Language of document : ECLI:EU:C:2013:600

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 26ης Σεπτεμβρίου 2013(1)

Υπόθεση C‑167/12

C. D.

κατά

S. T.

[αίτηση του Employment Tribunal Newcastle upon Tyne (Ηνωμένο Βασίλειο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 92/85/ΕΟΚ – Πεδίο εφαρμογής – Παρένθετη μητρότητα – Άδεια μητρότητας – Οδηγία 2006/54 – Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών – Απαγόρευση χειροτερεύσεως της θέσεως της εργαζομένης λόγω εγκυμοσύνης»





I –    Εισαγωγή

1.        Δικαιούται μια γυναίκα άδεια μητρότητας ακόμη και όταν δεν γέννησε το τέκνο η ίδια, αλλά η καλούμενη κυοφόρος ή υποκατάστατη μητέρα (2); Το ερώτημα αυτό αποτελεί το επίκεντρο της αιτήσεως του Employment Tribunal Newcastle upon Tyne (Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.

2.        Από τη σκοπιά της ιατρικής της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, η παρένθετη ή υποκατάστατη μητρότητα αρχίζει με τεχνητή γονιμοποίηση της κυοφόρου μητέρας ή μεταφορά εμβρύου σε αυτή. Στη συνέχεια η κυοφόρος μητέρα κυοφορεί και γεννά το τέκνο. Γενετικώς το τέκνο μπορεί είτε να προέρχεται από τους γονείς οι οποίοι μετά τον τοκετό αναλαμβάνουν τη γονική του μέριμνα (γονείς που ανέλαβαν τη μέριμνα του τέκνου), είτε από τον πατέρα και την κυοφόρο μητέρα ή από αυτόν και τρίτη γυναίκα.

3.        Οι εθνικές ρυθμίσεις για την παρένθετη μητρότητα διαφοροποιούνται σημαντικά στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3). Σε πολλά κράτη μέλη απαγορεύεται η παρένθετη μητρότητα, ενώ αντιθέτως στο Ηνωμένο Βασίλειο επιτρέπεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Εντούτοις δεν υφίσταται στο Ηνωμένο Βασίλειο ειδική ρύθμιση σχετικά με την άδεια μητρότητας για τις μητέρες που ανέλαβαν τη μέριμνα τέκνου (4).

4.        Στην υπό κρίση υπόθεση ανακύπτει το ερώτημα κατά πόσον η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου μπορεί να αντλήσει τέτοιο δικαίωμα από το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως από την οδηγία 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (5).

5.        Το Δικαστήριο χρειάστηκε ήδη άπαξ να αποφανθεί (6) επί υποθέσεως τεχνητής γονιμοποιήσεως που αφορούσε την ερμηνεία της οδηγίας 92/85. Έχει τώρα την ευκαιρία να εξελίξει περαιτέρω τη νομολογία του επί της οδηγίας 92/85.

II – Το νομικό πλαίσιο

 Α       Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία 92/85

6.        Σκοπός της οδηγίας 92/85, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, παράγραφος 1, είναι η «βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων ή γαλουχουσών εργαζομένων».

7.        Το άρθρο 2 της οδηγίας 92/85 ορίζει ότι:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)      “έγκυος εργαζομένη”, κάθε εργαζόμενη γυναίκα που είναι έγκυος και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάστασή της, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική·

β)      “λεχώνα εργαζομένη”, κάθε εργαζόμενη γυναίκα που διανύει το στάδιο της λοχείας κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας ή/και πρακτικής και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάστασή της, σύμφωνα με την ανωτέρω νομοθεσία ή/και πρακτική·

γ)      “γαλουχούσα εργαζομένη”, κάθε εργαζόμενη γυναίκα που διανύει το στάδιο της γαλουχίας κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας ή/και πρακτικής και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάστασή της, σύμφωνα με την ανωτέρω νομοθεσία ή/και πρακτική.»

8.        Το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85 ρυθμίζει την άδεια μητρότητας και ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου οι εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2 να δικαιούνται άδεια μητρότητας διάρκειας 14 συναπτών εβδομάδων τουλάχιστον, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

2.      Η άδεια μητρότητας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 πρέπει να περιλαμβάνει υποχρεωτική άδεια μητρότητας δύο εβδομάδων τουλάχιστον, που κατανέμονται πριν ή/και μετά τον τοκετό, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.»

9.        Το άρθρο 11 της οδηγίας 92/85 ορίζει τα εξής:

«[…]

στην περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 8, πρέπει να εξασφαλίζονται:

[…]

β)      η διατήρηση αμοιβής ή/και το ευεργέτημα κατάλληλου επιδόματος στις εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2 […].»

2.      Η οδηγία 2006/54

10.      Το άρθρο 2 της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (7), ορίζει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)      “άμεση διάκριση”: όταν ένα πρόσωπο υφίσταται, για λόγους φύλου, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν που υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο ένα άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση·

β)      “έμμεση διάκριση”: όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική θέτει σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση πρόσωπα ενός φύλου σε σύγκριση με πρόσωπα του άλλου φύλου, εκτός αν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικώς από νόμιμο στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του εν λόγω στόχου είναι πρόσφορα και αναγκαία·

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η διάκριση περιλαμβάνει:

[…]

γ)      οποιαδήποτε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας κατά την έννοια της οδηγίας 92/85 […].»

11.      Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων φορέων, όσον αφορά:

[…]

γ)      τους όρους απασχόλησης και εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων, καθώς και θέματα αμοιβής σύμφωνα με το άρθρο 141 της Συνθήκης [νυν, άρθρο 157 ΣΛΕΕ]·

[…]».

12.      Το άρθρο 15 της οδηγίας 2006/54 διέπει την «Επιστροφή ύστερα από άδεια μητρότητας» και ορίζει τα εξής:

«Η γυναίκα που έχει λάβει άδεια μητρότητας δικαιούται, μετά το πέρας της άδειας αυτής, να επιστρέφει στην εργασία της ή σε ισοδύναμη θέση με όρους και συνθήκες όχι λιγότερο ευνοϊκούς για αυτήν και να επωφελείται από οποιαδήποτε βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την οποία θα εδικαιούτο κατά την απουσία της.»

 Β       Το εθνικό δίκαιο

13.      O Human Fertilisation and Embryology Act 2008 (νόμος του 2008 περί γονιμοποιήσεως και ανθρώπινης εμβρυολογίας, στο εξής: HFEA) ρυθμίζει ποια πρόσωπα θεωρούνται γονείς όταν το τέκνο έχει γεννηθεί από κυοφόρο μητέρα. Κατ’ αρχήν, από νομική άποψη, ως μητέρα του τέκνου θεωρείται αρχικώς η κυοφόρος μητέρα, η οποία γέννησε το τέκνο, και μάλιστα ανεξαρτήτως του κατά πόσον είναι γενετικώς η μητέρα του. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 54 του HFEA, κατόπιν σχετικής αιτήσεως που υποβάλλουν οι γονείς που ανέλαβαν τη μέριμνα του τέκνου, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί, με την καλούμενη διάταξη για την αναγνώριση της ιδιότητας του γονέα (parental order), να ορίσει ότι το τέκνο λογίζεται κατά νόμο ως τέκνο των αιτούντων. Προϋποθέσεις για αυτό αποτελούν, μεταξύ άλλων, να έγινε, για τη δημιουργία του εμβρύου, χρήση των γαμετών τουλάχιστον ενός από τα πρόσωπα που έχουν υποβάλει την αίτηση, τα πρόσωπα αυτά να συνδέονται με συζυγική σχέση ή με αντίστοιχη σχέση, να υποβάλουν την αίτηση το αργότερο έξι μήνες μετά τη γέννηση του τέκνου και να συγκατατίθεται στο αίτημα η κυοφόρος μητέρα.

