνα κατά τον οποίο στην Επιτροπή απόκειται, κατά κανόνα, η άσκηση της εκτελεστικής αρμοδιότητας (πρβλ. απόφαση της 1ης Μαρτίου 2016, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, C‑440/14 P, EU:C:2016:128, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Εν προκειμένω, το άρθρο 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014 αναθέτει στο Συμβούλιο εκτελεστική αρμοδιότητα κατά την έννοια του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, εξουσιοδοτώντας το να εκδίδει, στο πλαίσιο των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, εκτελεστικές πράξεις προκειμένου να καθορίζει τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 70, παράγραφοι 1, 2 και 3, του ως άνω κανονισμού, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της μεθοδολογίας για τον υπολογισμό των επιμέρους εισφορών και τις πρακτικές λεπτομέρειες της κατανομής στα ιδρύματα των παραγόντων κινδύνου που προσδιορίζονται στις εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις (στο εξής: επίμαχη εκτελεστική αρμοδιότητα).

30      Όσον αφορά τις δύο περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και επιτρέπουν την ανάθεση εκτελεστικής αρμοδιότητας στο Συμβούλιο, διαπιστώνεται ότι η επίμαχη εκτελεστική αρμοδιότητα δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις των άρθρων 24 και 26 ΣΕΕ. Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης της Ένωσης όφειλε να δικαιολογήσει, εμπεριστατωμένα και σε συνάρτηση με τη φύση και το περιεχόμενο του κανονισμού 806/2014, ότι η ανάθεση της αρμοδιότητας αυτής στο Συμβούλιο συνιστούσε ειδική περίπτωση δεόντως αιτιολογημένη κατά την έννοια του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

31      Συναφώς, το ΕΣΕ, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι ο κανονισμός 806/2014 δικαιολογεί την ανάθεση της επίμαχης εκτελεστικής αρμοδιότητας στο Συμβούλιο στην αιτιολογική του σκέψη 114 η οποία διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«Το Συμβούλιο θα πρέπει, στο πλαίσιο κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που εκδίδονται δυνάμει της οδηγίας 2014/59[…], να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις προκειμένου να διευκρινίσει την εφαρμογή της μεθοδολογίας υπολογισμού των επιμέρους εισφορών στο [ΕΤΕ] καθώς και την τεχνική μέθοδο υπολογισμού της κατ’ αποκοπή εισφοράς και της προσαρμοσμένης βάσει κινδύνου εισφοράς. Η μεθοδολογία αυτή θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι τόσο η κατ’ αποκοπή όσο και η προσαρμοσμένη βάσει κινδύνου συνιστώσα στον τύπο υπολογισμού των επιμέρους εισφορών προσδιορίζονται κατά τρόπο που συνάδει προς τις αρχές που διέπουν την εξυγίανση και προς τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 103 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/59[…]. Η μεθοδολογία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, χωρίς να προκαλεί στρεβλώσεις ανάμεσα στις τραπεζικές δομές των κρατών μελών.»

32      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι η αιτιολογική αυτή σκέψη ουδόλως δικαιολογεί για ποιο λόγο ο νομοθέτης της Ένωσης αποφάσισε να αναθέσει την επίμαχη εκτελεστική αρμοδιότητα στο Συμβούλιο. Πράγματι, η ως άνω αιτιολογική σκέψη απλώς μνημονεύει τον σκοπό και το περιεχόμενο των προς έκδοση εκτελεστικών πράξεων, καθώς και την απόφαση να ανατεθεί στο Συμβούλιο η αρμοδιότητα για την έκδοσή τους, χωρίς, ωστόσο, να παρέχει την παραμικρή ένδειξη σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η εκτελεστική αρμοδιότητα προς τούτο ανατέθηκε στο Συμβούλιο αντί της Επιτροπής.

33      Τέτοιου είδους λόγοι δεν προκύπτουν, μεταξύ άλλων, από τη μνημονευόμενη στη δεύτερη περίοδο της ως άνω αιτιολογικής σκέψης αναγκαιότητα να διασφαλίζεται η συμβατότητα των εκτελεστικών πράξεων του κανονισμού 806/2014 προς τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59. Ειδικότερα, η αναγκαιότητα και μόνον της διασφάλισης τέτοιας συμβατότητας δεν εξηγεί για ποιους λόγους θα πρέπει το Συμβούλιο, αντί της Επιτροπής, να διασφαλίσει τη συμβατότητα αυτή. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι η αναγκαιότητα αυτή είναι συμφυής με την άσκηση εκτελεστικής αρμοδιότητας, ανεξαρτήτως του φορέα αυτής, και ότι οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις εκδίδονται από την Επιτροπή και όχι από το Συμβούλιο.

34      Εν συνεχεία, ο κανονισμός 806/2014 δεν περιέχει άλλα στοιχεία αιτιολογίας ικανά να καταδείξουν τους ειδικούς λόγους για την ανάθεση της επίμαχης εκτελεστικής αρμοδιότητας στο Συμβούλιο. Εξάλλου, το ΕΣΕ, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δεν επικαλέστηκαν την ύπαρξη τέτοιων στοιχείων στα δικόγραφά τους ή στο πλαίσιο της επ’ ακροατηρίου συζήτησης, αλλά παρέπεμψαν απλώς στην αιτιολογική σκέψη 114 του κανονισμού.

35      Ειδικότερα, όπως υπογραμμίζει το ίδιο το Συμβούλιο, η αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού 806/2014 δεν παρέχει τέτοια αιτιολογία, δεδομένου ότι σκοπεί να δικαιολογήσει την ανάθεση στο Συμβούλιο των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που προβλέπονται στο άρθρο 18, παράγραφος 7, του κανονισμού αυτού όσον αφορά τη διαδικασία εξυγίανσης, και όχι την ανάθεση στο Συμβούλιο της επίμαχης εν προκειμένω εκτελεστικής αρμοδιότητας βάσει του άρθρου 70, παράγραφος 7, του εν λόγω κανονισμού.

36      Στην πραγματικότητα, η αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού 806/2014 καταδεικνύει την έλλειψη δικαιολόγησης ως προς την επιλογή της ανάθεσης της επίμαχης εκτελεστικής αρμοδιότητας στο Συμβούλιο, διαλαμβάνοντας ότι «[λ]όγω του σημαντικού αντικτύπου των αποφάσεων περί εξυγίανσης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των κρατών μελών και της Ένωσης στο σύνολό της, καθώς και στη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών μελών, είναι σημαντικό να ανατεθεί στο Συμβούλιο η εκτελεστική αρμοδιότητα να λαμβάνει ορισμένες αποφάσεις σχετικά με την εξυγίανση». Ειδικότερα, τέτοιου είδους δικαιολόγηση για την ανάθεση στο Συμβούλιο της επίμαχης εκτελεστικής αρμοδιότητας απουσιάζει από την αιτιολογική σκέψη 114 του ως άνω κανονισμού, στην οποία στηρίζονται το ΕΣΕ, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

37      Επιπλέον, μολονότι είναι δυνατόν, υπό ορισμένες περιστάσεις, η ανάθεση της εκτελεστικής αρμοδιότητας στο Συμβούλιο να δικαιολογείται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ανάθεση αυτή (πρβλ. απόφαση της 1ης Μαρτίου 2016, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, C‑440/14 P, EU:C:2016:128, σκέψεις 60 έως 65), αφενός, επισημαίνεται ότι το ΕΣΕ, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ουδόλως στηρίχθηκαν, στα δικόγραφά τους ή, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, σε συγκεκριμένο στοιχείο το οποίο να προκύπτει από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η έκδοση του κανονισμού 806/2014 και να είναι ικανό να καταδείξει τους λόγους για την ανάθεση της επίμαχης εκτελεστικής αρμοδιότητας στο Συμβούλιο αντί της Επιτροπής.

38      Αφετέρου, σε αντίθεση προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου (T‑578/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:678), την οποία επικαλείται το Συμβούλιο, κανένα στοιχείο αιτιολογίας δεν περιλαμβάνεται στον κανονισμό 806/2014 ή σε άλλη νομοθετική πράξη της Ένωσης, από το οποίο να προκύπτει ότι η ανάθεση της επίμαχης εκτελεστικής αρμοδιότητας στο Συμβούλιο δικαιολογείται από την ειδική λειτουργία την οποία καλείται να επιτελέσει το εν λόγω θεσμικό όργανο κατά τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, T‑578/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:678, σκέψεις 77 έως 82, επικυρωθείσα κατ’ αναίρεση με την απόφαση της 1ης Μαρτίου 2016, National Iranian Oil Company κατά Συμβουλίου, C‑440/14 P, EU:C:2016:128, σκέψεις 60 έως 65).

39      Συναφώς, διευκρινίζεται ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αιτιολογίας που παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 14 και 15 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, η οποία αφορά την προοδευτική αμοιβαιοποίηση του ΕΤΕ, όπως προβλέπεται από τη διακυβερνητική συμφωνία για τη μεταφορά και την αμοιβαιοποίηση των εισφορών στο ΕΤΕ, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 21 Μαΐου 2014 (στο εξής: συμφωνία της 21ης Μαΐου 2014), προκειμένου να δικαιολογηθεί η ανάθεση της επίμαχης εκτελεστικής αρμοδιότητας στο Συμβούλιο. Πράγματι, δεδομένου ότι την υποχρέωση να δικαιολογήσει την επιλογή ανάθεσης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων στο Συμβούλιο υπέχει το όργανο που εκδίδει την προς υλοποίηση βασική πράξη, ήτοι, εν προκειμένω, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, δεν εναπόκειται στο Συμβούλιο να δικαιολογήσει εκ των υστέρων την ανάθεση σε αυτό τέτοιου είδους αρμοδιότητας στο πλαίσιο εκτελεστικής πράξης την οποία εκδίδει σε μεταγενέστερο χρόνο.

