Language of document : ECLI:EU:C:2001:554

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

F. J. JACOBS

της 18ης Οκτωβρίου 2001 (1)

Υπόθεση C-37/00

Herbert Weber

κατά

Universal Ogden Services Ltd

(αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Σύμβαση των Βρυξελλών - ´Αρθρο 5, σημείο 1 - Δικαστήριο του τόπου εκπληρώσεως παροχής εκ συμβάσεως - Σύμβαση εργασίας - Τόπος όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του - Εργασία που εκτελείται εν μέρει επί εγκαταστάσεως υπεράνω της υφαλοκρηπίδας συμβαλλόμενου κράτους και εν μέρει επί του εδάφους άλλου συμβαλλόμενου κράτους»

1.
    Η παρούσα υπόθεση αφορά τον προσδιορισμό του αρμοδίου δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (2), στο πλαίσιο δίκης αφορώσας σύμβαση εργασίας. Το Hoge Raad der Nederlanden (Κάτω Χώρες) εγείρει το ζήτημα σε σχέση με σύμβαση της μορφής αυτής συναφθείσας μεταξύ σκωτικής εταιρίας και Γερμανού, κατοίκου Γερμανίας, ο οποίος απασχολήθηκε, τουλάχιστον μερικώς, κατά την περίοδο 1987-1993 επί πλοίων ή εξ εδρών για εξορυκτικές εργασίες επί ή υπεράνω της υφαλοκρηπίδας των Κάτω Χωρών και μετέπειτα επί μερικούς μήνες επί πλωτού γερανού στη δανική αιγιαλίτιδα ζώνη.

Η Σύμβαση των Βρυξελλών

2.
    Δεδομένου ότι η κύρια δίκη κινήθηκε το 1994, συναφής εκδοχή της Συμβάσεως των Βρυξελλών είναι η τροποποιηθείσα με τη Σύμβαση για την προσχώρηση Ισπανίας και Πορτογαλίας, η οποία υπογράφηκε στη Donostia - San Sebastián στις 26 Μα.ου 1989 (3).

3.
    Σύμφωνα με το άρθρο 1 αυτής, η Σύμβαση των Βρυξελλών έχει εφαρμογή επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. ´Οσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία, η κατά το άρθρο 2 γενική αρχή συνίσταται στο ότι τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους. Κατά το άρθρο 3, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου συμβαλλόμενου κράτους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 6 του τίτλου περί διεθνούς δικαιοδοσίας. Εκ των διατάξεών του, το άρθρο 5 είναι λυσιτελές για την παρούσα δίκη.

4.
    Ορίζει inter alia:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους μπορεί να εναχθεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος:

1)    ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή [προ της Συμβάσεως περί προσχωρήσεως του 1989, το άρθρο 5, σημείο 1, περιοριζόταν στην ανωτέρω διατύπωση]· ως προς διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας, ο τόπος αυτός είναι εκείνος όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του, ή, αν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί συνήθως την εργασία του στην ίδια πάντα χώρα, ο εργοδότης είναι δυνατόν να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου ήταν ή είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση που τον προσέλαβε·

[...]» (4).

5.
    Προ του 1989, το άρθρο 60 όριζε ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών είχε εφαρμογή στα «ευρωπαϊκά εδάφη των συμβαλλομένων κρατών», με περαιτέρω λεπτομερείς διατάξεις αφορώσες την εφαρμογή της ή την πιθανή εφαρμογή επί διαφόρων άλλων εξαρτωμένων εδαφών. Πάντως, το εν λόγω άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 21 της Συμβάσεως προσχωρήσεως του 1989 (5) και έκτοτε δεν υπήρξε συγκεκριμένη διάταξη περί εδαφικής εφαρμογής.

H ολλανδική νομοθεσία

6.
    Ο ολλανδικός νόμος του 1992, περί της εργασίας σε εξορυκτικές εγκαταστάσεις στη Βόρεια Θάλασσα (Wet arbeid mijnbouw Noordzee, στο εξής: WAMN) (6), τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 1993.

7.
    Το άρθρο 2 του νόμου προβλέπει ότι το ολλανδικό δίκαιο των συμβάσεων εργασίας, περιλαμβανομένων των σχετικών κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, διέπει τις συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων επί οποιασδήποτε «εξορυκτικής εγκαταστάσεως» (mijnbouwinstallatie) επί ή υπεράνω της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας. Το Hoge Raad διευκρινίζει ότι ο όρος «εξορυκτική εγκατάσταση» περιλαμβάνει τα διενεργούντα γεωτρήσεις πλοία καθώς και όλες τις σταθερές ή πλωτές (προσδεδεμένες) εγκαταστάσεις για την αναζήτηση ή εξόρυξη ορυκτών και ότι ως «υφαλοκρηπίδα» νοείται ο κατά τη Σύμβαση της Γενεύης του 1958 περί υφαλοκρηπίδας ορισμός (7), ήτοι κατ' ουσίαν «οι παρακείμενες στην ακτή υποθαλάσσιες εκτάσεις πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης μέχρι βάθους 200 μέτρων». (Η ως άνω Σύμβαση υπογράφηκε στις 29 Απριλίου 1958 και τέθηκε σε ισχύ στις 10 Ιουνίου 1964· η μεταγενέστερη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, η οποία υπογράφηκε στο Montego Bay στις 10 Δεκεμβρίου 1982 (8) και η οποία περιλαμβάνει ελαφρώς διαφορετικό ορισμό, δεν είχε τεθεί σε ισχύ μέχρι τις 16 Νοεμβρίου 1994 και δεν είχε επικυρωθεί από τις Κάτω Χώρες μέχρι τις 28 Ιουνίου 1996). Το άρθρο 2 του WAMN ορίζει επίσης ότι, για τους σκοπούς του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, η ασκηθείσα από εργαζόμενο εργασία τεκμαίρεται ως ολοκληρωθείσα στο έδαφος των Κάτω Χωρών.

8.
    Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του WAMN προβλέπει ότι αρμόδιο να επιλαμβάνεται διαφορών σχετικά με συμβάσεις εργασίας είναι το Kantonrechter te Alkmaar. Πάντως, το Hoge Raad σημειώνει ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση σχετικά με το ως άνω άρθρο, η διάταξη αυτή δεν δύναται να εισαγάγει εξαίρεση από τους κανόνες που θέτει η Σύμβαση των Βρυξελλών, οπότε «οσάκις ο εργοδότης είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο εργαζόμενος αδυνατεί να επικαλεστεί το άρθρο 10 και οφείλει να ασκήσει την αγωγή του εντός του ως άνω κράτους μέλους» (9).

Η διαδικασία της κύριας δίκης

9.
    Ο γερμανικής ιθαγενείας Weber απασχολήθηκε από τη Universal Ogden Services Ltd (στο εξής: Ogden) ως μάγειρας από τον Ιούλιο του 1987 έως τον Δεκέμβριο του 1993. ´Ηταν κάτοικος Γερμανίας τόσο κατά τη διάρκεια της εργασίας του όσο και κατά την άσκηση της αγωγής, στα πλαίσια της κύριας δίκης, το 1994. Η Ogden (μολονότι προφανώς θυγατρική εταιρία μεγαλύτερης πολυεθνικής) είναι σκωτική εταιρία εγκατεστημένη στο Aberdeen.

10.
    Ορισμένες πτυχές των πραγματικών περιστατικών που άπτονται της εργασίας του Weber δεν έχουν ακόμη αποσαφηνιστεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αλλά φαίνεται να μην αμφισβητείται ότι μέχρι τις 21 Σεπτεμβρίου 1993 η απασχόλησή του για λογαριασμό της Ogden, τουλάχιστον εν μέρει, χωρούσε επί πλοίων ή εγκαταστάσεων που εμπίπτουν (ή τεκμαίρεται ότι εμπίπτουν) στον WAMN εντός της υφαλοκρηπίδας των Κάτω Χωρών. Από τις 21 Σεπτεμβρίου έως τις 30 Δεκεμβρίου 1993 ο Weber εργάστηκε για λογαριασμό της Ogden επί πλωτού γερανού, χρήση του οποίου γινόταν εντός της δανικής αιγιαλίτιδας ζώνης.

