Language of document : ECLI:EU:F:2008:137

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 5ης Νοεμβρίου 2008

Υπόθεση F-48/06

Eric Avanzata κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Κατάταξη και αποδοχές – Πρώην μισθωτοί με σχέση εργασίας διεπόμενη από το δίκαιο του Λουξεμβούργου»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 AΕ, με την οποία ο Ε. Avanzata και 20 άλλοι συμβασιούχοι υπάλληλοι της Επιτροπής ζητούν την ακύρωση των αποφάσεων του προϊσταμένου της μονάδας προσωπικού της Υπηρεσίας «Υποδομών και Διοικητικής Υποστηρίξεως» στο Λουξεμβούργο, περί καθορισμού των όρων προσλήψεώς τους και, ιδίως, της ομάδας καθηκόντων τους, του βαθμού τους, του κλιμακίου τους και των αποδοχών τους.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Προθεσμία για την προσκόμιση αποδείξεων – Άρθρο 42 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρα 46 § 1, εδ. 1, στοιχείο δ΄, 48 § 1, και 66 § 2· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 39 § 1, εδ. 1, στοιχείο ε΄, 42 και 58 § 5)

2.      Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Απαιτήσεις ως προς τον τύπο – Έλλειψη προσκομίσεως της προσβαλλομένης πράξεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 21· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 §§ 3 έως 6)

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 117)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Ημερομηνία υποβολής – Παραλαβή από τη διοίκηση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 117)

5.      Υπάλληλοι – Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού – Εφαρμογή του τίτλου IV, ο οποίος αφορά τους συμβασιούχους υπαλλήλους, μη εξαρτώμενη από την προηγούμενη υιοθέτηση της περιγραφής των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που καλύπτει έκαστο είδος εργασιών των διαφόρων ομάδων καθηκόντων των υπαλλήλων αυτών

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, άρθρο 80 §§ 2 και 3, και τίτλος IV· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

6.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Αποδοχές – Αντιστάθμιση της μειώσεως των αποδοχών την οποία υπέστησαν οι συμβασιούχοι υπάλληλοι που απασχολήθηκαν προηγουμένως με σχέση εργασίας διεπόμενη από το εθνικό δίκαιο

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού, παράρτημα, άρθρο 2 § 2)

7.      Υπάλληλοι – Εκπροσώπηση – Επιτροπή προσωπικού

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 9 § 3, εδ. 1)

1.      Κατά το άρθρο 46, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο δ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, που επαναλαμβάνεται, κατ’ ουσίαν, με το άρθρο 39, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα πρέπει, κατ’ αρχήν, να περιλαμβάνονται στο υπόμνημα αντικρούσεως. Ωστόσο, όπως και το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το άρθρο 42 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προβλέπει ότι οι διάδικοι μπορούν να προτείνουν αποδεικτικά μέσα μέχρι το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, υπό τον όρον ότι αιτιολογούν δεόντως την καθυστερημένη πρόταση των αποδεικτικών μέσων.

Ωστόσο, ο κανόνας περί προθεσμιών του άρθρου 42 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν αφορά την ανταπόδειξη και την περαιτέρω επίκληση αποδεικτικών μέσων κατόπιν της ανταποδείξεως που προσκομίζει ο αντίδικος. Πράγματι, η διάταξη αυτή αφορά τα νέα αποδεικτικά μέσα και πρέπει να συνδυαστεί με το άρθρο 58, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, που επαναλαμβάνει το άρθρο 66, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και που προβλέπει ότι ένας διάδικος δύναται να προσκομίζει ανταπόδειξη ή περαιτέρω απόδειξη.

Τα αντίγραφα των συμβάσεων των συμβασιούχων υπαλλήλων, των οποίων το περιεχόμενο αποκλίνει από εκείνο των συμβάσεων που γνωστοποιήθηκαν από τον αντίδικο, δεν συνιστούν νέα αποδεικτικά μέσα, αλλά συνιστούν ανταπόδειξη που στρέφεται κατά της αποδείξεως, την οποία προσκόμισε ο αντίδικος, και που δεν υπόκειται στον εν λόγω κανόνα περί προθεσμιών.

(βλ. σκέψεις 33 έως 38)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 17 Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψεις 71 και 72

ΠΕΚ: 28 Σεπτεμβρίου 1993, T‑84/92, Nielsen και Møller κατά CES, Συλλογή 1993, σ. II‑949, σκέψη 39· 6 Μαρτίου 2001, T‑100/00, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑71 και II‑347, σκέψη 19· 5 Δεκεμβρίου 2006, T‑303/02, Westfalen Gassen Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4567, σκέψη 189· 12 Σεπτεμβρίου 2007, T‑449/04, Επιτροπή κατά Trends, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 59

