Language of document : ECLI:EU:T:2009:380

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 2ας Οκτωβρίου 2009 (*)

«Γεωργία – Κοινή οργάνωση των αγορών – Μεταβατικά μέτρα στον τομέα της ζάχαρης λόγω της προσχωρήσεως νέων κρατών μελών – Κανονισμός (ΕΚ) 651/2005 για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων στον τομέα της ζάχαρης – Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Χρόνος ενάρξεως – Καθυστέρηση – Τροποποίηση διατάξεως κανονισμού – Αναβίωση της δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής κατά της διατάξεως αυτής και των διατάξεων με τις οποίες αυτή αποτελεί σύνολο – Απαράδεκτο – Κανονισμός (ΕΚ) 832/2005 για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων στον τομέα της ζάχαρης – Ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας – Αρμοδιότητα – Αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Προσφυγή ακυρώσεως – Αναλογικότητα – Αιτιολογία – Μη αναδρομικότητα – Αρχή της συλλογικότητας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑300/05 και T‑316/05,

Κυπριακή Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους Π. Κληρίδη, Κ. Λυκούργο και Α. Πανταζή-Λάμπρου,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από τη

Δημοκρατία της Εσθονίας, εκπροσωπούμενη από τον L. Uibo,

παρεμβαίνουσα στην υπόθεση T-316/05,

και από τη

Δημοκρατία της Λεττονίας, εκπροσωπούμενη από την E. Balode-Buraka,

παρεμβαίνουσα στις υποθέσεις T‑300/05 και T-316/05,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης, αρχικώς, από τους L. Visaggio και Ε. Τσερέπα-Lacombe, στη συνέχεια, από τους T. van Rijn και Ε. Τσερέπα-Lacombe,

καθής,

με αντικείμενο, στην υπόθεση T‑300/05, αίτημα περί ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 651/2005 της Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2005, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 60/2004 για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων στον τομέα της ζάχαρης λόγω της Προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 108, σ. 3), και, στην υπόθεση T‑316/05, αίτημα περί ακυρώσεως του κανονισμού (ΕΚ) 832/2005 της Επιτροπής, της 31ης Μαΐου 2005, για τον καθορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης, ισογλυκόζης και φρουκτόζης για την Τσεχική Δημοκρατία, την Εσθονία, την Κύπρο, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία (ΕΕ L 138, σ. 3),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tiili (εισηγήτρια), πρόεδρο, F. Dehousse και I. Wiszniewska-Białecka, δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Απριλίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

I –  Η ΚΟΑ της ζάχαρης

1        Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των εκδικαζομένων υποθέσεων, τα της κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα της ζάχαρης (στο εξής: ΚΟΑ της ζάχαρης) ορίζονταν από τον κανονισμό (ΕΚ) 1260/2001 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2001, για την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης (ΕΕ L 178, σ. 1).

2        Κατά τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, σκοπός της ΚΟΑ της ζάχαρης είναι η σταθεροποίηση της αγοράς, προς εξασφάλιση της απασχόλησης και του βιοτικού επιπέδου των παραγωγών τεύτλων και ζαχαροκάλαμων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Προς τούτο, ο κανονισμός ρυθμίζει τα της παραγωγής και τα της εισαγωγής ζάχαρης και προβλέπει μηχανισμούς σταθεροποίησης της αγοράς, προς διασφάλιση της διάθεσης της κοινοτικής παραγωγής στην αγορά.

3        Κατά τα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού 1260/2001, η κοινοτική παραγωγή ζάχαρης στηρίζεται στην εφαρμογή συστήματος ποσοστώσεων. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, καθορίζονται, για κάθε περιοχή παραγωγής της Κοινότητας, ποσότητες παραγωγής τις οποίες τα κράτη μέλη κατανέμουν, υπό μορφή ποσοστώσεων –ποσόστωση Α και ποσόστωση Β–, μεταξύ των εγκατεστημένων στο έδαφός τους παραγωγών επιχειρήσεων. Οι ποσότητες αυτές αφορούν ετήσια περίοδο εμπορίας, η οποία διαρκεί από την 1η Ιουλίου κάθε έτους έως τις 30 Ιουνίου του επομένου. Η ζάχαρη που παράγει κάθε επιχείρηση στο πλαίσιο των ποσοστώσεων Α και Β ονομάζεται, αντιστοίχως, «ζάχαρη A» και «ζάχαρη Β». Η ζάχαρη που παράγεται πλέον των ποσοστώσεων Α και Β ονομάζεται «ζάχαρη Γ».

4        Η διάθεση του προϊόντος εξασφαλίζεται, στο πλαίσιο της ΚΟΑ της ζάχαρης, μέσω, αφενός, συστήματος στηρίξεως των τιμών, το οποίο, κατά τα άρθρα 6 έως 9 του κανονισμού 1260/2001, συνίσταται σε παρεμβάσεις με σκοπό την εγγύηση των καθοριζομένων από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τιμών και τη διάθεση των προϊόντων στην αγορά, και, αφετέρου, του προβλεπόμενου από τα άρθρα 27 έως 30 του κανονισμού 1260/2001 συστήματος επιστροφών κατά την εξαγωγή, σκοπός του οποίου είναι να καταστεί δυνατή η διάθεση της κοινοτικής παραγωγής στην παγκόσμια αγορά –εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο για τη σταθεροποίηση της κοινοτικής αγοράς–, διά της καλύψεως της διαφοράς μεταξύ των τιμών στην Κοινότητα και των τιμών στην παγκόσμια αγορά.

5        Η ζάχαρη Α και η ζάχαρη Β διατίθενται ελεύθερα στην κοινοτική αγορά και ισχύουν ως προς αυτές οι εγγυήσεις διαθέσεως, αλλά η εγγυημένη τιμή για τη ζάχαρη Β είναι χαμηλότερη. Αντιθέτως, η ζάχαρη Γ δεν μπορεί να υπαχθεί στο σύστημα στηρίξεως των τιμών ούτε σε εκείνο των επιστροφών κατά την εξαγωγή. Κατά το άρθρο 13 του κανονισμού 1260/2001, η ζάχαρη Γ πρέπει, καταρχήν, να πωλείται εκτός της Κοινότητας, στην παγκόσμια αγορά.

6        Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχεία α΄, β΄ και γ΄, του εν λόγω κανονισμού, πριν το τέλος κάθε περιόδου εμπορίας διαπιστώνεται, μεταξύ άλλων, η ποσότητα ζάχαρης Α και Β που προβλέπεται να παραχθεί κατά την τρέχουσα περίοδο εμπορίας, η ποσότητα ζάχαρης που προβλέπεται να διατεθεί στο εσωτερικό της Κοινότητας κατά την τρέχουσα περίοδο εμπορίας, καθώς και το πλεόνασμα προς εξαγωγή, δι’ αφαιρέσεως της πρώτης ποσότητας από τη δεύτερη. Οι επιστροφές κατά την εξαγωγή καταβάλλονται, καταρχήν, για το προς εξαγωγή πλεόνασμα.

7        Κατά τα άρθρα 15 και 16 του κανονισμού 1260/2001, στο πλαίσιο της ΚΟΑ της ζάχαρης, η διάθεση των πλεονασμάτων ζάχαρης χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από τους παραγωγούς δι’ εισφορών στην παραγωγή και διά συμπληρωματικών εισφορών. Το σύστημα αυτό αυτοχρηματοδοτήσεως αντισταθμίζει τις εγγυήσεις διαθέσεως της κοινοτικής παραγωγής, μετακυλίοντας στους παραγωγούς την τελική ευθύνη καλύψεως της δαπάνης διαθέσεως των προοριζόμενων για την αγορά ποσοτήτων που έχουν παραχθεί σε συγκεκριμένη περίοδο εμπορίας. Το ύψος των εισφορών καθορίζεται στο τέλος κάθε περιόδου εμπορίας σε συνάρτηση με τον κύκλο εργασιών της κοινοτικής αγοράς, όπως αυτός έχει προσδιοριστεί από την Επιτροπή βάσει των στοιχείων που διαβιβάζουν τα κράτη μέλη. Η καταβολή των επιστροφών κατά την εξαγωγή καταλέγεται στα μέτρα που χρηματοδοτούνται από τους παραγωγούς ανάλογα με την ποσόστωση παραγωγής εκάστου.

II –  Η Συνθήκη Προσχωρήσεως και η Πράξη Προσχωρήσεως

8        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, της Συνθήκης μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, του Βασιλείου της Δανίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιρλανδίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, του Βασιλείου της Σουηδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, της Σλοβακικής Δημοκρατίας, για την προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 236, σ. 17, στο εξής: Συνθήκη Προσχωρήσεως), η οποία υπογράφηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2003:

«Παρά την παράγραφο 2, τα όργανα της Ένωσης μπορούν να θεσπίσουν πριν την προσχώρηση τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο […] 41 της Πράξεως [περί των όρων προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, της Σλοβακικής Δημοκρατίας, και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση]. Τα μέτρα αυτά αρχίζουν να ισχύουν μόνο υπό την επιφύλαξη και από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Συνθήκης.»

9        Κατά το άρθρο 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας της Σλοβακικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 236, σ. 33, στο εξής: Πράξη Προσχωρήσεως), η οποία είναι συνημμένη στη Συνθήκη Προσχωρήσεως:

«Σε περίπτωση που απαιτούνται μεταβατικά μέτρα προκειμένου να διευκολυνθεί η μετάβαση από το καθεστώς που εφαρμόζεται σήμερα [στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Δημοκρατία της Εσθονίας, στην Κυπριακή Δημοκρατία, στη Δημοκρατία της Λεττονίας, στη Δημοκρατία της Λιθουανίας, στη Δημοκρατία της Ουγγαρίας, στη Δημοκρατία της Μάλτας, στη Δημοκρατία της Πολωνίας, στη Δημοκρατία της Σλοβενίας και στη Σλοβακική Δημοκρατία] στο καθεστώς που προκύπτει από την εφαρμογή της κοινής γεωργικής πολιτικής, υπό τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα Πράξη, τα μέτρα αυτά θεσπίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού […] 1260/2001 […] ή, ανάλογα με την περίπτωση, στα αντίστοιχα άρθρα άλλων κανονισμών περί της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών ή με τη σχετική διαδικασία επιτροπής που προβλέπεται στην εφαρμοστέα νομοθεσία. Η λήψη των μεταβατικών μέτρων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο είναι δυνατή για περίοδο τριών ετών από την ημερομηνία Προσχωρήσεως, και η εφαρμογή τους περιορίζεται μόνο εντός της περιόδου αυτής […]».

 Ιστορικό της διαφοράς

I –  Σχετικά με τον κανονισμό (ΕΚ) 60/2004

10      Στις 14 Ιανουαρίου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 60/2004, για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων στον τομέα της ζάχαρης λόγω της Προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λεττονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 9, σ. 8).

11      Ο κανονισμός 60/2004 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 3, της Συνθήκης Προσχωρήσεως, καθώς και του άρθρου 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως Προσχωρήσεως. Ο κανονισμός αυτός εισάγει, κατ’ ουσίαν, παρέκκλιση από τους κανονικά εφαρμοστέους κοινοτικούς κανόνες, καθιερώνοντας μεταβατικό σύστημα αποσύρσεως, από την Τσεχική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Εσθονίας, την Κυπριακή Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Λεττονίας, τη Δημοκρατία της Λιθουανίας, τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας, τη Δημοκρατία της Μάλτας, τη Δημοκρατία της Πολωνίας, τη Δημοκρατία της Σλοβενίας και τη Σλοβακική Δημοκρατία (στο εξής: νέα κράτη μέλη), των εκεί υφιστάμενων πλεοναζουσών ποσοτήτων ζάχαρης, ισογλυκόζης και φρουκτόζης.

12      Στο πλαίσιο αυτό, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 60/2004, η Επιτροπή ορίζει, το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου 2004, για κάθε νέο κράτος μέλος, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 1260/2001, την ποσότητα της ζάχαρης, στη φυσική της κατάσταση ή υπό μορφή μεταποιημένων προϊόντων, ισογλυκόζης και φρουκτόζης, η οποία υπερβαίνει την ποσότητα που θεωρείται ως κανονικό απόθεμα μεταφοράς κατά την 1η Μαΐου 2004 (στο εξής: πλεονάζουσα ποσότητα) και πρέπει να αποσυρθεί από την αγορά με δαπάνη των νέων κρατών μελών. Η διάταξη αυτή ορίζει επίσης τον τρόπο καθορισμού της πλεονάζουσας ποσότητας από την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της την εξέλιξη των εισαγωγών και εξαγωγών ζάχαρης, σε φυσική κατάσταση ή υπό μορφή μεταποιημένων προϊόντων, όπως είναι η ισογλυκόζη και η φρουκτόζη, κατά τη διάρκεια του έτους πριν την προσχώρηση σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη, την παραγωγή, την κατανάλωση και τα αποθέματα ζάχαρης και ισογλυκόζης, καθώς και τις συνθήκες δημιουργίας των αποθεμάτων.

13      Το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 60/2004 ορίζει ότι κάθε νέο κράτος μέλος διασφαλίζει, χωρίς κοινοτική παρέμβαση, την απόσυρση από την αγορά ποσότητας ζάχαρης ή ισογλυκόζης ίσης προς την πλεονάζουσα ποσότητα που έχει καθοριστεί από την Επιτροπή με τη διαδικασία της παραγράφου 1. Η απόσυρση της πλεονάζουσας ποσότητας πραγματοποιείται είτε δι’ εξαγωγής, χωρίς καταβολή επιστροφής από την Κοινότητα, είτε διά της χρησιμοποιήσεώς της ως καυσίμου είτε, τέλος, διά της μετουσιώσεώς της, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως ζωοτροφή, χωρίς καταβολή ενίσχυσης, σύμφωνα με τους τίτλους III και IV του κανονισμού (ΕΟΚ) 100/72 της Επιτροπής, της 14ης Ιανουαρίου 1972, περί ρυθμίσεως των λεπτομερειών εφαρμογής όσον αφορά τη μετουσίωση της ζάχαρης για τη διατροφή ζώων (ΕΕ ειδ. εκδ. 03/007, σ. 119). Σε κάθε περίπτωση, η απόσυρση πρέπει να πραγματοποιηθεί το αργότερο έως τις 30 Απριλίου 2005.

14      Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, για την εφαρμογή της παραγράφου 2, κάθε νέο κράτος μέλος πρέπει, έως την 1η Μαΐου 2004, να διαθέτει σύστημα προσδιορισμού της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης που έχει διατεθεί στο εμπόριο ή έχει μεταποιηθεί από τις κυριότερες επιχειρήσεις του κλάδου, είτε σε φυσική μορφή είτε υπό μορφή μεταποιημένων προϊόντων, ισογλυκόζης ή φρουκτόζης. Το νέο κράτος μέλος χρησιμοποιεί το σύστημα αυτό, προκειμένου να υποχρεώσει τις οικείες επιχειρήσεις να αποσύρουν από την αγορά, με δαπάνη τους, ποσότητα ζάχαρης ή ισογλυκόζης ίση προς την πλεονάζουσα. Οι εν λόγω επιχειρήσεις πρέπει να αποδείξουν ότι προέβησαν στην απόσυρση το αργότερο έως τις 30 Απριλίου 2005 και, εφόσον τούτο δεν συμβεί, το νέο κράτος μέλος χρεώνει ποσό ίσο προς την εν λόγω ποσότητα, πολλαπλασιαζόμενο επί τον υψηλότερο εισαγωγικό δασμό που ισχύει για το προϊόν μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 30ής Απριλίου 2005, προσαυξανόμενο κατά 1,21 ευρώ ανά 100 kg για ισοδύναμο λευκής ζάχαρης ή ξηράς ύλης. Το ποσό αυτό καταλογίζεται στον εθνικό προϋπολογισμό.

15      Το άρθρο 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 60/2004 ορίζει ότι, σε περίπτωση που η απόσυρση πραγματοποιηθεί δι’ εξαγωγής, οι οικείες επιχειρήσεις μπορούν να προσκομίσουν τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία έως τις 31 Ιουλίου 2005.

16      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 60/2004 ορίζει ότι, έως τις 31 Ιουλίου 2005, τα νέα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τα στοιχεία που αποδεικνύουν την απόσυρση από την αγορά της πλεονάζουσας ποσότητας που τους αναλογεί βάσει της μεθόδου του άρθρου 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Αν δεν αποδειχθεί εμπρόθεσμα η απόσυρση όλης ή μέρους της πλεονάζουσας ποσότητας, το νέο κράτος μέλος πρέπει, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, να καταβάλει ποσό ίσο με την ποσότητα που δεν αποσύρθηκε, πολλαπλασιαζόμενη με τον υψηλότερο εισαγωγικό δασμό που επιβάλλεται στη λευκή ζάχαρη του κωδικού ΣΟ 1701 99 10 μεταξύ της 1ης Μαΐου 2004 και της 30ής Απριλίου 2005, το δε ποσό αυτό αποδίδεται στον προϋπολογισμό της Κοινότητας έως τις 30 Νοεμβρίου 2005 και λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των εισφορών στην παραγωγή για την περίοδο εμπορίας 2004/2005.

17      Ο κανονισμός 60/2004 τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004, όπως ορίζει το άρθρο 9 αυτού.

II –  Σχετικά με τον κανονισμό (ΕΚ) 651/2005

18      Στις 28 Απριλίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 651/2005, σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού 60/2004 (ΕΕ L 108, σ. 3), δυνάμει του άρθρου 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως Προσχωρήσεως.

19      Ο κανονισμός 651/2005 τροποποίησε μόνον τις οριζόμενες από τον κανονισμό 60/2004 ημερομηνίες και προθεσμίες.

20      Συγκεκριμένα, οι ημερομηνίες 31 Οκτωβρίου 2004 του άρθρου 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και 30 Απριλίου 2005 του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 60/2004 αντικαταστάθηκαν αντιστοίχως από τις ημερομηνίες 31 Μαΐου 2005 και 30 Νοεμβρίου 2005. Στο δεύτερο και στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3 του προαναφερθέντος άρθρου, η ημερομηνία 30 Απριλίου 2005 αντικαταστάθηκε από την ημερομηνία 30 Νοεμβρίου 2005. Ομοίως, στην εισαγωγική φράση του άρθρου 6, παράγραφος 4, του κανονισμού 60/2004, η ημερομηνία 31 Ιουλίου 2005 αντικαταστάθηκε από την ημερομηνία 28 Φεβρουαρίου 2006 και, στο τέταρτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου, η ημερομηνία 1η Μαΐου 2005 αντικαταστάθηκε από την ημερομηνία 30 Νοεμβρίου 2005. Ακόμη, στο άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 60/2004, η ημερομηνία 31 Ιουλίου 2005 αντικαταστάθηκε από την ημερομηνία 31 Μαρτίου 2006 και το διαλαμβανόμενο στην παράγραφο 2 διάστημα από 1ης Μαΐου 2004 έως 30 Απριλίου 2005 παρατάθηκε έως τις 30 Νοεμβρίου 2005. Τέλος, ως ημερομηνία καταβολής του οφειλόμενου ποσού στον κοινοτικό προϋπολογισμό ορίστηκε, αντί της 30ής Νοεμβρίου 2005, η 31η Δεκεμβρίου των ετών 2006 έως 2009.

21      Ο κανονισμός 651/2005 τέθηκε σε ισχύ στις 29 Απριλίου 2005, όπως ορίζει το άρθρο 2 αυτού.

III –  Σχετικά με τον κανονισμό (ΕΚ) 832/2005

22      Στις 31 Μαΐου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 832/2005, για τον καθορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης, ισογλυκόζης και φρουκτόζης για την Τσεχική Δημοκρατία, την Εσθονία, την Κύπρο, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβενία και τη Σλοβακία (ΕΕ L 138, σ. 3). Με το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού καθορίζονται οι πλεονάζουσες ποσότητες τις οποίες πρέπει να αποσύρουν από την αγορά τα πέντε νέα κράτη μέλη ως προς τα οποία διαπιστώθηκε τελικά η ύπαρξη τέτοιων ποσοτήτων, ήτοι η Δημοκρατία της Εσθονίας, η Δημοκρατία της Λεττονίας, η Δημοκρατία της Μάλτας, η Σλοβακική Δημοκρατία και, τέλος, η Κυπριακή Δημοκρατία. Για την τελευταία, η πλεονάζουσα ποσότητα ορίστηκε σε 40 213 τόνους.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Ιουλίου 2005, η Κυπριακή Δημοκρατία άσκησε, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του κανονισμού 651/2005 (υπόθεση T‑300/05).

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Αυγούστου 2005, η Κυπριακή Δημοκρατία άσκησε, δυνάμει των άρθρων 230 ΕΚ, και 241 ΕΚ, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του κανονισμού 832/2005 (υπόθεση T‑316/05).

25      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Νοεμβρίου 2005, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑300/05, την οποία το Πρωτοδικείο (τρίτο τμήμα) αποφάσισε, με διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 2006, να εξετάσει με την απόφασή του επί της ουσίας.

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 9 Δεκεμβρίου 2005, η Δημοκρατία της Εσθονίας ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Κυπριακής Δημοκρατίας στην υπόθεση T‑316/05, αίτημα που ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε με διάταξη της 22ας Φεβρουαρίου 2006.

