Language of document : ECLI:EU:T:2015:789

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 6ης Οκτωβρίου 2015 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Αίτηση καταχώρισης κοινοτικού λεκτικού σήματος engineering for a better world — Αμιγώς επιβεβαιωτική απόφαση — Απρόσβλητη βεβαιούμενη απόφαση — Αυτεπάγγελτη διαπίστωση — Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑545/14,

GEA Group AG, με έδρα το Ντίσελντορφ (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον J. Schneiders, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου αρχικώς από τον A. Pohlmann και στη συνέχεια από τον S. Hanne,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της απόφασης του τέταρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 2ας Ιουνίου 2014 (υπόθεση R 303/2014-4), η οποία αφορούσε την αίτηση καταχώρισης του λεκτικού σημείου «engineering for a better world» ως κοινοτικού σήματος,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από την M. E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, και τους S. Gervasoni (εισηγητή) και L. Madise, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Ιουλίου 2014,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντίκρουσης που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Σεπτεμβρίου 2014,

έχοντας υπόψη τη γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου προς τους διαδίκους,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Ιουνίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

 Επί της πρώτης αίτησης καταχώρισης

1        Στις 6 Σεπτεμβρίου 2011 η προσφεύγουσα, η εταιρία GEA Group AG, υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμόνισης στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1), αίτηση καταχώρισης του λεκτικού σήματος «engineering for a better world» για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 6, 7, 9, 11, 35, 37, 39, 41 και 42 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί.

2        Με απόφαση της 20ής Μαρτίου 2012, ο εξεταστής απέρριψε, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, την εν λόγω αίτηση καταχώρισης.

3        Στις 15 Μαΐου 2012 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ δυνάμει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009.

4        Με απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013 (στο εξής: πρώτη απόφαση του τμήματος προσφυγών), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή, με την αιτιολογία ότι το σήμα του οποίου είχε ζητηθεί η καταχώριση στερείται διακριτικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009.

5        Η προσφεύγουσα, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Σεπτεμβρίου 2013, άσκησε κατά της πρώτης απόφασης του τμήματος προσφυγών προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη με διάταξη της 22ας Ιανουαρίου 2015, GEA Group κατά ΓΕΕΑ (engineering for a better world) (T‑488/13, EU:T:2015:64).

 Επί της δεύτερης αίτησης καταχώρισης

6        Την 1η Αυγούστου 2013 η προσφεύγουσα υπέβαλε στο ΓΕΕΑ μια δεύτερη αίτηση καταχώρισης, η οποία ήταν πανομοιότυπη με την πρώτη αίτηση καταχώρισης.

7        Με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2013, ο εξεταστής απέρριψε, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, την εν λόγω αίτηση καταχώρισης.

8        Στις 23 Ιανουαρίου 2014 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής.

9        Με απόφαση της 2ας Ιουνίου 2014 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή. Το εν λόγω τμήμα εξέθεσε ότι είχε διαπιστώσει «με έκπληξη» ότι η δεύτερη αίτηση καταχώρισης ήταν πανομοιότυπη με την πρώτη, καθόσον μάλιστα αφορούσε τα ίδια ακριβώς προϊόντα (σημείο 13 της προσβαλλόμενης απόφασης). Για τον λόγο αυτό, το τμήμα παρέπεμψε ουσιαστικά εξ ολοκλήρου στην αιτιολογία της πρώτης απόφασης του τμήματος προσφυγών (σημείο 17 της προσβαλλόμενης απόφασης), επαναλαμβάνοντας τα «κρίσιμα» σημεία της αιτιολογίας της εν λόγω απόφασης (σημεία 18 έως 21 της προσβαλλόμενης απόφασης).

 Αιτήματα των διαδίκων

10      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

11      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

12      Το Γενικό Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 129 του Κανονισμού Διαδικασίας, μπορεί οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους κύριους διαδίκους, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη επί των λόγων απαραδέκτου δημόσιας τάξης.

