Language of document : ECLI:EU:T:2008:457

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-309/04, T-317/04, T-329/04 και T-336/04

TV 2/Danmark A/S κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Κρατικές ενισχύσεις – Μέτρα που έλαβαν οι δανικές αρχές, όσον αφορά τον κρατικό ραδιοτηλεοπτικό σταθμό TV 2, για τη χρηματοδότηση της αποστολής που του έχει ανατεθεί, συνιστάμενης στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας – Μέτρα χαρακτηρισθέντα ως κρατικές ενισχύσεις εν μέρει συμβατές και εν μέρει ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Έννομο συμφέρον – Δικαιώματα άμυνας – Δημόσια υπηρεσία ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως – Ορισμός και χρηματοδότηση – Κρατικοί πόροι – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Υποχρέωση εξετάσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Απαίτηση υπάρξεως γεγενημένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος

(Άρθρο 230 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος – Ορισμός των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος – Εξουσία εκτιμήσεως των κρατών μελών

(Άρθρο 86 § 2 ΕΚ, πρωτόκολλο του Άμστερνταμ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας ελέγχου ενός κρατικού μέτρου, συνοδευόμενη από τον προσωρινό χαρακτηρισμό του μέτρου ως νέας ενισχύσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως

(Άρθρο 88 § 2 ΕΚ, κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 6)

1.      Προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον κατά το μέτρο που ο προσφεύγων έχει συμφέρον να επιτύχει την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως.

Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της πράξεως αυτής είναι ικανή από μόνη της να έχει έννομες συνέπειες ή, κατ’ άλλη διατύπωση, ότι η προσφυγή είναι ικανή, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

Επομένως, ο λήπτης κρατικών ενισχύσεων έχει έννομο συμφέρον ασκήσεως προσφυγής κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής διαπιστώνουσας ότι οι εν λόγω ενισχύσεις είναι εν μέρει συμβατές και εν μέρει ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά, εφόσον η ανάλυση της Επιτροπής εμφαίνει την αλληλεξάρτηση και τον αδιαχώριστο χαρακτήρα των κρίσεων περί του συμβατού και περί του ασυμβιβάστου, ο οποίος δεν καθιστά δυνατή την εξέταση του παραδεκτού της προσφυγής διά της κατατμήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως σε δύο μέρη, εκ των οποίων το ένα χαρακτηρίζει τα επίδικα μέτρα ως ενισχύσεις εν μέρει ασυμβίβαστες, το δε έτερο ως εν μέρει συμβατές προς την κοινή αγορά.

Εξάλλου, το έννομο συμφέρον ασκήσεως προσφυγής, το οποίο πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς και εκτιμάται κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής, μπορεί να συνάγεται από την ύπαρξη αποδεδειγμένου «κινδύνου» προσβολής της νομικής καταστάσεως του προσφεύγοντος από ένδικες προσφυγές, ή ακόμη από το ότι ο εν λόγω «κίνδυνος» προσφυγών είναι γεγενημένος και ενεστώς.

(βλ. σκέψεις 67-68, 72-74, 79)

2.      Τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό του τι θεωρούν υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. Επομένως, ο ορισμός των εν λόγω υπηρεσιών από ένα κράτος μέλος μπορεί να αμφισβητηθεί από την Επιτροπή μόνο σε περίπτωση προδήλου σφάλματος.

Η δυνατότητα των κρατών μελών να ορίζουν την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος των ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων με γενικούς όρους, ώστε να συμπεριλαμβάνεται σε αυτήν η μετάδοση προγραμμάτων γενικού περιεχομένου, δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση επειδή ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός σταθμός ασκεί και εμπορικές δραστηριότητες, όπως, μεταξύ άλλων, η πώληση διαφημιστικού χρόνου. Συγκεκριμένα, μια τέτοια αμφισβήτηση συνεπάγεται ότι αυτός καθαυτόν ο ορισμός της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος των ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων εξαρτάται από τον τρόπο χρηματοδοτήσεώς της. Η υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, όμως, ορίζεται κατ’ αρχήν σε σχέση με το γενικό συμφέρον που επιδιώκει να εξυπηρετήσει και όχι σε σχέση με τους πόρους που εξασφαλίζουν την παροχή της.

(βλ. σκέψεις 101, 107-108)

3.      Κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 659/1999, «για τη διαδικασία κρατικών ενισχύσεων», οσάκις η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει την επίσημη διαδικασία ελέγχου ενός κρατικού μέτρου, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας μπορεί να περιορίζεται στην επανάληψη των προσφόρων πραγματικών και νομικών στοιχείων, στην παράθεση «προσωρινής εκτιμήσεως» του επίδικου κρατικού μέτρου, με σκοπό να προσδιοριστεί αν το μέτρο έχει χαρακτήρα ενισχύσεως, και στην παράθεση των λόγων που γεννούν αμφιβολίες ως προς το συμβιβαστό του με την κοινή αγορά. Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο 6, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας πρέπει να παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να μετέχουν αποτελεσματικά στην επίσημη διαδικασία ελέγχου, στο πλαίσιο της οποίας θα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους. Προς τον σκοπό αυτόν, αρκεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να γνωρίζουν τη συλλογιστική που οδήγησε την Επιτροπή να θεωρήσει προσωρινώς ότι το επίμαχο μέτρο συνιστούσε ενδεχομένως νέα ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά.

(βλ. σκέψεις 138-139)