Language of document : ECLI:EU:T:2011:218

Υπόθεση T-343/08

Arkema France

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Αγορά χλωρικού νατρίου – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 EK και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Πρόστιμα – Επιβαρυντική περίσταση – Υποτροπή – Ελαφρυντική περίσταση – Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία – Σημαντική πρόσθετη αποδεικτική αξία»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση των αιτιάσεων – Υποχρεωτικό περιεχόμενο – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27)

2.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Δικαιώματα άμυνας – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

3.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Επιβαρυντικές περιστάσεις

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

4.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

5.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Συνεκτίμηση των ειδικών χαρακτηριστικών της υποτροπής – Περιλαμβάνεται – Μη πρόβλεψη προθεσμίας παραγραφής

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση και επιβάλλουσα πρόστιμο – Λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η υποτροπή της επιχειρήσεως, προηγούμενες παραβάσεις της ίδιας επιχειρήσεως για τις οποίες η Επιτροπή έχει επιβάλει κυρώσεις

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 50)

7.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής περί διαπιστώσεως παραβάσεως, εκδοθείσα μετά από άλλη απόφαση της Επιτροπής που αφορούσε την ίδια επιχείρηση – Εφαρμογή νέας προσαυξήσεως του προστίμου λόγω υποτροπής

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

8.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα και διάρκεια της παραβάσεως – Δυνατότητα αυξήσεως του ποσού του προστίμου προς ενίσχυση του αποτρεπτικού του αποτελέσματος

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

9.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2 και 3)

10.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 §§ 2 και 3)

11.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μη επιβολή ή μείωση του προστίμου έναντι της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση κατά της οποίας κινήθηκε η διαδικασία – Η συμπεριφορά της επιχειρήσεως πρέπει να διευκόλυνε την Επιτροπή στη διαπίστωση της παραβάσεως

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 18· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

12.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού – Μείωση του προστίμου έναντι της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση κατά της οποίας κινήθηκε η διαδικασία, πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας – Προϋποθέσεις

(Ανακοινώσεις της Επιτροπής 2002/C 45/03, σημείο 1, και 2006/C 210/02, σημείο 29, τέταρτη περίπτωση)

13.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μείωση του προστίμου έναντι της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση κατά της οποίας κινήθηκε η διαδικασία – Προϋποθέσεις

(Ανακοινώσεις της Επιτροπής 2002/C 45/03, σημείο 21, 2006/C 210/02, σημείο 29, τέταρτη περίπτωση, και 2008/C 167/01, σημείο 5)

14.    Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης

(Άρθρο 229 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

1.      Αν η Επιτροπή αναφέρει ρητώς στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ότι πρόκειται να εξετάσει αν πρέπει να επιβάλει πρόστιμα στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και αναφέρει επίσης τα κύρια πραγματικά και νομικά στοιχεία που μπορούν να επισύρουν πρόστιμο, όπως είναι η σοβαρότητα και η διάρκεια της υποτιθεμένης παραβάσεως και το γεγονός ότι αυτή διεπράχθη εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, πληροί την υποχρέωσή της για σεβασμό του δικαιώματος ακροάσεως των επιχειρήσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τους παρέχει τα αναγκαία στοιχεία για να αμυνθούν όχι μόνον κατά της διαπιστώσεως της παραβάσεως, αλλά και κατά της επιβολής προστίμου.

(βλ. σκέψη 54)

2.      Όσον αφορά την επιμέτρηση των προστίμων που επιβάλλονται για παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, τα δικαιώματα άμυνας των επιχειρήσεων στις οποίες αναφέρεται η ανακοίνωση των αιτιάσεων εξασφαλίζονται κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής μέσω της δυνατότητας να υποβάλουν παρατηρήσεις ως προς τη διάρκεια, τη σοβαρότητα και το προβλέψιμο του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της παραβάσεως. Εξάλλου, οι επιχειρήσεις απολαύουν πρόσθετης εγγυήσεως όσον αφορά την επιμέτρηση του προστίμου, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται κατά πλήρη δικαιοδοσία και μπορεί ιδίως να άρει ή να μειώσει το πρόστιμο, δυνάμει του άρθρου 31 του κανονισμού 1/2003.