27      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Δεκεμβρίου 2005, η Δημοκρατία της Λεττονίας ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Κυπριακής Δημοκρατίας στην υπόθεση T‑300/05, αίτημα που ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου δέχθηκε με διάταξη της 22ας Φεβρουαρίου 2006.

28      Με δύο έγγραφα της 10ης Απριλίου 2006, η Δημοκρατία της Λεττονίας παραιτήθηκε του δικαιώματός της να υποβάλει υπόμνημα παρεμβάσεως σε αμφότερες τις υπό κρίση υποθέσεις.

29      Στις 28 Μαΐου 2006, η Δημοκρατία της Εσθονίας υπέβαλε υπόμνημα παρεμβάσεως στην υπόθεση T‑316/05.

30      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, ως εκ τούτου, η εκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων.

31      Στις 17 Φεβρουαρίου 2009, το Πρωτοδικείο έθεσε στην Επιτροπή γραπτά ερωτήματα, στα οποία η Επιτροπή απάντησε εμπρόθεσμα.

32      Με διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 16ης Μαρτίου 2009, διατάχθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑300/05 και T-315/05 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως, κατά το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

33      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

34      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Απριλίου 2009, εξαιρουμένης της Δημοκρατίας της Λεττονίας, η οποία δεν παρέστη.

35      Στην υπόθεση T-300/05, η Κυπριακή Δημοκρατία ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής,

–        να ακυρώσει τον κανονισμό 651/2005,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

36      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη,

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την Κυπριακή Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

37      Στην υπόθεση T-316/05, η Κυπριακή Δημοκρατία ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει τον κανονισμό 832/2005,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

38      Η Δημοκρατία της Εσθονίας ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει τον κανονισμό 832/2005,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

39      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την Κυπριακή Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

40      Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι πρέπει πρώτα να εξεταστούν τα αιτήματα της υποθέσεως T-316/05 και, εν συνεχεία, τα αιτήματα της υποθέσεως T‑300/2005.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως του κανονισμού 832/2005 στην υπόθεση T‑316/05

41      Η Κυπριακή Δημοκρατία στηρίζει το αίτημά της για ακύρωση του κανονισμού 832/2005 σε δύο βάσεις. Πρώτον, προβάλλει ότι ο κανονισμός αυτός στηρίζεται σε παράνομη νομική βάση, συγκεκριμένα στον κανονισμό 60/2004, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 651/2005, και ζητεί από το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της νομιμότητας αμφοτέρων των κανονισμών. Δεύτερον, προβάλλει έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού 832/2005.

42      Δεδομένου ότι το αίτημα ακυρώσεως στηρίζεται, αφενός, στο άρθρο 241 ΕΚ και, αφετέρου, στο άρθρο 230 ΕΚ, πρέπει να εξεταστεί η κάθε βάση χωριστά.

I –  Επί της ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας

43      Η Κυπριακή Δημοκρατία παραθέτει τέσσερις λόγους προς στήριξη της προβαλλομένης ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας. Ο πρώτος αφορά κατάχρηση εξουσίας στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την έκδοση των κανονισμών 60/2004 και 651/2005. Ο δεύτερος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Ο τρίτος αφορά παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας. Τέλος, ο τέταρτος αφορά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

44      Κατά την Επιτροπή, όλοι οι σχετικοί με την έλλειψη νομιμότητας του κανονισμού 651/2005 λόγοι είναι απαράδεκτοι. Το Πρωτοδικείο κρίνει, πάντως, ότι το ζήτημα αυτό δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή, διότι η Κυπριακή Δημοκρατία επικαλείται τους ίδιους λόγους για να αποδείξει τον παράνομο χαρακτήρα τόσο του κανονισμού 651/2005 όσο και του κανονισμού 60/2004, η δε διαπίστωση της ελλείψεως νομιμότητας του τελευταίου αρκεί για να γίνει δεκτή η προβαλλόμενη ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας. Επομένως, οι προβαλλόμενοι λόγοι πρέπει να εξεταστούν χωρίς να είναι απαραίτητο να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί της ενστάσεως απαραδέκτου της Επιτροπής.

 Α – Επί του πρώτου λόγου, που αφορά κατάχρηση εξουσίας

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

45      Η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει ότι, κατά την έκδοση των κανονισμών 60/2004 και 651/2005, η Επιτροπή υπερέβη τις αρμοδιότητές της και, ως εκ τούτου, υπέπεσε σε κατάχρηση εξουσίας.

46      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή μπορούσε να λάβει μεταβατικά μέτρα στον τομέα της γεωργικής πολιτικής μόνο δυνάμει του άρθρου 41 της Πράξεως Προσχωρήσεως και υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά θα ήταν απολύτως αναγκαία προς διευκόλυνση της μεταβάσεως των νέων κρατών μελών στο καθεστώς της κοινής γεωργικής πολιτικής. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε ούτε απέδειξε την αναγκαιότητα των μέτρων που περιλαμβάνονται στους κανονισμούς 651/2005 και 60/2004, λόγω, π.χ., πραγματοποιήσεως εισαγωγών χάριν κερδοσκοπίας ή του κινδύνου διαταράξεως της αγοράς. Συναφώς, η Επιτροπή απλώς εξέφρασε, στην αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 60/2004, τη βεβαιότητά της ότι τα μεταβατικά μέτρα είναι αναγκαία.

47      Η Επιτροπή επιχειρεί να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα λήψεως των προαναφερθέντων μέτρων βάσει του παραρτήματος IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως μόνο με το υπόμνημα αντικρούσεως, ενώ στους κανονισμούς 60/2004 και 651/2005 ως μόνη νομική βάση αναφέρεται το άρθρο 41. Η Κυπριακή Δημοκρατία δέχεται, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως την υποχρεώνει να αποσύρει τις διαπιστωθείσες από την Επιτροπή πλεονάζουσες ποσότητες, καθώς και ότι η Επιτροπή πρέπει να είναι σε θέση να διασφαλίσει την απόσυρση αυτή, υπογραμμίζει όμως ότι δεν έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει κυρώσεις στα νέα κράτη μέλη.

48      Η Επιτροπή φρονεί ότι ο πρώτος λόγος είναι απορριπτέος.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

49      Παρά τον τίτλο του πρώτου λόγου, από την εξέτασή του προκύπτει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή, αφενός, ότι υπερέβη τις αρμοδιότητες που αντλεί από το άρθρο 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως Προσχωρήσεως και, αφετέρου, ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την αναγκαιότητα εκδόσεως του κανονισμού 60/2004. Τα δύο αυτά ζητήματα αποτελούν, κατ’ ουσίαν, αυτοτελείς αιτιάσεις, εκ των οποίων η πρώτη αφορά αναρμοδιότητα της Επιτροπής και η δεύτερη ανεπαρκή αιτιολογία, και οι οποίες πρέπει να εξεταστούν χωριστά.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, περί αναρμοδιότητας της Επιτροπής να εκδώσει τον κανονισμό 60/2004 βάσει του άρθρου 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως Προσχωρήσεως

50      Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το παράρτημα IV, σημείο 4, της Πράξεως Προσχωρήσεως προβλέπει σχετικά με τη γεωργία τα εξής:

«1.      Τα δημόσια αποθέματα που διαθέτουν τα νέα κράτη μέλη κατά την ημερομηνία της Προσχωρήσεως και τα οποία προκύπτουν από την πολιτική τους για τη στήριξη της αγοράς αναλαμβάνονται από την Κοινότητα στην αξία που προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1883/78 του Συμβουλίου, περί των γενικών κανόνων χρηματοδοτήσεως των παρεμβάσεων από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, τμήμα Εγγυήσεων [ΕΕ L 216, σ. 1]. Τα προαναφερθέντα αποθέματα αναλαμβάνονται μόνο υπό την προϋπόθεση ότι στους κοινοτικούς κανόνες προβλέπεται δημόσια παρέμβαση για τα εν λόγω προϊόντα και ότι τα αποθέματα πληρούν τις απαιτήσεις για κοινοτική παρέμβαση.

2.      Τα αποθέματα προϊόντων, ιδιωτικά και δημόσια, τα οποία την ημερομηνία Προσχωρήσεως βρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία στο έδαφος των νέων κρατών μελών και τα οποία υπερβαίνουν την ποσότητα η οποία μπορεί να θεωρηθεί κανονικό απόθεμα εκ μεταφοράς πρέπει να καταστρέφονται με επιβάρυνση των νέων κρατών μελών.

Η έννοια του “κανονικού αποθέματος εκ μεταφοράς” ορίζεται για κάθε προϊόν με βάση τα κριτήρια και τους στόχους που ισχύουν ειδικά για κάθε κοινή οργάνωση αγοράς.

3.      Τα αποθέματα [της παραγράφου 1] αφαιρούνται από την ποσότητα που υπερβαίνει τα κανονικά αποθέματα εκ μεταφοράς.

[…]»

51      Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι στα αποθέματα για τα οποία γίνεται λόγος στη διάταξη αυτή περιλαμβάνονται τα αποθέματα ζάχαρης στη φυσική της κατάσταση ή ζάχαρης υπό μορφή μεταποιημένων προϊόντων, ισογλυκόζης και φρουκτόζης. Δεν αμφισβητεί, επίσης, ότι η εν λόγω διάταξη την υποχρεώνει να αποσύρει τις υφιστάμενες στο έδαφός της πλεονάζουσες ποσότητες.

52      Σημειωτέον, ακόμη, ότι, όπως σαφώς προκύπτει από τις σκέψεις 11 έως 16 ανωτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε να θεσπίσει, διά του κανονισμού 60/2004, σύστημα αποσύρσεως υφιστάμενων στο έδαφος των νέων κρατών μελών πλεοναζουσών ποσοτήτων, με δαπάνη αυτών.

53      Πρέπει να επισημανθεί, εξάλλου, ότι η εξουσία της Επιτροπής να λαμβάνει μεταβατικά μέτρα προς διευκόλυνση της μεταβάσεως από το υφιστάμενο στα νέα κράτη μέλη καθεστώς στο καθεστώς της γεωργικής πολιτικής απορρέει από το άρθρο 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως Προσχωρήσεως και όχι από το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της εν λόγω Πράξεως. Πάντως, τα μέτρα διά των οποίων ρυθμίζεται και διασφαλίζεται η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή απόσυρση διευκολύνουν προδήλως την εν λόγω μετάβαση, δεδομένου ότι διασφαλίζουν την εκ μέρους των νέων κρατών μελών εκπλήρωση υποχρεώσεως η οποία είναι τόσο σημαντική για τη σταθερότητα της κοινής γεωργικής πολιτικής ώστε οι συντάκτες της Πράξεως Προσχωρήσεως αποφάσισαν να τη συμπεριλάβουν στο πρωτογενές δίκαιο και να την καθορίσουν με απόλυτη σαφήνεια. Επομένως, είναι δυνατή η λήψη των μέτρων αυτών δυνάμει του άρθρου 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως Προσχωρήσεως.

54      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τη συλλογιστική που ακολούθησε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 15ης Ιανουαρίου 2002, C‑179/00, Weidacher (Συλλογή 2002, σ. I‑501).

55      Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιβάρυνση που επιβλήθηκε στα πλεονάζοντα αποθέματα ορισμένων προϊόντων, τα οποία ευρίσκονταν στο έδαφος της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατία της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας (στο εξής: νέα κράτη μέλη του 1995) κατά την προσχώρησή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1995, μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο που αποσκοπεί στη διευκόλυνση της μεταβάσεως από το υφιστάμενο στα εν λόγω κράτη μέλη καθεστώς στο καθεστώς της κοινής γεωργικής πολιτικής, βάσει του άρθρου 149, παράγραφος 1, της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και περί των προσαρμογών των ιδρυτικών Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ 1994, C 241, σ. 9), όπως έχει τροποποιηθεί (στο εξής: Πράξη Προσχωρήσεως του 1994), του οποίου η διατύπωση είναι παραπλήσια με τη διατύπωση του άρθρου 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως Προσχωρήσεως.

56      Ένας από τους λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο κατέληξε στο ως άνω συμπέρασμα είναι ότι η εν λόγω επιβάρυνση επιτρέπει τον μετριασμό της επιβαρύνσεως των νέων κρατών μελών του 1995 από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 145, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως υποχρεώσεως να καταστρέψουν με δαπάνη τους τα αποθέματα αυτά (απόφαση Weidacher, σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψη 23), υποχρεώσεως πανομοιότυπης με αυτήν που υπέχουν τα νέα κράτη μέλη από το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως. Τούτο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για σύνολο μέτρων τα οποία, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, όχι μόνο μετριάζουν την επιβάρυνση των νέων κρατών μελών από την υποχρέωσή τους να καταστρέψουν με δαπάνη τους τις πλεονάζουσες ποσότητες, αλλά ρυθμίζουν, διευκολύνουν και διασφαλίζουν την καταστροφή των αποθεμάτων και, εν τέλει, την καθιστούν λιγότερο επαχθή για τα νέα κράτη μέλη, στον βαθμό που οι οικείες επιχειρήσεις επωμίζονται, αντί για τα κράτη μέλη, σημαντικό μέρος των δαπανών αποσύρσεως

57      Πρέπει, τέλος, να τονιστεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, επίσης, ότι η επιβάρυνση για την οποία γίνεται λόγος στην απόφαση Weidacher, σκέψη 54 ανωτέρω, αποσκοπεί, αφενός, στο να διευκολύνει τη μετάβαση από το υφιστάμενο στα νέα κράτη μέλη του 1995 καθεστώς στο καθεστώς της κοινής γεωργικής πολιτικής, καθόσον αποβλέπει στην πρόληψη της δημιουργίας αποθεμάτων χάριν κερδοσκοπίας και, αφετέρου, στην εξουδετέρωση των οικονομικών ωφελημάτων που θα αποκόμιζαν οι επιχειρήσεις που δημιούργησαν πλεονάζοντα αποθέματα σε χαμηλή τιμή (απόφαση Weidacher, σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψη 22). Το Δικαστήριο απέρριψε έτσι ρητώς το επιχείρημα του προσφεύγοντος ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ότι τα μεταβατικά μέτρα που προβλέπει το άρθρο 149, παράγραφος 1, της Πράξεως Προσχωρήσεως του 1994 πρέπει οπωσδήποτε να είναι επωφελή για τα νέα κράτη μέλη του 1995 (απόφαση Weidacher, σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψη 17).

58      Επομένως, το συμπέρασμα που προκύπτει κατ’ αναλογία είναι ότι ο σκοπός της αποτροπής της δημιουργίας αποθεμάτων χάριν κερδοσκοπίας και ο σκοπός της εξουδετερώσεως των οικονομικών ωφελημάτων των επιχειρήσεων που δημιούργησαν τα πλεονάζοντα αποθέματα σε χαμηλή τιμή δικαιολογούν τη λήψη, από την Επιτροπή, μέτρων δυνάμει του άρθρου 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως Προσχωρήσεως.

59      Πάντως, το σύστημα του κανονισμού 60/2004, όπως και η επιβληθείσα στα πλεονάζοντα αποθέματα επιβάρυνση που εξετάστηκε με την απόφαση Weidacher, σκέψη 54 ανωτέρω, κατατείνουν στην επίτευξη αμφοτέρων των προαναφερθέντων σκοπών.

60      Συγκεκριμένα, επιχείρηση που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια θα έχει ελάχιστο ή και ανύπαρκτο ενδιαφέρον να αυξήσει τεχνητά, προ της προσχωρήσεως, το απόθεμά της μεταφοράς σε προϊόντα που καλύπτονται από τον κανονισμό 60/2004, ώστε να τα διαθέσει, εν συνεχεία, στη διευρυμένη κοινοτική αγορά, εφόσον είναι βέβαιον ότι θα υποχρεωθεί να καταστρέψει το απόθεμά της και να προσκομίσει σχετικές αποδείξεις, πράγμα που, άλλωστε, μπορεί αφεαυτού να αποτρέψει, έστω εν μέρει, τη δημιουργία πλεονασμάτων.

61      Επομένως, η επιβολή, στα νέα κράτη μέλη, συστήματος αποσύρσεως των υφιστάμενων στο έδαφός τους πλεοναζουσών ποσοτήτων, χωρίς επιβάρυνση του κοινοτικού προϋπολογισμού, αποτελεί μέτρο που αποσκοπεί στη διευκόλυνση της μεταβάσεως των εν λόγω κρατών στην κοινή οργάνωση των αγορών. Κατά συνέπεια, το άρθρο 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως Προσχωρήσεως απονέμει στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να θεσπίσει ένα τέτοιο σύστημα.

62      Όσον αφορά τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του συστήματος αποσύρσεως που επέβαλε εν προκειμένω η Επιτροπή, η Κυπριακή Δημοκρατία επισημαίνει ότι, σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή δεν έχει καμία αρμοδιότητα, δυνάμει του παραρτήματος IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, να επιβάλλει κυρώσεις στα νέα κράτη μέλη, εφόσον αυτά δεν πληρούν την υποχρέωση αποσύρσεως των καθοριζομένων από αυτήν πλεοναζουσών ποσοτήτων. Επομένως, είναι παράνομος ο μηχανισμός του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 60/2004, στο πλαίσιο του οποίου τα κράτη μέλη που δεν αποδεικνύουν την απόσυρση από την αγορά μέρους των υφιστάμενων στο έδαφός τους πλεοναζουσών ποσοτήτων υποχρεούνται να καταβάλουν ποσό αντίστοιχο προς την ποσότητα αυτή, το οποίο καταλογίζεται στον κοινοτικό προϋπολογισμό και λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό των εισφορών στην παραγωγή για την περίοδο εμπορίας 2004/2005.

63      Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι ο κανονισμός 60/2004 και, ιδίως, η διάταξη που προβλέπει την επιβολή οικονομικής επιβαρύνσεως στα νέα κράτη μέλη δεν στηρίζονται στο παράρτημα IV, σημείο 4, αλλά στο άρθρο 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως Προσχωρήσεως. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί αν ο μηχανισμός του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 60/2004 διευκολύνει τη μετάβαση των νέων κρατών μελών στην κοινή οργάνωση των αγορών, όπως επιτάσσει το άρθρο 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως Προσχωρήσεως, ώστε να μπορεί να αποτελέσει τη βάση των μεταβατικών μέτρων που λαμβάνει η Επιτροπή.

64      Πρώτον, επισημαίνεται συναφώς ότι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η ύπαρξη, στο έδαφος των νέων κρατών μελών, πλεοναζουσών ποσοτήτων που δεν έχουν αποσυρθεί εμπρόθεσμα ενδέχεται να προκαλέσει ζημία τόσο στον κοινοτικό προϋπολογισμό όσο και στους παραγωγούς.

65      Συγκεκριμένα, οι εν λόγω μη αποσυρθείσες πλεονάζουσες ποσότητες ενδέχεται να διατεθούν στη διευρυμένη κοινοτική αγορά, υποκαθιστώντας τις ποσότητες των οποίων η παραγωγή έχει εγκριθεί από την Επιτροπή, ως ποσοστώσεις A και B, και των οποίων η τιμή είναι εγγυημένη στο πλαίσιο της ΚΟΑ της ζάχαρης. Ο μόνος τρόπος ώστε η εγγυημένη τιμή παρεμβάσεως να ισχύσει και για τις μη διατεθείσες στην αγορά ποσότητες είναι είτε να αγοραστούν στην εγγυημένη τιμή μέσω των κοινοτικών μηχανισμών παρεμβάσεως είτε να εξαχθούν με καταβολή της σχετικής επιστροφής.

66      Όσον αφορά την αγορά των ποσοτήτων αυτών στην εγγυημένη τιμή, τονίζεται ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1260/2001, καθ’ όλη την περίοδο εμπορίας, ο οργανισμός παρεμβάσεως κάθε κράτους μέλους που έχει παραγωγή ζάχαρης υποχρεούται, υπό προϋποθέσεις που πρέπει να καθοριστούν βάσει της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου, να αγοράζει τις προσφερόμενες σε αυτόν ποσότητες λευκής και ακατέργαστης ζάχαρης που παράγονται, υπό καθεστώς ποσοστώσεως, από τεύτλα ή ζαχαροκάλαμα συγκομισθέντα εντός της Κοινότητας, εφόσον προηγουμένως έχει συναφθεί, ως προς τις ποσότητες αυτές, σύμβαση αποθεματοποιήσεως μεταξύ του προσφέροντος και του εν λόγω οργανισμού.

67      Κατά την τριακοστή έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1260/2001, οι δαπάνες που πραγματοποιούνται από τα κράτη μέλη λόγω των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εφαρμογή του κανονισμού αυτού βαρύνουν την Κοινότητα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), ο οποίος εφαρμοζόταν έως την 1η Ιανουαρίου 2007, οπότε άρχισε να ισχύει ο κανονισμός (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209, σ. 1), και, επομένως, έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση. Δυνάμει, μεταξύ άλλων, της διατάξεως αυτής του κανονισμού 1258/1999, στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, οι παρεμβάσεις για τη σταθεροποίηση των αγορών αυτών χρηματοδοτούνται από το τμήμα «Εγγυήσεις» του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ).