40      Ομοίως, έστω και αν υποτεθεί ότι είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη, προκειμένου να δικαιολογηθεί η ανάθεση της εν λόγω αρμοδιότητας στο Συμβούλιο, η συμφωνία της 21ης Μαΐου 2014, στην οποία παραπέμπει ο κανονισμός 806/2014 με τα άρθρα 1, 67 και 77, αρκεί η επισήμανση ότι η συμφωνία αυτή δεν αφορά τον υπολογισμό, αυτόν καθεαυτόν, των εκ των προτέρων εισφορών και ότι, επομένως, δεν περιέχει στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ειδική λειτουργία την οποία καλείται να επιτελέσει το Συμβούλιο στο συγκεκριμένο πλαίσιο του υπολογισμού των εισφορών αυτών. Κατά τα λοιπά, ούτε το ΕΣΕ ούτε το Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο μνημόνευσαν, στα δικόγραφά τους ή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, την εν λόγω συμφωνία ως στοιχείο που μπορεί να καταδείξει μια τέτοια ειδική λειτουργία.

41      Τέλος, το Συμβούλιο δεν μπορεί να υποστηρίζει, όπως το έπραξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η απόφαση του νομοθέτη της Ένωσης να του αναθέσει την επίμαχη εκτελεστική αρμοδιότητα δικαιολογείται από «πολιτικούς λόγους». Αφενός, τέτοιου είδους δικαιολόγηση δεν προκύπτει ούτε από την αιτιολογική σκέψη 114 του κανονισμού 806/2014 ούτε από άλλη αιτιολογική σκέψη ή άλλη διάταξη του κανονισμού αυτού. Αφετέρου, λόγω του γενικού χαρακτήρα της, η εν λόγω εξήγηση δεν πληροί τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη μνημονευθείσα στις σκέψεις 27 και 28 νομολογία, στον βαθμό που δεν είναι εμπεριστατωμένη ούτε σχετίζεται με τη φύση ή το περιεχόμενο του κανονισμού 806/2014.

42      Κατόπιν των ανωτέρω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι ο κανονισμός 806/2014 ουδόλως περιέχει δικαιολόγηση όσον αφορά την ανάθεση της επίμαχης εκτελεστικής αρμοδιότητας στο Συμβούλιο.

43      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας και το άρθρο 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014 να κηρυχθεί ανεφάρμοστο εν προκειμένω δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, ωσαύτως δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/81, ο οποίος εκδόθηκε από το Συμβούλιο βάσει της ως άνω διάταξης και του οποίου μέτρο εφαρμογής συνιστά η προσβαλλόμενη απόφαση.

44      Κατόπιν των προεκτεθέντων και προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει να εξετασθεί επίσης το πρώτο σκέλος του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, στον βαθμό που αφορά την ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, καθώς και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, που αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου.

 Επί του πρώτου σκέλους του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, κατά το μέρος που αφορά την ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81

45      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι εκτελεστική πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ πρέπει κατ’ ανάγκην να διευκρινίζει το νομικό πλαίσιο που έχει ορισθεί από τον νομοθέτη της Ένωσης και δεν δύναται να τροποποιεί ή να συμπληρώνει την οικεία νομοθετική πράξη, ακόμη και ως προς τα μη ουσιώδη στοιχεία της. Πλην όμως, το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 δεν αρκείται στη διευκρίνιση του περιεχομένου του κανονισμού 806/2014, αλλά τον συμπληρώνει, αλλοιώνοντας τη μέθοδο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών που καθιερώνει ο ίδιος κανονισμός.

46      Το ΕΣΕ και το Συμβούλιο αντικρούουν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Κατά τα όργανα αυτά, προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις αιτιολογικές σκέψεις 14 και 15 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού απλώς προσαρμόζει το πλαίσιο που ορίζεται από τον κανονισμό 806/2014, χωρίς να τροποποιεί ή να συμπληρώνει τον τελευταίο αυτόν κανονισμό. Κατά την άποψή τους, το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 αποσκοπεί στη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 103 της οδηγίας 2014/59 και του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, για την αποτροπή στρεβλώσεων μεταξύ των δομών του τραπεζικού τομέα των κρατών μελών. Κατά το ΕΣΕ και το Συμβούλιο, οι στρεβλώσεις αυτές θα προέκυπταν από τη σημαντική απόκλιση μεταξύ του ποσού των εκ των προτέρων εισφορών, όπως καθορίζεται με τη μεθοδολογία που θέσπισε ο κανονισμός 806/2014, και του ποσού των εισφορών αυτών που θα έπρεπε να καταβάλλουν τα ιδρύματα δυνάμει των εθνικών ρυθμίσεων για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/59 στην εσωτερική έννομη τάξη. Κατά το ΕΣΕ, τέτοιες στρεβλώσεις θα μπορούσαν, επιπλέον, να προκύψουν σε περίπτωση απόκλισης μεταξύ, αφενός, των εκ των προτέρων εισφορών που καθορίζονται βάσει του κανονισμού 806/2014 και, αφετέρου, της χρηματοδότησης της εξυγίανσης στην οποία έχουν δυνητικώς πρόσβαση τα οικεία ιδρύματα κατά την αρχική περίοδο δυνάμει των κανόνων περί προοδευτικής αμοιβαιοποίησης του ΕΤΕ, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 13 και 14 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81.

47      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/81 στηρίζεται στο άρθρο 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014, το οποίο εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις, προκειμένου να καθορίσει τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 70, παράγραφοι 1, 2 και 3, του τελευταίου αυτού κανονισμού, και ότι το άρθρο 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014 αποτελεί εφαρμογή του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω).

48      Υπό τις συνθήκες αυτές, η εκτελεστική αρμοδιότητα που ανατίθεται στο Συμβούλιο οριοθετείται τόσο από το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ όσο και από το άρθρο 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014 (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Μαρτίου 2023, Tazzetti κατά Επιτροπής, T‑825/19 και T‑826/19, EU:T:2023:148, σκέψη 155).

49      Όσον αφορά τα όρια των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που απορρέουν από το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνουν, κατ’ ουσίαν, την εξουσία λήψης μέτρων τα οποία είναι αναγκαία ή χρήσιμα για την ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων της νομοθετικής πράξης βάσει της οποίας θεσπίζονται και τα οποία περιορίζονται στη διευκρίνιση του περιεχομένου της, τηρουμένων των βασικών γενικών σκοπών που επιδιώκει η εν λόγω πράξη, χωρίς να την τροποποιούν ή να τη συμπληρώνουν είτε ως προς τα ουσιώδη είτε ως προς τα μη ουσιώδη στοιχεία της (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2023, Fenix International, C‑695/20, EU:C:2023:127, σκέψη 49).

50      Ειδικότερα, ένα εκτελεστικό μέτρο περιορίζεται στη διευκρίνιση των διατάξεων της οικείας νομοθετικής πράξης όταν, εν γένει ή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, έχει ως σκοπό την αποσαφήνιση του περιεχομένου των διατάξεων αυτών ή τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής τους, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι το μέτρο δεν έρχεται με αυτόν τον τρόπο σε αντίφαση με τους σκοπούς των εν λόγω διατάξεων και δεν αλλοιώνει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, το κανονιστικό περιεχόμενο της πράξης ή το πεδίο εφαρμογής της (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2023, Fenix International, C‑695/20, EU:C:2023:127, σκέψη 50).

51      Επομένως, προκειμένου να καθοριστεί αν η Επιτροπή ή το Συμβούλιο, με τη θέσπιση εκτελεστικού μέτρου, τήρησαν τα όρια των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που τους αναθέτει νομοθετική πράξη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει να διερευνηθεί αν ένα τέτοιο μέτρο, πρώτον, συνάδει προς τους βασικούς γενικούς σκοπούς της ως άνω νομοθετικής πράξης και ειδικότερα τους σκοπούς της διάταξης εκείνης της ως άνω πράξης την οποία αφορά το εν λόγω εκτελεστικό μέτρο, δεύτερον, είναι αναγκαίο ή χρήσιμο για τη διευκόλυνση της ομοιόμορφης εφαρμογής της διάταξης αυτής και, τρίτον, δεν συμπληρώνει ούτε τροποποιεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο την εν λόγω διάταξη (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2023, Fenix International, C‑695/20, EU:C:2023:127, σκέψη 51).

52      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 δεν ανταποκρίνεται στην πρώτη και τη δεύτερη προϋπόθεση που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 51 ανωτέρω. Αντιθέτως, προβάλλει ότι η διάταξη αυτή δεν πληροί την τρίτη προϋπόθεση που μνημονεύεται στην ως άνω σκέψη, διότι η εν λόγω διάταξη δεν περιορίζεται στη διευκρίνιση του περιεχομένου του κανονισμού 806/2014, αλλά το συμπληρώνει. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 ανταποκρίνεται στην ως άνω τρίτη προϋπόθεση.

53      Όσον αφορά εύρος της εξέτασης αυτής, διαπιστώνεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 δεν αποσκοπούν στον καθορισμό των προϋποθέσεων υλοποίησης του άρθρου 70, παράγραφος 3, του κανονισμού 806/2014, το οποίο αφορά τις αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής, με συνέπεια ότι η εξέταση της υπό κρίση ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να περιοριστεί στο κατά πόσον, με τη θέσπιση του άρθρου 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, το Συμβούλιο υπερέβη τα όρια της εκτελεστικής αρμοδιότητας που του ανατέθηκε για την υλοποίηση του άρθρου 70, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 806/2014.