13      Εν προκειμένω το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει κατ’ εφαρμογή του παραπάνω άρθρου, έχοντας υπόψη τη δικογραφία και, ειδικότερα, την απάντηση των διαδίκων στην ερώτηση που τους έθεσε σχετικά με το παραδεκτό της υπό εξέταση προσφυγής, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία, έστω και αν ένας από τους διαδίκους έχει ζητήσει τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

14      Κατά πάγια νομολογία, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής αποτελούν κανόνες δημόσιας τάξης και ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να εξετάζει τις προϋποθέσεις αυτές αυτεπαγγέλτως, εφόσον είναι αναγκαίο [βλ. αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1990, Automec κατά Επιτροπής, T‑64/89, Συλλογή, EU:T:1990:42, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 8ης Φεβρουαρίου 2011, Paroc κατά ΓΕΕΑ (INSULATE FOR LIFE), T‑157/08, EU:T:2011:33, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

15      Εξάλλου, σύμφωνα με επίσης πάγια νομολογία, η απόφαση που απλώς επιβεβαιώνει μια προγενέστερη απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη δεν αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής. Συγκεκριμένα, για να μην αναβιώνει η προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά της βεβαιούμενης απόφασης, η προσφυγή που ασκείται κατά της επιβεβαιωτικής αυτής απόφασης πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη (διάταξη της 7ης Δεκεμβρίου 2004, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, C‑521/03 P, EU:C:2004:778, σκέψη 41, απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1998, Waterleiding Maatschappij κατά Επιτροπής, T‑188/95, Συλλογή, EU:T:1998:217, σκέψη 108, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 14 απόφαση INSULATE FOR LIFE, EU:T:2011:33, σκέψη 29, καθώς και απόφαση της 11ης Μαΐου 1989, Maurissen και Union syndicale κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, 193/87 και 194/87, EU:C:1989:185, σκέψη 26).

16      Μια απόφαση θεωρείται αμιγώς επιβεβαιωτική προγενέστερης απόφασης, αν δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με προγενέστερη πράξη και αν πριν από την έκδοσή της δεν επανεξετάστηκε η κατάσταση του αποδέκτη της προγενέστερης αυτής πράξης (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 14 διάταξη Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, EU:C:2004:778, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, διάταξη της 4ης Μαΐου 1998, BEUC κατά Επιτροπής, T‑84/97, Συλλογή, EU:T:1998:81, σκέψη 52, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 14 απόφαση INSULATE FOR LIFE, EU:T:2011:33, σκέψη 30).

17      Συναφώς επιβάλλεται να διευκρινιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, αν η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί απάντηση σε αίτηση με την οποία προβάλλονται νέα και ουσιώδη περιστατικά και ζητείται από τη διοίκηση να προβεί σε επανεξέταση της προγενέστερης απόφασης που έχει καταστεί απρόσβλητη, η πράξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αμιγώς επιβεβαιωτική, καθόσον αποφαίνεται επί των περιστατικών αυτών και περιέχει, επομένως, ένα νέο στοιχείο σε σχέση με την προγενέστερη απόφαση. Πράγματι, η επέλευση νέων και ουσιωδών περιστατικών μπορεί να δικαιολογεί την υποβολή αίτησης για επανεξέταση προγενέστερης απόφασης που έχει καταστεί απρόσβλητη. Αντίστροφα, όταν η αίτηση επανεξέτασης δεν στηρίζεται σε νέα και ουσιώδη περιστατικά, η προσφυγή κατά της απόφασης απόρριψης της αίτησης επανεξέτασης πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτη (βλ. διάταξη της 4ης Ιουλίου 2014, Uspaskich κατά Κοινοβουλίου, T‑84/12, EU:T:2014:642, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

18      Πρώτον, πρέπει να εξακριβωθεί αν και σε ποιο βαθμό η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί απόφαση αμιγώς επιβεβαιωτική της πρώτης απόφασης του τμήματος προσφυγών, πράγμα που προϋποθέτει τον προσδιορισμό των στοιχείων καθεμιάς από τις διαφορές σε σχέση με τις οποίες εκδόθηκαν οι εν λόγω αποφάσεις.

