Language of document : ECLI:EU:T:2010:367

Υπόθεση T-319/05

Ελβετική Συνομοσπονδία

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Εξωτερικές σχέσεις – Συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Κοινότητας και Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις αεροπορικές μεταφορές – Μέτρα που έλαβε η Γερμανία σχετικά με τις προσεγγίσεις στον αερολιμένα της Ζυρίχης – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2408/92 – Δικαιώματα άμυνας – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Αρχή της αναλογικότητας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Πρόσβαση των κοινοτικών μεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών γραμμών – Μέτρα που έλαβε κράτος μέλος για να περιορίσει ή να απαγορεύσει την άσκηση των δικαιωμάτων μεταφορών

(Κανονισμός 2408/92 του Συμβουλίου, άρθρα 8 §§ 2 και 3 και 9 §§ 1 έως 4)

2.      Μεταφορές – Αεροπορικές μεταφορές – Πρόσβαση των κοινοτικών μεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών γραμμών – Λειτουργικοί κανόνες όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων μεταφορών

(Συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας σχετικά με τις αεροπορικές μεταφορές, άρθρο 2· κανονισμός 2408/92 του Συμβουλίου, άρθρο 8 §§ 2 και 3)

3.      Δίκαιο της Ένωσης – Αρχές – Ίση μεταχείριση – Διάκριση λόγω ιθαγενείας – Απαγορεύεται – Εφαρμογή στο πλαίσιο της Συμφωνίας ΕΚ-Ελβετίας σχετικά με τις αεροπορικές μεταφορές

(Άρθρο 12 ΕΚ· συμφωνία ΕΚ-Ελβετίας σχετικά με τις αεροπορικές μεταφορές, άρθρα 1 § 2 και 3· κανονισμός 2408/92 του Συμβουλίου)

1.      Η διάταξη του άρθρου 9 του κανονισμού 2408/92, για την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών, συνιστά lex specialis σε σχέση με το άρθρο 8 του κανονισμού αυτού, υπό την έννοια ότι το άρθρο 9 αφορά μία μόνον κατηγορία μέτρων από εκείνα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 8 και εξαρτά την εφαρμογή τους από πρόσθετες προϋποθέσεις, πέραν των προβλεπομένων από το άρθρο 8. Τα μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 9 συνεπάγονται, κατ’ ουσίαν, απαγόρευση, έστω υπό όρους ή μερική, της ασκήσεως δικαιωμάτων μεταφορών.

Συγκεκριμένα, τα μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2408/92 μπορούν να εφαρμοστούν από κράτος μέλος μόνον αν πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού και, επιπροσθέτως, το οικείο κράτος μέλος εκπληρώσει την προβλεπόμενη από την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου υποχρέωση ενημερώσεως των λοιπών κρατών μελών και της Επιτροπής περί της ανάγκης λήψεως των μέτρων αυτών, τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την έναρξη της ισχύος τους. Μόνο στην περίπτωση μιας τέτοιας ενημερώσεως, τόσο των λοιπών κρατών μελών όσο και της Επιτροπής, εκ μέρους του κράτους μέλους το οποίο προτίθεται να εφαρμόσει τα οικεία μέτρα, καθίσταται εφαρμόσιμο το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 2408/92. Αντιθέτως, ελλείψει της ως άνω ενημερώσεως, τα οικεία μέτρα δεν μπορούν να εφαρμοστούν από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ακόμη και αν πληρούνται οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτά τη λήψη τους το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2.

Αν το κράτος μέλος εφαρμόσει, μολαταύτα, τέτοια μέτρα, η Επιτροπή δύναται να τα εξετάσει, όχι βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 2408/92, του οποίου οι προϋποθέσεις εφαρμογής δεν πληρούνται, αλλά βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού. Σε περίπτωση εφαρμογής από κράτος μέλος των μέτρων του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2408/92 χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπει η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού, η εξέταση των εν λόγω μέτρων βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2408/92 θα καταλήξει αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν μπορεί να εξακολουθήσει να τα εφαρμόζει.

Κατά συνέπεια, αν ένα κράτος απαιτεί την τήρηση των δημοσιευμένων εθνικών, περιφερειακών ή τοπικών του λειτουργικών κανόνων σχετικά, μεταξύ άλλων, με την προστασία του περιβάλλοντος, προκειμένου να επιτρέπει την άσκηση των δικαιωμάτων μεταφορών κατά την έννοια του κανονισμού 2408/92, τούτο δεν ισοδυναμεί με επιβολή προϋποθέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, για την άσκηση τέτοιων δικαιωμάτων. Ειδάλλως, η διάταξη του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 2408/92 δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα. Οι προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2408/92 είναι μάλλον εκείνες που εξαρτούν την άσκηση των δικαιωμάτων μεταφορά από τη συνδρομή και άλλων περιστάσεων, πέραν της απλής τηρήσεως των δημοσιευμένων εθνικών, περιφερειακών ή τοπικών κανόνων.