54      Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθεί αν το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 περιορίζεται στη διευκρίνιση του περιεχομένου του άρθρου 70, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 806/2014 ή αν συμπληρώνει τη διάταξη αυτή, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

55      Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, η εκ των προτέρων εισφορά κάθε ιδρύματος υπολογίζεται με βάση τον λόγο μεταξύ του ύψους των καθαρών υποχρεώσεών του και του συνόλου των καθαρών υποχρεώσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

56      Το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 806/2014 ορίζει ότι ο υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών για τα επιμέρους ιδρύματα εδράζεται σε δύο συνιστώσες, ήτοι, αφενός, στη βασική ετήσια εισφορά η οποία βασίζεται στον λόγο μεταξύ του ύψους των καθαρών υποχρεώσεων ενός ιδρύματος και του συνόλου των καθαρών υποχρεώσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών, και, αφετέρου, στην προσαρμοσμένη βάσει του προφίλ κινδύνου εισφορά η οποία βασίζεται στα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας, χωρίς να προκαλούνται στρεβλώσεις μεταξύ των δομών του τραπεζικού τομέα των κρατών μελών.

57      Το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 προβλέπει τα εξής:

«Για κάθε περίοδο εισφοράς, το [ΕΣΕ] υπολογίζει την ετήσια εισφορά που οφείλεται από κάθε ίδρυμα με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο του [ΕΤΕ] […] Το ετήσιο επίπεδο-στόχος καθορίζεται σε συνάρτηση με το επίπεδο-στόχο του [ΕΤΕ] που αναφέρεται στο άρθρο 69 παράγραφος 1 και στο άρθρο 70 του κανονισμού […] 806/2014 και με τη μεθοδολογία που ορίζεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό […] 2015/63.»

58      Το δε άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ειδικές προσαρμογές κατά την αρχική περίοδο», ορίζει ότι, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 4 του ίδιου κανονισμού, οι εκ των προτέρων εισφορές των ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου υπολογίζονται με «προσαρμοσμένη μεθοδολογία». Η εν λόγω διάταξη καθορίζει, για επτά από τα οκτώ έτη της αρχικής περιόδου, ένα μέρος των εκ των προτέρων εισφορών που υπολογίζεται σε εθνική βάση, ήτοι σύμφωνα με το άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59 και το άρθρο 4 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, και ένα μέρος των εισφορών αυτών το οποίο υπολογίζεται σε βάση ένωσης, ήτοι σύμφωνα με τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 και το άρθρο 4 του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81.

59      Επομένως, το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι, κατ’ έτος, ένα βαθμιαία φθίνον μέρος των εκ των προτέρων εισφορών υπολογίζεται σε εθνική βάση, ενώ ένα βαθμιαία αυξανόμενο μέρος των εισφορών αυτών υπολογίζεται σε βάση ένωσης.

60      Όσον αφορά ειδικότερα την επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση περίοδο συνεισφοράς 2022, το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 ορίζει, πιο συγκεκριμένα, ότι «[κ]ατά παρέκκλιση από το άρθρο 4 του [εκτελεστικού κανονισμού 2015/81]», τα ιδρύματα συνεισφέρουν το «6,67 % των ετήσιων εισφορών τους που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59[…] και το άρθρο 4 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού […] 2015/63, και το 93,33 % των ετήσιων εισφορών τους που υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού […] 806/2014 και το άρθρο 4 του [εκτελεστικού κανονισμού 2015/81]».

61      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, αφενός, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 70, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014 προκύπτει ότι η θεσπιζόμενη με τη διάταξη αυτή μεθοδολογία υπολογισμού της βασικής ετήσιας εισφοράς των οικείων ιδρυμάτων στηρίζεται στη σχέση αναλογίας των καθαρών υποχρεώσεων κάθε ιδρύματος προς το σύνολο των καθαρών υποχρεώσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας «στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών». Ειδικότερα, βάσει των ως άνω διατάξεων του κανονισμού 806/2014, τα στοιχεία του συνόλου των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της εκ των προτέρων εισφοράς κάθε ιδρύματος, τουλάχιστον όσον αφορά την πρώτη συνιστώσα της εισφοράς αυτής, ήτοι τη βασική ετήσια εισφορά.

62      Αφετέρου, βάσει των ίδιων ως άνω διατάξεων, η μεθοδολογία υπολογισμού την οποία καθιερώνει το άρθρο 70, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 και, ιδίως, ο κανόνας ο οποίος καθορίζει τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως βάση της μεθοδολογίας αυτής, εφαρμόζεται πλήρως σε κάθε έτος της αρχικής περιόδου, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου συνεισφοράς 2022.

63      Πάντως, αυτός καθεαυτόν ο σκοπός της «προσαρμοσμένης μεθοδολογίας» που καθιέρωσε το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 είναι να προβλεφθεί ότι ένα μέρος των εκ των προτέρων εισφορών υπολογίζεται, για το σύνολο σχεδόν της αρχικής περιόδου, σε διαφορετική βάση στοιχείων από την προβλεπόμενη στο άρθρο 70, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014.

64      Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, σε συνδυασμό με το άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59, για τον υπολογισμό μέρους των εκ των προτέρων εισφορών, όσον αφορά την ως άνω περίοδο, λαμβάνονται υπόψη μόνον τα στοιχεία που κοινοποιούνται από ιδρύματα τα οποία έχουν άδεια λειτουργίας στο έδαφος του οικείου συμμετέχοντος κράτους μέλους, εξαιρουμένων των στοιχείων που κοινοποιούνται από ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των λοιπών συμμετεχόντων κρατών μελών, ενώ, στο πλαίσιο της μεθοδολογίας υπολογισμού που καθιερώνει το άρθρο 70, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014, για τον υπολογισμό της βασικής ετήσιας εισφοράς λαμβάνονται υπόψη ακριβώς τα στοιχεία που αφορούν τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των λοιπών συμμετεχόντων κρατών μελών.

65      Επομένως, το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 τροποποιεί τη μεθοδολογία υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, ιδίως δε ως προς την πρώτη συνιστώσα της που αφορά τον υπολογισμό της βασικής ετήσιας εισφοράς, αλλοιώνοντας τη βάση στοιχείων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της μεθοδολογίας αυτής και, ως εκ τούτου, το ίδιο το θεμέλιο της εν λόγω μεθοδολογίας.

66      Τούτο συνεπάγεται, όπως άλλωστε παραδέχθηκε το Συμβούλιο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι τα ποσά των εκ των προτέρων εισφορών ιδρυμάτων όπως η προσφεύγουσα, τα οποία υπολογίζονται σύμφωνα με την «προσαρμοσμένη μεθοδολογία» την οποία καθιέρωσε το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, είναι κατ’ ανάγκην διαφορετικά από εκείνα που θα προέκυπταν από την εφαρμογή της μεθόδου που θεσπίζεται με το άρθρο 70, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014.

67      Το εύρος της προμνημονευθείσας στη σκέψη 65 τροποποίησης τονίζεται από το γεγονός ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 παρεκκλίνει από τη μεθοδολογία την οποία προβλέπει το άρθρο 70, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 όσον αφορά τα επτά από τα οκτώ έτη της αρχικής περιόδου, με αποτέλεσμα η εν λόγω μεθοδολογία να μην αναπτύσσει πλήρως τα αποτελέσματά της καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της περιόδου αυτής.

68      Κατά δεύτερον, όπως προκύπτει από το άρθρο 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014, το Συμβούλιο έχει βεβαίως την εξουσία να εφαρμόζει το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, το οποίο προβλέπει, στο δεύτερο εδάφιό του, στοιχείο βʹ, ότι η προσαρμοσμένη ανάλογα με το προφίλ κινδύνου εισφορά πρέπει να βασίζεται στα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας, χωρίς να προκαλούνται στρεβλώσεις μεταξύ των δομών του τραπεζικού τομέα των κρατών μελών.

69      Εντούτοις, ο επιδιωκόμενος με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 σκοπός, ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή των στρεβλώσεων μεταξύ των δομών του τραπεζικού τομέα των κρατών μελών, όπως οι στρεβλώσεις αυτές συνοψίζονται στη σκέψη 46 ανωτέρω, αφορά το ζήτημα αν η επίμαχη εκτελεστική πράξη συνάδει προς τους βασικούς γενικούς σκοπούς της νομοθετικής πράξης και αν είναι αναγκαία ή χρήσιμη για τη διευκόλυνση της ομοιόμορφης εφαρμογής της εν λόγω πράξης. Το ζήτημα αυτό αφορά, επομένως, την πρώτη και τη δεύτερη προϋπόθεση που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 51 ανωτέρω, προκειμένου να προσδιοριστεί αν, με τη θέσπιση εκτελεστικού μέτρου, το Συμβούλιο τήρησε τα όρια των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που του ανατέθηκαν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, με νομοθετική πράξη. Όπως, όμως, υπομνήσθηκε στη σκέψη 52 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 δεν ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις αυτές λόγω του ότι αποσκοπεί στην αποτροπή των στρεβλώσεων μεταξύ των δομών του τραπεζικού τομέα των κρατών μελών, αλλά προβάλλει ότι η ως άνω διάταξη συμπληρώνει το κανονιστικό περιεχόμενο της νομοθετικής πράξης, κατά παράβαση, συνεπώς, της υπομνησθείσας στη σκέψη 51 τρίτης προϋπόθεσης.

70      Όσον αφορά την τρίτη αυτή προϋπόθεση που μνημονεύεται στη σκέψη 51 ανωτέρω, από τις υπομνησθείσες στις σκέψεις 49 και 50 εκτιμήσεις προκύπτει ότι, όταν το οικείο θεσμικό όργανο θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα βάσει του άρθρου 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει να περιορίζεται στη διευκρίνιση της βασικής πράξης χωρίς να αλλοιώνει το κανονιστικό της περιεχόμενο. Επομένως, αν υποτεθεί ότι το Συμβούλιο αποσκοπούσε, με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, στην αποτροπή στρεβλώσεων μεταξύ των δομών του τραπεζικού τομέα των κρατών μελών, όφειλε να τηρήσει τα όρια της εκτελεστικής αρμοδιότητας που του είχε χορηγηθεί, διευκρινίζοντας απλώς τη μεθοδολογία υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, χωρίς να αλλοιώσει το κανονιστικό περιεχόμενο της διάταξης αυτής όσον αφορά την εν λόγω μεθοδολογία.

