Language of document : ECLI:EU:T:2012:521

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 4ης Οκτωβρίου 2012 (*)

«ΕΓΤΠΕ – Τμήμα Εγγυήσεων – Δαπάνες εξαιρούμενες από την κοινοτική χρηματοδότηση – Βαμβάκι – Βοήθεια σε απόρους – Αγροτική ανάπτυξη – Αποτελεσματικότητα των ελέγχων – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑215/10,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους Ι. Χαλκιά, Γ. Σκιάνη και Ε. Λευθεριώτου, στη συνέχεια, από τους Ι. Χαλκιά, Ε. Λευθεριώτου και Ξ. Μπασάκου,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις Ε. Τσερέπα-Lacombe και Α. Μαρκουλλή, επικουρούμενες από τον Ν. Κορογιαννάκη, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2010/152/ΕΕ της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2010, περί εξαιρέσεως από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 63, σ. 7), καθόσον αφορά ορισμένες δαπάνες της Ελληνικής Δημοκρατίας,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα (εισηγητή), πρόεδρο, V. Vadapalas και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Απριλίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Κατόπιν ελέγχου βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού (EK) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), που διενεργήθηκε στην Ελλάδα, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν διάφορες ελλείψεις, ιδίως ως προς τους επιτόπιους ελέγχους και ως προς τη συμφωνία προς το Ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχειρίσεως και Ελέγχου (στο εξής: ΟΣΔΕ) στον τομέα του βαμβακιού, της αγροτικής αναπτύξεως και της βοήθειας στους απόρους.

 Δημοσιονομική διόρθωση στις δαπάνες του τομέα του βαμβακιού

2        Στο πλαίσιο των ερευνών με τα στοιχεία OTS/2003/01, OTS/2003/03 και OTS/2005/05, η Επιτροπή διεξήγαγε ελέγχους στην Ελλάδα, από την 31η Μαρτίου μέχρι τις 4 Απριλίου 2003, από τις 20 μέχρι τις 24 Οκτωβρίου 2003 και από τις 17 μέχρι τις 21 Οκτωβρίου 2005, στον τομέα των ενισχύσεων στην παραγωγή βαμβακιού.

3        Κατόπιν αλληλογραφίας, στο πλαίσιο της οποίας τα αποτελέσματα των εν λόγω ελέγχων γνωστοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία, όσον αφορά το σύνολο των σχετικών ερευνών, βάσει του άρθρου 8 του κανονισμού (EK) 1663/95 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαδικασία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων (ΕΕ L 158, σ. 6), όπως τροποποιήθηκε, έλαβαν χώρα διμερείς συσκέψεις μεταξύ Επιτροπής και ελληνικών αρχών στις 8 Δεκεμβρίου 2005, όσον αφορά τις έρευνες OTS/2003/01 και OTS/2003/03, και στις 26 Ιανουαρίου 2007, όσον αφορά την έρευνα OTS/2005/05. Τα πρακτικά των συσκέψεων αυτών κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία με έγγραφα της Επιτροπής της 21ης και της 30ής Μαρτίου 2006, αντιστοίχως.

4        Η Ελληνική Δημοκρατία υπέβαλε παρατηρήσεις επί των πρακτικών των διμερών συσκέψεων με έγγραφα της 26ης Ιουνίου 2006 και της 3ης Μαΐου 2007.

5        Με έγγραφο της 14ης Νοεμβρίου 2008, και σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού (EK) 885/2006 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου σχετικά με τη διαπίστευση των οργανισμών πληρωμών και άλλων οργανισμών και την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ L 171, σ. 90), η Επιτροπή γνωστοποίησε επισήμως στην Ελληνική Δημοκρατία, όσον αφορά το σύνολο των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε βάσει των πληροφοριών που έλαβε στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, καθώς και βάσει της εκτιμήσεως των δαπανών που δηλώθηκαν για τα οικονομικά έτη 2004 έως 2006 τις οποίες είχε την πρόθεση να εξαιρέσει από την κοινοτική χρηματοδότηση.

6        Με έγγραφο της 30ής Δεκεμβρίου 2008 η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε, όσον αφορά την πρόταση διορθώσεως, ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού, το οποίο εξέδωσε τη γνώμη του στις 6 Μαΐου 2009.

7        Οι υπηρεσίες της Επιτροπής κοινοποίησαν στην Ελληνική Δημοκρατία την τελική τους θέση με έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2009.

 Δημοσιονομική διόρθωση στον τομέα της βοήθειας στους απόρους

8        Στο πλαίσιο της έρευνας με τα στοιχεία LA/2007/01/EL, η Επιτροπή διενήργησε έλεγχο, από τις 15 μέχρι τις 19 Ιανουαρίου 2007, σχετικά με τη βοήθεια στους απόρους και γνωστοποίησε τα αποτελέσματα του εν λόγω ελέγχου στην Ελληνική Δημοκρατία, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006, με έγγραφο της 14ης Μαΐου 2007, στο οποίο η τελευταία απάντησε με έγγραφο της 13ης Ιουλίου 2007.

9        Στις 12 Δεκεμβρίου 2007 έλαβε χώρα διμερής σύσκεψη μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών, τα πρακτικά της οποίας καθώς και ένα διορθωμένο κείμενό τους γνωστοποιήθηκαν στις αρχές αυτές με έγγραφα της 27ης Φεβρουαρίου 2008 και της 13ης Μαρτίου 2008.

10      Με έγγραφο της 11ης Σεπτεμβρίου 2008 οι υπηρεσίες της Επιτροπής γνωστοποίησαν επισήμως στις ελληνικές αρχές τα συμπεράσματά τους στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, και την πρόθεσή τους να εξαιρέσουν από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένες δαπάνες που δηλώθηκαν για τα οικονομικά έτη 2005 έως 2007 στο πλαίσιο της παροχής τροφίμων από αποθέματα παρεμβάσεως προοριζόμενα προς διανομή σε άπορα άτομα εντός της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης (προγράμματα των ετών 2003 έως 2005).

11      Με έγγραφο της 20ής Οκτωβρίου 2008 η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε, όσον αφορά την ως άνω πρόταση διορθώσεως, ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού, το οποίο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 08/GR/382 γνώμη του στις 19 Φεβρουαρίου 2009.

12      Οι υπηρεσίες της Επιτροπής κοινοποίησαν στην Ελληνική Δημοκρατία την τελική τους θέση με έγγραφο της 17ης Νοεμβρίου 2009.

 Δημοσιονομική διόρθωση στον τομέα της αγροτικής αναπτύξεως

13      Στο πλαίσιο της έρευνας με τα στοιχεία RDG/2006/006/GR, η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους, από τις 10 μέχρι τις 14 Απριλίου 2006, όσον αφορά ορισμένα μέτρα αγροτικής αναπτύξεως του Σχεδίου αγροτικής αναπτύξεως 2000‑2006 (πρόωρη συνταξιοδότηση, μειονεκτικές περιοχές, γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα και αναδάσωση γεωργικής γης) τα οποία είχαν ληφθεί κατά τη διάρκεια των ετών 2004 και 2005, τα αποτελέσματα των οποίων γνωστοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία, βάσει του άρθρου 8 του κανονισμού 1663/95, με έγγραφο της 19ης Ιουλίου 2006, στο οποίο η τελευταία απάντησε με έγγραφο της 19ης Σεπτεμβρίου 2006.

14      Την 1η Μαρτίου 2007 έλαβε χώρα διμερής σύσκεψη μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των ελληνικών αρχών, τα πρακτικά της οποίας γνωστοποιήθηκαν στις αρχές αυτές με έγγραφο της 7ης Μαΐου 2007.

15      Με έγγραφο της 4ης Απριλίου 2008, και σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006, η Επιτροπή γνωστοποίησε επισήμως στην Ελληνική Δημοκρατία τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε βάσει των πληροφοριών που συνέλεξε στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, εκθέτοντας τις δαπάνες τις οποίες πρότεινε να εξαιρεθούν από την κοινοτική χρηματοδότηση.

16      Με έγγραφο της 9ης Μαΐου 2008, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 885/2006, η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε κατά της προτεινόμενης διορθώσεως ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού, το οποίο εξέδωσε τη γνώμη του στις 15 Οκτωβρίου 2008. Η τελική θέση του οργάνου συμβιβασμού, καθώς και εκείνη της Επιτροπής, κοινοποιήθηκαν στις ελληνικές αρχές με έγγραφο της 14ης Αυγούστου 2009.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

17      Με την απόφαση 2010/152/ΕΕ, της 11ης Μαρτίου 2010, περί εξαιρέσεως από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ L 63, σ. 7, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή απέκλεισε από την κοινοτική χρηματοδότηση, όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία, ποσό 132 422 793,63 ευρώ, για δαπάνες δηλωθείσες στους τομείς του βαμβακιού, της αγροτικής αναπτύξεως και της βοήθειας στους απόρους, για τα δημοσιονομικά έτη 2004 έως 2007.

18      Οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή επέβαλε τις δημοσιονομικές διορθώσεις εκτίθενται στη συνοπτική έκθεση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων που πραγματοποίησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 και το άρθρο 31 του κανονισμού 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209, σ. 1) (στο εξής: συνοπτική έκθεση), ενώ τα ποσά των εν λόγω διορθώσεων περιλαμβάνονται στο παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

19      Η προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπει, ιδίως, στο πλαίσιο του πίνακα που περιλαμβάνεται στο παράρτημα αυτής, τις ακόλουθες διορθώσεις:

–        Στον τομέα του βαμβακιού, στο πλαίσιο των οικονομικών ετών από το 2004 έως το 2006, επιβλήθηκε διόρθωση συνολικού ύψους 105 453 170,44 ευρώ, λόγω ελλείψεων του συστήματος ελέγχου, του ελέγχου των εκτάσεων και των γεωργοπεριβαλλοντικών μέτρων και λόγω της υπερβάσεως των ποσοτήτων που επέτρεπε η σχετική ρύθμιση, εκ των οποίων:

–        μια κατ’ αποκοπή διόρθωση κατά 5 %, ποσού 12 022,67 ευρώ, και μια εφάπαξ διόρθωση 37 392 ευρώ, στο πλαίσιο του οικονομικού έτους 2004·

–        μια κατ’ αποκοπή διόρθωση κατά 5 %, ποσού 34 573 887,48 ευρώ, και μια εφάπαξ διόρθωση 1 284 276 ευρώ, στο πλαίσιο του οικονομικού έτους 2005·

–        μια κατ’ αποκοπή διόρθωση κατά 5 %, ποσού 68 134 305,29 ευρώ, και μια εφάπαξ διόρθωση 1 411 287 ευρώ, στο πλαίσιο του οικονομικού έτους 2006.

–        Στον τομέα της αγροτικής αναπτύξεως, στο πλαίσιο των οικονομικών ετών 2005 και 2006, επιβλήθηκε διόρθωση συνολικού ποσού 18 523 716 ευρώ για τις δαπάνες που είχαν δηλωθεί για μέτρα αγροτικής αναπτύξεως σχετικά με τις επιφάνειες (μειονεκτικές ζώνες, γεωργοπεριβάλλον και αναδάσωση γεωργικής γης), λόγω συνεχιζόμενων ελλείψεων του ΟΣΔΕ, ελλείψεων στις εκθέσεις ελέγχου και καθυστερήσεων στη διενέργεια επιτοπίων ελέγχων, που περιλαμβάνει:

–        δύο κατ’ αποκοπή διορθώσεις κατά 10 %, ύψους 8 498 907 ευρώ και 690 219 ευρώ, για το οικονομικό έτος 2005·

–        μια κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 %, ύψους 349 453 ευρώ, και δύο εφάπαξ διορθώσεις κατά 10 %, ύψους 6 168 408 ευρώ και 2 816 729 ευρώ αντιστοίχως, στο πλαίσιο του οικονομικού έτους 2006.

–        Στον τομέα της βοήθειας στους απόρους, στο πλαίσιο των οικονομικών ετών 2005 έως 2007, επιβλήθηκε μια διόρθωση συνολικού ποσού 8 330 648,04 ευρώ, λόγω εκπρόθεσμης αποσύρσεως αποθεμάτων παρεμβάσεως και καθυστερημένης διανομής τροφίμων, αποτελούμενη από:

–        εφάπαξ διόρθωση ύψους 1 310 306,02 ευρώ για το οικονομικό έτος 2005·

–        εφάπαξ διόρθωση ύψους 6 799 511,68 ευρώ για το οικονομικό έτος 2006·

–        εφάπαξ διόρθωση ύψους 220 830,34 ευρώ για το οικονομικό έτος 2007.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Μαΐου 2010, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την παρούσα προσφυγή.

21      Κατόπιν τροποποιήσεως της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πέμπτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε κατά συνέπεια η υπό κρίση υπόθεση.

22      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να θέσει ορισμένες ερωτήσεις στους διαδίκους καθώς και να ζητήσει την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων, αιτήματα στα οποία αυτοί συμμορφώθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

23      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 18ης Απριλίου 2012.

24      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή βάσιμη και να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

26      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει προς στήριξη της προσφυγής της δέκα λόγους ακυρώσεως. Οι πέντε πρώτοι αφορούν τις διορθώσεις στον τομέα του βαμβακιού, οι δύο επόμενοι αφορούν τη διόρθωση στον τομέα της αγροτικής αναπτύξεως και οι τρεις τελευταίοι αφορούν τη διόρθωση στον τομέα της βοήθειας στους απόρους.

 Λόγοι σχετικοί με τις διορθώσεις στον τομέα του βαμβακιού

27      Ως προς τις διορθώσεις στον τομέα του βαμβακιού, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει πέντε λόγους, που στηρίζονται, ο πρώτος, σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως· ο δεύτερος, σε κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 17 του κανονισμού (EK) 1051/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την ενίσχυση της βαμβακοπαραγωγής (ΕΕ L 148, σ. 3), και του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού (EK) 1591/2001 της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 2001, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος ενίσχυσης για το βαμβάκι (ΕΕ L 210, σ. 10)· ο τρίτος, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών για τις κατ’ αποκοπή διορθώσεις και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας· ο τέταρτος, σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1051/2001 και των άρθρων 1 των κανονισμών (EK) 1123/2004 της Επιτροπής, της 17ης Ιουνίου 2004, σχετικά με τον καθορισμό, για την περίοδο εμπορίας 2003/2004, της πραγματικής παραγωγής μη εκκοκκισμένου βαμβακιού καθώς και της μείωσης της τιμής στόχου που προκύπτει από αυτή (ΕΕ L 218, σ. 3), (EK) 905/2005 της Επιτροπής, της 16ης Ιουνίου 2005, για καθορισμό, για την περίοδο εμπορίας 2004/2005, της πραγματικής παραγωγής μη εκκοκκισμένου βαμβακιού, καθώς και της συνακόλουθης μείωσης της τιμής στόχου (ΕΕ L 154, σ. 3) και (EK) 871/2006 της Επιτροπής, της 15ης Ιουνίου 2006, σχετικά με τον καθορισμό, για την περίοδο εμπορίας 2005/2006, της πραγματικής παραγωγής μη εκκοκκισμένου βαμβακιού, καθώς και της συνακόλουθης μείωσης της τιμής στόχου (ΕΕ L 164, σ. 3), και, ο πέμπτος, σε αντιφατικές αιτιολογίες διορθώσεως και σε εσφαλμένους υπολογισμούς.

 Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

28      Η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί ότι, αν η Επιτροπή είχε εκτιμήσει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν κατά τη διάρκεια των σχετικών ερευνών και αν είχε λάβει υπόψη στοιχεία που της είχαν γνωστοποιηθεί για τις περιόδους 2003/2004, 2004/2005 και 2005/2006, δεν θα έπρεπε να επιβάλει διόρθωση ή, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να περιοριστεί στην επιβολή διορθώσεως 2 % για την περίοδο εμπορίας 2003/2004 και σε μηδενικές διορθώσεις για τις ακόλουθες περιόδους, λαμβανομένων υπόψη των ουσιωδών βελτιώσεων που είχαν επέλθει στο σύστημα ελέγχου σε καθεμία από τις υπό εξέταση περιόδους. Υποστηρίζει, συναφώς, ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών σχετικά με το περιβάλλον ελέγχου, τη συμφωνία του καθεστώτος ενισχύσεως στην παραγωγή προς το ΟΣΔΕ, την ποιότητα των επιτόπιων ελέγχων και την ανάλυση του κινδύνου και, επιπλέον, ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ανεπαρκής.

29      Πρέπει να υπομνησθεί, εισαγωγικώς, ότι το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) χρηματοδοτεί μόνον τις πραγματοποιούμενες σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις παρεμβάσεις στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, T-344/05, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, από τους κανόνες περί ΕΓΤΠΕ προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να οργανώνουν ένα σύνολο διοικητικών και επιτόπιων ελέγχων προκειμένου να καταστεί δυνατή η διασφάλιση της δέουσας τηρήσεως των ουσιαστικών και τυπικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση των ενισχύσεων. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν υφίσταται αυτή η συνολική οργάνωση ελέγχων ή εάν η θεσπισθείσα από κράτος μέλος είναι πλημμελής σε σημείο που να εξακολουθούν να υφίστανται αμφιβολίες ως προς την τήρηση των προϋποθέσεων, η Επιτροπή βασίμως μπορεί να μην αναγνωρίζει ορισμένες από τις δαπάνες του οικείου κράτους μέλους (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2005, C‑468/02, Ισπανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 36· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T-183/06, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 31, και Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 74).

31      Όσον αφορά τους κανόνες περί βάρους αποδείξεως στον τομέα της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, πρέπει να υπομνησθεί ότι στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει ότι υφίσταται παράβαση των κανόνων περί κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών. Επομένως, η Επιτροπή οφείλει να δικαιολογεί την απόφασή της με την οποία διαπιστώνεται η μη διενέργεια ελέγχου ή οι πλημμέλειες των ελέγχων που διενήργησε το οικείο κράτος μέλος. Πάντως, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδεικνύει ενδελεχώς την ανεπάρκεια των διενεργηθέντων από τις εθνικές διοικήσεις ελέγχων ή τον παράτυπο χαρακτήρα των διαβιβασθέντων από αυτές αριθμητικών στοιχείων, αλλά να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία περί της σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας της έναντι των συγκεκριμένων ελέγχων ή αριθμητικών στοιχείων. Εξάλλου, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν μπορεί να ανασκευάζει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής χωρίς να στηρίζει τους δικούς του ισχυρισμούς σε στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Εφόσον δεν επιτυγχάνει να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, αυτές συνιστούν στοιχεία δυνάμενα να προκαλέσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη θέσπιση ενός κατάλληλου και αποτελεσματικού συνόλου μέτρων εποπτείας και ελέγχου. Η ελάφρυνση αυτή του βάρους αποδείξεως που υπέχει η Επιτροπή εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος έχει πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια να συλλέξει και να ελέγξει τα αναγκαία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ δεδομένα και ότι σε αυτό απόκειται, κατά συνέπεια, να προσκομίσει τις πλέον ενδελεχείς και εμπεριστατωμένες αποδείξεις για το υποστατό των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων του και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των ισχυρισμών της Επιτροπής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2001, C-278/98, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-1501, σκέψεις 39 έως 41, και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C-300/02, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑1341, σκέψεις 33 έως 36· απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, σκέψη 76).

32      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (EK) 1740/97 της Επιτροπής, της 5ης Σεπτεμβρίου 1997, για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1201/89 περί λεπτομερειών εφαρμογής του καθεστώτος ενίσχυσης για το βαμβάκι (ΕΕ L 244, σ. 1), ο κανονισμός αυτός κατέστησε εφαρμοστέες στο καθεστώς ενισχύσεως στην παραγωγή βαμβακιού ορισμένες διατάξεις του ΟΣΔΕ για να ενισχυθεί η διαχείριση και ο έλεγχος του καθεστώτος αυτού και να αποφευχθεί ο κίνδυνος διπλών πληρωμών για τις ίδιες εκτάσεις. Η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζει ότι στους ελέγχους που πραγματοποιούν τα κράτη μέλη πρέπει να προστεθούν οι διασταυρωτικοί έλεγχοι με το καθεστώς που προβλέπεται στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ.