2.      Καίτοι, δυνάμει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 44, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να συνοδεύεται, αν συντρέχει περίπτωση, από την πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση, ούτε ο εν λόγω Οργανισμός ούτε ο εν λόγω Κανονισμός Διαδικασίας προβλέπουν ότι η έλλειψη επισυνάψεως της πράξεως αυτής συνεπάγεται αυτομάτως το απαράδεκτο της προσφυγής. Συγκεκριμένα, δυνάμει του άρθρου 44, παράγραφος 6, του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, αν το δικόγραφο της προσφυγής δεν συνάδει προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 44, παράγραφοι 3 έως 5, του ίδιου Κανονισμού, ο Γραμματέας τάσσει στον προσφεύγοντα εύλογη προθεσμία για την τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής ή για την προσκόμιση των εγγράφων που μνημονεύονται στις εν λόγω διατάξεις. Εφόσον δεν γίνει η τακτοποίηση ή δεν προσκομιστούν τα έγγραφα, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης κρίνει αν η μη τήρηση αυτών των προϋποθέσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής.

Ωστόσο, στην περίπτωση που ο Γραμματέας δεν έχει ζητήσει από τον προσφεύγοντα την τακτοποίηση του δικογράφου της προσφυγής του ή την προσκόμιση των ελλειπόντων εγγράφων, διαπιστώνεται ότι καμία διάταξη του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου δεν απαγορεύει στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να λάβει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας προκειμένου να επιτευχθεί η προσκόμιση του εν λόγω εγγράφου. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 6, του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας δεν προκύπτει ότι μια προσφυγή πρέπει να κρίνεται απαράδεκτη απλώς και μόνο για τον λόγο ότι δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 44, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, όταν ο προσφεύγων δεν έχει κληθεί να συμπληρώσει το δικόγραφο της προσφυγής του.

(βλ. σκέψεις 48 έως 50)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 5 Αυγούστου 2003, T‑158/03 R, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3041, σκέψη 44

3.      Κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ), που εφαρμόζεται, κατ’ αναλογίαν, επί των συμβασιούχων υπαλλήλων δυνάμει του άρθρου 117 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού (ΚΛΠ), μια διοικητική ένσταση που στρέφεται κατά βλαπτικής πράξεως πρέπει να υποβάλλεται εντός τρίμηνης προθεσμίας που αρχίζει από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως στον αποδέκτη, όχι όμως αργότερα από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει γνώση της αποφάσεως, αν πρόκειται για μέτρο ατομικού χαρακτήρα. Για να κοινοποιηθεί μια απόφαση δεόντως κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 90, παράγραφος 2, πρέπει όχι μόνο να γνωστοποιηθεί στον αποδέκτη της, αλλά και ο τελευταίος να είναι σε θέση να λάβει γνώση λυσιτελώς του περιεχομένου της.

Ωστόσο, το γεγονός ότι ένας συμβασιούχος υπάλληλος έλαβε γνώση του περιεχομένου της συμβάσεώς του δεν αρκεί για την έναρξη της τρίμηνης προθεσμίας για την υποβολή διοικητικής ενστάσεως. Συγκεκριμένα, από το χρονικό σημείο της υπογραφής της η συναφθείσα μεταξύ ενός συμβασιούχου υπαλλήλου και ενός θεσμικού οργάνου σύμβαση αναπτύσσει τα αποτελέσματά της και, επομένως, την ικανότητά της να προξενήσει βλάβη στον εν λόγω συμβασιούχο υπάλληλο, εφόσον έχουν καθορισθεί όλα τα στοιχεία της συμβάσεως.

(βλ. σκέψεις 59 έως 62)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 15 Ιουνίου 1976, 5/76, Jänsch κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1976, σ. 381, σκέψη 10

ΠΕΚ: 11 Ιουλίου 2002, T‑137/99 και T‑18/00, Martínez Páramo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑119 και II‑639, σκέψη 56· 14 Φεβρουαρίου 2005, T‑406/03, Ravailhe κατά Επιτροπής των Περιφερειών, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑19 και II‑79, σκέψη 57· 19 Οκτωβρίου 2006, T‑311/04, Buendía Sierra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4137, σκέψη 121

ΔΔΔ: 21 Φεβρουαρίου 2008, F‑60/05, Vande Velde κατά Επιτροπής, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25· 10 Ιουλίου 2008, F‑141/04, Maniscalco κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 25

4.      Όσον αφορά τον καθορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία μια διοικητική ένσταση στρεφόμενη κατά βλαπτικής πράξεως έχει υποβληθεί κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, καίτοι είναι αληθές ότι το γεγονός ότι μια διοικητική αρχή έθεσε σφραγίδα πρωτοκολλήσεως σε έγγραφο που της απεστάλη δεν παρέχει τη δυνατότητα να προσδοθεί βεβαία χρονολογία ως προς την υποβολή του εγγράφου αυτού, ωστόσο το γεγονός αυτό αποτελεί ένα μέσο το οποίο εμπίπτει στη χρηστή διοικητική διαχείριση και το οποίο είναι ικανό να έχει ως συνέπεια να τεκμαίρεται, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ότι το εν λόγω έγγραφο περιήλθε στην ως άνω διοικητική αρχή κατά την αναγραφόμενη ημερομηνία. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, εναπόκειται στον υπάλληλο να προσκομίσει κάθε αποδεικτικό στοιχείο ικανό να ανατρέψει το τεκμήριο που παρέχει η σφραγίδα πρωτοκολλήσεως και να αποδείξει, κατά τον τρόπο αυτό, ότι η διοικητική ένσταση υποβλήθηκε όντως σε διαφορετική ημερομηνία.