14.      Σύμφωνα με τη Maternity and Parental Leave etc. Regulations 1999 (κανονιστική απόφαση του 1999 περί άδειας μητρότητας, γονικής άδειας και λοιπές διατάξεις), άδεια μητρότητας (maternity leave) δικαιούνται μόνον οι γυναίκες σε σχέση με την εγκυμοσύνη τους. Η Paternity and Adoption Leave Regulations 2002 (κανονιστική απόφαση του 2002 περί άδειας πατρότητας και άδειας υιοθεσίας) προβλέπει σε περίπτωση υιοθεσίας, μεταξύ άλλων, δικαίωμα άδειας υιοθεσίας (adoption leave) υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Πρόσωπα στα οποία μεταβιβάστηκε, με διάταξη για την αναγνώριση της ιδιότητας του γονέα, η γονική μέριμνα για τέκνο που γεννήθηκε από κυοφόρο μητέρα μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να λάβουν άδεια άνευ αποδοχών.

15.      Σύμφωνα με τον Equality Act 2010 (νόμο του 2010 περί ισότητας) σε περίπτωση δυσμενούς μεταχειρίσεως λόγω εγκυμοσύνης ή λόγω άδειας μητρότητας πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται δυσμενής διάκριση σε βάρος της ενδιαφερόμενης γυναίκας.

III – Τα πραγματικά περιστατικά και τα προδικαστικά ερωτήματα

16.      Η ενάγουσα της κύριας δίκης (στο εξής: C. D.) απασχολείται σε ένα από τα νοσοκομεία του εναγομένου της κύριας δίκης. Ο τελευταίος αποτελεί National Health Service Foundation (φορέα υπαγόμενο στο Εθνικό Σύστημα Υγείας) και, συνεπώς, αποτελεί κρατικό οργανισμό.

17.      Η C. D. θέλησε να εκπληρώσει την επιθυμία της να τεκνοποιήσει με τη βοήθεια κυοφόρου μητέρας. Για τη δημιουργία του εμβρύου χρησιμοποιήθηκε το σπέρμα του συντρόφου της, αλλά ωάριο μη προερχόμενο από τη C. D.

18.      Η κυοφόρος μητέρα γέννησε το τέκνο στις 26 Αυγούστου 2011. Η C. D. άρχισε να φροντίζει ως μητέρα και, ιδίως, να θηλάζει το τέκνο μια ώρα μετά τον τοκετό. Συνολικώς θήλασε το τέκνο για ένα τρίμηνο. Στις 19 Δεκεμβρίου 2011 εκδόθηκε, σύμφωνα με την υποβληθείσα αίτηση, διάταξη για την αναγνώριση της ιδιότητας του γονέα κατά την έννοια του HFEA, με την οποία η C. D. και ο σύντροφός της απέκτησαν πλήρως και οριστικώς τη γονική μέριμνα του τέκνου.

19.      Ήδη πριν τη γέννηση του τέκνου, η C. D. ζήτησε, χωρίς επιτυχία, από τον εναγόμενο της κύριας δίκης –ελλείψει εσωτερικών κανόνων της επιχείρησης ή νομοθετικών ρυθμίσεων για την περίπτωση της παρένθετης μητρότητας– άδεια μετ’ αποδοχών «λόγω παρένθετης μητρότητας» (8), σύμφωνα με τη ρύθμιση για την άδεια υιοθεσίας. Κατόπιν όμως νέας αιτήσεως τον Ιούνιο 2011, συνεπώς και πάλι πριν τη γέννηση του τέκνου, ο εναγόμενος της κύριας δίκης μετέβαλε την άποψή του, εφάρμοσε πλέον αναλόγως τη ρύθμιση περί άδειας υιοθεσίας και χορήγησε στην C. D. άδεια μετ’ αποδοχών.

20.      Με την αγωγή της ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η C. D. προέβαλε, λαμβάνοντας υπόψη την αρχική απόρριψη του αιτήματός της, αξιώσεις συνεπεία παράνομης δυσμενούς διακρίσεως λόγω φύλου και/ή για λόγους αναγόμενους στην κύηση και στη μητρότητα. Πέραν αυτού, ισχυρίστηκε ότι υπέστη βλάβη για λόγους αναγόμενους στην κύηση και τη μητρότητα και για τον λόγο ότι επιχείρησε να λάβει άδεια μητρότητας.

21.      Ο εναγόμενος της κύριας δίκης αμφισβητεί ότι υπήρξε οποιαδήποτε παράβαση δικαίου, διότι η C. D. δεν είχε κατά νόμο δικαίωμα λήψεως άδειας μετ’ αποδοχών, και συγκεκριμένα ούτε άδειας μητρότητας ούτε άδειας υιοθεσίας. Τέτοια δικαιώματα έχουν μόνον οι γυναίκες που γέννησαν ή υιοθέτησαν τέκνο.

22.      Το Employment Tribunal Newcastle upon Tyne αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Παρέχει το άρθρο 1, παράγραφος 1, και/ή το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, και/ή το άρθρο 8, παράγραφος 1, και/ή το άρθρο 11, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 92/85/EΟΚ περί των εγκύων εργαζομένων, στην κατά νόμο μητέρα που αποκτά τέκνο κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας το δικαίωμα να λάβει άδεια μητρότητας;

2.      Παρέχει η οδηγία 92/85 περί των εγκύων εργαζομένων στην κατά νόμο μητέρα που αποκτά τέκνο κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας το δικαίωμα να λάβει άδεια μητρότητας, στην περίπτωση που αυτή:

α)      μπορεί να θηλάσει το τέκνο μετά τη γέννησή του και/ή

β)      θηλάζει όντως το τέκνο μετά τη γέννησή του;

3.      Συνιστά παράβαση του άρθρου 14, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄ και/ή στοιχείο β΄, και/ή το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2006/54/EΚ για την ίση μεταχείριση στην εργασία και στην απασχόληση, όπως αυτή αναδιατυπώθηκε, η άρνηση του εργοδότη να χορηγήσει άδεια μητρότητας στην κατά νόμο μητέρα που αποκτά τέκνο κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας;

4.      Λαμβανομένης υπόψη της σχέσεως μεταξύ της εργαζομένης και της κυοφόρου μητέρας, συνιστά ενδεχομένως παράβαση του άρθρου 14, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄ και/ή στοιχείο β΄, και/ή το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2006/54 για την ίση μεταχείριση στην εργασία και στην απασχόληση, όπως αυτή αναδιατυπώθηκε, η άρνηση χορηγήσεως άδειας μητρότητας στην κατά νόμο μητέρα που αποκτά τέκνο κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας;

5.      Λαμβανομένης υπόψη της σχέσεως μεταξύ της κατά νόμο μητέρας και της κυοφόρου μητέρας, συνιστά ενδεχομένως παράβαση του άρθρου 14, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α΄ και/ή στοιχείο β΄, και/ή το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2006/54 για την ίση μεταχείριση στην εργασία και στην απασχόληση, όπως αυτή αναδιατυπώθηκε, η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση της κατά νόμο μητέρας που αποκτά τέκνο κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας;

6.      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, αρκεί η ιδιότητα της κατά νόμο μητέρας ως τέτοιας προκειμένου να της αναγνωριστεί δικαίωμα σε άδεια μητρότητας λόγω της σχέσεώς της με την κυοφόρο μητέρα;

7.      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως σε οποιοδήποτε από τα τέσσερα πρώτα ερωτήματα:

7.1.      Έχουν οι κρίσιμες διατάξεις της οδηγίας 92/85 περί των εγκύων εργαζομένων άμεσο αποτέλεσμα, και

7.2.      Έχουν οι κρίσιμες διατάξεις της οδηγίας 2006/54 για την ίση μεταχείριση στην εργασία και στην απασχόληση, όπως αυτή αναδιατυπώθηκε, άμεσο αποτέλεσμα;»

IV – Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

23.      Στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, υπέβαλαν γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις, πέραν της C. D. και του εναγομένου της κύριας δίκης, η Ιρλανδική και η Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην έγγραφη διαδικασία συμμετείχαν, εκτός αυτών, και η Ισπανική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, καθώς και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.

V –    Νομική εκτίμηση

 Α       Επί του παραδεκτού

24.      Ανακύπτει, κατ’ αρχάς, το ζήτημα του παραδεκτού της αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, αφού τελικώς χορηγήθηκε στη C. D., κατ’ αποδοχή του αιτήματός της, άδεια μετ’ αποδοχών.