33      Πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι το άρθρο 9 του κανονισμού 1591/2001 ορίζει σαφώς ότι η αναγνώριση των αγροτεμαχίων πρέπει να είναι σύμφωνη προς το σύστημα αναγνωρίσεως αγροτεμαχίων (στο εξής: ΣΑΑ) στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ και προβλέπει προσαρμογή των δηλωθεισών εκτάσεων όταν αυτές διαφέρουν από τις διαπιστωθείσες μετά από σχετικό έλεγχο.

34      Πράγματι, όπως προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (EK) 1486/2002 της Επιτροπής, της 19ης Αυγούστου 2002, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 1591/2001 (ΕΕ L 223, σ. 3), η όσο το δυνατόν πληρέστερη γνώση της ακρίβειας των δηλώσεων των εκτάσεων αποτελεί σημαντικό στοιχείο της διαχείρισης του καθεστώτος ενισχύσεων, ιδίως στο πλαίσιο των διατάξεων που θεσπίστηκαν δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1051/2001.

35      Εν προκειμένω, η Επιτροπή εντόπισε ελλείψεις στο σύστημα ελέγχου των ελληνικών αρχών, ιδίως όσον αφορά την αναγνώριση των αγροτεμαχίων σύμφωνα με το ΟΣΔΕ, την αποτελεσματικότητα των επιτόπιων ελέγχων, τους διασταυρωτικούς ελέγχους και την ανάλυση του κινδύνου.

36      Ειδικότερα, στο έγγραφο της 14ης Νοεμβρίου 2008 περί ανακοινώσεως των συμπερασμάτων της για το σύνολο των ερευνών στην Ελληνική Δημοκρατία, καθώς και στη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή διαπίστωσε αδυναμίες στο σύστημα ελέγχου των δηλωθεισών εκτάσεων, όπως αυτό είχε θεσπιστεί από τις ελληνικές αρχές. Συναφώς, τόνισε ότι, καίτοι οι δηλώσεις των σπαρμένων με βαμβάκι εκτάσεων περιλαμβάνονταν στη δήλωση ΟΣΔΕ, η συμφωνία του καθεστώτος ενισχύσεως στην παραγωγή βαμβακιού προς το ΟΣΔΕ δεν εξασφαλιζόταν αρκούντως στην Ελλάδα, καθόσον:

–        οι εκτάσεις βαμβακιού και οι δηλωθείσες στο πλαίσιο της δηλώσεως ΟΣΔΕ εκτάσεις (εκτός βαμβακιού) αποτελούσαν το αντικείμενο χωριστών επιτόπιων ελέγχων από διαφορετικούς φορείς·

–        οι υπηρεσίες του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ), υπεύθυνου για την εφαρμογή των μέτρων που συνδέονται με το καθεστώς ενισχύσεως στην παραγωγή βαμβακιού, είχαν στη διάθεσή τους μόνον τις σχετικές με το βαμβάκι πληροφορίες που περιλαμβάνονταν στις δηλώσεις ΟΣΔΕ, ενώ η μείωση των εκτάσεων παραγωγής για κάθε παραγωγό συνεπαγόταν τον κίνδυνο περιορισμένης δηλώσεως των σπαρμένων με βαμβάκι εκτάσεων, κίνδυνο τον οποίο ο ΟΠΕΚΕΠΕ δεν ήταν σε θέση να καλύψει πλήρως, διότι δεν διέθετε το σύνολο των πληροφοριών που περιλαμβάνονταν στο ΟΣΔΕ (δηλώσεις υποβληθείσες στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ και αποτελέσματα των ελέγχων) παρά μόνο λίγο χρόνο πριν από την τελική καταβολή της ενισχύσεως·

–        παρά τα επανειλημμένα αιτήματα της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης, δεν δόθηκε καμία πληροφορία εκ μέρους των ελληνικών αρχών προς απόδειξη της διενέργειας των διασταυρωτικών ελέγχων τους οποίους αυτές διατείνονταν ότι πραγματοποιούσαν μεταξύ των δηλώσεων στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ και των αιτήσεων ενισχύσεως για το βαμβάκι.

37      Εξάλλου, σημειώθηκε ότι η ανάλυση του κινδύνου για τον έλεγχο των σπαρμένων με βαμβάκι εκτάσεων στηριζόταν τόσο στην επιλογή των ελέγχων που έπρεπε να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ όσο και σε παλαιότερα στοιχεία. Ωστόσο, στη διαδικασία αυτή λαμβάνονταν υπόψη στοιχεία κινδύνων που δεν συνδέονταν με το βαμβάκι και δεν παρείχαν τη δυνατότητα επαρκούς συνυπολογισμού ασυνήθιστων αποδόσεων διαπιστωνόμενων κατά την περίοδο εμπορίας, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με την παρακολούθηση των παραδόσεων βαμβακιού σε πραγματικό χρόνο από τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό επιτόπιων ελέγχων δεν αυξήθηκε μετά τη διαπίστωση της διαπράξεως πολυάριθμων παρατυπιών.

38      Όσον αφορά τις συνέπειες που είχαν οι έλεγχοι, από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι, όταν από τους επιτόπιους ελέγχους εκτάσεων βαμβακιού προέκυπταν διαφορές σε σχέση με τις δηλώσεις, η επιλέξιμη για ενίσχυση ποσότητα βαμβακιού απλώς προσαρμοζόταν (μειωνόταν) προς την ελεγχθείσα επιφάνεια (πολλαπλασιαζόμενη με τη μέγιστη επιτρεπόμενη απόδοση), χωρίς να επιβάλλεται καμία κύρωση στους παραγωγούς πέραν της μειώσεως αυτής επειδή είχαν δηλώσει μικρότερη επιφάνεια καλλιέργειας βαμβακιού. Όμως, κατά την άποψη της ΓΔ Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης, η έλλειψη κυρώσεων εκμηδενίζει την αξία των ελέγχων και το αποτρεπτικό τους αποτέλεσμα, πράγμα το οποίο, κατά τα λοιπά, είχε ήδη διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια των περιόδων 1997/1998 έως 2002/2003.

39      Επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως σημειώνει η Επιτροπή, ότι το ΟΣΔΕ είχε ελλείψεις στην Ελλάδα όσον αφορά, ιδίως, την αναγνώριση των αγροτεμαχίων και την ποιότητα των επιτόπιων ελέγχων και ότι δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι φερόμενες ως αμελητέες ελλείψεις που διαπιστώθηκαν δεν επηρέασαν την κανονικότητα των πληρωμών.

40      Πρώτον, όπως προβάλλει η Επιτροπή, οι λεγόμενοι «πρωτοβάθμιοι» επιτόπιοι έλεγχοι που διενήργησε ο ΟΠΕΚΕΠΕ, που συνίστανται στην παρουσία ελεγκτή καθ’ όλη τη διάρκεια της εκκοκκιστικής περιόδου (επί εικοσιτετραώρου βάσεως) στην επιχείρηση εκκοκκισμού, παράλληλα με εκτάκτους ελέγχους, καλούμενους «δευτεροβάθμιους και τριτοβάθμιους», αποσκοπούσαν να διασφαλίζουν την ύπαρξη του βαμβακιού για το οποίο είχε ζητηθεί η ενίσχυση και τη συμφωνία του προς τα κριτήρια επιλεξιμότητας σχετικά με την ποιότητα. Αντιθέτως, με τους ελέγχους αυτούς δεν εξασφαλιζόταν ότι το επιλέξιμο βαμβάκι προερχόταν πράγματι από τις δηλωθείσες στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ εκτάσεις, ώστε να μπορεί να επιβεβαιώνεται η προέλευση του βαμβακιού για το οποίο εζητείτο ενίσχυση.

41      Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι έλεγχοι που πραγματοποιούνταν στην Ελλάδα, με τη μέθοδο της «ηρτημένης παραγωγής», που καθοριζόταν ατομικά για κάθε παραγωγό, και η μέθοδος ελέγχου της αποδόσεως των καλλιεργουμένων εκτάσεων, που επιβαλλόταν σε όλους τους παραγωγούς, αφενός, απέτρεπαν το ενδεχόμενο να θεωρηθεί επιλέξιμο βαμβάκι άγνωστης προελεύσεως και, αφετέρου, παρείχαν τη δυνατότητα ελέγχου όλων των εκτάσεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν κανονισμός προβλέπει ειδικά μέτρα ελέγχου, τα κράτη μέλη οφείλουν να τα εφαρμόζουν χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί η βασιμότητα της απόψεώς τους ότι ένα διαφορετικό σύστημα ελέγχου θα ήταν αποτελεσματικότερο (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T-33/07, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

42      Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, με το έγγραφο της 14ης Νοεμβρίου 2008 καθώς και με τη συνοπτική έκθεση, ότι δεν ακολουθήθηκε τελικά το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης που εισήγαγαν οι ελληνικές αρχές για να προσδιορίζουν τις ασυνήθιστες αποδόσεις στο πλαίσιο των σχετικών παραδόσεων και για να εξακριβώνουν ότι το βαμβάκι προερχόταν από δηλωθείσες στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ εκτάσεις, πράγμα το οποίο κατά τα λοιπά δεν αμφισβητεί η Ελληνική Δημοκρατία.

43      Δεύτερον, όπως παρατήρησε η Επιτροπή στη συνοπτική έκθεση, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι υπήρχε αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ των υπηρεσιών που ήταν υπεύθυνες για τους επιτόπιους ελέγχους. Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι η Ελληνική Δημοκρατία ανέφερε ότι οι υπηρεσίες του ΟΠΕΚΕΠΕ τροφοδοτούσαν τη βάση δεδομένων του ΟΣΔΕ με τα στοιχεία τα αφορώντα τις σπαρμένες με βαμβάκι εκτάσεις τα οποία προέρχονταν από τις διευθύνσεις γεωργίας των οικείων νομαρχιών, δέχθηκε, εντούτοις, ότι ήταν δυνατή η ύπαρξη σφαλμάτων κατά την καταχώριση των στοιχείων αυτών. Πάντως, καίτοι διατείνεται ότι τα σφάλματα αυτά διορθώνονταν όσο προχωρούσαν οι διοικητικοί έλεγχοι τους οποίους διενεργούσαν οι νομαρχίες, τα αποτελέσματα των οποίων διαβιβάζονταν στις υπηρεσίες του ΟΠΕΚΕΠΕ προκειμένου να επέλθουν στη συνέχεια οι σχετικές διορθώσεις στο αρχείο βαμβακοπαραγωγών του ΟΠΕΚΕΠΕ και στη βάση δεδομένων του ΟΣΔΕ, δεν παρέσχε καμία απόδειξη όσον αφορά την ουσιαστική ανταλλαγή των αποτελεσμάτων των εν λόγω ελέγχων μεταξύ των υπηρεσιών του ΟΠΕΚΕΠΕ και των νομαρχιών, ώστε να αποδείξει ότι η βάση δεδομένων του ΟΣΔΕ ήταν ενημερωμένη.

44      Επομένως, η Επιτροπή ορθώς συνεπέρανε ότι οι ελληνικές αρχές, μολονότι ισχυρίστηκαν ότι υφίστατο επικοινωνία μεταξύ των εν λόγω υπηρεσιών, ουδέποτε παρέσχον αντίγραφα σχετικών γραπτών εντολών ή εγγράφου σχετικού με τη διαβίβαση των αποτελεσμάτων των ελέγχων, ούτε κάποια απόδειξη περί της ενημερώσεως της βάσεως δεδομένων του ΟΣΔΕ όσον αφορά τις σπαρμένες με βαμβάκι εκτάσεις.

45      Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι τα έγγραφα που υπέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία στο Γενικό Δικαστήριο για να στηρίξει τα επιχειρήματά της περί της συμφωνίας των ελέγχων προς το ΟΣΔΕ και την επικοινωνία μεταξύ των υπευθύνων για τους επιτόπιους ελέγχους υπηρεσιών αφορούν κυρίως την περιγραφή μέτρων και διαδικασιών ελέγχου σε εκτέλεση των κανονισμών 1051/2001 και 1591/2001 και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να αποτελούν επαρκή απόδειξη.

46      Ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι οι διαδικασίες ελέγχου που προβλέφθηκαν σε εκτέλεση των κανονισμών 1051/2001 και 1591/2001 όντως ακολουθούνταν, εξακολουθούσε να υφίσταται κίνδυνος καταβολής αχρεωστήτων ποσών, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 30 και 31 ανωτέρω, λαμβανομένων υπόψη των σφαλμάτων και των παρατυπιών που είχαν διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια των επιτόπιων ελέγχων. Κατά τα λοιπά, το γεγονός ότι καμία από τις παρατυπίες αυτές δεν γνωστοποιήθηκε στις υπεύθυνες για τη διαχείριση της ενισχύσεως στην παραγωγή βαμβακιού υπηρεσίες επιβεβαιώνει την ανυπαρξία επικοινωνίας μεταξύ των υπηρεσιών που ασχολούνταν με την εφαρμογή του ΟΣΔΕ και εκείνων του ΟΠΕΚΕΠΕ. Επομένως, η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επικοινωνία και η ανταλλαγή στοιχείων μεταξύ του καθεστώτος ενισχύσεως στην παραγωγή και του ΟΣΔΕ, καθώς και η συμφωνία του εν λόγω συστήματος προς το ΟΣΔΕ, δεν εξασφαλίζονταν επαρκώς.

47      Όσον αφορά τους διασταυρωτικούς ελέγχους που προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1591/2001, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι οι έλεγχοι αυτοί όντως πραγματοποιήθηκαν. Πράγματι, με το δικόγραφο της προσφυγής περιορίστηκε σε παραπομπές σε στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι μερικοί παραγωγοί αποκλείστηκαν από το καθεστώς ενισχύσεως βαμβακιού, κατόπιν των σχετικών διοικητικών και επιτόπιων ελέγχων που διενεργήθηκαν σχετικά με τις υποβληθείσες στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ δηλώσεις όσον αφορά τις εκτάσεις που είχαν σπαρθεί για τις περιόδους 2002/2003 έως 2005/2006 και τη διασταύρωσή τους με τις αιτήσεις στην παραγωγή βαμβακιού.

48      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή αναφέρεται σε ασυμφωνίες μεταξύ των εκτάσεων που είχαν δηλωθεί στις συμβάσεις τις οποίες είχαν συνάψει οι γεωργοί και οι εκκοκκιστικές επιχειρήσεις, αφενός, και των σπαρμένων με βαμβάκι εκτάσεων που είχαν δηλωθεί από τους παραγωγούς στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ, αφετέρου. Από τις ως άνω ασυμφωνίες, οι οποίες πάντως είχαν επισημανθεί στις εν λόγω αρχές κατά τη διοικητική διαδικασία, όσον αφορά τις έρευνες με τα στοιχεία OTS/2003/01 και OTS/2003/03, προέκυπτε, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, ότι οι διασταυρωτικοί έλεγχοι ήταν ανύπαρκτοι ή εντελώς αναποτελεσματικοί. Πράγματι, οι ελληνικές αρχές όφειλαν να εντοπίσουν τις ασυμφωνίες αυτές κατά τους εν λόγω ελέγχους. Επιπλέον, η ύπαρξή τους δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με την ακρίβεια των πληροφοριών στις οποίες βασίζονταν οι εκκοκκιστικές επιχειρήσεις για να εξακριβώνουν ότι για το παραδιδόμενο βαμβάκι είχαν υποβληθεί σχετικές δηλώσεις στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ.

49      Ομοίως, στην πρώτη ανακοίνωση προς τις ελληνικές αρχές βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95 σχετικά με την έρευνα με τα στοιχεία OTS/2005/05, της 23ης Μαρτίου 2006, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν πραγματοποιήθηκε κανένας διασταυρωτικός έλεγχος με τη βάση δεδομένων του ΟΣΔΕ και ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να προσκομίσουν στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη τέτοιων ελέγχων, χωρίς όμως αυτές να ανταποκριθούν στο αίτημα αυτό.

50      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν στήριξε τα επιχειρήματά της με στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου και ότι, κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη απορρίπτοντας ένα μέρος των δαπανών λόγω των διαπιστωθεισών ελλείψεων του συστήματος ελέγχου.

51      Όσον αφορά την αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που καθιερώνεται στο άρθρο 296 ΣΛΕΕ εξαρτάται από τη φύση της οικείας πράξεως και από το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1993, C-54/91, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I-3399, σκέψη 10, και της 14ης Απριλίου 2005, C-335/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑2955, σκέψη 83).

52      Στο ειδικότερο πλαίσιο της καταρτίσεως αποφάσεων περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να θεωρείται επαρκής όταν το κράτος που είναι αποδέκτης της συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία επεξεργασίας της αποφάσεως αυτής και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με το οικείο ποσό (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, T-197/09, Σλοβενία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

53      Από την ανταλλαγή εγγράφων στο πλαίσιο των διαφόρων ερευνών που διενήργησε η Επιτροπή μεταξύ των υπηρεσιών της και των ελληνικών αρχών και από τη συνοπτική έκθεση προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία γνώριζε τους λόγους στους οποίους στηρίζονταν οι προτεινόμενες διορθώσεις και οι οποίοι αποτελούν το έρεισμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι τις διαπιστωθείσες ελλείψεις στο σύστημα ελέγχου, την ανυπαρξία διασταυρωτικών ελέγχων, την ασυμφωνία προς το ΟΣΔΕ, την έλλειψη ελέγχου των περιβαλλοντικών μέτρων και την έλλειψη κυρώσεων καθώς και την υπέρβαση των επιτρεπόμενων από τους εφαρμοστέους κανονισμούς ποσοτήτων.

54      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι σύμφωνη προς τις επιταγές του άρθρου 296 ΕΚ.

55      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου, που στηρίζεται σε κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1591/2001 και του άρθρου 17 του κανονισμού 1051/2001

56      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι είναι εσφαλμένες οι εκτιμήσεις της Επιτροπής κατά τις οποίες ο έλεγχος της τηρήσεως των περιβαλλοντικών μέτρων που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο, βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού 1051/2001, είναι βασικός έλεγχος και συνιστά κριτήριο επιλεξιμότητας της ενισχύσεως. Συναφώς, σημειώνει, αφενός, ότι το άρθρο 17 του κανονισμού 1051/2001 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν κυρώσεις όταν λαμβάνουν συγκεκριμένα περιβαλλοντικά μέτρα και, αφετέρου, ότι ατομικός και ειδικός έλεγχος κάθε παραγωγού όσον αφορά την τήρηση των εν λόγω μέτρων δεν νοείται. Κατ’ αυτήν, η εκ μέρους κάθε συγκεκριμένου παραγωγού τήρηση των περιβαλλοντικών μέτρων προκύπτει αναντίρρητα από το γενικό επίπεδο αποδόσεως σε βαμβάκι της οικείας εκτάσεως.

57      Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι καμία άλλη κύρωση πέραν εκείνης την οποία προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1591/2001, σχετική με τον αποκλεισμό από το καθεστώς ενισχύσεων των ποσοτήτων βαμβακιού που βαρύνονταν με παρατυπίες, δεν μπορούσε να επιβληθεί στους παραγωγούς που αποτέλεσαν το αντικείμενο ελέγχου και των οποίων η διαπιστωθείσα έκταση ήταν διαφορετική από τη δηλωθείσα. Ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι τα περιβαλλοντικά μέτρα δεν τηρούνταν ή δεν ελέγχονταν πλήρως, φρονεί ότι ο κίνδυνος για το ΕΓΤΠΕ είναι ανύπαρκτος, λαμβανομένου υπόψη του ότι η ενίσχυση χορηγείται σε συνάρτηση με την ποσότητα βαμβακιού που παραδίδεται στις εκκοκκιστικές επιχειρήσεις.

