Language of document : ECLI:EU:T:2012:242

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 22ας Μαΐου 2012 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Φάκελος υποθέσεως στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου συμπράξεως — Άρνηση προσβάσεως — Εξαίρεση σχετική με την προστασία των σκοπών της έρευνας — Εξαίρεση σχετική με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων τρίτων — Εξαίρεση σχετική με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων — Υποχρέωση του οικείου θεσμικού οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση του περιεχομένου των εγγράφων τα οποία αφορά η αίτηση προσβάσεως»

Στην υπόθεση T‑344/08,

EnBW Energie Baden-Württemberg AG, με έδρα την Karlsruhe (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους A. Bach και A. Hahn, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις K. Petkovska, S. Johannesson και A. Falk,

παρεμβαίνον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τις P. Costa de Oliveira, A. Αντωνιάδη και O. Weber, στη συνέχεια, από τον A. Bouquet και τις P. Costa de Oliveira και A. Αντωνιάδη,

καθής,

υποστηριζόμενης από

τη Siemens AG, με έδρα το Βερολίνο (Γερμανία) και το Μόναχο (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους I. Brinker, C. Steinle και M. Holm-Hadulla, δικηγόρους,

και από

την ABB Ltd, με έδρα τη Ζυρίχη (Ελβετία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον J. Lawrence, solicitor, και την E. Whiteford, barrister, στη συνέχεια, από τους J. Lawrence και D. Howe, solicitor,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως SG.E.3/MV/psi D (2008) 4931 της Επιτροπής, της 16ης Ιουνίου 2008, περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως στον φάκελο της διαδικασίας COMP/F/38.899 — Εξοπλισμός μεταγωγής με μόνωση αερίου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Νοεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα EnBW Energie Baden-Württemberg AG είναι επιχείρηση διανομής ενέργειας. Θεωρεί ότι εθίγη από τη λειτουργία συμπράξεως μεταξύ κατασκευαστών εξοπλισμού μεταγωγής με μόνωση αερίου (στο εξής: ΕΜΜΑ), ως προς την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την απόφαση C (2006) 6762 τελικό της Επιτροπής, της 24ης Ιανουαρίου 2007, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F/38.899 — Εξοπλισμός μεταγωγής με μόνωση αερίου) (στο εξής: απόφαση ΕΜΜΑ).

2        Με την απόφαση ΕΜΜΑ, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε ότι διάφορες επιχειρήσεις είχαν παραβεί το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, συμμετέχοντας σε σύμπραξη στην αγορά των ΕΜΜΑ, στο πλαίσιο της οποίας νόθευσαν διαγωνισμούς, καθόρισαν τις τιμές και κατένειμαν έργα και αγορές ΕΜΜΑ στην Ευρώπη. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επέβαλε στις επιχειρήσεις που μετείχαν στην εν λόγω σύμπραξη πρόστιμα, το συνολικό ύψος των οποίων ανερχόταν σε 750 εκατομμύρια ευρώ.

3        Στις 9 Νοεμβρίου 2007 η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή πρόσβαση σε όλα τα σχετικά με τη διαδικασία στην υπόθεση COMP/F/38.899 έγγραφα, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (EΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43).

4        Κατόπιν συζητήσεων μεταξύ της προσφεύγουσας και της Επιτροπής, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι η αίτηση αυτή κατέστη άνευ αντικειμένου, όπως και η επιβεβαιωτική αίτηση της 10ης Δεκεμβρίου 2007, και υπέβαλε, στις 13 Δεκεμβρίου 2007, νέα αίτηση προσβάσεως στα σχετικά με την επίμαχη υπόθεση έγγραφα. Με τηλεομοιοτυπία της 11ης Ιανουαρίου 2008, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι από την αίτησή της εξαιρούνταν τρεις κατηγορίες εγγράφων, ήτοι όλα τα έγγραφα που αφορούσαν αποκλειστικώς τη διάρθρωση των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, όλα τα έγγραφα που αφορούσαν αποκλειστικώς τον προσδιορισμό της ταυτότητας των αποδεκτών της αποφάσεως ΕΜΜΑ καθώς και όλα τα έγγραφα που είχαν στο σύνολό τους συνταχθεί στην ιαπωνική γλώσσα.

5        Στις 30 Ιανουαρίου 2008 η Επιτροπή απέρριψε την αρχική αίτηση της προσφεύγουσας, όπως αυτή τροποποιήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2008.

6        Στις 20 Φεβρουαρίου 2008 η προσφεύγουσα υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

7        Στις 16 Ιουνίου 2008 η Επιτροπή απέρριψε την επιβεβαιωτική αίτηση (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

8        Στο σημείο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέταξε τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υποθέσεως COMP/F/38.899 στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες:

1)      έγγραφα προσκομισθέντα στο πλαίσιο αιτήσεως περί μη επιβολής προστίμου ή περί επιείκειας, ήτοι δηλώσεις των οικείων επιχειρήσεων και κάθε έγγραφο το οποίο αυτές υπέβαλαν στο πλαίσιο της αιτήσεως περί μη επιβολής προστίμου ή περί επιείκειας·

2)      αιτήσεις παροχής πληροφοριών και απαντήσεις των εμπλεκομένων στις αιτήσεις αυτές·

3)      έγγραφα που συνελέγησαν κατά τη διάρκεια των επιθεωρήσεων, ήτοι έγγραφα κατασχεθέντα κατά τη διάρκεια επιτόπιων ελέγχων στις εγκαταστάσεις των οικείων επιχειρήσεων·

4)      ανακοίνωση των αιτιάσεων και απαντήσεις των εμπλεκομένων·

5)      εσωτερικά έγγραφα:

α)      έγγραφα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, ήτοι, πρώτον, σημειώσεις επί της ουσίας ως προς τα συμπεράσματα που πρέπει να συναχθούν από τις συγκεντρωθείσες αποδείξεις, δεύτερον, αλληλογραφία με άλλες αρχές ανταγωνισμού και, τρίτον, διαβουλεύσεις με άλλες υπηρεσίες της Επιτροπής που παρενέβησαν στην υπόθεση·

β)      διαδικαστικά έγγραφα, ήτοι εντολές διεξαγωγής ελέγχου, πρακτικά ελέγχων, εκθέσεις ελέγχων, καταστάσεις των εγγράφων που συνελέγησαν κατά τη διάρκεια των ελέγχων, στοιχεία σχετικά με την κοινοποίηση ορισμένων εγγράφων και σημειώματα για το αρχείο.

9        Εν συνεχεία, στο σημείο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε ότι καθεμία από τις κατηγορίες αυτές ενέπιπτε στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και ότι τα έγγραφα της πέμπτης κατηγορίας, στοιχείο α΄, ενέπιπταν επιπλέον στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001.

10      Περαιτέρω, στο σημείο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στις κατηγορίες 1 έως 4 ενέπιπταν στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

11      Στο σημείο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι δεν μπορούσε να εντοπίσει καμία ένδειξη περί της υπάρξεως υπερέχοντος δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί την πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.

12      Τέλος, στο σημείο 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αιτιολόγησε την άρνησή της να επιτρέψει μερική πρόσβαση στον φάκελο επικαλούμενη το γεγονός ότι όλα τα έγγραφα που περιλαμβάνονταν στον φάκελο ενέπιπταν στο σύνολό τους στις εξαιρέσεις του κανονισμού 1049/2001.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 25 Αυγούστου 2008, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

14      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα ζήτησε να εκδικαστεί η προσφυγή αυτή με ταχεία διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 76α, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως αυτής στις 11 Σεπτεμβρίου 2008. Με απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2008, το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) απέρριψε την αίτηση εφαρμογής ταχείας διαδικασίας.

15      Στις 8 Δεκεμβρίου 2008 το Βασίλειο της Σουηδίας ζήτησε να παρέμβει υπέρ της προσφεύγουσας. Στις 9 και 12 Δεκεμβρίου 2008 η Siemens AG και η ABB Ltd ζήτησαν, αντιστοίχως, να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής.

16      Με τις από 13 Μαρτίου 2009 διατάξεις, ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Πρωτοδικείου έκανε δεκτές τις εν λόγω αιτήσεις παρεμβάσεως.

17      Στις 27 Μαΐου 2009 το Βασίλειο της Σουηδίας και η Siemens κατέθεσαν τα υπομνήματα παρεμβάσεώς τους. Στις 28 Μαΐου 2009 η ABB κατέθεσε το υπόμνημα παρεμβάσεώς της.

18      Στις 29 και 30 Σεπτεμβρίου 2009 η προσφεύγουσα και η Επιτροπή κατέθεσαν, αντιστοίχως, τις παρατηρήσεις τους επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως.

19      Στις 18 Νοεμβρίου 2009 η Επιτροπή, συμμορφούμενη προς μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που ελήφθη από το Πρωτοδικείο, προσκόμισε κατάλογο των εγγράφων του φακέλου στην υπόθεση COMP/F/38.899 αναφέροντας, για κάθε έγγραφο που περιλαμβανόταν στον κατάλογο, σε ποια κατηγορία από τις προαναφερθείσες στη σκέψη 8 ανωτέρω ενέπιπτε χωρίς να αποκαλύπτει τα στοιχεία που αφορούσαν το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων.

20      Με διάταξη της 26ης Απριλίου 2010 και κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων ο πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου ανέστειλε τη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση έως την έκδοση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου για την επίλυση της διαφοράς στην υπόθεση T‑399/07, Basell Polyolefine κατά Επιτροπής. Η απόφαση αυτή ελήφθη με την από 25 Ιανουαρίου 2011 διάταξη περί διαγραφής και η διαδικασία συνεχίστηκε από την ίδια ημερομηνία.

21      Κατόπιν τροποποιήσεως της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο τέταρτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε ως εκ τούτου η υπό κρίση υπόθεση.

22      Η προσφεύγουσα, συμμορφούμενη προς μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που αποφασίστηκαν από το Γενικό Δικαστήριο, προσκόμισε αντίγραφο της από 20 Φεβρουαρίου 2008 επιβεβαιωτικής αιτήσεώς της και η Επιτροπή απάντησε σε γραπτές ερωτήσεις.

23      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Σουηδίας, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθό μέτρο η Επιτροπή δεν της επέτρεψε ούτε μερική πρόσβαση στα περιλαμβανόμενα στον φάκελο έγγραφα·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Siemens και την ABB, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

25      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως αντλούμενους, πρώτον, από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, και του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, δεύτερον, από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του εν λόγω κανονισμού και, τρίτον, από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού. Επιπλέον, προβάλλει και έναν τέταρτο λόγο αντλούμενο, κατ’ ουσίαν, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με το περιεχόμενο της αιτήσεως προσβάσεως.

 Α —      Επί του παραδεκτού της αιτιάσεως που αντλείται από παράλειψη συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των εγγράφων

26      Το Βασίλειο της Σουηδίας προέβαλε μια αιτίαση η οποία δεν προβλήθηκε ρητώς από την προσφεύγουσα και με την οποία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν προέβη σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων του φακέλου. Η Επιτροπή φρονεί ότι η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη, διότι εξέρχεται του αντικειμένου της προσφυγής, όπως αυτό οριοθετήθηκε από την προσφεύγουσα.

27      Κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται και στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53 του ίδιου Οργανισμού, η παρέμβαση μπορεί να έχει ως αντικείμενο μόνον την υποστήριξη των αιτημάτων ενός από τους κύριους διαδίκους. Κατά το άρθρο 116, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρέμβασής του. Κατά τη νομολογία, με τις διατάξεις αυτές δεν απαγορεύεται μεν η προβολή από τον παρεμβαίνοντα επιχειρημάτων διαφορετικών από αυτά του υπέρ ου η παρέμβαση διαδίκου, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν τροποποιούν το πλαίσιο της διαφοράς και ότι η παρέμβαση αποσκοπεί πάντοτε στην υποστήριξη των αιτημάτων του υπέρ ου η παρέμβαση διαδίκου (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 1961, 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 547, και της 8ης Ιανουαρίου 2002, C‑248/99 P, Γαλλία κατά Monsanto και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑1, σκέψη 56· απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Απριλίου 2003, T‑119/02, Royal Philips Electronics κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1433, σκέψεις 203 και 212).

28      Εν προκειμένω πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση ενός οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εκτίμηση του περιεχομένου των εγγράφων τα οποία αφορά οποιαδήποτε αίτηση υποβληθείσα βάσει του κανονισμού 1049/2001 αποτελεί λύση αρχής, η οποία έχει εφαρμογή ανεξαρτήτως του τομέα στον οποίο αναφέρονται τα οικεία έγγραφα, μολονότι η ανωτέρω λύση αρχής δεν σημαίνει ότι παρόμοια εξέταση απαιτείται σε κάθε περίπτωση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Απριλίου 2005, T‑2/03, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑1121, στο εξής: απόφαση VKI, σκέψεις 74 και 75).

29      Κατά συνέπεια, η εξέταση της αιτιάσεως που αντλείται από παράβαση της ως άνω υποχρεώσεως συνιστά στάδιο το οποίο προηγείται της εξετάσεως των λόγων που αντλούνται από παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει, εν πάση περιπτώσει, να ελέγχει, στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων που αντλούνται από παράβαση των εν λόγω διατάξεων, αν η Επιτροπή προέβη σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση εκάστου των ζητηθέντων εγγράφων ή αν απέδειξε ότι τα έγγραφα στα οποία αυτή αρνήθηκε την πρόσβαση καλύπτονταν προδήλως στο σύνολό τους από κάποια εξαίρεση.

30      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, μολονότι είναι αληθές ότι το Βασίλειο της Σουηδίας προέβαλε την αιτίαση που αντλείται από την απουσία συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των εγγράφων στο πρώτο μέρος του υπομνήματός του παρεμβάσεως, χωρίς άμεση σύνδεση με τους λόγους που προέβαλε η προσφεύγουσα, εντούτοις, στη συνέχεια, επανέλαβε την αιτίαση αυτή στο πλαίσιο της αναπτύξεως του λόγου που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

31      Επομένως, η αιτίαση που αντλείται από την παράλειψη συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των εγγράφων στα οποία δεν επετράπη η πρόσβαση, όπως αυτή προβλήθηκε από το Βασίλειο της Σουηδίας, είναι παραδεκτή.

 Β —      Επί της ουσίας

1.     Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με το περιεχόμενο της αιτήσεως προσβάσεως

32      Από το σημείο 2, στο τέλος, της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 5, στοιχείο β΄ (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω), δεν καλύπτονταν από την αίτηση προσβάσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα, «δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά είχαν καθαρά διαδικαστικό χαρακτήρα και/ή παρέθεταν πραγματικά περιστατικά τα οποία ήταν γνωστά». Απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή, πρώτον, ανέφερε ότι η εκτίμηση αυτή στηριζόταν στο ότι η προσφεύγουσα, με την επιβεβαιωτική αίτησή της, δεν είχε προβάλει αντιρρήσεις όσον αφορά τον περιοριστικό ορισμό που δόθηκε στο περιεχόμενο της αιτήσεως προσβάσεως, όπως αυτός παρατίθεται στην απάντηση στην αρχική αίτηση, και ούτε καν ανέφερε τα εσωτερικά έγγραφα. Δεύτερον, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε ένα σημείωμα του φακέλου, με ημερομηνία 21 Ιανουαρίου 2008, σχετικά με τηλεφωνική συζήτηση, της 9ης Ιανουαρίου 2008, μεταξύ ενός υπαλλήλου της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) Ανταγωνισμού και των δικηγόρων της προσφεύγουσας. Από το σημείωμα αυτό προκύπτει ότι οι δικηγόροι της προσφεύγουσας επισήμαναν ότι η αίτησή τους προσβάσεως αφορούσε μόνον τα έγγραφα που σχετίζονταν με την καταλογιζόμενη στους μετέχοντες στη σύμπραξη ΕΜΜΑ παράβαση και όχι, για παράδειγμα, τα εσωτερικά έγγραφα. Ο συνδυασμός των δύο αυτών στοιχείων δημιούργησε στην Επιτροπή την πεποίθηση ότι η αίτηση προσβάσεως της προσφεύγουσας δεν αφορούσε τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στην κατηγορία 5, στοιχείο β΄.