(βλ. σκέψη 55)

3.      Όσον αφορά την επιβαρυντική περίσταση της υποτροπής, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή έκρινε, κατά την προγενέστερη πρακτική των αποφάσεών της, ότι ορισμένα στοιχεία δεν συνιστούσαν επιβαρυντικές περιστάσεις κατά την επιμέτρηση του προστίμου δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να εκφέρει την ίδια κρίση και σε μεταγενέστερη απόφασή της. Η δυνατότητα που παρέχεται σε μια επιχείρηση, στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως, να εκφέρει την άποψή της ως προς την πρόθεση να διαπιστωθεί η υποτροπή της, ουδόλως σημαίνει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να ενεργήσει κατά τον ίδιο τρόπο σε όλες τις περιπτώσεις ούτε ότι, στην περίπτωση που δεν παρέχεται η δυνατότητα αυτή, παρεμποδίζεται η πλήρης άσκηση του δικαιώματος ακροάσεως της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψη 56)

4.      Η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Στο πλαίσιο της επιμετρήσεως των προστίμων, η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει διαφόρων στοιχείων και δεν πρέπει να προσδίδεται σε κανένα από τα στοιχεία αυτά δυσανάλογη σημασία σε σχέση προς τα άλλα στοιχεία εκτιμήσεως. Η αρχή της αναλογικότητας συνεπάγεται στο πλαίσιο αυτό ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει το πρόστιμο κατ’ αναλογίαν προς τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως και ότι οφείλει, συναφώς, να εφαρμόζει τα στοιχεία αυτά κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο.

(βλ. σκέψη 63)

5.      Η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την επιμέτρηση των προστίμων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, το πλαίσιο αυτής και η αποτρεπτική ισχύς των προστίμων, χωρίς να είναι αναγκαία η αναφορά σε ένα δεσμευτικό ή εξαντλητικό κατάλογο των κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να ληφθούν υπόψη.

Η διαπίστωση και η εκτίμηση των ειδικών χαρακτηριστικών της υποτροπής εμπίπτουν στην εν λόγω εξουσία της Επιτροπής, η οποία δεν μπορεί να δεσμεύεται από προθεσμία παραγραφής όσον αφορά μια τέτοια διαπίστωση.

Πράγματι, η υποτροπή συνιστά σημαντικό στοιχείο που η Επιτροπή καλείται να εκτιμήσει, δεδομένου ότι η στάθμισή της αποβλέπει στο να παρακινήσει τις επιχειρήσεις που έχουν προδήλως την τάση να παραβαίνουν τους κανόνες του ανταγωνισμού να μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους. Επομένως, η Επιτροπή μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να λάβει υπόψη τις ενδείξεις που τείνουν να επιβεβαιώσουν την τάση αυτή, περιλαμβανομένου του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε μεταξύ των επίμαχων παραβάσεων. Παρ’ όλ’ αυτά, έστω και αν καμία προθεσμία παραγραφής δεν εμποδίζει την Επιτροπή να διαπιστώσει την καθ’ υποτροπήν τέλεση της παραβάσεως, εντούτοις, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η Επιτροπή δεν μπορεί να λάβει υπόψη, χωρίς χρονικό περιορισμό, μία ή περισσότερες προγενέστερες αποφάσεις που επιβάλλουν κυρώσεις σε επιχείρηση.

(βλ. σκέψεις 64-66, 68)

6.      Η αρχή non bis in idem είναι θεμελιώδης αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία απαγορεύει, στον τομέα του ανταγωνισμού, την καταδίκη μιας επιχειρήσεως ή την εκ νέου δίωξή της για συμπεριφορά αντίθετη προς τον ανταγωνισμό για την οποία της έχει επιβληθεί κύρωση ή για την οποία κρίθηκε ότι δεν έχει ευθύνη με προγενέστερη απόφαση μη υποκείμενη πλέον σε προσφυγή. Η εφαρμογή της αρχής non bis in idem εξαρτάται από την τριπλή προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών, της ταυτότητας του παραβάτη και της ταυτότητας του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος.

