Language of document : ECLI:EU:T:2012:242

Υπόθεση T‑344/08

EnBW Energie Baden-Württemberg AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Φάκελος υποθέσεως στο πλαίσιο διαδικασίας ελέγχου συμπράξεως — Άρνηση προσβάσεως — Εξαίρεση σχετική με την προστασία των σκοπών της έρευνας — Εξαίρεση σχετική με την προστασία των εμπορικών συμφερόντων τρίτων — Εξαίρεση σχετική με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων — Υποχρέωση του οικείου θεσμικού οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση του περιεχομένου των εγγράφων τα οποία αφορά η αίτηση προσβάσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να προβαίνει σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων — Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4)

2.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Επιδίωξη προσωπικού συμφέροντος εκ μέρους του αιτούντος — Δεν επιδρά επί του δικαιώματος προσβάσεως

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

3.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να προβαίνει σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων — Απόκλιση από την υποχρέωση εξετάσεως — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4)

4.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα — Προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου — Περιεχόμενο — Όρια

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4· κανονισμοί του Συμβουλίου 659/1999 και 1/2003)

5.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να προβαίνει σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων — Περιεχόμενο — Απαλλαγή από την υποχρέωση — Δυνατότητα εξετάσεως ανά κατηγορία εγγράφων — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4)

6.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξέταση που αποβαίνει ιδιαιτέρως και δυσαναλόγως επαχθής —Απόκλιση από την υποχρέωση εξετάσεως — Περιορισμένο περιεχόμενο — Βάρος αποδείξεως του θεσμικού οργάνου — Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να έρθει σε συνεννόηση με τον αιτούντα

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 4, 7 § 3 και 8 § 2)

7.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα — Προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου — Διαχρονική εφαρμογή — Δυνατότητα εφαρμογής μετά την περάτωση των δραστηριοτήτων αυτών — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 81 ΕΚ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, τρίτη περίπτωση)

8.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα — Προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου — Περιεχόμενο — Όρια

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, τρίτη περίπτωση)

9.      Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα — Προστασία των εμπορικών συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου — Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, πρώτη περίπτωση)

10.    Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Αυτοτελής ερμηνεία σε σχέση με το προβλεπόμενο στον κανονισμό 1/2003 δικαίωμα προσβάσεως στις υποθέσεις ανταγωνισμού — Υποχρέωση της Επιτροπής να προβαίνει, κατόπιν εξετάσεως υποθέσεως ανταγωνισμού, σε νέα εξέταση της αιτήσεως για πρόσβαση που στηρίζεται στον κανονισμό 1049/2001

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

11.    Ευρωπαϊκή Ένωση — Θεσμικά όργανα — Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα — Κανονισμός 1049/2001 — Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως σε έγγραφα — Προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 3, δεύτερη περίπτωση)

1.      Η υποχρέωση ενός οργάνου να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εκτίμηση του περιεχομένου των εγγράφων τα οποία αφορά οποιαδήποτε αίτηση υποβληθείσα βάσει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, αποτελεί λύση αρχής, η οποία έχει εφαρμογή ανεξαρτήτως του τομέα στον οποίο αναφέρονται τα οικεία έγγραφα, μολονότι η ανωτέρω λύση αρχής δεν σημαίνει ότι παρόμοια εξέταση απαιτείται σε κάθε περίπτωση.

Κατά συνέπεια, η εξέταση της ενδεχόμενης παραβιάσεως αυτής της υποχρεώσεως συνιστά στάδιο το οποίο προηγείται της εξετάσεως της παραβάσεως των διατάξεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001. Ως εκ τούτου, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, εν πάση περιπτώσει, να ελέγχει, στο πλαίσιο της εξετάσεως της παραβάσεως των εν λόγω διατάξεων, αν η Επιτροπή προέβη σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση εκάστου των ζητηθέντων εγγράφων ή αν απέδειξε ότι τα έγγραφα στα οποία αυτή αρνήθηκε την πρόσβαση καλύπτονταν προδήλως στο σύνολό τους από κάποια εξαίρεση.

(βλ. σκέψεις 28-29)

2.      Το προσωπικό συμφέρον του οποίου την ικανοποίηση τυχόν επιδιώκει ο αιτών με την αίτηση προσβάσεως αποτελεί κριτήριο εντελώς ξένο προς τον κανονισμό 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, με συνέπεια ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να διατυπώσει κρίσεις ή υποθέσεις συναφώς ούτε να αντλήσει συμπεράσματα όσον αφορά την επεξεργασία της αιτήσεως.

