Language of document : ECLI:EU:T:2020:406

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2020 (*)

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Συνεργασία για την ανάπτυξη – Εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης με έμμεση διαχείριση – Απόφαση αναστέλλουσα τη δυνατότητα της ενάγουσας να συνάπτει με την Επιτροπή νέες συμβάσεις ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης – Έλλειψη νομιμότητας – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Αίτημα έκδοσης διαταγής – Εκπρόθεσμο – Μεταβολή του είδους της ζητηθείσας αποζημίωσης – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑381/15 RENV,

International Management Group (IMG), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους L. Levi και J.-Y. de Cara, δικηγόρους,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον J. Baquero Cruz και την J. Norris,

εναγομένη,

με αντικείμενο αγωγή δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη η ενάγουσα λόγω της απόφασης της Επιτροπής, που περιέχεται στην από 8ης Μαΐου 2015 επιστολή της, περί μη σύναψης με αυτήν νέων συμβάσεων ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης «έως ότου υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα σχετικά με το νομικό καθεστώς [της] ως διεθνούς οργανισμού»,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, L. Truchot (εισηγητή) και M. Sampol Pucurull, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Μαρτίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Η ενάγουσα

1        Σύμφωνα με το καταστατικό της, όπως παρατίθεται στη δικογραφία, η ενάγουσα, International Management Group (IMG), ιδρύθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1994 ως διεθνής οργανισμός με την επωνυμία «International Management Group – Infrastructure for Bosnia and Herzegovina», με έδρα το Βελιγράδι (Σερβία), ούτως ώστε τα κράτη που συμμετέχουν στην ανασυγκρότηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης να έχουν στη διάθεσή τους προς τούτο μια οντότητα ειδικού σκοπού. Έκτοτε, η ενάγουσα επεξέτεινε σταδιακά το πεδίο δραστηριότητάς της και, εν συνεχεία, στις 13 Ιουνίου 2012, συνήψε συμφωνία για την έδρα της με το Βασίλειο του Βελγίου.

2        Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της, η ενάγουσα συνήψε διάφορες συμβάσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατ’ εφαρμογήν, ιδίως, της μεθόδου εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καλείται «έμμεση ή κοινή διαχείριση», όπως αυτή προβλέπεται από τη δημοσιονομική νομοθεσία της Ένωσης (στο εξής: συμβάσεις ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης) και περιγράφεται κατωτέρω.

 Μέθοδος από κοινού διαχείρισης με διεθνείς οργανισμούς (έμμεση διαχείριση)

3        Η έμμεση διαχείριση αποτελεί μέθοδο εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Ένωσης που προκύπτει από τα άρθρα 53 και 53δ του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 248, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1995/2006 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ 2006, L 390, σ. 1), και από το άρθρο 43 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 478/2007 της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 2007 (ΕΕ 2007, L 111, σ. 13) (στο εξής, από κοινού με τον κανονισμό 1605/2002: δημοσιονομική νομοθεσία του 2002).

4        Το άρθρο 53 του κανονισμού 1605/2002 προβλέπει τα εξής:

«Η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 53α έως 53δ, με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:

α)      σε συγκεντρωτική βάση,

β)      με επιμερισμένη ή αποκεντρωμένη διαχείριση, ή

γ)      με διαχείριση από κοινού με διεθνείς οργανισμούς.»

5        Το άρθρο 53δ του κανονισμού αυτού ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Οσάκις η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό με από κοινού διαχείριση, ορισμένα εκτελεστικά καθήκοντα μεταβιβάζονται σε διεθνείς οργανισμούς [...]

[...]

2.      Η ατομική συμφωνία που συνάπτεται με διεθνή οργανισμό για τη χορήγηση χρηματοδότησης περιλαμβάνει λεπτομερείς διατάξεις για την εκτέλεση των καθηκόντων που μεταβιβάζονται στο διεθνή οργανισμό.

[...]»

6        Το άρθρο 43, παράγραφος 2, του κανονισμού 2342/2002 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Οι διεθνείς οργανισμοί στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 53δ του [κανονισμού 1605/2002] έχουν ως εξής:

α)      διεθνείς οργανισμοί δημοσίου δικαίου που ιδρύονται με διακυβερνητικές συμφωνίες, καθώς και εξειδικευμένοι οργανισμοί τους οποίους αυτοί δημιουργούν·

[...]».

7        Ο κανονισμός 1605/2002 αντικαταστάθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 2013, από τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1). Εντούτοις, το άρθρο 212, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 966/2012 προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι τα άρθρα 53 και 53δ του κανονισμού 1605/2002 εξακολουθούν να εφαρμόζονται σε όλες τις αναλήψεις υποχρεώσεων που έχουν εγγραφεί έως και την 31η Δεκεμβρίου 2013.

8        Ο κανονισμός 2342/2002 αντικαταστάθηκε, από 1ης Ιανουαρίου 2013, από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού 966/2012 (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1) (στο εξής, από κοινού με τον κανονισμό 966/2012: δημοσιονομική νομοθεσία του 2012).

9        Ο κανονισμός 966/2012 τέθηκε σε ισχύ στις 27 Οκτωβρίου 2012, σύμφωνα με το άρθρο του 214, πρώτο εδάφιο. Εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2013, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού, υπό την επιφύλαξη των ημερομηνιών εφαρμογής που ειδικώς προβλέπονται σε ορισμένα άρθρα του εν λόγω κανονισμού.

10      Μεταξύ των εν λόγω άρθρων περιλαμβάνεται το άρθρο 58, με τίτλο «Μέθοδοι εκτέλεσης του προϋπολογισμού», το οποίο εφαρμόζεται όσον αφορά τις υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2014, του οποίου η παράγραφος 1 έχει ως εξής:

«Η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό με τους ακόλουθους τρόπους:

α)      απευθείας (“άμεση διαχείριση”) από τα τμήματά της [...]

β)      υπό καθεστώς επιμερισμένης διαχείρισης με τα κράτη μέλη (“επιμερισμένη διαχείριση”)· ή

γ)      έμμεσα (“έμμεση διαχείριση”), [...] αναθέτοντας καθήκοντα εκτέλεσης του προϋπολογισμού σε:

i)      τρίτες χώρες ή σε οντότητες που έχουν αυτές ορίσει·

ii)      διεθνείς οργανισμούς και τις οργανώσεις τους,

[...]».

11      Το άρθρο 43 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 1268/2012, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ειδικές διατάξεις για την έμμεση διαχείριση με διεθνείς οργανισμούς», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Οι διεθνείς οργανισμοί στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii) του [κανονισμού 966/2012] είναι οι ακόλουθοι:

α)      διεθνείς οργανισμοί δημοσίου δικαίου που ιδρύονται με διακυβερνητικές συμφωνίες, καθώς και εξειδικευμένοι οργανισμοί τους οποίους αυτοί δημιουργούν·

[...]».

 Έρευνα της OLAF και συνέχεια που δόθηκε σε αυτήν

12      Στις 17 Φεβρουαρίου 2014 η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ενημέρωσε την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (EE 2013, L 248, σ. 1), ότι είχε κινήσει έρευνα (έρευνα OF/2011/1002) σχετικά με το νομικό καθεστώς της ενάγουσας ως «διεθνούς οργανισμού» κατά την έννοια της δημοσιονομικής νομοθεσίας του 2002 και του 2012.

13      Στις 9 Δεκεμβρίου 2014 η OLAF συνέταξε την τελική έκθεσή της (στο εξής: έκθεση της OLAF), η οποία περιήλθε στην Επιτροπή στις 15 Δεκεμβρίου 2014. Η έκθεση της OLAF περιλάμβανε σειρά συστάσεων για τη λήψη διοικητικών και δημοσιονομικών μέτρων.

14      Στην έκθεσή της, η OLAF θεωρεί, κατ’ ουσίαν, ότι η ενάγουσα δεν είναι «διεθνής οργανισμός» κατά την έννοια της δημοσιονομικής νομοθεσίας του 2002 και του 2012 και ότι ενδέχεται μάλιστα να μην διαθέτει καν πλήρη νομική προσωπικότητα. Επομένως, η OLAF συνιστά στην Επιτροπή να επιβάλει διοικητικές και οικονομικές κυρώσεις στην ενάγουσα και να προβεί στην ανάκτηση των ποσών που της καταβλήθηκαν.