71      Πλην όμως, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 55 έως 67 ανωτέρω, η «προσαρμοσμένη μεθοδολογία» που απορρέει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 τροποποιεί τη μεθοδολογία υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014. Υπό τις συνθήκες αυτές, η καθιέρωση μιας τέτοιας μεθοδολογίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τον θεμιτό σκοπό της αποτροπής των στρεβλώσεων μεταξύ των δομών του τραπεζικού τομέα των κρατών μελών.

72      Κατά συνέπεια, ο επιδιωκόμενος από τον νομοθέτη της Ένωσης σκοπός, όπως εκφράζεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014, ο οποίος συνίσταται στην αποτροπή των στρεβλώσεων μεταξύ των δομών του τραπεζικού τομέα των κρατών μελών, δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι επιτρέπει στο Συμβούλιο να τροποποιήσει, με εκτελεστική πράξη, αυτό καθεαυτό το θεμέλιο της μεθοδολογίας υπολογισμού των εισφορών αυτών, όπως αυτό προκύπτει ιδίως από το άρθρο 70, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού.

73      Κατά τρίτον, στον βαθμό που το ΕΣΕ και το Συμβούλιο επικαλούνται, ειδικότερα, την ανάγκη διασφάλισης ομοιόμορφης εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 103 της οδηγίας 2014/59 και του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, προκειμένου να καταστεί δυνατή, κατά την αρχική περίοδο, η μετάβαση από τον υπολογισμό βάσει της μεθοδολογίας που προβλέπει η οδηγία 2014/59 στη μεθοδολογία βάσει του κανονισμού 806/2014, υπενθυμίζεται ότι ο υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών οι οποίες τροφοδοτούν το ΕΤΕ και πρέπει να καταβάλλονται από τα ιδρύματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 806/2014, όπως η προσφεύγουσα, διέπεται από το άρθρο 70 του κανονισμού αυτού και όχι από το άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59, το οποίο αφορά τις εκ των προτέρων εισφορές που τροφοδοτούν τους εθνικούς χρηματοδοτικούς μηχανισμούς εξυγίανσης.

74      Το Συμβούλιο, εξάλλου, αναγνώρισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, ελλείψει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, η εκ των προτέρων εισφορά ιδρυμάτων όπως η προσφεύγουσα για την περίοδο συνεισφοράς 2022 θα έπρεπε να υπολογιστεί αποκλειστικώς βάσει της μεθοδολογίας που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 και, ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων του συνόλου των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

75      Είναι αληθές ότι, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 806/2014, η προσαρμογή των εκ των προτέρων εισφορών βάσει του προφίλ κινδύνου σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη πρέπει να «βασίζεται στα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 103 παράγραφος 7 της οδηγίας [αυτής]». Επιπλέον, κατά το άρθρο 70, παράγραφος 7, του ως άνω κανονισμού, το Συμβούλιο εκδίδει εκτελεστικές πράξεις «στο πλαίσιο των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων» που εκδίδονται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 για την εξειδίκευση της έννοιας της προσαρμογής των εισφορών βάσει του προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων. Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές του κανονισμού 806/2014 παραπέμπουν μόνον στην έννοια της προβλεπόμενης στο άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 προσαρμογής των εκ των προτέρων εισφορών βάσει του προφίλ κινδύνου. Επομένως, το άρθρο 70, παράγραφοι 2 και 7, του κανονισμού 806/2014 δεν παραπέμπει, ιδίως, στο άρθρο 103, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, ούτε σε αυτή καθεαυτήν τη μεθοδολογία υπολογισμού των ως άνω εισφορών που καθιερώνεται με το άρθρο 103, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας και συνίσταται στη συνεκτίμηση μόνον των στοιχείων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.

76      Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν το Συμβούλιο έπρεπε να λάβει υπόψη, κατά την έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, την έννοια της προσαρμογής των εισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου η οποία προβλέπεται στο άρθρο 103, παράγραφος 7, της οδηγίας 2014/59 και τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εξέδωσε η Επιτροπή δυνάμει της διάταξης αυτής για να εξειδικεύσει την ως άνω έννοια, ούτε από το άρθρο 70 του κανονισμού 806/2014, ούτε από το άρθρο 103 της οδηγίας 2014/59, ούτε από τις εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις προκύπτει ότι το Συμβούλιο είχε εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει στον εκτελεστικό κανονισμό μια προσαρμοσμένη μεθοδολογία υπολογισμού, στο πλαίσιο της οποίας μέρος των ετήσιων βασικών εισφορών υπολογίζεται σε εθνική βάση, ήτοι επί της βάσης στοιχείων που καθορίζεται στο άρθρο 103, παράγραφος 2, της οδηγίας 2014/59.

77      Κατά τέταρτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ουδεμία διάταξη του κανονισμού 806/2014, ούτε άλλωστε της οδηγίας 2014/59, προβλέπει ή εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να καθιερώσει μεθοδολογία υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών βασιζόμενη στη σταδιακή κατάργηση της μεθοδολογίας υπολογισμού σε εθνική βάση και την προοδευτική αντικατάστασή της από τη μεθοδολογία σε βάση ένωσης.

78      Μολονότι, με τη θέσπιση του άρθρου 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, το Συμβούλιο μπορούσε βεβαίως να επιδιώκει θεμιτό σκοπό συνιστάμενο στην αποτροπή των στρεβλώσεων μεταξύ των δομών του τραπεζικού τομέα των κρατών μελών και μολονότι δεν αποκλείεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 προσαρμοσμένη μεθοδολογία υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών να είναι αναγκαία προς τούτο, γεγονός παραμένει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης ήταν αρμόδιος να προβλέψει ενδεχόμενη σταδιακή κατάργηση της μεθοδολογίας υπολογισμού σε εθνική βάση και την προοδευτική αντικατάστασή της από τη μεθοδολογία με γνώμονα σε βάση ένωσης και, ενδεχομένως, να παράσχει στο Συμβούλιο την εξουσία να εξειδικεύσει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της με εκτελεστική πράξη. Επομένως, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να προβλέψει μια τέτοια μετάβαση, αντί του νομοθέτη της Ένωσης, στο πλαίσιο εκτελεστικής πράξης χωρίς να υπερβεί τα όρια που τίθενται στην εκτελεστική του αρμοδιότητα.

79      Ομοίως, ούτε το άρθρο 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014 ούτε άλλη διάταξή του εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις με αντικείμενο τη μείωση της απόκλισης μεταξύ, αφενός, των εκ των προτέρων εισφορών που καθορίζονται βάσει του κανονισμού αυτού και, αφετέρου, της χρηματοδότησης της εξυγίανσης των προβληματικών ιδρυμάτων, στην οποία έχουν δυνητικώς πρόσβαση τα οικεία ιδρύματα κατά την αρχική περίοδο, δυνάμει των κανόνων περί προοδευτικής αμοιβαιοποίησης του ΕΤΕ.

80      Τέτοιου είδους εξουσιοδότηση δεν απορρέει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 77 του κανονισμού 806/2014, το οποίο προβλέπει τους κανόνες για τη χρησιμοποίηση του ΕΤΕ.

81      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 77, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, η «χρήση του [ΕΤΕ] εξαρτάται από τη συμφωνία μέσω της οποίας τα συμμετέχοντα κράτη μέλη συμφωνούν να μεταβιβάζουν στο [ΕΤΕ] τις εισφορές που συγκεντρώνουν σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με τον [κανονισμό 806/2014] και με την οδηγία 2014/59». Επιπλέον, κατά το άρθρο 77, δεύτερο εδάφιο του ως άνω κανονισμού, κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου, το ΕΣΕ χρησιμοποιεί το ΕΤΕ «σύμφωνα με τις αρχές που θεμελιώνονται στη διαίρεση του [ΕΤΕ] σε εθνικά τμήματα που αντιστοιχούν σε κάθε συμμετέχον κράτος μέλος και στη βαθμιαία συγχώνευση των διάφορων χρηματοδοτικών πόρων που εισπράττονται σε εθνικό επίπεδο προκειμένου να κατανέμονται στα εθνικά τμήματα του [ΕΤΕ], όπως προβλέπεται [στην εν λόγω] συμφωνία». Στο άρθρο 5 της συμφωνίας της 21ης Μαΐου 2014 προβλέπονται οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους το ΕΣΕ έχει την εξουσία να χρησιμοποιεί τμήματα του ΕΤΕ, καθορίζοντας τον ρυθμό της προοδευτικής αμοιβαιοποίησής του.

82      Εντούτοις, δεδομένου ότι το άρθρο 77 του κανονισμού 806/2014 δεν εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις και ο εκτελεστικός κανονισμός 2015/81 στηρίζεται μόνον στο άρθρο 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014, ούτε το άρθρο 77 του κανονισμού 806/2014 μπορεί να δικαιολογήσει τη θέσπιση της «προσαρμοσμένης μεθοδολογίας» που απορρέει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81. Το ίδιο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, όσον αφορά τη συμφωνία της 21ης Μαΐου 2014.

83      Κατά πέμπτον, κατά το μέρος που το ΕΣΕ και το Συμβούλιο υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο διέθετε ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να διευκρινιστεί το άρθρο 70, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 806/2014, επισημαίνονται τα ακόλουθα.