58      Πρέπει να υπομνησθεί, εισαγωγικώς, ότι, όπως τόνισε η Επιτροπή, η μεταρρύθμιση του καθεστώτος ενισχύσεως στην παραγωγή βαμβακιού το 2001 καθιέρωσε την υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν τα κατάλληλα περιβαλλοντικά μέτρα καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο μέτρο για να υπενθυμίζουν στους παραγωγούς την ανάγκη τηρήσεως της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

59      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά το άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1051/2001, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα περιβαλλοντικά μέτρα που κρίνουν κατάλληλα, έχοντας υπόψη τη συγκεκριμένη κατάσταση των γεωργικών εκτάσεων βαμβακοπαραγωγής. Επιπλέον, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να υπενθυμίζουν στους παραγωγούς την ανάγκη τηρήσεως της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Ακόμη, τα κράτη μέλη περιορίζουν, ενδεχομένως, τις εκτάσεις που είναι επιλέξιμες για ενίσχυση στην παραγωγή μη εκκοκκισμένου βαμβακιού, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που καθορίζουν τα ίδια και τα οποία αναφέρονται:

–        στη γεωργική οικονομία των περιφερειών για τις οποίες η παραγωγή βαμβακιού είναι σημαντική,

–        στις εδαφοκλιματικές συνθήκες που επικρατούν στις εν λόγω εκτάσεις,

–        στη διαχείριση των υδάτων άρδευσης,

–        στις εναλλαγές καλλιεργειών και τις καλλιεργητικές τεχνικές που μπορούν να βελτιώσουν το περιβάλλον.

60      Από το γράμμα των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 17 του κανονισμού 1051/2001 απορρέει ότι τα κράτη μέλη έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον τρόπο, τη φύση και τον μηχανισμό ελέγχου των λαμβανόμενων περιβαλλοντικών μέτρων, οφείλουν όμως να εξασφαλίζουν την τήρησή τους, ειδικότερα όταν περιορίζουν τις εκτάσεις που είναι επιλέξιμες για ενίσχυση στην παραγωγή μη εκκοκκισμένου βαμβακιού.

61      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι τα περιβαλλοντικά μέτρα που έλαβε η Ελληνική Δημοκρατία, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού 1051/2001, περιελάμβαναν μέτρα όπως ο περιορισμός της επιφάνειας παραγωγής και η σημαντική μείωση των σπαρμένων εκτάσεων, ο καθορισμός ανωτάτου επιτρεπόμενου ορίου αποδόσεως ανά παραγωγό, η τήρηση ενός κώδικα ορθών γεωργικών πρακτικών που προβλέπει υποχρεωτικές εναλλαγές καλλιεργειών (αμειψισπορά) και ένα πρόγραμμα μειώσεως της νιτρορυπάνσεως.

62      Όπως τόνισε η Επιτροπή στο πλαίσιο της συνοπτικής εκθέσεως, μολονότι το υπουργικό διάταγμα 42195/2002, της 19ης Απριλίου 2002, περί εφαρμογής των προαναφερθέντων περιβαλλοντικών μέτρων, προέβλεψε ατομικές αναλήψεις υποχρεώσεων για κάθε βαμβακοπαραγωγό, των οποίων η μη τήρηση μπορούσε να επισύρει κυρώσεις, τέτοιες κυρώσεις δεν επιβλήθηκαν.

63      Πράγματι, οι ελληνικές αρχές δεν προέβλεψαν κάποιον πρόσφορο μηχανισμό ελέγχου των περιβαλλοντικών μέτρων, αλλά περιορίστηκαν στον διοικητικό έλεγχο της μη υπερβάσεως της μέγιστης καθορισθείσας αποδόσεως για κάθε παραγωγό. Συναφώς, όπως ορθώς σημείωσε η Επιτροπή, σε περίπτωση μιας τέτοιας υπερβάσεως απλώς αποκλειόταν από το σχετικό καθεστώς ενισχύσεως οι υποβληθέντες σε αυτόματο έλεγχο παραγωγοί και η καθ’ υπέρβαση παραχθείσα ποσότητα, χωρίς την επιβολή προστίμου στους γεωργούς αυτούς.

64      Εντούτοις, όπως υπογράμμισε η Επιτροπή στο από 14 Νοεμβρίου 2008 έγγραφό της και στη συνοπτική έκθεση, λαμβανομένων υπόψη των περιβαλλοντικών μέτρων που έλαβε σε εθνικό επίπεδο η Ελληνική Δημοκρατία, οι επιτόπιοι έλεγχοι των εκτάσεων οι οποίοι προβλέπονται από το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1591/2001 έπρεπε να εστιάζονται στην επισήμανση των εκτάσεων βαμβακιού που δεν είχαν δηλωθεί και στην τήρηση του κώδικα ορθών γεωργικών πρακτικών. Αντιθέτως, κατά τους επιτόπιους ελέγχους που διενεργούνταν στην Ελλάδα, ελέγχονταν μόνον οι σπαρμένες με βαμβάκι εκτάσεις που είχαν δηλωθεί.

65      Εξάλλου, όπως προκύπτει από το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1591/2001, σε περίπτωση παρατυπιών ως προς τη δήλωση εκτάσεων, η ενίσχυση χορηγείται για την ποσότητα βαμβακιού για την οποία πληρούνται όλοι οι άλλοι όροι, υπό την επιφύλαξη της επιβολής των κυρώσεων περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 14, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Η τελευταία αυτή διάταξη προβλέπει ότι τα κράτη μέλη καθορίζουν το καθεστώς των κυρώσεων που επιβάλλονται για τις παραβάσεις των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίζουν την επιβολή τους, φροντίζοντας παράλληλα ώστε αυτές να είναι πραγματικές, σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας και να έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα.

66      Έτσι, η Ελληνική Δημοκρατία αβασίμως υποστηρίζει ότι η μόνη δυνατή κύρωση βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1591/2001 είναι ο αποκλεισμός των παράτυπων ποσοτήτων από το καθεστώτος ενισχύσεων. Εφόσον οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν να περιορίσουν τις επιλέξιμες για ενίσχυση στην παραγωγή μη εκκοκκισμένου βαμβακιού εκτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού 1051/2001, ήταν αναγκαίο να προβλέψουν ένα σύστημα ελέγχου της τηρήσεως των μέτρων αυτών και κυρώσεις σε περίπτωση παραβάσεως των εν λόγω μέτρων, προκειμένου να εξασφαλίσουν την πρακτική τους αποτελεσματικότητα.

67      Επιπλέον, για ορισμένα μέτρα δεν υπήρξε κανένας έλεγχος, όπως είναι τα μέτρα εναλλαγής καλλιεργειών ή μειώσεως της νιτρορυπάνσεως. Συναφώς, οι ελληνικές αρχές παρέσχον στοιχεία περί των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην περιοχή της Θεσσαλίας που ελέγχονταν στο πλαίσιο ενός γεωργοπεριβαλλοντικού μέτρου μειώσεως της νιτρορυπάνσεως και εφαρμογής κώδικα ορθών γεωργικών πρακτικών όσον αφορά την καλλιέργεια βαμβακιού. Εντούτοις, η Επιτροπή απέρριψε τα στοιχεία αυτά, διότι το εν λόγω μέτρο απευθυνόταν μόνο στους γεωργούς της Θεσσαλίας και αφορούσε μόνον ένα ελάχιστο ποσοστό παραγωγών βαμβακιού στην Ελλάδα, ενώ τα περιβαλλοντικά μέτρα που συνδέονται με την ενίσχυση στην παραγωγή βαμβακιού πρέπει να τηρούνται από το σύνολο των εμπλεκόμενων παραγωγών.

68      Επομένως, και χωρίς τούτο να αποκλείει, όπως διατείνεται η Ελληνική Δημοκρατία, την αποτελεσματικότητα και τον ενδεχόμενο θετικό αντίκτυπο των μέτρων αυτών για το περιβάλλον, πράγμα το οποίο βεβαιώνεται, όπως αυτή προβάλλει, μεταξύ άλλων, με τη μείωση της καταναλώσεως λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων, γεγονός πάντως παραμένει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έθεσε σε εφαρμογή ένα σύστημα ελέγχου που να εξασφαλίζει την τήρηση των εν λόγω μέτρων εκ μέρους των παραγωγών.

69      Εξάλλου, όπως εκθέτει η Επιτροπή, στο μέτρο που ο διενεργούμενος έλεγχος βασιζόταν σε συνολικές εκτιμήσεις της βελτιώσεως των περιβαλλοντικών ενδείξεων στο σύνολο της περιοχής και όχι στην τήρηση των περιβαλλοντικών μέτρων από κάθε παραγωγό, δεν μπορεί να αποκλείεται το ενδεχόμενο χορηγήσεως ενισχύσεως τόσο στους παραγωγούς που τηρούσαν τα εν λόγω μέτρα όσο και σε εκείνους που δεν τα τηρούσαν.

70      Αντιθέτως προς την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας, απλώς και μόνον το γεγονός της λήψεως συγκεκριμένων περιβαλλοντικών μέτρων, χωρίς την εφαρμογή κατάλληλου συστήματος ελέγχου και χωρίς επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται σε περίπτωση μη τηρήσεώς τους, δεν εξασφαλίζει την τήρηση των μέτρων αυτών εκ μέρους των ενδιαφερομένων.

71      Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί ότι ο έλεγχος των περιβαλλοντικών μέτρων ήταν βασικός έλεγχος, η έλλειψη του οποίου δικαιολογεί την επιβολή διορθώσεως 5 %, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες για την επιβολή κατ’ αποκοπή διορθώσεων που προσδιορίζονται στο παράρτημα 2 του εγγράφου VI/5330/97, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Υπολογισμός των οικονομικών συνεπειών κατά την κατάρτιση της αποφάσεως σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97). Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι βασικοί έλεγχοι είναι οι επιτόπιοι και διοικητικοί έλεγχοι που απαιτούνται για την επαλήθευση ουσιαστικών στοιχείων, ενώ οι επικουρικοί έλεγχοι είναι οι διοικητικές ενέργειες που απαιτούνται για την ορθή διεκπεραίωση των σχετικών αιτήσεων, όπως η επαλήθευση της τηρήσεως των προθεσμιών για την υποβολή τους, ο εντοπισμός πολλαπλών αιτήσεων για το ίδιο αντικείμενο, η ανάλυση του κινδύνου, η επιβολή κυρώσεων και η κατάλληλη επίβλεψη των διαδικασιών.

72      Η Ελληνική Δημοκρατία δεν επικαλέστηκε στοιχεία προς στήριξη των επιχειρημάτών της κατά τα οποία ο έλεγχος αυτός έπρεπε να λογίζεται ως επικουρικός και όχι ως βασικός. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι τα μέτρα τα οποία έλαβαν οι ελληνικές αρχές περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 61 ανωτέρω συνδέονται στενά με τον έλεγχο των δηλωθεισών στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ εκτάσεων, που αποτελεί βασικό έλεγχο με αντικείμενο, ιδίως, την αποτροπή του κινδύνου περιορισμένης δηλώσεως των σπαρμένων εκτάσεων και του συνακόλουθου κινδύνου καταβολής αχρεωστήτων ποσών. Επομένως, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Ελληνική Δημοκρατία, ο έλεγχος της εφαρμογής των ως άνω μέτρων είναι οπωσδήποτε βασικός έλεγχος.

73      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών για τις κατ’ αποκοπή διορθώσεις και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

74      Η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι η διόρθωση 5 % αφορά τη μη διενέργεια βασικού ελέγχου, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Συναφώς, υποστηρίζει ότι το έγγραφο AGRI/17933/2000 της Επιτροπής, που προσδιορίζει για κάθε καθεστώς ενισχύσεων τους βασικούς και τους επικουρικούς ελέγχους, δεν αφορά το βαμβάκι. Φρονεί πάντως ότι, ακόμα και σε περίπτωση που το καθεστώς του βαμβακιού περιλαμβανόταν στις αροτραίες καλλιέργειες, οι δύο προβλεπόμενοι βασικοί έλεγχοι διενεργήθηκαν κανονικά, όσον αφορά τον αριθμό, τη συχνότητα και την αυστηρότητα που επέβαλλαν οι κανονισμοί στον τομέα του βαμβακιού. Επικουρικώς, υποστηρίζει ότι η διόρθωση 5 % είναι υπερβολική και αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τον υφιστάμενο κίνδυνο, πράγμα το οποίο αναγνώρισε το όργανο συμβιβασμού με τη γνώμη του. Εν πάση περιπτώσει, αν όντως έπρεπε να επέλθει η ως άνω διόρθωση, αυτή έπρεπε να είναι κλιμακωτή για τις τρεις υπό εξέταση περιόδους, λαμβανομένων υπόψη των διαδοχικών βελτιώσεων που επήλθαν στο σύστημα ελέγχου κατά τη διάρκεια των περιόδων 2004/2005 και 2005/2006. Καταλήγει ότι η διόρθωση 5 % είναι μη νόμιμη.

75      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όσον αφορά το ύψος της δημοσιονομικής διορθώσεως, η Επιτροπή μπορεί ακόμα και να αρνηθεί την επιβάρυνση του ΕΓΤΠΕ για το σύνολο των δαπανών αν διαπιστώσει ότι δεν υφίστανται επαρκείς μηχανισμοί ελέγχου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-263/98, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-6063, σκέψη 125, και του Πρωτοδικείου της 28ης Μαρτίου 2007, T-220/04, Ισπανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 102). Ωστόσο, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, η οποία απαιτεί να μη βαίνουν οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων πέραν των ορίων αυτού που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκουν (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1984, 15/83, Denkavit Nederland, Συλλογή 1984, σ. 2171, σκέψη 25). Εάν στο πλαίσιο της αποστολής της με αντικείμενο την εκκαθάριση των λογαριασμών η Επιτροπή, αντί να αρνηθεί τη χρηματοδότηση του συνόλου των οικείων δαπανών, επιχειρεί να ορίσει κανόνες που σκοπούν να επιφέρουν διαφοροποιήσεις ως προς το ύψος της διορθώσεως αναλόγως του βαθμού κινδύνου που ενέχουν για το ΕΓΤΠΕ οι διάφορες διαβαθμίσεις πλημμελειών κατά τους ελέγχους, το κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει ότι τα κριτήρια αυτά είναι αυθαίρετα και άδικα (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 1996, C-50/94, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-3331, σκέψη 28, και απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 140).

76      Όσον αφορά το ύψος των διορθώσεων, στο κράτος μέλος απόκειται να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη ως προς τις δημοσιονομικές συνέπειες των διαπιστωθεισών παρατυπιών (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Βέλγιο κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 37, και της 7ης Ιουλίου 2005, C-5/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-5925, σκέψη 38).

77      Εν προκειμένω, η Επιτροπή τόνισε, στο πλαίσιο της συνοπτικής εκθέσεως, ότι οι έλεγχοι των σπαρμένων εκτάσεων, περιλαμβανομένων των επιτόπιων διασταυρωτικών ελέγχων, οι έλεγχοι τηρήσεως των περιβαλλοντικών μέτρων που είχε λάβει το κράτος μέλος και οι σχετικές κυρώσεις, είναι βασικοί έλεγχοι, υπό την έννοια του εγγράφου VI/5330/97, και ότι αυτοί δεν διενεργούνταν επαρκώς στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των περιόδων εμπορίας 2003/2004 έως 2005/2006. Συνήγαγε ότι, κατά συνέπεια, υφίστατο κίνδυνος για το ΕΓΤΠΕ για την αποτροπή του οποίου ήταν πλέον κατάλληλη μια κατ’ αποκοπή διόρθωση, σύμφωνα με το έγγραφο VI/5330/97. Κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω εγγράφου, το ποσοστό της προτεινόμενης διορθώσεως καθορίστηκε σε 5 % για τις δαπάνες που αφορούσαν τις περιόδους εμπορίας 2003/2004 έως 2005/2006 για τα οικονομικά έτη 2004 και εξής, μετά την αφαίρεση των εφάπαξ διορθώσεων.

78      Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι το έγγραφο AGRI/17933/2000 της Επιτροπής δεν αφορά το βαμβάκι είναι αλυσιτελές, καθόσον το ποσοστό διορθώσεως επιβλήθηκε βάσει του εγγράφου VI/5330/97 το οποίο ορίζει, στο παράρτημα 2, τους βασικούς και τους επικουρικούς ελέγχους, ενώ η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

79      Δεύτερον, όσον αφορά τη συμφωνία προς την αρχή της αναλογικότητας του ποσοστού διορθώσεως 5 % που επέβαλε η Επιτροπή, πρέπει να διαπιστωθεί ότι, αντιθέτως προς την επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας, το ποσοστό αυτό δεν αφορά την περίπτωση της παντελούς ελλείψεως βασικών ελέγχων που πρέπει να διενεργούνται, περίπτωση στην οποία θα έπρεπε να οριστεί ένα ποσοστό 10 %, αλλά την περίπτωση όπου οι βασικοί έλεγχοι πραγματοποιήθηκαν χωρίς ο αριθμός, η συχνότητα ή η αυστηρότητά τους να είναι σύμφωνοι προς όσα επέβαλλαν οι σχετικοί κανονισμοί. Στην περίπτωση αυτή, το ποσοστό 5 % κρίνεται εύλογο, σύμφωνα με το έγγραφο VI/5330/97, διότι δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι έλεγχοι αυτοί παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα νομιμότητας των σχετικών αιτήσεων, ο δε κίνδυνος ζημιών για το ΕΓΤΠΕ ήταν σημαντικός.

80      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο των δύο πρώτων λόγων, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε την αξιοπιστία του συστήματος ελέγχου και τη συμφωνία του προς το ΟΣΔΕ, ούτε απέδειξε ότι όντως πραγματοποιούνταν οι διασταυρωτικοί έλεγχοι και ότι διεξαγόταν πρόσφορος έλεγχος όσον αφορά τα θεσπισθέντα σε εθνικό επίπεδο περιβαλλοντικά μέτρα ή ότι επιβάλλονταν κυρώσεις σε περίπτωση μη τηρήσεώς τους.

81      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι παραλείψεις που διαπίστωσαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής αφορούν σημαντικά στοιχεία του συστήματος ελέγχου καθώς και τη διεξαγωγή ελέγχων που έχουν σημαντικό ρόλο για τη διασφάλιση της νομιμότητας κάθε δαπάνης, έτσι ώστε ήταν εύλογο το συμπέρασμα ότι ο κίνδυνος ζημιών για το ΕΓΤΠΕ ήταν σημαντικός. Κατά συνέπεια, το ποσό που απέρριψε η Επιτροπή, περιοριζόμενο στο 5 % των σχετικών δαπανών, δεν μπορεί να λογίζεται ως υπερβολικό και αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2011, T‑500/09, Ιταλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 50).

82      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων και βάσει των κινδύνων περιορισμένης δηλώσεως των σπαρμένων με βαμβάκι εκτάσεων και αχρεώστητης καταβολής των σχετικών ποσών, πρέπει να συναχθεί ότι, εν προκειμένω, η κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % που επέβαλε η Επιτροπή είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

83      Τρίτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά τα οποία, αν όντως έπρεπε να επιβληθεί κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % αυτή έπρεπε να είναι κλιμακωτή για τις τρεις υπό εξέταση περιόδους εμπορίας, λαμβανομένων υπόψη των διαδοχικών βελτιώσεων που επήλθαν στο σύστημα ελέγχου κατά τη διάρκεια των περιόδων 2004/2005 και 2005/2006, τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν, διότι, όπως εν συμπεράσματι διαπιστώθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, ο σχετικός κίνδυνος εξακολουθούσε να υφίσταται, παρά τις βελτιώσεις αυτές. Πράγματι, οι ελληνικές αρχές δεν μπορούν να υποστηρίζουν ότι, λόγω της διαπιστώσεως αυτής, το ποσοστό των επιβλητέων διορθώσεων έπρεπε να είναι μειωμένο, διότι, παρά τις ως άνω βελτιώσεις, όσο αξιέπαινες και αν είναι αυτές, ο κίνδυνος ζημίας για το ΕΓΤΠΕ εξακολούθησε να είναι πολύ υψηλός (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2005, C‑285/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

84      Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1051/2001 και των άρθρων 1 των κανονισμών 1123/2004, 905/2005 και 871/2006

85      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2003/2004, οι υπολογισμοί της Επιτροπής είναι εσφαλμένοι, διότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1051/2001 απαιτεί υπέρβαση της εθνικής εγγυημένης ποσότητας μεγαλύτερη από 15 000 τόνους για τον επηρεασμό της «συνυπευθυνότητας» και του μοναδιαίου ποσού της ενισχύσεως. Ειδικότερα, δεν έπρεπε να επιβληθεί καμία διόρθωση λόγω της κατά 58 τόνους υπερβάσεως, ενώ οι σχετικές πληρωμές δεν αποτελούν καταβολή αχρεωστήτως ποσών. Εξάλλου, υποστηρίζει ότι, για τις περιόδους εμπορίας 2004/2005 και 2005/2006, η πραγματική επιλέξιμη για ενίσχυση παραγωγή, που προβλέπουν οι κανονισμοί 905/2005 και 871/2006, αντιστοίχως, ήταν μεγαλύτερη από εκείνη που εκτίμησε η Επιτροπή.