15      Στις 8 Μαΐου 2015 η Επιτροπή απηύθυνε στην ενάγουσα επιστολή (στο εξής: επιστολή της 8ης Μαΐου 2015), με σκοπό να την ενημερώσει για τις ενέργειες στις οποίες προτίθετο να προβεί βάσει της έκθεσης της OLAF.

16      Με το έγγραφο της 8ης Μαΐου 2015, η Επιτροπή, πρώτον, ανέφερε, ιδίως, ότι είχε δεχθεί τη σύσταση της OLAF σχετικά με ενισχυμένους ελέγχους καθώς και δραστηριότητες παρακολούθησης και ότι είχε καταχωρισθεί, σε σχέση με την ενάγουσα, προειδοποίηση επαλήθευσης στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης (στο εξής: ΣΕΠ).

17      Δεύτερον, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν θα ζητούσε την επιστροφή των κονδυλίων που είχαν χορηγηθεί στην ενάγουσα με σύμβαση άμεσης διαχείρισης και ότι δεν σκόπευε, βάσει των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, να ζητήσει την ανάκτηση των κονδυλίων που είχαν χορηγηθεί σε αυτήν στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, οι εν εξελίξει συμβάσεις που είχαν συναφθεί με την ενάγουσα θα εξακολουθούσαν να υλοποιούνται και, επομένως, η Επιτροπή θα κατέβαλλε στην ενάγουσα τα οφειλόμενα ποσά ως αντίτιμο για τις δραστηριότητες που αυτή θα ολοκλήρωνε. Εντούτοις, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η υλοποίηση των εν εξελίξει συμβάσεων αποτελούσε αντικείμενο «ενισχυμένης παρακολούθησης» και «πρόσθετων κατάλληλων μέτρων» για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

18      Τρίτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι, «έως ότου υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα σχετικά με το νομικό καθεστώς της [ενάγουσας] ως διεθνούς οργανισμού», οι υπηρεσίες της δεν θα συνήπταν με αυτήν νέες συμβάσεις ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης.

 Οι προηγηθείσες διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιουλίου 2015, η νυν ενάγουσα άσκησε προσφυγή-αγωγή που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό Τ-381/15. Με την ως άνω προσφυγή-αγωγή ζητούνταν, κατ’ ουσίαν, η ακύρωση της απόφασης που περιεχόταν στην επιστολή της 8ης Μαΐου 2015, στο μέτρο που, αφενός η Επιτροπή διέτασσε τη λήψη ενισχυμένων μέτρων ελέγχου και εποπτείας καθώς και την καταχώριση προειδοποίησης επαλήθευσης στο πλαίσιο του ΣΕΠ και, αφετέρου, δεν αναγνώριζε στη νυν ενάγουσα την ιδιότητα του διεθνούς οργανισμού κατά την έννοια της δημοσιονομικής νομοθεσίας του 2002 και του 2012. Επιπλέον, η νυν ενάγουσα ζητούσε την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης.

20      Η Επιτροπή ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής-αγωγής ως απαράδεκτης, εν όλω ή εν μέρει, και, επικουρικώς, την απόρριψή της ως αβάσιμης.

21      Με απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2017, IMG κατά Επιτροπής (T‑381/15, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αρχική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, EU:T:2017:57), το Γενικό Δικαστήριο:

–        διαπίστωσε ότι παρείλκε η έκδοση απόφασης επί της προσφυγής, καθόσον η νυν ενάγουσα ζητούσε την ακύρωση της καταχώρισής της σε προειδοποίηση επαλήθευσης στο ΣΕΠ·

–        απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη καθόσον αφορούσε, αφενός, τα ενισχυμένα μέτρα ελέγχου και εποπτείας και, αφετέρου, τα πρόσθετα μέτρα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, δεδομένου ότι δεν επρόκειτο για πράξεις δεκτικές προσφυγής·  

–        απέρριψε την προσφυγή ως αβάσιμη κατά τα λοιπά·

–        απέρριψε την αγωγή.

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Απριλίου 2017, η νυν ενάγουσα άσκησε κατά της αρχικής απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου αναίρεση η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C‑184/17 P. Με την αναίρεση αυτή ζητούσε από το Δικαστήριο:

–        «να αναιρέσει την [αρχική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου]·

–        συνακολούθως, να κάνει δεκτά τα αιτήματα που είχε προβάλει πρωτοδίκως, όπως αυτά αναδιατυπώθηκαν, και, ως εκ τούτου:

–        να ακυρώσει την από 8 Μαΐου 2015 απόφαση της Επιτροπής να αρνηθεί να αναγνωρίσει [υπέρ αυτής] την ιδιότητα του διεθνούς οργανισμού στο πλαίσιο του δημοσιονομικού κανονισμού·

–        να υποχρεώσει την [τότε αναιρεσίβλητη] να προβεί σε αποκατάσταση της υλικής ζημίας και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που αποτιμώνται, αντιστοίχως, η μεν πρώτη σε 28 εκατομμύρια ευρώ, η δε δεύτερη σε 1 ευρώ,

–        […]».

23      Η Επιτροπή, πέραν του ότι ζήτησε την απόρριψη της αναιρέσεως, άσκησε ανταναίρεση με την οποία ζήτησε από το Δικαστήριο, αφενός, να αναιρέσει την αρχική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο είχε απορρίψει τις ενστάσεις απαραδέκτου που είχε προβάλει, και, αφετέρου, να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς, απορρίπτοντας την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη.

24      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2018, η υπόθεση C‑184/17 P ενώθηκε με την υπόθεση C‑183/17 P, η οποία είχε ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που είχε ασκήσει η νυν ενάγουσα κατά της απόφασης της 2ας Φεβρουαρίου 2017, International Management Group κατά Επιτροπής (T‑29/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:56), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο είχε απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως της απόφασης της Επιτροπής περί ανάθεσης σε οντότητα διαφορετική από τη νυν ενάγουσα της υλοποίησης, με έμμεση διαχείριση, προγράμματος ανάπτυξης του εμπορίου όσον αφορά τη Μιανμάρ/Βιρμανία.

25      Με απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2019, International Management Group κατά Επιτροπής (C‑183/17 P και C‑184/17 P, στο εξής: αναιρετική απόφαση, EU:C:2019:78), το Δικαστήριο αποφάσισε τα εξής:

«1)      Αναιρεί την [απόφαση] της 2ας Φεβρουαρίου 2017, International Management Group κατά Επιτροπής (T‑29/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:56), και [την αρχική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου].

[…]

3)      Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί μη συνάψεως με τη [νυν ενάγουσα] νέων συμβάσεων αναθέσεως αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχειρίσεως, που περιεχόταν στην επιστολή της 8ης Μαΐου 2015.

4)      Αναπέμπει την υπόθεση T‑381/15 στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του αιτήματος αποκαταστάσεως της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη η [νυν ενάγουσα] λόγω της αποφάσεως της Επιτροπής που αναφέρεται στο σημείο 3 του παρόντος διατακτικού.

5)      Απορρίπτει τις ανταναιρέσεις.

6)      Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα στις υποθέσεις C‑183/17 P, C‑184/17 P και T‑29/15.

7)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα στην υπόθεση T‑381/15.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων κατόπιν της αναίρεσης και της αναπομπής

26      Με έγγραφα της 6ης Φεβρουαρίου 2019, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σχετικά με τη συνέχεια της διαδικασίας (στο εξής: παρατηρήσεις επί της συνέχειας της διαδικασίας). Η ενάγουσα και η Επιτροπή κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου τις παρατηρήσεις αυτές εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

27      Με έγγραφα της 26ης Απριλίου 2019, η Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν συμπληρωματικά υπομνήματα γραπτών παρατηρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 217, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας (στο εξής: συμπληρωματικά υπομνήματα). Η ενάγουσα και η Επιτροπή κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου τα συμπληρωματικά υπομνήματά τους εντός της ταχθείσας προθεσμίας, όπως αυτή παρατάθηκε κατόπιν σχετικού αιτήματος της ενάγουσας.