33      Με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα αντιτάχθηκε στην εξαίρεση των εν λόγω εγγράφων, υποστηρίζοντας ότι σε κανένα σημείο δεν είχε αναφέρει ότι τα ως άνω έγγραφα εξαιρούνταν από την αίτησή της και ότι, αντιθέτως, στην από 11 Ιανουαρίου 2008 τηλεομοιοτυπία της, είχε ρητώς προσδιορίσει τα έγγραφα που εξαιρούνταν από την αίτησή της.

34      Συναφώς, πρώτον, διαπιστώνεται ότι, με την από 9 Νοεμβρίου 2007 αρχική αίτησή της, η προσφεύγουσα ζήτησε πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα του φακέλου σχετικά με τη σύμπραξη ΕΜΜΑ, χωρίς επιπλέον διευκρινίσεις ή περιορισμούς. Εν συνεχεία, με τηλεομοιοτυπία της 11ης Ιανουαρίου 2008, η προσφεύγουσα περιόρισε την αίτησή της, εξαιρώντας από αυτή ορισμένες ρητώς απαριθμούμενες κατηγορίες εγγράφων, ήτοι όλα τα έγγραφα που αφορούσαν αποκλειστικώς τη διάρθρωση των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, όλα τα έγγραφα που αφορούσαν αποκλειστικώς τον προσδιορισμό της ταυτότητας των αποδεκτών της αποφάσεως ΕΜΜΑ καθώς και όλα τα έγγραφα που είχαν στο σύνολό τους συνταχθεί στην ιαπωνική γλώσσα. Επομένως, ο ρητός και γραπτός αυτός περιορισμός, που πραγματοποιήθηκε σε συνέχεια της τηλεφωνικής συζητήσεως της 9ης Ιανουαρίου 2008, δεν επιρρωννύει τα όσα η Επιτροπή υποστηρίζει σχετικά με τον υποτιθέμενο περιορισμό στον οποίο η προσφεύγουσα προέβη προφορικά κατά την εν λόγω συζήτηση.

35      Δεύτερον, η επιβεβαιωτική αίτηση της 20ής Φεβρουαρίου 2008 έχει το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με την αρχική αίτηση, όπως αυτή περιορίστηκε με την από 11 Ιανουαρίου 2008 τηλεομοιοτυπία, καθόσον αφορά τη γνωστοποίηση «του συνόλου των εγγράφων που έχει στην κατοχή της η […] Επιτροπή σχετικά με τη διαδικασία […] στην υπόθεση COMP/F/38.899», με εξαίρεση τρεις κατηγορίες εγγράφων που δεν περιλαμβάνονταν στην εν λόγω τηλεομοιοτυπία της 11ης Ιανουαρίου 2008. Επομένως, το αργότερο με την ανάγνωση της επιβεβαιωτικής αιτήσεως, η Επιτροπή όφειλε να επανεξετάσει την περιοριστική θεώρησή της αναφορικά με το περιεχόμενο της αιτήσεως προσβάσεως.

36      Τρίτον, οι λόγοι που η Επιτροπή προβάλλει προκειμένου να δικαιολογήσει επί της ουσίας την περιοριστική θεώρησή της, ήτοι το γεγονός ότι τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στην κατηγορία 5, στοιχείο β΄, έχουν καθαρά διαδικαστικό χαρακτήρα και παραθέτουν απλώς γνωστά πραγματικά περιστατικά, δεν είναι λυσιτελείς στο πλαίσιο του κανονισμού 1049/2001. Συγκεκριμένα, το προσωπικό συμφέρον του οποίου την ικανοποίηση τυχόν επιδιώκει ο αιτών με την αίτηση προσβάσεως αποτελεί κριτήριο εντελώς ξένο προς τον κανονισμό 1049/2001, με συνέπεια ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να διατυπώσει κρίσεις ή υποθέσεις συναφώς ούτε να αντλήσει συμπεράσματα όσον αφορά την επεξεργασία της αιτήσεως.

37      Επομένως, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα βασίμως υποστηρίζει ότι η περιοριστική, εκ μέρους της Επιτροπής, θεώρηση του περιεχομένου της αιτήσεώς της προσβάσεως ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Ως εκ τούτου, η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί καθόσον αρνείται στην προσφεύγουσα την πρόσβαση στα έγγραφα που περιλαμβάνονται στην κατηγορία 5, στοιχείο β΄.

2.     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, και του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001

38      Ο λόγος αυτός ακυρώσεως περιλαμβάνει τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Το δεύτερο σκέλος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Το τρίτο σκέλος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

39      Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο εκδοθείς βάσει του άρθρου 255, παράγραφος 2, ΕΚ κανονισμός 1049/2001 αποσκοπεί, όπως αναφέρεται στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη και στο άρθρο 1 του κανονισμού, να παράσχει στο κοινό το δικαίωμα μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Με την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού επισημαίνεται ότι το δικαίωμα προσβάσεως συναρτάται με τον δημοκρατικό χαρακτήρα των θεσμικών οργάνων. Προκύπτει, επίσης, από τον εν λόγω κανονισμό, ιδίως από την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη και το άρθρο 4 αυτού το οποίο προβλέπει συναφώς καθεστώς εξαιρέσεων, ότι αυτό το δικαίωμα προσβάσεως δεν υπόκειται παρά σε ορισμένους περιορισμούς, για λόγους δημοσίου ή ιδιωτικού συμφέροντος.

40      Για να δικαιολογηθεί η άρνηση προσβάσεως σε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η γνωστοποίηση, δεν αρκεί, καταρχήν, το έγγραφο αυτό να αφορά δραστηριότητα αναφερόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Το οικείο θεσμικό όργανο πρέπει επίσης να επεξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η πρόσβαση στο εν λόγω έγγραφο είναι ικανή να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά το συμφέρον που προστατεύει η εξαίρεση του άρθρου αυτού (βλ. αποφάσεις της 1ης  Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, Συλλογή 2008, σ.  I‑4723, σκέψη 49· της 29ης Ιουνίου 2010, C‑139/07 P, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, Συλλογή 2010, σ. I‑5885, στο εξής: απόφαση TGI, σκέψη 53, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2010, C‑514/07 P, C‑528/07 P και C‑532/07 P, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑8533, σκέψη 72).

41      Κατά πάγια νομολογία, δεδομένου ότι συνιστούν απόκλιση από τη γενική αρχή της κατά το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, οι απαριθμούμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται συσταλτικά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2007, C‑266/05 P, Sison κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑1233, σκέψη 63· της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑64/05 P, Σουηδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑11389, σκέψη 66, καθώς και Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψη 36).

42      Υπό το πρίσμα αυτών των αρχών πρέπει να εξεταστούν τα τρία σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα.

43      Συναφώς, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 29 ανωτέρω, η αιτίαση που αντλείται από παράλειψη συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των εγγράφων αφορά ένα οριζόντιο ζήτημα, κοινό στα τρία σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η αιτίαση αυτή πρέπει να εξετασθεί πριν το ζήτημα αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθά τις διάφορες εξαιρέσεις που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να στηρίξει την άρνηση γνωστοποιήσεως των ζητηθέντων εγγράφων. Επομένως πρέπει, καταρχάς, να εξετασθεί αν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την απαλλαγή της Επιτροπής από την υποχρέωση συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως συνέτρεχαν εν προκειμένω.

 Επί της συνδρομής, εν προκειμένω, των προϋποθέσεων υπό τις οποίες επιτρέπεται παρέκκλιση από την υποχρέωση συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως του περιεχομένου των ζητηθέντων εγγράφων

44      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η νομολογία έχει δεχθεί, σε διάφορες περιπτώσεις, παρεκκλίσεις από την υποχρέωση συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως του περιεχομένου των εγγράφων στα οποία ζητείται πρόσβαση.

45      Πρώτον, πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες, υπό τις περιστάσεις της εκάστοτε υποθέσεως, είναι προφανές ότι η πρόσβαση πρέπει να αποκλεισθεί ή, αντιθέτως, να επιτραπεί. Αυτό θα μπορούσε να ισχύει, κατά το Γενικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία ορισμένα έγγραφα καλύπτονται προφανώς στο σύνολό τους από εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως είτε, αντιστρόφως, επιτρέπεται προδήλως η πρόσβαση στο σύνολό τους, είτε, τέλος, έχουν αποτελέσει στο παρελθόν αντικείμενο συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εκτιμήσεως από την Επιτροπή υπό παρεμφερείς περιστάσεις (απόφαση VKI, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 75). Μια τέτοια προφανή περίπτωση έχει δεχθεί και το Δικαστήριο, το οποίο έχει κρίνει ότι τα θεσμικά όργανα, προκειμένου να εξηγήσουν με ποιο τρόπο η πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα θα μπορούσε να αποβεί σε βάρος του συμφέροντος το οποίο προστατεύεται από εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, μπορούν να στηρίζονται σε γενικά τεκμήρια που εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι τέτοιες γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις ενδέχεται να αφορούν και αιτήσεις γνωστοποιήσεως σχετικές με έγγραφα της ίδιας φύσεως. (αποφάσεις Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψη 50, TGI, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψεις 54 και 55, και Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψη 74). Στο πλαίσιο αυτό, εξάλλου, οι όροι «κατηγορία εγγράφων» και «έγγραφα της ίδιας φύσεως» νοούνται υπό ευρεία έννοια και ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους, όπως προκύπτει από την απόφαση TGI, σκέψη 40 ανωτέρω, στην οποία οι όροι αυτοί χρησιμοποιήθηκαν με τρόπο που να καταλαμβάνει το σύνολο των εγγράφων που περιέχονταν σε φάκελο που αφορούσε διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, και από την απόφαση Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, σκέψη 40 ανωτέρω, στην οποία έγινε δεκτό ότι ορισμένα έγγραφα περιλαμβάνονταν στην ίδια κατηγορία για μόνον τον λόγο ότι είχαν συνταχθεί από την Επιτροπή υπό την ιδιότητά της ως διαδίκου σε διάφορες προσφυγές εκκρεμείς κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως.

46      Δεύτερον, μία και μόνη δικαιολογία μπορεί να εφαρμοστεί ως προς έγγραφα που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, πράγμα το οποίο ισχύει ιδίως αν τα εν λόγω έγγραφα περιέχουν το ίδιο είδος πληροφοριών. Εναπόκειται στη συνέχεια στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει αν η προβαλλόμενη εξαίρεση καλύπτει προδήλως και στο σύνολό τους τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή. Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, το κοινό στοιχείο των επίμαχων εγγράφων εντοπίζεται, επομένως, στο περιεχόμενό τους, δεδομένου ότι σε σχέση ακριβώς με τις πληροφορίες που περιέχονται στα ζητηθέντα έγγραφα το θεσμικό όργανο προς το οποίο υποβάλλεται η αίτηση οφείλει να δικαιολογήσει την άρνηση γνωστοποιήσεως, με βάση τις διάφορες εξαιρέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001.

47      Τρίτον, κατ’ εξαίρεση και μόνον όταν η διοικητική επιβάρυνση την οποία συνεπάγεται η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων αποβαίνει ιδιαιτέρως επαχθής, υπερβαίνοντας τα όρια των εύλογων απαιτήσεων, μπορεί να γίνει δεκτή παρέκκλιση από την υποχρέωση συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των ζητηθέντων εγγράφων (απόφαση VKI, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 112 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Εν προκειμένω, η Επιτροπή στο σημείο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που φέρει τον τίτλο «Προκαταρκτικές παρατηρήσεις», ρητώς επικαλέστηκε δύο από τις περιπτώσεις αυτές, ήτοι, αφενός, την πρώτη, που αναφέρεται στη σκέψη 45 ανωτέρω, κατά την οποία είναι προφανές ότι η πρόσβαση πρέπει να αποκλεισθεί διότι ορισμένα έγγραφα καλύπτονται προφανώς στο σύνολό τους από εξαίρεση και, αφετέρου, τη δεύτερη, που αναφέρεται στη σκέψη 46 ανωτέρω, κατά την οποία το θεσμικό όργανο μπορεί να εξηγήσει τους λόγους για την άρνηση της προσβάσεως παραπέμποντας σε κατηγορίες εγγράφων που περιέχουν το ίδιο είδος πληροφοριών.

49      Καταρχάς, επισημαίνεται ο γενικός και αφηρημένος χαρακτήρας της παραπομπής αυτής στις προβληθείσες περιπτώσεις εξαιρέσεων, δηλαδή εκτός του κατά κυριολεξία πλαισίου της εξετάσεως της αιτήσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν διευκρινίζει σε ποια έγγραφα έχουν εφαρμογή οι δύο αυτές εξαιρέσεις, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι προτίθεται να τις εφαρμόσει στο σύνολο των ζητηθέντων εγγράφων. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε την ερμηνεία αυτή υποστηρίζοντας, με το υπόμνημά της αντικρούσεως, ότι «όλες οι απαριθμούμενες στην [προσβαλλόμενη] απόφαση κατηγορίες εγγράφων εμπίπτουν προφανώς και στο σύνολό τους στους λόγους παρέκκλισης […] του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, και [του άρθρου 4,] παράγραφος 3, του [κανονισμού 1049/2001]».

50      Περαιτέρω, η Επιτροπή, στο στάδιο του υπομνήματός της αντικρούσεως, υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα «δεν είχε διευκρινίσει επαρκώς την αίτησή της, μολονότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής είχαν επιστήσει την προσοχή της στον όγκο του φακέλου και στον φόρτο εργασίας που η αίτησή της συνεπαγόταν». Στο μέτρο που η παρατήρηση αυτή πρέπει να εκληφθεί ως επίκληση της εξαιρέσεως που στηρίζεται στον εξαιρετικό φόρτο εργασίας, όπως αυτός ορίζεται στη σκέψη 47 ανωτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να περιέχεται στην ίδια την απόφαση, οι δε μεταγενέστερες διευκρινίσεις της Επιτροπής δεν μπορούν, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, να ληφθούν υπόψη (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 2ας Ιουλίου 1992, T‑61/89, Dansk Pelsdyravlerforening κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑1931, σκέψη 131· της 14ης Μαΐου 1998, T‑295/94, Buchmann κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑813, σκέψη 171, και της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑374/94, T‑375/94, T‑384/94 και T‑388/94, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3141, σκέψη 95).