84      Από τη νομολογία προκύπτει βεβαίως ότι το Συμβούλιο, στο πλαίσιο των εκτελεστικών του αρμοδιοτήτων, των οποίων τα όρια εκτιμώνται ιδίως με γνώμονα τους βασικούς γενικούς σκοπούς της οικείας νομοθετικής πράξης, εξουσιοδοτείται να λάβει όλα τα αναγκαία ή χρήσιμα εκτελεστικά μέτρα για την εφαρμογή της σχετικής πράξης, αρκεί τα εν λόγω μέτρα να μην αντιβαίνουν στην πράξη αυτή (πρβλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Επιτροπής, C‑65/13, EU:C:2014:2289, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εντούτοις, η ως άνω εξουσία εκτιμήσεως την οποία διαθέτει το οικείο θεσμικό όργανο συναρτάται με το κατά πόσον το εκτελεστικό μέτρο είναι χρήσιμο ή αναγκαίο για την εφαρμογή της επίμαχης νομοθετικής πράξης και όχι με την απαγόρευση συμπλήρωσης της πράξης αυτής με εκτελεστικό μέτρο, δεδομένου ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστές προϋποθέσεις (πρβλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Επιτροπής, C‑65/13, EU:C:2014:2289, σκέψεις 44 και 45).

85      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81 αλλοιώνει το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 70, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 806/2014 όσον αφορά τη βάση στοιχείων που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της μεθοδολογίας υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών. Επομένως, με τη θέσπιση του άρθρου 8, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, το Συμβούλιο υπερέβη τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που του ανατέθηκαν με το άρθρο 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014, σε συνδυασμό με το άρθρο 291, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

86      Στο μέτρο που το περιεχόμενο της ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι απαραίτητο για την επίλυση της διαφοράς (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, KF κατά SATCEN, T‑286/15, EU:T:2018:718, σκέψη 156) και δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά την περίοδο συνεισφοράς 2022 και, συνεπώς, εφαρμόζει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, το οποίο αφορά την περίοδο αυτή, η υπό κρίση ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας πρέπει να γίνει δεκτή κατά το μέρος που αφορά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού, η δε διάταξη αυτή πρέπει να κηρυχθεί ανεφάρμοστη εν προκειμένω δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ.

87      Η ως άνω έλλειψη νομιμότητας αρκεί για να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του εβδόμου λόγου ακυρώσεως, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί η νομιμότητα του άρθρου 8, παράγραφοι 4 και 5, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81.

88      Επιπλέον, χάριν της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το ΕΣΕ καθόρισε το ετήσιο επίπεδο-στόχο κατά παράβαση του άρθρου 102 της οδηγίας 2014/59, του άρθρου 69, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, καθώς και του άρθρου 3 και του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63

89      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ, καθορίζοντας το ετήσιο επίπεδο-στόχο στο ποσό των 14 253 573 821,46 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ένα όγδοο του 1,6 % των καλυπτόμενων καταθέσεων το 2021, παρέβη το άρθρο 102 της οδηγίας 2014/59, το άρθρο 69, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, καθώς και το άρθρο 3 και το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63.

90      Κατά την προσφεύγουσα, από το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 προκύπτει ότι το συνολικό ποσό των ετήσιων εισφορών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου (στο εξής: ανώτατο όριο του 12,5 %). Επομένως, στην περίπτωση προβλεπόμενου τελικού επιπέδου-στόχου 80 δισεκατομμυρίων ευρώ, όπως εν προκειμένω, το ΕΣΕ δεν θα μπορούσε να εισπράξει εντός του 2022 περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια ευρώ.

91      Το ΕΣΕ υποστηρίζει, κυρίως, ότι ο κανόνας που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, σχετικά με τη μη υπέρβαση του ανωτάτου ορίου του 12,5 %, δεν εφαρμόζεται κατά την αρχική περίοδο. Κατά το ΕΣΕ, ο κανόνας του άρθρου 69, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, κατά τον οποίο οι εκ των προτέρων εισφορές πρέπει να κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος, υπερισχύει της απαίτησης που προκύπτει από το άρθρο 70, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, καθότι ο πρώτος κανόνας συνιστά lex specialis ratione temporis σε σχέση με τη δεύτερη απαίτηση, η οποία είναι, αντιθέτως, lex generalis.

92      Επικουρικώς, το ΕΣΕ προβάλλει, όπως διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο κανόνας του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, σχετικά με τη μη υπέρβαση του ανωτάτου ορίου του 12,5 %, δεν είναι απόλυτος. Το ΕΣΕ, όπως υποστηρίζει, αδυνατεί να εφαρμόσει τον ως άνω κανόνα και συγχρόνως να συμμορφωθεί προς την απαίτηση του άρθρου 69, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, η οποία του επιβάλλει την υποχρέωση να εξασφαλίζει ότι στο τέλος της αρχικής περιόδου το ΕΤΕ θα επιτυγχάνει το τελικό επίπεδο-στόχο του, το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % των καλυπτόμενων καταθέσεων. Τούτο οφείλεται κυρίως στον δυναμικό χαρακτήρα του τελικού επιπέδου-στόχου, υπό την έννοια ότι το επίπεδο αυτό είναι δυνατόν να αυξηθεί κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου. Επομένως, στην υποθετική περίπτωση αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων, συνεπαγόμενης αύξηση του τελικού επιπέδου-στόχου, και υποτίμησης από το ΕΣΕ του ύψους του εν λόγω επιπέδου-στόχου κατά την έναρξη της αρχικής περιόδου, η κατά γράμμα εφαρμογή του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 θα εμπόδιζε το ΕΣΕ να προβεί σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη προσαρμογή των χρηματοδοτικών μέσων που πρέπει να συγκεντρωθούν στο ΕΤΕ προς αντιστάθμιση της ως άνω υποτίμησης. Πλην όμως, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, για το ΕΣΕ να προβλέψει με ακρίβεια το τελικό επίπεδο-στόχο, λόγω των απρόβλεπτων γεγονότων που ενδέχεται να επέλθουν κατά την αρχική περίοδο και να επηρεάσουν την εξέλιξη του ύψους των καλυπτόμενων καταθέσεων. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω περιστάσεων, καθώς και του σκοπού γενικού συμφέροντος τον οποίο επιδιώκει το ΕΤΕ –ήτοι, να συμβάλλει στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης–, το ΕΣΕ όφειλε να δώσει προτεραιότητα στον σκοπό της επίτευξης του τελικού επιπέδου-στόχου κατά τη λήξη της αρχικής περιόδου, ως εκ τούτου, η απαίτηση του άρθρου 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ή θα πρέπει να ερμηνευθεί ελαστικά.

93      Συναφώς, το ΕΣΕ υποστηρίζει επιπλέον ότι, εάν ο κανόνας περί μη υπέρβασης του ανωτάτου ορίου του 12,5 % που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 είχε εφαρμογή κατά την αρχική περίοδο και δη εάν εφαρμοζόταν αυστηρά, το ΕΣΕ δεν θα ήταν σε θέση να συμμορφωθεί προς το άρθρο 69, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιτάσσει, αφενός, οι εκ των προτέρων εισφορές να κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά και, αφετέρου, το ΕΣΕ να λαμβάνει υπόψη τη φάση του οικονομικού κύκλου και τον αντίκτυπο των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων. Για την επίλυση της ανακολουθίας μεταξύ των δύο επίμαχων διατάξεων, το ανώτατο όριο του 12,5 % θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι απλώς εξειδικεύει, κατά τρόπο μη δεσμευτικό, την απαίτηση περί της όσο το δυνατόν ισομερούς χρονικά κατανομής των εκ των προτέρων εισφορών.

94      Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θεωρούν ότι, αντιθέτως προς τους κύριους ισχυρισμούς του ΕΣΕ, η απαίτηση περί μη υπέρβασης του ανωτάτου ορίου του 12,5 %, η οποία προκύπτει από το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, εφαρμόζεται κατά την αρχική περίοδο. Εντούτοις, συντάσσονται με το επιχείρημα που προέβαλε επικουρικώς το ΕΣΕ ότι η εν λόγω απαίτηση δεν είναι απόλυτη και πρέπει να τυγχάνει ελαστικής ερμηνείας και εφαρμογής υπό το πρίσμα του βασικού σκοπού, ήτοι της επίτευξης από το ΕΤΕ του τελικού επιπέδου-στόχου έως το τέλος της αρχικής περιόδου.

95      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 ορίζει ότι, έως το τέλος της αρχικής περιόδου, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του ΕΤΕ πρέπει να ανέρχονται στο τελικό επίπεδο‑στόχο το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων του συνόλου των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών.

96      Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, κατά την αρχική περίοδο, οι εκ των προτέρων εισφορές κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το προμνησθέν στη σκέψη 95 τελικό επίπεδο‑στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου, καθώς και του αντικτύπου των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων.

97      Περαιτέρω, το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 προβλέπει ότι «[τ]ο [ΕΣΕ] υπολογίζει ετησίως […] τις επιμέρους εισφορές, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του επιπέδου-στόχου». Το άρθρο 70, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, του ως άνω κανονισμού προσθέτει ότι «[τ]ο συνολικό ποσό των επιμέρους εισφορών όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος των συμμετεχόντων κρατών μελών […] δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το 12,5 % του επιπέδου-στόχου ετησίως».

98      Κατά πρώτον, όσον αφορά τη διαχρονική εφαρμογή της απαίτησης περί ανωτάτου ορίου 12,5 % που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απαίτηση αυτή έχει εφαρμογή κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου (πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2021, ABLV κατά ΕΣΕ, T‑758/18, EU:T:2021:28, σκέψεις 68, 69 και 100).

99      Τούτο προκύπτει, κατ’ αρχάς, από το σαφές γράμμα του άρθρου 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, το οποίο προβλέπει ότι «[κ]ατά την αρχική περίοδο» οι εκ των προτέρων εισφορές υπολογίζονται «σύμφωνα με το άρθρο 70» του κανονισμού αυτού, η δε παραπομπή αυτή δηλώνει, χωρίς αμφισημία, ότι όλες οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην τελευταία ως άνω διάταξη, συμπεριλαμβανομένης της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, εφαρμόζονται κατά την αρχική περίοδο.