68      Επομένως, η αγορά ποσοτήτων ζάχαρης από τους οργανισμούς παρεμβάσεως επιβαρύνει σε ορισμένο βαθμό τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

69      Όσον αφορά τη δυνατότητα εξαγωγής με την καταβολή επιστροφής, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 6 ανωτέρω, από το γράμμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1260/2001 προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ποσότητα που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της ποσότητας ζάχαρης Α και Β που προβλέπεται να παραχθεί και της ποσότητας ζάχαρης που προβλέπεται να διατεθεί στο εσωτερικό της Κοινότητας κατά την τρέχουσα περίοδο εμπορίας εξάγεται, καταρχήν, πριν το τέλος της περιόδου αυτής.

70      Κατά συνέπεια, η παραγόμενη υπό τις ποσοστώσεις A και B ζάχαρη που δεν έχει διατεθεί στην αγορά λόγω των υφιστάμενων στα νέα κράτη μέλη πλεοναζουσών ποσοτήτων πρέπει, καταρχήν, να εξάγεται εκτός της Κοινότητας. Οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούν τις εξαγωγές αυτές μπορούν να εισπράξουν τις προβλεπόμενες από τα άρθρα 27 έως 30 του κανονισμού 1260/2001 επιστροφές, οι οποίες επιβαρύνουν τους παραγωγούς δυνάμει των άρθρων 15 και 16 του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, οι παραγωγοί αυτοί επιβαρύνονται, λόγω των ζημιών που προκαλούνται από τις εξαγωγές, με εισφορές στην παραγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφοι 3 έως 5, του κανονισμού 1260/2001, και, αν οι εισφορές αυτές δεν επαρκούν, με συμπληρωματική εισφορά, σύμφωνα με το άρθρο 16 του εν λόγω κανονισμού.

71      Δεύτερον, ο μηχανισμός του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 60/2004 καθιστά δυνατή την αντιστάθμιση των οικονομικών επιπτώσεων που συνεπάγεται για τους παραγωγούς ζάχαρης η μη εκπλήρωση, από τα νέα κράτη μέλη, της υποχρεώσεως αποσύρσεως.

72      Συγκεκριμένα, η καταβολή του ποσού αυτού συνεπάγεται μείωση του ποσού των εισφορών στην παραγωγή για την περίοδο εμπορίας 2004/2005 στο ποσό που αντιστοιχεί στην αύξηση των εν λόγω εισφορών, την οποία θα επέσυρε η ύπαρξη διαφοράς μεταξύ της προβλεπόμενης να παραχθεί κατά τη συγκεκριμένη περίοδο εμπορίας ποσότητας ζάχαρης A και ζάχαρης B και της καταναλωθείσας στην Κοινότητα ποσότητας, διαφορά η οποία θα έπρεπε να εξαχθεί με καταβολή επιστροφών.

73      Με την καταβολή του συγκεκριμένου ποσού θα περιοριζόταν, ακόμη, η επιβάρυνση που θα προκαλούνταν στον κοινοτικό προϋπολογισμό σε περίπτωση που οι οργανισμοί παρεμβάσεως αγόραζαν ποσότητες ζάχαρης.

74      Τέλος, σε κάθε περίπτωση, η καταβολή του συγκεκριμένου ποσού διασφαλίζει την τήρηση των διατάξεων του παραρτήματος IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως, κατά το οποίο οι πλεονάζουσες ποσότητες πρέπει να αποσύρονται με δαπάνη των νέων κρατών μελών και μόνον.

75      Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως Προσχωρήσεως επιτρέπει στην Επιτροπή να επιβάλλει στα νέα κράτη μέλη επιβάρυνση όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 60/2004, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οποιαδήποτε ζημία προκαλείται λόγω μη αποσύρσεως πλεοναζουσών ποσοτήτων βαρύνει το ευθυνόμενο γι’ αυτή κράτος μέλος.

76      Κατόπιν των προεκτεθέντων και στον βαθμό που η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αμφισβητεί, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, το ύψος της επιβληθείσας στα νέα κράτη μέλη επιβαρύνσεως, αλλά αυτή καθαυτή τη δυνατότητα επιβολής οποιασδήποτε επιβαρύνσεως, η πρώτη αιτίαση είναι απορριπτέα.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αφορά την ανεπαρκή αιτιολογία

77      Η Κυπριακή Δημοκρατία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έχει αιτιολογήσει επαρκώς τον κανονισμό 60/2004, ιδίως όσον αφορά την αναγκαιότητα των μέτρων αποσύρσεως και των προβλεπόμενων από τον κανονισμό χρηματικών επιβαρύνσεων.

78      Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να εμφαίνει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 2005, C‑138/03, C‑324/03 και C‑431/03, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑10043, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79      Η απαίτηση αυτή πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 78 ανωτέρω, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

80      Όταν πρόκειται για κανονισμό, η αιτιολογία μπορεί να περιοριστεί στην περιγραφή, αφενός, της συνολικής καταστάσεως που οδήγησε στην έκδοσή της και, αφετέρου, των κύριων σκοπών που επιδιώκει (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1985, 3/83, Abrias κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 1995, σκέψη 30, και της 10ης Μαρτίου 2005, C‑342/03, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2005, σ. I‑1975, σκέψη 55).

81      Εξάλλου, αν από τη γενικής ισχύος πράξη συνάγεται η ουσία του επιδιωκόμενου από το κοινοτικό όργανο σκοπού, θα ήταν υπερβολικό να απαιτηθεί ειδική αιτιολογία για καθεμία από τις τεχνικές επιλογές στις οποίες προέβη το όργανο αυτό (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑310/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I‑7285, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82      Υπό το πρίσμα των κρίσεων αυτών πρέπει να εξεταστεί αν η αιτιολογία του κανονισμού 60/2004 είναι επαρκής όσον αφορά τα μέτρα των οποίων αμφισβητείται η νομιμότητα.

83      Συναφώς, επισημαίνεται, καταρχάς, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξηγήσει για ποιο λόγο ήταν αναγκαία η επιβολή στα νέα κράτη μέλη της υποχρεώσεως αποσύρσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων δυνάμει του κανονισμού 60/2004. Συγκεκριμένα, τα εν λόγω κράτη μέλη υπέχουν ρητώς την υποχρέωση αυτή από το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως.

84      Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, επισημαίνεται ότι στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 60/2004 εκτίθεται η συνολική κατάσταση που οδήγησε στην έκδοση του εν λόγω κανονισμού, δηλαδή η ύπαρξη σημαντικού κινδύνου διατάραξης των αγορών στον τομέα της ζάχαρης, λόγω της εισαγωγής προϊόντων στα νέα κράτη μέλη, πριν την προσχώρησή τους, χάριν κερδοσκοπίας. Στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη διευκρινίζεται, ακόμη, ότι, λόγω του κινδύνου αυτού, πρέπει να ληφθούν μέτρα που να διευκολύνουν τη μετάβαση στο καθεστώς της κοινής γεωργικής πολιτικής, ώστε να αποφευχθούν τέτοιου είδους κερδοσκοπικές κινήσεις. Επιπλέον τονίζεται ότι, για την εμπορία γεωργικών προϊόντων, έχουν ληφθεί, ενόψει της προσχωρήσεως των νέων κρατών μελών, παρόμοια μέτρα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1972/2003, της Επιτροπής, της 10ης Νοεμβρίου 2003, για τη θέσπιση μεταβατικών μέτρων όσον αφορά τις συναλλαγές γεωργικών προϊόντων λόγω της προσχωρήσεως των νέων κρατών μελών (ΕΕ L 293, σ. 3), αλλά, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του τομέα της ζάχαρης, απαιτούνται εν προκειμένω χωριστοί κανόνες.

85      Από την αιτιολογία του κανονισμού 60/2004 προκύπτει, επίσης, ο κύριος σκοπός που επιδιώκει η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, στην έβδομη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού τονίζεται ότι, βάσει της Πράξεως Προσχωρήσεως, οι ποσότητες των αποθεμάτων ζάχαρης ή ισογλυκόζης που υπερβαίνουν το κανονικό απόθεμα μεταφοράς πρέπει να αποσυρθούν από την αγορά με δαπάνη των νέων κρατών μελών, και, στην όγδοη αιτιολογική σκέψη του ίδιου κανονισμού, ότι είναι προς το συμφέρον τόσο της Κοινότητας όσο και των νέων κρατών μελών να εμποδίσουν, στο μέτρο του δυνατού, τη δημιουργία πλεοναζόντων αποθεμάτων και, σε κάθε περίπτωση, να εντοπίσουν τις επιχειρήσεις ή τα φυσικά πρόσωπα που μετέχουν σε σοβαρές κερδοσκοπικές κινήσεις.

86      Τέλος, με την αιτιολογία του κανονισμού 60/2004 διευκρινίζεται ακόμη και το περιεχόμενο πολλών τεχνικών επιλογών στις οποίες προέβη η Επιτροπή προς διασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού της αποσύρσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων και του εντοπισμού των σημαντικότερων εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Ειδικότερα, στην έβδομη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού τονίζεται ότι ο προσδιορισμός των πλεοναζουσών ποσοτήτων διενεργείται από την Επιτροπή, βάσει της εξελίξεως των εμπορικών συναλλαγών και των τάσεων της παραγωγής και της καταναλώσεως στα νέα κράτη μέλη κατά το διάστημα από 1ης Μαΐου 2000 έως 30 Απριλίου 2004, και ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, εκτός από τη ζάχαρη και την ισογλυκόζη, ως πιθανοί στόχοι κερδοσκοπίας πρέπει να θεωρούνται και άλλα προϊόντα με ισοδύναμη περιεκτικότητα σε ζάχαρη.

87      Επιπλέον, στην έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 60/2004, ως είχε πριν την τροποποίησή του από τον κανονισμό 651/2005, αναφέρεται ότι, αν οι προσδιορισθείσες πλεονάζουσες ποσότητες ζάχαρης και ισογλυκόζης δεν αποσυρθούν από την κοινοτική αγορά έως τις 30 Απριλίου 2005, το οικείο νέο κράτος μέλος καθίσταται οικονομικώς υπεύθυνο για τη σχετική ποσότητα. Αναφέρεται, επίσης, ότι το νέο κράτος μέλος πρέπει να καταβάλει στον κοινοτικό προϋπολογισμό ποσό αντίστοιχο προς την υψηλότερη επιστροφή κατά την εξαγωγή, που ισχύει για το διάστημα από 1ης Μαΐου 2004 έως 30 Απριλίου 2005, πολλαπλασιαζόμενη με τη μη αποσυρθείσα πλεονάζουσα ποσότητα.

88      Κατά την όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 60/2004, από 1ης Μαΐου 2004, τα νέα κράτη μέλη πρέπει να διαθέτουν σύστημα που να τους επιτρέπει να εντοπίζουν τους υπεύθυνους των σοβαρότερων κερδοσκοπικών κινήσεων.

89      Τέλος, κατά την ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 60/2004, για τον προσδιορισμό και την απόσυρση των πλεοναζουσών ποσοτήτων, τα νέα κράτη μέλη υποχρεούνται να διαβιβάζουν στην Επιτροπή τα πλέον πρόσφατα στατιστικά στοιχεία για τις συναλλαγές, την παραγωγή και την κατανάλωση των σχετικών προϊόντων, αποδεικνύοντας ότι οι προσδιορισθείσες πλεονάζουσες ποσότητες έχουν αποσυρθεί εμπρόθεσμα από την αγορά.

90      Κατά συνέπεια, η αιτιολογία του κανονισμού 60/2004 είναι επαρκής σύμφωνα με την παρατιθέμενη στις σκέψεις 78 έως 81 ανωτέρω νομολογία.

91      Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέα η δεύτερη αιτίαση και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος συνολικά.

 Β – Επί του δεύτερου λόγου, που αφορά την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

92      Η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει ότι η αρχή της αναλογικότητας έχει ιδιαίτερη σημασία σε υποθέσεις με αντικείμενο την επιβολή κυρώσεων, όπως εν προκειμένω, έστω και αν η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Εξάλλου, η υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργεί τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας απορρέει από το άρθρο 41 της Πράξεως Προσχωρήσεως, το οποίο επιβάλλει να λαμβάνονται μόνον τα αναγκαία μέτρα. Παρά ταύτα, η Επιτροπή εξέδωσε τους κανονισμούς 651/2005 και 60/2004 κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας. Δεν απέδειξε ότι τα προβλεπόμενα από τους κανονισμούς αυτούς μέτρα είναι αναγκαία λόγω της υπάρξεως, στην Κύπρο, πλεοναζουσών ποσοτήτων που συγκεντρώθηκαν χάριν κερδοσκοπίας, με συνέπεια να υφίσταται κίνδυνος διαταράξεως των αγορών.

93      Επίσης, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι δεν ήταν δυνατή η εφαρμογή λιγότερο περιοριστικών μέτρων. Θα μπορούσε, πάντως, να αποτρέψει τη δημιουργία αποθεμάτων στα νέα κράτη μέλη, αντί να ενεργεί εκ των υστέρων. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η κυπριακή αγορά τροφοδοτείται αποκλειστικά από κοινοτικές εισαγωγές, η Επιτροπή μπορούσε να τις περιορίσει, καταργώντας τις επιστροφές για εξαγωγές προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Θα περιοριζόταν, έτσι, η επιβάρυνση του κοινοτικού προϋπολογισμού. Οι Κύπριοι εισαγωγείς δεν θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν αμέσως του προμηθευτές τους, διότι ο κανονισμός 60/2004 εκδόθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2004, οπότε ο χρόνος που τους απέμενε να αντιδράσουν, έως την 1η Μαΐου 2004, ήταν ελάχιστος. Αντιθέτως, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ήταν σε θέση να περιορίσει τις εισαγωγές αυτές χωρίς να παραβιάσει τις διεθνείς συμφωνίες της. Εν πάση περιπτώσει, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κρίνεται βάσει των μέτρων που θα μπορούσε να λάβει ο εκδότης της πράξεως και όχι οι αποδέκτες της.

94      Η Κυπριακή Δημοκρατία αμφισβητεί επίσης το επιχείρημα της Επιτροπής ότι δεν έχει εφαρμογή η αρχή της αναλογικότητας, διότι ήταν υποχρεωμένη να λάβει τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό 60/2004 μέτρα. Η Κυπριακή Δημοκρατία τονίζει ότι οι διατάξεις του άρθρου 41 της Πράξεως Προσχωρήσεως και του παραρτήματος IV της εν λόγω πράξεως είναι πανομοιότυπες, αντιστοίχως, με τις διατάξεις του άρθρου 149, παράγραφος 1, και του άρθρου 145, παράγραφος 2, της Πράξεως Προσχωρήσεως του 1994. Πάντως, με την απόφαση Weidacher, σκέψη 54 ανωτέρω (σκέψη 27), το Δικαστήριο εξέτασε αν τα ληφθέντα επί της συγκεκριμένης νομικής βάσεως μέτρα, τα οποία ήταν άλλωστε λιγότερο επαχθή σε σχέση με τα ληφθέντα εν προκειμένω, είναι σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας.

95      Επικουρικώς, η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή καλώς θέσπισε σύστημα αποσύρσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων, είναι δυσανάλογη η οικονομική κύρωση που επιβάλλεται στα νέα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 60/2004. Συγκεκριμένα, τις ποσότητες αυτές μπορούν να τις αποσύρουν μόνον οι επιχειρήσεις που τις κατέχουν και όχι τα κράτη μέλη. Εξάλλου, η εν λόγω οικονομική κύρωση, εκτός του ότι είναι δυσανάλογη προς το κόστος διαθέσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων κατά τον χρόνο της εξαγωγής τους εκτός της Κοινότητας, αντιστοιχεί στη μη αποσυρθείσα ποσότητα, πολλαπλασιαζόμενη με την υψηλότερη, αντί για τη μέση επιστροφή που καταβάλλεται για εξαγωγή λευκής ζάχαρης του κωδικού ΣΟ 1701 99 10 κατά το διάστημα από 1ης Μαΐου 2004 έως 30 Νοεμβρίου 2005.

96      Η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει, όλως επικουρικώς, ότι τα προβλεπόμενα από τους κανονισμούς 60/2004 και 651/2005 μέτρα θα έπρεπε να κλιμακώνονται ανάλογα με την ποιότητα του προϊόντος και την πλεονάζουσα ποσότητα ή άλλα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να υπολογιστεί η επιβαλλόμενη στα νέα κράτη μέλη επιβάρυνση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Οκτωβρίου 1991, C‑24/90, Werner Faust, Συλλογή 1991, σ. I-4905, C-25/90, Wünsche, Συλλογή 1991, σ. I‑4939, και C‑26/90, Wünsche, Συλλογή 1991, σ. I‑4961). Εντούτοις, οι επιβαλλόμενες δυνάμει των επίμαχων μέτρων επιβαρύνσεις καθορίζονται βάσει των υψηλότερων εισαγωγικών δασμών, κατ’ αποκοπή προσαυξανόμενων κατά 1,21 ευρώ ανά 100 kg, χωρίς κλιμάκωση.

97      Η Επιτροπή φρονεί ότι ο δεύτερος λόγος είναι απορριπτέος.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

98      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, για να διαπιστωθεί αν μια διάταξη του κοινοτικού δικαίου συμβιβάζεται με την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να εξακριβωθεί αν τα μέσα που μετέρχεται είναι κατάλληλα για την επίτευξη του σκοπού στον οποίο αποβλέπει και αν αυτά βαίνουν πέραν του απαραιτήτου για την επίτευξή του (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 1987, 56/86, Société pour l’ exportation des sucres, Συλλογή 1987, σ. 1423, σκέψη 28, και της 30ής Ιουνίου 1987, 47/86, Roquette Frères, Συλλογή 1987, σ. 2889, σκέψη 19).

99      Από την αρχή αυτή απορρέει ότι η νομιμότητα των μέτρων με τα οποία επιβάλλονται οικονομικές επιβαρύνσεις στις επιχειρήσεις προϋποθέτει ότι τα μέτρα αυτά είναι κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών που θεμιτώς επιδιώκει η οικεία κανονιστική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν προσφέρονται προς επιλογή περισσότερα του ενός κατάλληλα μέτρα, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο περιοριστικό, οι δε επιβαλλόμενες επιβαρύνσεις δεν πρέπει να είναι υπέρμετρες σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Ιουνίου 1990, C‑8/89, Zardi, Συλλογή 1990, σ. I‑2515, σκέψη 10).

100    Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι η Επιτροπή, όταν ασκεί τις αρμοδιότητες που της απονέμουν το Συμβούλιο ή οι συντάκτες της Πράξεως Προσχωρήσεως στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, προς εκτέλεση των κανόνων που θεσπίζει το Συμβούλιο, μπορεί να κάνει χρήση ευρείας διακριτικής ευχέρειας, οπότε η νομιμότητα μέτρου που θεσπίστηκε σ’ αυτόν τον τομέα θίγεται μόνον αν αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο όργανο (βλ. απόφαση Weidacher, στη σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

101    Κατόπιν των υπομνήσεων αυτών, είναι ευθύς εξαρχής απορριπτέα η κύρια άποψη της Κυπριακής Δημοκρατίας, ότι ο κανονισμός 60/2004, όπως έχει τροποποιηθεί, δεν είναι συμβατός με την αρχή της αναλογικότητας, επειδή η Επιτροπή δεν απέδειξε την αναγκαιότητα του συστήματος αποσύρσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων και, ειδικότερα, δεν απέδειξε ότι στην Κύπρο υφίστανται πλεονάζουσες ποσότητες, εισαχθείσες χάριν κερδοσκοπίας, των οποίων η ύπαρξη αποτελεί πηγή κινδύνου διαταράξεως των αγορών.

102    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν απέδειξε την αναγκαιότητα θεσπίσεως του συστήματος αποσύρσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων στο έδαφος των νέων κρατών μελών, διότι οι συντάκτες της Πράξεως Προσχωρήσεως αποφάσισαν ρητώς, με το παράρτημα IV, σημείο 4, της εν λόγω πράξεως, να επιβάλουν στα κράτη αυτά την υποχρέωση να προβούν στην απόσυρσή της με δικές τους δαπάνες, ο δε κανονισμός 60/2004 αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής.

103    Συνεπώς, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη, προ της θεσπίσεως συστήματος αποσύρσεως, να διαπιστώσει την ύπαρξη πλεοναζουσών ποσοτήτων στα κράτη μέλη. Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί ότι ένας από τους σκοπούς που θεμιτώς επιδιώκεται με τη θέσπιση ενός τέτοιου συστήματος είναι, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 58 ανωτέρω, η αποτροπή δημιουργίας αποθεμάτων, χάριν κερδοσκοπίας, από τις εγκατεστημένες στα νέα κράτη μέλη επιχειρήσεις. Πάντως, αυτός ο σκοπός της αποτροπής δεν μπορεί εξ ορισμού να επιτευχθεί αν η ύπαρξη πλεοναζουσών ποσοτήτων αποτελεί προαπαιτούμενο για τη δημιουργία συστήματος αποσύρσεώς τους.

104    Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν η Κυπριακή Δημοκρατία απέδειξε ότι ο σκοπός της προλήψεως της σωρεύσεως πλεοναζουσών ποσοτήτων στα νέα κράτη μέλη, καθώς και ο σκοπός της αποσύρσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων με δαπάνη των εν λόγω κρατών μπορούσαν προδήλως να επιτευχθούν με μέτρα λιγότερο περιοριστικά από τα προβλεπόμενα στον κανονισμό 60/2004.