86      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1591/2001, όπως τροποποιήθηκε, η επιλέξιμη ποσότητα αντιστοιχεί στην ποσότητα μη εκκοκκισμένου βαμβακιού, υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης προς τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας, η οποία προέρχεται από τις εκτάσεις που δηλώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 9 και δεν αποκλείονται από το καθεστώς ενίσχυσης δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1051/2001, η οποία παραδόθηκε από τους παραγωγούς στις επιχειρήσεις εκκοκκισμού και για την οποία τηρούνται οι διατάξεις που προβλέπονται στα άρθρα 5, 6, 8, 10, 11 και 12.

87      Το άρθρο 16, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1591/2001, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει ότι η πραγματική παραγωγή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αντιστοιχεί στη συνολική παραγωγή μη εκκοκκισμένου βαμβακιού, υγιούς, ανόθευτης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη ποιότητας, η οποία παράγεται στις εκτάσεις που δηλώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 9 και δεν αποκλείονται από το καθεστώς ενίσχυσης δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1051/2001, και η οποία παραδόθηκε από τους παραγωγούς στις επιχειρήσεις εκκοκκισμού.

88      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1123/2004, για την περίοδο εμπορίας 2003/2004, η πραγματική παραγωγή μη εκκοκκισμένου βαμβακιού καθορίζεται σε 1 006 248 τόνους για την Ελλάδα.

89      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 905/2005, για την περίοδο εμπορίας 2004/2005, η πραγματική παραγωγή μη εκκοκκισμένου (σύσπορου) βαμβακιού καθορίζεται σε 1 137 229 τόνους για την Ελλάδα.

90      Επίσης, κατά το άρθρο 1 του κανονισμού 871/2006, για την περίοδο εμπορίας 2005/2006, η πραγματική παραγωγή μη εκκοκκισμένου (σύσπορου) βαμβακιού καθορίζεται σε 1 124 714 τόνους για την Ελλάδα.

91      Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της συνοπτικής εκθέσεως σημειώθηκε ότι, για τις περιόδους 2003/2004 έως 2005/2006 και σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχον οι ελληνικές αρχές κατά τη διάρκεια των ερευνών, οι συνολικές ποσότητες μη εκκοκκισμένου βαμβακιού για τις οποίες είχε χορηγηθεί ενίσχυση, ήτοι 1 006 307 τόνοι για την περίοδο εμπορίας 2003/2004, 1 103 074 τόνοι για την περίοδο εμπορίας 2004/2005 και 1 124 735 τόνοι για την περίοδο εμπορίας 2005/2006, ήταν μεγαλύτερες από το επιλέξιμο ανώτατο όριο για κάθε περίοδο εμπορίας που καθοριζόταν σε 1 006 248 τόνους, 1 101 124 τόνους και 1 122 445 τόνους, αντιστοίχως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι ένα μέρος των ενισχύσεων είχε χορηγηθεί αχρεωστήτως και γι’ αυτό πρότεινε τις αντίστοιχες εφάπαξ διορθώσεις.

92      Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι τα ποσά των εφάπαξ διορθώσεων στηρίζονται σε εκτιμήσεις και, λόγω του γεγονότος αυτού, δεν είναι οριστικά δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πράγματι, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, τα ποσά των εφάπαξ διορθώσεων εκτιμήθηκαν βάσει πληροφοριών που παρέσχον οι ελληνικές αρχές όσον αφορά, ιδίως, τις παραχθείσες ποσότητες βαμβακιού και δεν επρόκειτο να τροποποιηθούν παρά μόνο βάσει συμπληρωματικών αποδείξεων εκ μέρους των εν λόγω αρχών. Εν πάση περιπτώσει, τα ποσά των εφάπαξ διορθώσεων που προτείνονταν στη συνοπτική έκθεση είναι όμοια με εκείνα που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα οποία δεν χαρακτηρίζονται ως εκτιμήσεις. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ως αλυσιτελές.

93      Δεύτερον, όσον αφορά τις επιλέξιμες ποσότητες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διάδικοι δεν είναι σύμφωνοι επί του περιεχομένου της εννοίας αυτής, καθώς και επί του περιεχομένου των κανονισμών 1123/2004, 905/2005 και 871/2006 και επί των επιτρεπόμενων από αυτούς ποσοτήτων παραγωγής. Πράγματι, η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί ότι η επιλέξιμη παραγωγή μη εκκοκκισμένου βαμβακιού για τις σχετικές περιόδους συμπίπτει με την πραγματική παραγωγή, όπως αυτή ορίζεται από τους εν λόγω κανονισμούς, ήτοι 1 006 248 τόνοι για την περίοδο εμπορίας 2003/2004, 1 137 229 τόνοι για την περίοδο εμπορίας 2004/2005 και 1 124 714 τόνοι για την περίοδο εμπορίας 2005/2006, και ότι, κατά συνέπεια, το σύνολο της πραγματικής παραγωγής μη εκκοκκισμένου βαμβακιού που παρήχθη νομίμως και σύμφωνα με τους κανονισμούς 1051/2001 και 1591/2001 στην ελληνική επικράτεια είναι επιλέξιμο προς χορήγηση ενισχύσεως.

94      Όσον αφορά την εφάπαξ διόρθωση για την περίοδο εμπορίας 2003/2004, από τη συνοπτική έκθεση και από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι ελληνικές αρχές υπερέβησαν την ποσότητα παραγωγής που καθόριζε ο κανονισμός 1123/2004 ως αποτελούσα τόσο την επιλέξιμη όσο και την πραγματική παραγωγή, πράγμα το οποίο, κατά τα λοιπά, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί. Πράγματι, αντί για 1 006 248 τόνους μη εκκοκκισμένου βαμβακιού που κρίθηκαν από τις ελληνικές αρχές επιλέξιμοι για ενίσχυση, σύμφωνα με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, που ισοδυναμούν προς τη λογιζόμενη ως πραγματική ποσότητα βάσει του άρθρου 1, πρώτη περίπτωση, του ίδιου κανονισμού, η ποσότητα βαμβακιού για την οποία χορηγήθηκε ενίσχυση για την εν λόγω περίοδο εμπορίας ισούτο προς 1 006 307 τόνους.

95      Όπως παρατηρεί η Επιτροπή, οι 15 000 τόνοι υπερβάσεως περί των οποίων κάνει λόγο η Ελληνική Δημοκρατία συνδέονται με το ποσό κατά το οποίο μειώνεται η τιμή στόχου, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1051/2001, επειδή η πραγματική παραγωγή υπερέβη την εθνική εγγυημένη ποσότητα.

96      Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι το άρθρο 6, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1051/2001 προβλέπει εθνική εγγυημένη ποσότητα μη εκκοκκισμένου βαμβακιού για κάθε περίοδο εμπορίας, ισούμενη προς 782 000 τόνους για την Ελλάδα. Η ενδεχόμενη υπέρβαση της εθνικής εγγυημένης ποσότητας, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου εμπορίας, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της τιμής στόχου που ορίζει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1051/2001, βάσει της οποίας υπολογίζεται το ποσό της ενισχύσεως στην παραγωγή μη εκκοκκισμένου βαμβακιού, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, και να επηρεάσει, με τον τρόπο αυτόν, το ποσό της ενισχύσεως. Γι’ αυτό επιβάλλεται εφάπαξ διόρθωση σε συνάρτηση με το ποσοστό υπερβάσεως της εθνικής εγγυημένης ποσότητας.

97      Εν προκειμένω, η εφάπαξ διόρθωση για την περίοδο εμπορίας 2003/2004 δεν επιβλήθηκε λόγω της υπερβάσεως της εθνικής εγγυημένης ποσότητας, αλλά διότι η συνολική ποσότητα μη εκκοκισμένου βαμβακιού για την οποία χορηγήθηκε στην Ελλάδα ενίσχυση ήταν μεγαλύτερη από την επιλέξιμη παραγωγή, την οποία καθόρισε ο κανονισμός 1123/2004. Κατά συνέπεια, η άποψη της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά την οποία η εν λόγω υπέρβαση είχε ως συνέπεια απλώς τη διενέργεια αχρεωστήτων πληρωμών στις ελληνικές αρχές πρέπει να απορριφθεί.

98      Όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2004/2005, από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 905/2005 προκύπτει ότι οι ελληνικές αρχές αναγνώρισαν ως επιλέξιμη για ενίσχυση ποσότητα 1 135 534 τόνων μη εκκοκκισμένου (σύσπορου) βαμβακιού, ενώ, κατά την έκτη αιτιολογική σκέψη και το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού, η ελληνική πραγματική παραγωγή ανερχόταν σε 1 137 229 τόνους. Όπως σημείωσε η Επιτροπή με τα υπομνήματά της και όπως απορρέει από την τέταρτη και την πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, ποσότητα 34 142 τόνων μη εκκοκκισμένου βαμβακιού δεν είχε αναγνωριστεί από τις ίδιες τις ελληνικές αρχές ως επιλέξιμη για ενίσχυση και, επομένως, αφαιρέθηκε από την ενίσχυση, με εξαίρεση μια ποσότητα 1 644 τόνων της οποίας ο αποκλεισμός δεν κρίθηκε δικαιολογημένος, διότι πληρούσε τους όρους του άρθρου 16, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1591/2001. Συναφώς, κρίθηκε ότι η ποσότητα των 1 644 τόνων αποτελούσε μέρος της πραγματικής παραγωγής, αλλά ότι δεν ήταν επιλέξιμη, διότι είχε καταστραφεί από τις πλημμύρες και οι παραγωγοί είχαν αποζημιωθεί. Στη συνέχεια, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1051/2001 και λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που παρέσχε η Ελληνική Δημοκρατία στην Επιτροπή, η ποσότητα μη εκκοκκισμένου βαμβακιού πολλαπλασιάστηκε με το 33 και διαιρέθηκε με το 32 προς προσδιορισμό της τελικής πραγματικής ποσότητας βαμβακιού, η οποία είναι επίσης εκείνη που ορίζει το άρθρο 1 του κανονισμού 905/2005, ήτοι 1 137 229 τόνοι.

99      Ομοίως, όσον αφορά την περίοδο εμπορίας 2005/2006, από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 871/2006 προκύπτει ότι η ποσότητα μη εκκοκκισμένου βαμβακιού που αναγνωρίστηκε προς χορήγηση ενισχύσεως από τις ελληνικές αρχές ήταν 1 122 445 τόνοι, ενώ, κατά την έκτη αιτιολογική σκέψη και το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού, η πραγματική ποσότητα παραγωγής ήταν 1 124 714 τόνοι. Καθόσον η πραγματική ποσότητα παραγωγής που ορίζει ο κανονισμός 871/2006 και η ποσότητα για την οποία χορηγήθηκε ενίσχυση, κατά τη συνοπτική έκθεση, των 1 124 735 τόνων (μετά την επιδότηση), είναι μεγαλύτερες από την παραγωγή που κρίθηκε επιλέξιμη για την εν λόγω περίοδο εμπορίας, η Επιτροπή επέβαλε συναφώς εφάπαξ διόρθωση χωρίς να υποπέσει σε πλάνη.

100    Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή κακώς στηρίχθηκε στις ποσότητες που παρουσίασαν οι ελληνικές αρχές ως κατάλληλες να λάβουν ενίσχυση αντί να στηριχθεί σε εκείνες που καθόριζαν οι εφαρμοστέοι κανονισμοί δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, διότι οι τελευταίες αυτές ποσότητες προσδιορίστηκαν βάσει στοιχείων που παρέσχον οι ίδιες οι ελληνικές αρχές.

101    Επομένως, καθόσον, για το σύνολο των περιόδων εμπορίας, η πραγματική ελληνική παραγωγή ήταν μεγαλύτερη από την επιλέξιμη προς χορήγηση ενισχύσεως ποσότητα, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη επιβάλλοντας εφάπαξ διόρθωση στην Ελληνική Δημοκρατία.

102    Επομένως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου, που στηρίζεται σε αντιφατικές αιτιολογίες διορθώσεως και σε εσφαλμένους υπολογισμούς

103    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει υπολογιστικά σφάλματα και αντιφατικά ποσά διορθώσεων που δημιουργούν σύγχυση, στερώντας με τον τρόπο αυτόν την προσφεύγουσα από το δικαίωμα αντικρούσεως και άμυνας. Κατά συνέπεια, φρονεί ότι η εν λόγω απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και ότι καμία δημοσιονομική διόρθωση δεν έπρεπε να επιβληθεί στον τομέα της ενισχύσεως στην παραγωγή βαμβακιού. Επικουρικώς, υποστηρίζει ότι, αν κριθεί ότι υφίσταται νόμιμο έρεισμα όσον αφορά την ανεπάρκεια του συστήματος ελέγχου για τους επικουρικούς ελέγχους, η διόρθωση δεν μπορεί να υπερβεί το 2 % και δεν μπορεί να αφορά παρά μόνον την περίοδο εμπορίας 2003/2004.

104    Από τη νομολογία προκύπτει ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, στο πλαίσιο κάθε διαδικασίας που κινείται έναντι ενός προσώπου και είναι ικανή να καταλήξει σε βλαπτική γι’ αυτό πράξη, συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της ΄Ενωσης και πρέπει να διασφαλίζεται, ακόμη και όταν δεν υφίσταται σχετική ρύθμιση αφορώσα τη διαδικασία. Η αρχή αυτή επιτάσσει να παρέχεται η δυνατότητα στους αποδέκτες αποφάσεων οι οποίες θίγουν σημαντικά τα συμφέροντά τους να καθιστούν λυσιτελώς γνωστή την άποψή τους (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 2006, C-240/03 P, Comunità montana della Valnerina κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-731, σκέψη 129 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

105    Eν προκειμένω, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι τα ποσά των κατ’ αποκοπή διορθώσεων που γνωστοποιήθηκαν στις ελληνικές αρχές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως διαφέρουν από εκείνα τα οποία περιλαμβάνονται στη συνοπτική έκθεση και στην προσβαλλόμενη απόφαση.

106    Όμως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το σφάλμα αντιστοιχίας μεταξύ των ποσών των διορθώσεων και των σχετικών περιόδων εμπορίας που εμφανίστηκε στη συνοπτική έκθεση και στην προσβαλλόμενη απόφαση επήλθε μετά την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας, κατά τη διάρκεια της οποίας είχαν γνωστοποιηθεί στις ελληνικές αρχές τα ορθά ποσά. Πράγματι, το σύνολο της διοικητικής διαδικασίας διεξήχθη βάσει του πίνακα που συνάπτεται στο έγγραφο της 14ης Νοεμβρίου 2008, τα αριθμητικά στοιχεία του οποίου είναι ορθά. Εξάλλου, το συνολικό ποσό των διορθώσεων στον τομέα του βαμβακιού δεν επηρεάστηκε από το εν λόγω σφάλμα.

107    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή, πρόκειται απλώς για τυπογραφικό λάθος, το οποίο, αν και ατυχές, δεν μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 2011, T-214/07, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), ενώ, επιπλέον, αυτό εμφανίστηκε σε μια κατάσταση στην οποία η Ελληνική Δημοκρατία ήταν σε θέση να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της, σύμφωνα με τις επιταγές της παρατιθέμενης στη σκέψη 104 ανωτέρω νομολογίας.

108    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας.

109    Όσον αφορά τα επιχειρήματα που προβάλλει επικουρικώς η Ελληνική Δημοκρατία, κατά τα οποία η επιβληθείσα διόρθωση δεν μπορούσε να υπερβαίνει, εν πάση περιπτώσει, το 2 % και δεν μπορούσε να αφορά παρά την περίοδο εμπορίας 2003/2004, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτά συνδέονται με τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου (βλ. σκέψεις 28 και 74 ανωτέρω) και ότι, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις αυτές, ιδίως, στη σκέψη 83 ανωτέρω.

110    Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Λόγοι σχετικοί με τις διορθώσεις στον τομέα της αγροτικής αναπτύξεως

111    Όσον αφορά τις διορθώσεις στον τομέα της αγροτικής αναπτύξεως, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται δύο λόγους, στηριζόμενους, ο πρώτος, στο παράνομο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου προβλεπόμενου από το άρθρο 8, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1663/95 και, ο δεύτερος, σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και σε έλλειψη αιτιολογίας.

 Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται στο παράνομο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου προβλεπόμενου από το άρθρο 8, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1663/95

112    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η δημοσιονομική διόρθωση που επιβλήθηκε δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένες διαπιστώσεις της έρευνας RDG/2006/006/GR σχετικές με τα μέτρα και τα οικονομικά έτη που αποτέλεσαν το αντικείμενο της έρευνας. Εκθέτει, συναφώς, ότι, στο έγγραφο της 19ης Ιουλίου 2006, καθώς και στα πρακτικά της διμερούς συσκέψεως, η Επιτροπή αναφέρεται μόνο πολύ γενικά και αόριστα σε ελλείψεις του ΟΣΔΕ, πράγμα περί του οποίου έκανε λόγο κατά τη διμερή σύσκεψη. Υποστηρίζει, επιπλέον, ότι η Επιτροπή αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες ελλείψεις του ΣΑΑ, καθώς και σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με τη γνωστοποίηση των ελλείψεων αυτών, συνοπτικώς και για πρώτη φορά μετά τη διμερή σύσκεψη. Κατ’ αυτήν, οι εν λόγω ελλείψεις αφορούσαν άλλους ελέγχους και διαδικασίες μη προσδιοριζόμενες και, κατά συνέπεια, η επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως έγινε κατά παράβαση των διατάξεων και των διαδικασιών περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, οπότε δεν είναι νόμιμη.

113    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τον λόγο αυτόν, η Ελληνική Δημοκρατία αποσκοπεί να αποδείξει την προσβολή των διαδικαστικών της εγγυήσεων και των δικαιωμάτων της άμυνας εκ μέρους της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Στο πλαίσιο της σχετικής εξετάσεως πρέπει να εξακριβωθεί αν, εν προκειμένω, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως, η Επιτροπή έθιξε τις διαδικαστικές εγγυήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως αυτές προβλέπονται από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95 και ερμηνεύονται από τη νομολογία, και αν προσέβαλε, ενδεχομένως, τα δικαιώματα άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας.

114    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95, όπως τροποποιήθηκε ιδίως με τον κανονισμό (EK) 2245/1999 της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 1999 (ΕΕ L 273, σ. 5), η Επιτροπή, μετά τη διεξαγωγή έρευνας και σε περίπτωση που κρίνει ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης, πρέπει να ανακοινώνει τα αποτελέσματα των ελέγχων της στο κράτος μέλος και να υποδεικνύει τα διορθωτικά μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν προκειμένου να διασφαλιστεί στο μέλλον η τήρηση των κανόνων αυτών.

115    Σύμφωνα με τη νομολογία, η εν λόγω «γραπτή ανακοίνωση» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής πρέπει να καθιστά πλήρως γνωστές στην οικεία κυβέρνηση τις επιφυλάξεις της Επιτροπής, ώστε να επιτελείται η προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη προειδοποιητική λειτουργία της εν λόγω ανακοινώσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Ιανουαρίου 2002, C-170/00, Φινλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-1007, σκέψη 34 και της 7ης Οκτωβρίου 2004, C-153/01, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-9009, σκέψη 93).

116    Επομένως, το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95 επιβάλλει η παρατυπία που προσάπτεται στο οικείο κράτος μέλος να εκτίθεται με επαρκή σαφήνεια στη γραπτή ανακοίνωση που προβλέπει το πρώτο εδάφιο της εν λόγω διατάξεως, ώστε το ως άνω κράτος να έχει πλήρη γνώση περί αυτής. Συναφώς, ανακοίνωση η οποία δεν πληροί την προϋπόθεση αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως γραπτή ανακοίνωση υπό την έννοια της ίδιας διατάξεως.

