ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
MACIEJ SZPUNAR
της 27ης Φεβρουαρίου 2020 (1)
Υπόθεση C‑754/18
Ryanair Designated Activity Company
κατά
Országos Rendőr-főkapitányság
[αίτηση του Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság
(δικαστηρίου διοικητικών και εργατικών διαφορών Βουδαπέστης, Ουγγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Ιθαγένεια της Ένωσης – Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Άρθρα 5, 10 και 20 – Δικαίωμα εισόδου στην επικράτεια κράτους μέλους, υπηκόου τρίτου κράτους, μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης – Απαλλαγή από την υποχρέωση θεωρήσεως εισόδου – Δελτίο διαμονής μέλους της οικογένειας – Δελτίο μόνιμης διαμονής – Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν – Άρθρο 26 – Υποχρέωση των μεταφορέων να βεβαιώνονται ότι οι επιβάτες τους κατέχουν τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα για την είσοδο στο κράτος μέλος προορισμού»
I. Εισαγωγή
1. Το Δικαστήριο καλείται εκ νέου να αποφανθεί επί της ερμηνείας του άρθρου 5 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ (2). Η ιδιαιτερότητα της υπό κρίση υποθέσεως έγκειται στο γεγονός ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε όχι κατόπιν αρνήσεως των εθνικών αρχών να χορηγήσουν άδεια εισόδου στην επικράτεια κράτους μέλους, αλλά στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ ενός αερομεταφορέα και των εθνικών αρχών με αντικείμενο την επιβολή προστίμου στον εν λόγω μεταφορέα.
2. Η υπόθεση της κύριας δίκης παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποφανθεί, αφενός, επί του δικαιώματος εισόδου, στην επικράτεια κράτους μέλους, υπηκόου τρίτου κράτους ο οποίος είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης και κάτοχος δελτίου μόνιμης διαμονής βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 και, αφετέρου, επί της υποχρεώσεως του αερομεταφορέα να βεβαιώνεται ότι τα μεταφερόμενα από αυτόν πρόσωπα κατέχουν τα απαιτούμενα για την είσοδο στο κράτος μέλος προορισμού ταξιδιωτικά έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (3).
1. Το νομικό πλαίσιο
1. Το δίκαιο της Ένωσης
1) Η οδηγία 2004/38
3. Το άρθρο 5 της οδηγίας 2004/38, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα εισόδου», προβλέπει στις παραγράφους του 1 και 2 τα εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων επί των ταξιδιωτικών εγγράφων που ισχύουν για τους εθνικούς συνοριακούς ελέγχους, τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο στην επικράτειά τους σε κάθε πολίτη της Ένωσης ο οποίος φέρει ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο, καθώς επίσης και στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, εφόσον φέρουν ισχύον διαβατήριο.
Καμία θεώρηση εισόδου ή άλλη ισοδύναμη υποχρέωση δεν επιβάλλεται στους πολίτες της Ένωσης.
2. Στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους επιβάλλεται μόνο θεώρηση εισόδου σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 539/2001 [(4)] ή, ενδεχομένως, με το εθνικό δίκαιο. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η κατοχή ισχύοντος δελτίου διαμονής προβλεπομένου στο άρθρο 10, απαλλάσσει τα εν λόγω μέλη της οικογένειας από την απαίτηση θεώρησης.
[…]»
4. Το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Χορήγηση του δελτίου διαμονής», προβλέπει στην παράγραφό του 1 και στην παράγραφό του 2, στοιχεία αʹ και βʹ, τα εξής:
«1. Το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους πιστοποιείται με τη χορήγηση εγγράφου το οποίο καλείται “Δελτίο διαμονής μέλους της οικογένειας ενός πολίτη της Ένωσης”, το αργότερο εντός εξαμήνου από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. […]
2. Προκειμένου να χορηγήσουν δελτίο διαμονής, τα κράτη μέλη απαιτούν την προσκόμιση των εξής εγγράφων:
α) ισχύον διαβατήριο,
β) έγγραφο το οποίο πιστοποιεί την ύπαρξη δεσμού συγγένειας ή καταχωρημένης συμβίωσης,
[…]».
5. Το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ισχύς του δελτίου διαμονής», ορίζει στην παράγραφό του 1 τα εξής:
«Η διάρκεια ισχύος του δελτίου διαμονής που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, είναι πέντε έτη από την ημερομηνία χορήγησης ή για την προβλεπόμενη περίοδο παραμονής του πολίτη της Ένωσης, εφόσον η εν λόγω περίοδος είναι μικρότερη των πέντε ετών.»
6. Το άρθρο 16 της ίδιας οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Γενικός κανόνας για τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους», ορίζει στις παραγράφους του 1 και 2 τα εξής:
«1. Οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στο κράτος μέλος υποδοχής έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του. Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται στους όρους που προβλέπονται στο Κεφάλαιο III.
2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται και στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους και τα οποία έχουν διαμείνει νομίμως με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών.»
7. Κατά το άρθρο 18 της οδηγίας 2004/38, το οποίο επιγράφεται «Απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής από ορισμένα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους»:
«[…] τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης για τα οποία ισχύει το άρθρο 12, παράγραφος 2 και το άρθρο 13, παράγραφος 2 και τα οποία πληρούν τους εκεί προβλεπόμενους όρους, αποκτούν το δικαίωμα μόνιμης διαμονής εάν διαμείνουν νομίμως για χρονικό διάστημα πέντε συναπτών ετών στο κράτος μέλος υποδοχής.»
8. Το άρθρο 20 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Δελτίο μόνιμης διαμονής για μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους», προβλέπει στις παραγράφους του 1 και 2 τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη χορηγούν στα δικαιούχα μόνιμης διαμονής μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους δελτίο μόνιμης διαμονής εντός εξαμήνου από την υποβολή της αίτησης. Το δελτίο μόνιμης διαμονής ανανεώνεται αυτοδικαίως ανά δεκαετία.
2. Η αίτηση χορήγησης δελτίου μόνιμης διαμονής πρέπει να υποβάλλεται πριν από τη λήξη της ισχύος του δελτίου διαμονής. Η μη συμμόρφωση με την απαίτηση υποβολής αίτησης για τη χορήγηση δελτίου διαμονής μπορεί να επισύρει κυρώσεις για τον ενδιαφερόμενο, οι οποίες θα είναι αναλογικές και δεν θα εισάγουν διακρίσεις.»
2) Η ΣΕΣΣ
9. Ο τίτλος II της ΣΕΣΣ, ο οποίος επιγράφεται «Κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και κυκλοφορία των προσώπων», περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το κεφάλαιο 6 περί των συνοδευτικών μέτρων του συστήματος που καθιερώνει. Το κεφάλαιο αυτό περιλαμβάνει μόνον ένα άρθρο, το άρθρο 26, το οποίο προβλέπει στην παράγραφό του 1, στοιχείο βʹ, και στην παράγραφό του 2 τα εξής:
«1. Υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από την προσχώρησή τους στη σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 σχετικά με το καθεστώς προστασίας των προσφύγων [(5)], όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967, τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εισάγουν στην εθνική τους νομοθεσία τους ακόλουθους κανόνες:
[…]
β) ο μεταφορέας οφείλει να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να βεβαιωθεί ότι ο αλλοδαπός που μεταφέρεται με εναέρια ή θαλάσσια συγκοινωνία είναι κάτοχος των ταξιδιωτικών εγγράφων που απαιτούνται για την είσοδό του στην επικράτεια των συμβαλλομένων μερών.
2. Τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται, υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από την προσχώρησή τους στη [Σύμβαση της Γενεύης] και τηρώντας την συνταγματική νομοθεσία τους, να θεσπίσουν κυρώσεις κατά των μεταφορέων που διοχετεύουν από ένα τρίτο κράτος προς το έδαφός τους με εναέριες ή θαλάσσιες συγκοινωνίες αλλοδαπούς που δεν κατέχουν τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα.»
2. Το ουγγρικό δίκαιο
10. Το άρθρο 3, παράγραφοι 2 έως 4, του szabad mozgás és tartózkodás jogával rendelkező személyek beutazásáról és tartózkodásáról szóló 2007. évi I. törvény (νόμου I του 2007, περί της εισόδου και της διαμονής προσώπων που απολαύουν της ελευθερίας κυκλοφορίας και διαμονής) (6), της 18ης Δεκεμβρίου 2006, υπό τη μορφή του που έχει εφαρμογή επί των πραγματικών περιστατικών, ορίζει τα εξής:
«2. Σε μέλος της οικογένειας, υπήκοο τρίτης χώρας, το οποίο συνοδεύει υπήκοο του [Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ)] ή Ούγγρο πολίτη ή συναντά υπήκοο του ΕΟΧ ή Ούγγρο πολίτη που κατοικεί στην επικράτεια της Ουγγαρίας, επιτρέπεται η είσοδος στην ουγγρική επικράτεια, εφόσον διαθέτει ισχύον ταξιδιωτικό έγγραφο που έχει εκδοθεί εντός των δέκα προηγουμένων ετών και του οποίου η διάρκεια ισχύος υπερβαίνει την προβλεπόμενη ημερομηνία αναχωρήσεως τουλάχιστον κατά τρεις μήνες, καθώς και, με την επιφύλαξη αντίθετης διατάξεως πράξεως του δικαίου [της Ένωσης] με άμεση εφαρμογή ή διεθνούς συμβάσεως, ισχύουσα θεώρηση εισόδου για προβλεπόμενη διάρκεια διαμονής που δεν υπερβαίνει τις ενενήντα ημέρες εντός χρονικής περιόδου εκατόν ογδόντα ημερών (στο εξής: προβλεπόμενη διαμονή μη υπερβαίνουσα τις ενενήντα ημέρες).