Δεν οδηγεί σε παραβίαση της αρχής non bis in idem η συνεκτίμηση από την Επιτροπή, σε απόφαση που διαπιστώνει τη συμμετοχή επιχειρήσεως σε συμφωνίες με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα και επιβάλλει σε αυτήν πρόστιμο, διαφόρων προηγούμενων παραβάσεων της ίδιας επιχειρήσεως για τις οποίες η Επιτροπή έχει επιβάλει κυρώσεις, εφόσον η συνεκτίμηση των εν λόγω προηγούμενων παραβάσεων δεν αποσκοπεί στον εκ νέου κολασμό τους, αλλά μόνο στο να στοιχειοθετηθεί η υποτροπή της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως, ενόψει της επιμετρήσεως του προστίμου με το οποίο τιμωρείται η νέα παράβαση.

Αφετέρου, εν πάση περιπτώσει, οι προμνησθείσες σωρευτικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της αρχής non bis in idem δεν συντρέχουν εφόσον δεν πληρούται η προϋπόθεση της ταυτότητας των πραγματικών περιστατικών.

(βλ. σκέψεις 80-84)

7.      Θα ήταν αντίθετο προς το επιδιωκόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου το να λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή το γεγονός ότι, σε προγενέστερη απόφαση, είχε συνεκτιμήσει, για να στοιχειοθετήσει υποτροπή, μια αρχική παράβαση, έτσι ώστε να αποκλείεται, σε μεταγενέστερη απόφαση, η προσαύξηση του βασικού ποσού του προστίμου βάσει της εν λόγω παραβάσεως. Πράγματι, μια τέτοια λύση θα οδηγούσε σε κατάσταση αντιπαραγωγική από πλευράς του επιδιωκόμενου αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου, στην οποία το πρόστιμο που θα επιβαλλόταν σε μια κατ’ εξακολούθησιν υπότροπο επιχείρηση δεν θα αυξανόταν προοδευτικώς σε συνάρτηση με τον αριθμό των παραβάσεων που θα είχε τελέσει, αλλ’ αντιθέτως το οριακό ύψος του προστίμου που θα μπορούσε να της επιβληθεί θα μειωνόταν προοδευτικώς όσο θα αυξάνονταν οι αποφάσεις που θα της επέβαλλαν κυρώσεις.

Επιπλέον, δεν ασκεί επιρροή το ότι προγενέστερες αποφάσεις που επέβαλλαν κυρώσεις στην εν λόγω επιχείρηση αφορούν πραγματικά περιστατικά ταυτόχρονα προς εκείνα της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον η Επιτροπή βασίστηκε αποκλειστικώς σε άλλες προγενέστερες αποφάσεις οι οποίες εκδόθηκαν πριν την έναρξη της παραβάσεως για την οποία επιβάλλει κυρώσεις, προκειμένου να στοιχειοθετήσει, στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως, την υποτροπή της εν λόγω επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψεις 88-89)

8.      Δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που έχουν υποπέσει σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και να λάβει υπόψη, στο πλαίσιο αυτό, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Οι διατάξεις αυτές συνιστούν την προσήκουσα νομική βάση για τη συνεκτίμηση της υποτροπής κατά την επιμέτρηση του προστίμου.

Επιπλέον, οι κατευθυντήριες γραμμές που θεσπίζει η Επιτροπή για την επιμέτρηση των προστίμων εξασφαλίζουν ασφάλεια δικαίου για τις επιχειρήσεις, δεδομένου ότι καθορίζουν τη μεθοδολογία την οποία δεσμεύτηκε ότι θα ακολουθήσει η Επιτροπή για την επιμέτρηση των προστίμων. Η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει, σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση, από τις κατευθυντήριες γραμμές χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Εξάλλου, η προγενέστερη πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεων δεν συνιστά νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού. Συναφώς, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την επιμέτρηση των προστίμων. Δεν δεσμεύεται από τις προγενέστερες εκτιμήσεις της και δεν έχει υποχρέωση να εφαρμόζει ακριβείς μαθηματικούς τύπους.

Σκοπός της ευρείας αυτής εξουσίας εκτιμήσεως είναι να έχει τη δυνατότητα να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς την τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού.

Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι η Επιτροπή επέβαλε στο παρελθόν πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερεί τη δυνατότητα να αυξάνει το ύψος αυτό, εντός των ορίων που τίθενται με τον κανονισμό 1/2003, αν η εν λόγω αύξηση είναι αναγκαία για την εφαρμογή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού.