51      Στο έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2008, όμως, με το οποίο απορρίφθηκε η αρχική αίτηση, η απουσία συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των εγγράφων δικαιολογείται με επίκληση όχι του φόρτου εργασίας που θα συνεπαγόταν μια τέτοια εξέταση, αλλά αποκλειστικώς του ότι τα ζητηθέντα έγγραφα καλύπτονται προφανώς και στο σύνολό τους από τις προβληθείσες από την Επιτροπή εξαιρέσεις. Η δε προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει συναφώς καμία εξήγηση. Η Επιτροπή μόλις με το υπόμνημα αντικρούσεως υποστήριξε για πρώτη φορά ότι ο περιορισμός της αιτήσεως, στον οποίο η προσφεύγουσα συνήνεσε, δεν αρκούσε λαμβανομένου υπόψη του φόρτου εργασίας που συνεπαγόταν μια συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση. Επομένως, το επιχείρημα αυτό δεν συνιστά λόγο ο οποίος επηρέασε την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

52      Υπό τις συνθήκες αυτές, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

53      Επομένως, καταρχάς, πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη των εξαιρετικών περιστάσεων που επικαλέστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των ζητηθέντων εγγράφων. Εν συνεχεία, πρέπει επίσης να εξετασθεί, επικουρικώς, η εξαίρεση που η Επιτροπή επικαλέστηκε με το υπόμνημά της αντικρούσεως και η οποία στηρίζεται στον φόρτο εργασίας.

 Επί της πρώτης εξαιρέσεως που προβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία στηρίζεται στο ότι, βάσει ενός γενικού τεκμηρίου, είναι προφανές ότι η πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα πρέπει να απορριφθεί

54      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 41 ανωτέρω, δεδομένου ότι συνιστούν απόκλιση από την αρχή της κατά το δυνατόν ευρύτερης προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα, οι απαριθμούμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται συσταλτικά.

55      Πάντως, έχει κριθεί ότι το οικείο θεσμικό όργανο μπορεί, συναφώς, να στηρίζεται σε γενικά τεκμήρια που εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι τέτοιες γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις ενδέχεται να αφορούν και αιτήσεις γνωστοποιήσεως σχετικές με έγγραφα της ίδιας φύσεως (αποφάσεις Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψη 50· TGI, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψη 54, και Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψη 74). Σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει να εξακριβωθεί αν εκτιμήσεις γενικής φύσεως καθιστούσαν δυνατή τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι η Επιτροπή εδικαιούτο να στηριχθεί στο τεκμήριο ότι η γνωστοποίηση των επίμαχων εγγράφων θα έθιγε τα προστατευόμενα από το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 συμφέροντα, τούτο δε χωρίς να υποχρεούται να προβεί σε συγκεκριμένη εκτίμηση του περιεχομένου εκάστου των εγγράφων αυτών (βλ., υπό την έννοια αυτή, Σουηδία κ.λπ. κατά API και Επιτροπής, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψη 76).

56      Εντούτοις εν προκειμένω, αντίθετα προς ό,τι η Επιτροπή ανέφερε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ένα τέτοιο τεκμήριο δεν θα μπορούσε να στηριχθεί σε μια συλλογιστική ανάλογη με αυτή που ακολούθησε το Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση TGI, σκέψη 40 ανωτέρω. Στην υπόθεση αυτή, η οποία είχε ως αντικείμενο αίτηση προσβάσεως στον φάκελο διαδικασίας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα γενικό τεκμήριο, κατά το οποίο όλα τα ζητηθέντα έγγραφα καλύπτονταν από εξαίρεση, μπορούσε να συναχθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), καθώς και από τη νομολογία σχετικά με το δικαίωμα ενημερώσεως περί του περιεχομένου των εγγράφων του διοικητικού φακέλου που τηρεί η Επιτροπή, δεδομένου ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν προέβλεπε κανένα δικαίωμα προσβάσεως στα εν λόγω έγγραφα υπέρ άλλων ενδιαφερομένων πλην του κράτους μέλους που ήταν υπεύθυνο για τη χορήγηση της ενισχύσεως. Συγκεκριμένα, αν οι ενδιαφερόμενοι αυτοί μπορούσαν να επιτύχουν την πρόσβαση στα έγγραφα του φακέλου βάσει του κανονισμού 1049/2001, το σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων θα ετίθετο υπό αμφισβήτηση (απόφαση TGI, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψεις 55 έως 58).

57      Συναφώς, αφενός, υπογραμμίζεται ότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση TGI, σκέψη 40 ανωτέρω, η Επιτροπή, αντίθετα προς την υπό κρίση υπόθεση, δεν είχε ακόμη, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεώς της περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως στον φάκελο, εκδώσει τελική απόφαση περί περατώσεως της διαδικασίας της οποίας ο φάκελος αποτελούσε το αντικείμενο της αιτήσεως προσβάσεως. Εξάλλου, η συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση TGI, σκέψη 40 ανωτέρω, στηρίζεται ακριβώς στο ότι οι διατάξεις σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα που διέπουν την επίμαχη διαδικασία δεν πρέπει να παρακάμπτονται διά της προσφυγής στον κανονισμό 1049/2001. Το καθεστώς προσβάσεως στον φάκελο, όμως, που ισχύει ως προς κάποια ειδική διαδικασία, είτε αυτή αφορά τον τομέα των κρατικών ενισχύσεων είτε τον τομέα των συμπράξεων, έχει εφαρμογή μόνον κατά τη διάρκεια της επίμαχης διαδικασίας. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η συλλογιστική που ακολούθησε το Δικαστήριο στην απόφαση TGI, σκέψη 40 ανωτέρω, δεν μπορεί να μεταφερθεί στην περίπτωση στην οποία το θεσμικό όργανο έχει ήδη εκδώσει τελική απόφαση με την οποία κλείνει ο φάκελος στον οποίο ζητείται πρόσβαση, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

58      Αφετέρου, εν προκειμένω, κατ’ αναλογία με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση TGI, σκέψη 40 ανωτέρω, ένα γενικό τεκμήριο κατά το οποίο τα περιεχόμενα σε φάκελο διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού έγγραφα δεν πρέπει να γνωστοποιούνται θα μπορούσε να συναχθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε, καθώς και από τη νομολογία σχετικά με το δικαίωμα ενημερώσεως περί του περιεχομένου των εγγράφων του διοικητικού φακέλου που τηρεί η Επιτροπή.

59      Είναι αληθές ότι, όπως και ο κανονισμός 659/1999 στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, ο κανονισμός 1/2003 δεν προβλέπει, υπέρ προσώπων που δεν μετέχουν στη διαδικασία, δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα του διοικητικού φακέλου που τηρεί η Επιτροπή στο πλαίσιο διαδικασίας στον τομέα των συμπράξεων. Εντούτοις, το άρθρο 27 του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ένα δικαίωμα προσβάσεως υπέρ των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η διαδικασία, στο γενικότερο πλαίσιο της διασφαλίσεως των δικαιωμάτων άμυνας. Η παρεχόμενη στο πλαίσιο αυτό πρόσβαση στον φάκελο δεν εκτείνεται και στα εσωτερικά έγγραφα του οργάνου, στα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων και τις λοιπές εμπιστευτικές πληροφορίες (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψη 1015, και της 26ης Απριλίου 2007, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑947, σκέψη 45).

60      Οι διατάξεις του κανονισμού 1/2003 για την πρόσβαση στα έγγραφα διευκρινίστηκαν από τον κανονισμό (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 123, σ. 18), ο οποίος προβλέπει επίσης δικαίωμα προσβάσεως υπέρ του καταγγέλλοντος σε περίπτωση απορρίψεως της καταγγελίας του. Συναφώς, το άρθρο 8, παράγραφος 2, και το άρθρο 15, παράγραφος 4, του κανονισμού 773/2004 ορίζουν ότι έγγραφα τα οποία αποκτώνται από τον οικείο καταγγέλλοντα ή την οικεία επιχείρηση χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς δικαστικής ή διοικητικής διαδικασίας εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

61      Επομένως, μολονότι οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορά ορισμένη διαδικασία στον τομέα των συμπράξεων, καθώς και οι έχοντες υποβάλει καταγγελίες στις οποίες η Επιτροπή δεν έδωσε συνέχεια, έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση ορισμένων εγγράφων του διοικητικού φακέλου που τηρεί η Επιτροπή, εντούτοις το δικαίωμα αυτό υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς οι οποίοι απαιτούν μια κατά περίπτωση αξιολόγηση. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν ακολουθηθεί η συλλογιστική που εφάρμοσε το Δικαστήριο στην υπόθεση TGI, σκέψη 40 ανωτέρω, κατά την οποία για την ερμηνεία της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι περιορισμοί του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο που υφίστανται στο πλαίσιο ειδικών διαδικασιών, όπως οι διαδικασίες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων ή του ανταγωνισμού, πάντως μια τέτοια συνεκτίμηση δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το σύνολο των εγγράφων που περιέχονται στους φακέλους που η Επιτροπή τηρεί στον οικείο τομέα καλύπτεται αυτομάτως από κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, διότι άλλως θα θιγόταν η δυνατότητα της Επιτροπής να καταστείλει τις συμπράξεις.

62      Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το σύνολο των ζητηθέντων εγγράφων καλυπτόταν προφανώς από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, χωρίς να προβεί σε συγκεκριμένη ανάλυση ενός εκάστου εγγράφου.

63      Κατ’ ακολουθία, η Επιτροπή δεν μπορούσε, στηριζόμενη στην πρώτη περίπτωση εξαιρέσεως, να μην προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των ζητηθέντων εγγράφων.

 Επί της δεύτερης εξαιρέσεως που προβάλλεται με την προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία στηρίζεται σε εξέταση των εγγράφων ανά κατηγορίες

64      Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 46 ανωτέρω, μία και μόνη δικαιολογία μπορεί να εφαρμοστεί σε έγγραφα που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, πράγμα το οποίο ισχύει ιδίως αν τα εν λόγω έγγραφα περιέχουν το ίδιο είδος πληροφοριών. Εντούτοις, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η προβαλλόμενη εξαίρεση καλύπτει προδήλως και στο σύνολό τους τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή.

65      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το χωρίο της προσβαλλομένης αποφάσεως που παρατίθεται στο σκέψη 48 ανωτέρω, η Επιτροπή στηρίζεται στη σκέψη 73 της αποφάσεως VKI, που παρατίθεται στη σκέψη 28 ανωτέρω, για να δικαιολογήσει την αιτιολόγηση κατά κατηγορία εγγράφων. Εντούτοις το Γενικό Δικαστήριο, με την ως άνω σκέψη, υπογράμμισε ότι θεωρούσε εν πάση περιπτώσει αναγκαία την εξέταση χωριστά του περιεχομένου κάθε εγγράφου προκειμένου να προβεί στην υποχρεωτική, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, εξέταση της δυνατότητας παροχής μερικής προσβάσεως στα ζητούμενα έγγραφα (απόφαση VKI, σκέψη 73). Επομένως, το θεσμικό όργανο απαλλάσσεται από την υποχρέωση εξατομικευμένης εξετάσεως των σχετικών εγγράφων μόνο στην περίπτωση που τα έγγραφα ορισμένης κατηγορίας καλύπτονται προφανώς και στο σύνολό τους από εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως.

66      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η υπαγωγή των εγγράφων σε κατηγορίες στην οποία προβαίνει το οικείο όργανο πρέπει να γίνεται σε συνάρτηση με τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχουν τα εν λόγω έγγραφα, γεγονός που σημαίνει ότι οι κατηγορίες δεν συμπίπτουν απαραίτητα με το είδος των εγγράφων. Για παράδειγμα, ενδέχεται η απάντηση μιας επιχειρήσεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων να περιέχει πληροφορίες των οποίων η γνωστοποίηση πρέπει να αποκλεισθεί δυνάμει εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, ενώ η απάντηση μιας άλλης επιχειρήσεως, μολονότι εμπίπτει στην ίδια κατηγορία εγγράφων, να περιέχει πληροφορίες οι οποίες δεν χρήζουν τέτοιας προστασίας. Επομένως, η άρνηση γνωστοποιήσεως μιας ολόκληρης κατηγορίας εγγράφων μπορεί να δικαιολογηθεί με επίκληση μίας και μόνης δικαιολογίας στην περίπτωση ιδίως που τα έγγραφα ορισμένης κατηγορίας περιέχουν το ίδιο είδος πληροφοριών. Συγκεκριμένα, υπό τέτοιες περιστάσεις, η δικαιολόγηση ανά κατηγορία εγγράφων διευκολύνει ή απλοποιεί το έργο της Επιτροπής κατά την εξέταση της αιτήσεως και την αιτιολόγηση της αποφάσεώς της.

67      Επομένως, το γεγονός ότι η εξέταση ανά κατηγορίες είναι χρήσιμη στο πλαίσιο της επεξεργασίας της αιτήσεως προσβάσεως αποτελεί προϋπόθεση για τη νομιμότητα μιας τέτοιας εξετάσεως. Ως εκ τούτου, ο προσδιορισμός των κατηγοριών εγγράφων πρέπει να γίνεται με βάση κριτήρια τα οποία να επιτρέπουν στην Επιτροπή να εφαρμόσει μια συλλογιστική κοινή για το σύνολο των εγγράφων που περιλαμβάνονται σε ορισμένη κατηγορία. Εν προκειμένω, τα έγγραφα που εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία πρέπει, επομένως, να έχουν κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία να ασκούν επιρροή στην έκδοση της αποφάσεως σχετικά με την τυχόν γνωστοποίησή τους. Η συλλογιστική που εφαρμόζεται σε μια κατηγορία πρέπει, επομένως, κατ’ ανάγκη να διαφέρει από τη συλλογιστική που εφαρμόζεται στις λοιπές κατηγορίες. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που μία και μόνη συλλογιστική θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε δύο διαφορετικές κατηγορίες, στην πραγματικότητα, για τους σκοπούς της εξετάσεως της αιτήσεως προσβάσεως, θα επρόκειτο περί μίας και της αυτής κατηγορίας. Επομένως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, η διάκριση σε κατηγορίες θα ήταν τεχνητή και περιττή.

68      Εντούτοις εν προκειμένω, αφενός, η κατάταξη των ζητηθέντων εγγράφων σε κατηγορίες, όπως αυτή πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω), δεν είχε, σε μεγάλο βαθμό, καμία χρησιμότητα για την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 70 έως 85 κατωτέρω, όσον αφορά τις εξαιρέσεις που στηρίζονται στην προστασία των σκοπών της έρευνας και στην προστασία των εμπορικών συμφερόντων, η κατάταξη αυτή δεν διευκόλυνε ούτε απλοποιούσε το έργο της Επιτροπής αναφορικά με την εξέταση της αιτήσεως και την αιτιολόγηση της αποφάσεώς της, δεδομένου ότι η κατηγοριοποίηση έγινε με βάση το είδος των εγγράφων, ανεξαρτήτως των πληροφοριών που περιείχαν τα επίμαχα έγγραφα.

69      Αφετέρου, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 86 έως 91 κατωτέρω, όσον αφορά την εξαίρεση που στηρίζεται στην προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, τα έγγραφα σε σχέση με τα οποία η Επιτροπή προέβαλε την εξαίρεση αυτή δεν καλύπτονταν προφανώς και στο σύνολό τους από αυτή, αντίθετα προς την επιταγή που διατυπώνεται στις σκέψεις 64 και 65 ανωτέρω.