100    Περαιτέρω, το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 διευκρινίζει ότι το ΕΣΕ πρέπει να συμμορφώνεται προς την απαίτηση του ανωτάτου ορίου του 12,5 % «ετησίως», χωρίς να περιορίζει χρονικά την εφαρμογή της στο μετά την αρχική περίοδο διάστημα.

101    Ομοίως, ουδεμία άλλη διάταξη του κανονισμού 806/2014 υποδηλώνει ότι η απαίτηση περί ανωτάτου ορίου 12,5 % δεν εφαρμόζεται κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου ή ότι το ΕΣΕ μπορεί να παρεκκλίνει από την ως άνω απαίτηση κατά την περίοδο αυτή.

102    Τέλος, η ερμηνεία κατά την οποία η εν λόγω απαίτηση εφαρμόζεται κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου επιρρωννύεται από το ιστορικό θεσπίσεως του κανονισμού 806/2014.

103    Συγκεκριμένα, από το σημείο 4.3.2 της αιτιολογικής έκθεσης και από το άρθρο 65, παράγραφος 1, της πρότασης COM(2013) 520 final της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 10ης Ιουλίου 2013, η οποία κατέληξε στην έκδοση του κανονισμού 806/2014, προκύπτει ότι η Επιτροπή, στη νομοθετική της πρόταση, είχε προτείνει η αρχική περίοδος για τη σύσταση του ΕΤΕ να εκτείνεται σε δέκα έτη.

104    Κατά τα επόμενα στάδια της νομοθετικής διαδικασίας, το Συμβούλιο, όπως προκύπτει από το διοργανικό έγγραφο της 27ης Μαρτίου 2014 (8078/1/14 REV 1), σχετικά με το οποίο ανταλλάχθηκαν επιχειρήματα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, είχε προτείνει για τις εκ των προτέρων εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών τη θέσπιση ανωτάτου ορίου ετησίως, ανερχόμενου στο 10 % του τελικού επιπέδου-στόχου. Όταν, όμως, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο συμφώνησαν, στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας, τη σύντμηση της αρχικής περιόδου σε οκτώ έτη, αποφάσισαν, συγχρόνως, να αυξήσουν σε 12,5 % το ανώτατο όριο που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014.

105    Επομένως, όπως άλλωστε επιβεβαίωσε το Συμβούλιο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ο νομοθέτης της Ένωσης συνέδεσε τον αριθμό των ετών της αρχικής περιόδου με το ποσοστό του ανωτάτου ορίου που καθορίζεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014.

106    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το ανώτατο όριο του 12,5 % που προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, εφαρμόζεται κατά την αρχική περίοδο.

107    Τούτο αναγνώρισε, εξάλλου, το ίδιο το ΕΣΕ στο σημείο 106 του παραρτήματος III της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου αξιολογεί τις παρατηρήσεις των ιδρυμάτων που μετείχαν στη διαβούλευση σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές προς το ΕΤΕ για το 2022, διευκρινίζοντας ότι, «[μ]ε την εφαρμογή συντελεστή ανερχόμενου στο [ένα όγδοο] του συνολικού ποσού των επίμαχων καταθέσεων, [το ΕΣΕ] συμμορφώνεται προς το ανώτατο όριο του 12,5 %».

108    Κατά δεύτερον, όσον αφορά το περιεχόμενο της απαίτησης περί ανωτάτου ορίου 12,5 %, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ οφείλει να μεριμνά ώστε οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών να μην υπερβαίνουν το 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014.

109    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως επιβεβαιώνεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 806/2014, το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού βασίζεται σε δυναμική προσέγγιση του τελικού επιπέδου-στόχου, υπό την έννοια ότι τούτο πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων στο τέλος της αρχικής περιόδου. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, στο σημείο 4.3.2 της αιτιολογικής έκθεσης της πρότασής της COM(2013) 520 final, της 10ης Ιουλίου 2013, η οποία κατέληξε στην έκδοση του εν λόγω κανονισμού, διευκρίνισε ότι το τελικό επίπεδο-στόχος θα παραμένει δυναμικό και θα αυξάνεται σε περίπτωση μεγέθυνσης του τραπεζικού τομέα.

110    Η αναγκαιότητα συνεκτίμησης της εξέλιξης του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων εξηγείται, επιπλέον, από τον σκοπό της είσπραξης των εκ των προτέρων εισφορών, ο οποίος έγκειται, μεταξύ άλλων, στην κατοχύρωση, στο πλαίσιο μιας ασφαλιστικής λογικής, της παροχής επαρκών οικονομικών πόρων από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στον ΕΜΕ, ώστε να μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντά του, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 41 του κανονισμού 806/2014 (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113). Κατά την αιτιολογική σκέψη 12 του ως άνω κανονισμού, ο σκοπός του ΕΜΕ συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αύξηση της σταθερότητας των ιδρυμάτων στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και στην αποτροπή των δευτερογενών επιπτώσεων των ενδεχόμενων κρίσεων στα μη συμμετέχοντα κράτη μέλη.

111    Συναφώς, από το σημείο 4.3.2. της αιτιολογικής έκθεσης της πρότασης COM(2013) 520 final προκύπτει ότι όσο ο τραπεζικός τομέας μεγεθύνεται με την πάροδο του χρόνου τόσο πρέπει να αυξάνονται οι οικονομικοί πόροι που τίθενται στη διάθεση του ΕΤΕ. Επομένως, η εκτίμηση του μεγέθους του τραπεζικού τομέα καθιστά δυνατή την πρόβλεψη του ύψους των χρηματοδοτικών μέσων που θα πρέπει να παρασχεθούν στο ΕΤΕ, προκειμένου να μπορεί να χρησιμοποιηθεί, σε περίπτωση κρίσης στον τραπεζικό τομέα, για τη χρηματοδότηση των εργαλείων εξυγίανσης και, συνακόλουθα, για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής τους, σύμφωνα με το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 101 του ίδιου κανονισμού.

112    Στο πλαίσιο, όμως, του άρθρου 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ο νομοθέτης της Ένωσης επέλεξε μια προσέγγιση βάσει της οποίας το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του μεγέθους του τραπεζικού τομέα και τον συνακόλουθο υπολογισμό των οικονομικών πόρων που πρέπει να τεθούν στη διάθεση του ΕΤΕ. Υπό αυτό το πρίσμα, ενδεχόμενη αύξηση του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων στο διάστημα από την έναρξη έως το τέλος της αρχικής περιόδου αντικατοπτρίζει μεγέθυνση του τραπεζικού τομέα, τούτο δε συνεπάγεται αύξηση των χρηματοδοτικών μέσων που απαιτούνται από το ΕΤΕ κατά το τέλος της εν λόγω περιόδου.

113    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου, σε σχέση με το οποίο εφαρμόζεται το ανώτατο όριο του 12,5 %, πρέπει να καθορίζεται λαμβανομένου υπόψη του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όπως διαμορφώνεται στο τέλος της αρχικής περιόδου, εξυπακούεται δε ότι το ποσό αυτό μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα μόνον στο τέλος της εν λόγω περιόδου.

114    Τούτου δοθέντος, στο μέτρο που, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 69 και 70 του κανονισμού 806/2014, ο υπολογισμός των εκ των προτέρων εισφορών είναι διαδικασία επαναλαμβανόμενη σε ετήσια βάση, η οποία στηρίζεται στον καθορισμό ενός τελικού επιπέδου-στόχου που πρέπει να έχει επιτευχθεί στο τέλος της αρχικής περιόδου, εν συνεχεία δε ενός ετήσιου επιπέδου-στόχου που πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ των ιδρυμάτων (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ, C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 113), το ΕΣΕ οφείλει, για κάθε περίοδο συνεισφοράς, να εκτιμά με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια το τελικό επίπεδο-στόχο βάσει των διαθέσιμων κατά τον χρόνο της εκτίμησης στοιχείων (στο εξής: προβλεπόμενο τελικό επίπεδο-στόχος).

115    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι καθοριστικής σημασίας για την εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 12,5 % είναι το προβλεπόμενο τελικό επίπεδο-στόχος.

116    Κατά συνέπεια, όταν το ΕΣΕ υπολογίζει τις εκ των προτέρων εισφορές κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου συνεισφοράς, οφείλει να μεριμνά, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, ώστε το ποσό των εκ των προτέρων εισφορών που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών να μην υπερβαίνει το 12,5 % του προβλεπόμενου τελικού επιπέδου-στόχου.

117    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την επιχειρηματολογία του ΕΣΕ, του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, κατά την οποία η απαίτηση του ανωτάτου ορίου του 12,5 % θα πρέπει είτε να μη ληφθεί υπόψη είτε να ερμηνευθεί «ελαστικά». Σε αυτό το πλαίσιο, το ΕΣΕ υποστήριξε κατ’ ουσίαν ότι δεν θα ήταν σε θέση να τηρήσει το εν λόγω ανώτατο όριο και συγχρόνως να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 69, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 806/2014, κατά τις οποίες, πρώτον, το ΕΣΕ πρέπει να εξασφαλίσει την επίτευξη από το ΕΤΕ του τελικού επιπέδου-στόχου που αντιστοιχεί σε τουλάχιστον 1 % των καλυπτόμενων καταθέσεων έως το τέλος της αρχικής περιόδου και, δεύτερον, οι εκ των προτέρων εισφορές πρέπει να κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το τελικό επίπεδο-στόχος, λαμβανομένης, όμως, δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου, καθώς και του αντικτύπου των φιλοκυκλικών εισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων. Από τα ανωτέρω το ΕΣΕ, υποστηριζόμενο από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συνήγαγε, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 69, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, κατά το οποίο οι εκ των προτέρων εισφορές πρέπει να κατανέμονται «όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά», όπερ θα επέτρεπε, κατά την άποψή τους, την ελαστική ερμηνεία της απαίτησης του ανωτάτου ορίου του 12,5 %.

118    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η έννοια του άρθρου 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 προκύπτει χωρίς αμφισημία από το ίδιο το γράμμα της διάταξης.