25.      Κατόπιν σχετικού ερωτήματος που υποβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η δικηγόρος της C. D. δήλωσε ότι η άδεια χορηγήθηκε μόνον βάσει διακριτικής ευχέρειας του εργοδότη της C. D. και όχι διότι C. D. την εδικαιούτο σύμφωνα με τον νόμο. Δεδομένου ότι σκόπευε να αποκτήσει και άλλο τέκνο μέσω κυοφόρου μητέρας, η ανάγκη εννόμου προστασίας της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων συνίστατο στη διευκρίνιση του ισχύοντος νομικού καθεστώτος για το μέλλον. Ούτε η C. D. ούτε το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισαν κατά πόσον πρόκειται περί παραδεκτής αγωγής στο Ηνωμένο Βασίλειο.

26.      Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί, βάσει του εθνικού του δικαίου, κατά πόσον εξακολουθεί να υφίσταται ανάγκη έννομης προστασίας στη διαδικασία της κύριας δίκης. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού.

27.      Αντιθέτως, το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος εθνικού δικαστηρίου μόνον οσάκις είναι προφανές ότι η ερμηνεία ή η εκτίμηση του κύρους κανόνα δικαίου της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο είναι άσχετη με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, οσάκις το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή οσάκις το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (9).

28.      Στην υπό κρίση περίπτωση υφίσταται επαρκής σχέση προς το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η C. D. επικαλείται ρητώς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης τις οποίες αφορούν τα προδικαστικά ερωτήματα και ο εναγόμενος της κύριας δίκης αντικρούει τους εν λόγω ισχυρισμούς. Τα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν δεν είναι υποθετικής φύσεως και μπορούν να εκτιμηθούν, λαμβανομένων υπόψη των λεπτομερών στοιχείων που παραθέτει το αιτούν δικαστήριο σχετικά με την πραγματική και τη νομική κατάσταση. Κατά συνέπεια, η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 Β       Επί της εκτιμήσεως των προδικαστικών ερωτημάτων

29.      Τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, αφενός, την οδηγία 92/85 και, αφετέρου, την οδηγία 2006/54. Ως προς την οδηγία 92/85, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον και, σε καταφατική περίπτωση, υπό ποιες προϋποθέσεις, παρέχει σε μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου δικαίωμα λήψεως άδειας μητρότητας. Πέραν αυτού πρέπει, όσον αφορά την οδηγία 2006/54, να εξεταστεί κατά πόσον η μη χορήγηση άδειας μητρότητας συνιστά, υπό τις συνθήκες της διαφοράς της κύριας δίκης, δυσμενή διάκριση λόγω φύλου.

1.      Προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν την οδηγία 92/85

30.      Με τα δύο πρώτα και το πρώτο σκέλος του έβδομου προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατά πόσον μπορεί από την οδηγία 92/85 να συναχθεί δικαίωμα της «κατά νόμον μητέρας», δηλαδή της μητέρας που ανέλαβε τη μέριμνα του τέκνου, να λάβει άδεια μητρότητας μετ’ αποδοχών. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, ειδικώς, κατά πόσον η απάντηση στα ερωτήματα αυτά επηρεάζεται από το γεγονός ότι η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα του τέκνου θηλάζει ή μπορεί να θηλάσει το τέκνο.

31.      Κατά το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85, άδεια μητρότητας δικαιούνται «οι εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2» της εν λόγω οδηγίας.

32.      Η εν λόγω οδηγία δεν περιέχει ρύθμιση σχετικά με την παρένθετη μητρότητα. Δεν διευκρινίζει αν η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα του τέκνου εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της οδηγίας, ούτε όμως την αποκλείει ρητώς από αυτό.

33.      Ανακύπτει, συνεπώς, κατ’ αρχάς το ερώτημα κατά πόσον οι μητέρες που ανέλαβαν τη μέριμνα τέκνου εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/85.

 α)      Εφαρμογή της οδηγίας 92/85 στις μητέρες που ανέλαβαν τη μέριμνα τέκνου

34.      Η εξέταση του κατά πόσον η οδηγία 92/85 μπορεί να εφαρμοστεί σε μητέρες που ανέλαβαν τη μέριμνα τέκνου πρέπει να ξεκινήσει από το άρθρο 2 της οδηγίας 92/85. Στη διάταξη αυτή περιγράφεται ο κύκλος των προσώπων εκείνων που μπορούν, σύμφωνα με τους αναφερόμενους στο άρθρο 1 της οδηγίας 92/85 στόχους, να δικαιούνται άδειας μητρότητας κατά την έννοια του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85. Τέτοιο δικαίωμα έχουν, συνεπώς, οι έγκυες εργαζόμενες (άρθρο 2, στοιχείο α΄), οι λεχώνες εργαζόμενες (άρθρο 2, στοιχείο β΄) και οι γαλουχούσες εργαζόμενες (άρθρο 2, στοιχείο γ΄).

i)      Το γράμμα του άρθρου 2 της οδηγίας 92/85

35.      Η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου ουδέποτε υπήρξε η ίδια έγκυος και, συνεπώς, ούτε λεχώνα. Για τον λόγο αυτό είναι προφανές ότι το άρθρο 2, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 92/85 δεν μπορεί, σύμφωνα με το γράμμα του, να τύχει εφαρμογής στην περίπτωσή της.

36.      Η εργαζόμενη όμως μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου και το θηλάζει μπορεί, άνευ ετέρου, να υπαχθεί στις «γαλουχούσες εργαζόμενες» (άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/85). Αντιθέτως, η μη θηλάζουσα μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου δεν καλύπτεται από το γράμμα της οδηγίας 92/85.

37.      Εντούτοις, ανακύπτει το ερώτημα κατά πόσον η οικονομία και οι σκοποί της οδηγίας 92/85, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της (10), εμποδίζουν την εφαρμογής της στην περίπτωση της μητέρας που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου.

ii)    Η συστηματική θέση του άρθρου 2, στοιχείο γ΄, στον ρυθμιστικό προσανατολισμό της οδηγίας 92/85

38.      Ο εναγόμενος της κύριας δίκης, η Επιτροπή, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βασίλειο της Ισπανίας δεν θεωρούν τις «εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2» της οδηγίας 92/85 ως διακριτές εκ παραλλήλου υφιστάμενες ομάδες προσώπων. Οι εργαζόμενες αυτές έχουν όλες ένα κοινό χαρακτηριστικό, συγκεκριμένα ότι έχουν γεννήσει ή πρόκειται να γεννήσουν οι ίδιες τέκνο. Σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται, συνεπώς, για τη φυσική μητέρα του εν λόγω τέκνου. Η Επιτροπή επικαλείται συναφώς, μεταξύ άλλων, το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85, υποστηρίζοντας ότι αποκλείει τις μητέρες που ανέλαβαν τη μέριμνα τέκνου για τον λόγο ότι η διάταξη αυτή θεωρεί σημαντικό για την άδεια μητρότητας τον χρόνο «πριν ή/και μετά τον τοκετό» και, συνεπώς, αφορά μόνον γυναίκες που έχουν γεννήσει οι ίδιες τέκνο. Η Ιρλανδική Κυβέρνηση επικαλείται, πέραν αυτού, το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, σύμφωνα με το οποίο υφίσταται ενιαία προστασία των εργαζομένων αυτών κατά της απολύσεως «από την αρχή της εγκυμοσύνης τους ως το τέλος της άδειας μητρότητας».

39.      Πράγματι, η δομή και η οικονομία ρυθμίσεως της οδηγίας 92/85 συνηγορούν υπέρ της αποδοχής, κατ’ αρχάς, κατά την εφαρμογή της, μιας βιολογικής–μονιστικής αντιλήψεως περί μητρότητας. Ο νομοθέτης μπορεί να μην σκέφτηκε ειδικώς ότι η έγκυος και η γαλουχούσα εργαζόμενες θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά πρόσωπα. Η οδηγία 92/85 πρέπει όμως, συναφώς, να εντάσσεται στο ιστορικό της πλαίσιο. Πράγματι, στις αρχές της ένατης δεκαετίας του περασμένου αιώνα, η πρακτική της παρένθετης μητρότητας αποτελούσε λιγότερο διαδεδομένο φαινόμενο σε σχέση με σήμερα. Δεν είναι συνεπώς περίεργο που η οδηγία 92/85 υιοθετεί, ως προς την κανονιστική δομή της, μια προσέγγιση που επικεντρώνεται στη συνήθη περίπτωση της βιολογικής μητρότητας.