(βλ. σκέψη 36)

3.      Παρεκκλίσεις από την υποχρέωση συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως εγγράφων που ζητήθηκαν από θεσμικό όργανο βάσει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, προβλέπονται σε τρεις περιπτώσεις. Πρώτον, πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες είναι προφανές ότι η πρόσβαση πρέπει να αποκλεισθεί ή, αντιθέτως, να επιτραπεί. Αυτό θα μπορούσε να ισχύει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση κατά την οποία ορισμένα έγγραφα καλύπτονται προφανώς στο σύνολό τους από εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως είτε, αντιστρόφως, επιτρέπεται προδήλως η πρόσβαση στο σύνολό τους, είτε, τέλος, έχουν αποτελέσει στο παρελθόν αντικείμενο συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εκτιμήσεως από την Επιτροπή υπό παρεμφερείς περιστάσεις. Τα θεσμικά όργανα, προκειμένου να εξηγήσουν με ποιο τρόπο η πρόσβαση στα ζητηθέντα έγγραφα θα μπορούσε να αποβεί σε βάρος του συμφέροντος το οποίο προστατεύεται από εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, μπορούν να στηρίζονται σε γενικά τεκμήρια που εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων, δεδομένου ότι τέτοιες γενικού χαρακτήρα εκτιμήσεις ενδέχεται να αφορούν και αιτήσεις γνωστοποιήσεως σχετικές με έγγραφα της ίδιας φύσεως. Δεύτερον, μία και μόνη δικαιολογία μπορεί να εφαρμοστεί ως προς έγγραφα που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, πράγμα το οποίο ισχύει ιδίως αν τα εν λόγω έγγραφα περιέχουν το ίδιο είδος πληροφοριών. Εναπόκειται στη συνέχεια στον δικαστή της Ένωσης να εξακριβώσει αν η προβαλλόμενη εξαίρεση καλύπτει προδήλως και στο σύνολό τους τα έγγραφα που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή.

Τρίτον, κατ’ εξαίρεση και μόνον όταν η διοικητική επιβάρυνση την οποία συνεπάγεται η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων αποβαίνει ιδιαιτέρως επαχθής, υπερβαίνοντας τα όρια των εύλογων απαιτήσεων, μπορεί να γίνει δεκτή παρέκκλιση από την υποχρέωση συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως των ζητηθέντων εγγράφων.

(βλ. σκέψεις 45-47)

4.      Καίτοι, σε περίπτωση αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, το οικείο θεσμικό όργανο μπορεί να στηρίζεται, προκειμένου να αρνηθεί αυτήν την πρόσβαση, σε γενικά τεκμήρια που εφαρμόζονται σε ορισμένες κατηγορίες εγγράφων και μπορούν να στηριχθούν στην ύπαρξη ενός καθεστώτος προσβάσεως στον φάκελο που ισχύει ως προς κάποια ειδική διαδικασία, εντούτοις τέτοια καθεστώτα, είτε πρόκειται για τον τομέα των κρατικών ενισχύσεων είτε για τον τομέα των συμπράξεων, έχουν εφαρμογή μόνον κατά τη διάρκεια της επίμαχης διαδικασίας και όχι στην περίπτωση στην οποία το θεσμικό όργανο έχει ήδη εκδώσει τελική απόφαση με την οποία κλείνει ο φάκελος στον οποίο ζητείται πρόσβαση. Εξάλλου, καίτοι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι περιορισμοί του δικαιώματος προσβάσεως στον φάκελο που υφίστανται στο πλαίσιο ειδικών διαδικασιών, όπως οι διαδικασίες στον τομέα του ανταγωνισμού, πάντως μια τέτοια συνεκτίμηση δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το σύνολο των εγγράφων που περιέχονται στους φακέλους στον οικείο τομέα καλύπτεται αυτομάτως από κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, διότι άλλως θα θιγόταν η δυνατότητα της Επιτροπής να καταστείλει τις συμπράξεις.