28      Με το συμπληρωματικό υπόμνημά της, η Επιτροπή ζήτησε να ανασταλεί η διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 69 του Κανονισμού Διαδικασίας, έως ότου επανεκτιμούσε το νομικό καθεστώς της ενάγουσας, στο πλαίσιο της εκτέλεσης της αναιρετικής απόφασης.

29      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Ιουλίου 2019, η ενάγουσα αντιτάχθηκε στην αίτηση αναστολής που υπέβαλε η Επιτροπή. Με απόφαση του προέδρου του εβδόμου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, της 16ης Ιουλίου 2013, η αίτηση αυτή απορρίφθηκε.

30      Σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή δήλωσε, στις 24 Ιουλίου 2019, ότι επιθυμεί να διατυπώσει προφορικές παρατηρήσεις στο πλαίσιο διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

31      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης του Γενικού Δικαστηρίου, με απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2019, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ανέθεσε την υπόθεση σε νέο εισηγητή δικαστή, τοποθετημένο στο έβδομο τμήμα, με τη νέα του σύνθεση.

32      Κατόπιν πρότασης του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο λήψης μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε ερωτήσεις στους διαδίκους, καλώντας τους να απαντήσουν εγγράφως πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

33      Με την απάντησή της στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή ανέφερε ότι η ενάγουσα είχε υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση ερμηνείας της αναιρετικής απόφασης και ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να αναστείλει τη διαδικασία μέχρι την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου επί της εν λόγω αίτησης.

34      Με απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2020, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση αναστολής που είχε υποβάλει η Επιτροπή.

35      Με διάταξη της 9ης Ιουνίου 2020, International Management Group κατά Επιτροπής (C‑183/17 P-INT, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:447), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ερμηνείας ως προδήλως απαράδεκτη.

36      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Μαρτίου 2020.

37      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την παρούσα αγωγή παραδεκτή και βάσιμη·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να αποκαταστήσει την υλική της ζημία και να ικανοποιήσει την ηθική της βλάβη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

38      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε η ενάγουσα ως εν μέρει απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς κατόπιν της αναίρεσης και της αναπομπής

39      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, οι διάδικοι επιβεβαίωσαν ότι το αντικείμενο της υπό κρίση διαφοράς αφορούσε μόνον την αποκατάσταση της ζημίας που απορρέει από την ακυρωθείσα από το Δικαστήριο απόφαση της Επιτροπής που περιέχεται στην επιστολή της 8ης Μαΐου 2015, περί μη σύναψης με την ενάγουσα νέων συμβάσεων ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης «έως ότου υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα σχετικά με το νομικό καθεστώς της [...] ως διεθνούς οργανισμού» (στο εξής: επίδικη απόφαση). Οι σχετικές αυτές δηλώσεις των διαδίκων καταχωρίσθηκαν στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

 Επί του παραδεκτού

40      Με τις παρατηρήσεις της επί της συνέχειας της διαδικασίας, προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας, η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        «να υποχρεώσει την Επιτροπή να [της] αναθέσει [...] δραστηριότητες ύψους 68,5 εκατομμυρίων ευρώ προς αντιστάθμιση της απώλειας δραστηριότητας που υπέστη [μεταξύ 2015 και 2019]»·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή «να ενεργήσει προς την κατεύθυνση αυτή εντός συγκεκριμένου χρόνου, τον οποίο κρίνει εύλογο να καθορίσει σε [τρία] έτη»·

–        «να υποχρεώσει περαιτέρω την Επιτροπή να καταβάλει τόκους υπερημερίας, υπολογιζόμενους με επιτόκιο 3,5 % από 1ης Ιανουαρίου 2021, επί του ποσού των δραστηριοτήτων ύψους 68,5 εκατομμυρίων [ευρώ] που δεν είχαν ανατεθεί στην ενάγουσα μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2020»·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 6,841 εκατομμυρίων ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας υπολογιζομένων με ετήσιο επιτόκιο 3,5 %, αποτελούμενο από τα ακόλουθα επιμέρους ποσά:

–        2,45 εκατομμύρια ευρώ, «για την ανασύσταση των αποθεμάτων», όσον αφορά τόσο τη μείωση των υφισταμένων αποθεμάτων μεταξύ τέλους του 2014 και τέλους του 2018 όσο και τα πρόσθετα αποθέματα που υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει η ενάγουσα·

–        3 εκατομμύρια ευρώ, για «έμμεσα έξοδα» που θα είχε λάβει η ενάγουσα αν η Επιτροπή είχε συνάψει με αυτήν συμβάσεις ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης για ποσό ύψους 42,5 εκατομμύρια ευρώ, υπό τη διευκρίνιση ότι η ζημία αυτή δεν θα υπάρξει αν οι συμβάσεις συναφθούν κατόπιν των μέτρων που θα διαταχθούν από το Γενικό Δικαστήριο·

–        120 000 ευρώ για τις αποζημιώσεις απόλυσης του προσωπικού·

–        516 000 ευρώ για την ανασύσταση του προσωπικού·

–        305 000 ευρώ για την αποκατάσταση της μηχανογραφικής λειτουργίας·

–        150 000 ευρώ για την κάλυψη των λοιπών λειτουργικών δαπανών·

–        300 000 ευρώ, για την επικοινωνιακή εκστρατεία που απαιτείται για την αποκατάσταση της εικόνας και της διεθνούς φήμης της ενάγουσας.

41      Όσον αφορά την ηθική βλάβη, η ενάγουσα ζητεί, αφενός, ως χρηματική ικανοποίηση, την καταβολή του ποσού των 10 εκατομμυρίων ευρώ εντόκως, με επιτόκιο 3,5 % ετησίως από τις 8 Μαΐου 2015.

42      Αφετέρου, ως δίκαιη ικανοποίηση, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή:

–        «να δημοσιεύσει ανακοινωθέν Τύπου με το οποίο [η Επιτροπή] θα παραδέχεται κατά τρόπο απολύτως σαφή και δημόσιο το γεγονός ότι [η ενάγουσα] αποτελεί όντως διεθνή οργανισμό κατά την έννοια του δημοσιονομικού κανονισμού και του διεθνούς δικαίου»·

–        «να αναγνωρίσει ότι, κατά συνέπεια, [η ενάγουσα] έχει πλήρη πρόσβαση στο σύστημα χορήγησης πιστώσεων που ισχύει για τους διεθνείς οργανισμούς και τους άλλους εξουσιοδοτημένους οργανισμούς»·

–        «να προβεί σε ενέργειες προκειμένου να δημοσιευθούν στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων και των περιοδικών που παραθέτει [η ενάγουσα] άρθρα με τα οποία διαψεύδονται επισήμως οι κατηγορίες και οι φήμες που την αφορούν».

43      Πρώτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα αιτήματα της ενάγουσας με τα οποία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να της απευθύνει διαταγές είναι απαράδεκτα, καθόσον δεν προβλήθηκαν με το αρχικό δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής, και ότι η ενάγουσα δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση των αξιώσεών της στο πλαίσιο της διαδικασίας που απορρέει από αναπομπή κατόπιν αναιρέσεως.  Όσον αφορά τα αιτήματα περί διαταγών σχετικά με την υλική ζημία, η Επιτροπή προσθέτει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν πρέπει να σφετερίζεται τις εξουσίες της διοικητικής αρχής και, επομένως, δεν μπορεί να απευθύνει διαταγές στα θεσμικά όργανα. Επιπλέον, οι ζητούμενες από την προσφεύγουσα διαταγές αντιβαίνουν στην αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και στο περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει η Επιτροπή κατά την επιλογή των όρων εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Ένωσης.

44      Δεύτερον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το ποσό των 6,841 εκατομμυρίων ευρώ που η ενάγουσα της ζητεί να καταβάλει αντιστοιχεί εν μέρει σε ζημίες άλλες από εκείνες που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας που προηγήθηκε της αναίρεσης και της αναπομπής. Η ενάγουσα τροποποίησε το αντικείμενο της διαφοράς, κατά τρόπο μη συμβατό προς τους κανόνες που διέπουν την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ωστόσο ότι το αίτημα καταβολής του ποσού των 3 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο αφορά «έμμεσα έξοδα», δεν αποτελεί νέο αίτημα.