19      Συναφώς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς, όπως και της διαφοράς επί της οποίας εκδόθηκε η πρώτη απόφαση του τμήματος προσφυγών, είναι η καταχώριση του λεκτικού σημείου «engineering for a better world» ως κοινοτικού σήματος για προϊόντα και υπηρεσίες των κλάσεων 6, 7, 9, 11, 35, 37, 39, 41 και 42 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας. Επιπλέον, τόσο με την πρώτη απόφαση του τμήματος προσφυγών όσο και με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι αιτήσεις καταχώρισης απορρίφθηκαν βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 207/2009. Πρέπει να προστεθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει, στο τμήμα στο οποίο αναλύεται αυτός ο λόγος απόρριψης της αίτησης, κανένα νέο στοιχείο και ότι πριν από την έκδοσή της δεν πραγματοποιήθηκε καμία επανεξέταση του σήματος που αφορούσε η αίτηση της προσφεύγουσας.

20      Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών διευκρίνισε, με το σημείο 14 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η προσφεύγουσα επαναλάμβανε τα ίδια επιχειρήματα, τα οποία είχαν ήδη απορριφθεί με την πρώτη απόφαση του τμήματος προσφυγών, οπότε το εν λόγω τμήμα παρέπεμψε εξ ολοκλήρου στην αιτιολογία που είχε παρατεθεί στην πρώτη απόφαση του τμήματος προσφυγών, επαναλαμβάνοντας τα «κρίσιμα» σημεία της αιτιολογίας της εν λόγω απόφασης (σημεία 17 έως 21 της προσβαλλόμενης απόφασης).

21      Το τμήμα προσφυγών επισήμανε βέβαια, στο σημείο 15 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η προσφεύγουσα είχε επικαλεστεί, για πρώτη φορά με την προσφυγή της επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τις καταχωρίσεις κοινοτικών σημάτων που περιλαμβάνουν τη φράση «for a better world». Εντούτοις, οι καταχωρίσεις αυτές, ακόμη και αν υποτεθεί ότι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως νέα περιστατικά, όχι επειδή είναι μεταγενέστερες της πρώτης απόφασης του τμήματος προσφυγών, αλλά επειδή δεν ελήφθησαν υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης αυτής μολονότι είχαν ήδη πραγματοποιηθεί (βλ. απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑481/11, EU:T:2014:945, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), δεν μπορούν, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει κατ’ ουσία η προσφεύγουσα με την απάντηση που έδωσε στην ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, να χαρακτηριστούν ως ουσιώδη περιστατικά.