105    Συναφώς, η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η αγορά της εφοδιάζεται σχεδόν αποκλειστικά με εισαγωγές από την Κοινότητα, πράγμα που η Επιτροπή δεν αμφισβητεί, και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή μπορούσε να αποτρέψει τη σώρευση των πλεοναζουσών ποσοτήτων μη καταβάλλοντας ή μειώνοντας τις επιστροφές για εξαγωγές προς την Κυπριακή Δημοκρατία.

106    Η άποψη αυτή είναι επίσης απορριπτέα. Συγκεκριμένα, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η τιμή της ζάχαρης στη διεθνή αγορά αντιστοιχούσε στο ένα τρίτο της κοινοτικής τιμής. Επομένως, ακόμη και αν η Επιτροπή διέθετε τα μέσα για να εμποδίσει τον ανεφοδιασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ζάχαρη από κοινοτικές επιχειρήσεις, οι Κύπριοι εισαγωγείς είχαν συμφέρον να στραφούν προς μη κοινοτικούς παραγωγούς ζάχαρης, προκειμένου να δημιουργήσουν αποθέματα τα οποία θα μπορούσαν να διαθέσουν στη διευρυμένη κοινοτική αγορά, αποκομίζοντας υψηλό κέρδος.

107    Η Κυπριακή Δημοκρατία φρονεί ότι αυτή η μεταβολή ως προς τις πηγές ανεφοδιασμού δεν ήταν δυνατή, καθόσον οι Κύπριοι εισαγωγείς δεν θα μπορούσαν ευχερώς να αντικαταστήσουν αμέσως τους παραδοσιακούς κοινοτικούς προμηθευτές τους με εγκατεστημένους εκτός της Κοινότητας προμηθευτές, δεδομένου, ιδίως, ότι ο κανονισμός 60/2004 εκδόθηκε μόλις τρεισήμισι μήνες πριν τη διεύρυνση.

108    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν εξηγεί για ποιο λόγο, σε μια αγορά όπως αυτή της ζάχαρης, είναι πρόδηλο ότι μια παραδοσιακή Κυπριακή επιχείρηση δεν θα μπορούσε να αγοράσει στη διεθνή αγορά σημαντικές ποσότητες ζάχαρης εντός τρεισήμισι μηνών, προκειμένου να αναπληρώσει τις μη αγορασθείσες από κοινοτικές επιχειρήσεις ποσότητες. Τούτο θα ήταν κατά μείζονα λόγο αναγκαίο, διότι οι Κυπριακές επιχειρήσεις, ακόμη και αν αγόραζαν τη μη κοινοτική ζάχαρη σε τιμή διπλάσια από την ισχύουσα στη διεθνή αγορά, θα διατηρούσαν σημαντικό περιθώριο κέρδους κατά τη μεταγενέστερη πώληση της ζάχαρης αυτής εντός της διευρυμένης κοινοτικής αγοράς.

109    Σημειωτέον, εξάλλου, ότι οι Κυπριακές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να έχουν σωρεύσει τις πλεονάζουσες ποσότητες πριν την ημερομηνία δημοσιεύσεως του κανονισμού 60/2004. Στην περίπτωση αυτή, η λήψη από την Επιτροπή, μετά την έκδοση του εν λόγω κανονισμού, μέτρων προς αποθάρρυνση των κοινοτικών εξαγωγών προς την Κύπρο δεν θα αρκούσε για να διασφαλιστεί η απόσυρση των συγκεκριμένων πλεοναζουσών ποσοτήτων.

110    Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή, ο αναλογικός χαρακτήρας των μέτρων που λαμβάνονται προς διευκόλυνση της μεταβάσεως των νέων κρατών μελών στο καθεστώς της κοινής γεωργικής πολιτικής πρέπει να εξεταστεί με κριτήριο τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον χρόνο λήψεως του μέτρου και όχι τις συνθήκες που θα μπορούσαν να υφίστανται αν η Επιτροπή είχε προηγουμένως λάβει άλλα μέτρα. Το αντίθετο θα οδηγούσε στον παραλογισμό ότι, αν η Επιτροπή, από αμέλεια ή για άλλο λόγο, δεν μπορεί να επιλύσει ένα πρόβλημα σε δεδομένη στιγμή, λαμβάνοντας ένα κατάλληλο μέτρο, δεν έχει, εν συνεχεία, τη δυνατότητα να επιλύσει το ίδιο πρόβλημα με άλλο κατάλληλο, αλλά επαχθέστερο μέτρο σε σχέση με το πρώτο, το οποίο, όμως, δεν αρκεί πλέον για την επίλυση του προβλήματος.

111    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η άποψη που κυρίως προβάλλει η Κυπριακή Δημοκρατία είναι απορριπτέα.

112    Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί η επικουρικώς προβαλλόμενη άποψή της, ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή ορθώς θέσπισε σύστημα αποσύρσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων, η οικονομική επιβάρυνση που επιβλήθηκε στα νέα κράτη μέλη με το άρθρο 7 του κανονισμού 60/2004 δεν αποτελεί το λιγότερο επαχθές μέτρο με το οποίο μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός.

113    Προς στήριξη της απόψεώς της αυτής, η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει, πρώτον, ότι η απόσυρση πλεοναζουσών ποσοτήτων μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον από τις επιχειρήσεις.

114    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί αν γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 7 του κανονισμού 60/2004, η οικονομική επιβάρυνση επιβάλλεται στα νέα κράτη μέλη μόνο σε περίπτωση αθετήσεως της υποχρεώσεώς τους να αποσύρουν τις πλεονάζουσες ποσότητες που διαθέτουν. Οι μη αποσυρθείσες πλεονάζουσες ποσότητες βρίσκονται εξ ορισμού στο εσωτερικό της διευρυμένης Κοινότητας και μπορούν να προκαλέσουν ζημία στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ιδίως αν κινηθούν οι υφιστάμενοι μηχανισμοί παρεμβάσεως ή οι μηχανισμοί λήψεως ad hoc μέτρων, για την προσαρμογή της ποσότητας ζάχαρης και σχετικών προϊόντων που θα απέμενε αν η πλεονάζουσα ποσότητα είχε αποσυρθεί κατά τον δέοντα τρόπο. Υπό τις συνθήκες αυτές και δεδομένου ότι το παράρτημα IV, σημείο 4, της Πράξεως Προσχωρήσεως ορίζει σαφώς ότι το κόστος αποσύρσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων βαρύνει τα νέα κράτη μέλη, δεν είναι προδήλως δυσανάλογο το να υποχρεώσει η Επιτροπή τα εν λόγω κράτη μέλη να υποστούν τις συνέπειες της μη αποσύρσεως, έστω και αν οι ποσότητες αυτές βρίσκονται αποκλειστικά στην κατοχή εγκατεστημένων σε αυτά επιχειρήσεων.

115    Δεύτερον, η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει ότι η οικονομική κύρωση που πρέπει να επιβληθεί στα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού 60/2004, δεν είναι ανάλογη προς το κόστος διαθέσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων στην αγορά, διότι ισούται προς τη μη αποσυρθείσα ποσότητα, πολλαπλασιαζόμενη με την υψηλότερη, αντί τη μεσοσταθμική επιστροφή που ισχύει για την εξαγωγή λευκής ζάχαρης του κωδικού ΣΟ 1701 99 10, κατά το διάστημα από 1ης Μαΐου 2004 έως 30 Νοεμβρίου 2005.

116    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τη λήψη μέτρων στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, περιλαμβανομένων των αναγκαίων μεταβατικών μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 41 της Πράξεως Προσχωρήσεως (βλ. σκέψη 100 ανωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν εξηγεί, ούτε καν συνοπτικά, γιατί μια επιβάρυνση που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 7 του κανονισμού 60/2004 μέθοδο υπερβαίνει προδήλως το κόστος που συνεπάγεται για τον κοινοτικό προϋπολογισμό η διάθεση των πλεοναζουσών ποσοτήτων που δεν έχουν αποσυρθεί όπως προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός ή τη ζημία που έχουν υποστεί οι κοινοτικοί παραγωγοί. Αν τούτο συνέβαινε, η εν λόγω επιβάρυνση θα μπορούσε να θεωρηθεί δυσανάλογη σε σχέση με τον θεμιτώς επιδιωκόμενο σκοπό του κανονισμού 60/2004, σκοπός ο οποίος απορρέει απευθείας από την Πράξη Προσχωρήσεως και συνίσταται στο να υποστεί το κράτος μέλος που αθέτησε την υποχρέωσή του αποσύρσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων όλες τις σχετικές οικονομικές συνέπειες.

117    Εξάλλου, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, χωρίς να την αντικρούσει επ’ αυτού η Κυπριακή Δημοκρατία, η υψηλότερη επιστροφή κατά την εξαγωγή είναι, σε κάθε περίπτωση, χαμηλότερη από την τιμή παρεμβάσεως. Πάντως, η ύπαρξη, στη διευρυμένη Κοινότητα, πλεοναζουσών ποσοτήτων τις οποίες τα νέα κράτη μέλη δεν έχουν αποσύρει εντός της προθεσμίας του κανονισμού 60/2004, όπως έχει τροποποιηθεί, δεν είναι επιζήμια μόνο για τις κοινοτικές επιχειρήσεις, λόγω των εισφορών που είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση των επιστροφών κατά την εξαγωγή. Η ύπαρξη των ποσοτήτων αυτών μπορεί να προκαλέσει ζημία και στον κοινοτικό προϋπολογισμό, λόγω της αγοράς ποσοτήτων αντιστοίχων προς τις μη αποσυρθείσες πλεονάζουσες από τους οργανισμούς παρεμβάσεως στην τιμή παρεμβάσεως, ζημία η οποία θα είναι μεγαλύτερη από την επιβάρυνση που επιβάλλεται στα νέα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 60/2004.

118    Κατά συνέπεια, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή παραβιάζει προδήλως την αρχή της αναλογικότητας, επιλέγοντας να υπολογίσει το ποσό της επιβαρύνσεως, η οποία επιβάλλεται στα νέα κράτη μέλη λόγω αθετήσεως των υποχρεώσεών τους όσον αφορά την απόσυρση των πλεοναζουσών ποσοτήτων, βάσει της υψηλότερης επιστροφής κατά την εξαγωγή.

119    Πρέπει, τέλος, να εξεταστεί η άποψη που προβάλλει όλως επικουρικώς η Κυπριακή Δημοκρατία, ότι τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό 60/2004 μέτρα θα έπρεπε να κλιμακώνονται ανάλογα με την ποιότητα του προϊόντος, την πλεονάζουσα ποσότητα ή άλλες παραμέτρους.

120    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η υποχρέωση των νέων κρατών μελών, σε περίπτωση που αθετήσουν την επιβαλλόμενη από τον κανονισμό 60/2004, όπως έχει τροποποιηθεί, υποχρέωση αποσύρσεως, να καταβάλουν χρηματικό ποσό για την ποσότητα της οποίας η απόσυρση δεν έχει αποδειχθεί δεν εξαρτάται, όσον αφορά τη ζάχαρη, από τις ποικιλίες ή τα είδη ζάχαρης ή τα πραγματικά αποθέματα του εν λόγω προϊόντος, αλλά από τη συνολική πλεονάζουσα ποσότητα που έχει προσδιοριστεί για το συγκεκριμένο κράτος μέλος.

121    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να αποδείξει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη, χωρίς, τουλάχιστον, να εξηγήσει πώς θα μπορούσε το συγκεκριμένο ποσό να διαμορφωθεί ανάλογα με το είδος της μη αποσυρθείσας ζάχαρης.

122    Όσον αφορά τη διαμόρφωση του προαναφερθέντος ποσού ανάλογα με τη μη αποσυρθείσα ποσότητα, η διαμόρφωση αυτή γίνεται αυτομάτως, δεδομένου ότι το καταβλητέο ποσό είναι ευθέως ανάλογο της μη αποσυρθείσας ποσότητας.

123    Εν πάση περιπτώσει, η νομολογία που επικαλείται η Κυπριακή Δημοκρατία προς στήριξη της απόψεώς της δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

124    Συγκεκριμένα, η απόφαση Werner Faust και οι αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 1991, C‑25/90, Wünsche, και C‑26/90, Wünsche, σκέψη 96 ανωτέρω, είχαν ως αντικείμενο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία υποβλήθηκαν από γερμανικό δικαστήριο σχετικά, μεταξύ άλλων, με το ύψος ορισμένων αντισταθμιστικών ποσών που υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, υπό ειδικούς όρους, οι εισαγωγείς μανιταριών στην Κοινότητα σε σχέση με την αρχή της αναλογικότητας.

125    Με τις προαναφερθείσες αποφάσεις, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, αφενός, το γεγονός ότι οι κανονισμοί με τους οποίους επιβλήθηκαν τα επίμαχα ποσά είχαν ως αντικείμενο την προστασία της κοινοτικής αγοράς, η οποία απειλούνταν λόγω των εισαγωγών, και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας τους κανονισμούς αυτούς, έκρινε σκόπιμο να μην εφαρμόσει μέτρα αναστολής των εισαγωγών, αλλά να επιβάλει, για τις πέραν του συνήθη όγκου ποσότητες, λιγότερο περιοριστικό μέτρο και, συγκεκριμένα, τη χρέωση συμπληρωματικού ποσού.

126    Το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση καταβολής συμπληρωματικού ποσού ήταν κατάλληλη και αναγκαία για την επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού. Λαμβανομένου, όμως, υπόψη του γεγονότος ότι το ποσό αυτό είχε καθοριστεί κατ’ αποκοπήν, χωρίς να προβλέπεται κλιμάκωση ανάλογα με την ποιότητα των εμπορευμάτων και των περιστάσεων της εισαγωγής τους, το Δικαστήριο εξέτασε αν η υποχρέωση αυτή είναι σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας.

127    Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο απέρριψε, πρώτον, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η επιβολή αντισταθμιστικής χρηματικής επιβαρύνσεως είναι λιγότερο περιοριστική για το εμπόριο σε σχέση με την απόλυτη απαγόρευση των εισαγωγών. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι σκοπός των συγκεκριμένων κανονισμών δεν ήταν να απαγορευθούν οι πέραν ορισμένων ποσοτήτων εισαγωγές, αλλά να διατηρηθεί η δυνατότητα χορηγήσεως πιστοποιητικών εισαγωγής έναντι καταβολής συμπληρωματικού ποσού, οπότε η Επιτροπή δεν μπορούσε να προβεί σε τέτοια απαγόρευση (απόφαση Werner Faust, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 21, και αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 1991, C‑25/90, Wünsche, και C‑26/90, Wünsche, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 22).

128    Το Δικαστήριο απέρριψε, δεύτερον, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το συμπληρωματικό ποσό έπρεπε να καθοριστεί σε τέτοιο επίπεδο ώστε να λειτουργεί αποτρεπτικά, με το σκεπτικό ότι σκοπός των συγκεκριμένων κανονισμών δεν ήταν ο αποκλεισμός ούτε ο κολασμός των πέραν των καθορισμένων ποσοτήτων εισαγωγών (απόφαση Werner Faust, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψη 23, και αποφάσεις της 16 Οκτωβρίου 1991, Wünsche, C‑25/90, και Wünsche, C‑26/90, σκέψη 96 ανωτέρω, αποφάσεις, σκέψη 24).

129    Τέλος, το Δικαστήριο απέρριψε, τρίτον, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι το ύψος του συμπληρωματικού ποσού ήταν δικαιολογημένο καθώς αντιστοιχούσε στην τιμή κόστους των κονσερβών μανιταριών πρώτης κατηγορίας, προελεύσεως Γαλλίας, που είχαν πωληθεί στη γερμανική αγορά, η δε επιλογή αυτή έγινε επειδή η Γαλλία είναι η πρώτη παραγωγός χώρα της Κοινότητας και η Γερμανία ο κύριος αγοραστής και επειδή ποσό ίσο προς τη διαφορά μεταξύ της τιμής στη χώρα εισαγωγής και της τιμής στο εσωτερικό της Κοινότητας δεν θα εξυπηρετούσε την επίτευξη των σκοπών των επίμαχων κανονισμών. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε, αφενός, ότι το ύψος του συμπληρωματικού ποσού που καθορίστηκε με τους εν λόγω κανονισμούς και αντιστοιχούσε προς την τιμή κόστους των μανιταριών κοινοτικής παραγωγής είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση του κόστους των κονσερβών μανιταριών που παράγονται σε τρίτες χώρες σε σχέση με το κόστος των κονσερβών που παράγονται εντός της κοινοτικής αγοράς και, αφετέρου, ότι το εν λόγω ποσό καθορίστηκε αποκλειστικά βάσει του κόστους των κονσερβών μανιταριών πρώτης διαλογής που παράγονται εντός της Κοινότητας, οπότε το ύψος του συμπληρωματικού ποσού για τις κατώτερες κατηγορίες μανιταριών που εισάγονται από τρίτες χώρες είχε πολύ επαχθέστερες επιπτώσεις και, κατά συνέπεια, υπερέβη κατά πολύ το κόστος των κονσερβών μανιταριών κατώτερων κατηγοριών που παράγονται εντός της Κοινότητας (απόφαση Werner Faust, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψεις 25 και 26, και αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 1991, Wünsche, C‑25/90, και Wünsche, C‑26/90, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψεις 26 και 27).

130    Υπό τις περιστάσεις αυτές το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το ύψος του επίμαχου συμπληρωματικού ποσού είναι δυσανάλογο προς τον σκοπό που είχε τάξει η Επιτροπή με την έκδοση των συγκεκριμένων κανονισμών, επισημαίνοντας ότι η επιβολή αντισταθμιστικής εισφοράς ως μέτρο διασφαλίσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί παράνομη απλώς και μόνο επειδή προβλέπεται σταθερός συντελεστής (απόφαση Werner Faust, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψεις 27 έως 29, και αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 1991, Wünsche, C‑25/90, και Wünsche, C‑26/90, σκέψη 96 ανωτέρω, σκέψεις 28 έως 30).

131    Σημειωτέον, πάντως, ότι οι εν λόγω περιστάσεις διαφέρουν απολύτως από τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως. Συγκεκριμένα, αντίθετα προς τους κανονισμούς που εξετάστηκαν με την απόφαση Werner Faust και τις αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 1991, C‑25/90, Wünsche, και C‑26/90, Wünsche, σκέψη 96 ανωτέρω, ο κανονισμός 60/2004 δεν αποσκοπεί στην ευθυγράμμιση της τιμής ορισμένων προϊόντων που έχουν αγοραστεί στη διεθνή αγορά με την κοινοτική τιμή ούτε στη διατήρηση των προϊόντων αυτών στην αγορά έναντι της καταβολής του προβλεπόμενου από το άρθρο 7 ποσού, αλλά στην πρόληψη, κατά τρόπο πλήρη και απόλυτο, της σωρεύσεως πλεοναζουσών ποσοτήτων ζάχαρης.

132    Συνεπώς, κρίνεται απορριπτέα η άποψη που όλως επικουρικώς προβάλλει η Κυπριακή Δημοκρατία, καθώς και ο δεύτερος λόγος.

 Γ – Επί του τρίτου λόγου, που αφορά την παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας των νόμων

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

133    Η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί την αρχή της μη αναδρομικότητας σε κάθε διοικητική διαδικασία που ενδέχεται να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων και επισημαίνει ότι οι επιβαλλόμενες από τον κανονισμό 60/2004 υποχρεώσεις έχουν χαρακτήρα κυρώσεως. Συγκεκριμένα, η κύρωση που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις των νέων κρατών μελών συνίσταται στην αφαίρεση από αυτές του δικαιώματος να διαθέτουν ελεύθερα στην αγορά την εισαχθείσα προ της προσχωρήσεως ζάχαρη, πλην όμως περιορισμοί στο δικαίωμα ιδιοκτησίας επιτρέπονται μόνον αν εξυπηρετούν σκοπούς γενικού ενδιαφέροντος και εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει με τα επίμαχα μέτρα. Η υποχρέωση των επιχειρήσεων να καταβάλουν χρηματικό ποσό αν δεν αποσύρουν τις πλεονάζουσες ποσότητες που κατέχουν έχει επίσης χαρακτήρα κυρώσεως, λόγω του τρόπου υπολογισμού του εν λόγω ποσού. Τέλος, η υποχρέωση των νέων κρατών μελών να καταβάλουν χρηματικό ποσό αν δεν αποδείξουν ότι έγινε πράγματι απόσυρση έχει επίσης χαρακτήρα κυρώσεως, διότι το ποσό αυτό οφείλεται έστω αν δεν κατέστη εν συνεχεία δυνατό να αναζητηθεί από τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

134    Περαιτέρω, η Κυπριακή Δημοκρατία επισημαίνει ότι οι κανονισμοί 651/2005 και 60/2004, μολονότι τέθηκαν σε ισχύ την ημερομηνία της δημοσιεύσεώς τους, έχουν εντούτοις αναδρομική ισχύ, διότι αφορούν ποσότητες ζάχαρης που έχουν σωρευθεί πριν την έναρξη ισχύος τους και, επομένως, έχουν αποκτηθεί νομίμως, χωρίς να είναι δυνατόν να αποτραπεί η σώρευσή τους.