3. Επιτρέπεται επίσης να εισέλθει στην επικράτεια της Ουγγαρίας, ως μέλος της οικογένειας, κάθε υπήκοος τρίτης χώρας, εφόσον διαθέτει έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο που έχει εκδοθεί εντός των δέκα προηγουμένων ετών και του οποίου η διάρκεια ισχύος υπερβαίνει την προβλεπόμενη ημερομηνία αναχωρήσεως τουλάχιστον κατά τρεις μήνες, καθώς και, με την επιφύλαξη αντίθετης διατάξεως πράξεως του δικαίου [της Ένωσης] με άμεση εφαρμογή ή διεθνούς συμβάσεως, ισχύουσα θεώρηση εισόδου για προβλεπόμενη διάρκεια διαμονής που δεν υπερβαίνει τις ενενήντα ημέρες.
[…]
4. Τα πρόσωπα των παραγράφων 2 και 3 μπορούν να εισέλθουν στην επικράτεια της Ουγγαρίας χωρίς θεώρηση εισόδου αν διαθέτουν έγγραφο που πιστοποιεί το προβλεπόμενο από τον παρόντα νόμο δικαίωμα διαμονής ή δελτίο διαμονής που έχει χορηγηθεί από κράτος συμβαλλόμενο μέρος της Συμφωνίας για τον [ΕΟΧ] σε υπήκοο τρίτης χώρας, μέλος της οικογένειας του υπηκόου του ΕΟΧ.»
11. Το άρθρο 69, παράγραφοι 1 και 5, του harmadik országbeli állampolgárok beutazásáról és tartózkodásáról szóló 2007. évi II. Τörvény (νόμου II του 2007, περί της εισόδου και της διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών) (7), της 18ης Δεκεμβρίου 2006, υπό τη μορφή του που έχει εφαρμογή επί των πραγματικών περιστατικών, ορίζει τα εξής:
«1. Κάθε μεταφορέας που μεταφέρει υπήκοο τρίτης χώρας προς την επικράτεια της Ουγγαρίας αεροπορικώς ή διά πλωτού μέσου, ή μέσω τακτικής γραμμής οδικών μεταφορών, ή προς άλλη χώρα προορισμού διά μέσου της ουγγρικής επικράτειας, πρέπει να βεβαιώνεται πριν από τη μεταφορά ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας διαθέτει, για την είσοδο ή τη διέλευση, ισχύον ταξιδιωτικό έγγραφο και, κατά περίπτωση, έγκυρη θεώρηση εισόδου παρέχουσα δικαίωμα διαμονής διάρκειας μη υπερβαίνουσας τις ενενήντα ημέρες.
[…]
5. Στους μεταφορείς που δεν τηρούν την επιβαλλόμενη από την παράγραφο 1 υποχρέωση επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο, το ύψος του οποίου καθορίζεται με ειδική ρύθμιση.
[…]»
II. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
12. Τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, όπως προκύπτουν από την απόφαση περί παραπομπής, δύνανται να περιγραφούν ως ακολούθως.
13. Στις 9 Οκτωβρίου 2017 η αστυνομία του αερολιμένα Liszt Ferenc (Βουδαπέστη, Ουγγαρία) διενήργησε έλεγχο των επιβατών μιας πτήσεως εκτελεσθείσας από τη Ryanair DAC με προέλευση το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο). Εκ του ελέγχου διαπιστώθηκε ότι ένας επιβάτης, Ουκρανός υπήκοος, δεν διέθετε θεώρηση εισόδου, ενώ κατείχε μη βιομετρικό διαβατήριο εντός του οποίου υπήρχε δελτίο διαμονής μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, χορηγηθέν από το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας βάσει του άρθρου 10 της οδηγίας 2004/38, αλλά μεταγενέστερα ακυρωθέν, και ισχύον δελτίο μόνιμης διαμονής χορηγηθέν επίσης από το Ηνωμένο Βασίλειο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20 της οδηγίας αυτής.
14. Με την αιτιολογία ότι ο συγκεκριμένος Ουκρανός υπήκοος δεν είχε στην κατοχή του το σύνολο των απαιτούμενων για την είσοδο στην ουγγρική επικράτεια ταξιδιωτικών εγγράφων, η αστυνομία δεν του επέτρεψε να εισέλθει στην Ουγγαρία και διέταξε την επιστροφή του στο Λονδίνο. Επιπλέον, έκρινε ότι η Ryanair δεν είχε λάβει, ως αερομεταφορέας, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να βεβαιωθεί ότι ο ενδιαφερόμενος είχε στην κατοχή του τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα και, για τον λόγο αυτόν, αποφάσισε την επιβολή στην Ryanair διοικητικού προστίμου ύψους 3 000 ευρώ λόγω παραβάσεως του άρθρου 26 της ΣΕΣΣ.
15. Η Ryanair προσέφυγε κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστηρίου διοικητικών και εργατικών διαφορών Βουδαπέστης, Ουγγαρία).
16. Στο πλαίσιο της προσφυγής της η Ryanair αναφέρει ότι ο υπήκοος τον οποίο αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης είχε δικαίωμα να εισέλθει στην ουγγρική επικράτεια, δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2004/38, χωρίς να διαθέτει θεώρηση εισόδου, ως κάτοχος δελτίου μόνιμης διαμονής εκδοθέντος από το Ηνωμένο Βασίλειο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20 της εν λόγω οδηγίας. Η Ryanair υποστηρίζει, κατ’ αρχάς, ότι, αν και το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας θέτει ως προϋπόθεση για την απαλλαγή από την υποχρέωση λήψεως θεωρήσεως εισόδου την κατοχή, από υπήκοο τρίτου κράτους, δελτίου διαμονής μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης βάσει του άρθρου 10 της ίδιας οδηγίας, μόνον σε πρόσωπο που έχει προηγουμένως λάβει τέτοιο δελτίο μπορεί να χορηγηθεί αργότερα δελτίο μόνιμης διαμονής. Εξ αυτού η Ryanair συνάγει, με συστηματική ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων, ότι η απαλλαγή από την υποχρέωση θεωρήσεως εισόδου ισχύει επίσης στην περίπτωση κατά την οποία υπήκοος τρίτου κράτους κατέχει δελτίο μόνιμης διαμονής που έχει χορηγηθεί δυνάμει του άρθρου 20 της οδηγίας 2004/38. Περαιτέρω, η Ryanair εκτιμά ότι η κατοχή ενός τέτοιου δελτίου πρέπει να θεωρηθεί αφεαυτής επαρκής απόδειξη ότι ο συγκεκριμένος υπήκοος έχει την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης. Τέλος, η Ryanair θεωρεί ότι, εν πάση περιπτώσει, o αερομεταφορέας δεν δικαιούται να διενεργεί συμπληρωματικούς ελέγχους όσον αφορά τον οικογενειακό δεσμό που συνδέει τον ενδιαφερόμενο με πολίτη της Ένωσης και ότι, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να της επιβληθούν κυρώσεις για τη μη διενέργεια του ελέγχου αυτού.
17. Το Országos Rendőr-főkapitányság (αρχηγείο της αστυνομίας, Ουγγαρία) υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2004/38 πρέπει να τύχει γραμματικής ερμηνείας, όπερ συνεπάγεται ότι αποκλειστικώς και μόνον η κατοχή δελτίου διαμονής μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, του οποίου η ίδια η ονομασία αποδεικνύει την ύπαρξη οικογενειακού δεσμού με πολίτη της Ένωσης, απαλλάσσει τους υπηκόους τρίτων κρατών από την υποχρέωση λήψεως θεωρήσεως εισόδου προκειμένου να μπορούν να εισέλθουν στην επικράτεια των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, η κατοχή δελτίου μόνιμης διαμονής, περί του οποίου δεν γίνεται μνεία στο άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας και του οποίου η ονομασία δεν είναι το ίδιο σαφής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απαλλάσσει τον κάτοχο του δελτίου αυτού από την υποχρέωση θεωρήσεως εισόδου, πολλώ δε μάλλον στην περίπτωση κατά την οποία το εν λόγω δελτίο έχει εκδοθεί από κράτος μέλος το οποίο, όπως εν προκειμένω το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν ανήκει στον χώρο Σένγκεν.
18. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο αιτιολογεί την υποβολή της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως αναφέροντας τις αμφιβολίες που διατηρεί όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα αν το άρθρο 5 παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 πρέπει να τύχει γραμματικής ερμηνείας ή αν το γράμμα της εν λόγω διατάξεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, ιδίως, ότι η εν λόγω οδηγία θεσπίζει το δικαίωμα μόνιμης διαμονής ως «ενισχυμένο» δικαίωμα παρεχόμενο στους υπηκόους τρίτων κρατών οι οποίοι είναι μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης και έχουν ήδη λάβει δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια κράτους μέλους επί αδιάλειπτο χρονικό διάστημα πέντε ετών.
19. Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί η έκταση της προβλεπόμενης στο άρθρο 5 της οδηγίας 2004/38 απαλλαγής από την υποχρέωση λήψεως θεωρήσεως εισόδου. Ειδικότερα, διερωτάται αν η εν λόγω απαλλαγή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ισχύει υπέρ των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους ανεξαρτήτως του ποιο κράτος μέλος έχει χορηγήσει το δελτίο διαμονής ή αν, αντιθέτως, πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά μόνον όσους διαθέτουν δελτίο διαμονής χορηγηθέν από κράτος μέλος που ανήκει στο χώρο Σένγκεν. Συναφώς, υπογραμμίζει ότι στην υπό κρίση υπόθεση το ζήτημα της σχέσεως μεταξύ της οδηγίας 2004/38 και των εφαρμοστέων κανόνων στον χώρο Σένγκεν είναι αποφασιστικής σημασίας, δεδομένου ότι τα έγγραφα που κατείχε ο συγκεκριμένος υπήκοος και στα οποία ανάγεται η επιβολή προστίμου στην Ryanair έχουν εκδοθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο.
20. Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε περίπτωση που το άρθρο 5 της οδηγίας 2004/38 ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το προβλεπόμενο από το άρθρο αυτό ευεργέτημα της απαλλαγής από την υποχρέωση λήψεως θεωρήσεως εισόδου εκτείνεται στους υπηκόους τρίτων κρατών, κατόχους δελτίου μόνιμης διαμονής εκδοθέντος από κράτος μέλος που δεν ανήκει στον χώρο Σένγκεν, πρέπει να καθοριστεί αν η κατοχή τέτοιου δελτίου αρκεί για την απόδειξη της υπάρξεως, στο πρόσωπο του κατόχου του δελτίου αυτού, δικαιώματος εισόδου στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους χωρίς θεώρηση εισόδου ή αν απαιτείται η προσκόμιση από τον ενδιαφερόμενο συμπληρωματικών εγγράφων για την απόδειξη του οικογενειακού δεσμού του με πολίτη της Ένωσης (ιδίως αποσπάσματος ληξιαρχικής πράξεως). Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, απαιτείται να διευκρινιστεί η σχέση μεταξύ των διεπόμενων από την οδηγία 2004/38 δικαιωμάτων εισόδου και διαμονής, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το δικαίωμα διαμονής είναι δυνατόν, αφής στιγμής αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα, να εξακολουθήσει να υφίσταται και μετά την εξάλειψη του οικογενειακού δεσμού μεταξύ του υπηκόου τρίτου κράτους και του πολίτη της Ένωσης.
21. Τέταρτον και τελευταίον, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς την έκταση της επιβαλλόμενης στους αερομεταφορείς υποχρεώσεως ελέγχου στο πλαίσιο της εξακριβώσεως των ταξιδιωτικών εγγράφων των υπηκόων τρίτων κρατών, μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, οι οποίοι μετακινούνται από ένα κράτος μέλος σε άλλο. Συναφώς, διερωτάται, αφενός, αν τα «ταξιδιωτικά έγγραφα», τα οποία το άρθρο 26 της ΣΕΣΣ τους επιβάλλει να εξακριβώνουν, περιορίζονται στα έγγραφα που αποδεικνύουν το δικαίωμα εισόδου των ενδιαφερομένων (διαβατήριο, δελτίο διαμονής και, ενδεχομένως, θεώρηση) ή αν περιλαμβάνουν επίσης τα έγγραφα που πιστοποιούν την ύπαρξη οικογενειακού δεσμού με πολίτη της Ένωσης. Αφετέρου, διερωτάται ως προς τις συνέπειες της εκ μέρους αερομεταφορέα παραβάσεως των υποχρεώσεων που του επιβάλλει η διάταξη αυτή.
22. Ακριβώς υπό τις συνθήκες αυτές, το Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών της Βουδαπέστης), με απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Δεκεμβρίου 2018, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Πρέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, τόσο η κατοχή του προβλεπόμενου στο άρθρο 10 της οδηγίας αυτής ισχύοντος δελτίου διαμονής όσο και η κατοχή του προβλεπόμενου στο άρθρο 20 της ίδιας οδηγίας δελτίου μόνιμης διαμονής απαλλάσσουν το μέλος της οικογένειας από την υποχρέωση κατοχής θεωρήσεως κατά τον χρόνο εισόδου στην επικράτεια κράτους μέλους;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 να ερμηνευθεί κατά τον ίδιο τρόπο σε περίπτωση που το πρόσωπο, μέλος της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης, το οποίο δεν έχει την υπηκοότητα κράτους μέλους, απέκτησε δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο και αυτό είναι το κράτος που εξέδωσε το δελτίο μόνιμης διαμονής; Με άλλα λόγια, η κατοχή του προβλεπόμενου στο άρθρο 20 της εν λόγω οδηγίας δελτίου μόνιμης διαμονής που εκδόθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο απαλλάσσει το πρόσωπο που κατέχει το δελτίο αυτό από την υποχρέωση λήψεως θεωρήσεως, ανεξαρτήτως του αν στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει εφαρμογή ούτε ο [κανονισμός 539/2001], στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, ούτε ο κανονισμός 2016/399 [(8)];
3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, θεωρείται η κατοχή του δελτίου διαμονής που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 20 της οδηγίας 2004/38 από μόνη της επαρκής απόδειξη του ότι ο κάτοχος του δελτίου είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης και ότι, χωρίς απαίτηση οποιασδήποτε άλλης συμπληρωματικής εξακριβώσεως ή πιστοποιήσεως, δικαιούται –ως μέλος της οικογένειας– να εισέλθει στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους και απαλλάσσεται από την υποχρέωση λήψεως θεωρήσεως εισόδου δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας;
4) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει το άρθρο 26, παράγραφοι 1, στοιχείο βʹ, και 2, της ΣΕΣΣ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο αερομεταφορέας υποχρεούται να ελέγχει όχι μόνον τα ταξιδιωτικά έγγραφα, αλλά και αν ο επιβάτης που σκοπεύει να ταξιδέψει με το προβλεπόμενο στο άρθρο 20 της οδηγίας 2004/38 δελτίο μόνιμης διαμονής είναι πράγματι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης κατά τον χρόνο εισόδου;
5) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα:
i) όταν ο αερομεταφορέας δεν μπορεί να διαπιστώσει αν ο επιβάτης που σκοπεύει να ταξιδέψει με το προβλεπόμενο στο άρθρο 20 της οδηγίας 2004/38 δελτίο μόνιμης διαμονής είναι πράγματι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης κατά τον χρόνο εισόδου, υποχρεούται να αρνηθεί την επιβίβαση του εν λόγω προσώπου στο αεροπλάνο και τη μεταφορά του σε άλλο κράτος μέλος;
ii) όταν ο αερομεταφορέας παραλείπει τον έλεγχο αυτού του στοιχείου ή δεν αρνείται τη μεταφορά επιβάτη ο οποίος, μολονότι διαθέτει δελτίο μόνιμης διαμονής, δεν μπορεί να αποδείξει την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας, είναι δυνατόν να επιβληθεί πρόστιμο στον αερομεταφορέα για τον λόγο αυτόν βάσει του άρθρου 26, παράγραφος 2, της ΣΕΣΣ;»
23. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Ουγγρική, η Τσεχική και η Ελληνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Προφορικές παρατηρήσεις υποβλήθηκαν εκ μέρους της Ryanair, της Ουγγρικής Κυβερνήσεως καθώς και της Επιτροπής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Δεκεμβρίου 2019.
III. Ανάλυση
24. Στην επίμαχη κατάσταση στην υπόθεση της κύριας δίκης, επιβλήθηκε πρόστιμο σε αερομεταφορέα λόγω φερόμενης παραβάσεως των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 26 της ΣΕΣΣ και από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία σχετικά με τη μεταφορά, προς το κράτος μέλος προορισμού, υπηκόου τρίτου κράτους, μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης. Ο συγκεκριμένος επιβάτης είχε στην κατοχή του το διαβατήριό του και ισχύον δελτίο μόνιμης διαμονής χορηγηθέν δυνάμει του άρθρου 20 της οδηγίας 2004/38 από τις αρχές κράτους μέλους μη ανήκοντος στον χώρο Σένγκεν.
25. Το τιθέμενο στην υπό κρίση υπόθεση νομικό ζήτημα αφορά κατ’ ουσίαν την έκταση της επιβαλλόμενης στον αερομεταφορέα που μεταφέρει αλλοδαπούς στην επικράτεια των κρατών μελών υποχρεώσεως να βεβαιώνεται ότι τα πρόσωπα αυτά είναι κάτοχοι των ταξιδιωτικών εγγράφων που απαιτούνται για την είσοδο στην επικράτεια του κράτους μέλους προορισμού. Στο πλαίσιο αυτό, το θεμελιώδες ζήτημα που τίθεται όσον αφορά την εν λόγω υποχρέωση του μεταφορέα είναι ποια συγκεκριμένα έγγραφα απαιτούνται προκειμένου να επιτραπεί στους υπηκόους τρίτου κράτους, μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, να εισέλθουν στην επικράτεια των κρατών μελών.
26. Για την ορθή κατανόηση του πλαισίου του δικαίου της Ένωσης στο οποίο εντάσσονται τα ζητήματα της παρούσας υποθέσεως, είναι αναγκαίο, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί η σχέση μεταξύ της ιθαγένειας της Ένωσης και του κεκτημένου του Σένγκεν. Προς τούτο, θα διατυπώσω, προκαταρκτικώς, ορισμένες παρατηρήσεις όσον αφορά τη σχέση μεταξύ, αφενός, του καθεστώτος που έχει εφαρμογή για τη διέλευση των συνόρων από τα πρόσωπα και, αφετέρου, των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας των οποίων απολαύουν οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους. Εν συνεχεία, θα εξετάσω το ζήτημα αν υπήκοος τρίτου κράτους, κάτοχος δελτίου μόνιμης διαμονής χορηγηθέντος από κράτος μέλος κατά την έννοια του άρθρου 20 της οδηγίας 2004/38, δύναται να απαλλαγεί από την υποχρέωση λήψεως θεωρήσεως εισόδου στο κράτος μέλος προορισμού ως μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης. Τέλος, θα εξετάσω το περιεχόμενο των υποχρεώσεων του μεταφορέα κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 2, της ΣΕΣΣ.