22      Κατά πάγια νομολογία, ένα περιστατικό είναι ουσιώδες, όταν είναι ικανό να μεταβάλει ουσιωδώς τη νομική κατάσταση που ελήφθη υπόψη από τους εκδότες της προγενέστερης πράξης, δηλαδή κυρίως όταν μεταβάλλει ουσιωδώς τις συνθήκες βάσει των οποίων εκδόθηκε η προγενέστερη πράξη. Αυτό συμβαίνει όταν πρόκειται για ένα στοιχείο που δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη βασιμότητα της λύσης που επελέγη με την εν λόγω πράξη (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 21 απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, EU:T:2014:945, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Μολονότι με την απόφαση της 10ης Μαρτίου 2011, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ (C‑51/10 P, EU:C:2011:139, σκέψεις 73 έως 77), διασαφηνίστηκε η νομολογία σχετικά με το πώς το ΓΕΕΑ πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πρακτική που έχει ακολουθήσει με τις προγενέστερες αποφάσεις του, εξακολουθεί πάντως να γίνεται δεκτό κατά πάγια νομολογία ότι το κύρος της εκτίμησης της συνδρομής λόγου για την απόρριψη της αίτησης καταχώρισης δεν επηρεάζεται από το γεγονός και μόνο ότι το τμήμα προσφυγών δεν ακολούθησε στη συγκεκριμένη περίπτωση την πρακτική που εφαρμόζει το ΓΕΕΑ με τις αποφάσεις του [βλ. επ’ αυτού διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Getty Images (US) κατά ΓΕΕΑ, C‑70/13 P, EU:C:2013:875, σκέψεις 41 έως 48, αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2014, Larrañaga Otaño κατά ΓΕΕΑ (GRAPHENE), T‑459/13, EU:T:2014:892, σκέψεις 35 έως 39, και της 12ης Δεκεμβρίου 2014, Wilo κατά ΓΕΕΑ (Pioneering for You), T‑601/13, EU:T:2014:1067, σκέψεις 42 και 43]. Κατά τη νομολογία αυτή, η εξέταση της αίτησης καταχώρισης πρέπει να διενεργείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, διότι η καταχώριση ενός σημείου ως σήματος εξαρτάται από ειδικά κριτήρια, τα οποία έχουν εφαρμογή υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης και τα οποία χρησιμεύουν για να εξακριβωθεί μήπως το επίμαχο σημείο εμπίπτει σε κάποιον από τους λόγους απαραδέκτου της καταχώρισης τους οποίους προβλέπει ο κανονισμός 207/2009.

24      Εν προκειμένω η προσφεύγουσα ουσιαστικά απαρίθμησε απλώς τις προγενέστερες καταχωρίσεις σημάτων που περιέχουν τη φράση «for a better world», ενώ το τμήμα προσφυγών, με την πρώτη απόφασή του, είχε συναγάγει από συγκεκριμένη και πλήρη ανάλυση του σημείου του οποίου ζητούνταν η καταχώριση και το οποίο περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, τη φράση «for a better world», ότι η καταχώρισή του ως σήματος προσέκρουε σε απόλυτο λόγο απαραδέκτου. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών δεν είχε την υποχρέωση να επανεξετάσει την αίτηση καταχώρισης από την άποψη της πρακτικής που ακολουθεί το ΓΕΕΑ με τις αποφάσεις του (βλ. επ’ αυτού προπαρατεθείσα στη σκέψη 14 απόφαση INSULATE FOR LIFE, EU:T:2011:33, σκέψη 39).

25      Η πρακτική αυτή δεν είχε άλλωστε ως αποτέλεσμα μια τέτοια επανεξέταση. Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε απλώς ότι κατόπιν της πρώτης απόφασής του, με την οποία απέρριψε την αίτηση καταχώρισης του συγκεκριμένου σημείου ως σήματος (σημείο 15 της προσβαλλόμενης απόφασης), οι καταχωρίσεις που επικαλούνταν η προσφεύγουσα ήταν αλυσιτελείς. Επιπλέον, ακόμη και αν η απάντηση που δόθηκε με το σημείο 15 της προσβαλλόμενης απόφασης μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απάντηση επί της ουσίας στον ισχυρισμό περί προγενέστερων καταχωρίσεων, προκύπτει από πάγια νομολογία ότι η απάντηση επί της ουσίας δεν μπορεί να συνιστά επανεξέταση της προγενέστερης απόφασης, εφόσον δεν υπάρχει καμία υποχρέωση προς τούτο (βλ. επ’ αυτού διάταξη της 29ης Απριλίου 2004, SGL Carbon κατά Επιτροπής, T‑308/02, Συλλογή, EU:T:2004:119, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26      Εξάλλου, από τη νομολογία σχετικά με την υποχρέωση επανεξέτασης των μέτρων που εξαρτώνται από τη συνέχιση συνδρομής των πραγματικών και νομικών συνθηκών που συνέτρεχαν κατά τη λήψη τους δεν μπορεί να συναχθεί εν προκειμένω η ύπαρξη υποχρέωσης του τμήματος προσφυγών να επανεξετάσει το σήμα που αφορούσε η αίτηση καταχώρισης και την πρώτη απόφαση του τμήματος προσφυγών. Κατά τη νομολογία ατή, αφενός πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα αίτησης επανεξέτασης των μέτρων που εξαρτώνται από τη συνέχιση συνδρομής των πραγματικών και νομικών συνθηκών που συνέτρεχαν κατά τη λήψη τους, ώστε να εξακριβώνεται αν η διατήρησή τους σε ισχύ είναι δικαιολογημένη, και αφετέρου η νέα εξέταση, σκοπός της οποίας είναι να εξακριβωθεί αν η διατήρηση ενός μέτρου που θεσπίστηκε στο παρελθόν εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένη κατόπιν της μεταβολής της νομικής ή πραγματικής κατάστασης που έχει επέλθει εν τω μεταξύ, οδηγεί στην έκδοση πράξης που δεν είναι αμιγώς επιβεβαιωτική της προγενέστερης πράξης, αλλά συνιστά πράξη κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί ένδικη προσφυγή (βλ. προπαρατεθείσα στη σκέψη 21 απόφαση Ισπανία κατά Επιτροπής, EU:T:2014:945, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