–       Επί της εξετάσεως, στο σημείο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της εξαιρέσεως που στηρίζεται στην προστασία των σκοπών της έρευνας

70      Το σημείο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαιρείται σε δύο μέρη. Το σημείο 3.1, που φέρει τον τίτλο «Υπό εξέλιξη διαδικασία έρευνας», αφορά τη δικαιολόγηση της αρνήσεως παροχής προσβάσεως με επίκληση της προστασίας των σκοπών της υπό εξέλιξη έρευνας. Στο σημείο 3.2, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προστασία, εκτός του πλαισίου της συγκεκριμένης έρευνας, των εγγράφων που εμπίπτουν στο πεδίο της έρευνας», η Επιτροπή εκθέτει, καταρχάς, ότι τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, τα οποία, είτε εκούσια είτε αναγκαστικά, γνωστοποιούν πληροφορίες στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού 1/2003, ευλόγως προσδοκούν ότι αυτή δεν θα δημοσιοποιήσει τα επίμαχα έγγραφα και ότι αυτά θα χρησιμοποιηθούν μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης. Η Επιτροπή παραπέμπει επίσης στις διατάξεις του κανονισμού 1/2003 που απαγορεύουν τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και τις οποίες η Επιτροπή συγκέντρωσε κατ’ εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού. Σε περίπτωση που η Επιτροπή διαψεύσει την εμπιστοσύνη των οικείων επιχειρήσεων διά της δημοσιοποιήσεως των ζητηθέντων εγγράφων, η διάθεση συνεργασίας των εν λόγω επιχειρήσεων με αυτήν θα περιοριστεί, σε βαθμό που δεν θα είναι πλέον σε θέση να εκτελέσει ορθά την αποστολή της για την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού. Τέλος, η Επιτροπή ρητώς αναφέρει ότι «[η] προπαρατεθείσα αιτιολογία ισχύει και για τα πέντε είδη εγγράφων που αναφέρονται [στο σημείο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως]».

71      Από την ανάλυση των σημείων της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορούν τις διάφορες κατηγορίες εγγράφων προκύπτει, επίσης, ότι η συλλογιστική που ακολούθησε η Επιτροπή έχει κατ’ ουσίαν ταυτόσημο περιεχόμενο για κάθε μία από τις κατηγορίες 1, 2, 4 και 5, στοιχείο α΄.

72      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή στηρίχθηκε ουσιαστικά, για κάθε μία από τις κατηγορίες αυτές, στο σκεπτικό ότι η γνωστοποίηση των εγγράφων θα οδηγούσε σε δημοσιοποίηση των πληροφοριών τις οποίες είχαν παράσχει οι αιτούντες επιεική μεταχείριση καθώς και οι αποδέκτες αιτήσεων παροχής πληροφοριών, γεγονός που θα διευκόλυνε την άσκηση αγωγών αποζημιώσεως κατά των επιχειρήσεων που συνεργάστηκαν ή απάντησαν σε αιτήσεις παροχής πληροφοριών και, κατά συνέπεια, θα απέτρεπε μελλοντικούς αιτούντες επιεική μεταχείριση και μελλοντικούς αποδέκτες αιτήσεων παροχής πληροφοριών από το να συνεργαστούν μαζί της. Ένας τέτοιος περιορισμός της αποτελεσματικότητας του προγράμματος επιείκειας και των ερευνών της Επιτροπής θα την εμπόδιζε να εκπληρώσει αποτελεσματικά την αποστολή της που συνίσταται στην εξασφάλιση της τηρήσεως του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης.

73      Ειδικότερα, όσον αφορά την κατηγορία 1, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι δικηγόροι παρακολουθούν προσεκτικά την αφορώσα την επιείκεια πρακτική της, με συνέπεια ότι οι ενέργειές της στο πλαίσιο μιας υποθέσεως είναι δυνατό να έχουν συνέπειες επί μελλοντικών υποθέσεων. Όσον αφορά την κατηγορία 2, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι αποδέκτες αιτήσεων παροχής πληροφοριών κατά το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003 ενδέχεται να περιορίσουν τις απαντήσεις τους στο ελάχιστο αναγκαίο ή να καταφύγουν σε παρελκυστικές τακτικές, αναγκάζοντάς την έτσι να σταματήσει να εκδίδει επίσημες αποφάσεις για τη συγκέντρωση πληροφοριών. Όσον αφορά την κατηγορία 4, η Επιτροπή τόνισε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων που συνεργάζονται μαζί της ως προς το ότι οι παρεχόμενες από αυτές πληροφορίες δεν θα γνωστοποιηθούν παρά μόνον εντός των ορίων του κανονισμού 1/2003. Όσον αφορά την κατηγορία 5, στοιχείο α΄, η Επιτροπή περιορίστηκε να αναφέρει, με τρόπο πολύ γενικό, ότι η γνωστοποίηση των εν λόγω εγγράφων, «όπως [αυτή είχε] ήδη διευκρινίσει σε σχέση με τις κατηγορίες εγγράφων [1 έως 4]», θα υπονόμευε τον σκοπό της έρευνας, χωρίς να προβάλει κάποια αυτοτελή συλλογιστική η οποία να αναφέρεται στο ειδικό περιεχόμενο των εγγράφων της οικείας κατηγορίας.

74      Επομένως, υπό το πρίσμα των δικαιολογητικών λόγων που η Επιτροπή προέβαλε προς απόρριψη της αιτήσεως προσβάσεως στα έγγραφα που εμπίπτουν στις κατηγορίες 1, 2, 4 και 5, στοιχείο α΄, δεν υφίσταται πραγματική διαφορά μεταξύ του περιεχομένου των εγγράφων που εμπίπτουν αντίστοιχα στις κατηγορίες αυτές, με συνέπεια ότι η διάκριση σε κατηγορίες δεν έχει καμία χρησιμότητα στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

75      Ασφαλώς, η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ανέφερε ότι, αν και η άρνηση την οποία αυτή αντέταξε στηριζόταν σε κάποιες θεμελιώδεις νομικές αρχές, πάντως οι παρασχεθείσες με την προσβαλλόμενη απόφαση εξηγήσεις αποδείκνυαν ότι αυτή είχε λάβει υπόψη τις ιδιομορφίες των εγγράφων που εμπίπτουν στις διάφορες κατηγορίες. Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προβαλλόμενοι σε σχέση με τις κατηγορίες 1, 2, 4 και 5, στοιχείο α΄, λόγοι, οι οποίοι συνοψίζονται στη σκέψη 73 ανωτέρω, μπορούν σε μεγάλο βαθμό να υποκαταστήσουν ο ένας τον άλλον και να εφαρμοστούν εξίσου σε κάθε μία από τις κατηγορίες εγγράφων.

76      Επομένως, η διάκριση σε κατηγορίες στην οποία προέβη η Επιτροπή ήταν, καθόσον αφορά τις κατηγορίες 1, 2, 4 και 5, στοιχείο α΄, τεχνητή. Η διάκριση αυτή δεν ανταποκρινόταν σε πραγματικές διαφορές του περιεχομένου των εγγράφων που εμπίπτουν στις διάφορες κατηγορίες. Ως εκ τούτου, οι προϋποθέσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 64 ανωτέρω προκειμένου να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορεί να μην προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση κάθε εγγράφου δεν πληρούνταν, γεγονός που σημαίνει ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει χωριστά κάθε ένα από τα έγγραφα που περιλαμβάνονταν στις κατηγορίες αυτές.

77      Αντιθέτως, όσον αφορά την κατηγορία 3, η οποία αναφέρεται στα κατασχεθέντα κατά τη διάρκεια των ελέγχων στις εμπορικές εγκαταστάσεις των οικείων επιχειρήσεων έγγραφα, η Επιτροπή προβάλλει, με τρόπο συγκεκριμένο, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων στο ότι τα έγγραφα που αυτή συγκέντρωσε κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της δεν δημοσιοποιήθηκαν, αλλά χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικώς στο πλαίσιο της διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 3 διαφέρουν από τα έγγραφα που εμπίπτουν στις άλλες κατηγορίες ως προς τις περιστάσεις αποκτήσεώς τους από την Επιτροπή, ήτοι ως προς το γεγονός ότι συγκεντρώθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1/2003, ενάντια στη θέληση των οικείων επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια αιφνιδιαστικών ελέγχων που πραγματοποίησε η Επιτροπή, ενώ όλα τα άλλα έγγραφα, στο μέτρο που δεν προέρχονταν από την Επιτροπή, είτε παρασχέθηκαν εκουσίως από τις επιχειρήσεις είτε, στο μέτρο που αυτές υπείχαν από τον νόμο υποχρέωση παροχής πληροφοριών, κατόπιν ωρίμου σκέψεως και, ενδεχομένως, με τη βοήθεια κατάλληλων νομικών συμβουλών. Λαμβανομένου υπόψη του ότι η παράδοση των εγγράφων της κατηγορίας 3 ήταν προϊόν καταναγκασμού, η εμπιστοσύνη που τυχόν είχε δημιουργηθεί στις οικείες επιχειρήσεις ως προς το ότι τα κατασχεθέντα έγγραφα θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικώς στο πλαίσιο της έρευνας που διενεργούσε η Επιτροπή, βάσει του άρθρου 81 ΕΚ, διέφερε εξ ορισμού από την εμπιστοσύνη που επικαλέστηκε η Επιτροπή σε σχέση με τα έγγραφα της κατηγορίας 4 και η οποία τυχόν είχε δημιουργηθεί στις οικείες επιχειρήσεις ως προς το ότι τα εκουσίως παρασχεθέντα έγγραφα δεν επρόκειτο να δημοσιοποιηθούν, τούτο δε έστω και αν η εμπιστοσύνη αυτή θα μπορούσε, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 28 του κανονισμού 1/2003. Επομένως, ο δικαιολογητικός λόγος που προέβαλε η Επιτροπή όσον αφορά τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 3 στηρίζεται σε ειδικά κριτήρια που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεως σχετικά με την τυχόν δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων.

78      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η κατηγορία 3 ήταν η μόνη κατηγορία εγγράφων που προσδιορίσθηκε από την Επιτροπή η οποία, υπό το πρίσμα της συλλογιστικής που διατυπώνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, παρουσίαζε κάποια χρησιμότητα στο πλαίσιο της εξετάσεως της αιτήσεως προσβάσεως. Πάντως, το συμπέρασμα αυτό δεν προδικάζει την εξέταση του βασίμου των λόγων που η Επιτροπή προέβαλε προς δικαιολόγηση της αρνήσεως γνωστοποιήσεως των εγγράφων που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή.

79      Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να μην προβεί, στο σημείο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την εξαίρεση που στηρίζεται στην προστασία των σκοπών της έρευνας, σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων που εμπίπτουν στις κατηγορίες 1, 2, 4 και 5, στοιχείο α΄.

–       Επί της εξετάσεως, με το σημείο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της σχετικής με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων εξαιρέσεως

80      Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι με το σημείο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αφορά τη σχετική με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων εξαίρεση, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η πρόσβαση στα έγγραφα των κατηγοριών 1 έως 4 πρέπει να αποκλεισθεί βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, εντούτοις, δεν αναφέρει τα έγγραφα της κατηγορίας 5. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν επικαλείται την εν λόγω εξαίρεση ως προς τα τελευταία αυτά έγγραφα.

81      Εξάλλου, η συλλογιστική που ανέπτυξε η Επιτροπή με το σημείο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν στηρίζεται στις κατηγορίες εγγράφων όπως αυτές προσδιορίζονται στο σημείο 2 της εν λόγω αποφάσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διακρίνει δύο κατηγορίες εγγράφων, ήτοι, πρώτον, τα «συνταχθέντα από τις οικείες επιχειρήσεις έγγραφα» και, δεύτερον, τα «έγγραφα της Επιτροπής».

82      Όμως, όπως και η διάκριση σε κατηγορίες η οποία γίνεται για την εφαρμογή της σχετικής με την προστασία των σκοπών της έρευνας εξαιρέσεως (βλ. σκέψεις 70 έως 76 ανωτέρω), η διάκριση αυτή είναι τεχνητή, δεδομένου ότι η συλλογιστική που χρησιμοποιείται για τη δικαιολόγηση της αρνήσεως γνωστοποιήσεως είναι στην πράξη η ίδια και για τις δύο κατηγορίες εγγράφων.

83      Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή, αφού διευκρινίζει ότι τα συνταχθέντα από τις οικείες επιχειρήσεις έγγραφα «περιέχουν διαφόρων ειδών απόρρητα εμπιστευτικά στοιχεία» και «λεπτομερή στοιχεία σχετικά με την εμπορική δραστηριότητα και τη συμπεριφορά στην αγορά» των οικείων επιχειρήσεων τα οποία οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν νόμιμο συμφέρον να προστατεύσουν από τρίτους που επιθυμούν να τα πληροφορηθούν, εν συνεχεία αναφέρει ότι «η προεκτεθείσα αιτιολογία σχετικά με τα συνταχθέντα από τις οικείες επιχειρήσεις έγγραφα ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο και για τα έγγραφά της».

84      Επομένως, η συλλογιστική της Επιτροπής, αν και παρουσιάζεται ως συνιστάμενη σε μια ανά κατηγορίες εγγράφων ανάλυση, εντούτοις είναι γενική και εφαρμόζεται στο σύνολο των εγγράφων που εμπίπτουν στις κατηγορίες 1 έως 4, κατά παράβαση της υποχρεώσεως που αυτή υπέχει και η οποία προκύπτει από την παρατεθείσα στη σκέψη 40 ανωτέρω νομολογία του Δικαστηρίου, να εξηγεί για ποιο λόγο η πρόσβαση στο εκάστοτε έγγραφο του οποίου ζητήθηκε η γνωστοποίηση είναι ικανή να θίξει συγκεκριμένα και ουσιαστικά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων.

85      Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορούσε νομίμως να μην προβεί, στο σημείο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως που αναφέρεται στη σχετική με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων εξαίρεση, σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των ζητηθέντων εγγράφων που εμπίπτουν στις κατηγορίες 1 έως 4.

–       Επί της εξετάσεως, με το σημείο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της εξαιρέσεως που στηρίζεται στην προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής

86      Όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 9 ανωτέρω, η Επιτροπή επικαλέστηκε την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, που στηρίζεται στην προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων που αυτή ακολουθεί, μόνο σε σχέση με τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 5, στοιχείο α΄.

87      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, «ένα θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του σχετικού θεσμικού οργάνου, ακόμη και αφού έχει ληφθεί η απόφαση, εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον».

88      Πρώτον, απορρέει εμμέσως από το σημείο 3.2.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως και ρητώς από την απάντηση της Επιτροπής της 9ης Νοεμβρίου 2011 στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου ότι, κατά την Επιτροπή, όλα τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 5, στοιχείο α΄, περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως.

89      Δεύτερον, όπως υπογραμμίστηκε στις σκέψεις 64 και 65 ανωτέρω, το θεσμικό όργανο απαλλάσσεται από την υποχρέωση εξατομικευμένης εξετάσεως των σχετικών εγγράφων μόνο στην περίπτωση που τα έγγραφα ορισμένης κατηγορίας καλύπτονται προφανώς και στο σύνολό τους από εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως.