1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις όσον αφορά τη σχέση μεταξύ ιθαγένειας της Ένωσης και κεκτημένου του Σένγκεν
27. Στην υπό κρίση υπόθεση, η οποία αφορά ένδικη διαφορά μεταξύ αερομεταφορέα και εθνικής αρχής, τα υποβληθέντα στο Δικαστήριο ερωτήματα ουδόλως αφορούν επιβάτη υπήκοο τρίτου κράτους παρανόμως διαμένοντα, αλλά επιβάτη υπήκοο τρίτου κράτους, μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, ο οποίος μετακινήθηκε μεταξύ δύο κρατών μελών έχοντας διέλθει από τα εξωτερικά σύνορα του χώρου Σένγκεν.
28. Πρέπει να υπομνησθεί ότι η Συμφωνία Σένγκεν υπεγράφη το έτος 1985 με σκοπό την κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα και ότι το κεκτημένο του Σένγκεν αφορά τη ρύθμιση των θεμάτων που συνδέονται με την ύπαρξη ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα και ενισχυμένου με εξωτερικά σύνορα (9). Αντιθέτως, η καθιέρωση της ιθαγένειας της Ένωσης το έτος 1992, η οποία αποτελεί σήμερα τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών (10), κατέστησε δυνατή τη θέσπιση πιο εκτεταμένων ουσιαστικών δικαιωμάτων για τους υπηκόους των κρατών μελών και τα μέλη των οικογενειών τους. Ως εκ τούτου, οι κανόνες σχετικά με την ιθαγένεια της Ένωσης είναι δεσμευτικοί για όλα τα κράτη μέλη, ανεξαρτήτως της συμμετοχής τους στον χώρο Σένγκεν. Επί του θέματος αυτού θα επανέλθω κατωτέρω (11).
29. Συνεπώς, οι εξακριβώσεις που αφορούν πρόσωπα τα οποία απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας δυνάμει του δικαίου της Ένωσης πρέπει να διενεργούνται κατά τρόπο σύμφωνο με την οδηγία 2004/38. Επομένως, δυνάμει της οδηγίας αυτής, ορισμένα μέτρα εφαρμογής του κεκτημένου του Σένγκεν, όπως είναι η υποχρέωση λήψεως θεωρήσεως εισόδου, δεν έχουν εφαρμογή στους υπηκόους τρίτων κρατών που είναι μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης.
30. Τούτου λεχθέντος, για λόγους πληρότητας των παρουσών προτάσεων καθώς και προκειμένου να δοθεί απάντηση στις αμφιβολίες που εκφράζει το αιτούν δικαστήριο, θα εξετάσω, ωστόσο, λεπτομερώς τη σχέση μεταξύ της ιθαγένειας της Ένωσης και του κεκτημένου του Σένγκεν.
31. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί εν συντομία ότι είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ της εφαρμοστέας νομοθεσίας στο πλαίσιο της κοινής μεταναστευτικής πολιτικής και της νομοθεσίας που αφορά την ιθαγένεια της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.
1. Ιθαγένεια της Ένωσης σε αντιδιαστολή με κοινή πολιτική σε θέματα μεταναστευτικού δικαίου: διαφορετικά νομικά καθεστώτα βασιζόμενα σε διαφορετικές νομικές λογικές
32. Πρέπει να επισημανθεί εκ προοιμίου ότι, στον τομέα του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η Ένωση έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ιʹ, ΣΛΕΕ. Οι επιδιωκόμενοι σκοποί και οι πρακτικές λεπτομέρειες ασκήσεως της εν λόγω αρμοδιότητας διευκρινίζονται στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ. Το άρθρο 67, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι η Ένωση εξασφαλίζει την απουσία ελέγχων των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα και αναπτύσσει κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου, της μεταναστεύσεως και του ελέγχου των εξωτερικών συνόρων, η οποία βασίζεται στην αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών και είναι δίκαιη έναντι των υπηκόων τρίτων χωρών.
33. Ως εκ τούτου, κάθε μέτρο του άρθρου 79, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο καλύπτει τόσο τη νόμιμη όσο και την παράνομη μετανάστευση, θεσπίζεται κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Ασκώντας την αρμοδιότητά της, η Ένωση αποκτά, μετά τον έλεγχο επικουρικότητας, προβάδισμα ή προτεραιότητα έναντι της αρμοδιότητας των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη απεκδύονται της αρμοδιότητάς τους λόγω της νομοθετικής παρεμβάσεως της Ένωσης. Δεδομένου ότι η αρμοδιότητα της Ένωσης σε θέματα μεταναστεύσεως αποτελεί αρμοδιότητα εναρμονίσεως, το προβάδισμα ποικίλλει αναλόγως της ακριβούς εκτάσεως και του βαθμού εντάσεως της παρεμβάσεως της Ένωσης (12). Θεσπίζονται, επομένως, κοινοί κανόνες μέσω οδηγιών τις οποίες τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μεταφέρουν στο εσωτερικό τους δίκαιο (13), πλην όμως τα κράτη μέλη δύνανται να νομοθετούν επί ζητημάτων τα οποία δεν καταλαμβάνονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχουν δε επίσης τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από τους κοινούς κανόνες, στο μέτρο που το δίκαιο της Ένωσης το επιτρέπει (14). Υπό αυτές τις συνθήκες, τα κράτη μέλη διατηρούν, κατ’ αρχήν, τις αρμοδιότητές τους στον τομέα του μεταναστευτικού δικαίου.
34. Αντιθέτως, αν πρόκειται, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, για κατάσταση αφορώσα τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής βάσει του δικαίου της Ένωσης, η εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη σε θέματα μεταναστεύσεως δεν μπορεί να θίξει την εφαρμογή των διατάξεων περί ιθαγένειας της Ένωσης ή περί ελεύθερης κυκλοφορίας (15), ακόμη και αν οι διατάξεις αυτές αφορούν όχι μόνον την κατάσταση των πολιτών της Ένωσης, αλλά και την κατάσταση των υπηκόων τρίτων κρατών που είναι μέλη των οικογενειών τους. Συναφώς, είναι σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, να υπομνησθεί ότι το νομικό καθεστώς που αναγνωρίζεται στους υπηκόους τρίτων κρατών, στο πλαίσιο των οδηγιών που απορρέουν από την κοινή πολιτική σε θέματα μεταναστευτικού δικαίου, και το καθεστώς των πολιτών της Ένωσης και των υπηκόων τρίτων κρατών, μελών των οικογενειών τους, είναι διαφορετικά και βασίζονται σε διαφορετικές νομικές λογικές.
2. Οι κανόνες σχετικά με τη διέλευση προσώπων από τα σύνορα και τη χορήγηση θεωρήσεων εισόδου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας του οποίου απολαύουν οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους
35. Όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τον έλεγχο των συνόρων, την κοινή πολιτική θεωρήσεων και άλλους τίτλους διαμονής βραχείας διάρκειας, καθώς και την ελευθερία κυκλοφορίας των υπηκόων τρίτων κρατών, η συνήθης νομοθετική διαδικασία εφαρμόζεται για τη λήψη κάθε μέτρου που προβλέπεται στο άρθρο 77, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, (16).
36. Εντούτοις, το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προβλέπει ότι, αν δράση της Ένωσης φαίνεται αναγκαία «για τη διευκόλυνση της άσκησης του προβλεπόμενου στο άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο α) δικαιώματος [των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών]», εφαρμόζεται ειδική νομοθετική διαδικασία για τη θέσπιση διατάξεων σχετικά με «τα διαβατήρια, τα δελτία ταυτότητας, τους τίτλους διαμονής ή κάθε άλλο εξομοιούμενο έγγραφο». Επομένως, το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και τα μέτρα που θεσπίζονται, δυνάμει της διατάξεως αυτής για τη διευκόλυνση της ασκήσεως του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα όχι των σκοπών της Ένωσης σχετικά με θέματα μεταναστεύσεως, αλλά της ιθαγένειας της Ένωσης, όπως προκύπτει, ιδίως, από τη γενομένη στην εν λόγω διάταξη παραπομπή προς το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ (17).
37. Κατά συνέπεια, τόσο από τις αιτιολογικές σκέψεις του κεκτημένου του Σένγκεν όσο και από τις κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις του προκύπτει ότι τα μέτρα σχετικά με τη διέλευση από τα εξωτερικά και εσωτερικά σύνορα των κρατών μελών εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των προσώπων που απολαύουν δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας βάσει του δικαίου της Ένωσης.
38. Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το εφαρμοστέο νομικό καθεστώς για τη διέλευση προσώπων από τα εσωτερικά και εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, η αιτιολογική σκέψη 5 του κώδικα συνόρων του Σένγκεν αναφέρει ότι «[τ]ο κοινό καθεστώς σχετικά με τη διέλευση προσώπων από τα σύνορα δεν θίγει ούτε επηρεάζει τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας των οποίων απολαύουν οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους» (18). Συναφώς, αφενός, το άρθρο 3 του συγκεκριμένου κώδικα, το οποίο επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει ότι ο εν λόγω κώδικας εφαρμόζεται «στα πρόσωπα που διέρχονται τα εσωτερικά ή εξωτερικά σύνορα κράτους μέλους, υπό την επιφύλαξη [μεταξύ άλλων] των δικαιωμάτων των προσώπων που απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης» (19) και, αφετέρου, το άρθρο 8, παράγραφος 6, του ίδιου κώδικα, το οποίο επιγράφεται «Συνοριακοί έλεγχοι προσώπων», προβλέπει ότι «ο έλεγχος προσώπου που απολαύει του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας βάσει του δικαίου της Ένωσης διενεργείται σύμφωνα με την οδηγία [2004/38]» (20).
39. Εν συνεχεία, πρέπει να σημειωθεί ότι, όσον αφορά τους κανόνες σχετικά με τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις χορηγήσεως θεωρήσεων για διαμονή προβλεπόμενης διάρκειας μη υπερβαίνουσας τους τρεις μήνες ανά εξάμηνη περίοδο, ο κανονισμός (ΕΚ) 810/2009 (21) ορίζει, στο άρθρο του 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ότι εφαρμόζεται «σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας που έχει υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών σύμφωνα με τον κανονισμό [539/2001], με την επιφύλαξη [μεταξύ άλλων] των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας που απολαμβάνουν οι υπήκοοι τρίτων χωρών που είναι μέλη οικογενειών πολιτών της Ένωσης» (22).
40. Τέλος, ο κανονισμός 539/2001 (23) ορίζει, στο άρθρο του 1, παράγραφος 1, ότι οι υπήκοοι των τρίτων χωρών οι οποίες περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος Ι (24) του κανονισμού πρέπει να διαθέτουν θεώρηση κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών. Ωστόσο, αν και κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους «επιβάλλεται μόνο θεώρηση εισόδου» σύμφωνα με τον ως άνω κανονισμό ή, ενδεχομένως, με το εθνικό δίκαιο (25), η ίδια αυτή διάταξη προβλέπει ότι «η κατοχή ισχύοντος δελτίου διαμονής προβλεπόμενου στο άρθρο 10 [της εν λόγω οδηγίας] απαλλάσσει τα εν λόγω μέλη της οικογένειας από την απαίτηση θεώρησης».
41. Η Ουγγρική Κυβέρνηση θεωρεί ότι πρέπει να προηγηθεί η εξέταση του τέταρτου και του πέμπτου ερωτήματος. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, θεωρώ σκόπιμο να αναλύσω τα προδικαστικά ερωτήματα με τη σειρά με την οποία υποβλήθηκαν από το αιτούν δικαστήριο.
2. Ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 (πρώτο και δεύτερο ερώτημα)
42. Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η απαλλαγή από την υποχρέωση θεωρήσεως εισόδου, την οποία απαλλαγή η διάταξη αυτή προβλέπει υπέρ των υπηκόων τρίτων κρατών που κατέχουν δελτίο διαμονής βάσει του άρθρου 10 της οδηγίας αυτής (26), έχει εφαρμογή επίσης για τους υπηκόους τρίτων κρατών που κατέχουν δελτίο μόνιμης διαμονής βάσει του άρθρου 20 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο έχει χορηγηθεί από κράτος μέλος που δεν ανήκει στον χώρο Σένγκεν.
43. Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η Τσεχική και η Ελληνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, όπως η Ryanair, υποστηρίζουν ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η συγκεκριμένη διάταξη και των σκοπών που επιδιώκονται με την εν λόγω οδηγία. Η Ουγγρική Κυβέρνηση δεν συμμερίζεται την άποψη αυτή. Κατά την ερμηνεία της, από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι μόνον η κατοχή δελτίου διαμονής άνω των τριών μηνών, και όχι η κατοχή δελτίου μόνιμης διαμονής βάσει του άρθρου 20 της εν λόγω οδηγίας, απαλλάσσει τους υπηκόους τρίτου κράτους από την υποχρέωση να διαθέτουν θεώρηση προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμα εισόδου στην επικράτεια κράτους μέλους άλλου από το κράτος μέλος υποδοχής που έχει χορηγήσει το δελτίο αυτό.
44. Πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (27) και, μεταξύ άλλων, το ιστορικό θεσπίσεως της ρυθμίσεως αυτής (28). Συναφώς, αποτελεί πάγια νομολογία ότι το διατακτικό οδηγίας συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της και πρέπει να ερμηνεύεται, αν παρίσταται ανάγκη, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων που οδήγησαν στην έκδοσή της (29). Ομοίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου και των σκοπών της οδηγίας 2004/38, οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας δεν πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά και, εν πάση περιπτώσει, κατά τρόπο που τις καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας (30).
45. Πάντως, φρονώ ότι ερμηνεία όπως αυτή της Ουγγρικής Κυβερνήσεως θα ήταν αντίθετη προς την πρακτική αποτελεσματικότητα και τους σκοπούς της οδηγίας 2004/38, καθώς και προς τη γενική οικονομία και το πνεύμα του άρθρου της 5, παράγραφος 2. Ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί με γνώμονα το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, το ιστορικό θεσπίσεώς της και τους σκοπούς της οδηγίας 2004/38.
1. Συστηματική ερμηνεία
46. Πρέπει να επισημανθεί ότι σκοπός της οδηγίας 2004/38 είναι, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, στοιχείο αʹ, να καθορίσει τους όρους που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στην επικράτεια των κρατών μελών από τους πολίτες της Ένωσης (31). Προς τούτο, με τα δικαιώματα εξόδου και εισόδου που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 5 (32) της εν λόγω οδηγίας καθορίζονται οι αναγκαίες προϋποθέσεις ή διατυπώσεις για την άσκηση άλλων δικαιωμάτων τα οποία η ίδια οδηγία αφορά, όπως, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα διαμονής (33). Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 διευκρινίζει ότι «τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο στην επικράτειά τους σε κάθε πολίτη της Ένωσης […] καθώς επίσης και στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, εφόσον φέρουν ισχύον διαβατήριο». Εξάλλου, το άρθρο 5, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι, «[γ]ια τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η κατοχή ισχύοντος δελτίου διαμονής προβλεπομένου στο άρθρο 10 απαλλάσσει τα εν λόγω μέλη της οικογένειας από την απαίτηση θεώρησης» (34).
47. Η ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας 2004/38, λαμβανομένου υπόψη του γενικού πλαισίου της οδηγίας αυτής, δείχνει ότι ο μηχανισμός του συστήματος περισσότερων βαθμίδων, το οποίο διέπει το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής και το οποίο στην καταληκτική του βαθμίδα οδηγεί στην παροχή του δικαιώματος μόνιμης διαμονής, ενεργοποιείται όταν πληρούνται οι προβλεπόμενες από την εν λόγω διάταξη προϋποθέσεις εισόδου σε κράτος μέλος υποδοχής (35). Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει διάφορα είδη δικαιώματος διαμονής, έκαστο εκ των οποίων συνεπάγεται διαφορετικό βαθμό εντάξεως του πολίτη της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς του. Πρόκειται, πρώτον, για το προβλεπόμενο στο άρθρο 6 της οδηγίας 2004/38 δικαίωμα διαμονής έως τρεις μήνες, το οποίο δεν υπόκειται σε καμία άλλη προϋπόθεση ή διατύπωση πλην της υποχρεώσεως κατοχής ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου (36)· δεύτερον, για το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών, το οποίο εξαρτάται από τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας (37), και, τρίτον, για το δικαίωμα μόνιμης διαμονής, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας για τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους τα οποία έχουν διαμείνει νομίμως στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής για αδιάλειπτο χρονικό διάστημα πέντε ετών.
48. Όσον αφορά τις διοικητικές διατυπώσεις, στους υπηκόους τρίτου κράτους, οι οποίοι είναι μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, χορηγείται έγγραφο προς πιστοποίηση του είδους της διαμονής που αυτοί δικαιούνται στο κράτος μέλος υποδοχής. Συναφώς, βάσει του άρθρου 10 της οδηγίας 2004/38, το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών πιστοποιείται με τη χορήγηση δελτίου διαμονής άνω των τριών μηνών. Το δελτίο αυτό χορηγείται κατόπιν ελέγχου των εγγράφων που απαριθμούνται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας και έχει μέγιστη διάρκεια ισχύος πέντε ετών από την ημερομηνία χορηγήσεώς του (38). Μετά την πάροδο του χρόνου ισχύος του ως άνω δελτίου, για την πιστοποίηση της μονιμότητας της διαμονής, το άρθρο 20, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη χορηγούν στα δικαιούχα μόνιμης διαμονής μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους δελτίο μόνιμης διαμονής […]», το οποίο ανανεώνεται αυτοδικαίως ανά δεκαετία.
49. Για να συνοψίσω, βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, οι υπήκοοι τρίτου κράτους που είναι μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης δεν μπορούν να αποκτήσουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής χωρίς να έχουν διαμείνει νομίμως στο κράτος μέλος υποδοχής για αδιάλειπτο χρονικό διάστημα πέντε ετών (39). Εκ παραλλήλου, από το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι δελτίο μόνιμης διαμονής χορηγείται μόνον σε υπήκοο τρίτου κράτους, μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, ο οποίος έχει προηγουμένως λάβει δελτίο διαμονής άνω των τριών μηνών.