(βλ. σκέψεις 55, 57, 61)

5.      Στον τομέα του δικαιώματος προσβάσεως σε έγγραφα, μία και μόνη δικαιολογία, προκειμένου να μην επιτραπεί η πρόσβαση αυτή, μπορεί να εφαρμοστεί σε έγγραφα που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, ιδίως αν τα εν λόγω έγγραφα περιέχουν το ίδιο είδος πληροφοριών. Εντούτοις, είναι εν πάση περιπτώσει αναγκαία η εξέταση χωριστά του περιεχομένου κάθε εγγράφου προκειμένου να προβεί στην υποχρεωτική, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, εξέταση της δυνατότητας παροχής μερικής προσβάσεως στα ζητούμενα έγγραφα. Επομένως, το θεσμικό όργανο απαλλάσσεται από την υποχρέωση εξατομικευμένης εξετάσεως των σχετικών εγγράφων μόνο στην περίπτωση που τα έγγραφα ορισμένης κατηγορίας καλύπτονται προφανώς και στο σύνολό τους από εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως. Επιπλέον, η υπαγωγή των εγγράφων σε κατηγορίες στην οποία προβαίνει το οικείο όργανο πρέπει να γίνεται σε συνάρτηση με τα πληροφοριακά στοιχεία που περιέχουν τα εν λόγω έγγραφα. Η άρνηση γνωστοποιήσεως μιας ολόκληρης κατηγορίας εγγράφων μπορεί να δικαιολογηθεί με επίκληση μίας και μόνης δικαιολογίας στην περίπτωση ιδίως που τα έγγραφα ορισμένης κατηγορίας περιέχουν το ίδιο είδος πληροφοριών. Συγκεκριμένα, υπό τέτοιες περιστάσεις, η δικαιολόγηση ανά κατηγορία εγγράφων διευκολύνει ή απλοποιεί το έργο της Επιτροπής κατά την εξέταση της αιτήσεως και την αιτιολόγηση της αποφάσεώς της.

Επομένως, το γεγονός ότι η εξέταση ανά κατηγορίες είναι χρήσιμη στο πλαίσιο της επεξεργασίας της αιτήσεως προσβάσεως αποτελεί προϋπόθεση για τη νομιμότητα μιας τέτοιας εξετάσεως. Ως εκ τούτου, ο προσδιορισμός των κατηγοριών εγγράφων πρέπει να γίνεται με βάση κριτήρια τα οποία να επιτρέπουν στην Επιτροπή να εφαρμόσει μια συλλογιστική κοινή για το σύνολο των εγγράφων που περιλαμβάνονται σε ορισμένη κατηγορία.

(βλ. σκέψεις 64-67, 76, 79, 85)

6.      Στον βαθμό που το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή θεσμικών οργάνων επέχει θέση νομικής αρχής, το θεσμικό όργανο που προβάλλει εξαίρεση συνδεόμενη με τον μη εύλογο φόρτο εργασίας που απαιτείται για την επεξεργασία της αιτήσεως έχει το βάρος αποδείξεως του φόρτου αυτού. Όσον αφορά τον φόρτο εργασίας που απαιτείται για την εξέταση μιας αιτήσεως, η συνεκτίμησή του δεν ασκεί κατ’ αρχήν επιρροή στην έκταση του δικαιώματος προσβάσεως. Ο φόρτος εργασίας που απαιτείται για την εξέταση μιας αιτήσεως εξαρτάται όχι μόνον από τον αριθμό των διαλαμβανόμενων στην αίτηση εγγράφων και από τον όγκο τους, αλλά και από τη φύση τους. Κατά συνέπεια, μόνη η ανάγκη της διεξαγωγής συγκεκριμένης και εξατομικευμένης εξετάσεως μεγάλου αριθμού εγγράφων ουδόλως προδικάζει τον φόρτο εργασίας που απαιτείται για την επεξεργασία μιας αιτήσεως προσβάσεως, δεδομένου ότι αυτός εξαρτάται και από το βάθος που απαιτεί η εξέταση αυτή.