–       Ενδιάμεσο συμπέρασμα

40.      Ως ενδιάμεσο συμπέρασμα πρέπει να γίνει δεκτό ότι μόνον μητέρες που ανέλαβαν τη μέριμνα τέκνου και θηλάζουν καλύπτονται από το γράμμα του άρθρου 2 της οδηγίας 92/85 και ότι η οικονομία της εν λόγω οδηγίας φαίνεται να αγνοεί το φαινόμενο της παρένθετης μητρότητας.

41.      Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου θα πρέπει να στερηθεί κάθε προστασία που παρέχει η οδηγία 92/85, έστω και αν ο νομοθέτης δεν είχε προφανώς λάβει υπόψη συγκεκριμένα την ειδική αυτή περίπτωση. Αποφασιστική σημασία πρέπει, αντιθέτως, να δοθεί στους σκοπούς της οδηγίας 92/85 και πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον επιβάλλεται να συμπεριληφθούν και οι μητέρες που ανέλαβαν τη μέριμνα τέκνου στο προστατευτικό πεδίο της οδηγίας 92/85.

iii) Υπαγωγή των μητέρων που ανέλαβαν τη μέριμνα τέκνου στο άρθρο 2 της οδηγίας 92/85 λόγω των σκοπών που επιδιώκονται με την οδηγία 92/85

42.      Όπως επισημαίνουν ορθώς η Ιρλανδική, η Πορτογαλική και η Ισπανική Κυβέρνηση, επικαλούμενες, μεταξύ άλλων, το άρθρο 1 της οδηγίας 92/85, η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στην προστασία της υγείας των αναφερομένων στο άρθρο 2 εργαζομένων γυναικών λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη «εύθραυστη υγεία» τους (11). Πράγματι, οι οικείες εργαζόμενες είναι δυνατόν να είναι εκτεθειμένες κατά την εργασία τους σε ειδικούς κινδύνους λόγω της βιολογικής τους καταστάσεως ως μελλουσών ή νέων μητέρων. Εντούτοις η οδηγία 92/85 δεν απαιτεί την ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου (12), αλλά προστατεύει τον κύκλο προσώπων που αναφέρεται στο άρθρο 2 της οδηγίας κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, στο μέτρο που είναι επιβεβλημένο, από τον κίνδυνο εκθέσεως σε επικίνδυνους παράγοντες και διαδικασίες (13) καθώς και γενικώς από βλαβερές για την υγεία τους συνθήκες εργασίας, όπως είναι, παραδείγματος χάριν, η νυκτερινή εργασία (14). Εκτός αυτού, όσον αφορά την ειδική προστασία από απόλυση, στη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη αναφέρεται ότι πρέπει να αποφεύγονται οι ζημιογόνες επιπτώσεις «στην ψυχική και φυσική κατάσταση των εγκύων, λεχωνών ή γαλουχουσών εργαζομένων».

43.      Δεν αφορούν όλοι οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι που αναφέρονται στην οδηγία 92/85 τις μητέρες που ανέλαβαν τη μέριμνα τέκνου. Δεδομένου ότι οι μητέρες αυτές δεν είναι έγκυοι, δεν απειλείται στην περίπτωσή τους η εγκυμοσύνη από ειδικές συνθήκες εργασίας. Μετά τη γέννηση του τέκνου δεν απειλούνται από τους ίδιους κινδύνους υγείας όπως οι λεχώνες και ελλείπει εντελώς η ανάγκη σωματικής αναπαύσεως από τις συνέπειες του τοκετού.

44.      Η κατάσταση όμως της μητέρας που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου και το θηλάζει είναι καθ’ όλα συγκρίσιμη με αυτή της φυσικής μητέρας που θηλάζει. Και στις δύο περιπτώσεις υφίστανται κίνδυνοι υγείας, όπως σε περίπτωση επαγγελματικής εκθέσεως σε χημικές ουσίες ή υπό ορισμένες συνθήκες εργασίας. Εξάλλου, σε αμφότερες τις περιπτώσεις υφίστανται αξιώσεις σχετικά με τον χρόνο εργασίας λόγω της φροντίδας του τέκνου.

45.      Εκτός αυτού, η οδηγία 92/85, και ιδίως η προβλεπόμενη από αυτή άδεια μητρότητας, δεν αποσκοπεί μόνον, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, στην προστασία της εργαζομένης. Με την άδεια μητρότητας επιδιώκεται πολύ περισσότερο η προστασία και των ιδιαίτερων σχέσεων μεταξύ της μητέρας και του τέκνου της κατά τη διάρκεια της περιόδου που ακολουθεί την εγκυμοσύνη και τον τοκετό, κάτι που ανταποκρίνεται εξάλλου στο άρθρο 24, παράγραφος 3, και στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η σχέση αυτή δεν πρέπει, σε μια πρώτη φάση, να διαταράσσεται από την ταυτόχρονη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας εκ μέρους της μητέρας (15).

46.      Αυτός ο προστατευτικός σκοπός που εστιάζει στη σχέση μητέρας-τέκνου θα μπορούσε μάλιστα να οδηγήσει σε γενική εφαρμογή της οδηγίας 92/85 στις μητέρες που ανέλαβαν τη μέριμνα τέκνου, ανεξαρτήτως του αν το θηλάζουν ή όχι (16). Σε κάθε όμως περίπτωση ο εν λόγω προστατευτικός σκοπός είναι, για τις μητέρες που ανέλαβαν τη μέριμνα τέκνου και το θηλάζουν, όπως η ενάγουσα της διαφοράς της κύριας δίκης, ιδιαιτέρως σημαντικός και ενδεχομένως μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι για τις φυσικές μητέρες που θηλάζουν. Πράγματι, η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου έχει, όπως ακριβώς μια γυναίκα που γέννησε η ίδια τέκνο, υπό την προστασία της ένα νεογνό και ευθύνεται για την καλή του κατάσταση. Ακριβώς όμως επειδή δεν ήταν η ίδια έγκυος, απαιτείται να δημιουργήσει ένα δεσμό με το εν λόγω τέκνο, να το εντάξει στην οικογένεια και να εξοικειωθεί με τον μητρικό της ρόλο. Αυτές οι «ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ της γυναίκας και του τέκνου της κατά τη διάρκεια της περιόδου που ακολουθεί την εγκυμοσύνη και τον τοκετό» είναι, στην περίπτωση της μητέρας που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου, εξίσου άξιες προστασίας όπως και στην περίπτωση της φυσικής μητέρας.

47.      Κατά συνέπεια, δεν είναι πειστικοί οι στηριζόμενοι κατ’ ουσίαν σε εκτιμήσεις σχετικά με την οικονομία του νόμου ισχυρισμοί της Επιτροπής, σύμφωνα με τους οποίους δεν είναι δυνατή, στο πλαίσιο της οδηγίας 92/85, η θεώρηση της μητρότητας ανεξάρτητα από την εγκυμοσύνη. Η ιατρική της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής ξεπέρασε εν τω μεταξύ την οικονομία του νομοθέτη, χωρίς όμως να δημιουργήσει με τον τρόπο αυτό μια πραγματική κατάσταση που θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου την πρόθεση του νομοθέτη αναφορικά με τη μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου. Αντιθέτως, όπως συνέβαινε κάποτε με τη χρησιμοποίηση τροφού, ο μητρικός ρόλος στις περιπτώσεις παρένθετης μητρότητας κατανέμεται σε δύο γυναίκες, για τις οποίες πρέπει να εξασφαλιστεί η προστασία της οδηγίας 92/85 κατά το κρίσιμο για την καθεμία χρονικό διάστημα: η κυοφόρος μητέρα, που κυοφορεί το τέκνο αλλά δεν το φροντίζει μετά τον τοκετό, χρειάζεται μόνον την προστασία ως έγκυος εργαζομένη και λεχώνα. Στην περίπτωση της μητέρας που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου, η οποία δεν υπήρξε η ίδια έγκυος αλλά έχει υπό την προστασία της νεογνό και ενδεχομένως το θηλάζει, υφίσταται ανάγκη προστασίας μετά τη γέννηση του τέκνου.