11.
    Ο Weber άσκησε στις 29 Ιουνίου 1994 ενώπιον του Kantonrechter te Alkmaar, βάσει του άρθρου 10 του WAMN, αγωγή κατά της Ogden σχετικά με τη σύμβαση εργασίας του (10). Το Kantonrechter δέχθηκε ότι έχει διεθνή διακαιοδοσία, πλην όμως, κατόπιν εφέσεως που άσκησε η Ogden, το Rechtbank μεταρρύθμισε την πρωτόδικη απόφαση βάσει, κυρίως, του ότι μπορούσε να ληφθεί υπόψη μόνον η μετά την έναρξη ισχύος του WAMN την 1η Φεβρουαρίου 1993 απασχόληση του Weber και ότι τα περιοδικά διαστήματα εργασίας του επί της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας μετά την ως άνω ημερομηνία υποχωρούσαν έναντι της επακόλουθης απασχολησεώς του επί την κατά το μάλλον και ήττον συνεχή περίοδο τριών μηνών εντός της δανικής αιγιαλίτιδας ζώνης. Κατόπιν αυτού, ο Weber άσκησε αναίρεση ενώπιον του Hoge Raad.

12.
    Εκτιμώντας ότι τα κατώτερα δικαστήρια αποφάνθηκαν εσφαλμένα χωρίς αναφορά στη Σύμβαση των Βρυξελλών, το Hoge Raad εκτιμά ότι το ζήτημα δεν μπορεί να επιλυθεί άνευ ερμηνείας του άρθρου 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως και ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των ακολούθων προδικαστικών ερωτημάτων:

«1)    Πρέπει για την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών η εργασία που ασκήθηκε από εργαζόμενο κατά την έννοια του WAMN επί της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας να θεωρηθεί ή εξομοιωθεί με εργασία που παρασχέθηκε εντός των Κάτω Χωρών;

2)    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει, για την επίλυση του ζητήματος αν επιβάλλεται να θεωρηθεί ότι ο εργαζόμενος ασκούσε “συνήθως” την εργασία του στις Κάτω Χώρες, να ληφθεί υπόψη ολόκληρο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο παρείχε την εργασία του ή μόνο η τελευταία περίοδος του διαστήματος αυτού;

3)    Για την απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο ο WAMN δεν είχε ακόμα τεθεί σε ισχύ - περίοδος κατά την οποία ολλανδικός νόμος δεν είχε ακόμα ορίσει κανένα ολλανδικό δικαστήριο ως κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση υποθέσεως όπως η παρούσα - και του χρονικού διαστήματος μετά την έναρξη ισχύος του WAMN;»

13.
    Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, οι Κυβερνήσεις των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή. Δεν έλαβε χώρα συζήτηση ακροατηρίου.

Ανάλυση

14.
    Τα ερωτήματα του Hoge Raad θέτουν δύο ζητήματα. Το πρώτο αφορά το δικαστήριο του τόπου όπου εκπληρώνει συνήθως την εργασία του ένας μισθωτός - ζήτημα το οποίο, όπως πρόκειται να εξετάσω, αφορά την κατά τόπον αρμοδιότητα των δικαστηρίων των συμβαλλομένων κρατών - και το δεύτερο αφορά τον προσδιορισμό του τόπου αυτού, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του νοήματος του όρου «συνήθης». Στα πλαίσια του δευτέρου ζητήματος αναδύονται οι διαχρονικές πτυχές της ενάρξεως ισχύος εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως αφορώσας την αρμοδιότητα συγκεκριμένου δικαστηρίου.

Κατά τόπον αρμοδιότητα των δικαστηρίων των συμβαλλομένων κρατών

15.
    Το ζήτημα είναι αν, για τους σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών, ως δικαστήριο συμβαλλόμενου κράτους μπορεί να θεωρηθεί το δικαστήριο του τόπου ο οποίος κείται εκτός της επικρατείας ή της αιγιαλίτιδας ζώνης του κράτους και επί ή υπεράνω της υφαλοκρηπίδας του. ´Ολοι όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις, πλην της Ogden, απαντούν συναφώς καταφατικώς.

16.
    Εξετάζοντας το ζήτημα, δεν θα έπρεπε να παροράται, πρώτον, ότι, μολονότι η παρούσα υπόθεση αφορά τον τόπο εκπληρώσεως της συμβάσεως εργασίας, η σύμβαση παραπέμπει και αλλαχού στο δικαστήριο του τόπου και, ως εκ τούτου, το σημείο αυτό ενέχει μεγαλύτερη σημασία και, δεύτερον, ότι σε καμία περίπτωση η απάντηση δεν θίγει το βασικό δικαίωμα του Weber να εναγάγει, βάσει του άρθρου 2 της Συμβάσεως, την Ogden ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας όπου αυτή εδρεύει, και συγκεκριμένα της Σκωτίας.

17.
    Πέραν της Συμβάσεως των Βρυξελλών, έγινε μνεία της Συμβάσεως περί υφαλοκρηπίδας (11), της Συμβάσεως της Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών (12) και της Συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας (13).

18.
    Κατά την άποψή μου, οι εν χρήσει από τη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας όροι, στους οποίους η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή αποδίδουν ορισμένη σημασία, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εν προκειμένω δεδομένου ότι η Σύμβαση δεν είχε τεθεί σε ισχύ μετά την κίνηση της κύριας δίκης και δεν είχε επικυρωθεί από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρά δύο έτη αργότερα. Πάντως, στο μέτρο που οι διατάξεις της δεν διαφέρουν από εκείνες της Συμβάσεως περί υφαλοκρηπίδας, οι προβληθέντες σχετικά με την πρώτη ισχυρισμοί μπορούν να ληφθούν υπόψη.

19.
    Οι ισχυρισμοί αυτοί άπτονται της κυριαρχίας επί της υφαλοκρηπίδας που το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει στο παράκτιο κράτος.

20.
    Αφενός, η Σύμβαση περί υφαλοκρηπίδας ορίζει ότι το παράκτιο κράτος «ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας για την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της» (άρθρο 2, παράγραφος 1), ότι τα ως άνω δικαιώματα «είναι ανεξάρτητα [...] κάθε ρητής διακηρύξεως» (άρθρο 2, παράγραφος 3) και ότι το παράκτιο κράτος «δικαιούται να κατασκευάζη και να συντηρή ή να θέτη εις λειτουργίαν επί της υφαλοκρηπίδος τας εγκαταστάσεις και ετέρας κατασκευάς αναγκαίας διά την εξερεύνησιν αυτής και διά την εκμετάλλευσιν των φυσικών αυτής πόρων». Το ίδιο άρθρο ορίζει ότι οι εγκαταστάσεις ή κατασκευές αυτές «υπάγονται εις την δικαιοδοσίαν του παρακτίου κράτους».

21.
    Περαιτέρω, η διακήρυξη Truman της 28ης Σεπτεμβρίου 1945 (14) βεβαίωνε ήδη ότι «η υφαλοκρηπίδα μπορεί να θεωρηθεί ως επέκταση του εδάφους του παράκτιου κράτους και ως εκ τούτου ως φυσική προέκτασή του». Το 1969, το Διεθνές Δικαστήριο, περιγράφοντας το ως άνω έγγραφο ως «το σημείο αφετηρίας του θετικού δικαίου επί του θέματος» έκρινε, με την απόφασή του επί της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας (15), ότι η υφαλοκρηπίδα επί της οποίας το παράκτιο κράτος μπορεί να ασκεί δικαιώματα «αποτελεί φυσική προέκταση του εδάφους του εντός και υπό την θάλασσα» και ότι τα ως άνω δικαιώματα υφίστανται «ipso facto και ab initio, δυνάμει της κυριαρχίας του επί του εδάφους και ως επέκταση της κυριαρχίας αυτής».