90      Εντούτοις, εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι όλα τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 5, στοιχείο α΄, καλύπτονται προφανώς και στο σύνολό τους από την εν λόγω εξαίρεση. Αντιθέτως, δεδομένης της φύσεως των εγγράφων που περιλαμβάνονται στις τρεις υποκατηγορίες της κατηγορίας 5, στοιχείο α΄, όπως αυτές ορίζονται από την Επιτροπή στο σημείο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως και εξειδικεύονται με την από 9 Νοεμβρίου 2011 απάντησή της στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, όλα τα στοιχεία τείνουν προς το συμπέρασμα ότι μεγάλος αριθμός των εγγράφων αυτών περιέχει χωρία τα οποία δεν συνιστούν απόψεις κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Τούτο ισχύει, ιδίως, ως προς τους τίτλους των εγγράφων αυτών, τα εισαγωγικά μέρη τους και τα έγγραφα που συνόδευαν την κοινοποίησή τους στους διάφορους αποδέκτες.

91      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε νομίμως να μην προβεί, στο σημείο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφορά τη σχετική με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων εξαίρεση, σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων που εμπίπτουν στην κατηγορία 5, στοιχείο α΄, και τούτο χωρίς να απαιτείται, στο παρόν στάδιο της εξετάσεως, να εξετασθεί το αν αυτή απέδειξε, επαρκώς κατά νόμον, ότι όλα τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 5, στοιχείο α΄, περιείχαν απόψεις κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

92      Ως εκ τούτου, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των ζητηθέντων εγγράφων, η Επιτροπή δεν μπορούσε να επικαλεστεί την εξέταση ανά κατηγορίες παρά μόνο σε σχέση με τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 3.

 Επί της εξαιρέσεως που προβάλλεται με το υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής και στηρίζεται σε εξαιρετικό και δυσανάλογα μεγάλο φόρτο εργασίας

93      Όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 50 έως 52 ανωτέρω, η εξαίρεση αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απουσία συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των ζητηθέντων εγγράφων δεδομένου ότι δεν μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Εντούτοις, θεωρείται σκόπιμο να εξεταστεί, επικουρικώς, το βάσιμο του επιχειρήματος αυτού.

94      Η Επιτροπή, στο σημείο 103 του υπομνήματός της αντικρούσεως, υποστηρίζει ότι είχε επιστήσει την προσοχή της προσφεύγουσας στον όγκο του φακέλου και στον φόρτο εργασίας που η αίτησή της συνεπαγόταν, χωρίς εντούτοις η προσφεύγουσα να διευκρινίσει επαρκώς την αίτησή της. Συγχρόνως, παραπέμπει στη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο φόρτος εργασίας που αντιπροσωπεύει η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση ενός μεγάλου αριθμού εγγράφων μπορεί να δικαιολογήσει την αναζήτηση από κοινού με τον αιτούντα μιας «λογικής λύσης», για τον συμβιβασμό των συμφερόντων του αιτούντος με αυτά της χρηστής διοικήσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουλίου 1999, T‑14/98, Hautala κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. II‑2489, σκέψη 86, και απόφαση VKI, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψεις 101 έως 103).

95      Εν προκειμένω, όμως, η Επιτροπή δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να επικαλεστεί την ως άνω νομολογία προκειμένου να δικαιολογήσει την παράλειψή της να προβεί, στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των ζητηθέντων εγγράφων.

96      Πρώτον, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα της Επιτροπής να περιορίσει την αίτησή της προσβάσεως. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα προσκόμισε, ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής της, τηλεομοιοτυπία της 11ης Ιανουαρίου 2008 την οποία απέστειλε σε συνέχεια τηλεφωνικής συζητήσεως που είχε την προηγούμενη ημέρα με την Επιτροπή. Με την τηλεομοιοτυπία αυτή η προσφεύγουσα περιορίζει την αίτησή της προσβάσεως «προκειμένου να περιορίσει κατά το δυνατόν τον φόρτο εργασίας της Γενικής Διευθύνσεως Ανταγωνισμού», παραιτούμενη από τρεις κατηγορίες εγγράφων και συγκεκριμένα από όλα τα έγγραφα που αφορούν αποκλειστικώς τη διάρθρωση των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, όλα τα έγγραφα που αφορούν τον προσδιορισμό της ταυτότητας των αποδεκτών της αποφάσεως ΕΜΜΑ καθώς και όλα τα έγγραφα που είχαν στο σύνολό τους συνταχθεί στην ιαπωνική γλώσσα.

97      Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα που η Επιτροπή αντλεί από την ανταλλαγή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας κατά τον Ιανουάριο του 2008 και από την οποία, κατά την άποψή της, αποδεικνύεται ότι, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις της, τις οποίες διατύπωσε και σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 22ας Ιανουαρίου 2008, η προσφεύγουσα δεν διευκρίνισε την αίτησή της προσβάσεως. Συγκεκριμένα, η επίμαχη ανταλλαγή ξεκίνησε με ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 18ης Ιανουαρίου 2008 στο οποίο η προσφεύγουσα εκφράζει τη δυσαρέσκειά της αναφορικά με το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απάντησε στην από 13 Δεκεμβρίου 2007 αρχική αίτησή της εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε εργασίμων ημερών που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001. Από την απάντηση της Επιτροπής της 22ας Ιανουαρίου 2008 (10:24), καθώς και από την ανταπάντηση της προσφεύγουσας της ίδιας ημέρας (11:51), προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είχε, στο στάδιο αυτό, λάβει υπόψη την τηλεομοιοτυπία της προσφεύγουσας της 11ης Ιανουαρίου 2008, με την οποία αυτή περιόρισε την αρχική αίτησή της, αν και η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της διαβιβαστικό μετάδοσης της τηλεομοιοτυπίας αυτής το οποίο ήταν σωστό. Η ανταλλαγή τερματίστηκε με ένα άλλο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Επιτροπής, της 22ας Ιανουαρίου 2008 (16:57), με το οποίο αυτή βεβαιώνει ότι έλαβε γνώση της βουλήσεως της προσφεύγουσας να συνεργαστεί και του περιορισμού της αιτήσεως προσβάσεως.

98      Επομένως, αν και η Επιτροπή υπενθύμισε στην προσφεύγουσα, στο πλαίσιο αυτής της ανταλλαγής ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, τη δέσμευση που αυτή ανέλαβε να περιορίσει την αίτησή της, η υπόμνηση αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν είχε λάβει υπόψη της προηγούμενη τηλεομοιοτυπία με την οποία είχε γίνει ο περιορισμός αυτός, όπως η ίδια παραδέχθηκε με το ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο τερματίστηκε η σχετική ανταλλαγή. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν απάντησε στην πρόσκληση που της απηύθυνε στις 22 Ιανουαρίου 2008 να διευκρινίσει την αίτησή της.

99      Επιπλέον, η Επιτροπή, στο από 30 Ιανουαρίου 2008 έγγραφο περί απορρίψεως της αρχικής αιτήσεως, βεβαιώνει, στο σημείο 1, ότι έλαβε γνώση του περιορισμού της αιτήσεως προσβάσεως, χωρίς να προβάλει ότι αυτή είναι ανεπαρκής υπό το πρίσμα του περιορισμού του φόρτου εργασίας της.

100    Δεύτερον, η Επιτροπή δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι ο φόρτος εργασίας που συνεπάγεται η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των ζητηθέντων εγγράφων ήταν σε τέτοιο βαθμό εξαιρετικός ώστε δικαιολογούσε την άρνηση εξετάσεως. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στον βαθμό που το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή κοινοτικών οργάνων επέχει θέση νομικής αρχής, το κοινοτικό όργανο που προβάλλει εξαίρεση συνδεόμενη με τον μη εύλογο φόρτο εργασίας που απαιτείται για την επεξεργασία της αιτήσεως έχει το βάρος αποδείξεως του φόρτου αυτού (απόφαση VKI, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 113).

101    Όσον αφορά τον φόρτο εργασίας που απαιτείται για την επεξεργασία μιας αιτήσεως, ο κανονισμός 1049/2001 προέβλεψε ρητώς το ενδεχόμενο μία αίτηση αιτήσεως να αφορά πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, ορίζοντας, με τα άρθρα του 7, παράγραφος 3, και 8, παράγραφος 2, ότι οι προθεσμίες επεξεργασίας των αρχικών αιτήσεων και των επιβεβαιωτικών αιτήσεων, αντιστοίχως, μπορούν να παρατείνονται κατ’ εξαίρεση, για παράδειγμα, όταν η αίτηση αφορά πολύ ογκώδη έγγραφα ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων (απόφαση VKI, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψεις 108 και 110).

102    Επιπλέον, ο φόρτος εργασίας που απαιτείται για την εξέταση μιας αιτήσεως εξαρτάται όχι μόνον από τον αριθμό των διαλαμβανόμενων στην αίτηση εγγράφων και από τον όγκο τους, αλλά και από τη φύση τους. Κατά συνέπεια, μόνη η ανάγκη της διεξαγωγής συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως μεγάλου αριθμού εγγράφων ουδόλως προδικάζει τον φόρτο εργασίας που απαιτείται για την επεξεργασία μιας αιτήσεως προσβάσεως, δεδομένου ότι αυτός εξαρτάται και από το βάθος που απαιτεί η εξέταση αυτή (απόφαση VKI, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 111).

103    Κατά συνέπεια, κατ’ εξαίρεση και μόνον όταν ο διοικητικός φόρτος που συνεπάγεται η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων αποβαίνει ιδιαιτέρως μεγάλος, υπερβαίνοντας έτσι τα όρια του ευλόγου, μπορεί να γίνει δεκτή παρέκκλιση από την ως άνω υποχρέωση εξετάσεως (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 2002, T‑211/00, Kuijer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑485, σκέψη 57, και απόφαση VKI, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 112).

104    Εν προκειμένω, ωστόσο, η Επιτροπή δεν απέδειξε, ούτε καν προέβαλε, πριν από τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ότι συνέτρεχαν τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις. Είναι αληθές ότι η Επιτροπή, στο εισαγωγικό μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναφέρθηκε σε ένα έγγραφο της 10ης Απριλίου 2008 με το οποίο είχε ενημερώσει την προσφεύγουσα ότι, λαμβανομένης υπόψη της εκτάσεως του φακέλου ο οποίος περιλάμβανε περισσότερα από 1 900 έγγραφα, δεν ήταν σε θέση να επεξεργαστεί την αίτηση προσβάσεως εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από τον κανονισμό 1049/2001. Στο πλαίσιο αυτό, έκανε χρήση του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 για να παρατείνει την προθεσμία απαντήσεως στην επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως. Εντούτοις, κατά το στάδιο αυτό, η Επιτροπή δεν υποστήριξε ότι, λόγω της εκτάσεως του φόρτου εργασίας, ήταν αδύνατο να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων. Αντιθέτως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ίδια η Επιτροπή δεν θεωρούσε δυσανάλογα μεγάλο τον φόρτο αυτό εργασίας.

105    Τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι όταν ένα κοινοτικό όργανο αποδείξει την υπερβολική διοικητική επιβάρυνση που συνεπάγεται η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των διαλαμβανόμενων στην αίτηση εγγράφων, υποχρεούται να προσπαθήσει να έρθει σε συνεννόηση με τον αιτούντα, προκειμένου, αφενός, ο αιτών να του γνωστοποιήσει το συμφέρον του από την απόκτηση των εν λόγω εγγράφων ή να του παράσχει σχετικές διευκρινίσεις και, αφετέρου, το ίδιο το όργανο να εξετάσει συγκεκριμένα τις επιλογές που διαθέτει για τη λήψη ενός μέτρου λιγότερου επαχθούς από τη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων. Δεδομένου ότι το δικαίωμα προσβάσεως αποτελεί αρχή, το κοινοτικό όργανο υποχρεούται, στο πλαίσιο αυτό, να προκρίνει την επιλογή που, ενώ δεν αποτελεί εργασία υπερβαίνουσα τα όρια αυτού που μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί, είναι η πλέον ευνοϊκή για το δικαίωμα προσβάσεως του αιτούντος (απόφαση VKI, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 114).

106    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο μπορεί να μην προβεί στη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση, μόνον αφού εξετάσει πράγματι όλες τις άλλες διαθέσιμες επιλογές και αφού εξηγήσει λεπτομερώς με την απόφασή του τους λόγους για τους οποίους οι διάφορες αυτές επιλογές συνεπάγονται επίσης δυσανάλογα μεγάλο φόρτο εργασίας (απόφαση VKI, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 115).

107    Εν προκειμένω, όμως, από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή αξιολόγησε κατά τρόπο συγκεκριμένο, ακριβή και λεπτομερή, αφενός, τις λοιπές διαθέσιμες επιλογές για να περιορίσει τον φόρτο εργασίας της και, αφετέρου, τους λόγους που την οδήγησαν να αποστεί από κάθε εξέταση αντί να λάβει, ενδεχομένως ένα λιγότερο περιοριστικό του δικαιώματος προσβάσεως της προσφεύγουσας μέτρο. Ειδικότερα, από την προσβαλλομένη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή αξιολόγησε τον φόρτο εργασίας από τον εντοπισμό και στη συνέχεια από την εξατομικευμένη και συγκεκριμένη εξέταση των εγγράφων εκείνων που θα ήταν τα πλέον πρόσφορα για την άμεση και ενδεχομένως μερική, καταρχάς, ικανοποίηση των συμφερόντων της προσφεύγουσας.

108    Επομένως, η Επιτροπή δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που έθεσε η απόφαση VKI κατά Επιτροπής προκειμένου να μπορεί να αποστεί από τη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των ζητηθέντων εγγράφων, εξαιτίας του φόρτου εργασίας που μια τέτοια εξέταση συνεπάγεται.

109    Από τις ανωτέρω διαπιστώσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορούσε να προβεί σε εξέταση ανά κατηγορία, σε σχέση αποκλειστικά με την εξαίρεση που στηρίζεται στην προστασία των σκοπών της έρευνας, μόνο των εγγράφων που εμπίπτουν στην κατηγορία 3, ήτοι των εγγράφων που ελήφθησαν κατά τους ελέγχους (βλ. σκέψη 77 ανωτέρω). Επομένως, ως προς το σημείο αυτό, η Επιτροπή μπορούσε να μην προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των ζητηθέντων εγγράφων. Εντούτοις η διαπίστωση αυτή δεν προδικάζει το ζήτημα αν η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να στηρίξει επί της εν λόγω εξαιρέσεως την άρνηση προσβάσεως στα οικεία έγγραφα, ζήτημα το οποίο εξετάζεται στις σκέψεις 113 επ. κατωτέρω.

110    Αντιθέτως, όσον αφορά το σύνολο των λοιπών ζητηθέντων εγγράφων και όλες τις άλλες εξαιρέσεις που επικαλείται η Επιτροπή, αυτή όφειλε να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση. Επομένως, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν προέβη σε μια τέτοια εξέταση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη, λόγω παραβιάσεως της υποχρεώσεως συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των εγγράφων τα οποία αφορά η αίτηση προσβάσεως:

–        καθόσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, προκειμένου περί των εγγράφων που εμπίπτουν στις κατηγορίες 1, 2, 4 και 5, στοιχείο α΄·

–        καθόσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, προκειμένου περί των εγγράφων που εμπίπτουν στις κατηγορίες 1 έως 4·

–        καθόσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, προκειμένου περί των εγγράφων που εμπίπτουν στην κατηγορία 5, στοιχείο α΄.