48.      Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των δυνατοτήτων που δημιούργησε η ιατρική πρόοδος, οι επιδιωκόμενοι με την οδηγία 92/85 σκοποί απαιτούν να μην νοείται ο προσδιοριζόμενος στο άρθρο 2 της οδηγίας κύκλος προσώπων με βιολογικό–μονιστικό αλλά με λειτουργικό τρόπο. Η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου, η οποία κατόπιν συμφωνίας που συνήφθη προηγουμένως με την κυοφόρο μητέρα αρχίζει, όπως είχε προγραμματισθεί, να φροντίζει ως φυσική μητέρα το νεογνό αντί της φυσικής του μητέρας αμέσως μετά τη γέννησή του, λαμβάνει μετά τη γέννηση του τέκνου τη θέση της φυσικής του μητέρας και πρέπει, από το χρονικό αυτό σημείο, να έχει τα ίδια δικαιώματα που διαφορετικά θα είχε η κυοφόρος μητέρα.

49.      Η υπό κρίση περίπτωση διαφέρει δε από την περίπτωση της υιοθεσίας, δεδομένου ότι στην υιοθεσία κατά κανόνα δεν υφίσταται συγκεκριμένη συμφωνία μεταξύ δύο γυναικών για το μέλλον του τέκνου και, ως εκ τούτου, δεν αναπτύσσεται σχέση ήδη πριν τη γέννηση του τέκνου με τη μητέρα που θα αναλάβει τη μέριμνα.

50.      Η απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Mayr (17) δεν είναι αντίθετη προς την προσέγγιση αυτή. Η υπόθεση Mayr αφορούσε το ζήτημα από πότε μια εργαζομένη θεωρείται, σε περίπτωση τεχνητής γονιμοποιήσεως, έγκυος κατά την έννοια της οδηγίας 92/85. Με την απόφασή του, το Δικαστήριο δεν απέκλεισε, αφενός, την εφαρμογή της οδηγίας 92/85 και σε περίπτωση χρησιμοποιήσεως ιατρικών μέσων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και, αφετέρου, έκρινε ότι κρίσιμο χρονικό σημείο για την εφαρμογή της προαναφερθείσας οδηγίας είναι εκείνο στο οποίο θα γινόταν και σε περίπτωση φυσικής γονιμοποιήσεως δεκτό ότι αρχίζει η εγκυμοσύνη (18).

51.      Από τη μεταφορά του σκεπτικού αυτού στην περίπτωση της παρένθετης μητρότητας και των δικαιωμάτων που απονέμει η οδηγία 92/85 στη μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου προκύπτει ότι η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου μπορεί να επικαλεστεί την προστασία της οδηγίας 92/85 το πρώτον, αλλά σε κάθε περίπτωση, από το χρονικό σημείο κατά το οποίο έλαβε υπό την προστασία της το τέκνο και, συνεπώς, ανέλαβε τον μητρικό της ρόλο, διότι από το εν λόγω χρονικό σημείο βρίσκεται σε κατάσταση συγκρίσιμη προς αυτή της φυσικής μητέρας.

52.      Αντιθέτως, τυχόν αποκλεισμός της μητέρας που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 της οδηγίας 92/85 θα απέβαινε τελικώς εις βάρος των τέκνων που γεννήθηκαν από παρένθετη μητέρα και θα ήταν αντίθετος προς τη βασική ιδέα που εκφράζει το άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την οποία σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.

–       Ενδιάμεσο συμπέρασμα

53.      Κατά συνέπεια, ως περαιτέρω ενδιάμεσο συμπέρασμα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε κάθε περίπτωση, η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου και το θηλάζει βρίσκεται σε κατάσταση που, όσον αφορά τους επιδιωκόμενους με την οδηγία 92/85 σκοπούς, αντιστοιχεί προς αυτή της φυσικής μητέρας που θηλάζει. Επιπλέον μπορούν αμφότερες –τόσο η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου όσο και η φυσική μητέρα– να υπαχθούν στην έννοια «γαλουχούσα εργαζομένη».

54.      Πέραν αυτού όμως η οδηγία 92/85 θα μπορούσε να εφαρμόζεται και σε μητέρες που ανέλαβαν τη μέριμνα τέκνου χωρίς να το θηλάζουν.

iv)    Εφαρμόζεται το άρθρο 2 της οδηγίας 92/85 σε μητέρες που ανέλαβαν τη μέριμνα τέκνου χωρίς να το θηλάζουν;

55.      Ακολούθως πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον ο προστατευτικός σκοπός της οδηγίας 92/85 απαιτεί την εφαρμογή του άρθρου 2 της οδηγίας και σε μητέρες που ανέλαβαν τη μέριμνα τέκνου, οι οποίες φροντίζουν ως μητέρες το τέκνο μετά τη γέννησή του έστω και αν δεν το θηλάζουν.

56.      Βέβαια, όσον αφορά τη διαφορά της κύριας δίκης, γίνεται δεκτό ότι η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα του τέκνου όντως θήλαζε το τέκνο της. Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο, με το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα, ερωτά ρητώς κατά πόσον ο θηλασμός είναι κρίσιμος για το δικαίωμα λήψεως άδειας μητρότητας και για τον λόγο αυτό πρέπει να εξεταστεί το εν λόγω ζήτημα. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, απόκειται κατ’ αρχήν στο δικαστήριο, που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της μέλλουσας να εκδοθεί δικαστικής αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν του, το λυσιτελές των ερωτημάτων που θα υποβάλει στο Δικαστήριο. Εφόσον τα υποβληθέντα από το εθνικό δικαστήριο ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται συνεπώς να εκδώσει, κατ’ αρχήν, απόφαση (19).

57.      Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν στη διαφορά της κύριας δίκης οδήγησε διαφωνία σχετικά με το ζήτημα κατά πόσον υφίσταται γενικό, δηλαδή κατά το δυνατόν ανεξάρτητο από το ζήτημα του θηλασμού, «δικαίωμα άδειας μετ’ αποδοχών λόγω παρένθετης μητρότητας», αντίστοιχα με την άδεια υιοθεσίας. Κατά συνέπεια, το ερώτημα σχετικά με την κρισιμότητα του θηλασμού δεν είναι στην υπό κρίση περίπτωση υποθετικό και πρέπει να εξεταστεί.

58.      Παρίσταται, κατ’ αρχάς, αμφίβολο κατά πόσον ο όρος «γαλουχούσα εργαζομένη» είναι επιδεκτικός ερμηνείας καλύπτουσας όχι μόνον την κατά κυριολεξία θηλάζουσα, αλλά γενικώς κάθε μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου και φροντίζει το τέκνο της.

59.      Η άποψη αυτή δεν υποστηρίζεται από το γράμμα της διατάξεως, που αναφέρεται συγκεκριμένα στον θηλασμό του τέκνου. Ο εργοδότης πρέπει να έχει ενημερωθεί συναφώς, ώστε να μπορεί να προσαρμόσει τις συνθήκες εργασίας του ανάλογα προς τις ειδικές ανάγκες της γαλουχούσας εργαζομένης. Αυτή η υποχρέωση ενημερώσεως στερείται σημασίας για γυναίκες που δεν θηλάζουν τα νεογνά τους.