Αντιθέτως, η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού προϋποθέτει ότι η Επιτροπή μπορεί οποτεδήποτε να προσαρμόζει το ύψος των προστίμων στις ανάγκες της πολιτικής αυτής. Έτσι, προσαύξηση ορισμένου επιπέδου που επιβάλλεται σε επιχείρηση μπορεί να δικαιολογηθεί από την πρόσθετη ανάγκη αποτροπής της, λόγω της τάσεώς της να ενεργεί κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, ενώ προσαύξηση διαφορετικού επιπέδου που επιβάλλεται σε άλλη επιχείρηση μπορεί να δικαιολογείται από την ανάγκη για την εξασφάλιση του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου που της επιβάλλεται, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, λόγω του συνολικού κύκλου εργασιών της που είναι σαφώς υψηλότερος από τον κύκλο εργασιών των λοιπών μελών της συμπράξεως, είναι σε θέση να εξεύρει ευκολότερα τους αναγκαίους πόρους για να καταβάλει το πρόστιμο.

(βλ. σκέψεις 96, 98-101, 106)

9.      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις ούτε κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς.

Το γεγονός απλώς και μόνον ότι η Επιτροπή εφάρμοζε, με την προγενέστερη πρακτική των αποφάσεών της, ορισμένο συντελεστή προσαυξήσεως του βασικού ποσού του προστίμου που επέβαλλε σε μια επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού δεν σημαίνει ότι δεν έχει την ευχέρεια, στο πλαίσιο άλλης αποφάσεως, να αυξήσει τον συντελεστή αυτόν εντός των ορίων που η ίδια έθεσε με τις κατευθυντήριες γραμμές, ώστε να προτρέψει την εμπλεκόμενη επιχείρηση να μεταβάλει την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά της.

(βλ. σκέψεις 108-109)

10.    Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως προκειμένου να μπορούν να εκπληρώνουν την αποστολή τους, η τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών αποκτά ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία. Στις εγγυήσεις αυτές συγκαταλέγεται ιδίως η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως.

(βλ. σκέψη 111)

11.    Η Επιτροπή απολαύει ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως ως προς τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων και μπορεί, συναφώς, να λάβει υπόψη πλειάδα στοιχείων, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η συνεργασία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά την έρευνα που διεξάγουν οι υπηρεσίες της. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή καλείται να προβεί σε περίπλοκες εκτιμήσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά, όπως οι σχετικές με τη συνεργασία καθεμίας από τις εν λόγω επιχειρήσεις.

Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας που παρέχουν τα μέλη μιας συμπράξεως, στην Επιτροπή μπορεί να προσαφθεί μόνον πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεδομένου ότι έχει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για να αξιολογήσει την ποιότητα και τη λυσιτέλεια της συνεργασίας μιας επιχειρήσεως, ιδίως σε σχέση με τη συμβολή άλλων επιχειρήσεων.

Η μείωση των προστίμων σε περίπτωση συνεργασίας των επιχειρήσεων που έχουν συμμετάσχει σε παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού στηρίζεται στη σκέψη ότι μια τέτοια συνεργασία διευκολύνει το έργο της Επιτροπής για τη διαπίστωση και, ενδεχομένως, τον τερματισμό της παραβάσεως. Λαμβανομένης υπόψη της ratio της μειώσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να παραβλέψει τη λυσιτέλεια των παρασχεθεισών πληροφοριών, η οποία αποτελεί αναγκαστικά συνάρτηση των αποδεικτικών στοιχείων που είχε ήδη στην κατοχή της.

Αν και η Επιτροπή υποχρεούται να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζουν οι επιχειρήσεις στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας αποτελούν συμβολή που δικαιολογεί ή που δεν δικαιολογεί τη μείωση του επιβαλλόμενου προστίμου, αντιστρόφως, απόκειται στις επιχειρήσεις που επιθυμούν να αμφισβητήσουν τη σχετική απόφαση της Επιτροπής να αποδείξουν ότι, αν αυτές δεν είχαν παράσχει οικειοθελώς τις ως άνω πληροφορίες, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να αποδείξει τα ουσιώδη στοιχεία της παραβάσεως και, επομένως, να εκδώσει απόφαση περί επιβολής προστίμων.