111    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο μέτρο που αποκλείει την πρόσβαση στα έγγραφα που εμπίπτουν στις κατηγορίες 1, 2, 4 και 5, στοιχείο α΄.

112    Στον βαθμό που πρόκειται για έγγραφα άλλα από αυτά που εμπίπτουν στην κατηγορία 3, η κατωτέρω εξέταση του βασίμου των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως που προβάλλονται με την προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται επομένως ως εκ περισσού και μόνον.

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

113    Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Σουηδίας, φρονεί ότι η γνωστοποίηση των εγγράφων στα οποία αυτή ζητεί πρόσβαση δεν θα θέσει σε κίνδυνο ούτε τρέχουσες ούτε μελλοντικές έρευνες. Όσον αφορά την έρευνα στην υπόθεση COMP/F/38.899, η προσφεύγουσα φρονεί ότι αυτή ολοκληρώθηκε με την απόφαση AIG. Τυχόν επανάληψη της έρευνας κατόπιν ακυρώσεως εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης θα συνιστούσε νέα διαδικασία. Όσον αφορά μελλοντικές έρευνες, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η συλλογιστική της Επιτροπής ισοδυναμεί με νέα εξαίρεση η οποία δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στο γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001 και η οποία στερεί το δικαίωμα προσβάσεως από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα.

114    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες ABB και Siemens, προβάλλει ότι η ανάγκη προστασίας του σκοπού της διαδικασίας που εφαρμόστηκε στην υπόθεση COMP/F/38.899 εξακολουθεί να ισχύει έως ότου η απόφαση AIG δεν θα υπόκειται πλέον σε ένδικο μέσο. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εκτείνεται, γενικώς, στην προστασία της διαρκούς αποστολής της όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού και, ιδίως, στην προστασία του προγράμματός της επιείκειας. Η γνωστοποίηση, όμως, εγγράφων τα οποία κοινοποιήθηκαν από τις επιχειρήσεις στο πλαίσιο αιτήσεως επιείκειας ενδέχεται να τις αποθαρρύνει, στο μέλλον, από την οικειοθελή συνεργασία με την Επιτροπή.

115    Εν προκειμένω, η Επιτροπή αρνήθηκε να κοινοποιήσει έγγραφα σχετικά με διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού επικαλούμενη ιδίως την εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και η οποία αντλείται από την ανάγκη προστασίας των σκοπών που επιδιώκουν οι δραστηριότητες επιθεωρήσεως, έρευνας και ελέγχου. Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι τα ζητηθέντα έγγραφα εντάσσονται στο πλαίσιο «δραστηριότητας έρευνας» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως. Εντούτοις, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι καθόσον οι δραστηριότητες έρευνας της Επιτροπής τερματίστηκαν, η εξαίρεση που αντλείται από την προστασία τους δεν έχει πλέον εφαρμογή.

116    Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, όπως προκύπτει από τη διατύπωση της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, αυτή δεν αποσκοπεί στην προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας αυτών καθ’ εαυτών, αλλά του αντικειμένου των δραστηριοτήτων αυτών το οποίο, στο πλαίσιο διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, συνίσταται στον έλεγχο του αν διαπράχθηκε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και, ανάλογα με την περίπτωση, στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος των υπεύθυνων επιχειρήσεων. Για τον λόγο αυτό, τα έγγραφα του φακέλου που αφορούν διάφορες πράξεις έρευνας εξακολουθούν ενδεχομένως να καλύπτονται από την επίμαχη εξαίρεση ενόσω δεν επιτυγχάνεται ο σχετικός σκοπός, ακόμη και αν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα ή η ειδική επιθεώρηση που αποτέλεσε αφορμή για τη σύνταξη του εγγράφου στο οποίο ζητείται η πρόσβαση (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T-36/04, API κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-3201, σκέψη 133· βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2006, T-391/03 και T-70/04, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-2023, σκέψη 110, και, όσον αφορά την εφαρμογή του κώδικα συμπεριφοράς του 1993, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2000, T‑20/99, Denkavit Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3011, σκέψη 48).

117    Εν προκειμένω πάντως, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή είχε ήδη εκδώσει, πριν 17 σχεδόν μήνες, την απόφαση AIG με την οποία διαπιστώθηκαν οι παραβάσεις που η Επιτροπή είχε προσάψει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και με την οποία επομένως περατώθηκε η διαδικασία COMP/F/38.899. Συνεπώς, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι κατά την ως άνω ημερομηνία δεν εκκρεμούσε καμία δραστηριότητα έρευνας προς απόδειξη της υπάρξεως των επίδικων παραβάσεων, η οποία θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο με τη γνωστοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων.

118    Είναι αληθές ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκκρεμούσαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγές κατά της αποφάσεως AIG, γεγονός που, σε περίπτωση ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως από το Γενικό Δικαστήριο, καθιστούσε πιθανή την εκ νέου κίνηση της διαδικασίας. Η κατάσταση αυτή δεν μεταβλήθηκε με την έκδοση των αποφάσεων στις επίμαχες υποθέσεις, δεδομένου ότι διάφορες αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων αυτών εκκρεμούν επί του παρόντος ενώπιον του Δικαστηρίου.

119    Εντούτοις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι δραστηριότητες έρευνας στο πλαίσιο συγκεκριμένης υποθέσεως ολοκληρώνονται με την έκδοση της τελικής αποφάσεως, ανεξαρτήτως της τυχόν μεταγενέστερης ακυρώσεως της συγκεκριμένης αποφάσεως από τα δικαστήρια, καθώς στο σημείο εκείνο έκρινε το ίδιο το θεσμικό όργανο ότι περατώθηκε η διαδικασία.

120    Συγκεκριμένα, το να γίνει δεκτό ότι τα διάφορα έγγραφα που σχετίζονται με δραστηριότητες έρευνας καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, ενόσω όλα τα επόμενα βήματα που πρέπει να γίνουν στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας δεν έχουν ολοκληρωθεί, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου θα οδηγούσε ενδεχομένως στην εκ νέου κίνηση της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, ισοδυναμεί με την εξάρτηση της προσβάσεως στα ως άνω έγγραφα από αστάθμητους παράγοντες, ήτοι την έκβαση της ως άνω προσφυγής και τις συνέπειες που αυτή θα μπορούσε να έχει για την Επιτροπή. Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για αφορώντες το μέλλον και αβέβαιους παράγοντες, οι οποίοι εξαρτώνται, αφενός, από τις αποφάσεις των εταιριών που είναι αποδέκτες της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεων σε σύμπραξη και, αφετέρου, των λοιπών ενδιαφερόμενων αρχών.

121    Παρόμοια λύση θα προσέκρουε στον στόχο διασφαλίσεως υπέρ του κοινού της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα που προέρχονται από τα θεσμικά όργανα, με σκοπό την παροχή στους πολίτες της δυνατότητας να ελέγχουν αποτελεσματικότερα τη νομιμότητα της ασκούμενης δημόσιας εξουσίας (βλ., απόφαση API κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 140∙ βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 112).

122    Επομένως, συνάγεται ότι, όσον αφορά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής σχετικά με τη σύμπραξη AIG, η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων δεν ήταν δυνατό να θίξει την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας.

123    Κατά δεύτερον, η ως άνω κρίση δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η έννοια των «σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας» έχει πολύ ευρύτερο περιεχόμενο και καταλαμβάνει, ως εκ τούτου, το σύνολο της πολιτικής της Επιτροπής στον τομέα της προλήψεως και της καταστολής των συμπράξεων.

124    Κατά την Επιτροπή, η έννοια των «ερευνών» δεν μπορεί κατ’ ουσίαν να περιοριστεί, όσον αφορά τον τομέα των συμπράξεων, στη διαδικασία που προηγείται της εκδόσεως αποφάσεως περί απαγορεύσεως, αλλά πρέπει να θεωρηθεί αναπόσπαστο μέρος της συνήθους και διαρκούς αποστολής της Επιτροπής που αναφέρεται στην εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης. Επομένως, το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εφαρμόζεται και μετά την ολοκλήρωση μιας συγκεκριμένης διαδικασίας. Δεδομένου ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων σε συμπράξεις η Επιτροπή εξαρτάται από τη συνεργασία των οικείων επιχειρήσεων, φρονεί ότι, αν τα κοινοποιούμενα από τις εν λόγω επιχειρήσεις έγγραφα δεν θεωρούνται εμπιστευτικού χαρακτήρα, οι εν λόγω επιχειρήσεις θα έχουν λιγότερα κίνητρα για την υποβολή αιτήσεων επιείκειας και θα προβαίνουν στο ελάχιστο αναγκαίο όσον αφορά την κοινοποίηση οποιασδήποτε άλλης πληροφορίας, ιδίως στο πλαίσιο αιτήσεων περί παροχής πληροφοριών και επιθεωρήσεων. Επομένως, η προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα αποτελεί προϋπόθεση για την αποτελεσματική επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού και, συνακόλουθα, ουσιώδες στοιχείο της πολιτικής ανταγωνισμού της Επιτροπής.

125    Εντούτοις, η αποδοχή της προτεινόμενης από την Επιτροπή ερμηνείας θα παρείχε σε αυτή τη δυνατότητα να εξαιρεί από την εφαρμογή του κανονισμού 1049/2001, χωρίς χρονικό περιορισμό, το σύνολο των δραστηριοτήτων της στον τομέα του ανταγωνισμού, επικαλούμενη απλώς και μόνον πιθανή προσβολή στο μέλλον του προγράμματος της επιείκειας. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι συνέπειες που η Επιτροπή φρονεί ότι θα υπάρξουν όσον αφορά το πρόγραμμά της επιείκειας εξαρτώνται από διάφορους αβέβαιους παράγοντες, μεταξύ των οποίων η χρήση των ληφθέντων εγγράφων στην οποία προτίθενται να προβούν οι θιγόμενοι από τη σύμπραξη, ο βαθμός επιτυχίας των αγωγών αποζημιώσεως που αυτοί τυχόν θα ασκήσουν, τα ποσά που θα τους χορηγηθούν ως αποζημίωση από τα εθνικά δικαστήρια, καθώς και οι μελλοντικές αντιδράσεις των επιχειρήσεων που μετέχουν σε συμπράξεις.

126    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τόσο διασταλτική ερμηνεία της έννοιας των «δραστηριοτήτων έρευνας» είναι ασυμβίβαστη προς την αρχή ότι οι εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται συσταλτικώς, λαμβανομένου υπόψη ότι ο κανονισμός 1049/2001 σκοπεί, κατά την τέταρτη αιτιολογική του σκέψη, στο να προσδώσει «όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα της πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα» (βλ. την παρατιθέμενη στη σκέψη 41 ανωτέρω νομολογία).

127    Υπογραμμίζεται συναφώς ότι από κανένα σημείο του κανονισμού 1049/2001 δεν είναι δυνατό να συναχθεί ότι η πολιτική ανταγωνισμού της Ένωσης πρέπει να τυγχάνει, στο πλαίσιο της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, διαφορετικής μεταχειρίσεως έναντι των λοιπών πολιτικών της Ένωσης. Επομένως, δεν υφίσταται κανένας λόγος η έννοια των «σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας» να ερμηνεύεται στο πλαίσιο της πολιτικής ανταγωνισμού διαφορετικά σε σχέση με τις άλλες πολιτικές της Ένωσης.

128    Επιπλέον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι τα προγράμματα επιείκειας και συνεργασίας, την αποτελεσματικότητα των οποίων προσπαθεί να προστατεύσει η Επιτροπή, δεν αποτελούν τα μοναδικά μέσα για τη διασφάλιση της τηρήσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Ειδικότερα, οι ασκούμενες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αγωγές αποζημιώσεως μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού εντός της Ένωσης (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑453/99, Courage και Crehan, Συλλογή 2001, σ. I‑6297, σκέψη 27).

129    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 εφαρμοζόταν εν προκειμένω. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αρνηθεί την πρόσβαση στα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 3 στηριζόμενη στην εξαίρεση αυτή.

130    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να γίνει δεκτό όσον αφορά τα έγγραφα που εμπίπτουν στις κατηγορίες 1, 2, 3, 4 και 5, στοιχείο α΄.

 Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

131    Πρώτον, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Σουηδίας, υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, λόγω της παλαιότητάς τους, τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα έγγραφα του φακέλου στον οποίο ζητείται πρόσβαση δεν είναι ικανά να θέσουν σε κίνδυνο τα εμπορικά συμφέροντα των οικείων επιχειρήσεων. Δεύτερον, φρονεί ότι το συμφέρον των μελών της συμπράξεως να ζητήσουν να τηρηθούν μυστικά τα έγγραφα του φακέλου δεν είναι αντικειμενικώς άξιο προστασίας. Τρίτον, υποστηρίζει ότι τα μέλη της συμπράξεως δεν έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι τα επίμαχα έγγραφα δεν θα δημοσιοποιηθούν.

132    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την ABB και τη Siemens, υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η έννοια της «προστασίας των εμπορικών συμφερόντων» πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ευρύ. Κατά την Επιτροπή, εξέταση του εμπιστευτικού χαρακτήρα πραγματοποιήθηκε ήδη στο πλαίσιο της προσβάσεως στον φάκελο των ενδιαφερόμενων τους οποίους αφορά η έρευνα, κατά τρόπον ώστε δεν απαιτείται νέα συγκεκριμένη και εξαντλητική έρευνα. Επιπλέον, ο ευαίσθητος χαρακτήρας των εμπορικών πληροφοριών δεν μπορεί να εκτιμηθεί σε συνάρτηση αποκλειστικώς με την παλαιότητά τους. Εξάλλου, ο κανονισμός 1/2003, ο οποίος απαριθμεί εξαντλητικώς τις κυρώσεις δημοσίου δικαίου που μπορούν να επιβληθούν σε επιχείρηση που μετέσχε σε σύμπραξη, δεν προβλέπει την κατάργηση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στην προστασία των εμπορικών συμφερόντων των επιχειρήσεων αυτών.

133    Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, εκτός εάν υπέρτερο δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί τη γνωστοποίηση του εγγράφου.

134    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, καίτοι δεν έχει ορισθεί νομολογιακώς η έννοια των «εμπορικών συμφερόντων», το Γενικό Δικαστήριο έχει διευκρινίσει εντούτοις ότι κάθε σχετική με εταιρίες και τις εμπορικές τους σχέσεις πληροφορία δεν μπορεί να θεωρείται ότι απολαύει της προστασίας η παροχή της οποίας πρέπει να διασφαλίζεται στα εμπορικά συμφέροντα κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, εκτός αν θίγεται η εφαρμογή της γενικής αρχής της πρόσβασης των πολιτών στα έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά όργανα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Ιανουαρίου 2008, T‑380/04, Tερεζάκης κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 93).

135    Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι τα έγγραφα που εμπίπτουν στις κατηγορίες 1 έως 4 υπάγονται στην κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 έννοια των «εμπορικών συμφερόντων».

136    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί, γενικώς, ότι τα ζητηθέντα έγγραφα ενδέχεται να περιέχουν πληροφορίες σχετικές με τις εμπορικές σχέσεις των εταιριών που μετέσχαν στη σύμπραξη AIG, τις τιμές των προϊόντων τους, τη δομή του κόστους τους, τα μερίδιά τους στην αγορά ή παρόμοια στοιχεία.