60.      Εντούτοις, το άρθρο 2 της οδηγίας 92/85 δεν παρέχει στις μητέρες μόνον προστασία κατά την εργασία τους, αλλά τους παρέχει επίσης δικαίωμα λήψεως άδειας μητρότητας κατά το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85. Σχετικά με το ερώτημα ποιος συγκαταλέγεται στον κύκλο των προσώπων που έχουν το αντίστοιχο δικαίωμα δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον το γράμμα του άρθρου 2 της οδηγίας 92/85, αλλά και ο προστατευτικός σκοπός που επιδιώκεται με την άδεια μητρότητας. Αυτός περιλαμβάνει, όπως προεξετέθη, την αδιατάρακτη ανάπτυξη της σχέσεως μητέρας-τέκνου κατά το χρονικό διάστημα που ακολουθεί τον τοκετό. Η άδεια μητρότητας απολαμβάνει, στο μέτρο αυτό, την απορρέουσα από το πρωτογενές δίκαιο προστασία των άρθρων 7 και 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Το κατά το άρθρο 24, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δικαίωμα κάθε παιδιού να διατηρεί τακτικά προσωπικές σχέσεις και απευθείας επαφές με τους γονείς του ισχύει ιδιαιτέρως για το νεογνό και τη σχέση του με τη μητέρα του που το φροντίζει και αποτελεί έναν από τους κύριους λόγους για τους οποίους η οδηγία 92/85 προβλέπει τη χορήγηση άδειας μητρότητας.

61.      Έναντι αυτού, το ζήτημα του συγκεκριμένου τρόπου παροχής τροφής στο νεογνό παίζει υποδεέστερο ρόλο. Το κατά πόσον ένα παιδί θηλάζει ή τρέφεται με μπιμπερό εξαρτάται από συνθήκες τις οποίες εν μέρει μόνον μπορεί να επηρεάσει η μητέρα και δεν επιτρέπεται να είναι αποφασιστικής σημασίας για το αν θα χορηγηθεί ή όχι άδεια μητρότητας μετά τη γέννηση του παιδιού στη μητέρα που το φροντίζει.

62.      Στην περίπτωση της φυσικής μητέρας, που δικαιούται ήδη άδεια μητρότητας βάσει του άρθρου 2, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 92/85, το δικαίωμα λήψεως άδειας μητρότητας μετά τον τοκετό δεν χάνεται ακόμη και αν η μητέρα αποφασίσει να μην θηλάσει. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει για τη μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου, στο μέτρο που αυτή, λόγω της λειτουργικής κατανομής αρμοδιοτήτων με την κυοφόρο μητέρα, μπορεί να απολαύει άδειας μητρότητας το πρώτον μετά τον τοκετό. Δεν θα λαμβανόταν αρκούντως υπόψη ο απορρέων από τα θεμελιώδη δικαιώματα προστατευτικός σκοπός της διασφαλίσεως αδιατάρακτης αναπτύξεως της σχέσεως μητέρας-τέκνου αν είχε αποφασιστική σημασία για το ζήτημα κατά πόσον πρέπει να χορηγείται στη μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου άδεια μητρότητας μετά τη γέννηση ο τρόπος με τον οποίο τρέφεται το τέκνο.

63.      Κατά συνέπεια, σε σχέση με τη μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου, το άρθρο 2 της οδηγίας 92/85 πρέπει, βάσει εκτιμήσεων τελολογικών και στηριζομένων στο πρωτογενές δίκαιο, να ερμηνευθεί, όσον αφορά τη χορήγηση άδειας μητρότητας, υπό την έννοια ότι καλύπτει και τις εργαζόμενες που δεν θηλάζουν όντως το τέκνο τους. Εφόσον ένα κράτος μέλος αναγνωρίζει την παρένθετη μητρότητα και, συνεπώς, τη λειτουργική κατανομή του μητρικού ρόλου σε δύο γυναίκες, οφείλει να συναγάγει από το γεγονός αυτό και τη συνέπεια της παροχής στη μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου αντίστοιχων δικαιωμάτων όσον αφορά την άδεια μητρότητας.

64.      Εκκινώντας από την προσέγγιση αυτή, που θεωρεί κρίσιμη την αποδοχή της παρένθετης μητρότητας από το οικείο κράτος μέλος, θα μπορούσε να ανακύψει περαιτέρω το μη καθοριστικό για την επίλυση της προκειμένης διαφοράς ερώτημα κατά πόσον η οδηγία 92/85 μπορεί να εφαρμοστεί σε μητέρες που ανέλαβαν τη μέριμνα τέκνου μόνον εφόσον οι προαναφερθείσες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους αποδέχονται και την ιδέα της παρένθετης μητρότητας.

65.      Στην υπό κρίση περίπτωση παρέλκει εκτενέστερη ανάλυση του εν λόγω ζητήματος, διότι, σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, η συμφωνία παρένθετης μητρότητας είναι έγκυρη και η γονική μέριμνα του τέκνου μεταβιβάστηκε, βάσει της διατάξεως για την αναγνώριση της ιδιότητας του γονέα, στη μητέρα που το φροντίζει.

66.      Επίσης, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της διαφοράς της κύριας δίκης, παρέλκει να εξεταστεί πώς πρέπει να κριθούν οι περιπτώσεις με στοιχείο αλλοδαπότητας, στις οποίες η ιδέα της παρένθετης μητρότητας είναι μεν αποδεκτή από το δίκαιο του κράτους καταγωγής της μητέρας που ανέλαβε τη μέριμνα του τέκνου, όχι όμως από το δίκαιο που ισχύει στον τόπο απασχολήσεως.

67.      Σε κάθε περίπτωση, εφόσον το κράτος μέλος στο οποίο προβάλλονται δικαιώματα απορρέοντα από την οδηγία 92/85 αναγνωρίζει στη συγκεκριμένη περίπτωση τη νομική σχέση της μητέρας που ανέλαβε τη μέριμνα του τέκνου με το τέκνο, επιβάλλεται η εφαρμογή της προαναφερθείσας οδηγίας σε μητέρες που ανέλαβαν τη μέριμνα του τέκνου παίρνοντας αμέσως μετά τον τοκετό τη θέση της κυοφόρου μητέρας.

v)      Ενδιάμεσο συμπέρασμα επί του στοιχείου α΄

68.      Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου υπό συνθήκες όμοιες με αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης πρέπει, όσον αφορά τη χορήγηση άδειας μητρότητας, να θεωρείται «εργαζομένη κατά την έννοια του άρθρου 2 [της οδηγίας 92/85]» και, συνεπώς, η οδηγία 92/85 εφαρμόζεται στην περίπτωσή της, όταν η μητέρα αυτή λάβει υπό την προστασία της το τέκνο μετά τη γέννησή του.

 β)      Δικαίωμα λήψεως άδειας μητρότητας κατά το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85

69.      Ως εργαζομένη κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 92/85, η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου έχει συνεπώς δικαίωμα λήψεως άδειας μητρότητας κατά το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85.

70.      Η οδηγία 92/85 εκκινεί βέβαια από την αρχή της άδειας μητρότητας την οποία δικαιούται, χωρίς διακοπές, ένα και το αυτό πρόσωπο. Η εν λόγω όμως αρχή πρέπει να σχετικοποιηθεί στην περίπτωση της παρένθετης μητρότητας, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη κατάσταση των ενδιαφερομένων γυναικών. Και τούτο διότι αμφότερες είναι, και μάλιστα εν μέρει συγχρόνως, φορείς του δικαιώματος κατά την έννοια του άρθρου 8 της οδηγίας 92/85.

71.      Πριν τον τοκετό μόνον η κυοφόρος μητέρα μπορεί, ως έγκυος εργαζομένη (άρθρο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/85), να δικαιούται άδεια μητρότητας. Μετά τον τοκετό φορείς του δικαιώματος είναι η κυοφόρος μητέρα ως λεχώνα (άρθρο 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 92/85) και η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα του τέκνου, όταν λαμβάνει το τέκνο υπό την προστασία της μετά τη γέννησή του.

72.      Ανακύπτει συνεπώς το ερώτημα κατά πόσον και, σε καταφατική περίπτωση, σε ποια έκταση πρέπει να κατανεμηθεί στις ενδιαφερόμενες γυναίκες η άδεια μητρότητας συνολικής διάρκειας τουλάχιστον 14 εβδομάδων. Δεδομένου ότι ελλείπει συγκεκριμένη ρύθμιση για την παρένθετη μητρότητα, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι επιδιωκόμενοι με την οδηγία 92/85 σκοποί και να τηρηθούν, όσο είναι δυνατόν για την παρένθετη μητρότητα, οι επιταγές που επιβάλλει η οικονομία της οδηγίας 92/85.