Οσάκις επιχείρηση επιβεβαιώνει απλώς, στο πλαίσιο της συνεργασίας, και μάλιστα με μικρότερη ακρίβεια και σαφήνεια, ορισμένα από τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία είχε ήδη παράσχει άλλη επιχείρηση ως συνεργασία, ο βαθμός συνεργασίας της ως άνω επιχειρήσεως, μολονότι ενδέχεται να έχει κάποια χρησιμότητα για την Επιτροπή, δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκρίσιμος με αυτόν της πρώτης επιχειρήσεως η οποία προσκόμισε τα εν λόγω στοιχεία. Πράγματι, μια δήλωση που απλώς ενισχύει, σε ορισμένο βαθμό, δήλωση που ήδη ευρισκόταν στη διάθεση της Επιτροπής δεν διευκολύνει σημαντικά το έργο της Επιτροπής. Συνεπώς, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη μείωση του προστίμου λόγω συνεργασίας. Τέλος, η συνεργασία μιας επιχειρήσεως κατά την έρευνα δεν γεννά δικαίωμα σε μείωση του προστίμου όταν η συνεργασία αυτή δεν υπερέβη τα όρια των υποχρεώσεων που η εν λόγω επιχείρηση υπέχει από το άρθρο 18 του κανονισμού 1/2003.

(βλ. σκέψεις 134-138)

12.    Στο σημείο 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δεσμεύθηκε, στο πλαίσιο της εξουσίας της εκτιμήσεως των ελαφρυντικών περιστάσεων τις οποίες οφείλει να λαμβάνει υπόψη κατά την επιμέτρηση των προστίμων, να χορηγεί μείωση του προστίμου όταν μια επιχείρηση έχει συνεργασθεί αποτελεσματικά με την Επιτροπή, εκτός του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) και πέραν των νόμιμων υποχρεώσεών της να συνεργασθεί.

Εντούτοις, η εφαρμογή του σημείου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια να καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας η ανακοίνωση περί συνεργασίας.

Πράγματι, το σημείο 1 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας προβλέπει ότι η εν λόγω ανακοίνωση «θεσπίζει ένα πλαίσιο ώστε να ανταμείβονται για τη συνεργασία τους στην έρευνα που διεξάγει η Επιτροπή οι επιχειρήσεις οι οποίες είναι ή υπήρξαν μέλη μυστικών συμπράξεων (καρτέλ) που δρουν στην Κοινότητα». Από το γράμμα και την οικονομία της ως άνω ανακοινώσεως συνάγεται επομένως ότι οι επιχειρήσεις δεν μπορούν, καταρχήν, να τύχουν μειώσεως του προστίμου λόγω της συνεργασίας τους παρά μόνον όταν πληρούν τις αυστηρές προϋποθέσεις της εν λόγω ανακοινώσεως.

Επομένως, προκειμένου να διαφυλαχθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, η Επιτροπή οφείλει να χορηγεί μείωση προστίμου σε μια επιχείρηση βάσει του σημείου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Τέτοια περίπτωση συντρέχει ιδίως όταν η συνεργασία μιας επιχειρήσεως υπερβαίνει τη νόμιμη υποχρέωσή της συνεργασίας, χωρίς όμως να της παρέχει δικαίωμα σε μείωση προστίμου δυνάμει της ανακοινώσεως περί συνεργασίας, και ταυτοχρόνως είναι αντικειμενικά επωφελής για την Επιτροπή. Διαπιστώνεται τέτοια ωφέλεια όταν η Επιτροπή θεμελιώνει την οριστική της απόφαση σε αποδεικτικά στοιχεία που της προσκόμισε μια επιχείρηση στο πλαίσιο της συνεργασίας της, εφόσον, χωρίς τα στοιχεία αυτά, η Επιτροπή δεν θα ήταν σε θέση να επιβάλει κυρώσεις για το σύνολο ή για μέρος της επίδικης παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 168-170)