50. Επομένως, όπως τόνισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, το δελτίο διαμονής άνω των τριών μηνών και το δελτίο μόνιμης διαμονής δεν είναι δυνατόν να χορηγηθούν παραλλήλως, καθόσον έκαστο εκ των δελτίων αυτών πιστοποιεί διαφορετικό είδος δικαιώματος διαμονής των μελών της οικογένειας πολιτών της Ένωσης στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής, ήτοι, αντιστοίχως, το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών (κεφάλαιο III) και το δικαίωμα μόνιμης διαμονής (κεφάλαιο IV). Ειδικότερα, το μόνο δελτίο διαμονής που μπορεί να χορηγηθεί από τις αρχές του κράτους μέλους υποδοχής σε υπήκοο τρίτου κράτους, μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, ο οποίος πληρούσε τις προϋποθέσεις του κεφαλαίου III της οδηγίας 2004/38 επί πέντε συναπτά έτη, είναι το δελτίο μόνιμης διαμονής. Τούτο επιρρωννύεται από το άρθρο 20, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι η αίτηση χορηγήσεως δελτίου μόνιμης διαμονής πρέπει να υποβάλλεται πριν από τη λήξη της ισχύος του δελτίου διαμονής και ότι η μη συμμόρφωση με την απαίτηση αυτή μπορεί να επισύρει κυρώσεις οι οποίες πρέπει να είναι αναλογικές και να μην εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις.
51. Εξάλλου, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής έχει ευρύτερο περιεχόμενο σε σχέση με το δικαίωμα διαμονής, το οποίο προηγείται χρονικώς. Όχι μόνον το δελτίο μόνιμης διαμονής που πιστοποιεί το δικαίωμα αυτό έχει διάρκεια ισχύος δέκα ετών (άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38), αλλά, επιπλέον, οι υπήκοοι τρίτου κράτους που είναι μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης δεν υπόκεινται στις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο III της οδηγίας αυτής. Συναφώς, οι συγκεκριμένοι υπήκοοι μπορούν να επιβαρύνουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, χωρίς να είναι δυνατή η απομάκρυνσή τους από την επικράτεια αυτού του κράτους μέλους (άρθρο 16, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας). Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 18 της ίδιας οδηγίας, το δικαίωμα μόνιμης διαμονής, άπαξ αποκτηθεί, δεν πρέπει να υπόκειται σε κανένα άλλον όρο, τούτο δε προκειμένου το δικαίωμα αυτό να αποτελεί πραγματικό μέσο ενσωματώσεως στην κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής (40). Περαιτέρω, άπαξ αποκτηθεί το δικαίωμα μόνιμης διαμονής, η απώλειά του επέρχεται μόνον σε περίπτωση απουσίας από το κράτος μέλος υποδοχής για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα δύο συναπτά έτη (άρθρο 16, παράγραφος 4, της οδηγίας 2004/38). Επιπλέον, οι υπήκοοι τρίτου κράτους, μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, οι οποίοι έχουν αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, απολαύουν «ίσης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους ημεδαπούς του εν λόγω κράτους μέλους [υποδοχής] εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης» (άρθρο 24 της οδηγίας αυτής) (41).
52. Κατά συνέπεια, θα ήταν παράδοξο η απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής, το οποίο παρέχει στους δικαιούχους του δικαιώματα πιο σημαντικά σε σχέση με το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών και, ως εκ τούτου, δείχνει μεγαλύτερο βαθμό εντάξεώς τους στο κράτος μέλος υποδοχής, να καθιστά αυστηρότερες τις προϋποθέσεις εισόδου σε άλλα κράτη μέλη.
53. Κατόπιν των ανωτέρω, το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, εξεταζόμενο εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η κατά την εν λόγω διάταξη απαλλαγή από την υποχρέωση θεωρήσεως εισόδου έχει εφαρμογή όχι μόνον για τον κάτοχο του δελτίου διαμονής άνω των τριών μηνών το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας, αλλά και για τον κάτοχο του δελτίου μόνιμης διαμονής το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 20 της εν λόγω οδηγίας.
2. Τελολογική και ιστορική ερμηνεία
54. Η ανωτέρω ανάλυση ενισχύεται από τον σκοπό της οδηγίας 2004/38 και, ειδικότερα, του άρθρου της 5, καθώς και από την εξέταση των σχετικών με τη διάταξη αυτή προπαρασκευαστικών εργασιών.
55. Από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 4 της οδηγίας 2004/38 προκύπτει ότι εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ασκήσεως του θεμελιώδους και ατομικού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στην επικράτεια των κρατών μελών, το οποίο παρέχεται απευθείας στους πολίτες της Ένωσης από το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και ότι η οδηγία αυτή έχει ως κύριο σκοπό να ενισχύσει το εν λόγω δικαίωμα (42). Ο σκοπός αυτός επιδιώκεται με την καθιέρωση του προβλεπόμενου από την εν λόγω οδηγία συστήματος περισσότερων βαθμίδων (43), το οποίο διέπει το δικαίωμα διαμονής εντός του κράτους μέλους υποδοχής (44).
56. Όσον αφορά το ιστορικό θεσπίσεως της εν λόγω διατάξεως, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της αρχικής προτάσεως της Επιτροπής (45) δεν διέκρινε μεταξύ των ειδών εγγράφων που πιστοποιούν δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών ή μόνιμης διαμονής και αναφερόταν με γενικό τρόπο στην «κατοχή ισχύοντος τίτλου διαμονής εκδοθέντος από κράτος μέλος», ορίζοντας ότι o εν λόγω τίτλος διαμονής «ισοδυναμ[ούσε] με θεώρηση». Η Επιτροπή εξήγησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας είχε επιτευχθεί συναίνεση ως προς το ότι το δελτίο διαμονής δεν ισοδυναμούσε με θεώρηση εισόδου και ότι η κατοχή του πρώτου απάλλασσε τους υπηκόους τρίτων κρατών, μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, από την υποχρέωση λήψεως της δεύτερης. Το άρθρο 8, παράγραφος 2, του νομοθετικού ψηφίσματος του Κοινοβουλίου αντικατόπτριζε την τροπολογία αυτή και όριζε ότι «η κατοχή έγκυρου τίτλου διαμονής εκδοθέντος από κράτος μέλος απ[ά]λλ[α]σσε […] από την υποχρέωση θεώρησης» (46).
57. Ακολούθως, στην τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής (47) εξακολούθησε να χρησιμοποιείται ο όρος «τίτλος διαμονής» χωρίς διάκριση μεταξύ των δελτίων διαμονής αναλόγως του αν πιστοποιούν διαμονή άνω των τριών μηνών ή μόνιμη διαμονή. Ωστόσο, το κείμενο της διατάξεως αυτής δεν στοιχούσε με την προταθείσα διατύπωση του άρθρου 10, η οποία όμως αναφερόταν σε «δελτίο διαμονής μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης». Συναφώς, η Επιτροπή επισήμανε ότι αποκλειστικώς και μόνον για λόγους ορολογικής συνοχής ο νομοθέτης αντικατέστησε στη συνέχεια τον όρο «δελτίο διαμονής» με τον όρο «δελτίο διαμονής προβλεπόμενο στο άρθρο 10» (48),. Ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να διευκρινίσει ότι η απαλλαγή από την υποχρέωση λήψεως θεωρήσεως στηρίζεται στο δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, στο δελτίο διαμονής που χορηγείται από τα κράτη μέλη βάσει της οδηγίας 2004/38 και όχι σε άλλα έγγραφα που τα κράτη μέλη χορηγούν σε αλλοδαπούς βάσει του εθνικού δικαίου (49).
58. Επομένως, η βούληση του νομοθέτη δεν ήταν να αποκλείσει το δελτίο μόνιμης διαμονής από τα έγγραφα που πιστοποιούν το δικαίωμα διαμονής και παρέχουν δυνατότητα απαλλαγής από την υποχρέωση λήψεως θεωρήσεως εισόδου. Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2004/38, η οποία δεν διακρίνει μεταξύ δελτίου διαμονής άνω των τριών μηνών και δελτίου μόνιμης διαμονής. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική αυτή σκέψη εκτίθεται ότι, «[π]ροκειμένου να διευκολυνθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των μελών της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, τα μέλη τα οποία έχουν ήδη λάβει δελτίο διαμονής θα πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση θεώρησης εισόδου κατά την έννοια του [κανονισμού 539/2001] ή, ενδεχομένως, της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας» (50).
59. Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι τόσο οι υπήκοοι τρίτου κράτους, μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, οι οποίοι είναι κάτοχοι δικαιώματος διαμονής άνω των τριών μηνών, όσο και εκείνοι που είναι κάτοχοι δικαιώματος μόνιμης διαμονής δύνανται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να διατηρήσουν τα δικαιώματά τους εισόδου και διαμονής αποκλειστικώς σε προσωπική βάση (51) και, ειδικότερα, δύνανται να διατηρήσουν το δικαίωμα εισόδου στα κράτη μέλη χωρίς θεώρηση, απλώς με την επίδειξη του δελτίου τους διαμονής άνω των τριών μηνών ή του δελτίου τους μόνιμης διαμονής.
60. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι υπήκοοι τρίτου κράτους που είναι μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης απαλλάσσονται από την υποχρέωση θεωρήσεως εισόδου, ανεξαρτήτως του αν είναι κάτοχοι δελτίου διαμονής άνω των τριών μηνών ή δελτίου μόνιμης διαμονής. Το αντίθετο θα αντέβαινε στη συστηματική, τελολογική και ιστορική ερμηνεία της οδηγίας 2004/38 και του άρθρου της 5, παράγραφος 2.