135    Επικουρικώς, η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει ότι οι επιβαλλόμενες από τον κανονισμό 60/2004 υποχρεώσεις, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι δεν έχουν χαρακτήρα κυρώσεως, αφορούν ποσότητες εισαχθείσες πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού και, επομένως, έχουν αναδρομική ισχύ.

136    Η Επιτροπή φρονεί ότι ο τρίτος λόγος είναι απορριπτέος.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

137    Σημειωτέον ότι ο κανονισμός 60/2004 τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004, ήτοι τρεισήμισι μήνες μετά τη δημοσίευσή του. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, στις οικείες επιχειρήσεις τάχθηκε προθεσμία έως τις 30 Απριλίου 2005 να προσκομίσουν αποδείξεις περί της αποσύρσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων, ενώ, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, η προθεσμία αυτή παρατάθηκε έως τις 31 Ιουλίου 2005 στις περιπτώσεις αποσύρσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων δι’ εξαγωγής. Ομοίως, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 60/2004, η προθεσμία που τάχθηκε στα νέα κράτη μέλη για να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία περί της αποσύρσεως της πλεονάζουσας ποσότητας που είχε καθοριστεί ως προς αυτά έληγε στις 31 Ιουλίου 2005. Τέλος, οι προθεσμίες αυτές παρατάθηκαν κατά πολύ με τον κανονισμό 651/2005 (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω).

138    Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι οι επίμαχες διατάξεις του κανονισμού 60/2004 δεν είχαν εφαρμογή προς της ενάρξεως ισχύος του και, ως εκ τούτου, δεν έχουν αναδρομικό χαρακτήρα (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1993, C‑13/92 έως C‑16/92, Driessen κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. I‑4751, σκέψη 28).

139    Είναι, πάντως, ακριβές ότι ο κανονισμός 60/2004 επιβάλλει ορισμένες υποχρεώσεις στις κυπριακές επιχειρήσεις και στην Κυπριακή Δημοκρατία σχετικά με τα προ της ενάρξεως ισχύος του αποθέματα ζάχαρης. Υπό τις συνθήκες αυτές, καθόσον ο τρίτος λόγος μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προβάλλεται, επικουρικώς, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή, επιβάλλοντας τις υποχρεώσεις αυτές, στο πλαίσιο της νομοθετικής εξουσίας που διαθέτει από το άρθρο 41 της Πράξεως Προσχωρήσεως, ενήργησε σεβόμενη τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων (βλ., σχετικά, απόφαση Driessen κ.λπ., σκέψη 138 ανωτέρω, σκέψεις 29 και 30).

140    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά κοινοτικής ρυθμίσεως παρά μόνον εφόσον η ίδια η Κοινότητα δημιούργησε μια κατάσταση που θεμελιώνει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (βλ. απόφαση Weidacher, σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η αρχή αυτή, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών αρχών της Κοινότητας, προϋποθέτει ότι το οικείο κοινοτικό όργανο παρέσχε στους ενδιαφερομένους συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις οι οποίες τους δημιούργησαν βάσιμες προσδοκίες (απόφαση του Πρωτοδικείου της 2ας Οκτωβρίου 2001, T‑222/99, T‑327/99 και T‑329/99, Martinez κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2001, σ. II‑2823, σκέψη 183).

141    Επισημαίνεται, πάντως, ότι, εν προκειμένω, η Κοινότητα δεν δημιούργησε προηγουμένως κατάσταση ικανή να θεμελιώσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της Κυπριακής Δημοκρατίας ή κυπριακών επιχειρήσεων.

142    Καταρχάς, η Κοινότητα δεν έδωσε, με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, την εντύπωση στους κύκλους των ενδιαφερομένων ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν, ενόψει της διευρύνσεως, μεταβατικά μέτρα προς διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των μέτρων αποτροπής του ενδεχομένου διατάραξης της κοινοτικής αγοράς λόγω της σωρεύσεως πλεοναζουσών ποσοτήτων. Κατά μείζονα λόγο, δεν παρέσχε στους ενδιαφερομένους ρητές σχετικές διαβεβαιώσεις.

143    Αντιθέτως, οι επιδεικνύουσες εύλογη επιμέλεια επιχειρήσεις έπρεπε να γνωρίζουν, από της δημοσιεύσεως της Πράξεως Προσχωρήσεως στην Επίσημη Εφημερίδα, αφενός, ότι, κατά το παράρτημα IV, σημείο 4, της Πράξεως Προσχωρήσεως, τα νέα κράτη μέλη υποχρεούνται να διασφαλίσουν με δαπάνη τους την απόσυρση των υφιστάμενων στο έδαφός τους πλεοναζουσών ποσοτήτων και, αφετέρου, ότι, κατά το άρθρο 41, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω πράξεως, η Επιτροπή είναι αρμόδια να λαμβάνει μεταβατικά μέτρα με σκοπό την προσαρμογή των υφιστάμενων στα κράτη μέλη καθεστώτων στην κοινή οργάνωση των αγορών, μέτρα τα οποία ενδέχεται να έχουν συνέπειες όσον αφορά τις σωρευθείσες πριν από τη δημοσίευση του κανονισμού 60/2004 πλεονάζουσες ποσότητες (βλ., συναφώς, απόφαση Weidacher, σκέψη 54 ανωτέρω, σκέψη 33). Άλλωστε, η Επιτροπή είχε ενημερώσει την Κυπριακή Δημοκρατία σχετικά με τα ληφθέντα εν προκειμένω μέτρα, στο πλαίσιο της επιτροπής διαβουλεύσεως για την έκδοση του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι προσβλήθηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της.

144    Τέλος, έχει παρέλθει ένα έτος και πλέον μεταξύ της εκδόσεως της Πράξεως Προσχωρήσεως, η οποία προέβλεπε υποχρέωση αποσύρσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων, και της προσχωρήσεως των νέων κρατών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και τρεις μήνες και πλέον μεταξύ της εκδόσεως του κανονισμού 60/2004 και της ημερομηνίας της προσχωρήσεως. Επομένως, οι οικείες επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να συμμορφωθούν προς τις επιταγές του κανονισμού 60/2004, ιδίως αν έπαυαν τις εισαγωγές ζάχαρης, ώστε να μη σωρευθούν πλεονάζουσες ποσότητες.

145    Συνεπώς, ο τρίτος λόγος κρίνεται απορριπτέος.

 Επί του τέταρτου λόγου, που αφορά την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

146    Η Κυπριακή Δημοκρατία φρονεί ότι τα επίμαχα μέτρα παραβιάζουν την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων. Συγκεκριμένα, αφορούν μόνον τις επιχειρήσεις των νέων κρατών μελών, πλην όμως η Κυπριακή Δημοκρατία αγόραζε ζάχαρη μόνον από το Βασίλειο του Βελγίου, το Βασίλειο της Δανίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, την Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιρλανδία, την Ιταλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, τη Δημοκρατία της Αυστρίας, την Πορτογαλική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και, ως εκ τούτου, οι επιχειρήσεις των παλαιών κρατών μελών συνέβαλαν στη σώρευση των πλεοναζουσών ποσοτήτων στο έδαφός της.

147    Δυσμενή διάκριση υφίστανται και τα νέα κράτη μέλη, σε σχέση με τα παλαιά, στον βαθμό που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να τους επιβληθεί οικονομική επιβάρυνση.

148    Κατά την Επιτροπή, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

149    Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με την αρχή της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών της Κοινότητας, η οποία καθιερώνεται, όσον αφορά την κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών, με το άρθρο 34, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, όμοιες καταστάσεις δεν πρέπει να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης ούτε διαφορετικές καταστάσεις να τυγχάνουν όμοιας μεταχείρισης, εκτός αν η μεταχείριση αυτή είναι αντικειμενικά δικαιολογημένη. Τα μέτρα που περιλαμβάνει η κοινή οργάνωση των αγορών και ιδίως οι μηχανισμοί παρεμβάσεως δεν μπορούν, επομένως, να διαφοροποιούνται ανάλογα με τις περιοχές ή άλλες συνθήκες παραγωγής ή κατανάλωσης, παρά μόνο βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που εξασφαλίζουν σύμμετρη κατανομή των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων μεταξύ των ενδιαφερομένων, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των εδαφών των κρατών μελών (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 203/86, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 4563, σκέψη 25).

150    Πάντως, η κατάσταση του γεωργικού τομέα στα νέα κράτη μέλη διέφερε θεμελιωδώς από την κατάσταση στα παλαιά κράτη μέλη (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2007, C‑273/04, Πολωνία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑8925, σκέψη 87). Επομένως, πριν τη διεύρυνση, η περίπτωση των επιχειρήσεων των παλαιών κρατών μελών διέφερε από την περίπτωση των κυπριακών.

151    Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη ζάχαρη, ως προς τις επιχειρήσεις αυτές ίσχυαν, πριν τη διεύρυνση, διαφορετικοί δασμοί, ποσοστώσεις και μηχανισμοί στήριξης. Εξάλλου, ενώ τα κοινοτικά όργανα μπορούσαν να εμποδίσουν τη σώρευση πλεοναζουσών ποσοτήτων στο έδαφος των παλαιών κρατών μελών, λαμβάνοντας τα προβλεπόμενα από την ΚΟΑ της ζάχαρης, μέτρα, δεν μπορούσαν να πράξουν το ίδιο, λαμβάνοντας τα ίδια μέτρα, για τα νέα κράτη μέλη πριν την ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τον λόγο αυτόν, το παράρτημα IV, σημείο 4, παράγραφοι 1 έως 4, της Πράξεως Προσχωρήσεως επιβάλλει στα νέα κράτη μέλη υποχρέωση αποσύρσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων με δαπάνη τους, χωρίς, όμως, να επιβάλλει ανάλογη υποχρέωση στα παλαιά κράτη μέλη, πράγμα που η Κυπριακή Δημοκρατία αποδέχθηκε υπογράφοντας την Πράξη Προσχωρήσεως.

152    Τέλος, από τη διάταξη αυτή προκύπτει προδήλως ότι τα νέα κράτη μέλη δεν βρίσκονται σε όμοια κατάσταση με τα παλαιά κράτη μέλη, όσον αφορά την ευθύνη της αποσύρσεως των υφιστάμενων στο έδαφός τους πλεοναζουσών ποσοτήτων.

153    Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν απέδειξε παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων. Είναι, συνεπώς, απορριπτέος ο τέταρτος λόγος, καθώς και η προβληθείσα από την Κυπριακή Δημοκρατία ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας στο σύνολό της.

II –  Επί της νομιμότητας αυτού καθαυτού του κανονισμού 832/2005

154    Η Κυπριακή Δημοκρατία φρονεί ότι ο κανονισμός 832/2005 πρέπει να ακυρωθεί έστω και αν απορριφθεί η ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας. Συναφώς, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Εσθονίας, η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει δύο λόγους, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, πλάνη εκτιμήσεως, καθώς και ανεπαρκή αιτιολογία, και ο δεύτερος αφορά παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας.

155    Εξάλλου, η Δημοκρατία της Εσθονίας προβάλλει δύο ακόμη λόγους, προς στήριξη του αιτήματος περί ακυρώσεως του κανονισμού 832/2005, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας και ο δεύτερος παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

 Επί του λόγου που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, πλάνη εκτιμήσεως και ανεπαρκή αιτιολογία

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

156    Η Κυπριακή Δημοκρατία, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Εσθονίας, προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την αναγκαιότητα αποσύρσεως της συγκεκριμένης πλεονάζουσας ποσότητας ούτε δικαιολόγησε τον χαρακτηρισμό των 40 213 τόνων ζάχαρης ως πλεονάζουσας ποσότητας, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η άσκηση δικαιοδοτικού ελέγχου. Μάλιστα, στην τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 832/2005 αναφέρεται ότι οι πλεονάζουσες ποσότητες προκύπτουν από την αύξηση της παραγωγής, ενώ η Κύπρος δεν παράγει ζάχαρη. Η Δημοκρατία της Εσθονίας προβάλλει, επιπλέον, ότι η αιτιολογία του κανονισμού 832/2005 δεν λαμβάνει υπόψη ορισμένα στοιχεία που προέβαλε η Κυπριακή Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Εσθονίας, ενώ θα έπρεπε να είναι πλέον εμπεριστατωμένη, δεδομένου ότι ο κανονισμός αυτός έχει χαρακτήρα αποφάσεως, η οποία αφορά μόνον πέντε κράτη μέλη και συνεπάγεται σημαντική οικονομική επιβάρυνση.

157    Εξάλλου, από τον συνδυασμό του παραρτήματος IV της Πράξεως Προσχωρήσεως, της πέμπτης και της όγδοης αιτιολογικής σκέψης του κανονισμού 60/2004, καθώς και του άρθρου 6, παράγραφος 3, και του άρθρου 8 του εν λόγω κανονισμού, προκύπτει ότι ως μόνη δυνατή εξήγηση της σωρεύσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων προβάλλεται η κερδοσκοπία. Πάντως, η Κυπριακή Δημοκρατία υπέβαλε στην Επιτροπή, στις 7 Μαρτίου 2005, στοιχεία που αποδεικνύουν ότι μέρος της φερόμενης ως πλεονάζουσας ποσότητας δεν σωρεύθηκε χάριν κερδοσκοπίας, διότι, ήδη πριν τη διεύρυνση, τα αποθέματα ζάχαρης αυξάνονταν ετησίως, λόγω αυξήσεως της κατανάλωσης από 2 595 τόνους κατά την περίοδο εμπορίας 2000/2001 σε 3 323 τόνους κατά την περίοδο εμπορίας 2002/2003. Επιπλέον, κατά την περίοδο εμπορίας 2003/2004 συστάθηκε στην Κύπρο νέα εταιρία, η οποία εισήγαγε 2 041 τόνους όχι χάριν κερδοσκοπίας, πλην όμως η ποσότητα αυτή περιλαμβάνεται στην προσδιορισθείσα για την Κύπρο πλεονάζουσα ποσότητα. Η εν λόγω εταιρία, όμως, αποκλείεται έτσι από την αγορά απλώς και μόνον επειδή είναι νεοσύστατη, ενώ, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 60/2004, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τέτοιες περιστάσεις. Εν κατακλείδι, η Επιτροπή ενήργησε αντίθετα προς τις διατάξεις του παραρτήματος IV της Πράξεως Προσχωρήσεως και προς τον σκοπό του κανονισμού 60/2004.

158    Η Δημοκρατία της Εσθονίας προβάλλει, επιπροσθέτως, ότι η Επιτροπή, για να εμποδίσει την αύξηση των εισαγωγών ζάχαρης στα νέα κράτη μέλη, έπρεπε να λάβει μέτρα όπως είναι η κατάργηση των επιστροφών κατά την εξαγωγή. Το μέτρο αυτό θα ήταν λιγότερο επαχθές από τα προβλεπόμενα στον κανονισμό 832/2005, διότι θα συνεπαγόταν μόνον τη μη είσπραξη συμπληρωματικού εισοδήματος από τους κοινοτικούς εξαγωγείς, ενώ ο εν λόγω κανονισμός συνεπάγεται σημαντική οικονομική επιβάρυνση των νέων κρατών μελών.

159    Η Επιτροπή φρονεί ότι ο συγκεκριμένος λόγος είναι απορριπτέος.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

160    Ο συγκεκριμένος λόγος περιλαμβάνει τρεις αιτιάσεις οι οποίες πρέπει να εξεταστούν χωριστά.

161    Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, αρκεί η παρατήρηση ότι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει την αιτίαση αυτή με τον τίτλο μόνον του συγκεκριμένου λόγου, χωρίς να εξηγεί, συνοπτικά έστω, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι συντρέχει τέτοια παραβίαση, οπότε η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αμυνθεί και το Πρωτοδικείο αδυνατεί να αποφανθεί συναφώς (βλ., σχετικά, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑352/94, Mo och Domsjö κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1989, σκέψεις 333 και 334).

162    Το επιχείρημα που επικαλείται η Δημοκρατία της Εσθονίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αιτιάσεως είναι αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην άποψη ότι η Επιτροπή έπρεπε να καταργήσει τις επιχορηγήσεις για τις εξαγωγές, ώστε να αποτρέψει τη σώρευση πλεοναζουσών ποσοτήτων στα νέα κράτη μέλη, αντί να διατάξει την απόσυρση των υφιστάμενων πλεοναζουσών ποσοτήτων. Επομένως, η άποψη αυτή, όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή, αφορά μόνον τη νομιμότητα των προβλεπόμενων από τον κανονισμό 60/2004 μέτρων και όχι το αν, κατά τον προσδιορισμό της ποσότητας ζάχαρης που πρέπει να αποσύρει η Κυπριακή Δημοκρατία δυνάμει του κανονισμού 835/2005, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

163    Τέλος, το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι σε κάθε περίπτωση αβάσιμο για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 106 έως 110 ανωτέρω.

164    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί η αιτίαση περί πλάνης εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά τον προσδιορισμό των πλεοναζουσών ποσοτήτων ως προς την Κυπριακή Δημοκρατία.

165    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 60/2004, η Επιτροπή ορίζει, το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2004, για κάθε νέο κράτος μέλος, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 1260/2001, τις πλεονάζουσες ποσότητες που πρέπει να αποσυρθούν από την αγορά με δαπάνη των νέων κρατών μελών.

166    Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι, κατά τη διάταξη αυτή, για τον καθορισμό της εν λόγω πλεονάζουσας ποσότητας, η Επιτροπή λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τις εξελίξεις κατά τη διάρκεια του έτους πριν από την προσχώρηση σε συνάρτηση με τα προηγούμενα έτη, όσον αφορά τις εισαγόμενες και εξαγόμενες ποσότητες ζάχαρης στη φυσική της κατάσταση ή υπό μορφή μεταποιημένων προϊόντων, ισογλυκόζης και φρουκτόζης, την παραγωγή, την κατανάλωση και τα αποθέματα ζάχαρης και ισογλυκόζης, καθώς και τις συνθήκες δημιουργίας των αποθεμάτων.

167    Επομένως, η Επιτροπή εξετάζει στοιχεία προερχόμενα αναγκαστικά από τα νέα κράτη μέλη, ιδίως τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις εισαγωγές, τις εξαγωγές και την παραγωγή ζάχαρης στα εν λόγω κράτη. Η Επιτροπή αναλύει και εξετάζει, επίσης, την εξέλιξη των στοιχείων αυτών και, τέλος, το πλαίσιο εντός του οποίου προσκομίσθηκαν τα στοιχεία αυτά, καθώς και άλλα στοιχεία προς διευκρίνιση των πρώτων, οπότε προβαίνει σε εκτίμηση πολύπλοκης οικονομικής καταστάσεως.

168    Συναφώς, τονίζεται ότι, όταν, για την εφαρμογή της γεωργικής πολιτικής στον τομέα της ζάχαρης, η Επιτροπή οφείλει να προβεί σε εκτίμηση πολύπλοκης οικονομικής καταστάσεως, η διακριτική ευχέρεια που διαθέτει δεν αφορά μόνον τη φύση και το περιεχόμενο των διατάξεων που θα θεσπίσει, αλλά επίσης, σε ορισμένο βαθμό, και τη διαπίστωση των βασικών στοιχείων (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, 138/79, Roquette Frères κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1980, σ. 3333, σκέψη 25, της 14ης Μαρτίου 2002, C‑340/98, Ιταλία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑2663, σκέψη 23, και της 6ης Ιουλίου 2000, C‑289/97, Eridania, Συλλογή 2000, σ. I‑5409, σκέψη 48).

169    Κατά τον έλεγχο της ασκήσεως της αρμοδιότητας αυτής, ο δικαστής εξετάζει μόνον αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή αν η αρμόδια αρχή υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής ευχέρειάς της (αποφάσεις Roquette Frères κατά Συμβουλίου, σκέψη 168 ανωτέρω, σκέψη 25, και Eridania, σκέψη 168 ανωτέρω, σκέψη 49).

170    Υπ’ αυτές τις νομικές και πραγματικές περιστάσεις, καθώς και υπό το πρίσμα της προπαρατεθείσας νομολογίας, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας όσον αφορά τον προσδιορισμό των πλεοναζουσών ποσοτήτων από την Επιτροπή.

171    Συναφώς, η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει, πρώτον, ότι, κατά την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 832/2005, οι πλεονάζουσες ποσότητες προκύπτουν από την αύξηση της παραγωγής και τις εισαγωγές. Επομένως, δεδομένου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν παράγει ζάχαρη, είναι εσφαλμένος ο υπολογισμός της πλεονάζουσας ποσότητας ως προς αυτήν.

172    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

173    Συγκεκριμένα, τα διαλαμβανόμενα στην τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 832/2005 δεν αφορούν κάποιο νέο κράτος μέλος ειδικά, αλλά όλα τα νέα κράτη μέλη γενικά. Γι’ αυτό δεν γίνεται ρητή αναφορά στην ιδιαιτερότητα της περίπτωσης της Κύπρου, ήτοι στο γεγονός ότι στο κράτος μέλος αυτό δεν παράγεται ζάχαρη. Αναφέρεται μόνον, γενικώς, ότι οι πλεονάζουσες ποσότητες προκύπτουν από την αύξηση της παραγωγής, με προσθήκη των εισαγωγών και αφαίρεση των εξαγωγών για το διάστημα από 1ης Μαΐου 2003 έως 30 Απριλίου 2004, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ίδιας αυτής ποσότητας κατά το ίδιο διάστημα των τριών προηγούμενων ετών.