22.
    Αφετέρου, τα επίδικα δικαιώματα περιορίζονται σαφώς στα πλαίσια των σκοπών της εξερευνήσεως και εκμεταλλεύσεως των φυσικών πόρων και «δεν θίγουν το νομικό καθεστώς των υπερκειμένων υδάτων ως ανοικτής θάλασσας ή εκείνο του εναέριου χώρου υπέρ των ως άνω υδάτων» (άρθρο 3 της Συμβάσεως περί υφαλοκρηπίδας). Περαιτέρω, εγκαταστάσεις και μηχανήματα επί της υφαλοκρηπίδας δεν αποκτούν το καθεστώς νήσων, δεν διαθέτουν δική τους αιγιαλίτιδα ζώνη και δεν επηρεάζουν την οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας ζώνης του παράκτιου κράτους (άρθρο 5, παράγραφος 4). Εξ αυτού, η Ogden συνάγει ότι η κυριαρχία είναι περιορισμένη και δεν καθιστά την υφαλοκρηπίδα ή οποιαδήποτε εγκατάσταση και μηχάνημα επ' αυτής τμήμα του «εδάφους» του παράκτιου κράτους. Δεδομένου ότι οι Συνθήκες εφαρμόζονται κατ' αρχήν επί του συνόλου του «εδάφους» κάθε συμβαλλομένου (άρθρο 29 της Συμβάσεως της Βιέννης) και ουδαμώς προκύπτει ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών αποκλίνει από την ως άνω αρχή, η υφαλοκρηπίδα πρέπει να αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της.

23.
    Καίτοι οι ανωτέρω παρατηρήσεις αφορώσες το έδαφος δεν στερούνται σημασίας, θα ήταν εσφαλμένο, κατά την άποψή μου, να θεωρηθεί ότι το ζήτημα αφορά το «εδαφικό πεδίο εφαρμογής» της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

24.
    Το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών ορίζεται στο άρθρο 1 υπό αμιγώς ουσιαστική έποψη. ´Οσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία, η Σύμβαση εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου 2, οσάκις πρόσωπο που κατοικεί σε συμβαλλόμενο κράτος ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου συμβαλλόμενου κράτους, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Υπό την έννοια αυτή, η Σύμβαση δεν έχει συγκεκριμένο «εδαφικό πεδίο εφαρμογής», παρά την ύπαρξη του άρθρου 60 στις προ του 1989 αποδόσεις της. Η ως άνω διάταξη αφορούσε αποκλειστικά το ζήτημα της εφαρμογής σε ορισμένα εδάφη που συνδέονταν υπό διάφορες μορφές με τα συμβαλλόμενα κράτη. ´Οσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία, επρόκειτο για τον καθορισμό αν τα δικαστήρια των ως άνω εδαφών έπρεπε να θεωρούνται ως δικαστήρια συμβαλλόμενου κράτους και τα εκεί κατοικούντα πρόσωπα ως πρόσωπα κατοικούντα εντός συμβαλλόμενου κράτους (16). Το άρθρο 60 ουδεμία ασκούσε επιρροή επί του προσδιορισμού των δικαστηρίων συγκεκριμένου τόπου ή της κατά τόπον αρμοδιότητας οποιουδήποτε δικαστηρίου.

25.
    Ο προσδιορισμός αυτός πρέπει, κατά την άποψή μου, να παραμείνει ζήτημα ρυθμιζόμενο από το εθνικό δίκαιο, υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζεται κανόνας του δημόσιου διεθνούς δικαίου.

26.
    Γεγονός είναι ότι το Δικαστήριο επιδιώκει, στο μέτρο του δυνατού, να δίδει αυτοτελή ερμηνεία, και όχι με αναφορά στο εθνικό δίκαιο, των χρησιμοποιουμένων στη Σύμβαση των Βρυξελλών όρων (17). Πάντως, η ως άνω επιλογή δεν είναι πάντοτε η προσφορότερη και δεν υιοθετείται πάντοτε από το Δικαστήριο (18). Πράγματι, η ίδια η Σύμβαση αναφέρεται στο εθνικό δίκαιο, όπως συμβαίνει με τα άρθρα 52 και 53 που αφορούν τον καθορισμό της κατοικίας. Γεγονός είναι, επίσης, ότι, για τους σκοπούς του άρθρου 5, παράγραφος 1, ο τόπος εκπληρώσεως της συμβάσεως εργασίας πρέπει να προσδιορίζεται βάσει ομοιομόρφων κριτηρίων καθοριζομένων σύμφωνα με το σύστημα και τους σκοπούς της Συμβάσεως (19). Πάντως, επί του παρόντος το ζήτημα δεν έγκειται στον προσδιορισμό του τόπου εκπληρώσεως της Συμβάσεως (σημείο που αποτελεί αντικείμενο του δευτέρου ερωτήματος του Hoge Raad το οποίο εξετάζω κατωτέρω) αλλά στον εντοπισμό του δικαστηρίου συγκεκριμένου τόπου.

27.
    ´Οσον αφορά το έδαφος συμβαλλόμενου κράτους, επ' αυτού δεν υφίσταται διχογνωμία. Δεν είναι έργο της Συμβάσεως των Βρυξελλών ο προσδιορισμός της κατά τόπον αρμοδιότητας συγκεκριμένου δικαστηρίου. Είναι εξ ολοκλήρου ζήτημα του εσωτερικού δικαίου το αν, εντός συγκεκριμένου κράτους, το δικαστήριο συγκεκριμένου τόπου είναι φερ' ειπείν δικαστήριο της Αγγλίας, Σκωτίας ή Βόρειας Ιρλανδίας ή ενός ή άλλου από τα γερμανικά Länder ή τις ισπανικές επαρχίες ή εντός των περιοχών αυτών ποιο τοπικό δικαστήριο έχει κατά τόπον αρμοδιότητα (20). Επί πλέον, καθίσταται σαφές από την έκθεση επί της Συμβάσεως προσχωρήσεως του 1989 (21) ότι, παρά την κατάργηση του άρθρου 60, εξακολουθούσε να υφίσταται η πρόθεση παροχής της δυνατότητας στα συμβαλλόμενα κράτη να επεκτείνουν τη Σύμβαση των Βρυξελλών σε άλλα εδάφη επί των οποίων είναι υπεύθυνα, σύμφωνα με τους κανόνες του δημόσιου διεθνούς δικαίου.

28.
    ´Οσον αφορά το τμήμα υφαλοκρηπίδας των Κάτω Χωρών, το ολλανδικό δίκαιο, όπως εκφράζεται με τον WAMN, θεωρεί προφανώς ότι το Kantonrechter te Alkmaar είναι το αρμόδιο για την επίδικη περιοχή πρωτοδικείο όσον αφορά εργασιακές διαφορές απορρέουσες από εργασία επί εγκαταστάσεων εξορύξεως που κείνται επ' αυτής. Δεδομένου ότι η Σύμβαση περί υφαλοκρηπίδας αναγνωρίζει υπέρ του παράκτιου κράτους κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας για τους σκοπούς της εξορύξεως και θεωρεί τις εγκαταστάσεις εξορύξεως και τα εκεί μηχανήματα ότι εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του, η θέση αυτή συνάδει προφανώς απόλυτα με το δημόσιο διεθνές δίκαιο.

29.
    Η κατάσταση δεν επηρεάζεται από την περιορισμένη φύση των δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους ή από το νομικό καθεστώς των υπερκειμένων υδάτων ως ανοικτής θάλασσας. Η επίδικη αρμοδιότητα είναι σαφές ότι διέπει τα αναγνωριζόμενα με τη Σύμβαση περί υφαλοκρηπίδας δικαιώματα ήδη προ της υπογραφής της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Επομένως, όταν η Σύμβαση των Βρυξελλών τέθηκε σε ισχύ, η υφαλοκρηπίδα υπέκειτο ήδη, όσον αφορά τις δραστηριότητες εξορύξεως και τις εγκαταστάσεις, στην αρμοδιότητα των Κάτω Χωρών. Δυσχερώς γίνεται αντιληπτό πώς οι απορρέουσες από την άσκηση των ως άνω δραστηριοτήτων διαφορές, συμπεριλαμβανομένων των εργασιακών διαφορών, θα μπορούσαν να αποκλείονται από την αρμοδιότητα αυτή, ακόμη και αν δεν οριζόταν συγκεκριμένο δικαστήριο, αρμόδιο να επιλαμβάνεται αυτών.