3. Η μη συμμετοχή κράτους μέλους στον χώρο Σένγκεν
61. Πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία 2004/38 εκδόθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης βάσει των άρθρων 18, 21, 46, 50 και 59 ΣΛΕΕ. Οι εν λόγω διατάξεις είναι δεσμευτικές για όλα τα κράτη μέλη, ανεξαρτήτως της συμμετοχής τους στον χώρο Σένγκεν. Ως εκ τούτου, τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται με τις διατάξεις αυτές είναι εγγυημένα για το σύνολο των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους.
62. Εν προκειμένω, το γεγονός ότι το κεκτημένο του Σένγκεν δεν έχει εφαρμογή στο κράτος μέλος που χορήγησε το δελτίο μόνιμης διαμονής, ήτοι στο Ηνωμένο Βασίλειο, ουδόλως επηρεάζει τις προϋποθέσεις εισόδου στα κράτη μέλη οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38. Συγκεκριμένα, βάσει της διατάξεως αυτής, οι υπήκοοι τρίτου κράτους, μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, υπόκεινται μόνο στην υποχρέωση θεωρήσεως εισόδου, σύμφωνα με τον κανονισμό 539/2001 ή, ενδεχομένως, με την εθνική νομοθεσία. Όπως υπογράμμισε η Επιτροπή με στις παρατηρήσεις της, η εν λόγω αναφορά στην εθνική νομοθεσία αφορά τα κράτη μέλη που δεν ανήκουν στον χώρο Σένγκεν. Ωστόσο, για τους σκοπούς της οδηγίας 2004/38, οι υπήκοοι τρίτου κράτους που είναι μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή αν είναι κάτοχοι ισχύοντος δελτίου διαμονής άνω των τριών μηνών ή ισχύοντος δελτίου μόνιμης διαμονής.
63. Όπως επισήμανα στο σημείο 38 των παρουσών προτάσεων, οι κοινοί κανόνες σχετικά με τη διέλευση των συνόρων από τα πρόσωπα δεν θέτουν εν αμφιβόλω ούτε επηρεάζουν τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας των οποίων απολαύουν οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειάς τους, συμπεριλαμβανομένων των πολιτών των κρατών μελών τα οποία δεν ανήκουν στον χώρο Σένγκεν.
3. Επί της αποδεικτικής αξίας του δελτίου μόνιμης διαμονής (τρίτο ερώτημα)
64. Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η κατοχή του κατά το άρθρο 20 της οδηγίας 2004/38 δελτίου μόνιμης διαμονής, αποτελεί αφεαυτής απόδειξη ότι ο κάτοχός του έχει δικαίωμα εισόδου σε κράτος μέλος ως μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης.
65. Εν προκειμένω, ένα κράτος μέλος δεν επέτρεψε την είσοδο στην επικράτειά του σε υπήκοο τρίτου κράτους, ο οποίος είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, με την αιτιολογία ότι ο συγκεκριμένος υπήκοος δεν είχε στην κατοχή του το σύνολο των ταξιδιωτικών εγγράφων που απαιτούνται, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, προκειμένου να του επιτραπεί η είσοδος στην επικράτειά του χωρίς θεώρηση εισόδου, μολονότι ο εν λόγω υπήκοος ήταν κάτοχος ισχύοντος δελτίου μόνιμης διαμονής, χορηγηθέντος βάσει του άρθρου 20 της οδηγίας αυτής από το κράτος μέλος διαμονής.
66. Θεωρώ σημαντικό να υπενθυμίσω ότι το δικαίωμα των υπηκόων κράτους μέλους να εισέρχονται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, για τους σκοπούς που επιδιώκει η Συνθήκη, αποτελεί δικαίωμα απευθείας παρεχόμενο από τη Συνθήκη ή, κατά περίπτωση, από τις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της. Ως εκ τούτου, η βάσει των διατάξεων της οδηγίας 2004/38 χορήγηση δελτίου διαμονής σε υπήκοο κράτους μέλους ή σε μέλος της οικογένειάς του δεν πρέπει να θεωρείται πράξη συστατική δικαιώματος, αλλά πράξη που αποσκοπεί στην εκ μέρους κράτους μέλους διαπίστωση της ατομικής καταστάσεως των προσώπων αυτών υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης (52).
67. Κατά συνέπεια, η επίδειξη ισχύοντος δελτίου διαμονής άνω των τριών μηνών ή δελτίου μόνιμης διαμονής, προς απόδειξη της ιδιότητας του «μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης» (53), συνιστά διοικητική διατύπωση σκοπός της οποίας είναι η εκ μέρους των εθνικών αρχών διαπίστωση υπάρξεως δικαιώματος το οποίο απορρέει ευθέως από την ιδιότητα του συγκεκριμένου προσώπου (54).
68. Επομένως, δύναται να λεχθεί ότι, όταν υπήκοος τρίτου κράτους, ο οποίος είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, πληροί τις προϋποθέσεις που του επιτρέπουν να αποκτήσει το δικαίωμα μόνιμης διαμονής σύμφωνα με την οδηγία 2004/38, το χορηγούμενο βάσει της εν λόγω οδηγίας δελτίο διαμονής αποδεικνύει τη νομιμότητα της διαμονής του συγκεκριμένου υπηκόου στο κράτος μέλος υποδοχής και, επομένως, το δελτίο αυτό πρέπει να γίνεται δεκτό από τα κράτη μέλη. Πάντως, πρέπει να επισημανθεί ότι από την απόφαση περί παραπομπής και τη δικογραφία ουδόλως προκύπτει ότι το επιδειχθέν από τον συγκεκριμένο υπήκοο δελτίο διαμονής δεν ήταν σύμφωνο προς το άρθρο 20 της εν λόγω οδηγίας. Πράγματι, το υποβληθέν από το αιτούν δικαστήριο ερώτημα αφορά μόνον την αποδεικτική αξία του δελτίου μόνιμης διαμονής για την είσοδο στην επικράτεια κράτους μέλους.
69. Πρέπει να σημειωθεί, όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή, ότι τα δύο αυτά δελτία είναι δημόσια έγγραφα με τα οποία η αρχή ενός κράτους μέλους πιστοποιεί το δικαίωμα διαμονής του μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης σύμφωνα με την οδηγία 2004/38. Επομένως, το να επιτραπεί σε κράτος μέλος να μη δεχθεί το δελτίο μόνιμης διαμονής, αμφισβητώντας την αποδεικτική αξία του, θα ήταν αντίθετο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό απαλλαγής από την υποχρέωση λήψεως θεωρήσεως εισόδου, ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 8 της εν λόγω οδηγίας, στη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας.
70. Εξάλλου, το γεγονός ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2004/38 απαριθμεί περιοριστικώς τα έγγραφα που τα κράτη μέλη μπορούν να ζητούν από τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους, προκειμένου να τους επιτρέπουν την είσοδο στην επικράτειά τους χωρίς θεώρηση εισόδου (ήτοι δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο και δελτίο διαμονής), συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να ζητούν συμπληρωματικά έγγραφα. Συναφώς, τυχόν αποδοχή της αρνήσεως των ουγγρικών αρχών να δεχθούν δελτίο διαμονής χορηγηθέν βάσει της οδηγίας 2004/38 θα ισοδυναμούσε με το να επιτραπεί η καταστρατήγηση εκ μέρους κράτους μέλους του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και θα μπορούσε να οδηγήσει άλλα κράτη μέλη να ενεργήσουν κατά τον ίδιο τρόπο και έτσι να παραβούν, εκ των πραγμάτων, την οδηγία αυτή μονομερώς (55). Επομένως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναγνωρίζουν την ισχύ τόσο του δελτίου διαμονής άνω των τριών μηνών όσο και του δελτίου μόνιμης διαμονής για την είσοδο στην επικράτειά τους άνευ θεωρήσεως, υπό τον όρο ότι η γνησιότητα των δελτίων αυτών και η ακρίβεια των στοιχείων που αναγράφονται σε αυτά δεν αμφισβητούνται βάσει συγκεκριμένων στοιχείων που σχετίζονται με την εκάστοτε υπό κρίση ατομική περίπτωση και καθιστούν δυνατό να συναχθεί η ύπαρξη καταχρήσεως δικαιώματος ή απάτης (56).
71. Τέλος, η αποδεικτική αξία του δελτίου μόνιμης διαμονής δεν πρέπει να τίθεται εν αμφιβόλω εξαιτίας του γεγονότος ότι η οικογενειακή κατάσταση υπηκόου τρίτου κράτους, μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, που απολαύει δικαιώματος διαμονής, είναι δυνατόν να μεταβληθεί σε περίπτωση θανάτου ή αναχωρήσεως του πολίτη της Ένωσης ή ακόμη σε περίπτωση διαζυγίου, ακυρώσεως του γάμου ή λήξεως καταχωρισμένης συμβιώσεως. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αν η εν λόγω μεταβολή της οικογενειακής καταστάσεως επέρχεται μετά την απόκτηση δικαιώματος μόνιμης διαμονής, η διατήρηση του δικαιώματος αυτού αποκλειστικώς σε προσωπική βάση δεν υπόκειται πλέον στις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο III της οδηγίας 2004/38, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων του άρθρου της 12, παράγραφος 2, και του άρθρου της 13, παράγραφος 2 (57).
72. Κατόπιν των ανωτέρω, είναι προφανές ότι η κατοχή του κατά το άρθρο 20 της οδηγίας 2004/38 δελτίου μόνιμης διαμονής αποτελεί αφεαυτής απόδειξη ότι ο κάτοχος του δελτίου αυτού έχει δικαίωμα εισόδου σε κράτος μέλος ως μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης.