73.      Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/85, πρέπει σε κάθε περίπτωση να χορηγείται υποχρεωτική άδεια μητρότητας δύο εβδομάδων τουλάχιστον. Δεδομένου ότι η κυοφόρος μητέρα και η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα του τέκνου είναι αμφότερες «εργαζόμενες κατά την έννοια του άρθρου 2 [της οδηγίας 92/85]», η εν λόγω άδεια πρέπει να χορηγείται σε αμφότερες τις γυναίκες χωρίς σύντμηση και σε όλη της την έκταση, χωρίς δυνατότητα αφαιρέσεως της άδειας που έλαβε η εκάστοτε έτερη εργαζομένη.

74.      Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ιδέα της παρένθετης μητρότητας, μεταφερόμενη στην οικονομία της οδηγίας 92/85, δεν μπορεί να οδηγεί σε διπλασιασμό της συνολικής άδειας που αποτελεί αντικείμενο του σχετικού δικαιώματος. Αντιθέτως, στην άδεια μητρότητας πρέπει να αντικατοπτρίζεται η κατανομή ρόλων που επέλεξαν οι ενδιαφερόμενες γυναίκες. Κατά συνέπεια, η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα του τέκνου πρέπει να συνυπολογίσει την άδεια που έχει ήδη λάβει η κυοφόρος μητέρα και το αντίστροφο.

75.      Ποια είναι η έκταση του δικαιώματος άδειας κάθε μιας από τις γυναίκες, ιδίως κατά πόσον η άδεια μητρότητας κατανέμεται ισομερώς μεταξύ τους και πώς πρέπει να αντιμετωπισθεί ενδεχόμενη έλλειψη συμφωνίας μεταξύ τους δεν συνάγεται, ως προς τις λεπτομέρειες, από τους σκοπούς και την οικονομία της οδηγίας 92/85, συνάγονται όμως οι παράμετροι που πρέπει συναφώς να ληφθούν υπόψη. Πράγματι, η κατανομή της άδειας μητρότητας πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα που προστατεύει η εν λόγω οδηγία. Κρίσιμη, πριν από τον τοκετό, είναι η προστασία της εγκύου, ενώ μετά τον τοκετό καθοριστικής σημασίας είναι η προστασία της λεχώνας και το συμφέρον του τέκνου. Αυτά τα προστατευόμενα αγαθά πρέπει να λαμβάνει υπόψη ενδεχόμενη κατανομή της άδειας μητρότητας κατόπιν συμφωνίας, η οποία δεν πρέπει ιδίως να αποβαίνει σε βάρος του συμφέροντος του τέκνου. Δεδομένου ότι το άρθρο 8 της οδηγίας 92/85 παραπέμπει γενικώς, ως προς τη λεπτομερή ρύθμιση της άδειας μητρότητας, στις εθνικές νομοθεσίες, πρέπει κατά τα λοιπά να ληφθούν υπόψη οι αξιολογήσεις των εν λόγω νομοθεσιών. Θα ήταν νοητή μια κατά το δυνατόν ανάλογη εφαρμογή των ρυθμίσεων περί της ενεργητικής ενοχής εις ολόκληρον.

 γ)      Συμπέρασμα επί του πρώτου και του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

76.      Κατά συνέπεια, στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε μια περίπτωση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης, η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου το οποίο απέκτησε κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας έχει, μετά τη γέννηση του τέκνου, σε κάθε περίπτωση δικαίωμα λήψεως άδειας μητρότητας κατά τα άρθρα 2 και 8 της οδηγίας 92/85, εφόσον λαμβάνει υπό την προστασία της το τέκνο μετά τον τοκετό, εφόσον η παρένθετη μητρότητα επιτρέπεται στο οικείο κράτος μέλος και πληρούνται οι προβλεπόμενες συναφώς από την εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις, έστω και αν η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα του τέκνου δεν το θηλάζει μετά τον τοκετό, ενώ η άδεια πρέπει, αφενός, να ανέρχεται τουλάχιστον σε δύο εβδομάδες και, αφετέρου, να συνυπολογίζεται με ενδεχόμενη άδεια μητρότητας που έλαβε η κυοφόρος μητέρα.

 δ)      Επί του πρώτου σκέλους του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος

77.      Με το πρώτο σκέλος του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, μεταξύ άλλων, κατά πόσον έχει η οδηγία 92/85 «άμεσο αποτέλεσμα». Υφίστανται συναφώς, όσον αφορά την άδεια μητρότητας, ορισμένες αμφιβολίες, διότι δεν συνάγεται με επαρκή ακρίβεια από την οδηγία 92/85 το συγκεκριμένο περιεχόμενο του δικαιώματος και η κατανομή του μεταξύ της κυοφόρου μητέρας και της μητέρας που ανέλαβε τη μέριμνα του τέκνου. Εντούτοις, από την προαναφερθείσα οδηγία προκύπτει ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να χορηγείται στη μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα του τέκνου άδεια μητρότητας ελάχιστης διάρκειας δύο εβδομάδων. Εφόσον η κυοφόρος μητέρα και η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα του τέκνου συνάψουν έγκυρη συμφωνία σχετικά με την κατανομή της υπόλοιπης άδειας δέκα τουλάχιστον εβδομάδων, μπορεί και το δικαίωμα επί της υπόλοιπης άδειας να προσδιοριστεί με επαρκή ακρίβεια. Στο μέτρο αυτό πρέπει να γίνει δεκτό ότι η οδηγία 92/85 αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα.

78.      Μετά την οδηγία 92/85 πρέπει πλέον να εξεταστεί η οδηγία 2006/54.

2.      Προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν την οδηγία 2006/54

79.      Τα υπ’ αριθ. 3, 4, 5 και 6 προδικαστικά ερωτήματα και το δεύτερο σκέλος του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος αφορούν την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών κατά την οδηγία 2006/54. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά, αφενός, κατά πόσον αντιβαίνει στην οδηγία 2006/54 η άρνηση εργοδότη να χορηγήσει άδεια μητρότητας σε μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου. Αφετέρου, ερωτά κατά πόσον μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται δυσμενής διάκριση της μητέρας που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου λόγω της σχέσεώς της προς την κυοφόρο μητέρα.

80.      Συμφωνώ με την άποψη της Επιτροπής και του Ηνωμένου Βασιλείου, σύμφωνα με την οποία η οδηγία 2006/54 δεν είναι κρίσιμη για την προβληματική της διαφοράς της κύριας δίκης. Πράγματι, η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά την «εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης» κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2006/54. Ειδικότερα:

 α)      Επί του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

81.      Οι προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας μητρότητας –το ζήτημα αυτό αφορούν κατ’ ουσίαν το τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα– ρυθμίζονται από την οδηγία 92/85 που έχει ήδη εξεταστεί. Το άρθρο 15 της οδηγίας 2006/54 αφορά μόνον την προβληματική της επιστροφής ύστερα από άδεια μητρότητας και, συνεπώς, προϋποθέτει μια αλλαχού προβλεπόμενη ρύθμιση των προϋποθέσεων της εν λόγω άδειας.

82.      Στο μέτρο αυτό δεν τυγχάνει, συνεπώς, εφαρμογής η οδηγία 2006/54.

 β)      Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος

83.      Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, κατά πόσον πρέπει να γίνει δεκτό ότι συνιστά παράβαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της οδηγίας 2006/54/EΚ, δηλαδή δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, λαμβανομένης υπόψη της σχέσεως μεταξύ της μητέρας που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου και της κυοφόρου μητέρας, η «λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση» της μητέρας που ανέλαβε τη μέριμνα του τέκνου.

84.      Το ερώτημα αυτό φαίνεται να αναφέρεται στη μη περαιτέρω προσδιοριζόμενη «βλάβη» που η ενάγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι υπέστη. Η βλάβη αυτή φαίνεται, κατ’ ουσίαν, να συνίσταται στο γεγονός ότι αρχικώς απερρίφθη το αίτημα της ενάγουσας της κύριας δίκης για λήψη άδειας μητρότητας, επειδή δεν ήταν έγκυος η ίδια, αλλά η κυοφόρος μητέρα. Στο μέτρο αυτό εφαρμοστέα τυγχάνει η οδηγία 92/85 (20).