13.    Αντικαθιστώντας την ανακοίνωση του 1996 σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) με την ανακοίνωση του 2002 σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ), η οποία δεν προβλέπει μείωση προστίμου για την περίπτωση που απλώς δεν αμφισβητούνται τα πραγματικά περιστατικά, η Επιτροπή απέκλεισε σαφώς το ενδεχόμενο χορηγήσεως μειώσεως του προστίμου για τον λόγο αυτό στο πλαίσιο της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας ή του σημείου 29, τέταρτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003. Πράγματι, μόνον εφόσον η επιχείρηση παρέχει είτε αποδεικτικά στοιχεία με σημαντική πρόσθετη αξία, κατά την έννοια του σημείου 21 της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, είτε πληροφορίες χωρίς τις οποίες η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να επιβάλει κυρώσεις για το σύνολο ή για μέρος της επίδικης παραβάσεως με την οριστική της απόφαση οφείλει η Επιτροπή να της χορηγήσει μείωση προστίμου. Έτσι, η μείωση του προστίμου εξαρτάται από την αντικειμενική ωφέλεια που αντλεί η Επιτροπή από τη συνεργασία μιας επιχειρήσεως.

Εν πάση περιπτώσει, δυνάμει του σημείου 5 της ανακοινώσεως σχετικά με την διεξαγωγή διαδικασιών διευθέτησης διαφορών εν όψει της έκδοσης αποφάσεων δυνάμει του άρθρου 7 και του άρθρου 23 του κανονισμού 1/2003 σε περιπτώσεις συμπράξεων, η Επιτροπή διαθέτει ευρέα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας τα οποία της επιτρέπουν να αποφασίζει σε ποιες υποθέσεις είναι δυνατόν να διερευνηθεί κατά πόσον τα εμπλεκόμενα μέρη θα ενδιαφέρονταν να ακολουθήσουν διαδικασία διευθέτησης διαφορών, μόνο δε εφόσον οι μετέχουσες στη διαδικασία αυτή επιχειρήσεις πληρούν τις προϋποθέσεις της εν λόγω ανακοινώσεως χορηγείται σε αυτές μείωση του προστίμου κατά 10 %.

Επομένως, βάσει της ανακοινώσεως περί διευθετήσεως διαφορών, εναπόκειται μόνο στην Επιτροπή, και όχι στις επιχειρήσεις, να κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως, αν η προσφυγή σ’ αυτή τη διαδικασία διευκολύνει τον κολασμό της επίδικης παραβάσεως και, στο πλαίσιο αυτό, να χορηγήσει μείωση προστίμου κατά 10 % σε μια επιχείρηση που πληροί τις προϋποθέσεις της εν λόγω ανακοινώσεως.

Τέλος, έστω και αν οι κανόνες του εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού σε διάφορα κράτη μέλη της Ένωσης προβλέπουν ότι η μη αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών παρέχει δικαίωμα σε μείωση προστίμου, οι εν λόγω κανόνες, οι οποίοι δεν δεσμεύουν την Επιτροπή, δεν αποτελούν το ορθό νομικό πλαίσιο για την εξέταση του ζητήματος αν η Επιτροπή παρέβη την αρχή της αναλογικότητας μη χορηγώντας μείωση προστίμου σε μια επιχείρηση για τη συνεργασία της.

(βλ. σκέψεις 189-192)

14.    Όσον αφορά τον έλεγχο που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης επί των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας, βάσει του οποίου μπορεί απλώς να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, η πλήρης δικαιοδοσία που παρέχει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 229 ΕΚ, το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 στο Γενικό Δικαστήριο επιτρέπει στο δικαιοδοτικό αυτό όργανο να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς να την ακυρώσει, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία, προκειμένου, για παράδειγμα, να τροποποιήσει το ύψος του προστίμου.

Συναφώς, δεν πρέπει να μεταρρυθμιστεί ούτε ο συντελεστής προσαυξήσεως του βασικού ποσού προστίμου που επιβλήθηκε σε επιχείρηση από την Επιτροπή, λόγω της συμμετοχής της σε συμφωνίες με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα, ο οποίος ανέρχεται στο 90 %, λαμβανομένης υπόψη της έντονης τάσεως της ως άνω επιχειρήσεως να ενεργεί κατά παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού, ούτε το ύψος του επιβληθέντος προστίμου, κατά το μέτρο που η συνεργασία της εν λόγω επιχειρήσεως δεν παρέσχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να επιβάλει κυρώσεις για το σύνολο ή για μέρος της συμπράξεως.

(βλ. σκέψεις 203-205)