27      Μολονότι βέβαια οι λόγοι απαραδέκτου τους οποίους προβλέπει το άρθρο 7 του κανονισμού 207/2009 ισχύουν ενόσω συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει η εν λόγω διάταξη, όπως άλλωστε υποστηρίζει κατ’ ουσία το ΓΕΕΑ με την απάντηση που έδωσε στην ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, επισημαίνοντας κυρίως την κτήση διακριτικού χαρακτήρα λόγω της χρήσης, από τη νομολογία αυτή προκύπτει καταρχάς ότι η σχετική υποχρέωση επανεξέτασης εξαρτάται από τη μεταβολή της οικείας νομικής ή πραγματικής κατάστασης, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, αφού οι καταχωρίσεις που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν ήταν μεταγενέστερες της πρώτης απόφασης του τμήματος αυτού (βλ. ανωτέρω τη σκέψη 21). Εξάλλου, όταν πρόκειται για αίτηση καταχώρισης σήματος, για την οποία, αντίθετα από ό,τι ισχύει για τις αιτήσεις πρόσβασης σε έγγραφα (βλ., όσον αφορά τις συνέπειες που έχει η μη ύπαρξη υποχρέωσης αιτιολόγησης αυτών των αιτήσεων πρόσβασης επί της υποχρέωσης επανεξέτασης από τα θεσμικά όργανα, την απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2010, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, C‑362/08 P, Συλλογή, EU:C:2010:40, σκέψεις 56 και 57), πρέπει να παρατίθεται αιτιολογία και να υποβάλλονται τα προβλεπόμενα από τις εφαρμοστέες διατάξεις δικαιολογητικά [άρθρο 26 του κανονισμού 207/2009, και συγκεκριμένα κανόνας 1 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί], η υποχρέωση επανεξέτασης μπορεί να προκύψει μόνο αν ο ενδιαφερόμενος ισχυριστεί ότι έχει μεταβληθεί η οικεία νομική ή πραγματική κατάσταση, πράγμα όμως που δεν ισχυρίστηκε εν προκειμένω η προσφεύγουσα (βλ. ανωτέρω σκέψη 21). Επιπλέον, αν γινόταν δεκτό ότι υπάρχει υποχρέωση επανεξέτασης κάθε φορά που υποβάλλεται σχετική αίτηση, αυτό θα αποτελούσε κίνητρο για καταστρατήγηση της διαδικασίας. Κατά πάγια νομολογία όμως, απαγορεύεται η καταστρατήγηση της διαδικασίας που συνίσταται στην υποβολή αίτησης με σκοπό να υπάρξει δυνατότητα προσβολής της απάντησης που θα δοθεί στην αίτηση αυτή (βλ. επ’ αυτού διάταξη της 18ης Απριλίου 2002, IPSO και USE/BCE, T‑238/00, Συλλογή, EU:T:2002:102, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28      Τέλος, η κρίση του τμήματος προσφυγών, η οποία διατυπώνεται στο σημείο 17 της προσβαλλόμενης απόφασης και κατά την οποία η απόφαση του εξεταστή σχετικά με τη δεύτερη αίτηση καταχώρισης δεν είναι αμιγώς επιβεβαιωτική της απόφασης του εξεταστή επί της πρώτης αίτησης καταχώρισης, δεν ασκεί καμία επιρροή στο πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης, η οποία αφορά το ζήτημα αν έχει επιβεβαιωτικό χαρακτήρα η προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο.