117    Επιπλέον, η μη τήρηση αυτής της προϋποθέσεως που επιβάλλει το εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 1, καθιστά άνευ περιεχομένου τη διαδικαστική εγγύηση την οποία παρέχουν στα κράτη μέλη το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93) και το άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999 και η οποία περιορίζει χρονικά τις δαπάνες οι οποίες μπορούν να αποτελούν αντικείμενο απορρίψεως χρηματοδοτήσεως εκ μέρους του ΕΓΤΠΕ (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Ιουνίου 2002, C-158/00, Λουξεμβούργο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-5373, σκέψη 24, και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 70).

118    Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95 πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το ως άνω άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 729/70 και το άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999, κατά τα οποία η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείει από τη χρηματοδότηση δαπάνες που ανατρέχουν σε διάστημα προγενέστερο των 24 μηνών προ της γραπτής ανακοινώσεως των αποτελεσμάτων των ελέγχων στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Επομένως, η γραπτή ανακοίνωση την οποία προβλέπει το εν λόγω άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, συνιστά προειδοποίηση ότι οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των 24 μηνών προ της ανακοινώσεως αυτής μπορούν να αποκλειστούν από τη χρηματοδότηση του ΕΓΤΠΕ, και αποτελεί ως εκ τούτου στοιχείο αναφοράς για τον υπολογισμό της σχετικής προθεσμίας των 24 μηνών.

119    Κατά συνέπεια, προκειμένου να επιτελεί την προειδοποιητική λειτουργία της, ιδίως με γνώμονα το εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 729/70 και το άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999, η ανακοίνωση περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95 πρέπει να προσδιορίζει εξαρχής με επαρκή σαφήνεια όλες τις παρατυπίες που προσάπτονται στο οικείο κράτος μέλος οι οποίες στήριξαν σε τελική ανάλυση τη διενεργηθείσα δημοσιονομική διόρθωση. Μόνο μια τέτοια ανακοίνωση εγγυάται ότι το οικείο κράτος λαμβάνει πλήρη γνώση των επιφυλάξεων της Επιτροπής υπό την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου που μνημονεύθηκε στη σκέψη 115 της παρούσας αποφάσεως και μπορεί να αποτελεί στοιχείο αναφοράς για τον υπολογισμό της προθεσμίας των 24 μηνών την οποία προβλέπουν το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 729/70 και το άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999.

120    Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή σημείωσε, ιδίως στο σημείο 1.1 του εγγράφου της 19ης Ιουλίου 2006, απευθυνόμενου στην Ελληνική Δημοκρατία βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, με τίτλο «Αναγνώριση αγροτεμαχίων», ότι, παρά τις διαπιστωθείσες βελτιώσεις σε σχέση με τις προηγούμενες αποστολές ελέγχου, παρατηρήθηκαν ορισμένες ελλείψεις στο πλαίσιο του γεωργοπεριβαλλοντικού επιμέρους μέτρου «Βιολογική γεωργία». Συναφώς, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπίστωσαν ότι, σε τρεις αιτήσεις προς χορήγηση ενισχύσεως, το αγροτεμάχιο προσδιοριζόταν σε σχέση με τη θέση του, αλλά οι αιτήσεις προς χορήγηση ενισχύσεως συνοδεύονταν πάντοτε από επίσημο αντίγραφο της βάσεως δεδομένων του ΟΣΔΕ (δήλωση ΟΣΔΕ), όπου εχρησιμοποιείτο ο δεκατριψήφιος κωδικός αναγνωρίσεως αγροτεμαχίων. Στη συνέχεια, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να βελτιώσουν το σύστημά τους, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ακριβής αναγνώριση των αγροτεμαχίων και των ζώων ατομικά στο πλαίσιο των αιτήσεων χορηγήσεως ενισχύσεως για όλα τα μέτρα αγροτικής αναπτύξεως που συνδέονται με την επιφάνεια, σύμφωνα με το άρθρο 66 του κανονισμού (EK) 817/2004 της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) (ΕΕ L 153, σ. 30).

121    Εξάλλου, όσον αφορά το σημείο 2.1 του εγγράφου αυτού, με τίτλο «Διασταυρούμενοι έλεγχοι με τη βάση δεδομένων ΟΣΔΕ», η Επιτροπή διαπίστωσε βελτιώσεις σε σχέση με τις προηγούμενες αποστολές ελέγχου. Σημείωσε, επιπλέον, ότι οι εξεταζόμενες αιτήσεις προς χορήγηση ενισχύσεως συνοδεύονταν πάντοτε από την επίσημη δήλωση ΟΣΔΕ, σχετικά με την οποία είχαν πραγματοποιηθεί διασταυρωτικοί έλεγχοι. Επιπλέον, τόνισε ότι πριν από την πληρωμή των ενισχύσεων είχαν ληφθεί αποδεικτικά στοιχεία των μηχανογραφημένων διασταυρωτικών ελέγχων. Εντούτοις, συνήγαγε με βάση αποδεικτικά στοιχεία που είχαν συλλεγεί σε προηγούμενες αποστολές ελέγχου ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται σημαντικές ελλείψεις όσον αφορά το ΟΣΔΕ. Επομένως, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής αναγνώρισαν μεν τις προσπάθειες που κατέβαλλαν οι ελληνικές αρχές, υπενθυμίζοντάς τους όμως παράλληλα ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται σημαντικές ελλείψεις στο πλαίσιο της λειτουργίας του ΟΣΔΕ στην Ελλάδα.

122    Με έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 2006 η Ελληνική Δημοκρατία κατέθεσε παρατηρήσεις για το έγγραφο της 19ης Ιουλίου 2006, στο πλαίσιο των οποίων η ίδια ούτε αντέδρασε ούτε ζήτησε διευκρινίσεις όσον αφορά τις ελλείψεις του ΟΣΔΕ περί των οποίων έκανε λόγο η Επιτροπή. Περιορίστηκε να επαναλάβει ότι οι υπάλληλοι της Επιτροπής που είχαν διενεργήσει τους ελέγχους, αφενός, αναγνώρισαν τις σημαντικές προσπάθειες προς βελτίωση των συστημάτων ελέγχου και, αφετέρου, διαπίστωσαν ότι είχαν πραγματοποιηθεί όλοι οι απαιτούμενοι διασταυρωτικοί έλεγχοι μεταξύ των αιτήσεων ενισχύσεως και της βάσεως δεδομένων του ΟΣΔΕ όσον αφορά τα σχετικά μέτρα.

123    Η Επιτροπή, με το από 29 Ιανουαρίου 2007 έγγραφό της με το οποίο κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία σε διμερή σύσκεψη, ανέφερε μεν τους διοικητικούς ελέγχους, ιδίως τους διασταυρωτικούς ελέγχους με τη βάση δεδομένων του ΟΣΔΕ, μεταξύ των ζητημάτων που επρόκειτο να αποτελέσουν το αντικείμενο συζητήσεως και για τα οποία μπορούσαν να υποβληθούν συμπληρωματικές πληροφορίες και αναγνώρισε τις σημειωθείσες προόδους στον τομέα αυτό, υπενθύμισε όμως παράλληλα, στη συνέχεια, ότι η γενική θέση των υπηρεσιών της ήταν ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται σημαντικές ελλείψεις σχετικά με το ΟΣΔΕ στην Ελλάδα. Όσον αφορά την αναγνώριση των αγροτεμαχίων, η Επιτροπή, αφενός, εξέφρασε τη διαφωνία της με τη θέση των ελληνικών αρχών ότι, στην Ελλάδα, τα αγροτεμάχια τα οποία αφορούσαν τα γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα ή τα μέτρα περί μειονεκτικών ζωνών αναγνωρίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 66, παράγραφος 4, του κανονισμού 817/2004 και, αφετέρου, υπογράμμισε ότι οι υπηρεσίες της έκριναν ανεπαρκή την αναγνώριση αγροτεμαχίων στις αιτήσεις προς χορήγηση ενισχύσεως που συνδέονταν με το σχετικό γεωργοπεριβαλλοντικό μέτρο.

124    Στα πρακτικά της διμερούς συσκέψεως, που πραγματοποιήθηκε την 1η Μαρτίου 2007, που διαβιβάστηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία με έγγραφο της 7ης Μαΐου 2007, η Επιτροπή επανέλαβε τη θέση της ότι η αναγνώριση των αγροτεμαχίων σε σχέση με το ως άνω γεωργοπεριβαλλοντικό μέτρο ήταν ανεπαρκής και κάλεσε τις ελληνικές αρχές να της διαβιβάσουν, για καθέναν από τους νομούς που ελέγχθηκαν, δέκα αιτήσεις προς χορήγηση ενισχύσεως που υποβλήθηκαν από δικαιούχους του σχετικού μέτρου το 2006. Όσον αφορά τους διασταυρωτικούς ελέγχους με τη βάση δεδομένων του ΟΣΔΕ, οι υπηρεσίες της Επιτροπής υπενθύμισαν τις ελλείψεις του ΣΑΑ και του ΟΣΔΕ που διαπιστώθηκαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο των διαφόρων ελέγχων που είχαν διενεργηθεί. Η Επιτροπή έκανε επίσης λόγο περί της διαφωνίας των ελληνικών αρχών όσον αφορά τον γενικό χαρακτήρα της εκφρασθείσας από την ίδια θέσεως, η οποία, κατ’ αυτές, δεν μπορεί να αποτελεί βάση για την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως. Κατέληξε ότι, βάσει όλων των συλλεγεισών πληροφοριών, δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει τον πραγματικό κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ, αλλά οι διαπιστωθείσες ελλείψεις σε σχέση με την αναγνώριση των αγροτεμαχίων, το ΟΣΔΕ, τις εκθέσεις ελέγχου, τους επιτόπιους ελέγχους και τις γεωργικές πρακτικές έπρεπε να λογίζονται ως ελλείψεις βασικών ελέγχων, επιφέρουσες διόρθωση 5 % για τις δαπάνες που είχαν δηλωθεί στο πλαίσιο των σχετικών μέτρων. Εντούτοις, προσέθεσε ότι η τελική εκτίμηση του κινδύνου για το ΕΓΤΠΕ θα στηριζόταν στις συμπληρωματικές πληροφορίες που θα παρείχαν οι ελληνικές αρχές.

125    Τέλος, κατόπιν της υποβολής συμπληρωματικών πληροφοριών από την Ελληνική Δημοκρατία μετά τη διμερή σύσκεψη, η Επιτροπή, με έγγραφο της 4ης Απριλίου 2008, γνωστοποίησε τα συμπεράσματά της στην Ελληνική Δημοκρατία, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006. Με το έγγραφο αυτό η Επιτροπή παρέσχε όντως διευκρινίσεις σχετικά με τις ελλείψεις του ΣΑΑ και του ΟΣΔΕ περί των οποίων είχε κάνει λόγο με προγενέστερα έγραφά της.

126    Ειδικότερα, η Επιτροπή ανέφερε ότι διάφοροι έλεγχοι των υπηρεσιών της είχαν αποκαλύψει ελλείψεις στη λειτουργία του ΟΣΔΕ στην Ελλάδα, οι οποίες, σύμφωνα με το παράρτημα 8 του εγγράφου της AGRI/17933/2000, έπρεπε να λογίζονται ως ελλείψεις βασικών ελέγχων, με επιπτώσεις επί των δαπανών αγροτικής αναπτύξεως στο πλαίσιο των συνδεόμενων με την έκταση μέτρων «ε΄ (μειονεκτικές περιοχές)», «στ΄ (γεωργοπεριβάλλον)» και «η΄ (δάσωση γεωργικής γης)», δεδομένου ότι οι πληρωμές στο πλαίσιο των μέτρων αυτών πραγματοποιήθηκαν με διασταύρωση των στοιχείων που προέρχονταν από το ΣΑΑ. Τόνισε, ακόμη, ότι, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις των υπηρεσιών της, υφίσταντο σοβαρές και συνεχείς ελλείψεις του ΣΑΑ όσον αφορά τα δημοσιονομικά έτη 2005 και 2006 και ότι, κατά συνέπεια, το ΟΣΔΕ στην Ελλάδα δεν λειτουργούσε πλήρως κατά τη διάρκεια της περιόδου της έρευνας.

127    Οι ελλείψεις του ΣΑΑ περί των οποίων κάνει λόγο η Επιτροπή στο έγγραφό της της 4ης Απριλίου 2008 αφορούν, πρώτον, το ηλεκτρονικό σύστημα γεωγραφικής πληροφόρησης το οποίο δεν ήταν σύμφωνο προς το επιβαλλόμενο βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού (EK) 1782/2003 του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2003, για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τα καθεστώτα άμεσης στήριξης στα πλαίσια της κοινής γεωργικής πολιτικής και για τη θέσπιση ορισμένων καθεστώτων στήριξης για τους γεωργούς και για την τροποποίηση των κανονισμών (EΟK) 2019/93, (EK) 1452/2001, (EK) 1453/2001, (EK) 1454/2001, (EK) 1868/94, (EK) 1251/1999, (EK) 1254/1999, (EK) 1673/2000, (EΟK) 2358/71 και (EK) 2529/2001 (ΕΕ L 270, σ. 1), και στο οποίο δεν είχε πρόσβαση το σύνολο των γεωργών και γεωργικών ενώσεων· δεύτερον, την παλαιότητα των χρησιμοποιούμενων ορθοφωτογραφιών για το 90 % των αγροτεμαχίων· τρίτον, τις ανακριβείς πληροφορίες περί αγροτεμαχίων αναφοράς και, τέταρτον, την ασυμφωνία των αγροτεμαχίων προς το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού (EK) 796/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή της πολλαπλής συμμόρφωσης, της διαφοροποίησης και του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης και ελέγχου που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1782/2003 (ΕΕ L 141, σ. 18), με αποτέλεσμα οι διασταυρωτικοί έλεγχοι να καθίστανται αναποτελεσματικοί και ελλιπείς.

128    Πρέπει να σημειωθεί, ακόμη, ότι η Επιτροπή τόνισε ότι οι ανωτέρω ελλείψεις είχαν γνωστοποιηθεί στις ελληνικές αρχές με έγγραφα της 23ης Μαρτίου 2006 και της 6ης Ιουνίου 2007.

129    Εξάλλου, οι ως άνω διαπιστώσεις επανελήφθησαν στα σημεία 17.2.1 και 17.2.2 της συνοπτικής εκθέσεως, ενώ οι κατ’ αποκοπή διορθώσεις ύψους 10 % στο πλαίσιο των μέτρων που βασίζονταν στην έκταση στηρίχθηκαν κατά ένα μέρος στις ελλείψεις του ΟΣΔΕ τα δημοσιονομικά έτη 2005 και 2006.

130    Απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή προσκόμισε τα έγγραφα της 23ης Μαρτίου 2006 και της 6ης Ιουνίου 2007 που είχαν διαβιβαστεί στις ελληνικές αρχές. Από τα ως άνω έγγραφα προκύπτει, όπως εξάλλου υποστήριξε η Ελληνική Δημοκρατία, ότι αυτά δεν αφορούν την έρευνα με τα στοιχεία RDG/2006/006/GR σχετική με τα μέτρα και τις περιόδους για τα οποία και τις οποίες διενεργήθηκε έλεγχος. Πράγματι, τα έγγραφα αυτά αφορούν, αντιστοίχως, την έρευνα με τα στοιχεία AA/2005/05 σχετική με τις αροτραίες καλλιέργειες και τις έρευνες με τα στοιχεία AA/2006/14 και AA/2007/06 σχετικές με τις ενισχύσεις στην επιφάνεια. Τα εν λόγω έγγραφα αποτελούν, στο πλαίσιο των ερευνών αυτών, την πρώτη ανακοίνωση που απευθυνόταν στις ελληνικές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95 και το άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 885/2006 και περιλαμβάνουν σε παράρτημα τις παρατηρήσεις και τις αιτήσεις παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών σε σχέση με τις αποστολές ελέγχου που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, από τις 10 μέχρι τις 14 Απριλίου 2005 σχετικά με την έρευνα με τα στοιχεία AA/2005/05, την οποία αφορά το πρώτο έγγραφο, από τις 5 μέχρι τις 12 Οκτωβρίου 2006 καθώς και από τις 27 Φεβρουαρίου μέχρι την 1η Μαρτίου 2007 σχετικά με τις έρευνες με τα στοιχεία AA/2006/14 και AA/2007/06, τα οποία αφορά το δεύτερο έγγραφο.

131    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη όσων επιτάσσει η νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 115 έως 119 ανωτέρω για το επίπεδο ακρίβειας της ανακοινώσεως περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το έγγραφο της 19ης Ιουλίου 2006, που ήταν η πρώτη ανακοίνωση βάσει της διατάξεως αυτής στο πλαίσιο της έρευνας με τα στοιχεία RDG/2006/006/GR, παρέσχε στις ελληνικές αρχές τη δυνατότητα να λάβουν πλήρη γνώση της παρατυπίας που τους προσαπτόταν όσον αφορά τις ελλείψεις του ΟΣΔΕ. Πράγματι, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, το έγγραφο αυτό της Επιτροπής αναφερόταν πολύ αόριστα και γενικά στις εν λόγω ελλείψεις.

132    Κατά συνέπεια, διευκρινίζοντας τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η λειτουργία του ΟΣΔΕ και το ΣΑΑ παρουσίαζαν ελλείψεις στην Ελλάδα μόλις μετά τη διμερή σύσκεψη, η Επιτροπή προσέβαλε τα διαδικαστικά δικαιώματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

133    Εντούτοις, και σύμφωνα με πάγια νομολογία, η προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως παρά μόνον αν υφίστατο το ενδεχόμενο να είχε διαφορετική έκβαση η διοικητική διαδικασία εξαιτίας της παρατυπίας αυτής, θίγοντας με τον τρόπο αυτόν συγκεκριμένα δικαιώματα άμυνας της Ελληνικής Δημοκρατίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 31ης Ιανουαρίου 2012, T-206/08, Ισπανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι, αν δεν υφίστατο η παρατυπία που διαπιστώθηκε στη σκέψη 131 ανωτέρω, η έκβαση της διαδικασίας θα μπορούσε να είναι διαφορετική.

134    Επομένως, παρά την προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της επίμαχης διοικητικής διαδικασίας που διαπιστώθηκε στη σκέψη 132 ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να ακυρωθεί για τον λόγο αυτόν.

135    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο παρών λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και σε έλλειψη αιτιολογίας

136    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, όσον αφορά τις ελλείψεις του ΟΣΔΕ, ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής πεπλανημένως και με πλημμελή αιτιολογία έκριναν ότι οι αποδιδόμενες στο ΣΑΑ ελλείψεις ήταν τέτοιας φύσεως και εκτάσεως ώστε να επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των διασταυρωτικών ελέγχων που συνδέονται με τα μέτρα αγροτικής αναπτύξεως και ότι συνιστούσαν κίνδυνο για τις επίμαχες πληρωμές κατά τις σχετικές περιόδους. Παρατηρεί, εξάλλου, ότι, πλην σχετικών συνοπτικών αναφορών, το έγγραφο συμβιβασμού δεν περιλαμβάνει, επ’ αυτού, ουδεμία εξειδικευμένη διαπίστωση, κρίση ή αιτιολογία.