30.
    Η κατάσταση θα διέφερε, αφετέρου, σε περίπτωση, επί παραδείγματι, πλοίου φέροντος σημαία άλλου κράτους και πλέοντος στην ανοικτή θάλασσα υπεράνω της υφαλοκρηπίδας. Βάσει της Συμβάσεως περί ανοικτής θάλασσας (22), το κράτος της σημαίας «οφείλει να ασκεί αποτελεσματικά τη δικαιοδοσία και τον έλεγχό του επί διοικητικών, τεχνικών και κοινωνικών θεμάτων επί πλοίων που φέρουν τη σημαία του» (άρθρο 5, παράγραφος 1), ενώ τα ως άνω πλοία «υπόκεινται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του επί της ανοικτής θάλασσας» (άρθρο 6, παράγραφος 1) (23). Η ερμηνεία θα ήταν ασφαλώς διαφορετική αν το εθνικό δίκαιο έπρεπε να ορίσει συγκεκριμένα κατά τόπον δικαστήριο για την ανοικτή θάλασσα όπου ούτε το εν λόγω κράτος ούτε οποιοδήποτε άλλο έχει δικαιώματα βάσει του διεθνούς δικαίου. Πάντως, άλλες διεθνείς συμβάσεις ενδέχεται να αναγνωρίζουν ειδική δικαιοδοσία στα δικαστήρια του παράκτιου κράτους (24).

31.
    Ως εκ τούτου, για την ολλανδική υφαλοκρηπίδα αρμόδιο δεν είναι κατ' ανάγκη το Kantonrechter te Alkmaar ή οποιοδήποτε άλλο ολλανδικό δικαστήριο σε όλες τις περιπτώσεις - ούτε, περαιτέρω το ολλανδικό δίκαιο παρέχει ενδείξεις ότι δίδει παρόμοια λύση. Πάντως, είναι απόλυτα σύμφωνος προς το δημόσιο διεθνές δίκαιο ο ορισμός του ως άνω δικαστηρίου ως αρμοδίου σε θέματα απορρέοντα από συμβάσεις εργασίας επί εγκαταστάσεων εξορύξεως στην ως άνω περιοχή.

32.
    Κατά την άποψή μου, ουδείς λόγος υφίσταται ώστε, για τους σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το Kantonrechter te Alkmaar να μην είναι το δικαστήριο του τόπου εκπληρώσεως της συμβάσεως εργασίας οσάκις ο τόπος αυτός είναι εγκατάσταση εξορύξεως στην ολλανδική υφαλοκρηπίδα της Βόρειας Θάλασσας και το ολλανδικό δίκαιο απονέμει στο ως άνω δικαστήριο δικαιοδοσία να αποφαίνεται επί διαφορών του τύπου αυτού.

Τόπος όπου εκτελεί συνήθως ο εργαζόμενος την εργασία του

33.
    Ο Weber εργάστηκε για λογαριασμό της Ogden μεταξύ των ετών 1987 και 1993 επί διαφόρων πλοίων και εγκαταστάσεων, τόσον εντός όσον και εκτός του τμήματος της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας. Από τα προσκομισθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφα δεν προκύπτει με σαφήνεια για ποιες περιόδους πρόκειται, ζήτημα το οποίο φαίνεται ότι εξακολουθεί να αμφισβητείται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Σύμφωνα με τα διαπιστωθέντα από το Rechtbank te Alkmaar πραγματικά περιστατικά που αφορούν το χρονικό διάστημα από 1ης Φεβρουαρίου έως 21 Σεπτεμβρίου 1993, η εργασία του Weber εντός της επίδικης περιοχής δεν ήταν αδιάλειπτη τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της ως άνω περιόδου (25). Από τις 21 Σεπτεμβρίου έως τις 30 Δεκεμβρίου 1993, ο Weber εργάστηκε επί πλωτού γερανού στη δανική αιγιαλίτιδα ζώνη.

34.
    Το Hoge Raad διερωτάται αν, προκειμένου να αποφανθεί αν ο Weber εκτελούσε συνήθως την εργασία του για τους σκοπούς του άρθρου 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, θα έπρεπε να λάβει υπόψη του το σύνολο της περιόδου απασχολήσεώς του ή αποκλειστικά την τελευταία περίοδο εργασίας του.

35.
    Το ζήτημα του προσδιορισμού του τόπου εκπληρώσεως της συμβάσεως εργασίας, οσάκις ο εργαζόμενος ασκεί τη δραστηριότητά του σε διαφορετικούς τόπους δικαιοδοσίας, αποτέλεσε αντικείμενο εξετάσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου σε τρεις περιπτώσεις: Six Constructions (26), Mulox και Rutten (27). Μολονότι τόσον η απόφαση Six Constructions όσον και η απόφαση Mulox αφορούσαν προγενέστερη απόδοση της Συμβάσεως των Βρυξελλών, στα πλαίσια της οποίας δεν υφίστατο συγκεκριμένη διάταξη περί συμβάσεων, όπως προκύπτει σαφώς από την απόφαση Rutten (28), οι εν λόγω αποφάσεις και η προγενέστερη νομολογία επί της οποίας θεμελιώνονται παραμένουν λυσιτελείς για την ερμηνεία τής μετά το 1989 εκδοχής.

36.
    Στα πλαίσια της αποφάσεως Six Constructions, η εργασία είχε περιβληθεί την μορφή αποστολών σε διάφορες χώρες, καμία από τις οποίες δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης των Βρυξελλών. Μολονότι ο εργαζόμενος επέστρεφε τακτικά στο Βέλγιο, όπου είχε προσληφθεί, περιοριζόταν στην υποβολή εκθέσεων στο εκεί γραφείο του εργοδότη του. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διεθνής δικαιοδοσία θα έπρεπε να προσδιοριστεί από τον τόπο κατοικίας του εναγομένου, σύμφωνα με το άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, δεδομένου ότι ο τόπος εκπληρώσεως της Συμβάσεως βρισκόταν εκτός των συμβαλλομένων μερών, οπότε δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως.

37.
    Πάντως, σε αμφότερες τις αποφάσεις Mulox και Rutten, ο εργαζόμενος διέθετε γραφείο σε ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη από όπου πραγματοποιούσε ταξίδια για εργασιακούς λόγους καταλαμβάνοντα σημαντικό τμήμα του χρόνου του σε άλλες χώρες, ορισμένες από τις οποίες ήταν συμβαλλόμενα μέρη. Ο τόπος εκτελέσεως της Συμβάσεως προσδιορίστηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση Mulox ως «ο τόπος στον οποίο ή από τον οποίο ο εργαζόμενος εκτελεί κατά κύριο λόγο τις έναντι του εργοδότη του υποχρεώσεις του» και στην απόφαση Rutten ως «ο τόπος όπου ο εργαζόμενος έχει εγκαταστήσει το πραγματικό κέντρο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του».

38.
    Ο τρόπος υποβολής του ερωτήματος εκ μέρους του Hoge Raad μπορεί εκ πρώτης όψεως να εκπλήσσει. Παρίσταται αυτονόητο ότι, όταν προσδιορίζεται αν δραστηριότητα ασκείται συνήθως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκειά της.

39.
    Πάντως, πλην του ζητήματος της ενάρξεως ισχύος του WAMN, αντικείμενο του τρίτου ερωτήματος στο οποίο επανέρχομαι κατωτέρω, η διατύπωσή του ενδέχεται να είναι μερικώς συνέπεια της δικανικής κρίσεως στην απόφαση Mulox (29) ότι «το εθνικό δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο γενέσεως της εκκρεμούσας ενώπιόν του διαφοράς, ο μισθωτός εκτελούσε την εργασία του αποκλειστικώς στο έδαφος αυτού του συμβαλλόμενου κράτους. Ελλείψει άλλων καθοριστικών παραγόντων, ο τόπος αυτός πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Συμβάσεως, τον τόπο εκπληρώσεως της παροχής που χρησιμεύει ως βάση για αίτημα στηριζόμενο σε σύμβαση εργασίας».