45      Τρίτον, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής, η ενάγουσα είχε ζητήσει την καταβολή συμβολικού ποσού ενός ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης. Κατά την Επιτροπή, μολονότι η ενάγουσα διευκρίνισε ότι το αίτημα αυτό υποβλήθηκε «υπό την επιφύλαξη συμπλήρωσης», δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους η ζημία αυτή ανέρχεται πλέον στο ποσό των 10 εκατομμυρίων ευρώ. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ενάγουσα ως παράρτημα στις παρατηρήσεις της επί της συνέχειας της διαδικασίας, προς στήριξη του νέου αιτήματός της, είναι άρθρα στον Τύπο προγενέστερα της άσκησης της αρχικής προσφυγής-αγωγής, χωρίς να έχει δικαιολογήσει η ενάγουσα την καθυστερημένη προσκόμιση των εγγράφων αυτών. Επομένως, τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία είναι απαράδεκτα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 85 του Κανονισμού Διαδικασίας.

46      Με τις γραπτές απαντήσεις της στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. σκέψη 32 ανωτέρω) σχετικά με τις ενστάσεις απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή με το συμπληρωματικό υπόμνημα, η ενάγουσα υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι οι ζημίες των οποίων ζητεί την αποκατάσταση και εκείνες που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής είναι πανομοιότυπες. Η ενάγουσα επισημαίνει ότι απλώς διευκρίνισε τα αιτήματά της, προκειμένου να αναλύσει τα ζητούμενα ποσά και να διασαφηνίσει τα είδη της ζημίας σχετικά με την «ανασύστασή» της. Όσον αφορά την ηθική βλάβη, η ενάγουσα υπογραμμίζει ότι το αίτημά της για τη χορήγηση συμβολικού ποσού ενός ευρώ είχε υποβληθεί «υπό την επιφύλαξη συμπλήρωσης».

47      Αναφερόμενη, ειδικότερα, στην απόφαση της 10ης Μαΐου 2006, Galileo International Technology κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑279/03, EU:T:2006:121), η ενάγουσα υποστηρίζει, στη συνέχεια, ότι η νομολογία έχει δεχθεί ότι ένας διάδικος μπορεί να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, να απευθύνει στο εναγόμενο θεσμικό όργανο διαταγή προς πράξη ή παράλειψη. Υπογραμμίζει ότι είναι ίδιον μιας διαταγής να περιορίζει την εξουσία εκτίμησης ενός θεσμικού οργάνου κατά τον καθορισμό των μέτρων εκτέλεσης της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την οποία επικαλείται η Επιτροπή, δεν εμποδίζει τον δικαστή να περιορίσει την εξουσία της διοίκησης. Εξάλλου, κατά την ενάγουσα, το αίτημά της αφήνει στην Επιτροπή περιθώριο εκτίμησης ως προς τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να καθορίσει την προς ανάθεση δραστηριότητα ύψους 68,5 εκατομμυρίων ευρώ.

48      Τέλος, η ενάγουσα διευκρινίζει ότι τα αιτήματα που παρατίθενται στη σκέψη 40, πρώτη έως τρίτη περίπτωση, ανωτέρω υποκατέστησαν το αίτημα αποζημιώσεως που είχε υποβάλει στο Γενικό Δικαστήριο κατά την ένδικη διαδικασία που προηγήθηκε της αναίρεσης και της αναπομπής, με το οποίο ζητούσε την καταβολή του ποσού των 14 εκατομμυρίων ευρώ ανά έτος για τα έτη 2015 και 2016.

49      Κατά πρώτον, όσον αφορά τα αιτήματα της ενάγουσας που παρατίθενται στη σκέψη 40, πρώτη έως τρίτη περίπτωση, ανωτέρω, σχετικά με την αποζημίωση σε είδος προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας, και στη σκέψη 42, πρώτη έως τρίτη περίπτωση, ανωτέρω, σχετικά με την αποζημίωση σε είδος προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 76, στοιχείο εʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο προσφεύγων οφείλει να αναφέρει στο δικόγραφο της προσφυγής του τα αιτήματά του. Επομένως, κατ’ αρχήν, μόνο τα αιτήματα που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης μπορούν να ληφθούν υπόψη και το βάσιμο της προσφυγής πρέπει να εξεταστεί αποκλειστικώς βάσει των αιτημάτων που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο αυτό (απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2018, Epsilon International κατά Επιτροπής, T‑477/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:714, σκέψη 45· πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1965, Krawczynski κατά Επιτροπής, 83/63, EU:C:1965:70, σ. 785, και της 25ης Σεπτεμβρίου 1979, Επιτροπή κατά Γαλλίας, 232/78, EU:C:1979:215, σκέψη 3).

50      Το άρθρο 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας επιτρέπει την προβολή νέων ισχυρισμών υπό την προϋπόθεση ότι στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, ο όρος αυτός διέπει a fortiori οποιαδήποτε τροποποίηση των αιτημάτων και, ελλείψει πραγματικών και νομικών στοιχείων που ανέκυψαν κατά την έγγραφη διαδικασία, μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον τα περιλαμβανόμενα στο δικόγραφο της προσφυγής αιτήματα (αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Berliner Institut für Vergleichende Sozialforschung κατά Επιτροπής, T‑73/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:433, σκέψη 43, και της 24ης Οκτωβρίου 2018, Epsilon International κατά Επιτροπής, T‑477/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:714, σκέψη 46).

51      Οι αρχές αυτές εφαρμόζονται κατά την παρούσα διαδικασία κατόπιν της αναίρεσης και της αναπομπής, καθόσον η διαδικασία αυτή αποτελεί τη μερική συνέχιση της ίδιας ένδικης διαφοράς που άρχισε με την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής (πρβλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Kakol κατά Επιτροπής, T‑641/16 RENV και T‑137/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:958, σκέψη 70).

52      Ως εκ τούτου, μολονότι μπορεί να γίνει δεκτό ότι, λόγω που χρόνου που παρήλθε από την άσκηση της προσφυγής-αγωγής, η ενάγουσα μπορεί να προσαρμόσει, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, τα ποσά που είχε ζητήσει με τα αρχικά αιτήματα αποζημίωσης, εφόσον εξηγεί τους λόγους προς τούτο, εντούτοις δεν επιτρέπεται να μεταβάλει την ίδια τη φύση της αποκατάστασης της ζημίας που ζητεί (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 942, και της 11ης Ιανουαρίου 2002, Biret και Cie κατά Συμβουλίου, T‑210/00, EU:T:2002:3, σκέψεις 48 και 49· πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Μαρτίου 1990, Schwedler κατά Κοινοβουλίου, T‑41/89, EU:T:1990:19, σκέψη 34).

53      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, με το εισαγωγικό δικόγραφο, η ενάγουσα δεν είχε υποβάλει στο Γενικό Δικαστήριο τα αιτήματα περί διαταγών με αντικείμενο πράξη ή παράλειψη, τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 40, πρώτη έως τρίτη περίπτωση, και στη σκέψη 42, πρώτη έως τρίτη περίπτωση, ανωτέρω, και τα οποία διατύπωσε με τις παρατηρήσεις της επί της συνέχειας της διαδικασίας. Οι αξιώσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται ούτε στο υπόμνημα απαντήσεως ούτε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που διεξήχθη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Οκτωβρίου 2016, τα οποία αποτελούν δημόσιο έγγραφο, δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Πράγματι, από το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής, από το υπόμνημα απαντήσεως και από τα εν λόγω πρακτικά προκύπτει ότι, κατά την ένδικη διαδικασία που προηγήθηκε της αναπομπής, η ενάγουσα είχε ζητήσει την καταβολή συμβολικού ποσού ενός ευρώ για ηθική βλάβη και 14 εκατομμυρίων ευρώ για υλική ζημία, ανά έτος από την έκδοση της επίδικης απόφασης (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω).

54      Επιπλέον, η ενάγουσα επιβεβαίωσε τις αξιώσεις αυτές, ζητώντας από το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε κατά της αρχικής απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, να δεχτεί τα αιτήματα που υπέβαλε πρωτοδίκως. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προκειμένου να αποφανθεί το ίδιο επί των αιτημάτων αποζημιώσεως της νυν ενάγουσας και, επομένως, η υπόθεση έπρεπε να αναπεμφθεί, ως προς το σημείο αυτό, στο Γενικό Δικαστήριο. Ωστόσο, τα αιτήματα αποζημιώσεως που υπέβαλε η ενάγουσα δεν είναι τα ίδια με αυτά που διατυπώνει στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας κατόπιν της αναίρεσης και της αναπομπής.