–       Επί των ελλείψεων του ΟΣΔΕ

137    Πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, η σημασία της λειτουργίας ενός αξιόπιστου συστήματος αναγνωρίσεως αγροτεμαχίων. Πράγματι, η αναγνώριση των αγροτεμαχίων αποτελεί βασικό στοιχείο για την ορθή εφαρμογή καθεστώτος ενισχύσεων που συνδέεται με την έκταση. Η έλλειψη αξιόπιστου συστήματος αναγνωρίσεως αγροτεμαχίων συνεπάγεται αφ’ εαυτής υψηλό κίνδυνο ζημίας σε βάρος του προϋπολογισμού της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T-243/05, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-3475, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

138    Πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι το άρθρο 18 του κανονισμού 1782/2003 απαιτεί τη δημιουργία ενός ΣΑΑ και ότι, κατά το άρθρο 20 του κανονισμού αυτού, το εν λόγω σύστημα στηρίζεται σε χάρτες και σε έγγραφα του κτηματολογίου, καθώς και σε άλλες χαρτογραφικές αναφορές. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται στηρίζονται σε ηλεκτρονικό σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών το οποίο περιλαμβάνει κατά προτίμηση κάλυψη με ορθοεικόνιση από τον αέρα ή από το διάστημα μέσω ενός ομοιογενούς κριτηρίου διασφαλίζοντος ακρίβεια τουλάχιστον ισοδύναμη με αυτή της χαρτογραφήσεως σε κλίμακα 1:10 000. Κατά συνέπεια, όλα τα αγροτεμάχια πρέπει να προσδιορίζονται σύμφωνα με το σύστημα αυτό (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 31ης Μαρτίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

139    Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 796/2004, που ισχύει στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, «το [ΣΑΑ] που αναφέρεται στο άρθρο 20 του κανονισμού […] 1782/2003 λειτουργεί σε επίπεδο αγροτεμαχίου αναφοράς, όπως είναι το ενταγμένο στο κτηματολόγιο αγροτεμάχιο ή το γεωτεμάχιο καλλιέργειας, το οποίο εξασφαλίζει ενιαίο προσδιορισμό της ταυτότητας κάθε αγροτεμαχίου αναφοράς. Επιπλέον, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την αξιόπιστη αναγνώριση των αγροτεμαχίων και απαιτούν ιδίως η ενιαία αίτηση να συνοδεύεται από τα στοιχεία ή τα έγγραφα που έχει καθορίσει η αρμόδια αρχή και που επιτρέπουν τον εντοπισμό και τη μέτρηση κάθε αγροτεμαχίου […]».

140    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 796/2004, το κράτος μέλος εξασφαλίζει ότι, όσον αφορά τουλάχιστον το 75 % των αγροτεμαχίων αναφοράς που αποτελούν αντικείμενο αιτήσεως ενισχύσεως, τουλάχιστον το 90 % της αντίστοιχης εκτάσεως είναι επιλέξιμο σύμφωνα με το καθεστώς ενιαίας ενισχύσεως. Η εκτίμηση αυτή γίνεται σε ετήσια βάση με χρησιμοποίηση των κατάλληλων στατιστικών μεθόδων.

141    Τέλος, κατά το άρθρο 66, παράγραφοι 2 και 4, του κανονισμού 817/2004, όταν μέτρο στήριξης της αγροτικής αναπτύξεως εφαρμόζεται σε εκτάσεις, τα αγροτεμάχια αναγνωρίζονται ατομικά, σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 20 του κανονισμού 1782/2003.

142    Εν προκειμένω, από το σημείο 17.2.1 της συνοπτικής εκθέσεως προκύπτει ότι διάφοροι έλεγχοι που πραγματοποιήθηκαν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής αποκάλυψαν σοβαρές και συνεχείς αδυναμίες στη λειτουργία του ΟΣΔΕ στην Ελλάδα οι οποίες είχαν αντίκτυπο στις δαπάνες αγροτικής ανάπτυξης που συνδέονται με τα ανά περιοχή μέτρα «ε΄ (μειονεκτικές περιοχές)», «στ΄ (γεωργοπεριβάλλον)» και «η΄ (δάσωση γεωργικής γης)», καθώς οι πληρωμές για τα εν λόγω στηριζόμενα στην έκταση μέτρα πραγματοποιούνταν βάσει των διασταυρωτικών ελέγχων σε σχέση με τις πληροφορίες του ΣΑΑ.

143    Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι σοβαρές ανωμαλίες που διαπιστώθηκαν στο ΣΑΑ παρεμπόδιζαν την αποτελεσματική διενέργεια των ηλεκτρονικών διασταυρωτικών ελέγχων. Ο εν λόγω βασικός έλεγχος, όπως αυτός περιγράφεται στο έγγραφο VI/5330/97, συνιστά σοβαρή έλλειψη και προκάλεσε όντως κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ. Επιπλέον, η έλλειψη αυτή είχε γνωστοποιηθεί επανειλημμένα στις ελληνικές αρχές στο παρελθόν, χωρίς αυτές να λάβουν ικανοποιητικά μέτρα. Η Επιτροπή συνήγαγε ότι, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι δεν επήλθε στο ΣΑΑ καμία ουσιαστική βελτίωση όσον αφορά το δημοσιονομικό έτος 2004 για το οποίο επιβλήθηκε ποσοστό διορθώσεως 5 %, έπρεπε να επιβληθεί κατ’ αποκοπή διόρθωση 10 % για τις δαπάνες στην Ελλάδα που δηλώθηκαν στο πλαίσιο των βασιζόμενων στην έκταση μέτρων «ε΄ (μειονεκτικές περιοχές)», «στ΄ (γεωργοπεριβάλλον)» –πλην των δαπανών που είχαν δηλωθεί στο πλαίσιο του επιμέρους γεωργοπεριβαλλοντικού μέτρου «Προστασία απειλούμενων ειδών», οι οποίες δεν εξαρτώντο από τις δηλωθείσες εκτάσεις και οι οποίες δεν επηρεάζονταν ευθέως από τις ελλείψεις του ΟΣΔΕ/ΣΑΑ– και «η΄ (δάσωση γεωργικής γης)» για τα δημοσιονομικά έτη 2005 και 2006.

144    Όσον αφορά το μέτρο «η΄ (δάσωση γεωργικής γης)», μολονότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής αναγνώρισαν ότι είχαν περιοριστεί οι επιπτώσεις των ελλείψεων του ΟΣΔΕ, σε ορισμένο βαθμό, από τους επιτόπιους ελέγχους που διενεργούνταν στο 100 % των αιτήσεων ενισχύσεως για τη δάσωση, εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι οι εν λόγω έλεγχοι δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν πλήρως την έλλειψη διασταυρωτικών ελέγχων με το ΟΣΔΕ, τις ελλείψεις στην πρόσφορη αναγνώριση των αγροτεμαχίων και τις άλλες ελλείψεις του συστήματος ΟΣΔΕ που είχαν διαπιστωθεί για την περίοδο την οποία αφορά ο σχετικός έλεγχος. Πάντως, δεδομένου ότι η Επιτροπή έκρινε ότι οι πληρωμές στο πλαίσιο του επιμέρους στοιχείου «επενδύσεις» του μέτρου «η΄ (δάσωση γεωργικής γης)» δεν εξαρτώντο από τις σχετικές με τα αγροτεμάχια πληροφορίες του ΟΣΔΕ και δεδομένου ότι δεν είχε διαπιστωθεί κανένα σημαντικό κενό σε αυτό, πρότεινε τη μείωση του ύψους της κατ’ αποκοπή διορθώσεως σε 5 % για τις δαπάνες που είχαν δηλωθεί βάσει του νέου καθεστώτος 2000-2006 για το μέτρο «η΄ (δάσωση γεωργικής γης)».

145    Πρέπει να σημειωθεί ότι το προβλεπομένο σύστημα αναγνωρίσεως των εκτάσεων πρέπει να χρησιμοποιείται για τα μέτρα αγροτικής αναπτύξεως όταν αυτά αποτελούν το αντικείμενο αιτήσεως ενισχύσεως, πράγμα το οποίο, κατά τα λοιπά, δεν αμφισβητεί η Ελληνική Δημοκρατία.

146    Όμως η Επιτροπή, μολονότι διαπίστωσε, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, ότι οι αιτήσεις ενισχύσεως στο πλαίσιο του επιμέρους γεωργοπεριβαλλοντικού μέτρου «Βιολογική γεωργία» συνοδεύονταν από επίσημο απόσπασμα από τη βάση δεδομένων ΟΣΔΕ, όπου για την αναγνώριση των αγροτεμαχίων γινόταν χρήση του ενιαίου δεκατριψήφιου κωδικού, συνήγαγε, παρά ταύτα, ότι τόσο οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως όσο και οι οργανισμοί πιστοποιήσεως βιολογικής γεωργίας αναφέρονταν πάντοτε στα αγροτεμάχια σε συνάρτηση με τη θέση τους και την έκτασή τους. Η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτού ότι η αναγνώριση των αγροτεμαχίων στο πλαίσιο των αιτήσεων ενισχύσεως σχετικά με το εν λόγω μέτρο ήταν ανεπαρκής, καθόσον δεν ήταν ακριβής και ατομική, όπως επιτάσσει το άρθρο 66 του κανονισμού 817/2004. Η Επιτροπή επανέλαβε, κατά τα λοιπά, το ως άνω συμπέρασμα με την από 4 Απριλίου 2008 επίσημη ανακοίνωση βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 885/2006.

147    Η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται, συναφώς, ότι οι ελληνικές αρχές απέδειξαν ότι η αναγνώριση των αγροτεμαχίων όσον αφορά το επιμέρους γεωργοπεριβαλλοντικό μέτρο «Βιολογική γεωργία» στηριζόταν στον δεκατριψήφιο κωδικό που παρέχει τη δυνατότητα αναγνωρίσεως των αγροτεμαχίων στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ, όπως προκύπτει από τις τριάντα αιτήσεις ενισχύσεως οι οποίες υποβλήθηκαν το 2006 στο πλαίσιο του οικονομικού έτους 2005 από τους τρεις νομούς οι οποίοι αποτέλεσαν το αντικείμενο επιτόπιου ελέγχου και οι οποίες διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή ως παράρτημα του εγγράφου της 2ας Ιουλίου 2007. Εξάλλου, υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο των ελέγχων αυτών, χρησιμοποιήθηκαν νέα έντυπα, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις ελέγχου που συντάχθηκαν για καθέναν από τους τρεις νομούς όσον αφορά το δημοσιονομικό έτος 2005.

148    Απαντώντας σε αίτημα του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, βάσει του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε τις εκθέσεις ελέγχου οι οποίες αντιστοιχούν, κατ’ αυτήν, στους ελέγχους που διενεργήθηκαν το 2006. Όμως, καίτοι από τις εκθέσεις αυτές προκύπτει ότι τα ελεγχθέντα αγροτεμάχια προσδιορίζονταν με τον δεκατριψήφιο κωδικό που παρέχει τη δυνατότητα αναγνωρίσεως των αγροτεμαχίων στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ και μολονότι δεν αμφισβητείται ότι οι εν λόγω εκθέσεις συντάχθηκαν κατόπιν επιτόπιων ελέγχων που διενεργήθηκαν το 2006, οι διάδικοι δεν φαίνεται να συμφωνούν για το δημοσιονομικό έτος το οποίο αφορούν οι εκθέσεις αυτές.

149    Πράγματι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι αφορούσαν το δημοσιονομικό έτος 2007, το οποίο δεν είναι κρίσιμο εν προκειμένω.

150    Εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω εκθέσεις αφορούν το κρίσιμο δημοσιονομικό έτος, απλώς και μόνο λόγω της χρησιμοποιήσεως του δεκατριψήφιου κώδικα που παρέχει τη δυνατότητα αναγνωρίσεως των αγροτεμαχίων στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ, οι εκθέσεις αυτές δεν αποδεικνύουν ότι η αναγνώριση των αγροτεμαχίων ήταν αξιόπιστη, ακριβής και σύμφωνη προς τους εφαρμοστέους κανονισμούς.

151    Ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι είχαν διενεργηθεί ηλεκτρονικοί διασταυρωτικοί έλεγχοι των αιτήσεων ενισχύσεων σχετικά με τα δηλωθέντα αγροτεμάχια, προς αποφυγή του ενδεχομένου αχρεώστητης πολλαπλής καταβολής της ενισχύσεως για το ίδιο ημερολογιακό έτος ή την ίδια περίοδο εμπορίας και προς αποφυγή κάθε παράτυπης σωρεύσεως ενισχύσεων χορηγούμενων βάσει καθεστώτων κοινοτικών ενισχύσεων για τις οποίες προβλέπεται η υποβολή δηλώσεων σχετικά με την έκταση.

152    Όσον αφορά τη δάσωση γεωργικής γης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι ελλείψεις του ΟΣΔΕ αμβλύνθηκαν χάρη στο ποσοστό επιτόπιων ελέγχων 100 % όσον αφορά τις σχετικές αιτήσεις ενισχύσεως και μείωσε το προτεινόμενο ποσοστό διορθώσεως από 10 % σε 5 %, ως προς τις δαπάνες που είχαν δηλωθεί στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος. Όμως, οι επιτόπιοι έλεγχοι, ακόμα και στο σύνολο των δικαιούχων, δεν παρέχουν, αυτοί μόνο, τη δυνατότητα εξακριβώσεως της επιλεξιμότητας των αιτήσεων ενισχύσεως και καλύψεως της ελλείψεως ηλεκτρονικών διασταυρωτικών ελέγχων με το ΟΣΔΕ, οι οποίοι έχουν ως σκοπό τον εντοπισμό ενδεχόμενων παρατυπιών.

153    Επομένως, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή κακώς διαπίστωσε ελλείψεις του ΟΣΔΕ και επέβαλε διόρθωση στο πλαίσιο του μέτρου «η΄ (δάσωση γεωργικής γης)» πρέπει να απορριφθεί. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δέχεται ότι το ΟΣΔΕ δεν ήταν πλήρως λειτουργικό. Επιπλέον, το ΣΑΑ δεν συμφωνούσε πλήρως με το άρθρο 20 του κανονισμού 1782/2003, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 796/2004, κατά την επίμαχη περίοδο. Ελλείψει παρόμοιων αποτελεσματικών και πλήρως λειτουργικών συστημάτων, τα οποία επιτάσσουν οι κανόνες της Ένωσης και τα οποία συνιστούν ουσιώδη στοιχεία των προβλεπομένων ελέγχων, δεν είναι εφικτή η ορθή διεξαγωγή των διασταυρωτικών ελέγχων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 31ης Μαρτίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψη 65).

154    Όσον αφορά την αιτίαση που στηρίζεται σε ανεπαρκή αιτιολογία του συμπεράσματος της Επιτροπής ότι οι ελλείψεις του ΣΑΑ είχαν ως αποτέλεσμα να θίξουν την αποτελεσματικότητα των διασταυρωτικών ελέγχων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, διότι, όπως παραδέχθηκε η Ελληνική Δημοκρατία με τα υπομνήματά της, κατά τον χρόνο αποστολής της επίσημης ανακοινώσεως των αποτελεσμάτων της έρευνας στο κράτος αυτό, με έγγραφο της 4ης Απριλίου 2008, η Επιτροπή αναφέρθηκε συνοπτικώς, αλλά με σαφήνεια, στις ελλείψεις του ΣΑΑ και του ΟΣΔΕ και σε ορισμένα έγγραφα σχετικά με την ανακοίνωση των προαναφερθεισών ελλείψεων. Η Επιτροπή διευκρίνισε, εξάλλου, ότι η αντίθετη προς το άρθρο 66, παράγραφος 4, του κανονισμού 817/2004 έλλειψη ατομικής και συγκεκριμένης αναγνωρίσεως των αγροτεμαχίων για τα οποία εζητείτο ενίσχυση καθιστούσε αδύνατο τον προσδιορισμό των σχετικών εκτάσεων και την πραγματοποίηση διασταυρωτικών ελέγχων. Οι ως άνω αναφορές στις διαπιστωθείσες ελλείψεις επαναλήφθηκαν στη συνοπτική έκθεση. Επομένως, καθόσον, όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, οι πληρωμές που συνδέονταν με τα μέτρα αγροτικής αναπτύξεως πραγματοποιούνται βάσει διασταυρωτικών ελέγχων μεταξύ των αιτήσεων προς χορήγηση ενισχύσεως και του ΟΣΔΕ, πράγμα το οποίο είναι σύμφωνο προς το άρθρο 68 του κανονισμού 817/2004 (βλ. σκέψη 151 ανωτέρω), δεν μπορεί να υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη επ’ αυτού.

155    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι σύμφωνη προς τους κανόνες περί αιτιολογήσεως που απορρέουν από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και από την παρατιθέμενη στις σκέψεις 51 και 52 ανωτέρω νομολογία, η δε αιτίαση που στηρίζεται σε ανεπαρκή αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί.

156    Τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι ορθοφωτογραφίες που χρησιμοποιούνταν ήταν παλαιές. Εντούτοις, φρονεί ότι δεν θα έπρεπε να της επιβληθεί καμία διόρθωση για τον λόγο αυτόν, λαμβανομένων υπόψη των δικαστικών εμπλοκών στο πλαίσιο της εσωτερικής εννόμου τάξεως όσον αφορά τον διαγωνισμό για την ανανέωση του υφιστάμενου χαρτογραφικού υποβάθρου της Ελλάδας, για τον οποίο είχε ενημερωθεί η Επιτροπή. Συναφώς, εκτιμά ότι η νομολογία επιτρέπει σε κράτος μέλος να αποφύγει τις δυσμενείς συνέπειες της μη εφαρμογής μέτρου της Ένωσης εφόσον ενημερώσει εγκαίρως την Επιτροπή και συνεργαστεί μαζί της για την εξεύρεση λύσεως.

157    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Πράγματι, ανεξαρτήτως του αν τέτοιες δυσχέρειες μπορούν να λογίζονται ως αντικειμενικές και ανυπέρβλητες, όπως υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, πρέπει να σημειωθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτές δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη μη ολοκλήρωση του ΟΣΔΕ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 31ης Μαρτίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψη 58).

158    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής τους εννόμου τάξεως για να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων και προθεσμιών που απορρέουν από τους κανόνες της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 81 ανωτέρω, σκέψη 45).

159    Επομένως, το γεγονός ότι η Ελληνική Δημοκρατία ενημέρωσε προηγουμένως την Επιτροπή περί των σχετικών δυσχερειών δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μη επιβολή διορθώσεως. Ομοίως, το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές έλαβαν τα μέτρα που προβλέπουν οι εφαρμοστέοι κανονισμοί προς εξασφάλιση της συμφωνίας με το ΟΣΔΕ μετά το 2006 δεν μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της διορθώσεως που επέβαλε η Επιτροπή, εφόσον υφίστατο κίνδυνος ζημίας για το ΕΓΤΠΕ.

160    Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι ήταν εσφαλμένες οι διορθώσεις που επιβλήθηκαν στο πλαίσιο των μέτρων αγροτικής αναπτύξεως «ε΄ (μειονεκτικές περιοχές)», «στ΄ (γεωργοπεριβάλλον)» και «η΄ (δάσωση γεωργικής γης)» εξαιτίας των ελλείψεων του ΟΣΔΕ.

161    Όσον αφορά την άποψη της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι ως άνω διορθώσεις είναι αντίθετες προς την αρχή της αναλογικότητας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι διασταυρωτικοί έλεγχοι με τα στοιχεία του ΟΣΔΕ είναι βασικοί έλεγχοι δυνάμει του εγγράφου AGRI/17933/2000 της Επιτροπής. Όσον αφορά τις δαπάνες που είχαν δηλωθεί στο πλαίσιο των βασιζόμενων στην έκταση μέτρων, «ε΄ (μειονεκτικές περιοχές)», «στ΄ (γεωργοπεριβάλλον)» και «η΄ (δάσωση γεωργικής γης)» για τις δαπάνες που είχαν δηλωθεί στο πλαίσιο των δημοσιονομικών ετών 2005 και 2006, πρέπει, αφενός, να υπομνησθεί ότι οι διασταυρωτικοί έλεγχοι με τα στοιχεία του ΟΣΔΕ δεν διενεργήθηκαν και, αφετέρου, να σημειωθεί ότι η εν λόγω έλλειψη βασικών ελέγχων, που δημιουργούσε κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ, γνωστοποιήθηκε επανειλημμένα στις ελληνικές αρχές χωρίς αυτές να λάβουν ικανοποιητικά μέτρα. Τέλος, όσον αφορά το μέτρο «η΄ (δάσωση γεωργικής γης)», η Επιτροπή έκρινε ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν πλήρως την έλλειψη ηλεκτρονικών διασταυρωτικών ελέγχων με το ΟΣΔΕ και ότι, επομένως, δεν αρκούσαν, μόνοι αυτοί, για να μειώσουν τον κίνδυνο που διέτρεχε το ΕΓΤΠΕ.

162    Επομένως, σύμφωνα με το έγγραφο VI/5330/97, ήταν δικαιολογημένη η διόρθωση 10 %, στο σύνολο των βασιζόμενων στην έκταση μέτρων αγροτικής αναπτύξεως για τα δημοσιονομικά έτη 2005 και 2006, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι υφίστατο μεγάλος κίνδυνος σημαντικών ζημιών για το ΕΓΤΠΕ, καθώς και του γεγονότος ότι δεν επήλθε καμία ουσιαστική βελτίωση του ΣΑΑ όσον αφορά το προηγούμενο δημοσιονομικό έτος.