40.
    Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα του συνήθους τόπου εργασίας δεν είναι εύκολο να επιλυθεί υπό τις παρούσες περιστάσεις, ανεξαρτήτως των όρων υπό τους οποίους τίθεται, οπότε, προκειμένου να δοθεί η πλέον λυσιτελής απάντηση, θα ήταν προτιμότερο να εξεταστεί επί ευρείας βάσεως.

41.
    Οι λεπτομέρειες της απασχολήσεως του Weber δεν προσδιορίστηκαν οριστικώς, αλλ' η κατάστασή του φαίνεται ότι ομοιάζει περισσότερο προς εκείνη του εργαζομένου στην υπόθεση Six Constructions απ' ό,τι στις υποθέσεις Mulox και Rutten. Συγκεκριμένα, ο Weber δεν διέθετε προφανώς επαγγελματική βάση ως αφετηρία των δραστηριοτήτων του, αλλ' εκτελούσε την εργασία του επί διαφόρων πλοίων ή εγκαταστάσεων όπου αφικνούνταν από καιρού εις καιρόν, δαπανώντας αναμφιβόλως τον υπόλοιπο χρόνο του κατά το δοκούν. Επομένως, δεν είναι ευχερής η επίλυση της παρούσας υποθέσεως με βάση τις προμνησθείσες δύο αποφάσεις. Αφετέρου, στα πλαίσια της υποθέσεως Six Constructions, το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα στηριζόμενο στο γεγονός ότι η σύμβαση εκπληρώθηκε στο σύνολό της εκτός τους εδάφους των συμβαλλομένων κρατών, οπότε υφίσταται αδυναμία εντοπισμού εντός αυτών «δικαστηρίων του τόπου εκπληρώσεως». Στην προκειμένη περίπτωση, δύο είναι οι προσφερόμενες δυνατότητες εντοπισμού δικαστηρίων - του ολλανδικού και δανικού. Πάντως, για την ανεύρεση της ορθής απαντήσεως μπορούν να αντληθούν χρήσιμα συμπεράσματα από ορισμένες αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο στις ανωτέρω τρεις υποθέσεις.

42.
    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζω ότι ο τόπος εκτελέσεως της συμβάσεως εργασίας πρέπει να προσδιορίζεται βάσει ομοιομόρφων κριτηρίων που εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει σύμφωνα με το σύστημα και τους σκοπούς της Συμβάσεως των Βρυξελλών (30), μολονότι αποκλειστικά αρμόδιο να εξετάσει τα πραγματικά περιστατικά ενόψει των ως άνω κριτηρίων είναι προφανώς το εθνικό δικαστήριο. Καθορίζοντας τα εν λόγω ενιαία κριτήρια, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ορισμένα στοιχεία που εκτίθενται αναλυτικά στην απόφαση Rutten (31).

43.
    Πρώτον, ο κανόνας του άρθρου 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών δικαιολογείται από την υφιστάμενη ιδιαιτέρως στενή σχέση μεταξύ συγκεκριμένης διαφοράς και του δικαστηρίου που είναι καταλληλότερο να επιληφθεί αυτής. Στην περίπτωση των συμβάσεων εργασίας, τα πλέον κατάλληλα δικαστήρια είναι εκείνα του τόπου όπου εκπληρώνεται η εργασία.

44.
    Δεύτερον, πρέπει να λαμβάνεται η μέριμνα διασφαλίσεως της ενδεδειγμένης προστασίας του εργαζομένου, ως του πλέον αδυνάτου συμβαλλομένου. Η ως άνω προστασία διασφαλίζεται καλύτερα εφόσον οι διαφορές εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των δικαστηρίων του τόπου όπου ο εργαζόμενος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του και όπου είναι (ή εικάζεται ότι είναι) λιγότερο δαπανηρό για τον ίδιο να προσφύγει στα δικαστήρια ή να αμυνθεί.

45.
    Τρίτον, οσάκις η εργασία πραγματοποιείται σε περισσότερα του ενός συμβαλλόμενα κράτη, προέχει να αποφεύγεται η πολλαπλότητα των αρμοδίων δικαστηρίων. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, δεν νοείται, επομένως, ότι παρέχει συντρέχουσα αρμοδιότητα στα δικαστήρια των καθ' έκαστον εμπλεκομένων συμβαλλομένων κρατών.

46.
    ´Ετσι, το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση Rutten (32) ότι προέχει ο προσδιορισμός του τόπου με τον οποίο η διαφορά συνδέεται περισσότερο, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της μέριμνας διασφαλίσεως της ενδεδειγμένης προστασίας των εργαζομένου ως του πλέον αδυνάτου συμβαλλομένου.

47.
    Πάντως (και στο σημείο αυτό αποκλίνω ως ένα βαθμό από τις απόψεις που εξέφρασαν οι Κυβερνήσεις των Κάτω Χωρών και του Ηνωμένου Βασιλείου), η ως άνω μέριμνα δεν μπορεί να εξικνείται μέχρι του σημείου ώστε να επιτρέπει στον εργαζόμενο να επιλέγει κατά το δοκούν το δικαστήριο που πρόκειται να επιληφθεί της διαφοράς ή να σημαίνει ότι το αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να προσδιορίζεται με βάση τα πλέον ευνοϊκά για τον ίδιο κριτήρια. Αντιθέτως, η ανάγκη υπάρξεως ομοιομόρφων κριτηρίων, εγγυωμένων την ασφάλεια δικαίου, και αποφυγής πολλαπλών αρμοδίων δικαστηρίων σημαίνει ότι η μέριμνα πρέπει να είναι περισσότερο αφηρημένη και να συνδέεται λιγότερο με τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τον συγκεκριμένο εργαζόμενο. Ομοίως, ο αναγκαίος δεσμός μεταξύ της διαφοράς και του επιλαμβανομένου αυτής δικαστηρίου δεν σημαίνει πάντοτε ότι αρμόδιο να εκδικάσει τη διαφορά είναι το δικαστήριο της χώρας, το δίκαιο της οποίας είναι εφαρμοστέο επί της συμβάσεως, όσο και αν είναι ευκταίο αναμφίβολα παρόμοιο αποτέλεσμα (33).

48.
    Είναι σαφές ότι το εθνικό δικαστήριο θα καταλήξει δυσχερώς σε συμπεράσματα εν προκειμένω αν προηγουμένως δεν προσδιοριστεί ακριβέστερα ο τόπος όπου ο Weber εκπλήρωσε στην πραγματικότητα την εργασία του κατά την περίοδο απασχολήσεώς του και ειδικότερα ποιες εργασιακές περιόδους διήνυσε στις διάφορες περιοχές αιγιαλίτιδας ζώνης ή υφαλοκρηπίδας (ή ενδεχομένως και σε περιοχές μη υπαγόμενες στην κρατική δικαιοδοσία, όπως είναι η περίπτωση της σημαίας του πλοίου ή των πλοίων επί των οποίων εργάστηκε ο Weber και θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή).

49.
    Σύμφωνα με τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, ενδέχεται, κατά την περίοδο μεταξύ των ετών 1987 και 1993 ως συνόλου, το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας του να εκτελέστηκε σε περιοχή (ή υπό συνθήκες) μη υπαγόμενη στη δικαιοδοσία συμβαλλόμενου κράτους. Αν συμβαίνει αυτό, κατά την άποψή μου, συντρέχουν ισχυροί λόγοι να εικάζεται ότι το κράτος αυτό είναι εκείνο εντός του οποίου εκπληρώθηκε συνήθως η εργασία του Weber κατά την κρίσιμη περίοδο, ακόμη και αν δεν υφίσταται συγκεκριμένος τόπος εκπληρώσεως της εργασίας (34).