137    Εντούτοις, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας, σχετικά με την παλαιότητα των πληροφοριών, πρέπει να υπομνησθεί ότι στο σημείο 23 της ανακοινώσεως της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ], των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, και του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, C 325, σ. 7, στο εξής: ανακοίνωση σχετικά με τους κανόνες πρόσβασης στον φάκελο υποθέσεως ανταγωνισμού) η Επιτροπή αναφέρει ότι «[ο]ι πληροφορίες που απώλεσαν την εμπορική σπουδαιότητά τους, για παράδειγμα λόγω της παρέλευσης χρόνου, δεν μπορούν πλέον να θεωρηθούν εμπιστευτικές» και ότι «κατά κανόνα [η Επιτροπή] θεωρεί ότι οι πληροφορίες που αφορούν τον κύκλο εργασιών, τις πωλήσεις, τα μερίδια αγοράς των μερών και άλλα παρεμφερή στοιχεία παλαιότερα της πενταετίας δεν είναι πλέον εμπιστευτικά».

138    Ασφαλώς, η ανακοίνωση αυτή της Επιτροπής δεν δεσμεύει το Γενικό Δικαστήριο στην ερμηνεία του κανονισμού 1049/2001. Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση διευκρινίζει, στο σημείο 2, ότι το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο της υπόθεσης, όπως αυτό ορίζεται στο πλαίσιο της εν λόγω ανακοινώσεως, είναι διαφορετικό από το γενικό δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, το οποίο υπόκειται σε διαφορετικά κριτήρια και εξαιρέσεις. Επιπλέον, το σημείο 23 της ανακοινώσεως σχετικά με τους κανόνες πρόσβασης στον φάκελο υποθέσεως ανταγωνισμού αφορά την έννοια του «εμπιστευτικού χαρακτήρα» και όχι αυτή των «εμπορικών συμφερόντων» που προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Κατά συνέπεια, η έννοια των «εμπορικών συμφερόντων» πρέπει να ερμηνεύεται μόνο υπό το πρίσμα του εν λόγω κανονισμού. Εντούτοις, το εν λόγω σημείο 23 μπορεί να αποτελέσει ένδειξη όσον αφορά το περιεχόμενο που, κατά την Επιτροπή, πρέπει να προσδοθεί στην έννοια αυτή.

139    Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η Επιτροπή, προκειμένου να ερμηνεύσει την έννοια του «εμπιστευτικού χαρακτήρα», προσέφυγε στην έννοια της «εμπορικής σπουδαιότητας», που είναι παραπλήσια με εκείνη των «εμπορικών συμφερόντων», μπορεί να συναχθεί ότι, κατά την άποψή της, ο βαθμός εμπιστευτικότητας ενός εγγράφου ή μιας πληροφορίας εξαρτάται από τη βαρύτητα των αρνητικών συνεπειών τις οποίες η εταιρία φοβάται ότι η δημοσιοποίηση αυτού του εγγράφου ή αυτής της πληροφορίας θα έχει. Επομένως, το σημείο 23 της ανακοινώσεως σχετικά με τους κανόνες πρόσβασης στον φάκελο υποθέσεως ανταγωνισμού παρέχει μια ένδειξη για τη στάθμιση των συμφερόντων τα οποία πρέπει, κατά την Επιτροπή, να ληφθούν υπόψη σε περιπτώσεις στις οποίες οι σχετικές με τις εμπορικές δραστηριότητες εταιρίας πληροφορίες ενδέχεται να δημοσιοποιηθούν σε άλλους επιχειρηματίες των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να είναι αντίθετα προς αυτά της οικείας εταιρίας, όπως ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω. Συναφώς, οι αρνητικές συνέπειες που ενδέχεται να έχει η δημοσιοποίηση μιας εμπορικώς ευαίσθητης πληροφορίας είναι πολύ λιγότερο σημαντικές όσο πιο παλιά είναι η επίμαχη πληροφορία (βλ., υπό την έννοια αυτή, διατάξεις του Πρωτοδικείου της 15ης Νοεμβρίου 1990, T‑1/89 έως T‑4/89 και T‑6/89 έως T‑15/89, Rhône-Poulenc κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II-637, σκέψη 23, και της 19ης Ιουνίου 1996, T‑134/94, T‑136/94 έως T‑138/94, T‑141/94, T‑145/94, T‑147/94, T‑148/94, T‑151/94, T‑156/94 και T‑157/94, NMH Stahlwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑537, σκέψεις 24 και 32).

140    Κατά την ημερομηνία εκδόσεως, όμως, της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις 16 Ιουνίου 2008, οι περισσότερες από τις εμπορικώς ευαίσθητες πληροφορίες που περιέχονταν στα ζητηθέντα έγγραφα ανάγονταν σε χρόνο απώτερο της πενταετίας. Συγκεκριμένα, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι η σύμπραξη AIG ήταν ενεργή από τις 15 Απριλίου 1988 έως τις 11 Μαΐου 2004, μόνον οι σχετικές με τα έτη 2003 και 2004 πληροφορίες δεν είχαν ακόμη αποκτήσει παλαιότητα άνω των πέντε ετών κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

141    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η παρατιθέμενη στη σκέψη 139 ανωτέρω νομολογία του Πρωτοδικείου αφορούσε την έννοια του «εμπορικού απορρήτου», όχι την πολύ ευρύτερη έννοια των «εμπορικών συμφερόντων» και ότι το όριο των πέντε ετών που προβλέπεται στο σημείο 23 της ανακοινώσεως σχετικά με τους κανόνες πρόσβασης στον φάκελο υποθέσεως ανταγωνισμού δεν αποτελεί δεσμευτικό αλλά, μάλλον, «εμπειρικό κανόνα». Εξάλλου, η Επιτροπή παραθέτει περιπτώσεις από τη νομολογία στις οποίες δεδομένα κρίθηκαν άξια προστασίας μετά την πάροδο αυτής της περιόδου.

142    Συναφώς επισημαίνεται ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής ενός αυστηρού κανόνα κατά τον οποίο κάθε πληροφορία σχετική με πραγματικά περιστατικά μιας κάποιας παλαιότητας πρέπει να θεωρείται ότι δεν θίγει πλέον τα εμπορικά συμφέροντα της εταιρίας στην οποία αναφέρεται. Εντούτοις, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 139 ανωτέρω, το γεγονός ότι οι επίμαχες πληροφορίες έχουν κάποια παλαιότητα αυξάνει τις πιθανότητες τα εμπορικά συμφέροντα των οικείων επιχειρήσεων να μη θίγονται πλέον σε βαθμό που να δικαιολογεί την εφαρμογή εξαιρέσεως από την αρχή της διαφάνειας που εκφράζεται στον κανονισμό 1049/2001. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη ότι, εν προκειμένω, οι σχετικές με τις εμπορικές δραστηριότητες των οικείων εταιριών πληροφορίες κάλυπταν περίοδο δεκαέξι ετών (από το 1988 έως το 2004), πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή όφειλε εν πάση περιπτώσει να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των ζητηθέντων εγγράφων υπό το πρίσμα της εξαιρέσεως που αντλείται από την προστασία των εμπορικών συμφερόντων και δεν μπορούσε να περιοριστεί σε γενικές εκτιμήσεις καλύπτουσες το σύνολο των εγγράφων που εμπίπτουν στις κατηγορίες 1 έως 4. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε τέτοια εξέταση, δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων θα έθιγε την προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένων νομικών προσώπων.

143    Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι δεν ήταν απαραίτητη νέα, συγκεκριμένη και εξαντλητική εξέταση των διαφόρων εγγράφων, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο της δημοσιεύσεως του μη εμπιστευτικού κειμένου της προσβαλλομένης αποφάσεως AIG καθώς και της χορηγήσεως προσβάσεως στον φάκελο της υποθέσεως κατά τη διαδικασία, οι περιεχόμενες στον φάκελο COMP/F/38.899 εμπιστευτικές πληροφορίες είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον ήταν άξιες προστασίας.

144    Συγκεκριμένα, πρώτον, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε σύγχυση μεταξύ διαφόρων διατάξεων που διέπουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα προστατευόμενων πληροφοριών, οι οποίες, εντούτοις, συνεπάγονται την εφαρμογή διαφορετικών κριτηρίων για την εκτίμηση της ανάγκης προστασίας των πληροφοριών αυτών και για τη στάθμιση των συμφερόντων που συνηγορούν υπέρ ή κατά της χορηγήσεως προσβάσεως. Η Επιτροπή αναγνώρισε το γεγονός αυτό στο σημείο 2 της ανακοινώσεως σχετικά με τους κανόνες πρόσβασης στον φάκελο υποθέσεως ανταγωνισμού, το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 138 ανωτέρω.

145    Για παράδειγμα, η πρόσβαση σε ορισμένα στοιχεία του φακέλου που παρέχεται σε επιχειρήσεις στις οποίες η Επιτροπή έχει απευθύνει ανακοίνωση των αιτιάσεων, κατά το άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 εμπίπτει στην άσκηση των δικαιωμάτων τους άμυνας, όπως δε υπομνήσθηκε στη σκέψη 60 ανωτέρω τα έγγραφα που συγκεντρώθηκαν με τον τρόπο αυτό μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο στα πλαίσια διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ. Επομένως, τα δικαιώματα άμυνας ως ειδικά δικαιώματα τα οποία εμπίπτουν στα θεμελιώδη δικαιώματα των οικείων επιχειρήσεων παρέχουν πρόσβαση, αποκλειστικώς για ειδικούς σκοπούς, σε ειδικά έγγραφα από τα οποία αποκλείονται μόνον τα εσωτερικά έγγραφα του θεσμικού οργάνου, τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων και άλλες πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα. Αντιθέτως, το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, ως γενικό δικαίωμα, παρέχει ενδεχομένως πρόσβαση, χωρίς περιορισμούς όσον αφορά τη χρήση των συγκεντρωθέντων εγγράφων, σε όλα τα έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά όργανα, πρόσβαση πάντως η οποία μπορεί να αποκλειστεί για μια σειρά λόγων που προβλέπονται από το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού. Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών αυτών, το γεγονός ότι η Επιτροπή εξέτασε ήδη σε ποιο βαθμό θα μπορούσε να παράσχει πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχει ο φάκελος COMP/F/38.899, στο πλαίσιο της προσβάσεως στον φάκελο δυνάμει των δικαιωμάτων άμυνας, ή σε ποιο βαθμό οι πληροφορίες αυτές έπρεπε να δημοσιευθούν, στο πλαίσιο του μη εμπιστευτικού κειμένου της αποφάσεως AIG, δεν την απαλλάσσει από τη νέα εξέταση των ζητημάτων αυτών υπό το πρίσμα των ειδικών προϋποθέσεων του δικαιώματος προσβάσεως βάσει του κανονισμού 1049/2001.

146    Δεύτερον, από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 139 έως 142 ανωτέρω προκύπτει ότι η απλή παρέλευση του χρόνου μπορεί να περιορίσει σταδιακά την ανάγκη προστασίας, για λόγους αναγόμενους στα εμπορικά συμφέροντα, των πληροφοριών που περιέχει ο φάκελος COMP/F/38.899. Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι μεταξύ της προσβάσεως στον φάκελο που χορηγήθηκε δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, τον Απρίλιο του 2006, και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις 16 Ιουνίου 2008, παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, αρκούσε για να θεωρηθεί η Επιτροπή υπόχρεη να προβεί σε νέα εξέταση των απαιτήσεων περί εμπιστευτικότητας που απορρέουν από την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των οικείων επιχειρήσεων.

147    Τέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που μετέσχαν στη σύμπραξη —και, ιδίως, τα συμφέροντα των παρεμβαινουσών ABB και Siemens— δεν μπορούσαν, ελλείψει δημοσιοποιήσεως των ζητηθέντων εγγράφων, να χαρακτηρισθούν ως εμπορικά συμφέροντα υπό τη στενή έννοια του όρου. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη της παλαιότητας των περισσοτέρων από τις πληροφορίες του επίδικου φακέλου, το τυχόν συμφέρον των εταιριών για τη μη δημοσιοποίηση των ζητηθέντων εγγράφων δεν έγκειται στη διαφύλαξη της ανταγωνιστικής θέσεώς τους στην αγορά AIG στην οποία δραστηριοποιούνται, αλλά μάλλον στη βούληση να αποφευχθεί η άσκηση εναντίον τους αγωγών αποζημιώσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

148    Επιπλέον, καίτοι το γεγονός ότι η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως κατά εταιρίας αναπόφευκτα συνεπάγεται πρόσθετα έξοδα, τουλάχιστον για αμοιβές δικηγόρων, έστω και αν οι αγωγές αυτές απορριφθούν τελικώς ως αβάσιμες, εντούτοις το συμφέρον εταιρίας που μετείχε σε σύμπραξη να αποφύγει τέτοιου είδους αγωγές δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως εμπορικό συμφέρον και, εν πάση περιπτώσει, δεν συνιστά άξιο προστασίας συμφέρον, δεδομένου, ιδίως, ότι κάθε υποκείμενο δικαίου δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που του προξένησε συμπεριφορά δυνάμενη να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (αποφάσεις του Δικαστηρίου Courage και Crehan, σκέψη 128 ανωτέρω, σκέψεις 24 και 26, και της 13ης Ιουλίου 2006, C‑295/04 έως C‑298/04, Manfredi κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑6619, σκέψεις 59 και 61).

149    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα θα έθιγε πράγματι και κατά τρόπο συγκεκριμένο τα εμπορικά συμφέροντα των επιχειρήσεων που μετείχαν στη σύμπραξη.

150    Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως της προσφεύγουσας.

 Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001

151    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο μέτρο που, αρνούμενη το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 5, στοιχείο α΄, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, αρνήθηκε μεταξύ άλλων την πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία δεν περιείχαν απόψεις για εσωτερική χρήση, κατά την έννοια της οικείας διατάξεως. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν εξέθεσε με ποιο τρόπο η γνώση εκ μέρους της προσφεύγουσας του περιεχομένου των εγγράφων αυτών θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, όπως απαιτεί η εν λόγω διάταξη. Συγκεκριμένα, μετά την έκδοση της αποφάσεως AIG, δεν θα ήταν πλέον δυνατό η δημοσιοποίηση των εσωτερικών εγγράφων να διευκολύνει απόπειρες επηρεασμού της έκβασης της έρευνας.

152    Πρώτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 προβαίνει σε σαφή διάκριση με κριτήριο, ειδικότερα, αν μία διαδικασία έχει περατωθεί ή όχι. Επομένως, αφενός, κατά το πρώτο εδάφιο της εν λόγω διατάξεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως που αφορά την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων κάθε έγγραφο που έχει καταρτιστεί από θεσμικό όργανο για εσωτερική χρήση ή έχει παραληφθεί από θεσμικό όργανο και αφορά ζήτημα επί του οποίου δεν έχει ακόμη ληφθεί απόφαση. Αφετέρου, το δεύτερο εδάφιο της ίδιας διατάξεως προβλέπει ότι, αφότου ληφθεί η απόφαση, η προαναφερθείσα εξαίρεση καλύπτει αποκλειστικώς τα έγγραφα που περιέχουν απόψεις οι οποίες προορίζονται για εσωτερική χρήση στο πλαίσιο προκαταρκτικών συσκέψεων και διαβουλεύσεων εντός του οικείου θεσμικού οργάνου.