4. Επί του περιεχομένου της υποχρεώσεως του αερομεταφορέα κατά την έννοια του άρθρου 26 της ΣΕΣΣ (τέταρτο και πέμπτο ερώτημα)
73. Με το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 26 παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 2, της ΣΕΣΣ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η υποχρέωση του αερομεταφορέα να βεβαιώνεται ότι οι επιβάτες του, υπήκοοι τρίτου κράτους, μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, οι οποίοι μετακινούνται από ένα κράτος μέλος σε άλλο, έχουν στην κατοχή τους τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα, αφορά τα έγγραφα που αποδεικνύουν το δικαίωμα εισόδου των υπηκόων αυτών, ήτοι το διαβατήριο και ισχύον δελτίο διαμονής, ή αν η εν λόγω υποχρέωση συνεπάγεται ότι ο αερομεταφορέας οφείλει να βεβαιωθεί ότι οι συγκεκριμένοι επιβάτες διαθέτουν θεώρηση εισόδου ή άλλα έγγραφα που πιστοποιούν την ύπαρξη οικογενειακού δεσμού με πολίτη της Ένωσης.
74. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, θεωρώ σημαντικό να διευκρινιστεί το γενικό περιεχόμενο της υποχρεώσεως του μεταφορέα κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.
75. Συναφώς, είναι κρίσιμο να γίνει διάκριση, αφενός, των υποχρεώσεων των αερομεταφορέων δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 2, της ΣΕΣΣ από τους «συνοριακούς ελέγχους», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 11, του κώδικα συνόρων του Σένγκεν (58) και, αφετέρου, των υπαλλήλων που είναι εκπρόσωποι ή εντολοδόχοι των μεταφορέων αυτών από τον «συνοριοφύλακα» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 14, του εν λόγω κώδικα (59).
76. Συγκεκριμένα, από το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ (60) προκύπτει ότι ο αερομεταφορέας υποχρεούται να ελέγχει ότι οι επιβάτες διαθέτουν τα κατάλληλα ταξιδιωτικά έγγραφα στον αερολιμένα αναχωρήσεως και ότι, σε περίπτωση παραλείψεως τέτοιου ελέγχου, είναι δυνατόν να του επιβληθούν κυρώσεις. Εντούτοις, όπως επισήμανε προσφάτως ο γενικός εισαγγελέας G. Pitruzzella στις προτάσεις του στην υπόθεση D. Z. (61), «η πρόβλεψη, από το δίκαιο της Ένωσης και/ή από το εθνικό δίκαιο, των εν λόγω υποχρεώσεων και κυρώσεων δεν συνεπάγεται ότι οι αερομεταφορείς που προβαίνουν στον έλεγχο των ταξιδιωτικών εγγράφων των επιβατών πριν από την επιβίβασή τους στον αερολιμένα του κράτους μέλους αναχώρησης, προκειμένου να βεβαιωθούν ότι οι τελευταίοι διαθέτουν τα απαιτούμενα έγγραφα για την είσοδο στο κράτος μέλος προορισμού, πρέπει να θεωρηθούν προέκταση του εν λόγω κράτους μέλους ούτε ότι οι έλεγχοι αυτοί μπορούν να χαρακτηριστούν ως “συνοριακοί έλεγχοι” κατά την έννοια του κώδικα συνόρων του Σένγκεν ούτε, ακόμη, ότι οι υπάλληλοι και οι εξουσιοδοτημένοι ή εντεταλμένοι αντιπρόσωποι των μεταφορέων αυτών μπορούν να εξομοιωθούν με “συνοριοφύλακες” κατά την έννοια του ίδιου κώδικα» (62).
77. Επομένως, ούτε οι αερομεταφορείς ούτε οι υπάλληλοι και οι εξουσιοδοτημένοι ή εντεταλμένοι αντιπρόσωποι των μεταφορέων αυτών, οι οποίοι ελέγχουν την καταλληλότητα των απαιτούμενων ταξιδιωτικών εγγράφων στον αερολιμένα του κράτους μέλους αναχωρήσεως, «μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι επιφορτισμένοι με την άσκηση καθηκόντων συνοριακού ελέγχου». Κατά συνέπεια, «τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν καμία εξουσία να αρνηθούν ή να επιτρέψουν την είσοδο υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφος του κράτους μέλους προορισμού» (63).
78. Επιπλέον, θεωρώ σκόπιμο να διευκρινίσω ότι η υποχρέωση του αερομεταφορέα κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ΣΕΣΣ αποτελεί τυπική υποχρέωση. Επομένως, αυτός δεν υποχρεούται, επί παραδείγματι, να ελέγχει τη γνησιότητα των εγγράφων αυτών, εκτός από τις περιπτώσεις εντοπισμού εγγράφων που δεν είναι έγκυρα ή είναι εμφανώς πλαστά.
79. Τούτου λεχθέντος, από τα σημεία 27 έως 41 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι οι κανόνες σχετικά με τη διέλευση των συνόρων από πρόσωπα και τη χορήγηση θεωρήσεων εισόδου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, στην επικράτεια των κρατών μελών, των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους που είναι υπήκοοι τρίτου κράτους. Επομένως, κατ’ εμέ, δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι το άρθρο 26 της ΣΕΣΣ πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο με την οδηγία 2004/38. Συνεπώς, όπως προκύπτει από την ανάλυσή μου επί των τριών πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων, ο αερομεταφορέας οφείλει να βεβαιώνεται ότι ο υπήκοος τρίτου κράτους, μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, του οποίου τη μεταφορά εκτελεί, έχει στην κατοχή του, εκτός από ισχύον διαβατήριο, δελτίο διαμονής άνω των τριών μηνών βάσει του άρθρου 10 της οδηγίας 2004/38 ή δελτίο μόνιμης διαμονής βάσει του άρθρου 20 της ίδιας οδηγίας, για την είσοδο στην επικράτεια κράτους μέλους.
80. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι στο τέταρτο και στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 2, της ΣΕΣΣ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η υποχρέωση του αερομεταφορέα να βεβαιώνεται ότι οι επιβάτες του, υπήκοοι τρίτου κράτους, μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, οι οποίοι μετακινούνται από ένα κράτος μέλος σε άλλο, έχουν στην κατοχή τους τα απαιτούμενα έγγραφα αφορά μόνον τα έγγραφα που αποδεικνύουν το δικαίωμα εισόδου των συγκεκριμένων υπηκόων, ήτοι το διαβατήριο, καθώς και το δελτίο διαμονής άνω των τριών μηνών, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 10 οδηγίας 2004/38, ή το δελτίο μόνιμης διαμονής, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 20 της εν λόγω οδηγίας, τα οποία πρέπει να είναι σε ισχύ, και ότι η υποχρέωση αυτή δεν συνεπάγεται ότι ο αερομεταφορέας οφείλει να βεβαιωθεί ότι οι εν λόγω επιβάτες διαθέτουν θεώρηση εισόδου ή άλλα έγγραφα που πιστοποιούν την ύπαρξη οικογενειακού δεσμού με πολίτη της Ένωσης.
IV. Πρόταση
81. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστηρίου διοικητικών και εργατικών διαφορών της Βουδαπέστης, Ουγγαρία) ως εξής:
1) Το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η απαλλαγή από την υποχρέωση θεωρήσεως εισόδου, η οποία προβλέπεται από τη συγκεκριμένη διάταξη υπέρ των υπηκόων τρίτων κρατών οι οποίοι είναι κάτοχοι δελτίου διαμονής δυνάμει του άρθρου 10 της εν λόγω οδηγίας, έχει εφαρμογή επίσης στους υπηκόους τρίτων κρατών οι οποίοι είναι κάτοχοι δελτίου μόνιμης διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 της εν λόγω οδηγίας, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία το δελτίο μόνιμης διαμονής έχει χορηγηθεί από κράτος μέλος που δεν ανήκει στον χώρο Σένγκεν.
2) Η κατοχή του κατά το άρθρο 20 της οδηγίας 2004/38 δελτίου μόνιμης διαμονής αποτελεί αφεαυτής απόδειξη ότι ο κάτοχος του δελτίου αυτού έχει δικαίωμα εισόδου σε κράτος μέλος ως μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης.
3) Το άρθρο 26, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 2, της Συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν στις 19 Ιουνίου 1990 και τέθηκε σε ισχύ στις 26 Μαρτίου 1995, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η υποχρέωση του αερομεταφορέα να βεβαιώνεται ότι οι επιβάτες του, υπήκοοι τρίτου κράτους, μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, οι οποίοι μετακινούνται από ένα κράτος μέλος σε άλλο, έχουν στην κατοχή τους τα απαιτούμενα έγγραφα αφορά μόνον τα έγγραφα που αποδεικνύουν το δικαίωμα εισόδου των συγκεκριμένων υπηκόων, ήτοι το διαβατήριο, καθώς και το δελτίο διαμονής άνω των τριών μηνών, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2004/38, ή το δελτίο μόνιμης διαμονής, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 20 της εν λόγω οδηγίας, τα οποία πρέπει να είναι σε ισχύ, και ότι η υποχρέωση αυτή δεν συνεπάγεται ότι ο αερομεταφορέας οφείλει να βεβαιωθεί ότι οι εν λόγω επιβάτες διαθέτουν θεώρηση εισόδου ή άλλα έγγραφα που πιστοποιούν την ύπαρξη οικογενειακού δεσμού με πολίτη της Ένωσης.