(βλ. σκέψη 67)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 15 Μαΐου 2006, F‑3/05, Schmit κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑9 και II‑A‑1‑33, σκέψεις 29 και 30

5.      Καμία διάταξη του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού ή του κανονισμού 723/2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, δεν εξαρτά την εφαρμογή των διατάξεων του τίτλου IV του εν λόγω καθεστώτος, ο οποίος αφορά τους συμβασιούχους υπαλλήλους, και ιδίως των διατάξεών του σχετικά με την πρόσληψη των συμβασιούχων υπαλλήλων, από την υιοθέτηση της περιγραφής των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 80, παράγραφος 3, του ΚΛΠ.

Επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι ένα κοινοτικό όργανο παραβίασε την αρχή της χρηστής διαχειρίσεως και της χρηστής διοικήσεως ως εκ του ότι δεν περιέγραψε επακριβώς, στις εσωτερικές του διατάξεις σχετικά με τις διαδικασίες που διέπουν την πρόσληψη και την απασχόληση των συμβασιούχων υπαλλήλων, τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες που καλύπτει έκαστο είδος εργασιών που χαρακτηρίζει καθεμία από τις ομάδες καθηκόντων που περιγράφονται στο άρθρο 80, παράγραφος 2, του ΚΛΠ.

Εξάλλου, λόγω του γεγονότος ότι οι ως άνω εσωτερικές διατάξεις δεν περιλαμβάνουν περιγραφή των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων κατά την έννοια του άρθρου 80, παράγραφος 3, του ΚΛΠ, δεν είναι δυνατό να προβληθεί καμία διαδικαστική παρατυπία απορρέουσα από την έλλειψη διαβουλεύσεως με την επιτροπή του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως, όπως αυτή προβλέπεται από το ίδιο άρθρο 80, παράγραφος 3.

(βλ. σκέψεις 89 έως 93)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 19 Οκτωβρίου 2006, F‑59/05, De Smedt κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. II‑A‑1‑409, σκέψη 52, που επικυρώθηκε από το Πρωτοδικείο με απόφαση της 9ης Ιουλίου 2007, T‑415/06 P, De Smedt κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 40

6.      Από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος του ΚΛΠ προκύπτει σαφώς ότι η καταβολή συμπληρωματικών αποδοχών, σε περίπτωση μειώσεως των αποδοχών μετά την πρόσληψη, υπό την ιδιότητα συμβασιούχου υπάλληλου, ενός εργαζομένου που συνδεόταν προγενεστέρως με το θεσμικό όργανο μέσω συμβάσεως εργασίας εμπίπτουσας στο δίκαιο του κράτους μέλους υπηρεσίας, σε σχέση με ό,τι αυτός εισέπραττε υπό την τελευταία αυτή ιδιότητα, εμπίπτει απλώς στη διακριτική ευχέρεια του θεσμικού οργάνου. Επιπλέον, το εν λόγω άρθρο 2, παράγραφος 2, καταλείπει στο θεσμικό όργανο μεγάλο περιθώριο εκτιμήσεως για τον καθορισμό του συμπληρωματικού ποσού, κατά το μέτρο που στο εν λόγω θεσμικό όργανο εναπόκειται να λάβει υπόψη τις υπάρχουσες διαφορές μεταξύ, αφενός, της εθνικής νομοθεσίας που ήταν εφαρμοστέα στον τομέα της φορολογίας, της κοινωνικής ασφαλίσεως και των συντάξεων και, αφετέρου, των κανόνων που εφαρμόζονται επί του συμβασιούχου υπαλλήλου.

(βλ. σκέψη 101)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 5 Ιουλίου 2007, F‑24/06, Abarca Montiel κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 92· 5 Ιουλίου 2007, F‑25/06, Ider κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 92· 5 Ιουλίου 2007, F‑26/06, Bertolete κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 80

7.      Καίτοι το άρθρο 9, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει ότι η επιτροπή προσωπικού αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα του προσωπικού στο όργανο, διασφαλίζει τη διαρκή επαφή μεταξύ του τελευταίου και του προσωπικού, συνεργάζεται για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών και επιτρέπει την εκδήλωση και έκφραση της γνώμης του προσωπικού, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να νοηθεί ως δημιουργούσα υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να ζητεί τη γνώμη της επιτροπής προσωπικού για όλα τα μέτρα που λαμβάνει το εν λόγω θεσμικό όργανο στον τομέα της λειτουργίας των υπηρεσιών.

(βλ. σκέψεις 115 και 116)