55      Εξάλλου, όσον αφορά τα αιτήματα της ενάγουσας που μνημονεύονται στη σκέψη 40, πρώτη έως τρίτη περίπτωση, ανωτέρω, σχετικά με την αποζημίωση σε είδος προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας, επισημαίνεται επίσης ότι, κατά τη νομολογία, από το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και το άρθρο 268 ΣΛΕΕ, τα οποία δεν αποκλείουν την επιδίκαση αποζημίωσης σε είδος, προκύπτει ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει αρμοδιότητα να υποχρεώσει την Ένωση σε κάθε είδος αποζημίωσης σύμφωνης με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών σε θέματα εξωσυμβατικής ευθύνης, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον δεν αντιβαίνει στις αρχές αυτές, της εις είδος αποζημίωσης, ενδεχομένως δε υπό τη μορφή διαταγής προς πράξη ή παράλειψη (αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2006, Galileo International Technology κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑279/03, EU:T:2006:121, σκέψεις 62 και 63, και της 8ης Νοεμβρίου 2011, Idromacchine κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑88/09, EU:T:2011:641, σκέψη 81).

56      Εντούτοις, εν προκειμένω, τα αιτήματα με τα οποία η προσφεύγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η Επιτροπή, για μέγιστη διάρκεια τριών ετών, στη σύναψη συμβάσεων ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης για ποσό 68,5 εκατομμυρίων ευρώ, δεν διασφαλίζουν την τήρηση της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, μνημονευόμενη, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 310, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 317, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Πράγματι, αν η Επιτροπή υποχρεωνόταν από τον δικαστή να συνάψει με την ενάγουσα τις προαναφερθείσες συμβάσεις ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης, δεν θα ήταν πλέον σε θέση να καθορίσει, κατά την άσκηση της εξουσίας της εκτίμησης και τηρουμένων των αρχών της χρηστής διοίκησης και της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, ούτε το ποσό του προϋπολογισμού της Ένωσης που πρέπει να αφιερώνεται σε ορισμένα είδη έργων ούτε τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο εκτέλεσης του εν λόγω προϋπολογισμού ούτε, σε περίπτωση έμμεσης διαχείρισης, τον καταλληλότερο εταίρο για συγκεκριμένο έργο.

57      Επιπλέον, η έκδοση από το Γενικό Δικαστήριο αποφάσεως με την οποία να απευθύνει διαταγές για τους ανωτέρω υπομνησθέντες σκοπούς προδικάζει την έκβαση της εκτίμησης της Επιτροπής, κατόπιν της ακύρωσης της επίδικης απόφασης με την αναιρετική απόφαση, σχετικά με το καθεστώς της ενάγουσας ως διεθνούς οργανισμού κατά την έννοια των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Η εκτίμηση αυτή είναι αναγκαία για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν η Επιτροπή μπορεί να της αναθέσει έργα συνεργασίας για την ανάπτυξη με τη σύναψη συμβάσεων ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης.

58      Οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 57 ανωτέρω ισχύουν και για τα αιτήματα περί διαταγών της ενάγουσας, που παρατίθενται στη σκέψη 42, πρώτη έως τρίτη περίπτωση, ανωτέρω, με τα οποία ζητείται, κατ’ ουσίαν, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προβεί σε δημόσιες δηλώσεις με τις οποίες θα αναγνωρίσει το καθεστώς της ενάγουσας ως διεθνούς οργανισμού και την επιλεξιμότητά της ως προς τη σύναψη με αυτήν συμβάσεων ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης.

59      Κατά συνέπεια, τα αιτήματα της ενάγουσας που μνημονεύονται στη σκέψη 40, πρώτη έως τρίτη περίπτωση, και στη σκέψη 42, πρώτη έως τρίτη περίπτωση, ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

60      Δεύτερον, όσον αφορά το αίτημα της ενάγουσας που παρατίθεται στη σκέψη 40, τέταρτη περίπτωση, ανωτέρω, επισημαίνεται ότι τα ποσά τα οποία αφορά το αίτημα αυτό αντιστοιχούν σε υλικές ζημίες άλλες από εκείνες που προβλήθηκαν στην ένδικη διαδικασία που προηγήθηκε της αναίρεσης και της αναπομπής, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 53 και 54 ανωτέρω, με την εξαίρεση του ποσού των 3 εκατομμυρίων ευρώ που υποβλήθηκε ως «έμμεσα έξοδα». Επομένως, η ενάγουσα δεν μπορεί παραδεκτώς να ζητήσει, σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας, την αποκατάσταση αυτών των νέων ζημιών.

61      Όσον αφορά το ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ που αντιστοιχεί στα «έμμεσα έξοδα», αυτό αφορά, όπως επιβεβαίωσαν οι διάδικοι κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τις «έμμεσες δαπάνες» οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 14.4 του εγγράφου που φέρει τον τίτλο «Γενικοί όροι για τις συμφωνίες συνεισφοράς που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση με διεθνείς οργανισμούς», το οποίο περιλαμβάνεται ως παράρτημα στις παρατηρήσεις της Επιτροπής επί της συνέχειας της διαδικασίας. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι ο επιλεγείς φορέας μπορεί να εισπράττει κατ’ αποκοπήν ποσοστό των πραγματικών επιλέξιμων δαπανών, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 7 %, ως έμμεσες δαπάνες, για την κάλυψη των γενικών διοικητικών εξόδων του φορέα αυτού. Το ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ που ζητήθηκε στο στάδιο αυτό της διαδικασίας προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από την εφαρμογή του ποσοστού αυτού στο ποσό των 42,5 εκατομμυρίων ευρώ στο οποίο η ενάγουσα εκτίμησε την αξία των συμβάσεων ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης που θα μπορούσε να συνάψει με την Επιτροπή μεταξύ των ετών 2015 και 2019, εάν δεν υφίστατο η επίδικη απόφαση.

62      Δεδομένου ότι, όπως παραδέχτηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω), το ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ αντιστοιχεί στην προσαρμογή σκέλους της υλικής ζημίας που περιλαμβανόταν σε εκείνα των οποίων την αποκατάσταση είχε ζητήσει η ενάγουσα κατά την ένδικη διαδικασία που προηγήθηκε της αναίρεσης και της αναπομπής, το αίτημα περί καταβολής του ποσού αυτού είναι παραδεκτό.

63      Τρίτον, όσον αφορά το αίτημα ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, εκτιμώμενης σε 10 εκατομμύρια ευρώ (βλ. σκέψη 41 ανωτέρω), κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι, όταν είχε ζητήσει, προς ικανοποίηση της ίδιας βλάβης, συμβολική επιδίκαση ποσού ενός ευρώ, η ενάγουσα είχε διευκρινίσει ότι το αίτημα αυτό υποβαλλόταν «υπό την επιφύλαξη συμπλήρωσης». Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι, δεδομένου ότι το ποσό που ζητεί στο στάδιο της παρούσας διαδικασίας κατόπιν της αναίρεσης και της αναπομπής, δεν μπορεί πλέον να χαρακτηριστεί συμβολικό, η ενάγουσα μετέβαλε τη φύση του αιτήματός της περί ικανοποίησης της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης.

64      Εν συνεχεία, πρέπει να εξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η ενάγουσα στο παράρτημα των παρατηρήσεών της επί της συνέχειας της διαδικασίας.

65      Δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται και τα αποδεικτικά μέσα προτείνονται στο πλαίσιο της πρώτης ανταλλαγής υπομνημάτων. Κατά την παράγραφο 2 της διάταξης αυτής, προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι κύριοι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα και με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως, εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση αυτή. Κατά την παράγραφο 3, κατ’ εξαίρεση, οι κύριοι διάδικοι μπορούν επίσης να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία ή να προτείνουν αποδεικτικά μέσα πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, εφόσον δικαιολογήσουν την καθυστέρηση αυτή.