29      Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επιβεβαιωτική της πρώτης απόφασης του τμήματος προσφυγών.

30      Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επιβεβαιωτική μιας απόφασης που έχει καταστεί απρόσβλητη.

31      Συγκεκριμένα, η πρώτη απόφαση του τμήματος προσφυγών είχε ήδη καταστεί απρόσβλητη κατά την ημερομηνία άσκησης της υπό κρίση προσφυγής, αφού δεν είχε ασκηθεί κατ’ αυτής προσφυγή εντός της δίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 65, παράγραφος 5, του κανονισμού 207/2009, όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα στη σκέψη 5 διάταξη engineering for a better world (EU:T:2015:64, σκέψεις 23 και 24), κατά της οποίας δεν ασκήθηκε αναίρεση.

32      Το συμπέρασμα ότι η πρώτη απόφαση του τμήματος προσφυγών είχε καταστεί απρόσβλητη δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 16 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι η εν λόγω πρώτη απόφαση δεν είχε καταστεί απρόσβλητη. Πράγματι, το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών διατύπωσε στην προσβαλλόμενη απόφαση την κρίση αυτή οφείλεται στο ότι κατά την ημερομηνία της προσβαλλόμενης απόφασης εκκρεμούσε ακόμη η προσφυγή κατά της πρώτης απόφασης του τμήματος προσφυγών στην υπόθεση T‑488/13.

33      Συναφώς πρέπει να προστεθεί ότι ούτε από το γεγονός ότι η απόρριψη της προσφυγής στην υπόθεση T‑488/13 ως εκπρόθεσμης είναι μεταγενέστερη της άσκησης της υπό εξέταση εν προκειμένω προσφυγής μπορεί να συναχθεί ότι η πρώτη απόφαση του τμήματος προσφυγών δεν είχε καταστεί απρόσβλητη κατά την ημερομηνία άσκησης της προσφυγής αυτής. Πράγματι, αν η άσκηση εκπρόθεσμης προσφυγής κατά μιας απόφασης είχε ως αποτέλεσμα να μετατίθεται το χρονικό σημείο κατά το οποίο η απόφαση αυτή καθίσταται απρόσβλητη, θα ματαιωνόταν ο σκοπός που επιδιώκεται με τη νομολογία σχετικά με το απαράδεκτο των προσφυγών που ασκούνται κατά των επιβεβαιωτικών πράξεων, δηλαδή ο σκοπός να εμποδίζεται η άσκηση προσφυγών που θα είχαν ως αποτέλεσμα να αναβιώνουν προθεσμίες που έχουν ήδη λήξει (βλ. διάταξη της 25ης Οκτωβρίου 2001, Métropole télévision — M 6 κατά Επιτροπής, T‑354/00, Συλλογή, EU:T:2001:258, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή, αφού έχει ασκηθεί κατά απόφασης που επιβεβαιώνει μια απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

35      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

36      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα του ΓΕΕΑ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την GEA Group AG στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 6 Οκτωβρίου 2015.

Ο Γραμματέας

 

      Η Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. E. Martins Ribeiro


** Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.