Περαιτέρω, όταν ένα θεσμικό όργανο αποδείξει την υπερβολική διοικητική επιβάρυνση που συνεπάγεται η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των διαλαμβανόμενων στην αίτηση εγγράφων, υποχρεούται να προσπαθήσει να έρθει σε συνεννόηση με τον αιτούντα, προκειμένου, αφενός, ο αιτών να του γνωστοποιήσει το συμφέρον του από την απόκτηση των εν λόγω εγγράφων ή να του παράσχει σχετικές διευκρινίσεις και, αφετέρου, το ίδιο το όργανο να εξετάσει συγκεκριμένα τις επιλογές που διαθέτει για τη λήψη ενός μέτρου λιγότερου επαχθούς από τη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων. Δεδομένου ότι το δικαίωμα προσβάσεως αποτελεί αρχή, το θεσμικό όργανο υποχρεούται, στο πλαίσιο αυτό, να προκρίνει την επιλογή που, ενώ δεν αποτελεί εργασία υπερβαίνουσα τα όρια αυτού που μπορεί ευλόγως να απαιτηθεί, είναι η πλέον ευνοϊκή για το δικαίωμα προσβάσεως του αιτούντος. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο μπορεί να μην προβεί στη συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση, μόνον αφού εξετάσει πράγματι όλες τις άλλες διαθέσιμες επιλογές και αφού εξηγήσει λεπτομερώς με την απόφασή του τους λόγους για τους οποίους οι διάφορες αυτές επιλογές συνεπάγονται επίσης δυσανάλογα μεγάλο φόρτο.

(βλ. σκέψεις 100-102, 105-106)

7.      Όπως προκύπτει από τη διατύπωση της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, αυτή δεν αποσκοπεί στην προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας αυτών καθ’ εαυτών, αλλά του αντικειμένου των δραστηριοτήτων αυτών το οποίο, στο πλαίσιο διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού, συνίσταται στον έλεγχο του αν διαπράχθηκε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και, ανάλογα με την περίπτωση, στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος των υπεύθυνων επιχειρήσεων. Για τον λόγο αυτό, τα έγγραφα του φακέλου που αφορούν διάφορες πράξεις έρευνας εξακολουθούν ενδεχομένως να καλύπτονται από την επίμαχη εξαίρεση ενόσω δεν επιτυγχάνεται ο σχετικός σκοπός, ακόμη και αν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα ή η ειδική επιθεώρηση που αποτέλεσε αφορμή για τη σύνταξη του εγγράφου στο οποίο ζητείται η πρόσβαση.

Εντούτοις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι δραστηριότητες έρευνας στο πλαίσιο συγκεκριμένης υποθέσεως ολοκληρώνονται με την έκδοση της τελικής αποφάσεως, ανεξαρτήτως της τυχόν μεταγενέστερης ακυρώσεως της συγκεκριμένης αποφάσεως από τα δικαστήρια, καθώς στο σημείο εκείνο έκρινε το ίδιο το θεσμικό όργανο ότι περατώθηκε η διαδικασία.

Συγκεκριμένα, το να γίνει δεκτό ότι τα διάφορα έγγραφα που σχετίζονται με δραστηριότητες έρευνας καλύπτονται από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, ενόσω όλα τα επόμενα βήματα που πρέπει να γίνουν στο πλαίσιο της επίμαχης διαδικασίας δεν έχουν ολοκληρωθεί, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου θα οδηγούσε ενδεχομένως στην εκ νέου κίνηση της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, ισοδυναμεί με την εξάρτηση της προσβάσεως στα ως άνω έγγραφα από αστάθμητους παράγοντες, ήτοι την έκβαση της ως άνω προσφυγής και τις συνέπειες που αυτή θα μπορούσε να έχει για την Επιτροπή. Εν πάση περιπτώσει, πρόκειται για αφορώντες το μέλλον και αβέβαιους παράγοντες, οι οποίοι εξαρτώνται από τις αποφάσεις των εταιριών που είναι αποδέκτες της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεων σε σύμπραξη και των λοιπών ενδιαφερόμενων αρχών.

Παρόμοια λύση θα προσέκρουε στον στόχο διασφαλίσεως υπέρ του κοινού της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα που προέρχονται από τα θεσμικά όργανα, με σκοπό την παροχή στους πολίτες της δυνατότητας να ελέγχουν αποτελεσματικότερα τη νομιμότητα της ασκούμενης δημόσιας εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 116, 119-121)