66      Εν προκειμένω, το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιουλίου 2015 και το υπόμνημα απαντήσεως κατατέθηκε στις 13 Μαΐου 2016. Ωστόσο, τα άρθρα στον Τύπο που περιλαμβάνονται στο μνημονευθέν στη σκέψη 64 παράρτημα, πλην δύο εξαιρέσεων, φέρουν ημερομηνία προγενέστερη της ημερομηνίας κατάθεσης του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής. Η πρώτη εξαίρεση είναι άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 2015 και η δεύτερη άρθρο το οποίο δεν φέρει ημερομηνία, αλλά από το περιεχόμενο του οποίου γίνεται αντιληπτό ότι δημοσιεύθηκε το 2015.

67      Δεδομένου ότι η ενάγουσα δεν παρέσχε εξηγήσεις ως προς τους λόγους για τους οποίους δεν προσκόμισε τα άρθρα αυτά ως παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής ή, ελλείψει αυτού, ως παράρτημα του υπομνήματος απαντήσεως, δεν πληρούνται οι όροι του άρθρου 85 του Κανονισμού Διαδικασίας και, επομένως, τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία είναι απαράδεκτα.

68      Κατόπιν όλων των ανωτέρω εκτιμήσεων, συνάγεται ότι η υπό κρίση αγωγή αποζημιώσεως είναι απαράδεκτη εκτός από το μέρος με το οποίο ζητείται η αποκατάσταση της υλικής ζημίας που φέρεται ότι υπέστη η ενάγουσα λόγω των «εμμέσων εξόδων», η οποία αποτιμάται στο ποσό των 3 εκατομμυρίων ευρώ, και η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, εκτιμώμενης, στο εισαγωγικό δικόγραφο, στο συμβολικό ποσό του ενός ευρώ.

 Επί της ουσίας

69      Κατά πάγια νομολογία, η εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, θεμελιώνεται εφόσον συντρέχει σύνολο προϋποθέσεων σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο θεσμικό όργανο της Ένωσης συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του οργάνου αυτού και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672, σκέψη 147 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην Επιτροπή

70      Η προϋπόθεση σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά όργανα απαιτεί να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες [βλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2007, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, C‑282/05 P, EU:C:2007:226, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

71      Οι διάδικοι διαφωνούν ως προς την εφαρμογή της αρχής αυτής στην υπό κρίση υπόθεση.

72      Πρώτον, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι οι κρίσιμες διατάξεις της δημοσιονομικής νομοθεσίας του 2002 και του 2012 απονέμουν δικαιώματα στους διεθνείς οργανισμούς τους οποίους αφορούν. Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα μιας οντότητας να αναγνωριστεί ως διεθνής οργανισμός, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει προς τούτο η εν λόγω νομοθεσία, καθώς και η πραγματική ευκαιρία να της ανατεθούν καθήκοντα εκτέλεσης του προϋπολογισμού και να λάβει τα αντίστοιχα κονδύλια στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης. Κατά την ενάγουσα, άπαξ η Επιτροπή αναγνωρίσει σε μια οντότητα την ιδιότητα του διεθνούς οργανισμού, δεν μπορεί πλέον να επανεξετάσει το καθεστώς αυτό, το οποίο θεωρείται κεκτημένο, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Η Επιτροπή οφείλει να σέβεται το δικαίωμα αυτό ιδίως όταν εφαρμόζει διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που παραπέμπουν σε έννοιες του διεθνούς δικαίου. Εξάλλου, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να θέσει υπό αμφισβήτηση το καθεστώς της ως διεθνούς οργανισμού. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, διευκρίνισε ότι η αρχή αυτή υποχρεώνει την Επιτροπή να εξετάζει την κατάστασή της με επιμέλεια και αμεροληψία, υπό το φως όλων των σχετικών στοιχείων.

73      Δεύτερον, κατά την ενάγουσα, οι κρίσιμες διατάξεις της δημοσιονομικής νομοθεσίας του 2002 και του 2012 δεν αφήνουν στην Επιτροπή καμία εξουσία εκτιμήσεως, και, επομένως, η απλή παράβασή τους συνιστά κατάφωρη παράβαση.

74      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της ενάγουσας.

75      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται στον διάδικο που προτίθεται να επικαλεστεί την ευθύνη της Ένωσης να αποδείξει ότι πληρούνται οι απαιτούμενες προς τούτο προϋποθέσεις, ιδίως εκείνη που αφορά την ύπαρξη κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2004, Ευρωπαίος διαμεσολαβητής κατά Lamberts, C‑234/02 P, EU:C:2004:174, σκέψη 52, της 6ης Ιουνίου 2019, Dalli κατά Επιτροπής, T‑399/17, μη δημοσιευθείσα, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2019:384, σκέψη 217, και της 18ης Νοεμβρίου 2014, McCoy κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑156/12, EU:F:2014:247, σκέψη 90).

76      Εν προκειμένω, η ενάγουσα ορθώς παρατηρεί ότι οι όροι «διεθνείς οργανισμοί» και «οργανισμοί δημοσίου διεθνούς δικαίου» χρησιμοποιούνται στις διατάξεις της δημοσιονομικής νομοθεσίας του 2002 και του 2012 σχετικά με την έμμεση διαχείριση υπό την έννοια που έχουν οι όροι αυτοί στο διεθνές δίκαιο.

77      Κατά πάγια νομολογία, τα νομοθετήματα της Ένωσης πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του διεθνούς δικαίου (αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1998, Bettati, C‑341/95, EU:C:1998:353, σκέψη 20, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2015, Philips Lighting Poland και Philips Lighting κατά Συμβουλίου, C‑511/13 P, EU:C:2015:553, σκέψη 60).

78      Τούτο ισχύει όσον αφορά την έννοια του διεθνούς οργανισμού, η οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, στη Σύμβαση της Βιέννης περί του δικαίου των συνθηκών, της 23ης Μαΐου 1969, η οποία κωδικοποίησε τους κανόνες του εθιμικού διεθνούς δικαίου. Κατά τη νομολογία, οι κανόνες αυτοί δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και αποτελούν μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης (απόφαση της 16ης Ιουνίου 1998, Racke, C‑162/96, EU:C:1998:293, σκέψη 46). Διευκρινίζεται, εντούτοις, ότι η έννοια του διεθνούς οργανισμού, η οποία αντλείται από το διεθνές δίκαιο, περιλαμβάνεται στη δημοσιονομική νομοθεσία του 2002 και του 2012 για σκοπούς οι οποίοι, καθόσον είναι συμφυείς με την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης, αφορούν ειδικώς το δίκαιο της Ένωσης.

79      Επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, όταν εκτελεί τον προϋπολογισμό της Ένωσης, οφείλει πρωτίστως να συμμορφώνεται προς την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης (βλ. σκέψη 56 ανωτέρω).

80      Επομένως, η Επιτροπή, όταν εξετάζει το ζήτημα αν η ενάγουσα είναι διεθνής οργανισμός για τους σκοπούς της σύναψης συμβάσεων ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης, πρέπει όχι μόνο να λαμβάνει υπόψη τις αρχές του διεθνούς δικαίου σχετικά με τους διεθνείς οργανισμούς, αλλά και να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, σύμφωνα με την προαναφερθείσα αρχή.

81      Επομένως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, απαγορεύεται κατά το διεθνές δίκαιο να τεθεί υπό αμφισβήτηση το καθεστώς διεθνούς οργανισμού που αναγνωρίζεται σε οντότητα με την αιτιολογία ότι το καθεστώς αυτό αποκτάται οριστικά, εντούτοις, η απαγόρευση αυτή δεν μπορεί να ισχύει για την Επιτροπή όταν, κατά την εκπλήρωση της αποστολής της όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης, εφαρμόζει την έννοια του διεθνούς οργανισμού, η οποία περιλαμβάνεται στη δημοσιονομική νομοθεσία του 2002 και του 2012, αποκλειστικώς για τους σκοπούς της νομοθεσίας αυτής.

82      Η ανυπαρξία τέτοιας απαγόρευσης προκύπτει επίσης από την αναιρετική απόφαση, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε τα εξής:

«88      [Ε]πισημαίνεται, όπως προκύπτει από τα άρθρα 53 και 53δ, παράγραφος 1, του κανονισμού 1605/2002, καθώς και από το άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 966/2012 [...], ότι η Επιτροπή μπορεί, μεταξύ άλλων, να εκτελέσει τον προϋπολογισμό της Ένωσης, αναθέτοντας καθήκοντα εκτελέσεώς του σε διεθνείς οργανισμούς.