163    Κατά τα λοιπά, όσον αφορά το μέτρο «η΄ (δάσωση γεωργικής γης)», το επιβληθέν ποσοστό διορθώσεως μειώθηκε σε 5 % για τις δαπάνες που είχαν δηλωθεί στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος του 2000-2006, καθόσον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 144 ανωτέρω, περιελάμβαναν μια πτυχή που δεν εξηρτάτο από τις πληροφορίες του ΟΣΔΕ περί των αγροτεμαχίων για τα οποία είχαν διαπιστωθεί σημαντικές ελλείψεις θίγουσες την αποτελεσματικότητα των διασταυρωτικών ελέγχων. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη το στοιχείο αυτό, αλλά, συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι το εν λόγω μέτρο περιελάμβανε επίσης μιαν άλλη πτυχή, η οποία στηριζόταν στις πληροφορίες του ΟΣΔΕ, έκρινε, ορθώς, ότι εξακολουθούσε να υφίσταται κίνδυνος για το ΕΓΤΠΕ.

164    Συνεπώς, η αιτίαση που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία κατά την οποία οι επιβληθείσες διορθώσεις είναι αντίθετες προς την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί των ανεξάρτητων από το ΟΣΔΕ ελλείψεων

165    Όσον αφορά τις ανεξάρτητες από το ΟΣΔΕ ελλείψεις που συνδέονται με την αγροτική ανάπτυξη, ήτοι τις ελλείψεις των εκθέσεων ελέγχου και την καθυστέρηση διενέργειας των επιτόπιων ελέγχων, από το σημείο 17.2.1 της συνοπτικής εκθέσεως προκύπτει ότι οι εκθέσεις ελέγχου, ειδικότερα για το επιμέρους γεωργοπεριβαλλοντικό μέτρο «Βιολογική γεωργία», σχετικά με το δημοσιονομικό έτος 2005, δεν κατέγραψαν όλους τους ελέγχους που διενεργήθηκαν, πράγμα το οποίο είναι αντίθετο προς στο άρθρο 28 του κανονισμού 796/2004. Επιπλέον, αναφέρεται ότι υπήρχαν ελάχιστα στοιχεία για τους επιτόπιους ελέγχους και τον έλεγχο της τηρήσεως των ορθών γεωργικών πρακτικών. Ακόμη, υπήρξε έλλειψη ελέγχων για όλες τις δεσμεύεις των δικαιούχων που υποβλήθηκαν σε έλεγχο, όπως επιτάσσει το άρθρο 69, παράγραφος 3, του κανονισμού 817/2004. Τέλος, ορισμένοι από τους επιτόπιους ελέγχους για το μέτρο «ε΄ (μειονεκτικές περιοχές)» διενεργήθηκαν με καθυστέρηση, κατά παράβαση του άρθρου 69 του κανονισμού 817/2004. Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές δεν παρέσχον κανένα στατιστικό στοιχείο ελέγχου για τα δημοσιονομικά έτη 2005 και 2006.

166    Εξάλλου, στη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι ανεξάρτητες από το ΟΣΔΕ διαπιστώσεις που συνδέονται με την αγροτική ανάπτυξη αφορούσαν την ποιότητα των βασικών ελέγχων και δικαιολογούσαν καθαυτοί, σύμφωνα με το πνεύμα του εγγράφου VI/5330/97, κατ’ αποκοπή διόρθωση 5 % στις δαπάνες που είχαν δηλωθεί στο πλαίσιο των μέτρων «ε΄ (μειονεκτικές περιοχές)» και «στ΄ (γεωργοπεριβάλλον)».

167    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 28 του κανονισμού 796/2004, που έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως, για κάθε επιτόπιο έλεγχο συντάσσεται έκθεση, η οποία καθιστά δυνατή την επισκόπηση των λεπτομερειών των ελέγχων που διενεργούνται. Η εν λόγω έκθεση αναφέρει, ιδίως, τα αγροτεμάχια που ελέγχθηκαν, τα αγροτεμάχια στα οποία πραγματοποιήθηκε μέτρηση, τα αποτελέσματα των μετρήσεων για κάθε μετρηθέν αγροτεμάχιο και τις χρησιμοποιηθείσες μεθόδους μέτρησης.

168    Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, καίτοι με το δικόγραφο της προσφυγής η Ελληνική Δημοκρατία διατείνεται ότι χρησιμοποίησε τις νέες εκθέσεις ελέγχου, από τις παρατηρήσεις της επί της πρώτης ανακοινώσεως της Επιτροπής, που υποβλήθηκαν με έγγραφο της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, καθώς και από το σημείο 3.2 των πρακτικών της διμερούς συσκέψεως, προκύπτει ότι οι ελληνικές αρχές δεν χρησιμοποιούσαν τα νέα έντυπα για τις επίμαχες περιόδους. Πράγματι, οι εν λόγω αρχές έκριναν ότι είχαν εφαρμογή τα παλαιά έντυπα και ότι, εν πάση περιπτώσει, περιελάμβαναν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία που βεβαίωναν την κατάλληλη διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων. Κατά τα λοιπά, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει επίσης ότι, όσον αφορά το επιμέρους γεωργοπεριβαλλοντικό μέτρο «Βιολογική γεωργία», παρατηρήθηκαν περιπτώσεις όπου, εκ παραδρομής, χρησιμοποιήθηκαν παλαιά έντυπα εκθέσεων αντί των νέων, που είναι πληρέστερα.

169    Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η μορφή της εκθέσεως είναι σημαντική ως απόδειξη της ποιότητας των διενεργούμενων ελέγχων, διότι βεβαιώνει ότι διάφορα στοιχεία ελέγχθηκαν με την ακρίβεια που απαιτεί ο κανονισμός 796/2004. Κατά τα λοιπά, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε καμία απόδειξη προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι τα παλαιά έντυπα πληρούσαν τους απαιτούμενους όρους με τον ίδιο τρόπο όπως και τα νέα. Ούτε το γεγονός ότι επιβλήθηκαν κυρώσεις και ότι δόθηκαν οδηγίες από τις ελληνικές αρχές σε ορισμένες περιπτώσεις, κατόπιν των ελέγχων, μπορεί να συνιστά εγγύηση ότι όλα τα περιλαμβανόμενα στις εκθέσεις στοιχεία αποτέλεσαν το αντικείμενο ελέγχου και, επομένως, ότι διενεργήθηκαν έλεγχοι υψηλής ποιότητας για τις πληρωμές στο πλαίσιο των μέτρων αγροτικής αναπτύξεως, έτσι ώστε να μη δημιουργείται κίνδυνος καταβολής αχρεωστήτων ποσών.

170    Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία παραδέχεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι επιτόπιοι έλεγχοι διενεργήθηκαν με καθυστερήσεις, αλλά οι δικαιούχοι υποβλήθηκαν σε έλεγχο στο πλαίσιο άλλων καθεστώτων ενισχύσεων, που παρείχαν επίσης τη δυνατότητα διαπιστώσεως του είδους της καλλιέργειας, της εκτάσεως και της επιλεξιμότητας των επίμαχων εκτάσεων, καθώς και του αριθμού των ζώων που είχαν δηλωθεί στην αίτηση προς χορήγηση ενισχύσεως.

171    Το άρθρο 69, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 817/2004 ορίζει, ιδίως, ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι καλύπτουν ετησίως τουλάχιστον το 5 % των δικαιούχων και όλα τα είδη μέτρων αγροτικής αναπτύξεως που προβλέπονται στα έγγραφα προγραμματισμού, καθώς και ότι καλύπτουν όλες τις υποχρεώσεις και δεσμεύσεις του δικαιούχου που είναι δυνατόν να ελεγχθούν κατά τον χρόνο της σχετικής επιθεωρήσεως.

172    Επομένως, το γεγονός ότι οι δικαιούχοι των μέτρων αγροτικής αναπτύξεως στις μειονεκτικές περιοχές υποβλήθηκαν σε έλεγχο στο πλαίσιο άλλων καθεστώτων ενισχύσεων δεν μπορεί να καλύψει τη μη τήρηση των όρων του άρθρου 69, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 817/2004. Κατά τα λοιπά, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι μπορεί να ευδοκιμήσει η άποψη της Ελληνικής Δημοκρατίας, η τελευταία δεν προσκόμισε καμία απόδειξη όσον αφορά την πραγματοποίηση των ελέγχων αυτών που να παρέχει τη δυνατότητα στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι έλεγχοι αυτοί ήταν σύμφωνοι προς τους ως άνω όρους.

173    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η Επιτροπή βασίμως απέρριψε τις σχετικές δαπάνες ως μη επιλέξιμες, διότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχων.

174    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο παρών λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Λόγοι σχετικοί με τις διορθώσεις στον τομέα της βοήθειας στους απόρους

175    Ως προς τις διορθώσεις στον τομέα της βοήθειας στους απόρους, η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει τρεις λόγους στηριζόμενους, ο πρώτος, σε παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου και, επικουρικώς, σε κατάχρηση εξουσίας, ο δεύτερος, σε εσφαλμένο υπολογισμό των μεταφορικών εξόδων και, ο τρίτος, σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (EΟK) 3149/92 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 1992, περί λεπτομερών κανόνων για τη χορήγηση τροφίμων προερχόμενων από τα αποθέματα παρέμβασης στους απόρους της Κοινότητας (ΕΕ L 313, σ. 50), καθώς και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και σε υπέρβαση των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής.

 Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου και, επικουρικώς, σε κατάχρηση εξουσίας

176    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η αρνητική στάση που έλαβε η Επιτροπή με το από 16 Δεκεμβρίου 2004 έγγραφό της όσον αφορά τη δυνατότητα αποσύρσεως μετά την προθεσμία που έτασσε ο κανονισμός 3149/92 προϊόντων προερχομένων από αποθέματα παρεμβάσεως ευρισκόμενα σε άλλες χώρες και τα οποία αφορούσε το ετήσιο σχέδιο παροχής τροφίμων προερχομένων από αποθέματα παρεμβάσεως υπέρ των απόρων της Κοινότητας, το οποίο έπρεπε να εκτελεστεί το 2004 (στο εξής: σχετικό ετήσιο σχέδιο διανομής) δεν αφορούσε τους 16 630 τόνους αναποφλοίωτου ρυζιού που ήταν αποθηκευμένοι στην Ελλάδα.

177    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι ελληνικές αρχές σχημάτισαν την πεποίθηση ότι ήταν δυνατή η εφαρμογή του σχετικού ετήσιου σχεδίου διανομής, ακόμα και μετά τη λήξη των προθεσμιών που προβλέπονταν για την αφαίρεση προϊόντων από τα αποθέματα παρεμβάσεως, λαμβανομένου υπόψη του καθαρά κοινωνικού σκοπού του εν λόγω σχεδίου. Επιπροσθέτως, υποστηρίζει ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τις πραγματικές επιπτώσεις της καθυστερημένης υλοποιήσεως του σχεδίου αυτού για τα συμφέροντα της Ένωσης. Κατ’ αυτήν, η επιβάρυνσή της με τη συνολική αξία του σχεδίου αυτού αντί για μια διόρθωση στο πλαίσιο των δαπανών αποθηκεύσεως αντίστοιχη προς τον χρόνο υπερβάσεως των προθεσμιών συνιστά παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου και, επικουρικώς, υπέρβαση των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως, ή ακόμη και κατάχρηση εξουσίας.

178    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 3149/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 1098/2001 της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 2001 (ΕΕ L 150, σ. 37), η περίοδος εκτελέσεως του ετήσιου σχεδίου παροχής τροφίμων από αποθέματα παρεμβάσεως στους απόρους της Κοινότητας αρχίζει την 1η Οκτωβρίου και λήγει στις 30 Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους. Ωστόσο, η διανομή στις φιλανθρωπικές οργανώσεις μπορεί να πραγματοποιείται έως τις 31 Οκτωβρίου του έτους εκτελέσεως του σχεδίου.

179    Όσον αφορά, πρώτον, την παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία επειδή η θέση που έλαβε η Επιτροπή με το από 16 Φεβρουαρίου 2005 έγγραφό της της δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες ότι δεν θα της επιβάλλονταν δημοσιονομικές διορθώσεις, πρέπει να υπομνησθεί ότι έχει δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κάθε διοικούμενος στον οποίο θεσμικό όργανο της Ένωσης δημιουργεί βάσιμες προσδοκίες, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλείται παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους θεσμικού οργάνου της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Απριλίου 2011, C-321/09 P, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 45).

180    Εν προκειμένω, με το έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2004, απόσπασμα του οποίου περιλαμβάνεται στο σημείο 6.1.3.2 της συνοπτικής εκθέσεως, η Επιτροπή, καταρχάς, ανέφερε στις ελληνικές αρχές ότι η καθυστερημένη αφαίρεση 1 879 τόνων αποβουτυρωμένου γάλατος σε σκόνη από τα αποθέματα παρεμβάσεως στη Γερμανία, για την οποία ζητούσαν παράταση, δεν απαιτούσε την έγκρισή της. Εντούτοις, τους υπενθύμισε ότι η απάντηση αυτή δεν προδίκαζε την εφαρμογή των σχετικών κανονισμών και την ενδεχόμενη εξέταση των σχετικών δαπανών στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών. Εξάλλου, επέμεινε επί της ανάγκης αποσύρσεως των επίμαχων προϊόντων από τα αποθέματα παρεμβάσεως χωρίς καθυστέρηση, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι επιχορηγήσεις καταβάλλονταν για το έτος 2004. Ακόμη, υπογράμμισε ότι το ίδιο ίσχυε για τα αποθηκευμένα στη Γαλλία δημητριακά και το αποθηκευμένο στην Ελλάδα ρύζι, στο πλαίσιο του σχετικού ετήσιου σχεδίου διανομής, που δεν είχαν ακόμη αφαιρεθεί από τα αποθέματα.

181    Επομένως, αντιθέτως προς τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το κράτος μέλος εντός του οποίου ήταν αποθηκευμένες οι ποσότητες προϊόντων, ούτε επέτρεψε κάποια διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά το ρύζι, περί του οποίου σαφώς πρόκειται στο έγγραφο της Επιτροπής. Εξάλλου, στο πλαίσιο της από 22 Δεκεμβρίου 2004 απαντήσεως στο έγγραφο αυτό, με την οποία οι ελληνικές αρχές έκαναν λόγο, ιδίως, περί των δυσχερειών που αντιμετώπιζαν κατά την εκτέλεση του σχετικού ετήσιου σχεδίου διανομής, οι οποίες προκαλούσαν καθυστερήσεις, και ζήτησαν τετράμηνη παράταση της προθεσμίας για την αφαίρεση των επίμαχων προϊόντων από τα αποθέματα παρεμβάσεως, ήτοι μέχρι τις 30 Απριλίου 2005, τόνισαν, χωρίς να προβαίνουν σε διάκριση μεταξύ των διαφόρων προϊόντων, ότι η Επιτροπή τούς είχε ζητήσει, με το από 16 Δεκεμβρίου 2004 έγγραφό της, να αναληφθούν από την παρέμβαση τα προϊόντα που προβλέπονταν στο πλαίσιο του εν λόγω σχεδίου μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2005.

182    Εξάλλου, απαντώντας στο τελευταίο αυτό έγγραφο, η Επιτροπή, με έγγραφο της 16ης Φεβρουαρίου 2005, υπενθύμισε εκ νέου στις ελληνικές αρχές ότι οι προθεσμίες που προβλέπει ο κανονισμός έπρεπε να τηρηθούν και ότι οι δαπάνες έπρεπε να δηλωθούν κατά τη διάρκεια του έτους το οποίο αφορούσε το σχέδιο και δεν μπορούσαν να μεταφερθούν από το ένα έτος στο άλλο. Επιπλέον, υπογράμμισε τις σοβαρές συνέπειες που έχουν οι καθυστερήσεις στην εκτέλεση των ετησίων σχεδίων διανομής οι οποίες είχαν δικαιολογήσει μια νέα τροποποίηση του κανονισμού 3149/92 προς σύντμηση της περιόδου εκτελέσεως και προς προσδιορισμό των συνεπειών των καθυστερήσεων.

183    Από την ανταλλαγή των εγγράφων αυτών και, ειδικότερα, από το έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2004 προκύπτει ότι η Επιτροπή ουδόλως επέτρεψε την καθυστερημένη αφαίρεση του ρυζιού από τα αποθέματα παρεμβάσεως, αλλά απλώς έλαβε υπό σημείωση το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές επιθυμούσαν να συνεχίσουν τη διανομή του ρυζιού που αποτελούσε μέρος του σχετικού ετήσιου σχεδίου διανομής και ήταν αποθηκευμένο στην Ελλάδα. Εξάλλου, επέστησε την προσοχή των ελληνικών αρχών επί της ενδεχόμενης εξετάσεως των δαπανών που αφορούσαν τη σχετική πράξη στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, πράγμα το οποίο συνεπαγόταν το ενδεχόμενο δημοσιονομικών διορθώσεων. Επομένως, το έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2004 δεν μπορεί να στηρίξει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της Ελληνικής Δημοκρατίας.

184    Πρέπει να υπομνησθεί, επιπλέον, ότι η τήρηση των προβλεπόμενων προθεσμιών είναι απολύτως αναγκαία για την ορθή διαχείριση των αποθεμάτων παρεμβάσεως και για τη διανομή τροφίμων στους απόρους. Επομένως, αν οι αποθηκευμένες ποσότητες δεν αφαιρούνται εμπροθέσμως, οι σχετικές δαπάνες πρέπει να βαρύνουν το εμπλεκόμενο κράτος μέλος. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με τα υπομνήματά της και όπως τούτο σημειώνεται στη συνοπτική έκθεση, οι ελληνικές αρχές έθεσαν σε εφαρμογή το σχετικό ετήσιο σχέδιο διανομής το 2005, παρατείνοντας τις πράξεις αφαιρέσεως από τα αποθέματα 16 630 τόνων ρυζιού παραδιδόμενου μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 2006 και δηλώνοντας τις σχετικές δαπάνες στο ΕΓΤΠΕ το 2006. Στο μεταξύ, οι ελληνικές αρχές συνέχισαν να εισπράττουν επιστροφές των εξόδων αποθηκεύσεως για το ρύζι μέχρι την τελική αφαίρεσή του τον Μάρτιο 2006. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό, αγνόησαν το εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι οι σχετικές ποσότητες δεν ήταν επιλέξιμες.

185    Υπό τις συνθήκες αυτές, ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους της Επιτροπής, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η θέση που αυτή έλαβε όσον αφορά την καθυστερημένη αφαίρεση ρυζιού από τα αποθέματα παρεμβάσεως και την καθυστερημένη διανομή του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες ότι δεν θα επιβάλλονταν δημοσιονομικές διορθώσεις στην Ελληνική Δημοκρατία. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που προβάλλει η τελευταία, κατά την οποία η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

186    Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διαδικασία αφαιρέσεως από τα αποθέματα παρεμβάσεως διέπεται από αυστηρές προθεσμίες, που καθορίζει ο κανονισμός 3149/92, όπως τροποποιήθηκε. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι ελληνικές αρχές, η υπέρβαση των εν λόγω προθεσμιών επιφέρει τον αποκλεισμό των σχετικών δαπανών εκτελέσεως του σχεδίου. Εν προκειμένω, καθόσον η αφαίρεση και η διανομή του ρυζιού έλαβαν χώρα σαφώς μετά τη λήξη της προθεσμίας που όριζε ο κανονισμός 3149/92, κακώς επιβαρύνθηκε το ΕΓΤΠΕ με τα συμπληρωματικά έξοδα αποθηκεύσεως μετά την 31η Οκτωβρίου 2004, ενώ τα μεταφορικά έξοδα δεν ανεγράφησαν στα αντίστοιχα δημοσιονομικά έτη. Όμως, έστω και αν οι ελληνικές αρχές έκριναν ότι ήταν δυνατό να εφαρμόσουν το σχέδιο μετά τη λήξη των προβλεπόμενων προθεσμιών, δεν μπορούν να απαιτούν από την Επιτροπή να ανεχθεί παρατυπίες στο πλαίσιο της εκτελέσεώς του και να μην τους επιβάλει καμία διόρθωση ή να επιβάλει μια περιορισμένη διόρθωση, βάσει της αρχής της ασφαλείας δικαίου (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Οκτωβρίου 2003, C-339/00, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-11757, σκέψη 81). Το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση όπου, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή είχε επιβάλει διορθώσεις για τους ίδιους λόγους στο πλαίσιο προηγούμενων δημοσιονομικών ετών.