119    Κατά πάγια νομολογία, η ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης υπό το πρίσμα του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται και του σκοπού της δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το σαφές και ακριβές γράμμα της διάταξης αυτής, ειδάλλως η ερμηνεία αυτή θα είναι contra legem και, ως εκ τούτου, μη συμβατή προς τις επιταγές της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Επομένως, εφόσον η έννοια διάταξης του δικαίου της Ένωσης προκύπτει χωρίς αμφισημία από το ίδιο το γράμμα της, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να αποκλίνει από την ερμηνεία αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2023, Mensing, C‑180/22, EU:C:2023:565, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Ιουνίου 2021, Lucaccioni κατά Επιτροπής, T‑316/19, EU:T:2021:367, σκέψη 118 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

120    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο για το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, διότι η διάταξη αυτή έχει επιτακτική διατύπωση, όπως καταδεικνύει η χρήση των φράσεων «δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του επιπέδου-στόχου» (πρώτο εδάφιο) και «[τ]ο συνολικό ποσό των […] εισφορών […] δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το 12,5 % του επιπέδου-στόχου ετησίως» (τέταρτο εδάφιο). Επιπλέον, η εν λόγω διάταξη καθορίζει το ανώτατο όριο σε 12,5 % ακριβώς, επαναλαμβάνοντάς το δύο φορές και χωρίς να προβλέπει εξαίρεση, με αποτέλεσμα το όριο αυτό να μην μπορεί να διαφοροποιηθεί ή να προσαρμοστεί από την αρμόδια για τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών αρχή.

121    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, έχει την έννοια, υπό το πρίσμα της απαίτησης του άρθρου 69, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, ότι το ανώτατο όριο του 12,5 % μπορούσε να μην ληφθεί υπόψη ή ότι ήταν απλώς και μόνον ενδεικτικό, με αποτέλεσμα το ΕΣΕ να μπορεί να παρεκκλίνει από αυτό προκειμένου να επιτευχθεί το τελικό επίπεδο-στόχος.

122    Ομοίως, το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι οι εκ των προτέρων εισφορές πρέπει να κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το τελικό επίπεδο-στόχος, δεν επιτρέπει την ερμηνεία του ανωτάτου ορίου του 12,5 % του άρθρου 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού ως μη δεσμευτικού ή ως αμιγώς ενδεικτικού. Πράγματι, πέραν του ότι μια τέτοια ερμηνεία θα προσέκρουε στο σαφές και ακριβές γράμμα του άρθρου 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, αφενός, υπογραμμίζεται ότι ο ίδιος ο νομοθέτης της Ένωσης, ορίζοντας ρητώς στο άρθρο 69, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού ότι οι εκ των προτέρων εισφορές πρέπει να «υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 70», προέβλεψε την ταυτόχρονη εφαρμογή τόσο του ανωτάτου ορίου του 12,5 % όσο και της απαίτησης περί κατανομής των εν λόγω εκ των προτέρων εισφορών όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά. Αφετέρου, σκοπός του άρθρου 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014 είναι η χρονική και κατά το δυνατόν ισομερής κατανομή της οικονομικής επιβάρυνσης των ιδρυμάτων, προκειμένου να αποφευχθούν σημαντικές ανά έτος διαφοροποιήσεις της εν λόγω επιβάρυνσης και να ληφθούν τοιουτοτρόπως υπόψη η φάση του οικονομικού κύκλου και ο αντίκτυπος που ενδέχεται να έχουν φιλοκυκλικές εισφορές στη χρηματοοικονομική θέση των ιδρυμάτων. Αντιθέτως, σκοπός του άρθρου 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού είναι να θέσει ανώτατο όριο, για κάθε επιμέρους έτος, στο ύψος των εισφορών που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών. Συνεπώς, το άρθρο 69, παράγραφος 2, και το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 επιδιώκουν διαφορετικούς, καίτοι συμπληρωματικούς, σκοπούς. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα ότι το άρθρο 69, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού επιβάλλει «ελαστική» ερμηνεία της απαίτησης περί ανωτάτου ορίου 12,5 %, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, πρέπει να απορριφθεί.

123    Το συμπέρασμα αυτό είναι κατά μείζονα λόγο επιβεβλημένο διότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το ΕΣΕ, δεν είναι αδύνατος ο συμβιβασμός των απαιτήσεων που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 117 ανωτέρω.

124    Βεβαίως, λόγω της διάρκειας της αρχικής περιόδου και του κινδύνου επέλευσης απρόβλεπτων γεγονότων κατά την περίοδο αυτή, η εκτίμηση του τελικού επιπέδου-στόχου βασίζεται σε ανάλυση των προοπτικών εξέλιξης του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων, όπερ συνεπάγεται ότι η εν λόγω εκτίμηση ενέχει αβεβαιότητα.

125    Εντούτοις, η συνεκτίμηση της αβεβαιότητας αυτής είναι σύμφυτη με τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στο ΕΣΕ. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το ΕΣΕ είναι υπεύθυνο να μεριμνά για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ΕΜΕ. Προς τούτο, το ΕΣΕ οφείλει να διασφαλίζει την επίτευξη του τελικού επιπέδου-στόχου έως το τέλος της αρχικής περιόδου, τηρώντας συγχρόνως το ανώτατο όριο του 12,5 %. Το γεγονός ότι η εκτίμησή του για το τελικό επίπεδο-στόχο αφορά το μέλλον συνεπάγεται ότι το ΕΣΕ πρέπει να εκτιμά αρκούντως συντηρητικά την εξέλιξη του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχικής περιόδου, ώστε να διαθέτει επαρκή κεφάλαια για τον συμβιβασμό της τήρησης του ανωτάτου ορίου του 12,5 % με τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 117 ανωτέρω.

126    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, το τελικό επίπεδο-στόχος πρέπει να ανέρχεται «τουλάχιστον» στο 1 % των καλυπτόμενων καταθέσεων στο τέλος της αρχικής περιόδου. Επομένως, η ως άνω διάταξη δεν υποχρεώνει το ΕΣΕ να διασφαλίζει ότι το επίπεδο-στόχος αντιστοιχεί επακριβώς στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων, αλλά του παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμά, βάσει συντηρητικών προβλέψεων, την εξέλιξη του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται το εν λόγω επίπεδο-στόχος, τηρουμένου συγχρόνως του ανωτάτου ορίου του 12,5 %.

127    Κατά τα λοιπά, επισημαίνεται ότι, κατά την εκπόνηση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2017/747, η Επιτροπή είχε επίσης υπόψη την ταυτόχρονη εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 12,5 % και των υπομνησθεισών στη σκέψη 117 απαιτήσεων που απορρέουν από το άρθρο 69, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 806/2014. Συγκεκριμένα, ο κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός 2017/747, ο οποίος έχει ως αντικείμενο, κατά το άρθρο του 1, σημείο 1, να καθορίσει, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια για τη χρονική κατανομή των εισφορών στο ΕΤΕ σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014, προβλέπει, στο άρθρο 3, παράγραφος 4, ότι, σε κάθε δεδομένη περίοδο συνεισφοράς, το επίπεδο των ετήσιων εισφορών μπορεί να είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο των ετήσιων εισφορών «που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1 και το άρθρο 70 παράγραφος 2 του κανονισμού [806/2014]» μόνο στην περίπτωση που το ΕΣΕ επαληθεύει ότι, βάσει συντηρητικών προβλέψεων, το τελικό επίπεδο-στόχος μπορεί να έχει επιτευχθεί στο τέλος της αρχικής περιόδου.

128    Κατά τρίτον, πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ συμμορφώθηκε προς την απαίτηση περί ανωτάτου ορίου 12,5 %, όπως προβλέπεται στο άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014.

129    Συναφώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 45 και 60 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει κατ’ αρχάς ότι το ΕΣΕ εκτίμησε το προβλεπόμενο τελικό επίπεδο-στόχο στο ποσό των 79 987 450 580 ευρώ.

130    Επομένως, όταν το ΕΣΕ υπολόγισε τις εκ των προτέρων εισφορές για την περίοδο συνεισφοράς 2022, όφειλε να μεριμνήσει, σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, και βάσει της δικής του εκτίμησης για το τελικό επίπεδο-στόχο, ώστε το ποσό των εκ των προτέρων εισφορών το οποίο οφειλόταν από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών να μην υπερβαίνει το ποσό των 9 998 431 322,50 ευρώ.

131    Όπως προκύπτει, όμως, από την αιτιολογική σκέψη 62 της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με το σημείο 124 του παραρτήματος III της απόφασης αυτής και με τη στήλη «Τελικό κοινοποιηθέν ποσό για το 2022 (iii)» του πίνακα που περιλαμβάνεται στην πρώτη σελίδα του παραρτήματος II της εν λόγω απόφασης, το ΕΣΕ καθόρισε το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2022 στο ποσό των 14 253 573 821,46 ευρώ, ποσό το οποίο μειώθηκε σε 13 675 366 302,18 ευρώ κατόπιν, μεταξύ άλλων, των αφαιρέσεων που πραγματοποιήθηκαν δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81.

132    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται, όπως άλλωστε αναγνώρισε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση καθόρισε το ποσό των εκ των προτέρων εισφορών που οφείλονταν από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών σε ύψος που υπερέβαινε το ανώτατο όριο του 12,5 % του προβλεπόμενου τελικού επιπέδου-στόχου.

133    Ως εκ τούτου, το ΕΣΕ παρέβη το άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014 και, επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της παραβάσεως από το ΕΣΕ των λοιπών διατάξεων που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του λόγου αυτού.

 Συμπέρασμα

134    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 43 και 86 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τις ενστάσεις περί ελλείψεως νομιμότητας που προέβαλε η προσφεύγουσα και κήρυξε ανεφάρμοστες τις διατάξεις του άρθρου 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014 και του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, καθώς και, χάριν πληρότητας, του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του εν λόγω εκτελεστικού κανονισμού.