89      Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, όταν η Επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει απόφαση για την ανάθεση καθηκόντων εκτελέσεως του προϋπολογισμού σε συγκεκριμένη οντότητα, υπέχει το καθήκον να διασφαλίζει ότι η οντότητα αυτή έχει την ιδιότητα διεθνούς οργανισμού.

90      Επιπλέον, όταν, κατόπιν της έκδοσης απόφασης για την ανάθεση καθηκόντων εκτέλεσης του προϋπολογισμού σε συγκεκριμένη οντότητα με την ιδιότητά της ως διεθνούς οργανισμού, η Επιτροπή εκδίδει αποφάσεις όπως [η επίδικη], με βάση στοιχεία που μπορούν, κατά την άποψή της, να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ιδιότητα αυτή, οι εν λόγω αποφάσεις πρέπει να δικαιολογούνται με βάση νομικά και πραγματικά στοιχεία».

83      Επομένως, κατά το Δικαστήριο και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, της οποίας τα επιχειρήματα υπομνήσθηκαν στη σκέψη 72 ανωτέρω, η Επιτροπή μπορεί να αμφισβητήσει το καθεστώς διεθνούς οργανισμού που αναγνώρισε σε ορισμένες οντότητες για τη σύναψη συμβάσεων ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης, υπό την προϋπόθεση ότι η αμφισβήτηση αυτή δικαιολογείται με βάση νομικά και πραγματικά στοιχεία.

84      Είναι αληθές ότι, με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο αναίρεσε την αρχική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και ακύρωσε την επίδικη απόφαση καθόσον η Επιτροπή και, κατόπιν της απόρριψης της προσφυγή-αγωγής της νυν ενάγουσας, το Γενικό Δικαστήριο αμφισβήτησαν το καθεστώς της ως διεθνούς οργανισμού. Εντούτοις, το Δικαστήριο επισήμανε τα εξής:

«91 [...] ο όρος “διεθνής οργανισμός”, που αναφέρεται [στη δημοσιονομική νομοθεσία του 2002 και του 2012], περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, “[τους] οργανισμο[ύς] δημοσίου διεθνούς δικαίου που ιδρύονται με διακυβερνητικές συμφωνίες καθώς και [τους] ειδικευμένο[υς] οργανισμο[ύς] τους οποίους αυτοί δημιουργούν”.

92      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τη νομιμότητα των επίδικων αποφάσεων υπό το πρίσμα του ορισμού αυτού, αλλά περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε και τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η [νυν ενάγουσα] δεν ήραν τις αμφιβολίες της Επιτροπής όσον αφορά το καθεστώς της [...] ως διεθνούς οργανισμού.

93      Η διαπίστωση αυτή είναι όμως νομικώς εσφαλμένη, δεδομένου ότι κανένα από τα στοιχεία που επικαλέστηκε το Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να κρίνει δικαιολογημένες τις αμφιβολίες της Επιτροπής [...] δεν είναι ικανό να θεμελιώσει τις αμφιβολίες αυτές.

94      Πράγματι, όσον αφορά το πρώτο από τα στοιχεία αυτά, το οποίο αφορά το κατά πόσον ορισμένα κράτη που παρουσιάστηκαν ως μέλη της [νυν ενάγουσας] ήταν όντως μέλη της, από τις ίδιες τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι αμφιβολίες της Επιτροπής ως προς το θέμα αυτό αφορούσαν μόνον “ορισμένα” από τα μέλη της [νυν ενάγουσας] και, ακριβέστερα, πέντε από το σύνολο των δεκαέξι μελών. Πλην όμως, τέτοιες αμφιβολίες, ακόμη και αν θεωρηθούν βάσιμες, δεν έχουν ως συνέπεια, βάσει του διεθνούς δικαίου, να στερηθεί η οντότητα της οποίας τα κράτη αυτά δεν είναι –ή δεν είναι πλέον– μέλη την ιδιότητα του “διεθνούς οργανισμού”, και τούτο κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, τα εν λόγω κράτη αποτελούν ένα μάλλον μικρό μέρος της εν λόγω οντότητας.

95      Όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο, που συνδέεται με την ύπαρξη αμφιβολιών σχετικά με τις εξουσίες των προσώπων που εκπροσωπούσαν ορισμένα κράτη κατά την υπογραφή της ιδρυτικής πράξεως της [νυν ενάγουσας], πρέπει, ομοίως, να σημειωθεί ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να κλονίσει το κύρος της πράξεως υπογραφής, από τα κράτη αυτά ειδικότερα, της ιδρυτικής πράξεως της [ενάγουσας], αλλά όχι το κύρος της ίδιας της ιδρύσεώς της, δεδομένου ότι οι ενδεχόμενες παρατυπίες που προβλήθηκαν ως προς την εκπροσώπηση αφορούσαν περιορισμένο μόνον αριθμό συμμετεχόντων κρατών.

[…]

97      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η [νυν ενάγουσα] ο οποίος αφορά το ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε [...] ότι η Επιτροπή δεν είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δικαιολογώντας την έκδοση [της επίδικης απόφασης] βάσει των αμφιβολιών που διατηρούσε σχετικά με το καθεστώς της [....] ως “διεθνούς οργανισμού” κατά την έννοια της δημοσιονομικής νομοθεσίας του 2002 και του 2012, είναι βάσιμος. […]

104      [Ό]πως προκύπτει από τις σκέψεις 92 έως 96 της παρούσας απόφασης, [η επίδικη απόφαση] δεν είναι σύννομ[η], στο μέτρο που τα στοιχεία τα οποία επικαλείται η Επιτροπή προς στήριξη αυτών δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ιδιότητα της [νυν ενάγουσας] ως διεθνούς οργανισμού κατά την έννοια της δημοσιονομικής νομοθεσίας του 2002 και του 2012. Ως εκ τούτου, [η] εν λόγω [απόφαση] πρέπει να ακυρωθ[εί] στο σύνολό τ[ης].»

85      Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι το Δικαστήριο στήριξε την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου και την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής στην πλάνη περί το δίκαιο και στην πρόδηλη πλάνη εκτίμησης στις οποίες υπέπεσε η Επιτροπή αμφισβητώντας την ιδιότητα της ενάγουσας ως διεθνούς οργανισμού, αποκλειστικώς βάσει στοιχείων που δεν δικαιολογούσαν, από πραγματικής και νομικής απόψεως, την έκδοση τέτοιας απόφασης.

86      Εντούτοις, η εκτίμηση αυτή του Δικαστηρίου δεν επηρεάζει την αρχή που απορρέει από τις σκέψεις 89 και 90 της αναιρετικής απόφασης, κατά την οποία η αναγνώριση από την Επιτροπή του καθεστώτος διεθνούς οργανισμού για τους σκοπούς της δημοσιονομικής νομοθεσίας του 2002 και του 2012 δεν είναι οριστική και μπορεί πάντοτε, υπό προϋποθέσεις, να αμφισβητηθεί. Επομένως, από την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου και την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής από το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η εν λόγω δημοσιονομική νομοθεσία παρείχε στην ενάγουσα δικαίωμα να παραμένει αναγνωρισμένη ως διεθνής οργανισμός και, επομένως, να μπορεί να συνάπτει με την Επιτροπή νέες συμβάσεις ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης.

87      Επισημαίνεται επίσης ότι η ενάγουσα δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η πλάνη περί το δίκαιο και η πρόδηλη πλάνη εκτίμησης που διαπίστωσε το Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση συνιστούν παράβαση διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που περιέχουν κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα, αφού υπενθύμισε τα σφάλματα αυτά και υποστήριξε ότι οι διατάξεις της δημοσιονομικής νομοθεσίας του 2002 και του 2012 σχετικά με τους «διεθνείς οργανισμούς» απένεμαν δικαιώματα στους οργανισμούς αυτούς, θεμελιώνει τα αιτήματά της στο επιχείρημα ότι το διεθνές δίκαιο δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να επανεξετάσει τη θέση που είχε υιοθετήσει στο παρελθόν, επιχείρημα το οποίο πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 81 έως 83 ανωτέρω. Η ενάγουσα δεν διευκρινίζει τους κανόνες δικαίου που έχουν ως σκοπό να της απονείμουν δικαιώματα, τους οποίους παρέβη η Επιτροπή όταν θεμελίωσε την απόφασή της να μη συνάψει με αυτήν νέες συμβάσεις ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης σε αμφιβολίες τις οποίες έκρινε ανεπαρκώς τεκμηριωμένες το Δικαστήριο.