187    Όσον αφορά, τρίτον, την αιτίαση που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία επικουρικώς, κατά την οποία η Επιτροπή, επιρρίπτοντάς της το συνολικό κόστος του προγράμματος, διέπραξε κατάχρηση εξουσίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, μια πράξη θεωρείται ως εκδοθείσα κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν από αντικειμενικές, λυσιτελείς και συγκλίνουσες ενδείξεις προκύπτει ότι εκδόθηκε με αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, πρωταρχικό σκοπό την επίτευξη στόχων διαφορετικών από αυτούς που επικαλείται το εκδόν θεσμικό όργανο ή την καταστρατήγηση διαδικασίας που προβλέπει ειδικά η Συνθήκη για την αντιμετώπιση των σχετικών περιστάσεων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2011, C-548/09 P, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

188    Όμως, εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε την ύπαρξη τέτοιων ενδείξεων. Πράγματι, δεν προσκόμισε στοιχεία ότι οι περιστάσεις που επικαλείται, αν υποτεθεί ότι αληθεύουν, προέκυψαν από τη βούληση της Επιτροπής να επιτύχει άλλους σκοπούς και όχι την εκτέλεση του σχεδίου εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, έτσι ώστε να μην υφίσταται κίνδυνος αχρεωστήτων πληρωμών.

189    Όσον αφορά την έλλειψη κινδύνου ζημιών για το ΕΓΤΠΕ, πρέπει να σημειωθεί ότι, αφενός, οι προθεσμίες τις οποίες προβλέπει ο κανονισμός 3149/92 δεν τηρήθηκαν, πράγμα το οποίο δεν αμφισβήτησε η Ελληνική Κυβέρνηση, και, αφετέρου, ότι οι βαρύνουσες το ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτικές δαπάνες πρέπει να υπολογίζονται με βάση την υπόθεση ότι η οικεία προθεσμία έχει τηρηθεί. Κατά συνέπεια, όταν οι ελληνικές αρχές προβαίνουν σε πληρωμές μετά την εκπνοή της προθεσμίας, καταλογίζουν στο ΕΓΤΠΕ μη επιλέξιμες δαπάνες (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 1999, C-253/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-7529, σκέψη 126).

190    Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως ορίζει το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 3149/92, κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτελέσεως του σχεδίου, τα κράτη μέλη κοινοποιούν τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις στην εκτέλεση του εν λόγω σχεδίου στην Επιτροπή, χωρίς ωστόσο να επέρχεται αύξηση των προβλεπομένων δαπανών. Ομοίως, κατά την παράγραφο 3 της διατάξεως αυτής, τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή το αργότερο μέχρι το τέλος του μήνα Απριλίου της περιόδου εκτελέσεως για τις προβλεπόμενες κατά την εφαρμογή του σχεδίου μειώσεις δαπανών.

191    Αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Ελληνική Δημοκρατία, το γεγονός ότι ενημέρωσε την Επιτροπή περί των δυσχερειών που αντιμετώπιζε κατά την εκτέλεση σχεδίου και, ιδίως, όσον αφορά την τήρηση του χρονοδιαγράμματος που επέβαλλε ο κανονισμός 3149/92 δεν συνεπαγόταν την προσαρμογή του ρυθμού εκτελέσεως του σχεδίου και την παράταση ή τη μη τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών.

192    Επομένως, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 158 ανωτέρω, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλείται τις δυσχέρειες που φέρεται ότι αντιμετώπισε στην εκτέλεση του σχεδίου προκειμένου να δικαιολογήσει την καθυστερημένη αφαίρεση των σχετικών προϊόντων από τα αποθέματα παρεμβάσεως και την καθυστερημένη διανομή τους ούτε να διατείνεται ότι ενημέρωσε την Επιτροπή «εγκαίρως». Πράγματι, η Επιτροπή ενημερώθηκε για τις δυσχέρειες κατά την εκτέλεση του σχετικού ετήσιου σχεδίου διανομής μόλις με το έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2004, ήτοι δύο σχεδόν μήνες μετά τις 31 Οκτωβρίου 2004, που ήταν η καταληκτική ημερομηνία για την εκτέλεση του εν λόγω σχεδίου.

193    Ακόμη, το γεγονός ότι ο σκοπός του προγράμματος έχει κοινωνικό χαρακτήρα και ότι ο σκοπός αυτός επετεύχθη δεν μπορεί να καταστήσει τις δαπάνες επιλέξιμες, καθόσον η αφαίρεση και η διανομή από τα αποθέματα είχαν πραγματοποιηθεί εκτός των προβλεπόμενων προθεσμιών. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η επίτευξη του επιδιωκόμενου με τη χορηγηθείσα χρηματοδοτική συνδρομή σκοπού δεν συνεπάγεται, αυτή καθαυτήν, ότι η κύρωση της επιστροφής του συνόλου της συνδρομής είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας (απόφαση Comunità montana della Valnerina κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψη 145).

194    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία ότι η Επιτροπή, επιρρίπτοντάς της το συνολικό κόστος του προγράμματος, παρέβη την αρχή της αναλογικότητας. Πράγματι, η δυνατότητα να επιβληθεί, σε περίπτωση παρατυπίας, όχι η μείωση μιας χρηματοδοτικής συνδρομής ανάλογα προς το αντιστοιχούν στην παρατυπία αυτή ποσό, αλλά η ολοκληρωτική κατάργηση της συνδρομής είναι η μόνη που μπορεί να εξασφαλίσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που είναι αναγκαίο για την ορθή χρηστή διαχείριση των πόρων του ΕΓΤΠΕ (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Comunità montana della Valnerina κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψη 144 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

195    Κατόπιν των ανωτέρω, ο παρών λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένο υπολογισμό των μεταφορικών εξόδων

196    Η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί ότι κακώς η Επιτροπή καθόρισε τα μεταφορικά έξοδα του σχετικού ετήσιου σχεδίου στο ποσό των 813 277,63 ευρώ αντί για 461 003,05 ευρώ και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για τον λόγο αυτό. Υποστηρίζει, συναφώς, ότι τα μεταφορικά έξοδα των προϊόντων του εν λόγω σχεδίου περιλαμβάνουν τα ποσά των 240 172,71 ευρώ (θέση προϋπολογισμού 05.02.04.01.3100.097.020 – δημοσιονομικό έτος 2006), που καταβλήθηκαν στην εταιρία «Euricom Hellas A.E.» το 2006 για τη μεταφορά 1 870 τόνων λευκασμένου ρυζιού, και 220 830,34 ευρώ (θέση προϋπολογισμού 05.02.04.01.3100.182.028 – δημοσιονομικό έτος 2007), που καταβλήθηκαν στην εταιρία «Ορυζόμυλοι Μακεδονίας – Αφοί Μυστακίδη Α.Ε.» το 2007 για τη μεταφορά 1 705 τόνων ρυζιού τύπου «parboiled» στους απόρους της χώρας. Όσον αφορά το υπόλοιπο ποσό των 352 274,58 ευρώ, αυτό αφορά μεταφορικά έξοδα του τελικού προϊόντος εντός του κράτους μέλους του προγράμματος δωρεάν διανομής το 2002, για το οποίο η Επιτροπή δεν επέβαλε καμία δημοσιονομική διόρθωση, όπως προκύπτει από την τελική θέση της Επιτροπής στο πλαίσιο της έρευνας με τα στοιχεία LA/2006/022/GR, που γνωστοποιήθηκε στις ελληνικές αρχές στο πλαίσιο της τελευταίας αυτής έρευνας, με έγγραφο της 17ης Νοεμβρίου 2009.

197    Eν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επί του αν και με ποιο τρόπο οι ελληνικές αρχές αμφισβήτησαν το ποσό της διορθώσεως που επιβλήθηκε στο πλαίσιο των μεταφορικών εξόδων του σχετικού ετήσιου σχεδίου διανομής κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η Ελληνική Δημοκρατία υποστήριξε ότι το έπραξε, πρώτον, με τις παρατηρήσεις της επί των πρακτικών της διμερούς συσκέψεως της 12ης Δεκεμβρίου 2007, με έγγραφο της 13ης Μαΐου 2008, και, δεύτερον, στο πλαίσιο της εκ μέρους της προσφυγής στο όργανο συμβιβασμού.

198    Κατόπιν αιτήματος του Γενικού Δικαστηρίου, η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε το από 13 Μαΐου 2008 έγγραφό της, που κατατέθηκε στη δικογραφία.

199    Εντούτοις, όπως ισχυρίστηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από το έγγραφο των ελληνικών αρχών της 13ης Μαΐου 2008 ουδόλως προκύπτει ότι αμφισβητήθηκε το ποσό των μεταφορικών εξόδων. Πράγματι, με το εν λόγω έγγραφο απλώς και μόνον επαναλαμβάνεται η επιχειρηματολογία των ελληνικών αρχών ότι η επιβολή διορθώσεως ύψους ίσου προς τη συνολική αξία των εξόδων που συνδέονται με την καθυστερημένη αφαίρεση του ρυζιού από τα αποθέματα παρεμβάσεως και την καθυστερημένη διανομή του είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας και ότι, αφού επετεύχθη ο σκοπός του προγράμματος, παρά την καθυστέρηση και τα επιπλέον προκληθέντα έξοδα αποθηκεύσεως, οι δαπάνες σχετικά με την αξία του ρυζιού και τη μεταφορά του είναι επιλέξιμες. Όμως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ο οποίος προβλήθηκε όσον αφορά τις διορθώσεις στον τομέα της βοήθειας στους απόρους, η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

200    Εξάλλου, μολονότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε ότι τα μεταφορικά έξοδα του σχετικού ετήσιου σχεδίου διανομής αποτέλεσαν το αντικείμενο αμφισβητήσεως ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκόμισε καμία απόδειξη σχετικά με την επιλεξιμότητα των δαπανών αυτών προς στήριξη των ισχυρισμών της. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 31 ανωτέρω, στον τομέα της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, στο κράτος μέλος εναπόκειται να προσκομίσει τις πλέον ενδελεχείς και εμπεριστατωμένες αποδείξεις για το υποστατό των αριθμητικών στοιχείων και, ενδεχομένως, για την ανακρίβεια των ισχυρισμών της Επιτροπής.

201    Όσον αφορά το από 17 Νοεμβρίου 2009 έγγραφο της Επιτροπής, που απευθυνόταν στις ελληνικές αρχές στο πλαίσιο της έρευνας με τα στοιχεία LA/2006/022/GR, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτό δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά στο ποσό των 352 274,58 ευρώ. Έτσι, δεν μπορεί να αποτελεί επαρκή απόδειξη του επιχειρήματος της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά το οποίο το εν λόγω ποσό περιλαμβανόταν στα μεταφορικά έξοδα του 2002 και ότι κακώς η Επιτροπή το περιέλαβε στο ποσό των μη επιλέξιμων μεταφορικών εξόδων του σχετικού ετήσιου σχεδίου διανομής.

202    Κατά τα λοιπά, η έρευνα της Επιτροπής εν προκειμένω αφορούσε μόνον τα σχέδια των ετών 2003 έως 2005.

203    Επομένως, ο παρών λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα, του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 3149/92, καθώς και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και σε υπέρβαση των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως

204    Η Ελληνική Δημοκρατία εκτιμά, όσον αφορά το ετήσιο σχέδιο που έπρεπε να εκτελεστεί το 2005, ότι, καίτοι είχε παρέλθει η ημερομηνία που καθόρισε το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 3149/92 για την απόσυρση των προϊόντων από τα αποθέματα παρεμβάσεως, εντούτοις τηρήθηκε το συνδεόμενο με την απώλεια των επιδοτήσεων χρονικό όριο για τις ποσότητες που δεν είχαν αφαιρεθεί από τα αποθέματα. Έτσι, η δημοσιονομική διόρθωση σχετικά με τα αποθήκευτρα έπρεπε να είναι 29 661,45 ευρώ και όχι 33 899,80 ευρώ, διότι η αφαίρεση των τριών σχετικών προϊόντων πραγματοποιήθηκε πριν την καταληκτική ημερομηνία της 30ής Σεπτεμβρίου 2005.

205    Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή έπρεπε να επιβάλει διόρθωση επί των μεταφορικών εξόδων ρυζιού και μακαρονιών στο εσωτερικό της χώρας, το ύψος αυτής δεν έπρεπε να υπερβεί τα 89 562,21 ευρώ, διότι το επιπλέον ποσό καλύφθηκε από τον εθνικό προϋπολογισμό, και ότι η Επιτροπή, επομένως, ζητεί ποσό που δεν κατέβαλε.

206    Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η καθυστερημένη διανομή των δύο ως άνω προϊόντων δεν δημιούργησε σε καμία περίπτωση οικονομική επιβάρυνση για το ΕΓΤΠΕ, διότι αφορά αποκλειστικά το σκέλος της διανομής στους απόρους της χώρας, ενώ η ίδια θα αναλάβει την επιβάρυνση που προκλήθηκε από τον μη προσηρμοσμένο ρυθμό εξόδου των αποθεμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα υπολογιστεί ορθώς. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι η ακύρωση ενός ετήσιου προγράμματος και ο αποκλεισμός της ετήσιας χρηματοδοτήσεώς του αποτελούν βάρος αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι επετεύχθη ο τελικός σκοπός.

207    Η Ελληνική Δημοκρατία φρονεί ότι, αποκλείοντας από τη χρηματοδότηση την αξία των προϊόντων που διανεμήθηκαν καθώς και τα μεταφορικά τους έξοδα, η Επιτροπή επέβαλε μια διπλή κύρωση και προδήλως παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

208    Εν προκειμένω, από το σημείο 6.1.1.3 της συνοπτικής εκθέσεως προκύπτει ότι για το σχέδιο διανομής που έπρεπε να εκτελεστεί το 2005, 4 346 τόνοι ρυζιού αποσύρθηκαν από τα ελληνικά αποθέματα παρεμβάσεως μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2005, ήτοι ένα μήνα μετά το προβλεπόμενο χρονικό όριο για τις αποσύρσεις αλλά πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την απώλεια των επιδοτήσεων.

209    Όσον αφορά τη διανομή των τροφίμων στις φιλανθρωπικές οργανώσεις, διαπιστώθηκε ότι τα τελικά προϊόντα, μακαρόνια και ρύζι, του σχετικού σχεδίου δεν μπόρεσαν να διανεμηθούν παρά μόλις το πρώτο τρίμηνο του 2006, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο του καθοριζόμενου από τον κανονισμό 3149/92 για την εκτέλεση του σχεδίου.

210    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι οι πράξεις αφαιρέσεως και διανομής των προϊόντων που προέρχονταν από αποθέματα παρεμβάσεως πραγματοποιήθηκαν καθ’ υπέρβαση των προθεσμιών που όριζε το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 3149/92 και ότι, επομένως, διενεργήθηκαν καθυστερημένα.

211    Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, την αφαίρεση 4 346 τόνων ρυζιού από τα αποθέματα παρεμβάσεως, τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά τα οποία, καθόσον η εν λόγω ποσότητα αφαιρέθηκε πριν από τη σχετική με την απώλεια των επιδοτήσεων προθεσμία, ήτοι πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 2005, δεν έπρεπε να της επιβληθεί καμία διόρθωση, δεν μπορούν να κλονίσουν το συμπέρασμα αυτό. Πράγματι, το γεγονός ότι η Ελληνική Δημοκρατία αφαίρεσε τους 4 346 τόνους ρυζιού πριν από την ημερομηνία αυτή δεν έχει ως συνέπεια να λογίζεται ότι η αφαίρεση πραγματοποιήθηκε νομοτύπως. Οι αιτιάσεις που προβάλλονται στο πλαίσιο αυτό δεν είναι ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση την αιτιολογία της συνοπτικής εκθέσεως σχετικά με τις διορθώσεις που επιβλήθηκαν λόγω της καθυστερημένης αφαιρέσεως από τα αποθέματα παρεμβάσεως.

212    Όσον αφορά, δεύτερον, τις διορθώσεις που επιβλήθηκαν λόγω της καθυστερημένης διανομής των τελικών προϊόντων, μακαρονιών και ρυζιού, στους απόρους, πρέπει να σημειωθεί ότι η διανομή αυτή πραγματοποιήθηκε μόλις στις 3 Μαρτίου 2006, ήτοι πολλούς μήνες μετά την εκπνοή της προθεσμίας την οποία προέβλεπε το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 3149/92, όπως ίσχυε στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως. Όμως, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Ελληνικής Δημοκρατίας, η διανομή τροφίμων αποτελεί επίσης μέρος της εκτελέσεως του σχεδίου και, επομένως, η καθυστερημένη διανομή παρεμβάλλει προσκόμματα στην επίτευξη του σκοπού της κοινοτικής δράσεως και συνεπάγεται οικονομικές συνέπειες σε βάρος του ΕΓΤΠΕ, διότι επηρεάζει την εκτέλεση του επόμενου ετήσιου σχεδίου. Επομένως, δεν μπορούν, επίσης, να θέσουν υπό αμφισβήτηση το κύρος των επιβληθεισών διορθώσεων τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά τα οποία δεν έπρεπε να της επιβληθεί καμία διόρθωση, διότι η διανομή των σχετικών τροφίμων του σχεδίου είχε πραγματοποιηθεί εντός εύλογου χρόνου μετά τη λήξη των προθεσμιών που όριζε ο ως άνω κανονισμός.

213    Όσον αφορά τα μεταφορικά έξοδα των τροφίμων που διανεμήθηκαν εκπροθέσμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτά δεν είναι επιλέξιμα, για τον ίδιο λόγο όπως και η αξία των προϊόντων αυτών.

214    Τέλος, τα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία επικαλούμενη, κατά βάση, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στο πλαίσιο του πρώτου λόγου που προβλήθηκε όσον αφορά τις διορθώσεις στον τομέα της βοήθειας στους απόρους (βλ. σκέψεις 193 και 194 ανωτέρω).

215    Επομένως, ο τρίτος λόγος είναι απορριπτέος και, κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

216    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Επειδή η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Παπασάββας

Vadapalas

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Οκτωβρίου 2012.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Δημοσιονομική διόρθωση στις δαπάνες του τομέα του βαμβακιού

Δημοσιονομική διόρθωση στον τομέα της βοήθειας στους απόρους

Δημοσιονομική διόρθωση στον τομέα της αγροτικής αναπτύξεως

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Λόγοι σχετικοί με τις διορθώσεις στον τομέα του βαμβακιού

Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επί του δευτέρου λόγου, που στηρίζεται σε κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 1591/2001 και του άρθρου 17 του κανονισμού 1051/2001

Επί του τρίτου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών για τις κατ’ αποκοπή διορθώσεις και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Επί του τετάρτου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1051/2001 και των άρθρων 1 των κανονισμών 1123/2004, 905/2005 και 871/2006

Επί του πέμπτου λόγου, που στηρίζεται σε αντιφατικές αιτιολογίες διορθώσεως και σε εσφαλμένους υπολογισμούς

Λόγοι σχετικοί με τις διορθώσεις στον τομέα της αγροτικής αναπτύξεως

Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται στο παράνομο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου προβλεπόμενου από το άρθρο 8, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1663/95

Επί του δευτέρου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και σε έλλειψη αιτιολογίας

– Επί των ελλείψεων του ΟΣΔΕ

– Επί των ανεξάρτητων από το ΟΣΔΕ ελλείψεων

Λόγοι σχετικοί με τις διορθώσεις στον τομέα της βοήθειας στους απόρους

Επί του πρώτου λόγου, που στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφαλείας δικαίου και, επικουρικώς, σε κατάχρηση εξουσίας

Επί του δευτέρου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένο υπολογισμό των μεταφορικών εξόδων

Επί του τρίτου λόγου, που στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, ειδικότερα, του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 3149/92, καθώς και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και σε υπέρβαση των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.