8.      Όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα, η έννοια των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας έχει πολύ ευρύτερο περιεχόμενο και καταλαμβάνει, ως εκ τούτου, το σύνολο της πολιτικής της Επιτροπής στον τομέα της προλήψεως και της καταστολής των συμπράξεων. Ειδικότερα, μια τέτοια ερμηνεία θα παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εξαιρεί από την εφαρμογή του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, χωρίς χρονικό περιορισμό, κάθε έγγραφο περιλαμβανόμενο σε φάκελο υποθέσεως στον τομέα του ανταγωνισμού, επικαλούμενη απλώς και μόνον πιθανή προσβολή στο μέλλον του προγράμματος της επιείκειας. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι συνέπειες που η Επιτροπή φρονεί ότι θα υπάρξουν όσον αφορά το πρόγραμμά της επιείκειας εξαρτώνται από διάφορους αβέβαιους παράγοντες, μεταξύ των οποίων η χρήση των ληφθέντων εγγράφων στην οποία προτίθενται να προβούν οι θιγόμενοι από τη σύμπραξη, ο βαθμός επιτυχίας των αγωγών αποζημιώσεως που αυτοί τυχόν θα ασκήσουν, τα ποσά που θα τους χορηγηθούν ως αποζημίωση από τα εθνικά δικαστήρια, καθώς και οι μελλοντικές αντιδράσεις των επιχειρήσεων που μετέχουν σε συμπράξεις.

Συνεπώς, μια τόσο διασταλτική ερμηνεία της έννοιας των δραστηριοτήτων έρευνας είναι ασυμβίβαστη προς την αρχή ότι οι εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 4 του κανονισμού πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται συσταλτικώς, λαμβανομένου υπόψη ότι ο εν λόγω κανονισμός σκοπεί, κατά την τέταρτη αιτιολογική του σκέψη, στο να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα της πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα.

Συναφώς δεν είναι δυνατό να συναχθεί από τον κανονισμό 1049/2001 ότι η πολιτική ανταγωνισμού της Ένωσης πρέπει να τυγχάνει, στο πλαίσιο της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, διαφορετικής μεταχειρίσεως έναντι των λοιπών πολιτικών της Ένωσης. Επομένως, δεν υφίσταται κανένας λόγος η έννοια των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας να ερμηνεύεται στο πλαίσιο της πολιτικής ανταγωνισμού διαφορετικά σε σχέση με τις άλλες πολιτικές της Ένωσης.

Επιπλέον, τα προγράμματα επιείκειας και συνεργασίας, την αποτελεσματικότητα των οποίων προσπαθεί να προστατεύσει η Επιτροπή, δεν αποτελούν τα μοναδικά μέσα για τη διασφάλιση της τηρήσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης. Ειδικότερα, οι ασκούμενες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αγωγές αποζημιώσεως μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού εντός της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 123, 125-128)

9.      Κάθε σχετική με εταιρίες και τις εμπορικές τους σχέσεις πληροφορία δεν μπορεί να θεωρείται ότι απολαύει της προστασίας η παροχή της οποίας πρέπει να διασφαλίζεται στα εμπορικά συμφέροντα κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, εκτός αν θίγεται η εφαρμογή της γενικής αρχής της πρόσβασης των πολιτών στα έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά όργανα. Καίτοι το γεγονός ότι η άσκηση αγωγής αποζημιώσεως κατά εταιρίας αναπόφευκτα συνεπάγεται πρόσθετα έξοδα, τουλάχιστον για αμοιβές δικηγόρων, έστω και αν οι αγωγές αυτές απορριφθούν τελικώς ως αβάσιμες, εντούτοις το συμφέρον εταιρίας που μετείχε σε σύμπραξη να αποφύγει τέτοιου είδους αγωγές δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται ως εμπορικό συμφέρον και, εν πάση περιπτώσει, δεν συνιστά άξιο προστασίας συμφέρον, δεδομένου, ιδίως, ότι κάθε υποκείμενο δικαίου δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που του προξένησε συμπεριφορά δυνάμενη να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 134, 148)