50.
    Αντιλαμβάνομαι ότι το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό σε κατάσταση πλησιέστερη προς εκείνη των υποθέσεων Mulox και Rutten - αν, επί παραδείγματι, ο Weber διέθετε επαγγελματική βάση όπου εργαζόταν ή απ' όπου μετέβαινε εκτελώντας διάφορες αποστολές αλλού και όπου επέστρεφε. Ενδεχομένως το ως άνω «πραγματικό κέντρο των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του» θα αποκτούσε μεγαλύτερη βαρύτητα ακόμη και έναντι μεγαλύτερου εργασιακού χρόνου διανυθέντος σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, πλην όμως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι πτυχές, συμπεριλαμβανομένου όχι μόνο του διανυθέντος χρόνου αλλά και της φύσεως και της σημασίας της εκπληρωθείσας σε κάθε τόπο εργασίας. Στα πλαίσια της παρούσας δίκης, πάντως, δεν υφίστανται προφανώς ενδεικτικά στοιχεία ή παράμετροι αντισταθμίσεως της προφανώς μεγαλύτερης εργασιακής περιόδου που διανύθηκε εντός του τόπου αρμοδιότητας των δικαστηρίων ενός συμβαλλόμενου κράτους.

51.
    Εντούτοις, σε περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι στο σύνολό τους οι χρονικές περίοδοι που διανύθηκαν στους διαφόρους τόπους δικαιοδοσίας ήσαν παρεμφερείς κατά το μάλλον και ήττον από απόψεως διαρκείας και σημασίας, τότε, κατά την άποψή μου, πρέπει να ενεργοποιηθεί η δεύτερη λύση του άρθρου 5, παράγραφος 1, σχετικά με τις συμβάσεις εργασίας. Υπενθυμίζω ότι ο τόπος εκπληρώσεως ατομικής συμβάσεως εργασίας είναι «εκείνος όπου ο εργαζόμενος εκτελεί συνήθως την εργασία του, ή, αν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί συνήθως την εργασία του στην ίδια πάντα χώρα, ο εργοδότης είναι δυνατόν να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου ήταν ή είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση που τον προσέλαβε». Οι ως άνω εναλλακτικές λύσεις αποκλείουν, κατά την άποψή μου, η μία την άλλη (35)· η Σύμβαση προβλέπει ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις, ο τόπος της συνήθους εργασίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί, οπότε στην περίπτωση αυτή η αγωγή ασκείται σύμφωνα με το άρθρο 2, είτε, αποκλειστικά στην περίπτωση όπου ενάγων είναι ο εργαζόμενος, στον τόπο όπου ήταν ή είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση που τον προσέλαβε (36). Πάντως, η δεύτερη αυτή δυνατότητα αποκλείεται αν μπορεί να προσδιοριστεί ο τόπος της συνήθους εργασίας.

52.
    Το ζήτημα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως απλό θέμα μαθηματικών. Η κατάσταση θα μπορούσε να αποδειχθεί πολυπλοκότερη αν προέκυπτε ότι ο Weber εκτέλεσε λιγότερο από το ήμισυ της εργασίας του, από απόψεως διαρκείας, στην περιφέρεια ενός και μόνον δικαστηρίου, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο, ήτοι το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, ήταν όλως αποσπασματικό και διάσπαρτο τόσον από απόψεως διαρκείας όσον και από απόψεως τόπου απασχολήσεως. Υπό την έννοια αυτή, θα μπορούσε σημαντικό τμήμα της εργασίας του να είχε πραγματοποιηθεί σε μία και μόνη περιοχή, η οποία θα υπερείχε κατά πολύ οποιασδήποτε άλλης εργασίας σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή, αλλά η οποία, πάντως, αντιστοιχεί τουλάχιστον στο ήμισυ του συνολικού χρόνου εργασίας του.

53.
    Σε παρόμοια περίπτωση (η οποία είναι επί του παρόντος όλως υποθετική), νομίζω ότι το εθνικό δικαστήριο θα έπρεπε να εγκύψει προσεκτικότερα επί όλων των συναφών περιστάσεων. Αν, επί παραδείγματι, το επίδικο ποσοστό αντιστοιχούσε στη βασική εργασία του εργαζομένου και εκπληρώθηκε στον ίδιο τόπο, ενώ όλες οι άλλες αποστολές ήσαν βοηθητικής ή προσωρινής φύσεως, τότε δικαιολογείται ο τόπος αυτός να εκληφθεί ως εκείνος όπου η εργασία εκπληρώθηκε κατά συνήθεια. Αν, αφετέρου, όλες οι αποστολές του εργαζομένου ήσαν εξίσου μεταβατικού και ασταθούς χαρακτήρα και ήταν όλως τυχαίο το γεγονός ότι το σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό ενέπιπτε στη δικαιοδοσία ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη, φρονώ ότι τότε δεν θα ήταν ευχερής η συναγωγή παρομοίου συμπεράσματος.

54.
    ´Εχοντας κατά νου τις γενικότερες αυτές σκέψεις, έρχομαι στην εξέταση του ζητήματος της σημασίας της τελευταίας περιόδου απασχολήσεως, συγκεκριμένο αντικείμενο του δεύτερου ερωτήματος του Hoge Raad.

55.
    Κατά κανόνα, όπως προανέφερα (37), φρονώ ότι όπως προκύπτει από τον όρο «συνήθως», πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιόδου απασχολήσεως. Κατά κανόνα, ο υπολογισμός αποκλειστικά των τελευταίων ολίγων μηνών της περιόδου απασχολήσεως που εκτείνεται σε διάστημα πέραν των πέντε ετών αναιρεί την εγγενή σημασία του όρου και εξακολουθεί να ισχύει αν, όπως διατύπωσα με τις προτάσεις μου σε αμφότερες τις υποθέσεις Mulox και Rutten (38), ερμηνεύεται ευρύτερα υπό την έννοια του «κυρίως».

56.
    Αυτό δεν σημαίνει ότι υπό ορισμένες περιστάσεις μπορεί η πλέον πρόσφατη περίοδος απασχολήσεως να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από προγενέστερες περιόδους, όπως υπογράμμισε με τις παρατηρήσεις της η Ogden. Επί παραδείγματι, ενδέχεται, μετά από μακρά περίοδο εργασίας σε συμβαλλόμενο κράτος, ο εργαζόμενος να απασχολείται σε θυγατρική εταιρία του ιδίου εργοδότη σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος. Αν η αλλαγή αυτή ήταν όλως προσωρινή, υπό την έννοια ότι ο εργαζόμενος θα επανήρχετο στον προηγούμενο τόπο απασχολήσεώς του, θα μπορούσε να μην έχει καμιά άμεση επίπτωση επί του τόπου όπου εκπληρώνεται συνήθως η παροχή. Αν, αντιθέτως, η ως άνω αλλαγή εκλαμβανόταν ως μόνιμη επαγγελματική εξέλιξη, συνεπαγόμενη αλλαγή κατοικίας και άλλα οριστικά μέτρα, τότε ο τόπος θα μπορούσε να μετατοπιστεί προς το δεύτερο συμβαλλόμενο κράτος όταν πραγματοποιήθηκε η αλλαγή. Η μόνιμη τοποθέτηση κατόπιν σειράς διαφόρων και προσωρινών αποστολών μπορεί να συνεπάγεται το αυτό αποτέλεσμα, ενώ μπορώ να φανταστώ και άλλες καταστάσεις. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη γενικής φύσεως παρόμοια στοιχεία με την απόφαση Mulox, μολονότι πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αναφορά του (39) στα συμβαλλόμενα κράτη όπου εκπληρώθηκε αποκλειστικά η εργασία κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής συμπλήρωνε άλλες παραμέτρους, όπως ο τόπος όπου ο εργαζόμενος είχε εγκαταστήσει την κατοικία και το γραφείο του ήδη από την έναρξη των δραστηριοτήτων του.

57.
    Στα πλαίσια της παρούσας δίκης, το εθνικό δικαστήριο είναι το μόνο δυνάμενο να προσδιορίσει αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες ο Weber εργάστηκε στη δανική αιγιαλίτιδα ζώνη οδηγούν στον διαχωρισμό της απασχολήσεως αυτής από τις προγενέστερες αποστολές κατά τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό ώστε, παρά τη σύντομη διάρκειά της σε σχέση με το συνολικό χρόνο απασχολήσεώς του, να πρέπει να θεωρηθεί ότι η απασχόληση αυτή συνεπάγεται νέο τόπο όπου ο ενδιαφερόμενος εκπλήρωνε συνήθως την εργασία του κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Εκτός, πάντως, της περιπτώσεως αυτής, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του χρόνου απασχολήσεώς του, όταν πρόκειται να προσδιοριστεί ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής.

´Εναρξη ισχύος του WAMN

58.
    Το Hoge Raad υπογραμμίζει ότι το ολλανδικό δίκαιο δεν όριζε το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο που επιλαμβάνεται υποθέσεων όπως η παρούσα προ της 1ης Φεβρουαρίου 1993, αν και ο χρόνος εκπληρώσεως της συμβατικής παροχής προηγήθηκε της ως άνω ημερομηνίας. Ερωτά αν πρέπει να γίνεται διάκριση, όταν προσδιορίζεται ο τόπος όπου ο Weber ασκούσε συνήθως την εργασία του, μεταξύ των περιόδων προ και μετά τον ορισμό με τον WAMN του Kantonrechter te Alkmaar ως του αρμοδίου δικαστηρίου. Με το ως άνω ερώτημα, θίγεται το ερώτημα αν υφίσταται η δυνατότητα να αγνοηθούν οι προγενέστερες περίοδοι.

59.
    Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή εκτιμούν ότι η έναρξη ισχύος του WAMN δεν ασκεί επιρροή ως ζήτημα αμιγώς εσωτερικού δικαίου μη δυνάμενο να έχει οποιαδήποτε ενέργεια επί της ομοιόμορφης ερμηνείας της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Η Ogden και η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών υιοθετούν αντίθετη άποψη με βάση το ότι το Kantonrechter δεν ήταν κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο προ της ως άνω ημερομηνίας. Ο Weber εφιστά την προσοχή επί του γεγονότος ότι ο WAMN ήταν το επιστέγασμα μακράς διαδικασίας και ότι, ακόμη και πριν από την έναρξη ισχύος του, υφίστατο ολλανδική νομοθεσία αφορώσα την προστασία των εργαζομένων επί της υφαλοκρηπίδας.

60.
    Συμφωνώ κατ' αρχήν με την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και την Επιτροπή. Ο τόπος όπου είχε εκπληρώσει κατά συνήθεια την εργασία του ο εργαζόμενος είναι ζήτημα πραγματικών περιστατικών (αξιολογούμενος σύμφωνα με ομοιόμορφους κανόνες δικαίου) και δεν μπορεί να επηρεαστεί από εθνική νομοθεσία ορίζουσα το δικαστήριο του τόπου εκπληρώσεως της παροχής. Η σημασία του πραγματικού αυτού στοιχείου έγκειται στο ότι επηρεάζει τον προσδιορισμό του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να επιληφθεί της αγωγής κατά τον χρόνο ασκήσεώς της. Το γεγονός ότι, σε περίπτωση προγενέστερης κατά χρόνο ασκήσεως της αγωγής, το εν λόγω δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να την εκδικάσει δεν έχει αφ' εαυτού σημασία επί της δικαιοδοσίας του κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής.

61.
    Γεγονός είναι ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών στερείται συναφώς ρυθμιστικής διατάξεως. Πάντως, βάσει του άρθρου 54, η Σύμβαση έχει εφαρμογή επί των αγωγών που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος της στο οικείο κράτος, με συνέπεια το κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο να μπορεί να προσδιοριστεί σύμφωνα με τους κανόνες του έστω και αν τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται ο προσδιορισμός συνέβησαν προ της ενάρξεως εφαρμογής της (40). Η ίδια αρχή πρέπει να εφαρμόζεται mutatis mutandis οσάκις το διεπόμενο από τη Σύμβαση των Βρυξελλών δικαστήριο αποκτά νέα εδαφική ή ουσιαστική αρμοδιότητα, οπότε γίνεται δυσχερώς αντιληπτό πως θα μπορούσε να ισχύει άλλον τι.

62.
    Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί αν ο τόπος όπου ασκούνταν κατά συνήθεια η εργασία εμπίπτει στην ως άνω κατά τόπον αρμοδιότητα, δεν συντρέχει λόγος μη συνυπολογισμού των προγενεστέρων της ενάρξεως ισχύος του WAMN περιόδων εργασίας. Εν πάση περιπτώσει, όπως ήδη υπογράμμισα, οι δραστηριότητες και οι εγκαταστάσεις εξορύξεως της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας υπάγονταν ανέκαθεν προδήλως στην αρμοδιότητα των Κάτω Χωρών από την έναρξη ισχύος της Συμβάσεως περί υφαλοκρηπίδας.

Πρόταση

63.
    Προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα ερωτήματα του Hoge Raad:

1)    Τα δικαστήρια του παράκτιου κράτους πρέπει να θεωρούνται ως τα δικαστήρια του τόπου εκπληρώσεως συμβάσεως εργασίας για τους σκοπούς του άρθρου 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, οσάκις η εργασία εκπληρώθηκε κατά συνήθεια επί ή υπεράνω της υφαλοκρηπίδας του ως άνω κράτους υπό περιστάσεις υπό τις οποίες το διεθνές δίκαιο του αναγνωρίζει συναφώς την αρμοδιότητα ασκήσεως της δραστηριότητας στην οποία εντασσόταν η εργασία και/ή οι εγκαταστάσεις όπου αυτή πραγματοποιήθηκε. Εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο να προσδιορίσει το δικαστήριο που είναι συναφώς κατά τόπον αρμόδιο.

2)    Προκειμένου να προσδιοριστεί ο τόπος όπου ο μισθωτός εκτέλεσε κατά συνήθεια την εργασία του, πρέπει να ληφθεί κατ' αρχήν υπόψη το σύνολο των περιόδων απασχολήσεως. Πάντως, μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στην πλέον πρόσφατη περίοδο αν η εργασία εκπληρώθηκε σε νέο και σταθερό τόπο.

3)    Ο προσδιορισμός του τόπου εκπληρώσεως είναι ζήτημα απτόμενο των πραγματικών περιστατικών, η επίλυση του οποίου εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο σύμφωνα με τα καθιερωθέντα από το Δικαστήριο κριτήρια. Δεν μπορεί να επηρεάζεται από αλλαγές των εθνικών κανόνων που αναγνωρίζουν κατά τόπον αρμοδιότητα στα εθνικά δικαστήρια.


1: -     Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2:

-     Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας (ΕΕ 1982, L 388, σ. 24), με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 388, σ. 1) και με τη Σύμβαση της 26ης Μα.ου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 285, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών).


3: -     Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 2, στο εξής: Σύμβαση περί προσχωρήσεως του 1989. Η ως άνω Σύμβαση επικυρώθηκε από τις Κάτω Χώρες στις 11 Ιανουαρίου 1990 και από το Ηνωμένο Βασίλειο στις 13 Σεπτεμβρίου 1991, οπότε άρχισε να ισχύει μεταξύ των δύο κρατών από 1ης Δεκεμβρίου 1991 (βλ. άρθρο 32, παράγραφος 2, της Συμβάσεως).


4: -     Οι αρχές της Συμβάσεως δεν είναι καινοφανείς. ´Ηδη, κατά τον 16ο αιώνα, o Sir James Balfour of Pittendreich έγραφε στα Practicks: «Na man may be Judge in ony cause, bot gif defendar be within his jurisdiction, be resson of dwelling within the same or in respect of contract of obligation made thair; or be resson of tresspas committit within the boundis thairof, or in respect of the thing that is askit and clamit quhilk is and lyis within his jurisdictioun; because the persewar sould follow the defendar's jurisdictioun, and persew him befoir his awin competent Judge» («of jugeis», c. 15, σ. 284 των εντύπων εκδόσεων).


5: -    Για σχολιασμό της σημασίας της καταργήσεως αυτής, βλ. την έκθεση επί της Συμβάσεως προσχωρήσεως του 1989 των Almeida Cruz, Desantes Real και Jenard (ΕΕ 1990, C 189, σ. 35, παράγραφοι 33 έως 38). Βλ., επίσης, έκθεση του Schlosser επί της Συμβάσεως προσχωρήσεως του 1978, ΕΕ 1982, L 388, σ. 24, παράγραφοι 251 έως 254, και έκθεση των Jenard και Möller επί της Συμβάσεως του Lugano του 1988, (ΕΕ 1990, C 189, σ. 57, παράγραφοι 91 έως 97).