85.      Ανεξαρτήτως όμως αυτού, σε κάθε περίπτωση, δεν προκύπτει «λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση [της ενάγουσας της κύριας δίκης] λόγω εγκυμοσύνης ή άδειας μητρότητας κατά την έννοια της οδηγίας 92/85», σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/54.

86.      Πρώτον, αποκλείεται η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση, λόγω εγκυμοσύνης, της μητέρας που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου, διότι η ενάγουσα της κύριας δίκης δεν ήταν η ίδια έγκυος, αλλά έγκυος ήταν η κυοφόρος μητέρα. Η ενάγουσα της κύριας δίκης δεν μπορεί να επικαλεστεί την εγκυμοσύνη της κυοφόρου μητέρας, προκειμένου να τύχει η ίδια της μεταχειρίσεως εγκύου κατά την εργασία της. Δεύτερον, λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση λόγω άδειας μητρότητας θα μπορούσε να γίνει δεκτή μόνον σε περίπτωση που είχε πράγματι χορηγηθεί στην ενάγουσα της κύριας δίκης άδεια μητρότητας και το γεγονός αυτό της είχε προκαλέσει βλάβη όσον αφορά την επαγγελματική της εξέλιξη. Αυτή την περίπτωση ρυθμίζει το άρθρο 15 της οδηγίας 2006/54 περί επιστροφής ύστερα από άδεια μητρότητας. Το ζήτημα όμως κατά πόσον πρέπει να χορηγηθεί άδεια μητρότητας δεν αποτελεί αντικείμενο της οδηγίας 2006/54.

87.      Εκτός αυτού, δεν προκύπτουν στοιχεία υπάρξεως άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/54. Η ενάγουσα της κύριας δίκης δεν υπέστη, σε κάθε περίπτωση, βλάβη σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους της λόγω του φύλου της, αλλά ενδεχομένως επειδή εξεπλήρωσε την επιθυμία της να τεκνοποιήσει μέσω κυοφόρου μητέρας. Ενδεχόμενη δυσμενής μεταχείριση στην περίπτωση αυτή θα ήταν όμως νοητή μόνον έναντι άλλων γυναικών, που δεν χρησιμοποίησαν κυοφόρο μητέρα, και δεν θα επρόκειτο, σε κάθε περίπτωση, για την ισότητα ευκαιριών και την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών που αποτελεί το αντικείμενο της οδηγίας 2006/54.

88.      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται παράβαση του άρθρου 14 της οδηγίας 2006/54.

 γ)     Συμπέρασμα επί του τρίτου, τετάρτου, πέμπτου και έκτου προδικαστικού ερωτήματος καθώς και επί του δευτέρου σκέλους του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος

89.      Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, στο τρίτο, τέταρτο και πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Δεδομένου ότι το έκτο προδικαστικό ερώτημα ετέθη μόνον για την περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η εξέτασή του. Ομοίως παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο σκέλος του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος.

VI – Πρόταση

90.      Κατόπιν τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα:

«Σε μια περίπτωση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης, η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα τέκνου το οποίο απέκτησε κατόπιν συμφωνίας παρένθετης μητρότητας έχει, μετά τη γέννηση του τέκνου, σε κάθε περίπτωση δικαίωμα λήψεως άδειας μητρότητας κατά τα άρθρα 2 και 8 της οδηγίας 92/85, εφόσον λαμβάνει υπό την προστασία της το τέκνο μετά τον τοκετό, εφόσον η παρένθετη μητρότητα επιτρέπεται στο οικείο κράτος μέλος και πληρούνται οι προβλεπόμενες συναφώς από την εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις, έστω και αν η μητέρα που ανέλαβε τη μέριμνα του τέκνου δεν το θηλάζει όντως μετά τον τοκετό, ενώ η άδεια πρέπει, αφενός, να ανέρχεται τουλάχιστον σε δύο εβδομάδες και, αφετέρου, να συνυπολογίζεται με ενδεχόμενη άδεια μητρότητας που έλαβε η κυοφόρος μητέρα.

Υπό τις συνθήκες της διαφοράς της κύριας δίκης δεν προκύπτει παράβαση του άρθρου 14 της οδηγίας 2006/54.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2 – Στην κύρια δίκη γίνεται λόγος για «surrogate mother». Στη γερμανική καθομιλουμένη γλώσσα έχει καθιερωθεί ο όρος «Leihmutter» (δανεική ή υποκατάστατη μητέρα). Αντιθέτως, ο γερμανικός Gesetz zum Schutz von Embryonen (νόμος για την προστασία των εμβρύων, στο εξής: EschG), αποκλίνοντας από την καθομιλουμένη, κάνει λόγο για «Ersatzmutter» (παρένθετη ή κυοφόρο μητέρα), νοώντας με τον όρο αυτό τη γυναίκα η οποία, κατόπιν τεχνητής γονιμοποιήσεως ή εμβρυομεταφοράς σε αυτή, «προτίθεται μετά τον τοκετό να δώσει οριστικώς το τέκνο της σε τρίτους» (βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 7, ESchG).


3 – Επισκόπηση σχετικά με αυτό το πλέγμα ζητημάτων προσφέρει μια βάση δεδομένων του Max-Planck-Institut für ausländisches und internationales Strafrecht για τις νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την ιατρική της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στις ευρωπαϊκές χώρες, η οποία είναι προσβάσιμη στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.mpicc.de/meddb.


4 – Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως γίνεται λόγος για «intended mother» (κατά νόμον μητέρα).


5 – ΕΕ L 348, σ. 1.


6 – Βλ. την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2008, C-506/06, Mayr (Συλλογή 2008, σ. Ι‑1017).


7 – ΕΕ L 204, σ. 23.


8 – Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κάνει λόγο για «formal request for surrogacy leave».


9 – Αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2001, C‑379/98, PreussenElektra (Συλλογή 2001, σ. Ι‑2099, σκέψη 39), της 23ης Απριλίου 2009, C‑544/07, Rüffler (Συλλογή 2009, σ. Ι‑3389, σκέψη 37), της 19ης Νοεμβρίου 2009, C‑314/08, Filipiak (Συλλογή 2009, σ. Ι‑11049, σκέψη 41), της 7ης Ιουλίου 2011, C‑310/10, Agafiței κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. Ι‑5989, σκέψη 26), και της 15ης Ιανουαρίου 2013, C‑416/10, Križan κ.λπ. (σκέψη 54).


10 – Απόφαση Mayr (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψη 38).


11 – Βλ. τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/85.


12 – Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C-116/06, Kiiski (Συλλογή 2007, σ. I‑7643, σκέψη 30).


13 – Βλ. τη δέκατη και δωδέκατη αιτιολογική σκέψη καθώς και το άρθρο 6 της οδηγίας 92/85.


14 – Βλ. τη δωδέκατη και δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη καθώς και το άρθρο 7 της οδηγίας 92/85.


15 – Βλ. αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1998, C-411/96, Boyle κ.λπ. (Συλλογή 1998, σ. Ι‑6401, σκέψη 41), της 11ης Ιανουαρίου 2000, C-285/98, Kreil (Συλλογή 2000, σ. Ι‑69, σκέψη 30), της 29ης Νοεμβρίου 2001, C-366/99, Griesmar (Συλλογή 2001, σ. Ι‑9383, σκέψη 43), της 18ης Μαρτίου 2004, C-342/01, Merino Gómez (Συλλογή 2004, σ. Ι‑2605, σκέψη 32), και Kiiski (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 12, σκέψη 46).


16 – Επί του ζητήματος αυτού βλ. αμέσως κατωτέρω υπό iv.


17 – Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6.


18 – Απόφαση Mayr (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 6, σκέψεις 38 επ.).


19 – Βλ., συναφώς, την παρατιθέμενη στην υποσημείωση 9 νομολογία.


20 – Βλ. σημείο 81 ανωτέρω.