(βλ. σκέψεις 75-81, 89)

2.      Ο νομοθέτης, αφενός, όρισε με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 2408/92 ότι η άσκηση των δικαιωμάτων μεταφορών υπόκειται σε κοινοτικούς, εθνικούς, περιφερειακούς ή τοπικούς λειτουργικούς κανόνες όσον αφορά την ασφάλεια, την προστασία του περιβάλλοντος και την κατανομή του διαθέσιμου χρόνου χρήσεως αερολιμένα και, αφετέρου, εξουσιοδότησε την Επιτροπή να εξετάζει, βάσει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, την εφαρμογή ιδίως της παραγράφου 2 και να αποφασίζει αν το οικείο κράτος μέλος δύναται να συνεχίσει να εφαρμόζει το υπό εξέταση μέτρο. Επομένως, η εξέταση ενός μέτρου βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2408/92 αφορά τις συνέπειές του επί της ασκήσεως των δικαιωμάτων μεταφορών στα ενδοκοινοτικά δρομολόγια. Αντιθέτως, τυχόν δικαιώματα των εχόντων την εκμετάλλευση αερολιμένων ή των περιοίκων δεν λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής.

Το άρθρο 2 της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις αεροπορικές μεταφορές, η οποία εγκρίθηκε στο όνομα της Κοινότητας με την απόφαση 2002/309, προβλέπει ότι οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, του παραρτήματος της Συμφωνίας τυγχάνουν εφαρμογής στο μέτρο που αφορούν τις αερομεταφορές ή θέματα που συνδέονται άμεσα με τις αερομεταφορές. Η μόνη επέκταση του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού 2408/92 η οποία προβλέπεται στο πλαίσιο της Συμφωνίας συνιστά απόρροια της εξομοιώσεως, δυνάμει του παραρτήματος της Συμφωνίας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και των αερομεταφορέων που έχουν την κύρια έδρα των δραστηριοτήτων τους εντός του εδάφους της προς τα κράτη μέλη της Κοινότητας και τους κοινοτικούς αερομεταφορείς, αντιστοίχως. Υπό την επιφύλαξη της επεκτάσεως του πεδίου εφαρμογής του υπό την ως άνω έννοια, ο κανονισμός 2408/92 δεν ισχύει, στο πλαίσιο της Συμφωνίας, σε καταστάσεις οι οποίες, εντός του πλαισίου της Ένωσης, θα αποκλείονταν από το πεδίο εφαρμογής του. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν τα δικαιώματα των εχόντων την εκμετάλλευση αερολιμένων ή των περιοίκων αποτελούν θέματα που συνδέονται άμεσα με τις αερομεταφορές, ούτε το άρθρο 2 ούτε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της Συμφωνίας εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να λάβει υπόψη τα δικαιώματα αυτά κατά την εφαρμογή, στο πλαίσιο της Συμφωνίας, του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2408/92.

(βλ. σκέψεις 121-122, 125, 127-129)

3.      Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία σχετικά με την αρχή της απαγορεύσεως κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας στον τομέα της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, οι κανόνες της ίσης μεταχειρίσεως ημεδαπών και αλλοδαπών απαγορεύουν όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας ή, όσον αφορά τις εταιρίες, λόγω έδρας, αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως η οποία καταλήγει, διά της εφαρμογής άλλων κριτηρίων διακρίσεως, στην πράξη, στο ίδιο αποτέλεσμα.

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, η νομολογία αυτή ασκεί επιρροή και κατά την εφαρμογή του κανονισμού 2408/92, για την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών, στο πλαίσιο της Συμφωνίας, δεδομένου ότι το άρθρο 3 της Συμφωνίας ταυτίζεται, κατ’ ουσία, με τη διάταξη του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

Έτσι, η διαπίστωση ότι μέτρο το οποίο έχει ληφθεί από κράτος μέλος, στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού 2408/92, με σκοπό τη μείωση των οχλήσεων από τον θόρυβο, ιδίως σε μια τουριστική περιοχή της επικράτειάς του, πλήττει συγκεκριμένα έναν και μόνον αερολιμένα της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, ευρισκόμενο πλησίον της προαναφερθείσας περιοχής, και έχει το αυτό αποτέλεσμα με διάκριση λόγω ιθαγένειας δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι είναι ασύμβατο προς το άρθρο 12 ΕΚ ή, εν προκειμένω, προς το άρθρο 3 της Συμφωνίας. Πρέπει, επιπλέον, να διαπιστωθεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν δικαιολογείται από αντικειμενικές περιστάσεις και ότι είναι δυσανάλογο προς τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει. Μόνο στην περίπτωση αυτή, το επίμαχο μέτρο πρέπει να θεωρηθεί απαγορευόμενο από το άρθρο 12 ΕΚ ή, εν προκειμένω, από το άρθρο 3 της Συμφωνίας.

(βλ. σκέψεις 140-141, 145, 150)