135    Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στον εκτελεστικό κανονισμό 2015/81 καθώς και, ειδικότερα, στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού αυτού, πρέπει να ακυρωθεί κατά το μέρος που αφορά την προσφεύγουσα.

136    Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 133 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει επίσης να ακυρωθεί για τον λόγο ότι αντιβαίνει στο άρθρο 70, παράγραφος 2, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 806/2014, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως και οι λοιπές αιτιάσεις που προβάλλει η προσφεύγουσα.

 Επί του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της απόφασης

137    Το ΕΣΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματά της έως την αντικατάστασή της ή, τουλάχιστον, επί έξι μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η δικαστική απόφαση θα καταστεί αμετάκλητη, καθότι ενδεχόμενη ακύρωση θα έχει σοβαρές συνέπειες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην τραπεζική ένωση.

138    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση το ΕΣΕ διευκρίνισε ότι, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω ελλείψεως νομιμότητας του κανονισμού 806/2014 ή του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, τα αποτελέσματα της απόφασης αυτής θα πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ επί έξι μήνες από την ημερομηνία έκδοσης νέας κανονιστικής ρύθμισης.

139    Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, το Κοινοβούλιο υποστήριξε, επίσης κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης χρειάζεται χρονικό διάστημα το οποίο κατά κανόνα κυμαίνεται μεταξύ 15 και 20 μηνών κατά μέσο όρο, για την έκδοση νομοθετικής πράξης μετά την υποβολή της πρότασης της Επιτροπής.

140    Η προσφεύγουσα αντικρούει τα αιτήματα του ΕΣΕ, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι το ΕΣΕ δεν προέβαλε κανέναν λόγο ικανό να δικαιολογήσει τις εις βάρος της αρνητικές συνέπειες από ακυρωθείσα πράξη εν αναμονή της έκδοσης νέας απόφασης.

141    Κατά το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να προσδιορίσει εκείνα τα έννομα αποτελέσματα της ακυρωθείσας πράξης που θεωρούνται οριστικά. Προς άσκηση της εξουσίας την οποία του απονέμει το άρθρο αυτό, ο δικαστής της Ένωσης λαμβάνει υπόψη τον σεβασμό της αρχής της ασφάλειας δικαίου και των λοιπών δημόσιων ή ιδιωτικών συμφερόντων (βλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Επιτροπή κατά Σουηδίας, C‑389/19 P, EU:C:2021:131, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C‑333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 122).

142    Συνακόλουθα, το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει, για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, τη διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων ακυρωθείσας απόφασης, τόσο για λόγους ασφάλειας δικαίου όσο και για λόγους σχετικούς με την αποφυγή διακοπής ή οπισθοδρόμησης στην εφαρμογή πολιτικών που υλοποιούνται ή υποστηρίζονται από την Ένωση (βλ. απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑699/17, EU:T:2021:44, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

143    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 43, 86 και 133 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς να διαπιστώσει, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, πλάνη ως προς την υποχρέωση καθεαυτήν της προσφεύγουσας να καταβάλει εκ των προτέρων εισφορά για την περίοδο συνεισφοράς 2022, όπως η υποχρέωση αυτή απορρέει από το άρθρο 2, το άρθρο 67, παράγραφος 4, και το άρθρο 70, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014.

144    Υπό τις συνθήκες αυτές και όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Landesbank Baden-Württemberg και ΕΣΕ (C‑584/20 P και C‑621/20 P, EU:C:2021:601, σκέψη 177), η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς να προβλέπεται η διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων της θα μπορούσε να θίξει την εφαρμογή της οδηγίας 2014/59, του κανονισμού 806/2014 και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2015/63, που αποτελούν ουσιώδες μέρος της τραπεζικής ένωσης, η οποία συμβάλλει στη σταθερότητα της ζώνης του ευρώ καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης στο σύνολό της. Πράγματι, αν το ΕΣΕ όφειλε να επιστρέψει αμέσως το ποσό της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας καθώς και τα ποσά των εκ των προτέρων εισφορών άλλων ιδρυμάτων, όπως εκείνα που έχουν ασκήσει παρόμοια προσφυγή προβάλλοντας τους ίδιους λόγους ακυρώσεως με αυτούς που γίνονται δεκτοί στην υπό κρίση προσφυγή, μολονότι τα ιδρύματα αυτά παραμένουν, κατ’ αρχήν, υπόχρεα προς καταβολή των εκ των προτέρων εισφορών, η επιστροφή αυτή θα ενείχε τον κίνδυνο να στερήσει από το ΕΤΕ τα χρηματοδοτικά μέσα που μπορεί να αποβούν αναγκαία για τη διασφάλιση της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Ένωσης.

145    Κατά συνέπεια, η απόρριψη του αιτήματος περί διατήρησης σε ισχύ των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης θα μπορούσε να θίξει τον σκοπό της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και τον σκοπό της εγκαθίδρυσης οικονομικής και νομισματικής ένωσης, όπως αυτός προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, ΣΕΕ.

146    Υπό τις περιστάσεις αυτές, και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ένας από τους λόγους ακυρώσεως που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο αφορά την έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 70, παράγραφος 7, του κανονισμού 806/2014 και του εκτελεστικού κανονισμού 2015/81, πρέπει να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος που αφορά την προσφεύγουσα, έως ότου ληφθούν τα μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης, τούτο δε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η παρούσα απόφαση θα καταστεί αμετάκλητη.

 Επί του αιτήματος επανάληψης της προφορικής διαδικασίας όσον αφορά τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της απόφασης

147    Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Μαρτίου 2024, η προσφεύγουσα ζήτησε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας. Στο αίτημα αυτό, επισημαίνει ότι περιήλθε σε γνώση της, μετά τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζήτησης στις 8 Φεβρουαρίου 2024, το από 15 Φεβρουαρίου 2024 ανακοινωθέν Τύπου του ΕΣΕ, στο οποίο το ΕΣΕ αναφέρει ότι στις 31 Δεκεμβρίου 2023 το ποσό των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων του ΕΤΕ ανερχόταν σε 78 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το τελικό επίπεδο-στόχος που αντιστοιχούσε στο 1 % των καλυπτόμενων καταθέσεων ανερχόταν σε 75 δισεκατομμύρια ευρώ. Κατά την προσφεύγουσα, το ΕΤΕ εμφανίζει, επομένως, πλεόνασμα 3 δισεκατομμυρίων ευρώ, γεγονός κρίσιμο για την ενδεχόμενη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να διατηρήσει σε ισχύ τα αποτελέσματα της προσβαλλόμενης απόφασης σε περίπτωση ακυρώσεώς της. Όσον αφορά τα ιδρύματα που άσκησαν προσφυγή κατά της απόφασης αυτής προβάλλοντας λόγο ακυρώσεως αντίστοιχο με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως της υπό κρίση προσφυγής, το εν λόγω πλεόνασμα θα καθιστούσε δυνατή, συγκεκριμένα, την επιστροφή του μέρους των εκ των προτέρων εισφορών των ως άνω ιδρυμάτων το οποίο υπερβαίνει το ανώτατο όριο του 12,5 %, χωρίς τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα του ΕΤΕ να υπολείπονται του τελικού επιπέδου-στόχου των 75 δισεκατομμυρίων ευρώ.

148    Κατά το άρθρο 113, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας όταν ένας κύριος διάδικος το ζητήσει στηριζόμενος σε πραγματικά περιστατικά δυνάμενα να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή επί της απόφασής του, τα οποία δεν μπόρεσε να επικαλεστεί πριν από τη λήξη της προφορικής διαδικασίας.

149    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το νέο πραγματικό περιστατικό που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου.

150    Πράγματι, αφενός, όπως παραδέχεται και η ίδια η προσφεύγουσα, το μνημονευθέν στη σκέψη 147 ανακοινωθέν Τύπου του ΕΣΕ δεν ασκεί επιρροή για την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και για τη λήψη απόφασης επί των αιτημάτων του δικογράφου της προσφυγής. Αφετέρου, το ως άνω ανακοινωθέν Τύπου δεν είναι αποφασιστικής σημασίας όσον αφορά τη διατήρηση σε ισχύ των αποτελεσμάτων της προσβαλλομένης απόφασης. Επί του σημείου αυτού, αρκεί να επισημανθεί ότι υπάρχει κίνδυνος το ποσό της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας και τα ποσά των εκ των προτέρων εισφορών άλλων ιδρυμάτων, όπως τα ιδρύματα που άσκησαν παρόμοια προσφυγή προβάλλοντας τους ίδιους λόγους ακυρώσεως με εκείνους που έγιναν δεκτοί στην υπό κρίση προσφυγή, να υπερβαίνουν, εν πάση περιπτώσει, το ποσό των 3 δισεκατομμυρίων ευρώ που μνημονεύει η προσφεύγουσα.

151    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της προσφεύγουσας για επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί των δικαστικών εξόδων

152    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το ΕΣΕ ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

153    Σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση SRB/ES/2022/18 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 11ης Απριλίου 2022, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) για το 2022, κατά το μέρος που αφορά την Hypo Vorarlberg Bank AG.

2)      Τα αποτελέσματα της απόφασης SRB/ES/2022/18, κατά το μέρος που αφορά την Hypo Vorarlberg Bank, διατηρούνται σε ισχύ έως ότου ληφθούν τα μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης, τούτο δε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία η παρούσα απόφαση θα καταστεί αμετάκλητη.

3)      Το ΕΣΕ φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Hypo Vorarlberg Bank.

4)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Kornezov

De Baere

Petrlík

Kecsmár

 

Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 29 Μαΐου 2024.

Ο γραμματέας

 

Ο πρόεδρος

T. Henze, βοηθός γραμματέας


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική