Language of document : ECLI:EU:T:2017:712

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 10ης Οκτωβρίου 2017 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγή ποδηλάτων που αποστέλλονται από την Καμπότζη, το Πακιστάν και τις Φιλιππίνες – Επέκταση στις εισαγωγές αυτές του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ποδηλάτων καταγωγής Κίνας – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/776 – Άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 – Εργασίες συναρμολόγησης – Προέλευση και καταγωγή μερών ποδηλάτου – Πιστοποιητικά καταγωγής – Ανεπαρκής αποδεικτική αξία – Κόστος κατασκευής των μερών ποδηλάτου»

Στην υπόθεση T‑435/15,

Kolachi Raj Industrial (Private) Ltd, με έδρα το Καράτσι (Πακιστάν), εκπροσωπούμενη από τον P. Bentley, QC,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J.-F. Brakeland, M. França και A. Demeneix,

καθής,

υποστηριζόμενης από

την European Bicycle Manufacturers Association (EBMA), εκπροσωπούμενη από τον L. Ruessmann, δικηγόρο, και M. J. Beck, solicitor,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση, ως προς την προσφεύγουσα, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/776 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2015, με τον οποίο ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 502/2013 του Συμβουλίου στις εισαγωγές ποδηλάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας επεκτείνεται στις εισαγωγές ποδηλάτων που αποστέλλονται από την Καμπότζη, το Πακιστάν και τις Φιλιππίνες είτε έχουν δηλωθεί ως καταγωγής Καμπότζης, Πακιστάν και Φιλιππινών είτε όχι (ΕΕ 2015, L 122, σ. 4),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από την V. Tomljenović, πρόεδρο, την A. Μαρκουλλή και τον A. Kornezov (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Μαΐου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2474/93, της 8ης Σεπτεμβρίου 1993, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές στην Κοινότητα ποδηλάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ (ΕΕ 1993, L 228, σ. 1), το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέβαλε οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 30,6 % στις εισαγωγές ποδηλάτων καταγωγής Κίνας.

2        Έπειτα από επανεξέταση ενόψει της λήξεως ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΚ) 1524/2000, της 10ης Ιουλίου 2000, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ποδηλάτων, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2000, L 175, σ. 39), αποφάσισε να διατηρήσει τον προαναφερθέντα δασμό αντιντάμπινγκ.

3        Έπειτα από μερική ενδιάμεση επανεξέταση βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 384/96, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΚ) 1095/2005, της 12ης Ιουλίου 2005, για την επιβολή οριστικού δασμού στις εισαγωγές ποδηλάτων καταγωγής Βιετνάμ και για την τροποποίηση του κανονισμού 1524/2000 (ΕΕ 2005, L 183, σ. 1), αύξησε τον δασμό αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών ποδηλάτων καταγωγής Κίνας σε 48,5 %.

4        Το Συμβούλιο, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 990/2011 του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 2011, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ποδηλάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας έπειτα από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 1225/2009 (ΕΕ 2011, L 261, σ. 2), αποφάσισε να διατηρήσει τον ισχύοντα δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 48,5 %.

5        Τον Μάιο του 2013, έπειτα από ενδιάμεση επανεξέταση βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51, διορθωτικό στην ΕΕ 2010, L 7, σ. 22, στο εξής: βασικός κανονισμός), ως ίσχυε τότε, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΕ) 502/2013, της 29ης Μαΐου 2013, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού 990/2011 (ΕΕ 2013, L 153, σ. 17), και αποφάσισε να διατηρήσει τον ισχύοντα δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 48,5 %, εξαιρουμένων των ποδηλάτων που εξήγαν τρεις επιχειρήσεις, για τις οποίες ορίστηκαν ατομικοί δασμολογικοί συντελεστές.

6        Έπειτα από έρευνα σχετικά με την καταστρατήγηση βάσει του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 501/2013, της 29ης Μαΐου 2013, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται με τον εκτελεστικό κανονισμό 990/2011 στις εισαγωγές ποδηλάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στις εισαγωγές ποδηλάτων που αποστέλλονται από την Ινδονησία, τη Μαλαισία, τη Σρι Λάνκα και την Τυνησία, είτε έχουν δηλωθεί ως καταγωγής από τις χώρες αυτές είτε όχι (ΕΕ 2013, L 153, σ. 1).

7        Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατόπιν υποβολής νέας καταγγελίας το 2014, η οποία αφορούσε ενδεχόμενη καταστρατήγηση των δασμών αντιντάμπινγκ στην οποία εμπλέκονταν παραγωγοί-εξαγωγείς ποδηλάτων εγκατεστημένοι στην Καμπότζη, στο Πακιστάν και στις Φιλιππίνες, εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 938/2014, της 2ας Σεπτεμβρίου 2014, για την έναρξη έρευνας όσον αφορά την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 502/2013 του Συμβουλίου στις εισαγωγές ποδηλάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας μέσω εισαγωγών ποδηλάτων που αποστέλλονται από την Καμπότζη, το Πακιστάν και τις Φιλιππίνες, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καμπότζης, Πακιστάν και Φιλιππινών είτε όχι, και για την υπαγωγή των εν λόγω εισαγωγών σε καταγραφή (ΕΕ 2014, L 263, σ. 5, διορθωτικό στην ΕΕ 2014, L 341, σ. 31). Κατά την πορεία της έρευνας αυτής, που αφορούσε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2011 έως 31 Αυγούστου 2014 (στο εξής: περίοδος έρευνας), η προσφεύγουσα, Kolachi Raj Industrial (Private) Ltd, εταιρία περιορισμένης ευθύνης πακιστανικού δικαίου, έλαβε από την Επιτροπή ένα «Έντυπο για τις εταιρίες που ζητούν απαλλαγή από ενδεχόμενη επέκταση των δασμών» (στο εξής: έντυπο), το οποίο συμπλήρωσε και απέστειλε στις 17 Οκτωβρίου 2014.

8        Από τα στοιχεία που παρασχέθηκαν με το έντυπο, φαινόταν ότι η προσφεύγουσα αγόραζε μέρη ποδηλάτου από τη Σρι Λάνκα και από την Κίνα προκειμένου να συναρμολογήσει ποδήλατα στο Πακιστάν. Στον βαθμό που η προσφεύγουσα δεν είχε διευκρινίσει ότι κατασκεύαζε επίσης μέρη ποδηλάτων στο Πακιστάν, η Επιτροπή έκρινε ότι η προστιθέμενη αξία των μερών που χρησιμοποιούνταν κατά την εργασία της συναρμολόγησης ή συμπλήρωσης δεν υπερέβαινε το 25 % του κόστους κατασκευής, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού.

9        Η προσφεύγουσα επισύναψε στο έντυπο τον πίνακα F.2, στον οποίο απαριθμούσε όλες τις αγορές μερών ποδηλάτου που πραγματοποίησε κατά την περίοδο από 1ης Σεπτεμβρίου 2013 μέχρι 31 Αυγούστου 2014 (στο εξής: περίοδος αναφοράς). Από τον πίνακα αυτόν προκύπτει ότι ως προμηθευτές της προσφεύγουσας κατονομάστηκαν πέντε εταιρίες, δηλαδή η Creative Cycles Pvt Ltd, η Great Cycles Pvt Ltd, η Continental Cycles Pvt Ltd, η Kelani Cycles Pvt Ltd και η Flying Horse Pvt Ltd. Συναφώς, μολονότι είναι ακριβές, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, ότι η προσφεύγουσα άφησε κενή τη στήλη «συνδεδεμένες ή μη συνδεδεμένες» του εν λόγω πίνακα, στην οποία παρέχεται η δυνατότητα να οριστούν ενδεχόμενες διασυνδέσεις με τους προμηθευτές αυτούς, πρέπει εντούτοις να διευκρινιστεί ότι η προσφεύγουσα ανέφερε την ύπαρξη διασυνδέσεων μεταξύ αυτής και της Great Cycles, επισημαίνοντας, στη σελίδα 11 του εντύπου, ότι η προσφεύγουσα και η Great Cycles είχαν τον ίδιο ιδιοκτήτη.

10      Στις 27 Νοεμβρίου 2014, πραγματοποιήθηκε ακρόαση της προσφεύγουσας από την Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεως της προσφεύγουσας, κατά την οποία η τελευταία παρέσχε ορισμένες διευκρινίσεις και ενέμεινε στο περιεχόμενο των στοιχείων που περιλαμβάνονταν στο έντυπο, δηλαδή ότι, κατά την περίοδο αναφοράς, πραγματοποιούσε εργασίες συναρμολόγησης ποδηλάτων στο Πακιστάν, αλλά ότι λιγότερο από το 60 % της αξίας των μερών που χρησιμοποιούνταν στις εν λόγω εργασίες συναρμολόγησης προερχόταν από την Κίνα και ότι, ως εκ τούτου, οι εργασίες συναρμολόγησης δεν συνιστούσαν καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού.

11      Η Επιτροπή, μετά την εν λόγω ακρόαση, απηύθυνε αίτημα παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών, στο οποίο η προσφεύγουσα απάντησε στις 16 Ιανουαρίου 2015, αναγνωρίζοντας ότι συνδέεται όχι μόνο με την Great Cycles, αλλά και με την Creative Cycles και την Continental Cycles, και διευκρινίζοντας, στο σημείο 2 της απαντήσεώς της, ότι δεν είχε αναφέρει αρχικώς τις δύο αυτές εταιρίες διότι η μεν πρώτη «είχε παύσει τη δραστηριότητά της», η δε δεύτερη «είχε ήδη κλείσει».

12      Στις 17 και 18 Φεβρουαρίου 2015 πραγματοποιήθηκε έλεγχος, όχι, όπως είχε αρχικά προβλεφθεί, στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας στο Καράτσι (Πακιστάν), αλλά, για λόγους ασφαλείας, με τη συναίνεση της προσφεύγουσας, στο Katunayake (Σρι Λάνκα), στις εγκαταστάσεις της Great Cycles, όπου είχαν μεταφερθεί τα λογιστικά έγγραφα για τους σκοπούς του ελέγχου. Ο έλεγχος αυτός είχε ως σκοπό να καθοριστεί, ειδικότερα, εάν η αναλογία των μερών καταγωγής Κίνας ήταν μικρότερη του 60 % της αξίας του συνόλου των μερών που χρησιμοποιούνταν στις εργασίες συναρμολόγησης που πραγματοποιούσε η προσφεύγουσα στο Πακιστάν. Η Επιτροπή αποφάσισε να εστιάσει την έρευνά της στα στοιχεία που αφορούσαν τον έναν από τους προμηθευτές της προσφεύγουσας, δηλαδή τη Flying Horse, με το αιτιολογικό ότι αυτή αγόραζε το 93 % των μερών ποδηλάτου που χρησιμοποιούνταν στις εργασίες συναρμολόγησης στο Πακιστάν. Από τα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στον πίνακα F.2 προέκυψε συναφώς ότι ο εν λόγω προμηθευτής δεν συνδεόταν με την προσφεύγουσα και, από τα στοιχεία που παρέσχε η ίδια κατά τον επιτόπιο έλεγχο, ότι ο προμηθευτής αυτός ήταν ενδιάμεσος ο οποίος αγόραζε σχεδόν το ήμισυ των μερών –αντιστοίχως, το 46 και 47 % όλων των μερών ποδηλάτων που χρησιμοποιούνταν στις εργασίες συναρμολόγησης της προσφεύγουσας στο Πακιστάν– στην Κίνα και στη Σρι Λάνκα και τα μεταπωλούσε στην προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα προμηθευόταν τα υπόλοιπα μέρη απευθείας από προμηθευτές της Σρι Λάνκα και της Καμπότζης.

13      Διαπιστώθηκε ότι η Flying Horse αγόραζε σημαντικό μέρος πλαισίων, πιρουνιών, ζαντών ελαφρού κράματος και πλαστικών τροχών από την Great Cycles, κατασκευάστρια μερών ποδηλάτου εγκατεστημένη στη Σρι Λάνκα, συνδεόμενη με την προσφεύγουσα, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 9 ανωτέρω. Αντιθέτως, τα ελαστικά και οι ταινίες προστασίας της ζάντας αγοράζονταν από τη Vechenson Limited, κατασκευάστρια μερών ποδηλάτου επίσης εγκατεστημένη στη Σρι Λάνκα και μη συνδεόμενη με την προσφεύγουσα. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι η τελευταία είναι «αυθεντική παραγωγός ποδηλάτων» (σημείο 27 του υπομνήματος αντικρούσεως). Η Επιτροπή, επισημαίνοντας σειρά ανωμαλιών, όπως η ύπαρξη ληξιπρόθεσμης απαιτήσεως 5 277 325 δολαρίων ΗΠΑ (USD) της προσφεύγουσας προς τον προμηθευτή της Flying Horse, ποσό που αντιστοιχεί σε περισσότερο από το 90 % του ύψους των πωλήσεων που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την περίοδο αναφοράς, η εφαρμογή από την Flying Horse ενός περιθωρίου κέρδους με μεγάλες διακυμάνσεις στις πωλήσεις της προς την προσφεύγουσα, σε σχέση με την τιμή που χρέωνε η Great Cycles στην Flying Horse, κυμαινόμενου από την πώληση με ζημία έως ένα περιθώριο κέρδους περίπου 20 %, και η ύπαρξη πληθώρας τιμολογίων, εκδοθέντων είτε από την Flying Horse με αποδέκτρια την προσφεύγουσα είτε απευθείας από την Great Cycles με αποδέκτρια την προσφεύγουσα, τα οποία έφεραν τον ίδιο αριθμό και αφορούσαν τις ίδιες ποσότητες και τα ίδια ποσά, εξέφρασε αμφιβολίες όσον αφορά τη σχέση της προσφεύγουσας με τον εν λόγω προμηθευτή.

14      Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις πρακτικές αυτές, διερωτήθηκε επίσης αν τα μέρη ποδηλάτου από τη Σρι Λάνκα, τα οποία δηλώθηκαν από την προσφεύγουσα ως προερχόμενα από τη χώρα αυτή, προέρχονταν πράγματι από εκεί. Η προσφεύγουσα παρέσχε συναφώς τα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» εκδοθέντα από το Υπουργείο Εμπορίου της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σρι Λάνκα για τα μέρη ποδηλάτου που αγόρασε, αφενός, από την Great Cycles μέσω της Flying Horse, και, αφετέρου, από τη Vechenson. Στο πλαίσιο της έρευνάς της, η Επιτροπή ζήτησε επίσης να της κοινοποιηθούν τα δικαιολογητικά που προσκομίσθηκαν προς στήριξη της αιτήσεως εκδόσεως των πιστοποιητικών καταγωγής «τύπου A», αίτημα στο οποίο η προσφεύγουσα ανταποκρίθηκε.

15      Έτσι, η προσφεύγουσα διαβίβασε στην Επιτροπή τα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A», καθώς και τα σχετικά δικαιολογητικά όσον αφορά, πρώτον, τις εξαγωγές που πραγματοποίησε η Vechenson και, δεύτερον, τις εξαγωγές που πραγματοποίησε η Great Cycles. Η Επιτροπή δέχθηκε ως αποδεικτικά του ότι τα μέρη ποδηλάτων κατάγονταν από τη Σρι Λάνκα τα πιστοποιητικά που αφορούσαν τη Vechenson, αλλά απέρριψε τα πιστοποιητικά που αφορούσαν την Great Cycles. Ως προς αυτά τα τελευταία πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A», η Επιτροπή εξέτασε δύο καταστάσεις δαπανών όσον αφορά τα πλαίσια και τα πιρούνια, με ημερομηνία 17 Δεκεμβρίου 2012, η πρώτη, και 12 Δεκεμβρίου 2013, η δεύτερη. Και οι δύο έφεραν σφραγίδα του Υπουργείου Εμπορίου της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σρι Λάνκα. Η προσφεύγουσα προσκόμισε, επίσης, καταστάσεις δαπανών όσον αφορά τις ζάντες, με ημερομηνία 27 Ιουνίου 2014. Η Επιτροπή διαπίστωσε, συναφώς, πολλές φερόμενες ανακρίβειες, από τις οποίες η πρώτη αφορούσε το ότι, για ορισμένα είδη πλαισίων και πιρουνιών, έλειπαν οι συμπληρωματικές δηλώσεις δαπανών, η δεύτερη το ότι οι επίμαχες καταστάσεις δεν στηρίζονταν στο πραγματικό κόστος κατασκευής αλλά απλώς σε συνολική προβολή του κόστους κατασκευής που ίσχυε για απροσδιόριστο όγκο παραγωγής ενός περίπου έτους, η τρίτη την έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ των μεγεθών των πλαισίων και των πιρουνιών που αναφέρονταν στα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» και των μεγεθών που εμφαίνονταν στις καταστάσεις δαπανών, η τέταρτη τη διαφορά μεταξύ της αξίας «free on board» (franco à bord) η οποία εμφαίνεται στα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» και της αξίας franco à bord που εμφαίνεται στον επισυναπτόμενο στο έντυπο πίνακα F.2, καθώς και της αξίας των διαφόρων τιμολογίων που εξετάστηκαν κατά την έρευνα, και η πέμπτη αφορούσε τη μη μνεία της Flying Horse στα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A».

16      Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή ζήτησε από την προσφεύγουσα, κατά τον επιτόπιο έλεγχο, να παράσχει αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά το κόστος κατασκευής των μερών που επεξεργάστηκε η Great Cycles στη Σρι Λάνκα κατά την περίοδο αναφοράς, τηρώντας την ίδια μορφή του πίνακα F.4.1 του εντύπου. Προς απάντηση στο αίτημα αυτό, η προσφεύγουσα προσκόμισε, στη μορφή που ζητήθηκε, τις απαιτούμενες πληροφορίες για το συνολικό κόστος κατασκευής όλων των μερών (πλαίσια, πιρούνια, ζάντες και πλαστικοί τροχοί) που παρήγαγε η Great Cycles στη Σρι Λάνκα κατά την εν λόγω περίοδο. Βασιζόμενη στα στοιχεία αυτά, η Επιτροπή υπολόγισε ότι πλέον του 65 % του συνόλου των πρώτων υλών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή μερών ποδηλάτων στη Σρι Λάνκα προέρχονταν από την Κίνα, έναντι 31 % από τη Σρι Λάνκα, και η προστιθέμενη αξία της Σρι Λάνκα στις πρώτες αυτές ύλες κατά την επεξεργασία των εν λόγω μερών στη Σρι Λάνκα ήταν μικρότερη από το 25 %. Η Επιτροπή συμπέρανε ότι η προσφεύγουσα συμμετείχε σε πράξεις καταστρατηγήσεως και της κοινοποίησε το συμπέρασμα αυτό στις 13 Μαρτίου 2015.

17      Στις 23 Μαρτίου 2015 πραγματοποιήθηκε η ακρόαση της προσφεύγουσας, κατόπιν αιτήσεώς της, από τον σύμβουλο ακροάσεων.

18      Η προσφεύγουσα, με τις από 27 Μαρτίου 2015 γραπτές παρατηρήσεις της σχετικά με τα συμπεράσματα της Επιτροπής, προέβαλε ότι η Επιτροπή αβάσιμα κατά νόμο αμφισβήτησε την καταγωγή από τη Σρι Λάνκα των μερών που της προμήθευε η Great Cycles, εφόσον, αφενός, η καταγωγή αυτή προέκυπτε από τα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» που χορήγησε το Δημόσιο της Σρι Λάνκα και, αφετέρου, δεδομένου ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού δεν αποτελεί κανόνα για την καταγωγή, η Επιτροπή δεν μπορούσε να το εφαρμόσει για να καθορίσει την καταγωγή των μερών που υπέστησαν επεξεργασία στη Σρι Λάνκα.

19      Στις 18 Μαΐου 2015 η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/776, με τον οποίο ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 502/2013 του Συμβουλίου στις εισαγωγές ποδηλάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας επεκτείνεται στις εισαγωγές ποδηλάτων που αποστέλλονται από την Καμπότζη, το Πακιστάν και τις Φιλιππίνες είτε έχουν δηλωθεί ως καταγωγής Καμπότζης, Πακιστάν και Φιλιππινών είτε όχι (ΕΕ 2015, L 122, σ. 4, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

 Ο προσβαλλόμενος κανονισμός

20      Στην αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλομένου κανονισμού διαλαμβάνεται μεταξύ άλλων ότι το ζήτημα της αποδεικτικής αξίας των εντύπων A για τα μέρη ποδηλάτων που αγοράστηκαν από συνδεδεμένη εταιρία στη Σρι Λάνκα μέσω εμπόρου και η εφαρμογή, «κατ’ αναλογία», του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού για τα μέρη ποδηλάτων που έχουν αγοραστεί στη Σρι Λάνκα συζητήθηκαν κατά την ακρόαση της προσφεύγουσας από τον σύμβουλο ακροάσεων στις 23 Μαρτίου 2015.

21      Στην αιτιολογική σκέψη 22 του προσβαλλομένου κανονισμού διαλαμβάνεται ότι, κατά την περίοδο αναφοράς, η προσφεύγουσα ήταν η μόνη παραγωγός ποδηλάτων που συμπλήρωσε το έντυπο και ότι η παραγωγή της κάλυπτε λίγο περισσότερο από το 100 % του συνόλου των εισαγωγών από το Πακιστάν προς την Ένωση. Αναφέρεται επίσης ο επιτόπιος έλεγχος που αναφέρεται στη σκέψη 12 ανωτέρω και διευκρινίζεται ότι η προσφεύγουσα θεωρήθηκε ως συνεργαζόμενη.

22      Στο σημείο 2.5.3 του προσβαλλομένου κανονισμού, με τίτλο «Πακιστάν», οι αιτιολογικές σκέψεις 94 έως 106 του εν λόγω κανονισμού αφορούν την έρευνα της Επιτροπής για την προσφεύγουσα. Εισαγωγικά, η Επιτροπή τονίζει, στην αιτιολογική σκέψη 94 του προσβαλλομένου κανονισμού, τους δεσμούς που υφίστανται μεταξύ της προσφεύγουσας και «εταιρίας στη Σρι Λάνκα που αποτέλεσε αντικείμενο προηγούμενης έρευνας κατά της καταστρατήγησης και που υπόκειται στα επεκταθέντα μέτρα», προσθέτοντας ότι οι μέτοχοι της εν λόγω εταιρίας είχαν συγκροτήσει μια εταιρία στην Καμπότζη και πραγματοποιούσαν επίσης εξαγωγές ποδηλάτων στην Ένωση και ότι «δεν συνεργάστηκε στην τρέχουσα έρευνα, αν και εξήγαγε το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο έρευνας στην αγορά της Ένωσης το 2013». Η Επιτροπή προσθέτει, στην ίδια αιτιολογική σκέψη 94 του προσβαλλομένου κανονισμού, ότι η εταιρία στην Καμπότζη έπαυσε τις δραστηριότητές της στην Καμπότζη κατά την περίοδο αναφοράς και τις μετέφερε στη συνδεδεμένη εταιρία στο Πακιστάν.

23      Στην αιτιολογική σκέψη 96 του προσβαλλομένου κανονισμού, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η έρευνα δεν αποκάλυψε πρακτικές μεταφόρτωσης προϊόντων κινεζικής καταγωγής μέσω του Πακιστάν και, στις αιτιολογικές σκέψεις 98 και 99 του εν λόγω κανονισμού, εκθέτει τις ανακολουθίες που επισημάνθηκαν κατά την ίδια έρευνα και οι οποίες μνημονεύονται στις σκέψεις 13 και 15 ανωτέρω. Στη συνέχεια, η Επιτροπή εκθέτει, στις αιτιολογικές σκέψεις 100 και 101 του προσβαλλομένου κανονισμού, το ζήτημα της αποδεικτικής αξίας των πιστοποιητικών καταγωγής «τύπου A», καθώς και την αναλογία των πρώτων υλών που προέρχονται από την Κίνα και χρησιμοποιούνται για την κατασκευή μερών ποδηλάτων στη Σρι Λάνκα. Οι εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις έχουν ως εξής:

«100 Μετά την κοινοποίηση, η εταιρία διαφώνησε με την εκτίμηση της Επιτροπής ότι τα έντυπα A/πιστοποιητικά προέλευσης που υποβλήθηκαν για τα τμήματα των ποδηλάτων που αγοράζονται από τη Σρι Λάνκα δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να αποδειχτεί η καταγωγή των μερών των ποδηλάτων. Η εταιρία ισχυρίστηκε ότι οι δηλώσεις δαπανών καταρτίστηκαν από γραφείο ορκωτών λογιστών και ότι οι εισαγωγείς πρέπει να είναι σε θέση να βασίζονται σε έντυπα Α/πιστοποιητικά καταγωγής που εκδίδονται από το Υπουργείο Εμπορίου της Σρι Λάνκα. Η [προσφεύγουσα] επιβεβαίωσε ότι οι δηλώσεις δαπανών δεν τεκμηριώνονταν με πραγματικό κόστος κατασκευής για τα μέρη, αλλά απλώς και μόνο με μια πρόβλεψη του μελλοντικού κόστους που ισχύει για ένα έτος περίπου. Επιπλέον, η [προσφεύγουσα] ισχυρίστηκε ότι το άρθρο 13 παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού δεν αποτελεί κανόνα καταγωγής και, επομένως, δεν μπορεί να εφαρμοστεί για την εκτίμηση της καταγωγής των μερών ποδηλάτων που αγοράζονται από τη Σρι Λάνκα.

101 Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 98, τα έντυπα Α/πιστοποιητικά καταγωγής δεν θεωρήθηκαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξουν την καταγωγή των μερών ποδηλάτων που αγοράζονται από τη Σρι Λάνκα επειδή δεν είχαν εκδοθεί με βάση το πραγματικό κόστος παραγωγής, αλλά με βάση μια προβολή του μελλοντικού κόστους κατασκευής η οποία δεν παρέχει εγγυήσεις ότι τα μέρη ποδηλάτων είχαν όντως κατασκευαστεί σύμφωνα με το προβλεπόμενο κόστος. Επιπλέον, θα πρέπει να καταστεί σαφές ότι η Επιτροπή γενικά δεν αμφισβητεί τη μεθοδολογία για την έκδοση του εντύπου Α/πιστοποιητικών καταγωγής στη Σρι Λάνκα, πράγμα που υπερβαίνει το πεδίο της παρούσας έρευνας, αλλά μόνον την εκτίμηση του κατά πόσον οι προϋποθέσεις του άρθρο 13, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού πληρούνται στην παρούσα υπόθεση. Υπό τις συνθήκες αυτές, επισημαίνοντας παράλληλα ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού πράγματι δεν αποτελεί κανόνα καταγωγής, ορθώς έκρινε η Επιτροπή ότι, καθώς τα μέρη αυτά έχουν κατασκευαστεί κατά περισσότερο από 60 % με πρώτες ύλες από την Κίνα και η προστιθέμενη αξία ήταν μικρότερη του 25 % του κόστους κατασκευής, θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω μέρη τους προέρχονται από την Κίνα. Κατά συνέπεια, όλοι οι ανωτέρω ισχυρισμοί απορρίφθηκαν.»

24      Η Επιτροπή εκτίμησε επομένως, στην αιτιολογική σκέψη 104 του προσβαλλομένου κανονισμού, ότι η έρευνα δεν κατέδειξε «άλλο ικανό αποχρώντα λόγο ή οικονομική αιτιολογία για τη συναρμολόγηση πλην της αποφυγής των ισχυόντων μέτρων που είχαν επιβληθεί στο σχετικό προϊόν».

25      Οι αιτιολογικές σκέψεις 144 έως 147 του προσβαλλομένου κανονισμού αφορούν, στο πλαίσιο της αποδείξεως της υπάρξεως ντάμπινγκ, τη μέθοδο που εφαρμόζει η Επιτροπή, η οποία συνίσταται, αρχικώς, στον καθορισμό της σταθμισμένης μέσης τιμής εξαγωγής κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς και, στη συνέχεια, στη σύγκριση με τη σταθμισμένη μέση κανονική αξία. Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπήρξαν, όσον αφορά το Πακιστάν, «σημαντικές πρακτικές ντάμπινγκ» (αιτιολογική σκέψη 147 του προσβαλλομένου κανονισμού).

26      Στην αιτιολογική σκέψη 163 του προσβαλλομένου κανονισμού, η οποία παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 102 του εν λόγω κανονισμού, η Επιτροπή απέρριψε τη δυνατότητα απαλλαγής της προσφεύγουσας από ενδεχόμενη επέκταση των μέτρων, με το αιτιολογικό ότι «συμμετείχε σε πρακτικές καταστρατήγησης […] και η απαλλαγή δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού δεν μπορ[ούσε] να χορηγηθεί».

27      Η Επιτροπή αποφάσισε, ως εκ τούτου, με το άρθρο 1 του προσβαλλομένου κανονισμού, την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ 48,5 %, που ισχύει για τις εισαγωγές ποδηλάτων καταγωγής Κίνας και διαλαμβάνεται στη σκέψη 3 ανωτέρω, στις εισαγωγές ποδηλάτων που αποστέλλονται, μεταξύ άλλων, από το Πακιστάν, τονίζοντας, στο άρθρο 1, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, ότι ο «δασμός που επεκτείνεται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εισπράττεται για τις εισαγωγές που αποστέλλονται από την Καμπότζη, το Πακιστάν και τις Φιλιππίνες, είτε δηλώνονται ως καταγωγής Καμπότζης, Πακιστάν και Φιλιππινών είτε όχι, οι οποίες καταγράφονται σύμφωνα με το άρθρο 2 του [εκτελεστικού] κανονισμού (ΕΕ) 938/2014, με το άρθρο 13, παράγραφος 3, και με το άρθρο 14, παράγραφος 5, του [βασικού] κανονισμού, με εξαίρεση τα προϊόντα που παράγονται από τις εταιρείες οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 1».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

28      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιουλίου 2015, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

29      Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Οκτωβρίου 2015.

30      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Νοεμβρίου 2015, η European Bicycle Manufacturers Association (EBMA) ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

31      Στις 7 και 18 Δεκεμβρίου 2015, η Επιτροπή και, στη συνέχεια, η προσφεύγουσα δήλωσαν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν είχαν αντίρρηση στην παρέμβαση της EBMA.

32      Στις 18 Δεκεμβρίου 2015 επίσης, η Επιτροπή υπέβαλε στο Γενικό Δικαστήριο αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως του υπομνήματος αντικρούσεως, προσκομίζοντας ένα μη εμπιστευτικό κείμενο. Η προσφεύγουσα υπέβαλε την ίδια ημέρα στο Γενικό Δικαστήριο αίτηση εμπιστευτικής μεταχειρίσεως των παραρτημάτων του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων του υπομνήματος αντικρούσεως, επισυνάπτοντας στην αίτηση αυτή μη εμπιστευτικό κείμενο των παραρτημάτων αυτών.

33      Πάντοτε στις 18 Δεκεμβρίου 2015, η προσφεύγουσα κατέθεσε το υπόμνημα απαντήσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

34      Στις 25 Ιανουαρίου 2016 η προσφεύγουσα προσκόμισε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου ένα μη εμπιστευτικό κείμενο του δικογράφου της προσφυγής.

35      Με διάταξη του προέδρου του εβδόμου τμήματος της 9ης Μαρτίου 2016, επιτράπηκε στην EBMA να παρέμβει και έγιναν δεκτές οι αιτήσεις εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που υπέβαλαν οι κύριοι διάδικοι.

36      Στις 18 Μαρτίου 2016, η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

37      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Απριλίου 2016, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε ότι το υπόμνημα ανταπαντήσεως δεν περιείχε εμπιστευτικά στοιχεία.

38      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Απριλίου 2016, η παρεμβαίνουσα επιβεβαίωσε ότι δεν είχε αντίρρηση στην εμπιστευτική μεταχείριση του δικογράφου της προσφυγής, του υπομνήματος αντικρούσεως και του υπομνήματος απαντήσεως.

39      Με έγγραφο της 20ής Απριλίου 2016, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους κύριους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί ενδεχόμενης αναστολής της διαδικασίας λόγω της υπάρξεως έξι αιτήσεων αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου που θα μπορούσαν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την επίλυση της παρούσας διαφοράς.

40      Η Επιτροπή και η προσφεύγουσα απάντησαν, αντιστοίχως, στις 26 Απριλίου και στις 10 Μαΐου 2016, η μεν πρώτη ότι οι εν λόγω αιτήσεις αναιρέσεως αφορούσαν τη σειρά αναλύσεως που έπρεπε να τηρηθεί κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού, καθώς και την ορθή κατανομή του βάρους αποδείξεως στο πλαίσιο των ερευνών κατά της καταστρατήγησης, ζήτημα που δεν ετίθετο στην υπό κρίση υπόθεση, η δε δεύτερη ότι, λαμβανομένων υπόψη των λόγων των αιτήσεων αναιρέσεως, οι αιτήσεις αυτές δεν φαίνονταν να ασκούν επιρροή στην επίλυση της παρούσας υποθέσεως.

41      Στις 2 Μαΐου 2016, η παρεμβαίνουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το υπόμνημα παρεμβάσεως.

42      Στις 26 Μαΐου 2016, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος αποφάσισε να μην αναστείλει τη διαδικασία.

43      Στις 17 Ιουνίου και στις 8 Ιουλίου 2016, αντιστοίχως, η Επιτροπή και η προσφεύγουσα κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρεμβάσεως.

44      Κατόπιν της μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, η υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή του εβδόμου τμήματος.

45      Η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό στο μέτρο που την αφορά·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

46      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

47      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Μαΐου 2017, η οποία διεξήχθη εν μέρει κεκλεισμένων των θυρών προκειμένου να τεθούν ερωτήσεις στους κύριους διαδίκους επί των παραρτημάτων που περιείχαν εμπιστευτικά στοιχεία.

48      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η παρεμβαίνουσα υπέβαλε παρατήρηση επί της εκθέσεως ακροατηρίου, η οποία σημειώθηκε στα πρακτικά της συζητήσεως.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

49      Η Επιτροπή, χωρίς να υποβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, προβάλλει ότι, εάν «η προσφεύγουσα ήταν απλώς έμπορος ποδηλάτων, δεν θα την αφορούσε ατομικώς η είσπραξη των επίμαχων δασμών από την ημερομηνία της καταχωρίσεως [των εισαγωγών]». Παραδέχεται, ωστόσο, ότι, «υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, η προσφυγή θα μπορούσε να είναι παραδεκτή στον βαθμό που η επέκταση του δασμού δεν εφαρμόσθηκε μόνο στα ποδήλατα που απέστειλε, αλλά και σε αυτά που παρήγαγε η ίδια η προσφεύγουσα» και ότι «η προσφεύγουσα συμμετείχε στην έρευνα μόνον υπό την ιδιότητα της (υποτιθέμενης) κατασκευάστριας ποδηλάτων και ότι τα δεδομένα της χρησιμοποιήθηκαν από την επιφορτισμένη με την έρευνα αρχή» (σημείο 92 του υπομνήματος αντικρούσεως).

50      Το προβλεπόμενο από το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ κριτήριο, που εξαρτά το παραδεκτό προσφυγής ασκουμένης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά αποφάσεως της οποίας δεν είναι ο αποδέκτης από την προϋπόθεση η απόφαση αυτή να το αφορά άμεσα και ατομικά, συνιστά λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, τον οποίο τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης μπορούν να εξετάζουν οποτεδήποτε, ακόμη και αυτεπαγγέλτως (διάταξη της 5ης Ιουλίου 2001, Conseil national des professions de l’automobile κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑341/00 P, EU:C:2001:387, σκέψη 32, και απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2007, Stadtwerke Schwäbisch Hall κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑176/06 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2007:730, σκέψη 18).

51      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί προκαταρκτικώς ότι, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο, κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σε αυτό ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα.

52      Συναφώς, πρώτον, αρκεί να επισημανθεί, όσον αφορά το κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά την προσφεύγουσα, ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν κρίνει ότι ορισμένες διατάξεις κανονισμών περί επιβολής ή επεκτάσεως δασμών αντιντάμπινγκ μπορούσαν να αφορούν άμεσα και ατομικά τους παραγωγούς και τους εξαγωγείς του επίμαχου προϊόντος στους οποίους είχαν καταλογιστεί οι πρακτικές ντάμπινγκ βάσει στοιχείων σχετικών με την εμπορική δραστηριότητά τους. Στην περίπτωση αυτή εμπίπτουν κατά κανόνα οι επιχειρήσεις παραγωγής και εξαγωγής που μπορούν να αποδείξουν ότι έχουν κατονομαστεί ειδικώς στις πράξεις της Επιτροπής και του Συμβουλίου ή ότι οι προπαρασκευαστικές έρευνες τις αφορούν (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1984, Allied Corporation κ.λπ. κατά Επιτροπής, 239/82 και 275/82, EU:C:1984:68, σκέψη 11, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Huvis κατά Συμβουλίου, T‑536/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:432, σκέψη 25).

53      Υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα όχι μόνον αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 7 έως 18 ανωτέρω, αλλά επίσης κατονομάστηκε ειδικώς, στην αιτιολογική σκέψη 22 του προσβαλλομένου κανονισμού, ως η μοναδική παραγωγός ποδηλάτων εγκατεστημένη στο Πακιστάν. Εξάλλου, και σε πολλές άλλες αιτιολογικές σκέψεις του εν λόγω κανονισμού αναφέρεται η πραγματική και νομική κατάσταση της προσφεύγουσας (βλ. σκέψεις 21 έως 27 ανωτέρω). Δεν μπορεί επομένως να αμφισβητηθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά ατομικά την προσφεύγουσα, συμπεριλαμβανομένου του ότι διατάσσει την είσπραξη του επεκταθέντος δασμού αντιντάμπινγκ από την ημερομηνία της καταχωρίσεως των εισαγωγών.

54      Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα την προσφεύγουσα. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών έχουν την υποχρέωση να εισπράττουν τους επιβληθέντες με τον κανονισμό αντιντάμπινγκ δασμούς χωρίς να διαθέτουν προς τούτο οποιοδήποτε περιθώριο εκτιμήσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2014, BP Products North America κατά Συμβουλίου, T‑385/11, EU:T:2014:7, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

55      Κατά συνέπεια, εφόσον ο προσβαλλόμενος κανονισμός αφορά άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα, η προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του κανονισμού αυτού είναι παραδεκτή.

 Επί του παραδεκτού ορισμένων «λόγων» της προσφυγής

56      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν μοναδικό λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή υπέπεσε σε δικονομική πλάνη και σε πλάνη επί της ουσίας, παραθέτοντας συλλογιστική στερούμενη συνοχής. Ο λόγος της προσφυγής έχει, συναφώς, ως εξής:

–        η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού σε εργασίες κατασκευής μερών ποδηλάτων στη Σρι Λάνκα, ενώ η επίμαχη έρευνα είχε ως αντικείμενο τη φερόμενη καταστρατήγηση μέτρων αντιντάμπινγκ μέσω εργασιών συναρμολόγησης στο Πακιστάν·

–        εφάρμοσε τη διάταξη αυτή ως κανόνα καταγωγής, ενώ δεν πρόκειται για τέτοιο κανόνα·

–        δεν απέδειξε κατά τρόπο συνεκτικό τον ανεπαρκή αποδεικτικό χαρακτήρα των πιστοποιητικών καταγωγής «τύπου A»·

–        δεν έλαβε κανένα μέτρο για να εφαρμόσει τους κανόνες καταγωγής που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης.

57      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα προβάλλει, στην πραγματικότητα, τρεις «λόγους», εφόσον αμφισβητεί, διαδοχικά, την απόρριψη της αιτήσεως απαλλαγής, την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ποδηλάτων που αποστέλλει η προσφεύγουσα από το Πακιστάν, καθώς και την είσπραξη του εν λόγω δασμού. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο πρώτος και ο τρίτος από τους «λόγους» αυτούς είναι απαράδεκτοι διότι δεν υποστηρίζονται με αυτοτελή επιχειρήματα και εκτιμά, εν πάση περιπτώσει, ότι δεν είναι βάσιμοι.

58      Η ερμηνεία από την Επιτροπή του δικογράφου της προσφυγής δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν μόνο λόγο ακυρώσεως προς στήριξη των ακυρωτικών αιτημάτων της, με τον οποίο υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε «δικονομική πλάνη, σε πλάνη περί το δίκαιο και σε σφάλμα συλλογισμού» επεκτείνοντας τον οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ 48,5 %. Όμως, η άρνηση απαλλαγής, η επέκταση του εν λόγω δασμού και η είσπραξή του είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεδομένου ότι, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 22 του προσβαλλομένου κανονισμού, η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 21 ανωτέρω, «[κ]ατά την περίοδο αναφοράς, μία μόνο παραγωγός ποδηλάτων παρήγαγε ποδήλατα στο Πακιστάν», δηλαδή η προσφεύγουσα, η οποία ήταν υπεύθυνη για το σύνολο των εξαγωγών ποδηλάτων από το Πακιστάν προς την Ένωση. Η επέκταση του αρχικού δασμού αντιντάμπινγκ 48,5 % στη χώρα αυτή ήταν επομένως, αφενός, αναπόφευκτη συνέπεια της αρνήσεως χορηγήσεως της απαλλαγής στην προσφεύγουσα και, αφετέρου, είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την είσπραξη του εν λόγω δασμού.

59      Αυτό προκύπτει και από το ίδιο το γράμμα του προσβαλλομένου κανονισμού. Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 163 του εν λόγω κανονισμού, η οποία παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 102 του ίδιου κανονισμού, προκύπτει ότι η αίτηση απαλλαγής απορρίφθηκε απλώς και μόνον επειδή «η [προσφεύγουσα] συμμετείχε σε πρακτικές καταστρατήγησης», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού. Από το άρθρο 1, παράγραφος 3, του προσβαλλομένου κανονισμού, που παρατίθεται στη σκέψη 27 ανωτέρω, προκύπτει επίσης ότι και η ίδια η είσπραξη του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ απέρρεε ευθέως από την επέκταση που αποφασίσθηκε στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

60      Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό ότι οι τρεις αυτοί «λόγοι» αποτελούν έναν μοναδικό λόγο, με τον οποίο ζητείται η ακύρωση του προσβαλλομένου κανονισμού ως προς την προσφεύγουσα και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν οι προβληθέντες από την Επιτροπή λόγοι απαραδέκτου που αφορούν τους δύο προαναφερθέντες «λόγους».

 Επί της ουσίας

61      Πριν εξετάσει επί της ουσίας τον μοναδικό λόγο της προσφυγής, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να διατυπώσει ορισμένες εισαγωγικές παρατηρήσεις.

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

62      Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι «η σειρά με την οποία αναπτύχθηκε το δικόγραφο της προσφυγής δεν συμμορφώνεται με τη σειρά που προβλέπει το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού» (σημείο 60 του υπομνήματος αντικρούσεως), δηλαδή, πρώτον, υποχρέωση αποδείξεως ότι συντρέχουν οι τέσσερις προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού όσον αφορά τη χώρα, στη συνέχεια, εξέταση των αποδείξεων που προσκόμισαν οι παραγωγοί-εξαγωγείς προς στήριξη της ατομικής αιτήσεώς τους απαλλαγής. Η Επιτροπή παραδέχεται ωστόσο ότι, εν προκειμένω, η διάκριση του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού μεταξύ αυτών των δύο πρώτων παραγράφων «έχει καταστεί ασαφής από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είναι η μόνη που συναρμολογεί ποδήλατα στο Πακιστάν» (σημείο 66 του υπομνήματος αντικρούσεως).

63      Συναφώς, αφενός, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη σειρά με την οποία η Επιτροπή εφάρμοσε, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2 αντιστοίχως, του βασικού κανονισμού σχετικά με την ύπαρξη πρακτικών καταστρατηγήσεως στο Πακιστάν και, στη συνέχεια, την αξιολόγηση της αιτήσεώς της απαλλαγής. Αφετέρου, η ίδια η Επιτροπή αναγνώρισε, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 62 ανωτέρω, ότι η διάκριση αυτή δεν ήταν σαφής εν προκειμένω και επισήμανε επίσης, με τις παρατηρήσεις της ως προς το ενδεχόμενο αναστολής της διαδικασίας, οι οποίες διαλαμβάνονται στη σκέψη 40 ανωτέρω, ότι, αντιθέτως με τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 26ης Ιανουαρίου 2017, Maxcom κατά Chin Haur Indonesia (C‑247/15 P, C‑253/15 P και C‑259/15 P, EU:C:2017:61) και Maxcom κατά City Cycle Industries (C‑248/15 P, C‑254/15 P και C‑260/15 P, EU:C:2017:62), στην υπό κρίση υπόθεση δεν τίθεται το ζήτημα της σειράς εξετάσεως βάσει του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, του βασικού κανονισμού.

64      Δεύτερον, η παρεμβαίνουσα προέβαλε, με το υπόμνημα παρεμβάσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η έννοια της «χώρας που υπόκειται στα μέτρα», η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη όχι μόνο στην Κίνα, αλλά και στη Σρι Λάνκα, χώρα στην οποία επεκτάθηκαν τα αρχικά μέτρα.

65      Διαπιστώνεται συναφώς ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν στηρίζεται σε ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού όπως αυτή που προτείνει η παρεμβαίνουσα και ότι η Επιτροπή δεν προέβαλε ούτε συμπεριέλαβε ούτε σχολίασε την ερμηνεία αυτή στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως. Συγκεκριμένα, όπως σαφώς προκύπτει από την ανάγνωση του όλου κειμένου του εν λόγω κανονισμού, μόνο η Κίνα θεωρήθηκε ως «χώρα που υπόκειται στα μέτρα» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η περίοδος έρευνας, εν προκειμένω, αφορούσε εν μέρει το στάδιο κατά το οποίο τα μέτρα αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στα ποδήλατα καταγωγής Κίνας δεν είχαν ακόμη επεκταθεί στα ποδήλατα που αποστέλλονταν από τη Σρι Λάνκα, πράγμα που αποδεικνύει, ακόμη και ως εκ περισσού, ότι η Σρι Λάνκα δεν μπορούσε να θεωρηθεί, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, ως «χώρα που υπόκειται στα μέτρα», κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού.

66      Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αντικαταστήσει με το δικό του σκεπτικό την αιτιολογία του συντάκτη της προσβαλλομένης πράξεως (βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016, PT Musim Mas κατά Συμβουλίου, C‑468/15 P, EU:C:2016:803, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2005, General Electric κατά Επιτροπής, T‑210/01, EU:T:2005:456, σκέψη 359), πράγμα που θα συνέβαινε αν γινόταν δεκτό το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας. Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

67      Τρίτον, δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού, σχετικά με την άρνηση συνεργασίας. Πράγματι, η Επιτροπή έκρινε, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 21 ανωτέρω, ότι η προσφεύγουσα συνεργάστηκε. Επομένως, το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να εφαρμόσει το εν λόγω άρθρο πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές.

68      Τέταρτον, η παρεμβαίνουσα επισημαίνει ότι η Great Cycles και η προσφεύγουσα αποτελούν «ενιαία οικονομική μονάδα» για τους σκοπούς της ερμηνείας του κριτηρίου σχετικά με το 60 % τουλάχιστον της συνολικής αξίας των μερών του συναρμολογημένου προϊόντος, το οποίο διαλαμβάνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί, όπως κρίθηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν στηρίζεται στην αιτιολογία αυτή και ότι ο ισχυρισμός της παρεμβαίνουσας, έστω και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένος, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αιτιολογία που παρέθεσε η Επιτροπή στον εν λόγω κανονισμό. Συνεπώς, ούτε το επιχείρημα αυτό, το οποίο προβάλλεται επικουρικώς, μπορεί να γίνει δεκτό.

 Επί του μοναδικού λόγου της προσφυγής

69      Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, όπως προκύπτει τόσο από το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού όσο και από τη νομολογία (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Starway κατά Συμβουλίου, T‑80/97, EU:T:2000:216, σκέψη 88), η διάταξη αυτή αναφέρεται σε μέρη του συναρμολογημένου προϊόντος «που προέρχονται» από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα, χωρίς η λέξη «προέρχονται» να πρέπει να ερμηνευθεί ως απαίτηση τα μέρη να είναι πράγματι καταγωγής από τη χώρα αυτή. Εν προκειμένω, το γεγονός ότι τα εν λόγω μέρη υπέστησαν επεξεργασία στη Σρι Λάνκα και απεστάλησαν από τη χώρα αυτή προς το Πακιστάν αρκεί για να αποδειχθεί ότι δεν πρέπει να χαρακτηριστούν ως μέρη «που προέρχονται» από την Κίνα κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού (σκέψεις 22 και 23 του δικογράφου της προσφυγής).

70      Δεύτερον, κατά τον επιτόπιο έλεγχο, η προσφεύγουσα προσκόμισε πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» εκδοθέντα από το Υπουργείο Εμπορίου της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σρι Λάνκα, προκειμένου να αποδείξει ότι τα μέρη που παρήχθησαν στη Σρι Λάνκα και απεστάλησαν στο Πακιστάν από τη χώρα αυτή ήταν καταγωγής Σρι Λάνκα. Δεδομένου ότι τα εν λόγω πιστοποιητικά προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης, οι επιχειρηματίες μπορούν να τα εμπιστεύονται, εκτός εάν ακυρωθούν κατά νόμο κατόπιν επίσημης έρευνας των τελωνειακών αρχών της Ένωσης. Η προσφεύγουσα εκτιμά επομένως ότι ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως που φέρει κατ’ εφαρμογή της σκέψης 88 της αποφάσεως της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Starway κατά Συμβουλίου (T‑80/97, EU:T:2000:216). Διευκρινίζει ότι οι δηλώσεις δαπανών, οι οποίες καταρτίστηκαν από γραφείο ορκωτών λογιστών, συνοδεύονταν από την εκ μέρους της υποχρέωση να επιτρέπει κάθε επιθεώρηση στο εργοστάσιό της και να τηρεί ενήμερα τα λογιστικά της βιβλία. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα επισημαίνει, στο σημείο 20, ότι «μια μικρή χώρα με περιορισμένους πόρους, όπως η Σρι Λάνκα, είναι λογικό να θεσπίσει ένα σύστημα με το οποίο τα πιστοποιητικά καταγωγής “τύπου A” εκδίδονται βάσει προβλέψεως των δαπανών, η οποία υπόκειται σε ex post έλεγχο». Η προσφεύγουσα προσθέτει, στα σημεία 52 έως 54 του υπομνήματος απαντήσεως, ότι το άρθρο 97κα του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1993, L 253, σ. 1, στο εξής: κανονισμός εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα), που ίσχυε τότε, προβλέπει διαδικασία ex post ελέγχου των εν λόγω πιστοποιητικών καταγωγής. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν ανέφερε, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, για ποιον λόγο τα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» δεν μπορούσαν να αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία (σημείο 53 του υπομνήματος απαντήσεως), ενώ οφείλει «να δικαιολογεί τους λόγους για τους οποίους» τα εν λόγω πιστοποιητικά δεν μπορούν να θεωρηθούν έγκυρα (σημείο 55, in fine, του υπομνήματος απαντήσεως).

71      Τρίτον, η Επιτροπή υπέπεσε σε δικονομική πλάνη, πλάνη περί το δίκαιο και σφάλμα συλλογισμού εφαρμόζοντας το άρθρο 13, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού σε πράξεις παραγωγής που πραγματοποιήθηκαν στη Σρι Λάνκα και όχι στο Πακιστάν. Με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή ενήργησε εκτός του εδαφικού πεδίου εφαρμογής της έρευνας εφαρμόζοντας την ίδια αυτή διάταξη σε χώρα άλλη από το Πακιστάν. Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε τον ορθό κανόνα, δεδομένου ότι η διάταξη που εφαρμόστηκε δεν είναι κανόνας καταγωγής, προκειμένου να αποδείξει, εσφαλμένως, ότι τα μέρη ποδηλάτων που κατασκευάστηκαν στη Σρι Λάνκα δεν ήταν καταγωγής Σρι Λάνκα και μπορούσαν, επομένως, να θεωρηθούν ως προερχόμενα από την Κίνα. Εξάλλου, η συλλογιστική της Επιτροπής στερείται συνοχής, διότι ορθώς αναγνωρίζει ότι η επίμαχη διάταξη δεν είναι κανόνας καταγωγής, αλλά, παρά ταύτα, την εφαρμόζει ως κανόνα καταγωγής στα επίμαχα μέρη ποδηλάτων.

72      Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον η Επιτροπή είχε την πρόθεση να απορρίψει τα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» ως ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία, οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της επιμέλειας επιτάσσουν, τουλάχιστον, τον έλεγχο της καταγωγής των επίμαχων μερών ποδηλάτου σύμφωνα με τους κανόνες προτιμησιακής και μη προτιμησιακής καταγωγής που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1), και από τον κανονισμό εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα. Ωστόσο, δεν πραγματοποιήθηκε κανένας τέτοιος έλεγχος.

73      Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού ουδόλως αναφέρεται στην «καταγωγή» των μερών, αλλά χρησιμοποιεί απλώς τη φράση «προέρχονται από τη χώρα». Επομένως, η εν λόγω διάταξη δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά στο ότι η εφαρμογή της πρέπει να γίνεται με βάση τους κανόνες καταγωγής που προβλέπονται στην τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης, σε αντίθεση με άλλες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, όπως το άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, το οποίο αναφέρεται σε «ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος για να μπορεί να υπαχθεί σε τελωνειακούς κωδικούς που κανονικά δεν υπόκεινται στα μέτρα». Επομένως, το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού θεσπίζει διαφορετικό νομικό καθεστώς, με διαφορετικά ανώτατα όρια τα οποία αποσκοπούν στη διασφάλιση της προβλεψιμότητας της ενέργειας της Ένωσης για την αποτροπή καταστρατηγήσεως.

74      Δεύτερον, όσον αφορά τα πιστοποιητικά καταγωγής που προσκόμισε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή εκτιμά ότι αυτά δεν συνιστούν επαρκές αποδεικτικό στοιχείο προς απόδειξη της καταγωγής των μερών αυτών από τη Σρι Λάνκα λόγω των στοιχείων που διαλαμβάνονται συνοπτικά στη σκέψη 15 ανωτέρω.

75      Τρίτον, εφόσον η νομολογία αναγνωρίζει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης τη δυνατότητα να ανατρέχουν σε ένα σύνολο συγκλινουσών ενδείξεων, εξ αυτού συνάγεται ότι το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού έχει την έννοια ότι δεν περιορίζει το είδος των αποδεικτικών στοιχείων επί των οποίων μπορούν να στηριχθούν οι αρμόδιες για την έρευνα αρχές για να αποδείξουν πρακτικές καταστρατηγήσεως.

76      Η Επιτροπή υποστηρίζει, στα σημεία 3 και 42 του υπομνήματος ανταπαντήσεως, ότι η εφαρμογή, «κατ’ αναλογία», του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού δεν συνιστά ουσιαστική βάση των διαπιστώσεών της, αλλά «πρόσθετη εξέταση» στην οποία δεν ήταν υποχρεωμένη να προβεί, εφόσον «η αναξιοπιστία των [πιστοποιητικών καταγωγής “τύπου] A” και η έλλειψη εξοπλισμού κατασκευής αρκούσαν ήδη για να μπορέσει […] να συναγάγει το συμπέρασμα ότι οι πληροφορίες που της παρέσχε η προσφεύγουσα δεν ήταν αξιόπιστες». Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η λέξη «επιπλέον», στην αιτιολογική σκέψη 101 του προσβαλλομένου κανονισμού, επιβεβαιώνει ότι η προσφυγή στη διάταξη αυτή έχει χαρακτήρα «πρόσθετου μέσου».

77      Εισαγωγικά, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, οι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται δυνάμει του κανονισμού αυτού μπορούν να επεκταθούν στις εισαγωγές από τρίτες χώρες του ομοειδούς προϊόντος, είτε αυτό έχει τροποποιηθεί ελαφρά είτε όχι, ή μερών αυτού, όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων. Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, συναρμολόγηση, όπως αυτή που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα στη συγκεκριμένη περίπτωση, θεωρείται ότι καταστρατηγεί τα ισχύοντα μέτρα όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως γʹ (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Starway κατά Συμβουλίου, T‑80/97, EU:T:2000:216, σκέψη 78).

78      Ειδικότερα, από το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η συναρμολόγηση θεωρείται ότι συνιστά καταστρατήγηση όταν μέρη που αντιπροσωπεύουν ποσοστό 60 % τουλάχιστον της συνολικής αξίας των μερών του συναρμολογημένου προϊόντος «προέρχονται από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα» (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Starway κατά Συμβουλίου, T‑80/97, EU:T:2000:216, σκέψη 79).

79      Επομένως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 13, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης πρέπει να αποδεικνύουν –πέρα από τη συνδρομή των άλλων προϋποθέσεων που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή– ότι τα μέρη που αντιπροσωπεύουν το 60 % τουλάχιστον της συνολικής αξίας των μερών του συναρμολογημένου προϊόντος προέρχονται από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα. Αντιθέτως, δεν έχουν την υποχρέωση να αποδεικνύουν ότι τα μέρη αυτά κατάγονται επίσης από τη χώρα αυτή (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Starway κατά Συμβουλίου, T‑80/97, EU:T:2000:216, σκέψη 84).

80      Όμως, από τον βασικό κανονισμό, ιδίως δε από το άρθρο του 13, προκύπτει ότι ο κανονισμός περί επεκτάσεως δασμού αντιντάμπινγκ αποσκοπεί στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του μέτρου αυτού και στην αποφυγή των καταστρατηγήσεών του, μέσω κυρίως συναρμολογήσεων στην Ένωση ή σε τρίτη χώρα. Επομένως, το μέτρο περί επεκτάσεως δασμών αντιντάμπινγκ έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την αρχική πράξη με την οποία επιβλήθηκαν οι δασμοί. Κατά συνέπεια, θα ήταν αντίθετη προς τους σκοπούς και την εν γένει οικονομία του άρθρου 13 του εν λόγω κανονισμού η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ, ο οποίος προβλέφθηκε αρχικά για τις εισαγωγές προϊόντος καταγόμενου από ορισμένη χώρα, στις εισαγωγές μερών του προϊόντος αυτού από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες, οι οποίοι προβαίνουν στις συναρμολογήσεις τις οποίες αφορά η έρευνα της Επιτροπής, αποδεικνύουν ότι τα μέρη αυτά, που αντιπροσωπεύουν το 60 % τουλάχιστον της συνολικής αξίας των μερών του συναρμολογημένου προϊόντος, κατάγονται από άλλη χώρα. Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, οι εργασίες συναρμολόγησης δεν μπορούν να θεωρηθούν καταστρατηγήσεις του αρχικώς επιβληθέντος δασμού αντιντάμπινγκ, κατά την έννοια του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Starway κατά Συμβουλίου, T‑80/97, EU:T:2000:216, σκέψη 85).

81      Κατά συνέπεια, το άρθρο 13, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η συναρμολόγηση εντός της Ένωσης ή σε τρίτη χώρα θεωρείται ως καταστρατήγηση των ισχυοντων μέτρων όταν, πέρα από τη συνδρομή των λοιπών προϋποθέσεων που τίθενται με τη διάταξη αυτή, τα μέρη που αντιπροσωπεύουν το 60 % τουλάχιστον της συνολικής αξίας των μερών του συναρμολογημένου προϊόντος προέρχονται από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα, εκτός αν ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας αποδείξει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης ότι τα μέρη αυτά κατάγονται από άλλη χώρα (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Starway κατά Συμβουλίου, T‑80/97, EU:T:2000:216, σκέψη 88).

82      Η απόδειξη αυτή επιτρέπεται σε διάφορες περιπτώσεις και όχι μόνο στην περίπτωση της απλής διαμετακομίσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Starway κατά Συμβουλίου, T‑80/97, EU:T:2000:216, σκέψη 87).

83      Επομένως, μολονότι, κατά κανόνα, αρκεί η αναφορά μόνο στην «προέλευση» των μερών που χρησιμοποιήθηκαν για τη συναρμολόγηση του τελικού προϊόντος για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, ενδέχεται να είναι αναγκαίο, εν αμφιβολία, να εξακριβωθεί αν τα μέρη «που προέρχονται» από τρίτη χώρα κατάγονται στην πραγματικότητα από άλλη χώρα.

84      Όσον αφορά τις λέξεις «προέρχονται από», που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού, πρέπει να τονιστεί ότι, μολονότι ο εν λόγω κανονισμός δεν περιλαμβάνει τον ορισμό τους, ωστόσο χρησιμοποιεί τις λέξεις αυτές κατ’ επανάληψη συνδέοντάς τες συστηματικά με τη λέξη «εισαγωγή». Η φράση «εισαγωγές που προέρχονται από» περιλαμβάνεται, π.χ., στην αιτιολογική σκέψη 8, καθώς και στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, στο άρθρο 3, παράγραφος 4, στο άρθρο 9, παράγραφοι 5 και 6, και στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Παραλλαγή της φράσης αυτής χρησιμοποιήθηκε, εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 54 του προσβαλλομένου κανονισμού. Η εν λόγω φράση μεταφράστηκε στις άλλες γλωσσικές αποδόσεις των εν λόγω διατάξεων του βασικού κανονισμού ως «εισαγωγές από». Τούτο ισχύει, π.χ., για την απόδοση στα αγγλικά (imports from), στα γερμανικά (Einfuhren aus), στα βουλγαρικά (внос от), στα κροατικά (uvoza iz) και τα λιθουανικά (importui iš). Κατά συνέπεια οι λέξεις «προέρχονται από» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού πρέπει να ερμηνευθούν ως αναφερόμενες στις συγκεκριμένες εισαγωγές και, επομένως, στη χώρα εξαγωγής.

85      Η ερμηνεία αυτή συνάδει εξάλλου προς τον σκοπό της αποτελεσματικότητας των μέτρων για την καταπολέμηση της καταστρατηγήσεως, τον οποίο υπηρετεί το άρθρο 13 του βασικού κανονισμού, καθόσον προβλέπει μια πρακτική και αποτελεσματική λύση η οποία παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη μόνον την «προέλευση» των μερών που χρησιμοποιήθηκαν για τη συναρμολόγηση του τελικού προϊόντος για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού.

86      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, και ιδίως από τον πίνακα F.2 που επισυνάπτεται στο έντυπο, πράγμα που δεν αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους, τουλάχιστον το 47 % των μερών που χρησιμοποιήθηκαν για τη συναρμολόγηση ποδηλάτων στο Πακιστάν είχαν εισαχθεί από τη Σρι Λάνκα αφού υπέστησαν επεξεργασία στη χώρα αυτή. Επομένως, η περίπτωση της απλής διαμετακομίσεως από τη χώρα αυτή δεν αντιστοιχεί στις περιστάσεις της προκειμένης υποθέσεως. Διαπιστώνεται κατά συνέπεια ότι τα μέρη αυτά μπορούσαν να θεωρηθούν ως «προερχόμενα» από τη Σρι Λάνκα.

87      Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται συνοπτικά στις σκέψεις 79 έως 82 ανωτέρω, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να εμποδίσει την Επιτροπή να ελέγξει, εν αμφιβολία, εάν τα μέρη «που προέρχονται» από τη Σρι Λάνκα κατάγονται, στην πραγματικότητα, από άλλη χώρα, όπως η χώρα που υπόκειται στα μέτρα, εν προκειμένω η Κίνα.

88      Συναφώς, αφενός, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το επιχείρημα της Επιτροπής, ότι η «καταγωγή» των μερών είναι αλυσιτελής για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, δεν λαμβάνει πλήρως υπόψη την ερμηνεία της διατάξεως αυτής από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης.

89      Αφετέρου, το επιχείρημα αυτό της Επιτροπής έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι η ίδια προέβη σε εξέταση της καταγωγής των επίμαχων μερών ποδηλάτου. Συγκεκριμένα, πρώτον, στον πίνακα F.2 του εντύπου, στον οποίο η Επιτροπή επικέντρωσε μεγάλο μέρος του ελέγχου της, απαιτεί, ειδικότερα, να αναγράφεται η «καταγωγή» των μερών ποδηλάτου που χρησιμοποιήθηκαν στις εργασίες συναρμολόγησης στο Πακιστάν. Δεύτερον, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 98 και 101 του προσβαλλομένου κανονισμού, η Επιτροπή έλεγξε εάν τα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» των επίμαχων εμπορευμάτων αποτελούσαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την «καταγωγή» των επίμαχων μερών ποδηλάτου. Τρίτον, η Επιτροπή, αφού εκτίμησε ότι τα εν λόγω πιστοποιητικά καταγωγής δεν αποτελούσαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία της «καταγωγής» των μερών ποδηλάτου, εφάρμοσε τα κριτήρια του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού προκειμένου να εξακριβώσει την «καταγωγή» των εν λόγω μερών, πράγμα που επιβεβαίωσε και η ίδια κατά την ακρόαση ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της ακροάσεως αυτής.

90      Από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψης 101, in fine, του προσβαλλομένου κανονισμού προκύπτει μεν ότι η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα μέρη ποδηλάτου «προέρχονταν» από την Κίνα, εφόσον είχαν κατασκευαστεί, σε ποσοστό άνω του 60 %, με πρώτες ύλες από την Κίνα και η προστιθέμενη αξία ήταν μικρότερη του 25 % του κόστους παραγωγής, ωστόσο, από πολλά στοιχεία της δικογραφίας, και, ιδίως, από εκείνα που παρατίθενται στη σκέψη 89 ανωτέρω, προκύπτει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τα κριτήρια του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού για να ελέγξει την «καταγωγή» των μερών αυτών. Επομένως, από τις εν λόγω διαφοροποιήσεις στην ορολογία προκύπτει κάποια σύγχυση εκ μέρους της Επιτροπής ως προς τις έννοιες της «προελεύσεως» και της «καταγωγής».

91      Εν πάση περιπτώσει, από τις σκέψεις 81 έως 86 ανωτέρω προκύπτει ότι, εν προκειμένω, τα επίμαχα μέρη ποδηλάτων «προέρχονταν» από τη Σρι Λάνκα, αλλά ότι η Επιτροπή μπορούσε θεμιτώς να ζητήσει από την προσφεύγουσα να αποδείξει ότι τα εν λόγω μέρη δεν «προέρχονταν» μόνο από τη Σρι Λάνκα, αλλά ήταν και καταγωγής από τη χώρα αυτή.

92      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή ορθώς συμπέρανε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι τα μέρη ποδηλάτων από τη Σρι Λάνκα ήταν, στην πραγματικότητα, κινεζικής καταγωγής.

93      Συναφώς, πρέπει να εξεταστεί, πρώτον, η αποδεικτική αξία των πιστοποιητικών καταγωγής «τύπου A» τα οποία προσκόμισε η προσφεύγουσα ως απόδειξη της καταγωγής από τη Σρι Λάνκα των επίμαχων μερών ποδηλάτου και τα οποία απέρριψε η Επιτροπή (στο εξής: επίμαχα πιστοποιητικά) και, δεύτερον, το κόστος κατασκευής των εν λόγω μερών, το οποίο υπέβαλε η προσφεύγουσα κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής και ως προς το οποίο η Επιτροπή εφάρμοσε, κατ’ αναλογία, το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού.

–       Επί της αποδεικτικής αξίας των επίμαχων πιστοποιητικών

94      Στον βαθμό που μέρος των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας μπορούν να θεωρηθούν ότι αμφισβητούν την αιτιολογία του προσβαλλομένου κανονισμού, όσον αφορά την εξέταση, από την Επιτροπή, της αποδεικτικής αξίας των πιστοποιητικών καταγωγής «τύπου A», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει ρητώς από τις αιτιολογικές σκέψεις 98, 100 και 101 του προσβαλλομένου κανονισμού, το περιεχόμενο των οποίων παρατέθηκε στη σκέψη 23 ανωτέρω, η Επιτροπή εξέθεσε σαφώς και με πληρότητα τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε, εν προκειμένω, να θεωρήσει αξιόπιστα ορισμένα από τα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» που της είχε υποβάλει η προσφεύγουσα. Επομένως, η αιτιολογία που παρατίθεται στον προσβαλλόμενο κανονισμό πληροί την επιταγή του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

95      Επί της ουσίας, πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» είναι πιστοποιητικά προτιμησιακής καταγωγής, τα οποία διέπονταν, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, όσον αφορά την Ένωση, από τα άρθρα 97ια έως 97κα του κανονισμού εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα, και τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα στον εξαγωγέα να αποδείξει την καταγωγή του εμπορεύματος που εξάγει. Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι εναπόκειται σε κάθε δικαιούχο χώρα, δυνάμει του άρθρου 97ια, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα, να τηρήσει ή να επιβάλει την τήρηση των κανόνων καταγωγής και των κανόνων σχετικά με την έκδοση και τη χορήγηση των πιστοποιητικών καταγωγής «τύπου A».

96      Έτσι, τα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» χρησιμοποιούνται ευρέως στο διεθνές εμπόριο ως μέσο πιστοποιήσεως της καταγωγής των εμπορευμάτων τα οποία αφορούν. Εξάλλου, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης ζητούν συχνά να προσκομισθούν τα πιστοποιητικά αυτά, και στο πλαίσιο διαδικασιών αντιντάμπινγκ, προκειμένου να βεβαιωθούν για την καταγωγή του συγκεκριμένου προϊόντος. Τούτο καταδεικνύεται, στην υπό κρίση υπόθεση, όπως επιβεβαιώθηκε και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από το γεγονός ότι η Επιτροπή δέχθηκε τα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» που προσκόμισε η προσφεύγουσα και τα οποία αφορούσαν μέρη ποδηλάτων κατασκευασμένα από τη Vechenson ως επαρκή απόδειξη για την καταγωγή τους από τη Σρι Λάνκα (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω).

97      Επισημαίνεται ωστόσο ότι, κατά το άρθρο 26 του κανονισμού 2913/92, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, οι τελωνειακές αρχές μπορούν, σε περίπτωση σοβαρών αμφιβολιών, να απαιτήσουν συμπληρωματικές αποδείξεις, προκειμένου να βεβαιωθούν ότι η ένδειξη καταγωγής ανταποκρίνεται πράγματι στους κανόνες που έχουν θεσπιστεί από τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης. Προς τούτο, το άρθρο 97κα του κανονισμού εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, θεσπίζει διαδικασία ελέγχου εκ των υστέρων των πιστοποιητικών καταγωγής «τύπου A» δειγματοληπτικά ή κάθε φορά που οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών έχουν βάσιμες αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα των εγγράφων αυτών.

98      Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, μολονότι τα πιστοποιητικά καταγωγής «τύπου A» έχουν αποδεικτική αξία ως προς την καταγωγή των εμπορευμάτων τα οποία αφορούν, η αξία αυτή δεν είναι απόλυτη. Συγκεκριμένα, πιστοποιητικό εκδοθέν από τρίτη χώρα δεν δεσμεύει τις αρχές της Ένωσης ως προς την καταγωγή των εμπορευμάτων αυτών και δεν τις εμποδίζει να την ελέγξουν με άλλα μέσα όταν υφίστανται αντικειμενικές, σοβαρές και συγκλίνουσες ενδείξεις που δημιουργούν αμφιβολίες για την πραγματική καταγωγή των εμπορευμάτων για τα οποία εκδόθηκαν τα πιστοποιητικά αυτά. Από τη νομολογία προκύπτει, συναφώς, ότι οι εκ των υστέρων έλεγχοι θα καθίσταντο κατά μεγάλο μέρος άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας αν η χρησιμοποίηση τέτοιων πιστοποιητικών θα μπορούσε, από μόνη της, να δικαιολογήσει διαγραφή των τελωνειακών δασμών (αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, Hyper κατά Επιτροπής, T‑205/99, EU:T:2002:189, σκέψη 102, και της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Hit Trading και Berkman Forwarding κατά Επιτροπής, T‑191/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:535, σκέψη 97).

99      Δεύτερον, όπως προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού, πλην των περιπτώσεων του άρθρου 18 του εν λόγω κανονισμού, σχετικά με την άρνηση συνεργασίας –άρθρο που δεν εφαρμόσθηκε εν προκειμένω, όπως υπογραμμίσθηκε στη σκέψη 67 ανωτέρω–, η ακρίβεια των πληροφοριών που παρέχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη, και επί των οποίων πρόκειται να στηρίξει τα συμπεράσματά της η Επιτροπή, πρέπει να ελέγχεται κατά το δυνατόν διεξοδικότερα. Επομένως, και η διάταξη αυτή καθιστά θεμιτή όχι μόνο τη δυνατότητα αλλά και το καθήκον της Επιτροπής να ελέγχει τα έγγραφα που της υποβλήθηκαν. Το καθήκον αυτό ασκείται φυσικά, σε θέματα αντιντάμπινγκ, με την επιφύλαξη των ειδικών διαδικασιών που προβλέπονται προς τούτο υπέρ των τελωνειακών αρχών, κατά μείζονα λόγο διότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε αυτό καθαυτό το κύρος των επίμαχων πιστοποιητικών αλλά μόνο τον επαρκώς αποδεικτικό χαρακτήρα τους.

100    Εν προκειμένω, η Επιτροπή κατέληξε ότι τα επίμαχα πιστοποιητικά δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως επαρκή αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων αποδεικνύεται η καταγωγή των επίμαχων μερών ποδηλάτου, στηριζόμενη σε σειρά αντικειμενικών, σοβαρών και συγκλινουσών ενδείξεων, οι οποίες δεν αντικρούστηκαν από την προσφεύγουσα.

101    Συναφώς, πρώτον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα επίμαχα πιστοποιητικά δεν είχαν εκδοθεί βάσει του πραγματικού κόστους κατασκευής, αλλά βάσει μιας προβολής του μελλοντικού κόστους κατασκευής, η οποία δεν παρέχει εγγυήσεις ότι τα μέρη ποδηλάτων όντως κατασκευάστηκαν σύμφωνα με το προβλεπόμενο κόστος. Επρόκειτο απλώς για μια συνολική προβολή του κόστους κατασκευής που ίσχυε για απροσδιόριστο όγκο παραγωγής ενός περίπου έτους, πράγμα που επιβεβαίωσε εξάλλου και η ίδια η προσφεύγουσα (αιτιολογικές σκέψεις 98 και 101 του προσβαλλομένου κανονισμού). Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι, για ορισμένους τύπους πλαισίων και πιρουνιών για τα οποία είχαν εκδοθεί τα επίμαχα πιστοποιητικά, έλειπαν οι συμπληρωματικές δηλώσεις δαπανών (αιτιολογική σκέψη 98 του προσβαλλομένου κανονισμού), π.χ. για τα πλαίσια και τα πιρούνια των 24 και 26 ιντσών, και ότι ορισμένα από τα εν λόγω πιστοποιητικά είχαν εκδοθεί χωρίς συμπληρωματική δήλωση δαπανών, όπως έγινε, μεταξύ άλλων, για τα τιμόνια των 10 ιντσών.

102    Δεύτερον, οι αρχές της Σρι Λάνκα επιβεβαίωσαν στην Επιτροπή ότι είχαν εφαρμόσει αυτή τη γενική μεθοδολογία στην Great Cycles χωρίς να ασκήσουν ex post έλεγχο.

103    Τρίτον, η Επιτροπή τόνισε το γεγονός ότι οι συμπληρωματικές δηλώσεις δαπανών που προσκομίσθηκαν προς στήριξη της αιτήσεως εκδόσεως των επίμαχων πιστοποιητικών καταρτίσθηκαν βάσει του μεγέθους των μερών του ποδηλάτου –πλαίσια, πιρούνια, ζάντες και τροχοί–, και όχι για εξατομικευμένα προϊόντα.

104    Τέταρτον, η αξία franco à bord [ελεύθερο επί του μεταφορικού μέσου] που αναγραφόταν στα επίμαχα πιστοποιητικά δεν ανταποκρινόταν στην αξία που εμφανιζόταν σε άλλα στοιχεία που κοινοποίησε η προσφεύγουσα, όπως τα στοιχεία του πίνακα F.2 (βλ. σκέψεις 9 και 12 ανωτέρω) ή σε ορισμένα τιμολόγια σχετικά με τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ της Great Cycles και της προσφεύγουσας, της Flying Horse και της προσφεύγουσας ή της Great Cycles και της Flying Horse. Όσον αφορά ορισμένα από τα τιμολόγια αυτά, η προσφεύγουσα κακώς υποστηρίζει ότι η μνεία που έγινε σε δέκα από αυτά με το υπόμνημα αντικρούσεως είναι απαράδεκτη με το αιτιολογικό ότι δεν κοινοποιήθηκαν με τα αιτήματα της Επιτροπής. Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η ίδια η προσφεύγουσα παρέδωσε τα τιμολόγια αυτά στην Επιτροπή κατά τον επιτόπιο έλεγχο και ότι τα στοιχεία αυτά, τα οποία έχουν καταγραφεί στον πίνακα F.2, αποτέλεσαν αντικείμενο αντιπαραθέσεως κατά τη διοικητική διαδικασία. Η Επιτροπή μπορούσε επομένως να αναφερθεί σε αυτά, συμπεριλαμβανομένου του πλαισίου της υπό κρίση διαδικασίας.

105    Επομένως, ορθώς έκρινε η Επιτροπή ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της επίδικης υποθέσεως και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ενδείξεων που παρατίθενται στις σκέψεις 101 έως 104 ανωτέρω, τα επίμαχα πιστοποιητικά δεν συνιστούσαν αποδεικτικά στοιχεία επαρκή για την απόδειξη της καταγωγής των μερών ποδηλάτου.

106    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως προς το σημείο αυτό ο λόγος της προσφυγής ως αβάσιμος.

–       Επί της «κατ’ αναλογία» εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού

107    Η Επιτροπή, μετά την απόρριψη των επίμαχων πιστοποιητικών ως στοιχείων ανεπαρκών για την απόδειξη της καταγωγής από τη Σρι Λάνκα των εν λόγω μερών ποδηλάτου, ζήτησε, και η προσφεύγουσα προσκόμισε, την κατάσταση του κόστους κατασκευής των εν λόγω μερών κατά την περίοδο αναφοράς, στη μορφή που ζητήθηκε. Η Επιτροπή εφάρμοσε τότε, «κατ’ αναλογία», τα κριτήρια του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού προκειμένου να ελέγξει, στηριζόμενη στο κόστος κατασκευής τους, την «καταγωγή» των εν λόγω μερών (σύμφωνα με τα πρακτικά της ακροάσεως ενώπιον του συμβούλου ακροάσεων) ή την «προέλευσή» τους (σύμφωνα με το γράμμα της αιτιολογικής σκέψης 101, στο τέλος, του προσβαλλομένου κανονισμού, βλ. σκέψεις 89 και 90 ανωτέρω).

108    Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 86 ανωτέρω, εν προκειμένω, τα μέρη αυτά «προέρχονταν» από τη Σρι Λάνκα. Επομένως, απομένει να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, να εφαρμόσει «κατ’ αναλογία» το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού στη συγκεκριμένη περίπτωση για να ελέγξει την καταγωγή των μερών αυτών.

109    Πρέπει να διευκρινιστεί, συναφώς, ότι οι δαπάνες κατασκευής που υπέβαλε προς τούτο η προσφεύγουσα δεν απορρίφθηκαν από την Επιτροπή ως ανεπαρκείς ή αναξιόπιστες. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από τη δικογραφία και από τις αιτιολογικές σκέψεις 13 και 101 του προσβαλλομένου κανονισμού, η Επιτροπή στηρίχθηκε ακριβώς στις πληροφορίες αυτές προκειμένου να εφαρμόσει «κατ’ αναλογία» το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού.

110    Ωστόσο, αφενός, εφαρμόζοντας «κατ’ αναλογία» το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε, στην πραγματικότητα, εάν η κατασκευή των μερών ποδηλάτου στη Σρι Λάνκα καταστρατηγούσε τα μέτρα αντιντάμπινγκ για τα ποδήλατα καταγωγής Κίνας, πράγμα που δεν αποτελούσε το αντικείμενο της έρευνας που οδήγησε στην έκδοση του προσβαλλομένου κανονισμού.

111    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, ο κανονισμός αυτός έχει εφαρμογή σε «εργασίες συναρμολόγησης», δεδομένου ότι ο κανόνας του 60 % που προβλέπεται εκεί εφαρμόζεται στη συνολική αξία των μερών του «συναρμολογημένου προϊόντος». Όμως, δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, η έρευνα δεν είχε ως αντικείμενο τις «εργασίες συναρμολόγησης» ποδηλάτων στη Σρι Λάνκα και με κανένα τρόπο δεν αφορούσε τα ποδήλατα «που συναρμολογούνται» στη χώρα αυτή.

112    Αφετέρου, το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού δεν συνιστά κανόνα καταγωγής, όπως το αναγνωρίζει εξάλλου και η ίδια η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 101 του προσβαλλομένου κανονισμού και το επιβεβαιώνει με τα δικόγραφά της. Η διάταξη αυτή δεν μπορεί, συνεπώς, να εφαρμοστεί «κατ’ αναλογία» προκειμένου να καθοριστεί η καταγωγή ενός εμπορεύματος, κατά μείζονα λόγο διότι τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού είναι κατ’ ουσίαν διαφορετικά από τα κριτήρια που ισχύουν για τους κανόνες καταγωγής. Ωστόσο, ακόμη και εάν διαπιστωθεί ότι πλέον του 40 % της συνολικής αξίας των μερών του συναρμολογημένου προϊόντος αποτελείται από μέρη καταγωγής από άλλη χώρα πλην αυτής που υπόκειται στα μέτρα, οι εργασίες συναρμολόγησης δεν μπορούν να θεωρηθούν καταστρατηγήσεις του αρχικώς επιβληθέντος δασμού αντιντάμπινγκ, κατά την έννοια του άρθρου 13 του βασικού κανονισμού (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Starway κατά Συμβουλίου, T‑80/97, EU:T:2000:216, σκέψη 85).

113    Εξάλλου, από το άρθρο 14, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι «[β]άσει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατό να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις, ιδίως όσον αφορά τον κοινό ορισμό της έννοιας της καταγωγής, όπως αυτός περιέχεται στον κανονισμό [2913/92]». Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι, πριν την έναρξη ισχύος του προσβαλλομένου κανονισμού, δεν είχαν θεσπιστεί τέτοιες διατάξεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Starway κατά Συμβουλίου, T‑80/97, EU:T:2000:216, σκέψη 108).

114    Επομένως, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εφαρμόζοντας «κατ’ αναλογία» το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού στα μέρη ποδηλάτου που αγοράστηκαν στη Σρι Λάνκα για τους σκοπούς του ελέγχου της καταγωγής τους στο πλαίσιο εργασιών συναρμολόγησης στο Πακιστάν.

115    Κανένα από τα επιχειρήματα της Επιτροπής δεν μπορεί να κλονίσει το συμπέρασμα αυτό. Πρώτον, ως προς το επιχείρημα, που προβάλλεται με το υπόμνημα ανταπαντήσεως και κατά το οποίο η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει άλλα στοιχεία, δεδομένου ότι ο ανεπαρκής αποδεικτικός χαρακτήρας των επίμαχων πιστοποιητικών τής παρείχε τη δυνατότητα να απορρίψει την αίτηση απαλλαγής για τον λόγο αυτόν και μόνον, πρέπει να τονιστεί ότι από καμία διάταξη του προσβαλλομένου κανονισμού δεν προκύπτει ότι η «κατ’ αναλογία» εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού στα μέρη ποδηλάτου που αγοράστηκαν στη Σρι Λάνκα έγινε επαλλήλως. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από πολλές αιτιολογικές σκέψεις του προσβαλλομένου κανονισμού, όπως οι αιτιολογικές σκέψεις 13, 98, 100 και 101, η αιτιολογία αυτή συνιστά ουσιώδες στοιχείο της εξετάσεως που διενήργησε η Επιτροπή, δεδομένου ότι η αιτιολογία αυτή προβλήθηκε και υπήρξε αντικείμενο αντιπαραθέσεως καθόλη τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση του προσβαλλομένου κανονισμού. Η Επιτροπή δεν μπορεί να αντλήσει συναφώς κανένα σοβαρό επιχείρημα από τη χρήση της λέξης «εξάλλου» (moreover) στην αιτιολογική σκέψη 101 του προσβαλλομένου κανονισμού, στον βαθμό που η εν λόγω αιτιολογία περιλαμβάνεται και σε πολλές άλλες αιτιολογικές σκέψεις στις οποίες η λέξη αυτή υποδηλώνει μόνο την προσθήκη ενός επιχειρήματος, χωρίς να συνεπάγεται ότι η προσθήκη αυτή γίνεται επαλλήλως.

116    Δεύτερον, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, μολονότι, βεβαίως, αμφιλεγόμενες, δεν αρκούν, αυτές καθαυτές, «να αποδείξουν πειστικώς ότι η προσφεύγουσα [ενεχόταν] σε πρακτικές καταστρατηγήσεως στο Πακιστάν κατά την περίοδο της έρευνας» (σημείο 11 στην αρχή του υπομνήματος ανταπαντήσεως). Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεσθεί απλώς ένα «σύνολο ενδείξεων» χωρίς ωστόσο να αποδεικνύει ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού, κατά μείζονα λόγο διότι η προσφεύγουσα θεωρήθηκε ως συνεργαζόμενη, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 21 ανωτέρω.

117    Τρίτον, και εν πάση περιπτώσει, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να εξετάζει, όχι συνοπτικά, αλλά με επιμέλεια και αμεροληψία, τα έγγραφα που της παρέδωσε ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας στο πλαίσιο της έρευνας, προς απόδειξη της ορθότητας των δηλώσεών του (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2000, Starway κατά Συμβουλίου, T‑80/97, EU:T:2000:216, σκέψη 115). Η Επιτροπή δεν μπορούσε επομένως να μη λάβει υπόψη τις πληροφορίες που της παρέσχε η προσφεύγουσα προς απόδειξη της καταγωγής των επίμαχων μερών ποδηλάτου με το πρόσχημα ότι η εξέταση αυτή δεν ήταν αναγκαία, κατά μείζονα λόγο διότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στις πληροφορίες αυτές, όπως περιλαμβάνονται στον πίνακα F.4.1, χωρίς να αμφισβητήσει την αξιοπιστία τους, προκειμένου να εφαρμόσει, «κατ’ αναλογία», το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του βασικού κανονισμού.

118    Τέλος, το γεγονός ότι ο έλεγχος του κόστους κατασκευής των επίμαχων μερών πραγματοποιήθηκε «στα χαρτιά», δεδομένου ότι ο εξοπλισμός παραγωγής είχε μεταφερθεί, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας, εφόσον η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι, κατά την περίοδο αναφοράς, τα επίμαχα μέρη υπέστησαν επεξεργασία στη Σρι Λάνκα. Εν πάση περιπτώσει, το στοιχείο αυτό από μόνο του δεν μπορεί να θεραπεύσει την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή.

119    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο μοναδικός λόγος της προσφυγής είναι βάσιμος. Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτός ο λόγος αυτός και, συνεπώς, να ακυρωθεί ο προσβαλλόμενος κανονισμός ως προς την προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

120    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

121    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

122    Η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά έξοδά της, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει, ως προς την KolachiRajIndustrial (Private) Ltd, τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/776 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2015, με τον οποίο ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 502/2013 του Συμβουλίου στις εισαγωγές ποδηλάτων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας επεκτείνεται στις εισαγωγές ποδηλάτων που αποστέλλονται από την Καμπότζη, το Πακιστάν και τις Φιλιππίνες είτε έχουν δηλωθεί ως καταγωγής Καμπότζης, Πακιστάν και Φιλιππινών είτε όχι.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα της KolachiRajIndustrial (Private).

3)      Η European Bicycle Manufacturers Association (EBMA) φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Tomljenović

Μαρκουλλή

Kornezov

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Οκτωβρίου 2017.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.