174    Η διατύπωση αυτή δεν αφήνει να εννοηθεί ότι οι πλεονάζουσες ποσότητες υπολογίστηκαν, ως προς την Κύπρο, βάσει δήθεν της αυξήσεως της εθνικής παραγωγής, αλλ’ απλώς περιγράφει τον βασικό κανόνα που εφάρμοσε η Επιτροπή για τον υπολογισμό των πλεοναζουσών ποσοτήτων. Η μόνη λογικά συνεκτική ερμηνεία της διατύπωσης αυτής είναι ότι οι πλεονάζουσες ποσότητες υπολογίζονται βάσει της αυξήσεως της παραγωγής, με προσθήκη της αυξήσεως των εισαγωγών και αφαίρεση της αυξήσεως των εξαγωγών. Πάντως, ο κανόνας αυτός μπορεί κάλλιστα να εφαρμοστεί στην περίπτωση κράτους μέλους που δεν έχει παραγωγή ζάχαρης, καθώς στην περίπτωση αυτή η αύξηση της παραγωγής είναι μηδενική.

175    Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε στην πλεονάζουσα ποσότητα που υπολόγισε για την Κυπριακή Δημοκρατία ποσότητα προερχόμενη από αύξηση της παραγωγής. Αντιθέτως, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή ανέκαθεν λαμβάνει ως δεδομένο ότι η Κύπρος δεν έχει παραγωγή ζάχαρης.

176    Η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει, δεύτερον, ότι μέρος της περιλαμβανόμενης στην πλεονάζουσα ποσότητα ζάχαρης δεν εισήχθη χάριν κερδοσκοπίας. Συγκεκριμένα, επισημαίνει ότι η τάση αυξήσεως των αποθεμάτων ετησίως παρατηρείται πολύ πριν τη διεύρυνση.

177    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Συγκεκριμένα, η υπολογισθείσα ως προς την Κυπριακή Δημοκρατία πλεονάζουσα ποσότητα υπερβαίνει τους 40 000 τόνους. Κατά συνέπεια η ετήσια αύξηση κατά περίπου 20 %, για την οποία κάνει λόγο η Κυπριακή Δημοκρατία, ουδόλως μπορεί να εξηγήσει τη διαπιστωθείσα από την Επιτροπή αύξηση των αποθεμάτων μεταφοράς κατά 984 %.

178    Η Κυπριακή Δημοκρατία ισχυρίζεται, επίσης, ότι, κατά την περίοδο εμπορίας 2003/2004, συστάθηκε στο έδαφός της νέα εταιρία, η οποία εισήγαγε 2 041 τόνους ζάχαρης.

179    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 60/2004, η Επιτροπή πρέπει, βεβαίως, να λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες δημιουργίας των αποθεμάτων. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι τα αποθέματα των νέων εταιριών δεν πρέπει να συνυπολογίζονται κατά τον προσδιορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας του αντίστοιχου κράτους μέλους.

180    Συγκεκριμένα, αν γινόταν δεκτή η ερμηνεία αυτή, η εμφάνιση πολλών νέων επιχειρήσεων στην αγορά θα συνεπαγόταν τεράστια αύξηση των αποθεμάτων μεταφοράς, χωρίς η Επιτροπή να μπορεί να επιβάλει την απόσυρσή τους από την αγορά.

181    Σε μια τέτοια περίπτωση, τα εν λόγω αποθέματα θα μπορούσαν να διατεθούν στη διευρυμένη κοινοτική αγορά, με κίνδυνο διαταράξεως της ΚΟΑ της ζάχαρης, σε βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού και των ίδιων των παραγωγών. Εξάλλου, θα καταστρατηγούνταν ο σαφής κανόνας του παραρτήματος IV, σημείο 4, της Πράξεως Προσχωρήσεως, ο οποίος επιβάλλει οι πλεονάζουσες ποσότητες να αποσύρονται με δαπάνη των νέων κρατών μελών.

182    Κατά μείζονα λόγο, ο κίνδυνος αυτός υφίσταται λόγω της μεγάλης διαφοράς μεταξύ της κοινοτικής τιμής της ζάχαρης και της τιμής του προϊόντος αυτού στη διεθνή αγορά. Η διαφορά αυτή αποτελεί ενδεχομένως κίνητρο για ορισμένες εταιρίες και επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται σε αγορές παραπλήσιες με την αγορά της ζάχαρης ή διαθέτουν ανάλογες υποδομές αποθήκευσης να εισέλθουν στην αγορά αυτή, εφόσον είναι βέβαιον ότι, ως νέες επιχειρήσεις, θα αποφύγουν τον συνυπολογισμό του αποθέματός τους στις πλεονάζουσες ποσότητες τους κράτους όπου είναι εγκατεστημένες και δεν θα τους επιβληθεί υποχρέωση αποσύρσεως.

183    Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η Επιτροπή, μπορεί μεν να λάβει υπόψη της την ύπαρξη νέας επιχείρησης στην αγορά και, ενδεχομένως, να μην συμπεριλάβει, εν όλω ή εν μέρει, στον υπολογισμό των πλεοναζουσών ποσοτήτων για το αντίστοιχο κράτος μέλος τις ποσότητες της επιχείρησης αυτής, εφόσον κρίνει ότι η εν λόγω ποσότητα προέκυψε από συνήθη και όχι κερδοσκοπική αύξηση του τομέα της ζάχαρης του συγκεκριμένου κράτους μέλους, πλην όμως δεν είναι υποχρεωμένη να αποκλείει εξαρχής, από τον υπολογισμό των πλεοναζουσών ποσοτήτων, κάθε παραγόμενη ή εισαγόμενη από τη νέα επιχείρηση ποσότητα.

184    Επομένως, το επιχείρημα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι απορριπτέο κατά το μέτρο που αυτή προσάπτει στην Επιτροπή μόνον ότι δεν έπρεπε να συνυπολογίσει τις ποσότητες που εισήγαγε στην Κυπριακή αγορά μια νέα επιχείρηση, μόνο και μόνον επειδή η επιχείρηση αυτή είχε μόλις αρχίσει τη δραστηριότητά της στην αγορά.

185    Ως εκ περισσού, τονίζεται ότι, κατά την Κυπριακή Δημοκρατία, η εισαχθείσα από την εν λόγω επιχείρηση ποσότητα είναι ελάχιστη σε σύγκριση με την πλεονάζουσα ποσότητα που υπολόγισε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί σε λίγο περισσότερο από το 1/20 της συνολικής πλεονάζουσας ποσότητας που υπολογίστηκε ως προς την Κυπριακή Δημοκρατία.

186    Τρίτον, πρέπει να εξεταστεί η αιτίαση περί ανεπαρκούς αιτιολογίας.

187    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να εμφαίνει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 78 ανωτέρω, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

188    Η απαίτηση αυτή πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 78 ανωτέρω, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

189    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο αν τα κράτη μέλη έχουν μετάσχει ενεργά στη διαδικασία καταρτίσεως της επίδικης πράξεως και, επομένως, γνωρίζουν τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η πράξη αυτή (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1993, C‑54/91, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑3399, σκέψη 10, και της 17ης Οκτωβρίου 1995, C‑478/93, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I‑3081, σκέψη 50).

190    Η αιτιολογία του κανονισμού 832/2005 περιλαμβάνεται ως επί το πλείστον στις πέντε πρώτες αιτιολογικές σκέψεις αυτού.

191    Στην πρώτη και στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 832/2005 υπενθυμίζεται, αντιστοίχως, ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 60/2004, οι πλεονάζουσες ποσότητες αποσύρονται από την αγορά με δαπάνη των νέων κρατών μελών και ότι, κατά το άρθρο 8 παράγραφος 2 του κανονισμού 60/2004, για τον καθορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας, τα νέα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με τις ποσότητες που έχουν παραχθεί, καταναλωθεί, αποθηκευτεί, εξαχθεί και εισαχθεί, καθώς και στοιχεία σχετικά με το σύστημα προσδιορισμού της πλεονάζουσας ποσότητας.

192    Στην τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 832/2005 διατυπώνεται ο βασικός κανόνας που εφαρμόζει η Επιτροπή κατά τον υπολογισμό των πλεοναζουσών ποσοτήτων για κάθε νέο κράτος μέλος. Κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, θεωρείται εν γένει ότι η πλεονάζουσα ποσότητα ζάχαρης προκύπτει από την αύξηση της παραγωγής με προσθήκη των εισαγωγών και αφαίρεση των εξαγωγών για το διάστημα από 1ης Μαΐου 2003 έως 30 Απριλίου 2004, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ίδιας αυτής ποσότητας κατά το ίδιο διάστημα των τριών προηγούμενων ετών. Διευκρινίζεται, ακόμη, ότι ελήφθησαν υπόψη οι ειδικές περιστάσεις δημιουργίας των αποθεμάτων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 60/2004, ιδίως η μείωση των αποθεμάτων κατά το διάστημα αυτό.

193    Κατά την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 832/2005, βάσει των στοιχείων που έχουν κοινοποιήσει τα νέα κράτη μέλη, πλεονάζουσα ποσότητα ζάχαρης πρέπει να καθοριστεί, σύμφωνα με τη διαλαμβανόμενη στην τρίτη αιτιολογική σκέψη μέθοδο, μόνο για τη Δημοκρατία της Εσθονίας, την Κυπριακή Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Λεττονίας, τη Δημοκρατία της Μάλτας και τη Σλοβακική Δημοκρατία.

194    Τέλος, στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 832/2005 τονίζεται ότι η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται και για τον προσδιορισμό της πλεονάζουσας ποσότητας ισογλυκόζης και φρουκτόζης.

195    Η προπαρατεθείσα αιτιολογία καλύπτει τις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ, λαμβανομένου, ιδίως, υπόψη του ότι ο κανονισμός 832/2005 αφορά ειδικώς κράτη μέλη τα οποία μετέσχον στη διαδικασία εκδόσεώς του και ενημερώθηκαν επανειλημμένως σχετικά με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληγε η Επιτροπή βάσει των στοιχείων που της κοινοποιούσαν τα εν λόγω κράτη μέλη.

196    Συγκεκριμένα, στον κανονισμό 832/2005, η Επιτροπή παραθέτει με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους τον εξέδωσε, καθώς και τον τρόπο υπολογισμού της πλεονάζουσας ποσότητας ως προς κάθε νέο κράτος μέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1. Βεβαίως, ο κανονισμός αυτός δεν περιλαμβάνει τους διαφόρους υπολογισμούς κατόπιν των οποίων η Επιτροπή προσδιόρισε την πλεονάζουσα ποσότητα βάσει των στοιχείων που της κοινοποίησαν τα νέα κράτη μέλη, καθώς και, ενδεχομένως, βάσει στοιχείων συλλεγέντων από αρμόδια κοινοτικά όργανα, όπως η Eurostat (Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων). Ωστόσο, από τη δικογραφία και, ιδίως, από έγγραφο που εξετάστηκε κατά τη συνεδρίαση της αρμόδιας για τη ζάχαρη επιτροπής διαχείρισης της 19ης Μαΐου 2005, προκύπτει ότι οι υπολογισμοί αυτοί περιλαμβάνονται σε πολλά έγγραφα, τα οποία τέθηκαν υπόψη των νέων κρατών μελών και τροποποιήθηκαν κατόπιν παρατηρήσεών τους.

197    Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη είχαν επαρκή γνώση των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή προσδιόρισε τις προς απόσυρση πλεονάζουσες ποσότητες. Επιπλέον, ο κανονισμός 832/2005 περιέχει επίσης τα απαραίτητα στοιχεία, ώστε τα εν λόγω κράτη μέλη να είναι σε θέση να εκτιμήσουν αν ο υπολογισμός αυτός είναι απόρροια πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Οκτωβρίου 1984, 185/83, Interfacultair Instituut Electronenmicroscopie der Rijksuniversiteit te Groningen, Συλλογή 1984, σ. 3623, σκέψη 39).

198    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο συγκεκριμένος λόγος είναι εξ ολοκλήρου απορριπτέος.

 Επί του δεύτερου λόγου, που αφορά την παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

199    Η Κυπριακή Δημοκρατία φρονεί ότι ο κανονισμός 832/2005 κατατείνει στην εφαρμογή των κανονισμών 60/2004 και 651/2005 επί περιστάσεων προγενέστερων της ενάρξεως ισχύος τους και, κατά συνέπεια, παραβιάζει την αρχή της μη αναδρομικότητας των νόμων.

200    Η Επιτροπή θεωρεί τον συγκεκριμένο λόγο απορριπτέο.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

201    Με τον συγκεκριμένο λόγο, η Κυπριακή Δημοκρατία συνοψίζει και επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τα επιχειρήματα που είχε προβάλει προς στήριξη του λόγου που επικαλέστηκε στο πλαίσιο της ενστάσεώς της περί ελλείψεως νομιμότητας, σύμφωνα με τον οποίον η Επιτροπή, εκδίδοντας τον κανονισμό 60/2004, παραβίασε την αρχή της μη αναδρομικότητας. Συνεπώς, ο υπό εξέταση λόγος είναι απορριπτέος βάσει του ίδιου σκεπτικού.

 Επί των πρόσθετων λόγων που προβάλλει η Δημοκρατία της Εσθονίας

1.     Επί του παραδεκτού

202    Η Επιτροπή φρονεί ότι οι πρόσθετοι λόγοι που προβάλλει η Δημοκρατία της Εσθονίας τροποποιούν το πλαίσιο της διαφοράς και είναι, ως εκ τούτου, απαράδεκτοι.

203    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στο Πρωτοδικείο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, και το άρθρο 116, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο παρεμβαίνων έχει το δικαίωμα να προβάλει αυτοτελώς όχι μόνον επιχειρήματα, αλλά και ισχυρισμούς, καθόσον αυτοί υποστηρίζουν τα αιτήματα ενός από τους κύριους διαδίκους και παρουσιάζουν κάποια συνάφεια προς τους ισχυρισμούς που αποτελούν τη βάση της ένδικης διαφοράς, όπως αυτή διαμορφώθηκε μεταξύ του προσφεύγοντος και του καθού, πράγμα που θα συνεπαγόταν τροποποίηση του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑171/02, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2123, σκέψη 152).

204    Πάντως, οι προβληθέντες από τη Δημοκρατία της Εσθονίας πρόσθετοι λόγοι, σχετικά με παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας, καθώς και με παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, δεν παρουσιάζουν καμία συνάφεια προς τους ισχυρισμούς που αναπτύχθηκαν προς στήριξη των λόγων που προέβαλε η Κυπριακή Δημοκρατία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, σχετικά, αφενός, με παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, πλάνη εκτιμήσεως και ανεπαρκή αιτιολογία και, αφετέρου, με παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας. Συνεπώς, η Δημοκρατία της Εσθονίας δεν νομιμοποιείται ως παρεμβαίνουσα να επικαλεστεί τους λόγους αυτούς.

205    Τονίζεται, πάντως, ότι η παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας αποτελεί λόγο που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.

206    Συγκεκριμένα, η μη τήρηση διαδικαστικών κανόνων κατά την έκδοση μιας πράξεως συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα κοινοτικά δικαστήρια (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2007, T‑113/05, Angelidis κατά Κοινοβουλίου, μη δημοσιευθείσα, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

207    Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν η έκδοση του κανονισμού 832/2005 συνιστά παραβίαση της αρχής της συλλογικότητας.

2.     Επί της παραβιάσεως της αρχής της συλλογικότητας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

208    Η Δημοκρατία της Εσθονίας προβάλλει ότι, στις 20 Απριλίου 2005, η ολομέλεια της Επιτροπής (στο εξής: ολομέλεια) εξουσιοδότησε τρία από τα μέλη της, περιλαμβανομένης της αρμοδίας για τη γεωργία και την αγροτική ανάπτυξη Επιτρόπου M. Fischer Boel, να καταρτίσουν τον κανονισμό 832/2005, με την επιφύλαξη της διατυπώσεως αρνητικής γνώμης μιας επιτροπής, πράγμα που τα εν λόγω μέλη έπραξαν χωρίς να συμβουλευθούν την ολομέλεια. Δεδομένου, όμως, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αρχή της συλλογικότητας παραβιάζεται αν δεν αποφανθεί η ολομέλεια της Επιτροπής επί της αιτιολογίας διοικητικής αποφάσεως στον τομέα του ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 1994, C‑137/92 P, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. I‑2555, σκέψεις 63 επ.) και ότι οι πράξεις που επηρεάζουν τη νομική κατάσταση του αποδέκτη πρέπει να εξετάζονται και να καταρτίζονται από την ολομέλεια (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑191/95, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1998, σ. I‑5449, σκέψεις 39 επ.), η αρχή αυτή έχει παραβιαστεί κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, διότι ο κανονισμός 832/2005 έχει κανονιστικό χαρακτήρα και η ολομέλεια δεν μετέσχε στην κατάρτιση όχι μόνον του τελικού κειμένου, αλλά ούτε και του σχεδίου.

209    Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η ολομέλεια έπρεπε μόνο να εγκρίνει το ουσιαστικό περιεχόμενο του κανονισμού 832/2005 και όχι τη διατύπωσή του, η αρχή της συλλογικότητας έχει παραβιαστεί. Συγκεκριμένα, από τα πρακτικά της συνεδριάσεως της 20ής Απριλίου 2005 και από τα προσκομισθέντα έγγραφα προκύπτει ότι η ολομέλεια δεν αποφάσισε σχετικά με το περιεχόμενο του εν λόγω κανονισμού, δεδομένου ότι η ανακοίνωση που παρουσιάστηκε από τη Μ. Fischer Boel στην ολομέλεια και εγκρίθηκε από αυτή (στο εξής: ανακοίνωση της M. Fischer Boel) δεν περιείχε κανένα αριθμητικό στοιχείο. Εξάλλου, η εξουσία εκτιμήσεως που δόθηκε στους εντολοδόχους επιβεβαιώνεται και από το συνημμένο στην εν λόγω ανακοίνωση έγγραφο μεθοδολογίας της Επιτροπής, το οποίο περιείχε ασαφείς μόνον οδηγίες σχετικά με τον υπολογισμό των πλεοναζουσών ποσοτήτων ζάχαρης. Εν κατακλείδι, στην Επίτροπο Μ. Fischer Boel ανατέθηκε, χωρίς κανένα περιορισμό, εντολή να αποφασίσει ποια ακριβώς ποσότητα ζάχαρης πρέπει να αποσυρθεί

210    Κατά την Επιτροπή, ο συγκεκριμένος λόγος είναι απορριπτέος.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

211    Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή λειτουργεί με βάση την αρχή της συλλογικότητας (απόφαση Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., σκέψη 208 ανωτέρω, σκέψη 62). Ρητή αναφορά στην αρχή αυτή γίνεται στο άρθρο 217, παράγραφος 1, ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με τη Συνθήκη της Νίκαιας, το οποίο ορίζει ότι η Επιτροπή εργάζεται υπό την πολιτική καθοδήγηση του Προέδρου της, ο οποίος αποφασίζει σχετικά με την εσωτερική οργάνωσή της προκειμένου να διασφαλίζονται η συνοχή, η αποτελεσματικότητα και η συλλογικότητα της δράσης της.

212    Κατά πάγια νομολογία, η εν λόγω αρχή απορρέει από το άρθρο 219 ΕΚ, το οποίο ορίζει ότι η Επιτροπή αποφασίζει με την πλειοψηφία του αριθμού των μελών που προβλέπεται στο άρθρο 213 ΕΚ και συνεδριάζει εγκύρως όταν είναι παρόντα όσα μέλη απαιτούνται από τον εσωτερικό κανονισμό της. Η αρχή της συλλογικότητας βασίζεται στην ισότητα των μελών της Επιτροπής κατά τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων και συνεπάγεται, ιδίως, αφενός, ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού και, αφετέρου, ότι όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου ευθύνονται συλλογικά, σε πολιτικό επίπεδο, για όλες τις λαμβανόμενες αποφάσεις (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 23ης Σεπτεμβρίου 1986, 5/85, AKZO Chemie και AKZO Chemie UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2585, σκέψη 30, και απόφαση Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., σκέψη 208 ανωτέρω, σκέψη 63).

213    Πάντως, η κατ’ εξουσιοδότηση λήψη διαχειριστικών ή διοικητικών μέτρων είναι συμβατή με την αρχή της συλλογικότητας.

214    Συγκεκριμένα, το σύστημα της εξουσιοδοτήσεως, περιοριζόμενο σε καθορισμένες κατηγορίες διοικητικής και διαχειριστικής φύσεως πράξεων, αποκλειομένων έτσι των αποφάσεων αρχής, φαίνεται αναγκαίο λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των πράξεων με χαρακτήρα αποφάσεως που καλείται να λάβει η Επιτροπή προς εκπλήρωση των καθηκόντων της (απόφαση AKZO Chemie και AKZO Chemie UK κατά Επιτροπής, σκέψη 212 ανωτέρω, σκέψη 37, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Απριλίου 1995, T‑442/93, AAC κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1329, σκέψη 84).