6: -     Wet van 2 november 1992, houdende bepalingen inzake arbeid verricht in verband met de mijnbouw op de Noordzee, Staatsblad 1992, 592.


7: -     Unated Nations Treaty Series αριθ. 7302, τόμος 499, σ. 312 έως 321 (στο εξής: Σύμβαση περί υφαλοκρηπίδας).


8: -     ΕΕ 1998, L 179, σ. 3 (στο εξής: Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας).


9: -     Δεν αντιλαμβάνομαι σαφώς επί ποίας βάσεως συνήχθη το ως άνω συμπέρασμα, ειδικότερα αν ο συντάκτης της εισηγητικής εκθέσεως είχε κατά νου την μετά το 1989 διάταξη του άρθρου 5, παράγραφος 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών.


10: -     Σύμφωνα με τις ενώπιον του Hoge Raad προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Strikwerda, ο Weber καταγγέλλει τη μη επάνοδό του στην εργασία του κατόπιν ασθενείας του κατά την τελευταία εργασιακή περίοδό του.


11: -     Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 7.


12: -     Σύμβαση της Βιέννης για το δίκαιο των Συνθηκών (με παράρτημα), συναφθείσα στη Βιέννη στις 23 Μα.ου 1969, United Nations Treaty Series, αριθ. 18232, τόμος 1155, σ. 331 (στο εξής: Σύμβαση της Βιέννης).


13: -     Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 8.


14: -     Προεδρική διακήρυξη αριθ. 2667, Policy of the United States with respect to the natural resources of the subsoil and seabed of the continental shelf (1945), 13 US Department of State Bulletin 485.


15: -     North Sea Continental Shelf Cases 1969, ICJR 3.


16: -     Σημειωτέον ότι τα ζητήματα αυτά εξακολουθούν να ασκούν επιρροή παρά την ληφθείσα το 1989 απόφαση περί καταργήσεως του άρθρου 60: βλ. τις προαναφερθείσες στην υποσημείωση 5 εκθέσεις.


17: -     Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1993, C-125/92, Mulox IBC (Συλλογή 1993, σ. I-4075, σκέψεις 10 και 11), απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 1997, C-383/95, Rutten (Συλλογή 1997, σ. I-57, σκέψεις 12 και 13), και απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1999, C-440/97, GIE Groupe Concorde (Συλλογή 1999, σ. I-6307, σκέψη 11).


18: -     Βλ., για παράδειγμα, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 17 απόφαση GIE Groupe Concorde, σκέψεις 12 και 13, και την εκεί παρατιθεμένη νομολογία.


19: -     Βλ. προαναφερθείσα στην υποσημείωση 17 απόφαση Mulox, σκέψη 16.


20: -     Πάντως, μολονότι το έδαφος επί του οποίου έχει αρμοδιότητα δικαστήριο πρέπει να καθορίζεται βάσει του εθνικού δικαίου, η σχέση μεταξύ του εδάφους και συγκεκριμένης διαδικασίας διέπεται από τη Σύμβαση έστω και ελλείψει οποιουδήποτε διεθνούς στοιχείου· βλ. έκθεση Jenard επί της αρχικής αποδόσεως της Συμβάσεως των Βρυξελλών (ΕΕ 1996, C 298, σ. 29, κεφάλαιο IV.B, τμήμα 2, άρθρα 5 και 6).


21: -     Προαναφερθείσα στην υποσημείωση 5, παράγραφοι 33 έως 38, βλ., ειδικότερα, την αναφερόμενη στην παράγραφο 37, β´, σημείο 2, δυνατότητα των Κάτω Χωρών να δηλώσουν ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών εφαρμόζεται επί των Ολλανδικών Αντιλλών.


22: -     Η οποία υπογράφηκε, όπως και η Σύμβαση περί υφαλοκρηπίδας, στη Γενεύη στις 29 Απριλίου 1958 (United Nations Treaty Series, αριθ. 6465, τόμος 450, σ. 82), και η οποία τέθηκε εκ ποδών από τη Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας η οποία περιλαμβάνει εν πολλοίς πανομοιότυπες διατάξεις.


23: -     Ενδεχομένως, η εργασία του Weber εκπληρώθηκε, τουλάχιστον μερικώς, επί πλοίων φερόντων τη σημαία των Κάτω Χωρών, γεγονός που παρέχει επί πλέον βάση αρμοδιότητας των ολλανδικών δικαστηρίων, ανεξάρτητα από την περιοχή πλεύσεως των πλοίων. Πάντως, το ενδεχόμενο αυτό εκφεύγει του περιεχομένου του ερωτήματος του Hoge Raad.


24: -     Βλ., επί παραδείγματι, άρθρο IX της διεθνούς συμβάσεως περί αστικής ευθύνης για ζημίες λόγω πετρελαϊκής ρυπάνσεως (CLC), η οποία υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 29 Νοεμβρίου 1969.


25: -     Ο Weber εργάστηκε εκεί προφανώς περί τις 79 επί 223 ημερών στα πλαίσια δέκα χωριστών κύκλων εργασιών. Δεν υφίστανται ενδείξεις ως προς το αν οι υπόλοιπες 144 ημέρες διανύθηκαν ως περίοδοι αναπαύσεως, ως περίοδοι εργασίας εκτός του τμήματος της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας ή και αμφότερα.


26: -     Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 1989 στην υπόθεση 32/88 (Συλλογή 1989, σ. 341).


27: -     Προαναφερθείσες στην υποσημείωση 17.


28: -     Βλ. σκέψεις 19 έως 21 της αποφάσεως.


29: -     Σκέψη 25 της αποφάσεως.


30: -     Απόφαση Mulox, σκέψη 16.


31: -     Σκέψεις 15 έως 17 της αποφάσεως, βλ., περαιτέρω, την εκεί παρατιθέμενη νομολογία.


32: -     Σκέψη 22 της αποφάσεως.


33: -     Βλ. συναφώς τις προτάσεις που διατύπωσα στην υπόθεση Mulox, σημεία 27 και 28, καθώς και στην υπόθεση Rutten, σημεία 30 και 31· βλ. επίσης απόφαση της 26ης Μα.ου 1982, 133/81, Ivenel κατά Schwab (Συλλογή 1982, σ. 1891, σκέψη 15).


34: -     Πρβλ. απόφαση Rutten, σκέψη 25, όπου τονίζεται ότι ο εργαζόμενος εκπλήρωσε περί τα δύο τρίτα της εργασίας του σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος.


35: -     Η άποψη αυτή θεμελιώνεται στην παράγραφο 23, στοιχείο ε´, της εκθέσεως επί της Συμβάσεως προσχωρήσεως του 1989 που προανέφερα στην υποσημείωση 5.


36: -     Συναφώς, θα μπορούσε να ασκεί ή μη επιρροή το γεγονός ότι η αγωγή του Weber ασκήθηκε αρχικώς όχι μόνον κατά του εργοδότη του, ήτοι της Ogden, αλλά και κατά της εταιρίας Catering Logistic Management BV, εγκατεστημένης στο Hoorn των Κάτω Χωρών, στο γραφείο του διευθυντού της οποίας είχε υπογραφεί η σύμβαση με την Ogden, όπως διευκρινίζει ο γενικός εισαγγελέας Strikwerda με τις αναπτυχθείσες ενώπιον του Hoge Raad προτάσεις του.


37: -     Στο σημείο 38.


38: -     Βλ. σημείο 32 των προτάσεων επί της υποθέσεως Mulox και σημεία 33 και 34 των προτάσεων επί της υποθέσεως Rutten.


39: -     Βλ. ανωτέρω σημείο 39.


40: -     Με την απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1979, 25/79, Sanicentral (Συλλογή τόμος 1979/II, σ. 653), το Δικαστήριο έκρινε ότι είναι η ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής εκείνη που ασκεί επιρροή για την εκτίμηση του αποτελέσματος ρήτρας απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει συμβάσεως συναφθείσας πριν από την έναρξη ισχύος της Συμβάσεως των Βρυξελλών σχετικά με την επιλογή του κατά τόπον αρμόδιου να εκδικάσει τις μετά την έναρξη ισχύος της ασκούμενες αγωγές.