10.    Τα δικαιώματα άμυνας ως ειδικά δικαιώματα τα οποία εμπίπτουν στα θεμελιώδη δικαιώματα των επιχειρήσεων προς τις οποίες η Επιτροπή έχει απευθύνει ανακοίνωση των αιτιάσεων, δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, παρέχουν πρόσβαση, αποκλειστικώς για ειδικούς σκοπούς, σε ειδικά έγγραφα από τα οποία αποκλείονται μόνον τα εσωτερικά έγγραφα του θεσμικού οργάνου, τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων και άλλες πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα. Αντιθέτως, το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ως γενικό δικαίωμα, παρέχει ενδεχομένως πρόσβαση, χωρίς περιορισμούς όσον αφορά τη χρήση των συγκεντρωθέντων εγγράφων, σε όλα τα έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά όργανα, πρόσβαση πάντως η οποία μπορεί να αποκλειστεί για μια σειρά λόγων που προβλέπονται από το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού. Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών αυτών, το γεγονός ότι η Επιτροπή εξέτασε ήδη σε ποιο βαθμό θα μπορούσε να παράσχει πρόσβαση στις πληροφορίες που περιέχει φάκελος υποθέσεως στον τομέα του ανταγωνισμού, στο πλαίσιο της προσβάσεως στον φάκελο δυνάμει των δικαιωμάτων άμυνας, ή σε ποιο βαθμό οι πληροφορίες αυτές έπρεπε να δημοσιευθούν, στο πλαίσιο του μη εμπιστευτικού κειμένου αποφάσεως εκδοθείσας κατόπιν διαδικασίας αφορώσας το δίκαιο του ανταγωνισμού, δεν την απαλλάσσει από τη νέα εξέταση των ζητημάτων αυτών υπό το πρίσμα των ειδικών προϋποθέσεων του δικαιώματος προσβάσεως βάσει του κανονισμού 1049/2001.

Ακόμη και αν δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής ενός αυστηρού κανόνα κατά τον οποίο κάθε πληροφορία σχετική με πραγματικά περιστατικά μιας κάποιας παλαιότητας πρέπει να θεωρείται ότι δεν θίγει πλέον τα εμπορικά συμφέροντα της εταιρίας στην οποία αναφέρεται, το γεγονός ότι οι επίμαχες πληροφορίες έχουν κάποια παλαιότητα αυξάνει τις πιθανότητες τα εμπορικά συμφέροντα των οικείων επιχειρήσεων να μη θίγονται πλέον σε βαθμό που να δικαιολογεί την εφαρμογή εξαιρέσεως από την αρχή της διαφάνειας που εκφράζεται στον κανονισμό 1049/2001. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη ότι οι σχετικές με τις εμπορικές δραστηριότητες εταιρίας πληροφορίες καλύπτουν περίοδο δεκαέξι ετών στο παρελθόν, δύναται να υποχρεώσει την Επιτροπή να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των ζητηθέντων εγγράφων υπό το πρίσμα της εξαιρέσεως που αντλείται από την προστασία των εμπορικών συμφερόντων. Ομοίως, το γεγονός ότι μεταξύ της προσβάσεως στον φάκελο που χορηγήθηκε δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και της εκδόσεως της αποφάσεως σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα δυνάμει του κανονισμού 1049/2001 παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, αρκεί για να θεωρηθεί η Επιτροπή υπόχρεη να προβεί σε νέα εξέταση των απαιτήσεων περί εμπιστευτικότητας που απορρέουν από την προστασία των εμπορικών συμφερόντων των οικείων επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 142, 145-146)

11.    Το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, σχετικά με την εξαίρεση που αφορά την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, προβαίνει σε σαφή διάκριση με κριτήριο αν μία διαδικασία έχει περατωθεί ή όχι. Το δεύτερο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου 3 επιτρέπει την άρνηση προσβάσεως μόνο σε μέρος των εσωτερικών εγγράφων, ήτοι σε έγγραφα τα οποία περιέχουν απόψεις που προορίζονται για εσωτερική χρήση στο πλαίσιο προκαταρκτικών συσκέψεων και διαβουλεύσεων εντός του οικείου θεσμικού οργάνου, ακόμη και αφότου έχει ληφθεί η απόφαση, σε περίπτωση κατά την οποία η δημοσιοποίησή τους θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης της Ένωσης έκρινε ότι μετά την έκδοση της αποφάσεως δεν είναι τόσο έντονη η ανάγκη προστασίας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων, με αποτέλεσμα η δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου, πλην των προβλεπόμενων από το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, να μην μπορεί σε καμία περίπτωση να θίξει σοβαρά την εν λόγω διαδικασία και να μην επιτρέπεται η άρνηση δημοσιοποιήσεως τέτοιου είδους εγγράφου, ενώ η δημοσιοποίησή του θα έθιγε σοβαρά την εν λόγω διαδικασία αν λάμβανε χώρα πριν την έκδοση της επίμαχης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 152-154)