215    Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν ο κανονισμός 832/2005 μπορεί να χαρακτηριστεί ως μέτρο διαχειριστικής ή διοικητικής φύσεως ή, αντιθέτως, απόφαση αρχής.

216    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, παρά τον κανονιστικό χαρακτήρα του, ο κανονισμός 832/2005 αποσκοπεί μόνο στον καθορισμό των πλεοναζουσών ποσοτήτων ως προς ορισμένα νέα κράτη μέλη, σύμφωνα με τη σχετική διαδικασία του κανονισμού 60/2004, προς εκτέλεση του οποίου έχει εκδοθεί. Η διενέργεια αυτού του υπολογισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί απόφαση αρχής.

217    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει συνδυαστικά από τις σκέψεις 12 έως 16 ανωτέρω, τα της πλεονάζουσας ποσότητας και της μεθόδου καθορισμού της από την Επιτροπή ορίζονται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 60/2004, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 651/2005. Η υποχρέωση, καθώς και οι συγκεκριμένοι τρόποι αποσύρσεως της κατά τα ανωτέρω υπολογιζόμενης πλεονάζουσας ποσότητας προβλέπονται από το άρθρο 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 60/2004, και όχι από τον κανονισμό 832/2005. Τέλος, οι συνέπειες που επισύρει για τα νέα κράτη μέλη η μη εκπλήρωση των επιβαλλομένων υποχρεώσεων περιγράφονται στο άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 60/2004.

218    Όλα αυτά τα ζητήματα αρχής έχουν, επομένως, ρυθμιστεί στο πλαίσιο του τροποποιημένου κανονισμού 60/2004, ενώ αντικείμενο του κανονισμού 832/2005, ο οποίος είναι παρακολούθημα του κανονισμού 60/2004, είναι μόνον ένας, πολύπλοκος έστω, υπολογισμός.

219    Πρέπει να προστεθεί ότι, κατά τη συνεδρίαση της 20ής Απριλίου 2005, η ολομέλεια εξουσιοδότησε τρία από τα μέλη της να πραγματοποιήσουν τον προαναφερθέντα υπολογισμό, χωρίς, όμως, να τους δώσει τη δυνατότητα να λάβουν νέες αποφάσεις αρχής ή να επανεξετάσουν τη δυνατότητα εφαρμογής των περιλαμβανομένων στον κανονισμό 60/2004 αποφάσεων αρχής, όπως προκύπτει από το πρακτικό της 1698ης συνεδριάσεως της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2005.

220    Συγκεκριμένα, κατά την προαναφερθείσα συνεδρίαση, η ολομέλεια ενέκρινε, καταρχάς, την ανακοίνωση της M. Fischer Boel. Πάντως, σύμφωνα με τη συνημμένη στην ανακοίνωση και εγκεκριμένη από την ολομέλεια μεθοδολογία, όχι μόνο δεν επιτράπηκε στα εξουσιοδοτημένα για την κατάρτιση του κανονισμού 832/2005 μέλη να αποκλίνουν από ρυθμισθέντα με τον κανονισμό 60/2004 ζητήματα αρχής, αλλ’ επιπλέον περιορίσθηκε το περιθώριο της αποφασιστικής αρμοδιότητάς τους. Ειδικότερα, η συγκεκριμένη μεθοδολογία αναπτύσσει τα προβλεπόμενα στον κανονισμό 60/2004 κριτήρια καθορισμού των πλεοναζουσών ποσοτήτων και θεσπίζει σαφή κανόνα, σύμφωνα με τον οποίον οι πλεονάζουσες ποσότητες προκύπτουν από τις διακυμάνσεις της παραγωγής, με προσθήκη των διακυμάνσεων των εισαγωγών και αφαίρεση των διακυμάνσεων των εξαγωγών κατά το διάστημα μεταξύ του Μαΐου του 2003 και του Απριλίου 2004, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μέσους όρους του ίδιου διαστήματος των τριών προηγουμένων ετών.

221    Η προαναφερθείσα μεθοδολογία εντάσσεται στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 60/2004, κατά το οποίο η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της τις συνθήκες δημιουργίας των αποθεμάτων. Συγκεκριμένα, στο σημείο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, τρίτο εδάφιο, του συνημμένου στην ανακοίνωση της M. Fischer Boel εγγράφου μεθοδολογίας γίνεται λόγος για ορισμένη ελαστικότητα όσον αφορά τον καθορισμό του κανονισμού αποθέματος μεταφοράς. Πάντως, η αναφορά αυτή δεν έχει την έννοια ότι δόθηκε στα εξουσιοδοτημένα μέλη της Επιτροπής η δυνατότητα να υπολογίσουν τις πλεονάζουσες ποσότητες ορισμένων κρατών μελών κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που προβλέπει ο κανονισμός 60/2004. Τους επιτράπηκε μόνο να αξιολογήσουν τα κοινοποιηθέντα από τα κράτη μέλη αριθμητικά στοιχεία με ορισμένη ελαστικότητα, ώστε η εκτίμηση των υφιστάμενων αποθεμάτων να γίνει εντός του οικείου πλαισίου και να μη ληφθούν, έτσι, υπόψη πλεονάζουσες ποσότητες των οποίων η σώρευση μπορεί να εξηγηθεί από λόγους άσχετους προς την κερδοσκοπία ενόψει της προσχωρήσεως των κρατών αυτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

222    Εξάλλου, με την ανακοίνωση της M. Fischer Boel δίδεται διεξοδική απάντηση στα επιχειρήματα που προέβαλε η Δημοκρατία της Εσθονίας, επιχειρώντας να αποδείξει ότι τα αποθέματά της δημιουργήθηκαν υπό συνθήκες που επιβάλλουν την εκ νέου αξιολόγηση των συγκεκριμένων ποσοτήτων βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 60/2004, ζήτημα το οποίο, ούτως ή άλλως, δεν έχει σχέση με τη νομιμότητα του κανονισμού 832/2005 έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας.

223    Εξάλλου, τα εξουσιοδοτημένα μέλη της Επιτροπής μπορούσαν μεν, βάσει της εξουσιοδοτήσεώς τους, να έρθουν κατόπιν σε επαφή με τα νέα κράτη μέλη, ώστε να επανεξετάσουν τα σχετικά επιχειρήματά τους, πλην όμως η ολομέλεια επιφυλάχθηκε να λάβει η ίδια την τελική απόφαση, εφόσον τούτο απαιτείτο, ήτοι σε περίπτωση που θα έπρεπε να ακολουθηθεί διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με αυτή που προτείνεται στην ανακοίνωση της M. Fischer Boel. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπήρξε τέτοια διαφοροποίηση.

224    Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή πρέπει, τηρουμένης της αρχής της συλλογικότητας, να έχει τη δυνατότητα να αναθέτει στα μέλη της τη διενέργεια υπολογισμών, όσο πολύπλοκοι και αν είναι αυτοί, προκειμένου να προσδιορισθούν οι υφιστάμενες στο έδαφος ορισμένων κρατών μελών ποσότητες ενός γεωργικού προϊόντος, διότι, διαφορετικά, κινδυνεύει να περιέλθει σε αδυναμία να διαχειριστεί αποτελεσματικά την κοινή γεωργική πολιτική, η οποία απαιτεί ταυτόχρονη και ταχεία επεξεργασία στοιχείων σχετικών με την παραγωγή, τα αποθέματα και άλλες παραμέτρους που προκύπτουν από υπολογισμούς όπως οι διενεργούμενοι στο πλαίσιο του κανονισμού 832/2005.

225    Κατά συνέπεια ο παρών λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος. Συνεπώς, η προσφυγή στο πλαίσιο της υποθέσεως T-316/05 είναι εξ ολοκλήρου απορριπτέα.

 Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως του κανονισμού 651/2005 στην υπόθεση T‑300/2005

226    Στο πλαίσιο αυτής της προσφυγής, η Κυπριακή Δημοκρατία αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, τη νομιμότητα του κανονισμού 651/2005, με το σκεπτικό ότι καθιστά υποχρεωτικά ως προς αυτή τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό 60/2004 μέτρα, τα οποία ουδέποτε είχαν εφαρμοστεί πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού 651/2005 και θεωρούνται παράνομα από την Κυπριακή Δημοκρατία.

I –  Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

227    Η Επιτροπή φρονεί ότι τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό 60/2004 μέτρα, εφόσον δεν προσβλήθηκαν εντός της προθεσμίας του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, έχουν καταστεί απρόσβλητα έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη καθόσον αμφισβητείται η νομιμότητα των μέτρων αυτών.

228    Η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει ότι η δίμηνη προθεσμία του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ άρχισε, ως προς τον κανονισμό 60/2004, από την ημερομηνία δημοσιεύσεώς του, στις 15 Ιανουαρίου 2004, και έληξε προτού αυτή αποκτήσει την ιδιότητα του κράτους μέλους. Υποστηρίζει ότι, βάσει της Συνθήκης και της Πράξεως Προσχωρήσεως, τα νέα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να ασκήσουν προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ πριν την προσχώρησή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την 1η Μαΐου 2004, και η εν λόγω δίμηνη προθεσμία δεν υπολογίζεται, ως προς τα νέα κράτη μέλη, από την ημερομηνία προσχωρήσεως όσον αφορά πράξεις που έχουν εκδοθεί δυνάμει των μεταβατικών διατάξεων της Πράξεως Προσχωρήσεως. Επομένως, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορούσε να προσφύγει κατά του κανονισμού 60/2004, ο οποίος δεν έχει καταστεί απρόσβλητος έναντι αυτής.

229    Εξάλλου, ο κανονισμός 651/2005 αποτελεί πράξη δυνάμενη να προσβληθεί με προσφυγή, διότι παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και εκδόθηκε μετά από επανεξέταση της νομικής καταστάσεως των αποδεκτών του. Συγκεκριμένα, μια πράξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επιβεβαιωτικό απλώς χαρακτήρα, εφόσον τροποποιεί προηγούμενες πράξεις ή περιέχει νέα στοιχεία σε σχέση με αυτές (απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Νοεμβρίου 1990, Τ‑4/90, Lestelle κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. ΙΙ‑689, σκέψη 24).

230    Προς στήριξη της απόψεώς της ότι ο κανονισμός 651/2005 μεταβάλλει τη νομική κατάστασή της, η Κυπριακή Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, κατά τον κανονισμό 60/2004, η Επιτροπή έπρεπε να προσδιορίσει, το αργότερο στις 31 Οκτωβρίου 2004, την πλεονάζουσα ποσότητα για κάθε νέο κράτος μέλος. Επομένως, μετά την ημερομηνία αυτή, δεν μπορούσε πλέον να προβεί στον προσδιορισμό αυτόν δυνάμει του κανονισμού 60/2004, αλλ’ απέκτησε εκ νέου την αρμοδιότητα αυτή δυνάμει του κανονισμού 651/2005.

231    Προς στήριξη της απόψεώς της ότι της εκδόσεως του κανονισμού 651/2005 προηγήθηκε επανεξέταση της καταστάσεως των αποδεκτών του, η Κυπριακή Δημοκρατία παραπέμπει στην απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 1996, T-330/94, Salt Union Ltd κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. II-1475, σκέψεις 25 και 26), με την οποία κρίθηκε ότι η πρωτοβουλία της Επιτροπής να συναντηθεί με τους αποδέκτες της πράξεως συνιστά επανεξέταση της καταστάσεώς τους, παρά το γεγονός ότι από τη συνάντηση δεν προέκυψαν νέα στοιχεία. Η Κυπριακή Δημοκρατία φρονεί, συναφώς, ότι από το πρακτικό της συνεδριάσεως της αρμόδιας για τη ζάχαρη επιτροπής διαχείρισης προκύπτει ότι οι διατάξεις του κανονισμού 60/2004 επανεξετάστηκαν κατά τη συνεδρίαση που είχε ως αντικείμενο την κατάρτιση του κανονισμού 651/2005. Συγκεκριμένα, πολλά από τα νέα κράτη μέλη υποστήριξαν ότι οι χρηματοοικονομικές κυρώσεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 651/2005 δεν πρέπει να υπολογίζονται βάσει της υψηλότερης επιστροφής. Ομοίως, η Δημοκρατία της Λεττονίας πρότεινε τη μεταποίηση ως συμπληρωματικό τρόπο αποσύρσεως των πλεοναζουσών ποσοτήτων. Τέλος, η Δημοκρατία της Πολωνίας αντιτάχθηκε στα προταθέντα μεταβατικά μέτρα, προβάλλοντας ότι αυτά παραβιάζουν τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου.

232    Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Κυπριακή Δημοκρατία προέβαλε ότι, βάσει της συλλογιστικής στην οποία στηρίζεται η απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 2007, C‑299/05, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I‑8695), η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

233    Είναι, καταρχάς, απορριπτέα η άποψη της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι ο κανονισμός 60/2004 δεν έχει καταστεί απρόσβλητος έναντι αυτής.

234    Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, οι προσφυγές «ασκούνται εντός δύο μηνών, υπολογιζομένων […] από τη δημοσίευση της πράξεως […] ή, ελλείψει δημοσιεύσεως […], από την ημέρα κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως». Από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι το κριτήριο της ημερομηνίας κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως ως σημείου αφετηρίας της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής έχει δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με τα κριτήρια της δημοσιεύσεως ή της κοινοποιήσεως της πράξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 1998, C‑122/95, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. I‑973, σκέψη 35).

235    Πρέπει, ακόμη, να τονιστεί ότι η αυστηρή εφαρμογή των κοινοτικών κανονιστικών διατάξεων σχετικά με τις δικονομικές προθεσμίες ανταποκρίνεται στην απαίτηση για ασφάλεια δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση ή αυθαίρετη μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης (διάταξη του Δικαστηρίου της 5ης Φεβρουαρίου 1992, C‑59/91, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑525, σκέψη 8, απόφαση Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., σκέψη 208 ανωτέρω, σκέψη 40· διατάξεις του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1998, C‑239/97, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2655, σκέψη 7, και της 17ης Μαΐου 2002, C‑406/01, Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑4561, σκέψη 20). Εξάλλου, η αυστηρή τήρηση των δικονομικών προθεσμιών ανταποκρίνεται στην απαίτηση για ορθή απονομή της δικαιοσύνης και οικονομία της διαδικασίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑310/97 P, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I‑5363, σκέψη 61). Τέλος, η εκπρόθεσμη άσκηση προσφυγής αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως (απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 1980, 108/79, Belfiore κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/II, σ. 233, σκέψη 3).

236    Εν προκειμένω, ο κανονισμός 60/2004 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 15 Ιανουαρίου 2004. Επομένως, η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής υπολογίζεται από την ημερομηνία αυτή.

237    Κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, «όταν η αφετηρία προθεσμίας προσδιοριζόμενης σε ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή έτη αποτελεί ο χρόνος επελεύσεως ενός γεγονότος ή διενέργειας μιας πράξεως, η ημέρα κατά την οποία λαμβάνει χώρα το γεγονός ή διενεργείται η πράξη δεν υπολογίζεται στην προθεσμία». Επιπλέον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 102, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά πράξεως οργάνου αρχίζει από τη δημοσίευση της πράξεως, η προθεσμία αυτή υπολογίζεται, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, από το τέλος της δεκάτης τετάρτης ημέρας από τη δημοσίευση της πράξεως στην Επίσημη Εφημερίδα. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, η δίμηνη προθεσμία ασκήσεως προσφυγής άρχισε από τα μεσάνυχτα της 29ης Ιανουαρίου 2004.

238    Εξάλλου, το άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι μια υπολογιζόμενη σε μήνες προθεσμία λήγει με την παρέλευση της ημέρας του τελευταίου μήνα η οποία φέρει την ίδια ημερομηνία με την ημέρα κατά την οποία συντελέστηκε το γεγονός ή διενεργήθηκε η πράξη που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας. Η επίμαχη, εν προκειμένω, προθεσμία ασκήσεως προσφυγής παρήλθε, συνεπώς, τα μεσάνυχτα της 29ης Μαρτίου 2004.

239    Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της προβλεπόμενης από το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας παρεκτάσεως των δικονομικών προθεσμιών λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή, η συνολική προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά του κανονισμού 60/2004 παρήλθε τα μεσάνυχτα της 8ης Απριλίου 2004.

240    Η Κυπριακή Δημοκρατία κατέθεσε την προσφυγή της κατά του κανονισμού 651/2005 στις 21 Ιουλίου 2005. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε ενώ τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό 60/2004 μέτρα είχαν καταστεί απρόσβλητα έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας, της οποίας τα επιχειρήματα δεν αναιρούν τη διαπίστωση αυτή.

241    Συγκεκριμένα, αν τα επιχειρήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το κράτος αυτό θεωρούσε ότι έπρεπε να αποκτήσει την ιδιότητα του κράτους μέλους για να μπορεί να ασκήσει την προσφυγή της, τονίζεται ότι η προθεσμία του άρθρου 230 ΕΚ είναι γενικής ισχύος. Δεν απαιτεί να έχει η Κυπριακή Δημοκρατία την ιδιότητα του κράτους μέλους. Η προθεσμία αυτή ισχύει, σε κάθε περίπτωση, για την Κυπριακή Δημοκρατία λόγω της ιδιότητάς της ως νομικού προσώπου.

242    Αν τα επιχειρήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι το κράτος αυτό θεωρεί ότι θίγεται το δικαίωμά του αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας εφόσον γίνει δεκτό ότι τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό 60/2004 μέτρα έχουν καταστεί έναντί του απρόσβλητα πριν αποκτήσει την ιδιότητα του κράτους μέλους, τονίζεται ότι το δικαίωμα αυτό ουδόλως θίγεται από την αυστηρή εφαρμογή των κοινοτικών ρυθμίσεων περί δικονομικών προθεσμιών, η οποία ανταποκρίνεται, μεταξύ άλλων, στην επιταγή ασφάλειας δικαίου (διάταξη Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 235 ανωτέρω, σκέψη 20).

243    Εξάλλου, οι προϋποθέσεις ασκήσεως προσφυγής ενώπιον κοινοτικού δικαστηρίου πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, πλην όμως η ερμηνεία αυτή δεν είναι δυνατό να καταλήξει στο να μη λαμβάνεται υπόψη μια ρητώς προβλεπόμενη από τη Συνθήκη προϋπόθεση, χωρίς να υπάρξει υπέρβαση των αρμοδιοτήτων που αυτή αναγνωρίζει στα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 44· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, διάταξη του Δικαστηρίου της 28ης Μαρτίου 2003, C‑75/02 P, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑2903, σκέψη 34).

244    Τέλος, εφόσον τα κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα έχουν συναγάγει ερμηνευτικά από το άρθρο 230, δεύτερο και τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ότι έχουν έννομο συμφέρον προσβολής των προβλεπόμενων στο άρθρο 230, πρώτο εδάφιο, ΕΚ πράξεων όσοι πολίτες δεν είχαν τη δυνατότητα ασκήσεως αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος κατά των εν λόγω πράξεων (βλ., σχετικά, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 1986, 294/83, Les Verts, Συλλογή 1986, σ. 1339, σκέψη 23, της 7ης Ιουλίου 1992, C‑295/90, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑4193, και της 16ης Ιουλίου 1992, C‑65/90, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑4593), το γεγονός ότι η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής άρχισε από τη δημοσίευση του κανονισμού 60/2004 δεν εμπόδιζε την Κυπριακή Δημοκρατία να προσφύγει ενώπιον του Πρωτοδικείου, ζητώντας έλεγχο της νομιμότητας του εν λόγω κανονισμού. Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της, μπορούσε να ασκήσει προσφυγή κατά της πράξεως αυτής δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

245    Συγκεκριμένα, καίτοι τα τρίτα κράτη, περιλαμβανομένων των νέων κρατών μελών πριν από την προσχώρηση, δεν μπορούν να αξιώσουν, από δικονομική άποψη, την ίδια μεταχείριση με αυτήν που το κοινοτικό σύστημα επιφυλάσσει στα κράτη μέλη, εντούτοις έχουν το δικαίωμα να είναι διάδικοι, όπως αυτό αναγνωρίζεται από το εν λόγω σύστημα στα νομικά πρόσωπα (βλ., σχετικά, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Poiares Maduro επί της υποθέσεως στην οποία εκδόθηκε η απόφαση Πολωνία κατά Συμβουλίου, σκέψη 150 ανωτέρω, Συλλογή 2007, σ. I‑8929, I‑8962, σημείο 40).