88      Επομένως, διαπιστώνεται ότι οι σχετικές με την έμμεση διαχείριση διατάξεις της δημοσιονομικής νομοθεσίας του 2002 και του 2012 που αφορούν τους διεθνείς οργανισμούς δεν αποτελούν κανόνες δικαίου οι οποίοι έχουν ως σκοπό την απονομή σε οντότητες στις οποίες η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει το καθεστώς διεθνούς οργανισμού του δικαιώματος μη αμφισβήτησης του καθεστώτος αυτού και ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι οι αμφιβολίες που εξέφρασε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούσαν έλλειψη νομιμότητας ικανή να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης.

89      Όσον αφορά την αρχή της χρηστής διοίκησης που προβλέπεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την παραβίαση της οποίας επικαλείται η ενάγουσα, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή αυτή δεν χορηγεί, αυτή καθεαυτήν, δικαιώματα σε ιδιώτες, εκτός αν αποτελεί την έκφραση συγκεκριμένων δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών τους (αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2006, Tillack κατά Επιτροπής, T‑193/04, EU:T:2006:292, σκέψη 127, και της 29ης Νοεμβρίου 2016, T & L Sugars και Sidul Açúcares κατά Επιτροπής, T‑103/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:682, σκέψη 65· πρβλ., επίσης, διάταξη της 22ας Μαρτίου 2010, SPM κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑39/09 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:157, σκέψεις 65 έως 67).

90      Πάντως, στην παρούσα διαδικασία κατόπιν της αναίρεσης και της αναπομπής, η ενάγουσα επικαλέστηκε την αρχή της χρηστής διοίκησης προς στήριξη του επιχειρήματος ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αμφισβητήσει το καθεστώς διεθνούς οργανισμού που της είχε αναγνωρίσει κατά το παρελθόν. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η ενάγουσα υποστήριξε ότι, δυνάμει της εν λόγω αρχής, η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει την κατάστασή της με επιμέλεια και αμεροληψία, υπό το φως όλων των σχετικών στοιχείων.

91      Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή οφείλει να βεβαιώνεται για το καθεστώς διεθνούς οργανισμού της οντότητας με την οποία συνάπτει σύμβαση ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης, ακόμη και όταν έχει ήδη συνάψει τέτοια σύμβαση με την οντότητα αυτή, εφόσον η απόκτηση του καθεστώτος αυτού δεν μπορεί να θεωρείται οριστική (βλ. σκέψεις 81, 83 και 86 ανωτέρω). Κατ’ εφαρμογήν της αρχής της χρηστής διοίκησης και της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης (βλ. σκέψη 56 ανωτέρω), δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν συνάπτει με μια οντότητα νέες συμβάσεις ανάθεσης αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο έμμεσης διαχείρισης, όταν το καθεστώς διεθνούς οργανισμού της οντότητας αυτής μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση κατόπιν συναφών στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση του θεσμικού οργάνου.

92      Εξάλλου, η ενάγουσα δεν διευκρινίζει με ποιον τρόπο η πλάνη περί το δίκαιο και η πρόδηλη πλάνη εκτίμησης που οδήγησαν το Δικαστήριο στην ακύρωση της επίδικης απόφασης συνιστούν παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, ιδίως όσον αφορά την υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργεί με αμεροληψία, παραβίαση η οποία θα κάλυπτε τις προϋποθέσεις της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 89 ανωτέρω και, ως εκ τούτου, δύναται να στοιχειοθετήσει ευθύνη της Ένωσης.

93      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ενάγουσα δεν απέδειξε την εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

94      Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή διέπραξε τέτοια παράβαση, θα έπρεπε περαιτέρω, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη της Ένωσης, να διαπιστωθεί ότι η παράβαση αυτή είναι κατάφωρη.

95      Κατά τη νομολογία, η κατάφωρη παράβαση συνεπάγεται πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση, εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου, των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια, τα δε στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπόψη είναι, μεταξύ άλλων, η πολυπλοκότητα των προς ρύθμιση καταστάσεων, ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα καθώς και το εύρος των περιθωρίων εκτίμησης που αφήνει ο παραβιασθείς κανόνας στο θεσμικό όργανο της Ένωσης (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

96      Η ενάγουσα υποστηρίζει (βλ. σκέψη 73 ανωτέρω) ότι η παράβαση και μόνον των διατάξεων της δημοσιονομικής νομοθεσίας του 2002 και του 2012 σχετικά με την έμμεση διαχείριση συνιστά κατάφωρη παράβαση, καθότι, κατά την ενάγουσα, η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά την τήρηση των διατάξεων αυτών.

97      Εντούτοις, η έλλειψη περιθωρίου εκτίμησης που επικαλείται η ενάγουσα προκύπτει από το επιχείρημά της ότι το διεθνές δίκαιο δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να αμφισβητήσει το καθεστώς του διεθνούς οργανισμού που της είχε αναγνωρίσει. Δεδομένου ότι το επιχείρημα αυτό απορρίφθηκε, διαπιστώνεται ότι η ενάγουσα δεν αποδεικνύει ότι το ζήτημα της αναγνώρισης υπέρ αυτής του εν λόγω καθεστώτος από την Επιτροπή δεν είναι πολύπλοκο. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η Επιτροπή διαθέτει συναφώς περιθώριο εκτίμησης.

98      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι δεν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης.

 Συμπέρασμα

99      Κατά πάγια νομολογία, ο σωρευτικός χαρακτήρας των τριών προϋποθέσεων για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Ένωσης συνεπάγεται ότι, εάν δεν συντρέχει μία από αυτές, η αγωγή αποζημίωσης πρέπει να απορρίπτεται, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις (αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 1999, Lucaccioni κατά Επιτροπής, C‑257/98 P, EU:C:1999:402, σκέψη 14, της 30ής Απριλίου 2009, CAS Succhi di Frutta κατά Επιτροπής, C‑497/06 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:273, σκέψη 40, και της 22ας Μαΐου 2007, Mebrom κατά Επιτροπής, T‑198/05, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:147, σκέψη 34).

100    Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αγωγή αποζημίωσης, στο μέτρο που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της υλικής ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη η ενάγουσα, ύψους 3 εκατομμυρίων ευρώ, λόγω των «έμμεσων εξόδων», και στη συμβολική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ύψους ενός ευρώ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

101    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η αγωγή αποζημίωσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

102    Κατά το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση που εκδίδει κατόπιν αναίρεσης και αναπομπής, αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιόν του διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία.

103    Εντούτοις, με την αναιρετική απόφαση, το Δικαστήριο, μολονότι επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα στην υπόθεση T‑381/15, αποφάνθηκε το ίδιο επί των εξόδων στην υπόθεση C‑184/17 P (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω).

104    Επομένως, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων που αφορούν τις ενώπιόν του διαδικασίες.

105    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 137 του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση κατάργησης της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα δικαστικά έξοδα κατά την κρίση του.

106    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την αναιρετική απόφαση, με την οποία ακυρώθηκε η επίδικη απόφαση, έγιναν εν μέρει δεκτά τα ακυρωτικά αιτήματα που είχε προβάλει η ενάγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Δεύτερον, η εν λόγω απόφαση δεν ανέτρεψε τη μερική κατάργηση της δίκης και το εν μέρει απαράδεκτο των ακυρωτικών αιτημάτων της ενάγουσας που μνημονεύονται στη σκέψη 21, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, ανωτέρω. Τρίτον, από τις σκέψεις 68 και 100 ανωτέρω προκύπτει ότι τα αιτήματα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθούν.

107    Υπό τις συνθήκες αυτές, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του που αφορούν τις διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή αποζημιώσεως.

2)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του που αφορούν τις διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

da Silva Passos

Truchot

Sampol Pucurull

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2020.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.