153    Επομένως, το δεύτερο εδάφιο της εν λόγω παράγραφου 3 επιτρέπει την άρνηση προσβάσεως μόνο σε μέρος των εσωτερικών εγγράφων, ήτοι σε έγγραφα τα οποία περιέχουν απόψεις που προορίζονται για εσωτερική χρήση στο πλαίσιο προκαταρκτικών συσκέψεων και διαβουλεύσεων εντός του οικείου θεσμικού οργάνου, ακόμη και αφότου έχει ληφθεί η απόφαση, σε περίπτωση κατά την οποία η δημοσιοποίησή τους θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

154    Κατά συνέπεια συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι μετά την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως δεν είναι τόσο έντονη η ανάγκη προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, με αποτέλεσμα η δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου, πλην των προβλεπόμενων από το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, να μην μπορεί σε καμία περίπτωση να θίξει σοβαρά την εν λόγω διαδικασία και να μην επιτρέπεται η άρνηση δημοσιοποιήσεως τέτοιου είδους εγγράφου, ενώ η δημοσιοποίησή του θα έθιγε σοβαρά την εν λόγω διαδικασία αν λάμβανε χώρα πριν την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιουλίου 2011, C‑506/08 P, Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑6237, σκέψεις 78 έως 80).

155    Εν προκειμένω, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η Επιτροπή στήριξε την άρνησή της αποκλειστικώς στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 και όχι στο πρώτο εδάφιο της οικείας διατάξεως.

156    Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι όλα τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 5, στοιχείο α΄, περιείχαν απόψεις για εσωτερική χρήση ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, η Επιτροπή υποστήριξε, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι η έννοια αυτή περιλάμβανε, πρώτον, όλα τα έγγραφα που περιείχαν ή με τα οποία ζητούνταν κάποια εκτίμηση ή κρίση των υπαλλήλων της ή των υπηρεσιών της, δεύτερον, όλα τα προπαρασκευαστικά της αποφάσεώς της έγγραφα και, τρίτον, όλα τα έγγραφα για την εξασφάλιση της συμμετοχής άλλων υπηρεσιών στη διαδικασία. Κατά την Επιτροπή, όλα τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 5, στοιχείο α΄, τα οποία αυτή προσδιόρισε στην από 9 Νοεμβρίου 2011 απόφασή της διά παραπομπής στους αριθμούς σελίδων τους εντός του φακέλου COMP/F/38.899, ανταποκρίνονται στον ορισμό αυτό.

157    Συναφώς, η Επιτροπή στηρίχθηκε στον χαρακτηρισμό από τον δικαστή της Ένωσης, στο πλαίσιο άλλων υποθέσεων, ορισμένων εκ των εγγράφων που ζητήθηκαν από αυτή. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, από την ανάγνωση της αποφάσεως Σουηδία κατά MyTravel και Επιτροπής, σκέψη 154 ανωτέρω, και από την απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑403/05, MyTravel κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. II‑2027), προκύπτει ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης χαρακτήρισαν ένα σημείωμα της ΓΔ Ανταγωνισμού προς τη συμβουλευτική επιτροπή, ένα σημείωμα του φακέλου καθώς και μια έκθεση σχετικά με τις συνέπειες μιας αποφάσεως και τα σχετικά με την προετοιμασία της εκθέσεως αυτής έγγραφα, ως περιέχοντα απόψεις εσωτερικά έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 9ης Ιουνίου 2010, T-237/05, Éditions Jacob κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑22245), έκρινε ότι ένα σημείωμα της ΓΔ Ανταγωνισμού προς τη νομική υπηρεσία της Επιτροπής με το οποίο ζητήθηκε γνωμοδότηση επί της εφαρμογής νομικής διατάξεως και ένα σημείωμα που συνόψιζε την κατάσταση του φακέλου και το οποίο είχε καταρτιστεί για το αρμόδιο για θέματα ανταγωνισμού μέλος της Επιτροπής περιείχαν τέτοιες απόψεις.

158    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, στηριζόμενη σε εκτιμήσεις των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης σχετικές με ορισμένα επιμέρους έγγραφα, επιχειρεί, μέσω γενικεύσεων και αναλογιών, να εξομοιώσει την έννοια των «απόψεων για εσωτερική χρήση ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, προς εκείνη του «εγγράφου που συντάχθηκε από ένα θεσμικό όργανο για εσωτερική χρήση», κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου της διατάξεως αυτής. Εν τέλει, ένας τέτοιος ευρύς ορισμός της έννοιας των «απόψεων [που προορίζονται] για εσωτερική χρήση ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων» θα καταργούσε εν μέρει την πρακτική αποτελεσματικότητα των δύο εδαφίων της παράγραφου 3 του εν λόγω άρθρο υ, του οποίου η οικονομία στηρίζεται, εντούτοις, στην αρχή, που επισημαίνεται στην παρατεθείσα στη σκέψη 154 ανωτέρω νομολογία, κατά την οποία, μετά την έκδοση από το θεσμικό όργανο της επίμαχης αποφάσεως, η άρνηση προσβάσεως επιτρέπεται σε σχέση με μέρος μόνον των εσωτερικών εγγράφων.

159    Επομένως, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι όλα τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 5, στοιχείο α΄, περιείχαν απόψεις κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

160    Επιπλέον, μολονότι οι δικαιολογητικοί λόγοι που προβάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτοί επαναλαμβάνονται στη σκέψη 156 ανωτέρω, μπορούν ασφαλώς να στηρίξουν την υπόθεση ότι διάφορα από τα εμπίπτοντα στην κατηγορία 5, στοιχείο α΄, έγγραφα περιέχουν τέτοιες απόψεις, εντούτοις επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι δικαιολογητικοί αυτοί λόγοι —και ιδίως ο σχετικός με την εμπιστευτική μορφή του καταλόγου των εγγράφων του φακέλου COMP/F/38.899 καθώς και ο σχετικός με τον προσδιορισμό, διά της παραπομπής στους αριθμούς σελίδων, των εγγράφων που εμπίπτουν στις τρεις υποκατηγορίες της κατηγορίας 5, στοιχείο α΄—, δεν προβλήθηκαν από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως στοιχείο το οποίο επηρέασε την έκδοσή της. Επομένως, για την επίλυση της παρούσας διαφοράς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι όλα τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 5, στοιχείο α΄, περιέχουν απόψεις κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

161    Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που η Επιτροπή έκρινε ότι όλα τα εμπίπτοντα στην κατηγορία 5, στοιχείο α΄, έγγραφα περιείχαν απόψεις κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, ενέχει νομικό σφάλμα.

162    Τρίτον, όσον αφορά τη συλλογιστική που ανέπτυξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να δικαιολογήσει την άρνηση προσβάσεως με βάση το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής προϋποθέτει ότι έχει αποδειχθεί ότι η πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα μπορούσε να αποτελέσει συγκεκριμένη και πραγματική προσβολή στην προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής και ότι ο κίνδυνος αυτός προσβολής μπορούσε ευλόγως να προβλεφθεί και δεν ήταν αμιγώς υποθετικός (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 2008, T‑144/05, Muñiz κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 74 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

163    Επιπλέον, για να εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, η προσβολή της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων πρέπει να είναι σοβαρή. Τούτο συμβαίνει μεταξύ άλλων όταν η δημοσιοποίηση των σχετικών εγγράφων έχει σημαντικό αντίκτυπο στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Η εκτίμηση όμως της σοβαρότητας εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, μεταξύ άλλων δε από τα αρνητικά αποτελέσματα στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων τα οποία επικαλείται το θεσμικό όργανο όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των σχετικών εγγράφων (απόφαση Muñiz κατά Επιτροπής, σκέψη 162 ανωτέρω, σκέψη 75).

164    Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση υπογραμμίζεται ότι η διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής προϋποθέτει κλίμα εμπιστοσύνης και ανοιχτού διαλόγου προκειμένου οι υπηρεσίες της Επιτροπής να μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους, ιδίως ως προς ευαίσθητα ζητήματα όπως είναι οι υποθέσεις συμπράξεων. Τούτο συνιστά βασική προϋπόθεση προκειμένου το θεσμικό όργανο να είναι σε θέση να εκπληρώσει την αποστολή του. Η δημοσιοποίηση εσωτερικών απόψεων μη οριστικού χαρακτήρα αναφορικά με έρευνα στον τομέα των συμπράξεων θα επηρέαζε τη δυνατότητα αυτή και θα μπορούσε να περιορίσει τα υφιστάμενα περιθώρια ελιγμών για εκ νέου εξέταση των απόψεων αυτών.

165    Η Επιτροπή προσθέτει ότι, στην περίπτωση ακυρώσεως της αποφάσεως AIG κατόπιν των προσφυγών που άσκησαν οι μετέχοντες στη σύμπραξη AIG, θα έπρεπε να συνεχίσει την έρευνά της στην εν λόγω υπόθεση. Επομένως η δημοσιοποίηση εσωτερικών εγγράφων θα μπορούσε να διευκολύνει τις απόπειρες επηρεασμού των αποτελεσμάτων της έρευνας και, ως εκ τούτου, θα δυσχέραινε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής.

166    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι δικαιολογίες αυτές προβάλλονται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, χωρίς να στηρίζονται σε λεπτομερή αιτιολογία όσον αφορά το περιεχόμενο των επίμαχων εγγράφων. Τέτοιες εκτιμήσεις μπορούν συνεπώς να προβληθούν σχετικά με οποιοδήποτε έγγραφο της ίδιας φύσεως. Επομένως, δεν αρκούν για να δικαιολογηθεί η άρνηση προσβάσεως στα ζητηθέντα εν προκειμένω έγγραφα, καθόσον άλλως θα θιγόταν η αρχή της στενής ερμηνείας των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, ειδικότερα εκείνης που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού. Συναφώς, πρέπει ειδικότερα να υπογραμμισθεί ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε καμία διευκρίνιση όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο τρίτοι θα μπορούσαν να επιχειρήσουν να «επηρεάσουν τα αποτελέσματα της έρευνας», σε περίπτωση επαναλήψεώς της.

167    Εξάλλου, όσον αφορά ειδικότερα την υποθετική περίπτωση κατά την οποία, αν η απόφαση AIG ακυρωνόταν, η Επιτροπή θα όφειλε να εκδώσει νέα απόφαση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή επιχειρεί να συνδέσει ή και να εξομοιώσει την παρούσα κατάσταση η οποία, όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 117 έως 119 ανωτέρω, χαρακτηρίζεται από το ότι αυτή έχει ήδη εκδώσει απόφαση προς μια κατάσταση στην οποία δεν έχει ακόμη εκδοθεί απόφαση. Λαμβανομένης υπόψη, όμως, της παρατεθείσας στις σκέψεις 152 έως 154 ανωτέρω νομολογίας, με την οποία δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις σημαντικά αυστηρότερες προϋποθέσεις που διέπουν την άρνηση προσβάσεως μετά την έκδοση της αποφάσεως, οποιαδήποτε σύγχυση μεταξύ των πραγματικών προϋποθέσεων εφαρμογής των δύο εδαφίων του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να αποφεύγεται.

168    Επομένως, στο μέτρο που τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 5, στοιχείο α΄, περιέχουν απόψεις κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι η δημοσιοποίησή τους θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψεως αποφάσεων.

169    Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που στηρίζεται στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, ενέχει νομικό σφάλμα.

170    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα.

171    Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει, πρώτον, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις που περιέχονται στη σκέψη 37 ανωτέρω, να γίνει δεκτός ο λόγος που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αναφορικά με το περιεχόμενο της αιτήσεως προσβάσεως προκειμένου για τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 5, στοιχείο β΄, και συνακόλουθα να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση καθό μέτρο αρνείται την πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα.

172    Δεύτερον, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις που περιέχονται στις σκέψεις 110 και 111 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αιτίαση που αντλείται από παράλειψη συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των ζητηθέντων εγγράφων, με εξαίρεση μόνον ως προς τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 3, όσον αφορά αποκλειστικώς την εξαίρεση που αντλείται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

173    Τρίτον, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις που περιέχονται στις σκέψεις 129 και 130 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, όσον αφορά τα έγγραφα που εμπίπτουν στις κατηγορίες 1, 2, 3, 4 και 5, στοιχείο α΄, στο μέτρο που η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η εξαίρεση που αντλείται από την προστασία των σκοπών της έρευνας είχε εφαρμογή εν προκειμένω.

174    Τέταρτον, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις που περιέχονται στις σκέψεις 149 και 150 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, στο μέτρο που η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η δημοσιοποίηση των εγγράφων που εμπίπτουν στις κατηγορίες 1 έως 4 θα έθιγε τα εμπορικά συμφέροντα των επιχειρήσεων που μετέσχαν στη σύμπραξη AIG.

175    Πέμπτον, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις που περιέχονται στις σκέψεις 161 και 168 έως 170 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, στο μέτρο που η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι όλα τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία 5, στοιχείο α΄, περιείχαν απόψεις κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως και στο μέτρο που η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψεως αποφάσεων.

176    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος που προβάλλει η προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

177    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

178    Το Βασίλειο της Σουηδίας, η ABB και η Siemens φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση SG.Ε.3/MV/psi D (2008) 4931 της Επιτροπής, της 16ης Ιουνίου 2008, περί αρνήσεως παροχής προσβάσεως στον φάκελο της διαδικασίας COMP/F/38.899 — Εξοπλισμός μεταγωγής με μόνωση αερίου.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η EnBW Energie Baden-Württemberg AG.

3)      Το Βασίλειο της Σουηδίας, η ABB Ltd και η Siemens AG φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Μαΐου 2012.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Α –   Επί του παραδεκτού της αιτιάσεως που αντλείται από παράλειψη συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των εγγράφων

Β –   Επί της ουσίας

1.  Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως σχετικά με το περιεχόμενο της αιτήσεως προσβάσεως

2.  Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη και τρίτη περίπτωση, και του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001

α) Επί της συνδρομής, εν προκειμένω, των προϋποθέσεων υπό τις οποίες επιτρέπεται παρέκκλιση από την υποχρέωση συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως του περιεχομένου των ζητηθέντων εγγράφων

Επί της πρώτης εξαιρέσεως που προβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία στηρίζεται στο ότι, βάσει ενός γενικού τεκμηρίου, είναι προφανές ότι η πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα πρέπει να απορριφθεί

Επί της δεύτερης εξαιρέσεως που προβάλλεται με την προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία στηρίζεται σε εξέταση των εγγράφων ανά κατηγορίες

–  Επί της εξετάσεως, στο σημείο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της εξαιρέσεως που στηρίζεται στην προστασία των σκοπών της έρευνας

–  Επί της εξετάσεως, με το σημείο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της σχετικής με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων εξαιρέσεως

–  Επί της εξετάσεως, με το σημείο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, της εξαιρέσεως που στηρίζεται στην προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής

Επί της εξαιρέσεως που προβάλλεται με το υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής και στηρίζεται σε εξαιρετικό και δυσανάλογα μεγάλο φόρτο εργασίας

β) Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

γ) Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

δ) Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.