246    Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τη νομολογία επί του εννόμου συμφέροντος των φορέων αυτοδιοίκησης που δεν έχουν κρατική υπόσταση, σύμφωνα με την οποία σκοπός του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ είναι η παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε όλα τα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, τα οποία αφορούν άμεσα και ατομικά οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων. Συνεπώς, έννομο συμφέρον πρέπει να αναγνωρίζεται δυνάμει αυτού και μόνον του σκοπού, ώστε όλοι όσοι πληρούν τις προβλεπόμενες αντικειμενικές προϋποθέσεις, δηλαδή όσοι έχουν την απαιτούμενη νομική προσωπικότητα και όσοι η προσβαλλόμενη πράξη τους αφορά ατομικά και άμεσα, να έχουν δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως. Η λύση αυτή επιβάλλεται, επίσης, στην περίπτωση που η προσφεύγουσα είναι δημόσια αρχή που πληροί τα κριτήρια αυτά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 1999, T‑288/97, Regione autonoma Friuli-Venezia Giulia κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1871, σκέψη 41· βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Poiares Maduro επί της υποθέσεως στην οποία εκδόθηκε η απόφαση Πολωνία κατά Συμβουλίου, σκέψη 150 ανωτέρω, σημείο 41), καθώς και, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, στην περίπτωση των νέων κρατών μελών πριν την προσχώρησή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

247    Εν προκειμένω, ο κανονισμός 60/2004 αποτελεί, βεβαίως, πράξη γενικής ισχύος και όχι απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ. Ωστόσο, δεν αποκλείεται πράξη γενικής ισχύος να αφορά ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα άμεσα και ατομικά (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 1994, C‑309/89, Codorníu κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I‑1853, σκέψη 19, και απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2001, C‑452/98, Nederlandse Antillen κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. Ι‑8973, σκέψη 55.

248    Κατά πάγια νομολογία, πράξη γενικής ισχύος όπως είναι ο κανονισμός, μπορεί να αφορά ατομικώς φυσικά ή νομικά πρόσωπα μόνον εφόσον τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιοτήτων ή πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει έναντι οποιουδήποτε άλλου προσώπου και εκ του λόγου αυτού τα εξατομικεύει κατά τρόπον ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη της πράξεως κατά την έννοια του άρθρου 249 ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2001, C-451/98, Antillean Rice Mills κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-8949, σκέψη 49, απόφαση Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, σκέψη 243 ανωτέρω, σκέψη 36, και απόφαση της 10ης Απριλίου 2003, C‑142/00 Ρ, Επιτροπή κατά Nederlandse Antillen, Συλλογή 2003, σ. Ι‑3483, σκέψη 65).

249    Τονίζεται, συναφώς, ότι μια κοινοτική πράξη αφορά άμεσα και ατομικά ένα φορέα αυτοδιοίκησης που δεν έχει κρατική υπόσταση όταν τον εμποδίζει ευθέως να ασκήσει τις αρμοδιότητές του όπως αυτός τις εννοεί (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 1998, T‑214/95, Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑717, σκέψη 29, και απόφαση Regione autonoma Friuli-Venezia Giulia κατά Επιτροπής, σκέψη 246 ανωτέρω, σκέψη 31).

250    Η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή και για τα νέα κράτη μέλη πριν από την προσχώρησή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά τις κοινοτικές πράξεις που εκδόθηκαν μετά την εκ μέρους τους υπογραφή της Συνθήκης Προσχωρήσεως.

251    Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι οι διατάξεις του κανονισμού 60/2004 επιβάλλουν στην Κυπριακή Δημοκρατία διαφορετικές υποχρεώσεις, επηρεάζοντας έτσι ευθέως την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.

252    Συγκεκριμένα, η Κυπριακή Δημοκρατία είχε την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 60/2004, να διαθέτει, την 1η Μαΐου 2004, σύστημα προσδιορισμού της πλεονάζουσας ποσότητας ζάχαρης που έχει διατεθεί στο εμπόριο ή παραχθεί, στη φυσική της κατάσταση ή υπό μορφή μεταποιημένων προϊόντων, ισογλυκόζης ή φρουκτόζης, όσον αφορά τις κύριες ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει, εξάλλου, να χρησιμοποιήσει το εν λόγω σύστημα προκειμένου να εξαναγκάσει τις οικείες επιχειρήσεις να αποσύρουν από την αγορά με δαπάνη τους την ποσότητα ζάχαρης ή ισογλυκόζης που έχει οριστεί ως πλεονάζουσα ατομικά ως προς αυτήν. Το άρθρο 7, παράγραφος 1, και το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 60/2004 υποχρεώνουν ακόμη την Κυπριακή Δημοκρατία να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή διάφορα στοιχεία σχετικά με το θεσπισθέν σύστημα και την απόσυρση από την αγορά της προβλεπόμενης από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού πλεονάζουσας ποσότητας.

253    Τέλος, όσον αφορά ορισμένα γεωργικά προϊόντα που τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία πριν από την 1η Μαΐου 2004 στο έδαφός της και, από 1ης Μαΐου 2004, τελούν υπό προσωρινή εναπόθεση ή εμπίπτουν σε ένα από τα τελωνειακά καθεστώτα ή διαδικασίες του άρθρου 4, παράγραφοι 15, στοιχείο β΄, και 16, στοιχεία β΄ και ζ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1996, L 97, σ. 38), εντός της Κοινότητας, ή μεταφέρονται στο εσωτερικό της διευρυμένης Κοινότητας αφού τηρήθηκαν οι διατυπώσεις εξαγωγής, το άρθρο 5 του κανονισμού 60/2004 υποχρεώνει την Κυπριακή Δημοκρατία να επιβάλει στα εν λόγω προϊόντα επιβάρυνση ίση με τον εισαγωγικό δασμό που ισχύει erga omnes κατά την ημερομηνία κατά την οποία τα προϊόντα αυτά τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία.

254    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι ο κανονισμός 60/2004 αφορούσε την Κυπριακή Δημοκρατία άμεσα και ατομικά πριν αυτή αποκτήσει την ιδιότητα του κράτους μέλους, οπότε μπορούσε να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά του εν λόγω κανονισμού δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

255    Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η αυστηρή εφαρμογή των δικονομικών προθεσμιών με αφετηρία την ημερομηνία δημοσίευσης του κανονισμού 60/2004 δεν εμπόδιζε, εν προκειμένω, την Κυπριακή Δημοκρατία να επικαλεστεί τα δικαιώματά της και να τύχει αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

256    Κατόπιν των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να προσβάλει τον κανονισμό 60/2004 με προσφυγή ακυρώσεως, λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής του άρθρου 230 ΕΚ.

257    Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα του κανονισμού 60/2004, ο οποίος έχει καταστεί απρόσβλητος έναντι αυτής, στο πλαίσιο προσφυγής κατά του κανονισμού 651/2005, ως προς τον οποίον η σχετική προθεσμία δεν είχε ακόμη παρέλθει κατά την υποβολή του δικογράφου.

258    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει τόσο από τη διατύπωση του άρθρου 230 ΕΚ, όσο και από τον σκοπό του, ο οποίος συνίσταται στην κατοχύρωση της ασφαλείας δικαίου, πράξη που δεν προσβλήθηκε εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής καθίσταται απρόσβλητη. Το απρόσβλητο αφορά όχι μόνον την ίδια την πράξη, αλλά και κάθε μεταγενέστερη πράξη έχουσα επιβεβαιωτικό μόνο χαρακτήρα. Η λύση αυτή, η οποία δικαιολογείται από την απαιτούμενη νομική σταθερότητα, ισχύει τόσο για τις ατομικές όσο και για τις κανονιστικές πράξεις, όπως είναι ο κανονισμός (απόφαση Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 232 ανωτέρω, σκέψη 29).

259    Πάντως, ο κανονισμός 651/2005 έχει αποκλειστικά επιβεβαιωτικό χαρακτήρα σε σχέση με τον κανονισμό 60/2004, εξαιρουμένων των προθεσμιών που ορίζει ο κανονισμός αυτός και οι οποίες τροποποιήθηκαν κατά τα προεκτεθέντα στη σκέψη 20. Ωστόσο, με την υπό κρίση προσφυγή δεν αμφισβητείται η νομιμότητα της τροποποιήσεως αυτής, αλλά των μέτρων που είχε εισαγάγει ο κανονισμός 60/2004.

260    Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η υπό κρίση προσφυγή κατά του κανονισμού 651/2005 είναι απαράδεκτη, τα δε επιχειρήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν αναιρούν τη διαπίστωση αυτή.

261    Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από την απόφαση Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 232 ανωτέρω (σκέψη 30), το Δικαστήριο έκρινε, βεβαίως, ότι όταν τροποποιείται διάταξη κανονισμού, αναβιώνει η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής όχι μόνον κατά της ως άνω διατάξεως, αλλά και καθ’ όλων εκείνων οι οποίες, έστω και αν δεν έχουν τροποποιηθεί, αποτελούν από κοινού ένα σύνολο. Πλην όμως, η κρίση αυτή του Δικαστηρίου πρέπει να ερμηνευθεί στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υποθέσεως.

262    Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή αφορούσε τον κανονισμό (ΕΚ) 647/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Απριλίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, και του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 (ΕΕ L 117, σ. 1).

263    Το παράρτημα IIα του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, περιελάμβανε, πολύ πριν την τροποποίησή του από τον κανονισμό 647/2005, κατάλογο των ειδικών μη ανταποδοτικού χαρακτήρα παροχών σε χρήμα, τις οποίες τα πρόσωπα επί των οποίων εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός δικαιούνται να λαμβάνουν αποκλειστικά στο έδαφος του κράτους μέλους όπου κατοικούν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10α του ίδιου κανονισμού.

264    Η τροποποίηση που επήλθε με τον κανονισμό 647/2005 είχε ως αφετηρία, μεταξύ άλλων, πρόταση της Επιτροπής για τροποποίηση του άρθρου 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού 1408/71, το οποίο περιλαμβάνει ορισμό των ειδικών μη ανταποδοτικού χαρακτήρα παροχών σε χρήμα, με σκοπό την αποσαφήνιση του ορισμού αυτού σε συνάρτηση με τις διατυπωθείσες από το Δικαστήριο αρχές, δυνάμει των οποίων στον κατάλογο του παραρτήματος IIα περιλαμβάνονται μόνον οι παροχές οι οποίες εμφανίζουν σωρευτικώς το διπλό χαρακτηριστικό γνώρισμα να είναι ειδικές και μη ανταποδοτικού χαρακτήρα. Η Επιτροπή ανέλυσε τις παροχές που μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ειδικές μη ανταποδοτικού χαρακτήρα παροχές σε χρήμα», βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού 1408/71 και της ερμηνείας της διατάξεως αυτής από το Δικαστήριο, και, εν συνεχεία, πρότεινε νέο κατάλογο των παροχών που μπορούν να περιληφθούν στο παράρτημα IIα, αποκλείοντας ορισμένες παροχές. Πλην όμως, κατά την κατάρτιση της τελικής μορφής του κανονισμού 647/2005 και κατόπιν αιτήματος τριών κρατών μελών, το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο διατήρησαν στον κατάλογο του παραρτήματος αυτού τρεις από τις παροχές των οποίων τον αποκλεισμό είχε προτείνει η Επιτροπή.

265    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή ζήτησε την ακύρωση του κανονισμού 647/2005, κατά το μέρος που οι τρεις επίμαχες παροχές περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙα του κανονισμού 1408/71, όπως έχει τροποποιηθεί.

266    Το Κοινοβούλιο προέβαλε ότι, όταν ασκήθηκε η προσφυγή, είχε παρέλθει η προθεσμία του άρθρου 230 ΕΚ, διότι μία από τις επίμαχες παροχές περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙα του κανονισμού 1408/71 από το 1992 και οι λοιπές από το 1995. Επιπλέον, το Κοινοβούλιο προέβαλε ότι η εναλλακτική πρόταση για το περιεχόμενο του άρθρου 4, παράγραφος 2α, του κανονισμού 1408/71 απλώς επαναδιατύπωνε τον ορισμό των ειδικών μη ανταποδοτικού χαρακτήρα παροχών, χωρίς να τροποποιεί επί της ουσίας τον προηγούμενο ορισμό. Προς στήριξη της απόψεώς του, το Κοινοβούλιο τόνισε ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου βάσει των οποίων διαμορφώθηκε το τροποποιημένο κείμενο του εν λόγω άρθρου, στηρίζονται σε ερμηνεία του άρθρου αυτού όπως ίσχυε πριν την έκδοση του κανονισμού 647/2005.

267    Στο πλαίσιο αυτό και κατ’ εφαρμογήν των διαλαμβανόμενων στις σκέψεις 258 και 261 αρχών, το Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή τη προσφυγή της Επιτροπής. Συναφώς, έκρινε ότι το νέο κείμενο του άρθρου 4, παράγραφος 2α, του τροποποιημένου κανονισμού 1408/71 διαφέρει ουσιωδώς από το προηγούμενο και μεταβάλλει προδήλως το περιεχόμενο του ως άνω άρθρου, το γεγονός δε ότι το Δικαστήριο ερμήνευσε το προγενέστερο κείμενο κατ’ αντιστοιχία προς το νέο δεν σημαίνει ότι το νέο κείμενο αποκτά χαρακτήρα επιβεβαιωτικό του προηγούμενου. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η τροποποίηση αυτή επήλθε για να αναπροσδιοριστεί το περιεχόμενο του καταλόγου των μη χορηγουμένων εκτός ημεδαπής παροχών του παρατήματος IIα του κανονισμού 1408/71 (σκέψη 32 της αποφάσεως).

268    Από τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2α, του τροποποιημένου κανονισμού 1408/71 αποτελεί από κοινού με τον κατάλογο του τροποποιημένου παραρτήματος IIα ενιαίο σύνολο, όπως προκύπτει εξάλλου και από το γράμμα του άρθρου 10α του κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι «τα άτομα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός λαμβάνουν [ειδικές μη ανταποδοτικού χαρακτήρα παροχές σε χρήμα κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2α], αποκλειστικά στο έδαφος και σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο κατοικούν, εφόσον οι παροχές αυτές περιλαμβάνονται στο [τροποποιημένο] παράρτημα IIα» (σκέψη 33 της αποφάσεως).

269    Κατά συνέπεια, ο κανονισμός 647/2005 επέφερε ουσιώδεις τροποποιήσεις στο νομικό πλαίσιο των διατάξεων που η Επιτροπή θεωρούσε παράνομες και οι οποίες περιλαμβάνονταν στον κανονισμό 1408/71 από δεκαετίας.

270    Επομένως, οι αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 232 ανωτέρω, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι η λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής αντιτάσσεται, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά τροποποιημένης διατάξεως, όχι μόνον όταν η διάταξη αυτή επαναλαμβάνει διάταξη περιλαμβανόμενη στην πράξη ως προς την οποία έληξε η προθεσμία ασκήσεως προσφυγής, αλλά και όταν, παρά την τροποποίηση του γράμματός της, δεν μεταβάλλεται η ουσία της, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Αντιθέτως, αν η διάταξη ενός κανονισμού έχει, έστω εν μέρει, τροποποιηθεί κατά τρόπο ουσιώδη, αναβιώνει η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά της διατάξεως αυτής, καθώς και καθ’ όλων εκείνων οι οποίες, έστω και αν δεν έχουν τροποποιηθεί, αποτελούν από κοινού ένα σύνολο.

271    Συγκεκριμένα, τυχόν αντίθετη ερμηνεία, όπως η προτεινόμενη από την Κυπριακή Δημοκρατία, θα είχε απαράδεκτες συνέπειες, όπως αναβίωση της δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής κατά οποιασδήποτε και οσοδήποτε παλαιάς διατάξεως, άπαξ και αυτή τροποποιηθεί έστω και για λόγους καλλιέπειας.

272    Πάντως, αντιθέτως προς τις τροποποιήσεις που επέφερε ο κανονισμός 647/2005, οι επελθούσες με τον κανονισμό 651/2005 τροποποιήσεις, μολονότι αφορούν διατάξεις του κανονισμού 60/2004 που κατά την Κυπριακή Δημοκρατία είναι παράνομες, εντούτοις δεν αποτελούν ουσιώδεις τροποποιήσεις των προβλεπομένων από τον κανονισμό αυτό μέτρων. Αντιθέτως, πρόκειται για δευτερεύουσες και διαδικαστικής φύσεως τροποποιήσεις που αφορούν μόνον την παράταση των τασσομένων προθεσμιών.

273    Επομένως, το επιχείρημα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι απορριπτέο.

274    Όσον αφορά, περαιτέρω, το επιχείρημα της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι ο κανονισμός 651/2005 μετέβαλε τη νομική κατάστασή της, διότι, μετά τις 31 Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή αντλεί αρμοδιότητα προσδιορισμού των πλεοναζουσών ποσοτήτων μόνον από τον κανονισμό 651/2005, πρέπει να τονιστεί ότι από τον κανονισμό 60/2004 δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή έπαυσε να έχει δυνατότητα προσδιορισμού των πλεοναζουσών ποσοτήτων και επιβολής στα νέα κράτη μέλη της υποχρεώσεως αποσύρσεώς τους, σε περίπτωση παρελεύσεως της σχετικής προθεσμίας. Συγκεκριμένα, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι τούτο προκύπτει από διάταξη του κανονισμού 60/2004, από τον σκοπό ή το σύστημα του εν λόγω κανονισμού (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Ιανουαρίου 2005, C-245/03, Merck, Sharp & Dohme, Συλλογή 2005, σ. I‑637, σκέψη 26).

275    Εξάλλου, αν γινόταν δεκτή η άποψη της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα νέα κράτη μέλη θα μπορούσαν να παρακωλύσουν την άσκηση της δυνατότητας της Επιτροπής να καθορίζει τις πλεονάζουσες ποσότητες, δεδομένου ότι η Επιτροπή χρειάζεται προς τούτο στοιχεία υποβαλλόμενα από τα εν λόγω κράτη. Υπενθυμίζεται ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι η ανάγκη παρατάσεως των προθεσμιών του κανονισμού 60/2004 προέκυψε από την καθυστέρηση με την οποία ορισμένα νέα κράτη μέλη υπέβαλαν στην Επιτροπή τα απαιτούμενα στοιχεία.

276    Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα της Κυπριακής Δημοκρατίας ότι της εκδόσεως του κανονισμού 651/2005 προηγήθηκε επανεξέταση της καταστάσεως των αποδεκτών του, ιδίως κατά τη συνεδρίαση της αρμόδιας για τη ζάχαρη επιτροπής διαχείρισης της 21ης Απριλίου 2005, επισημαίνεται ότι από τα πρακτικά της συνεδριάσεως αυτής προκύπτει ότι σκοπός της τροποποιήσεως του κανονισμού 60/2004 ήταν, όσον αφορά την Επιτροπή, μόνον η παράταση των προθεσμιών του κανονισμού αυτού. Κατά την ψηφοφορία επί της προτάσεως αυτής στην επιτροπή, ορισμένα νέα κράτη μέλη καταψήφισαν, βεβαίως, την πρόταση της Επιτροπής, θεωρώντας, για διάφορους λόγους, ότι τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό 60/2004 μέτρα είναι παράνομα. Δεν προκύπτει, πάντως, από το έγγραφο αυτό ότι επανεξετάστηκε η κατάσταση στα νέα κράτη μέλη.

277    Κατόπιν των ανωτέρω, η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη. Επομένως, η επί της ουσίας εξέτασή της χωρεί ως εκ περισσού.

II –  Επί της ουσίας

278    Η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει πέντε λόγους προς στήριξη της προσφυγής της κατά του κανονισμού 651/2005. Ο πρώτος αφορά αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει τον εν λόγω κανονισμό. Ωστόσο, από την ανάλυση του λόγου αυτού προκύπτει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να εκδώσει τον κανονισμό 60/2004. Ο δεύτερος λόγος αφορά ανεπαρκή αιτιολόγηση των προβλεπόμενων από τον κανονισμό 60/2004 μέτρων. Ο τρίτος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά τη λήψη των μέτρων αυτών. Ο τέταρτος αφορά παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας των νόμων. Τέλος, ο πέμπτος αφορά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

279    Σημειωτέον ότι, όπως ρητώς δέχθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, οι λόγοι αυτοί είναι, κατ’ ουσίαν, όμοιοι με αυτούς που επικαλέστηκε προς στήριξη της ενστάσεώς της περί ελλείψεως νομιμότητας στο πλαίσιο της υποθέσεως Τ‑316/05.

280    Συγκεκριμένα, μολονότι ο πρώτος λόγος στον οποίο στηρίζεται η ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας αφορά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής κατά την έκδοση των κανονισμών 60/2004 και 651/2005, από την ανάλυση του συγκεκριμένου λόγου προκύπτει ότι αυτός περιλαμβάνει δύο σκέλη, εκ των οποίων το ένα αφορά αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει τον κανονισμό 60/2004 και το δεύτερο έλλειψη αιτιολογίας. Όσον αφορά τους λοιπούς λόγους που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑316/05 προς στήριξη της ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας, ο δεύτερος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ο τρίτος παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας και, τέλος, ο τέταρτος, παραβίαση αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων.

281    Εξάλλου, η Κυπριακή Δημοκρατία προβάλλει τα ίδια κατ’ ουσίαν επιχειρήματα προς στήριξη των λόγων ακυρώσεως στο πλαίσιο των υποθέσεων T‑300/05 και T‑316/05.

282    Κατά συνέπεια, οι λόγοι που προβλήθηκαν προς στήριξη της υπό κρίση προσφυγής είναι απορριπτέοι βάσει του σκεπτικού με το οποίο απορρίφθηκαν αυτοί που επικαλέστηκε η Κυπριακή Δημοκρατία προς στήριξη της ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας στο πλαίσιο της υποθέσεως Τ‑316/05.

283    Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή είναι επίσης απορριπτέα ως αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

284    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Η Κυπριακή Δημοκρατία ηττήθηκε και, επομένως, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

285    Η Δημοκρατία της Εσθονίας και η Δημοκρατία της Λεττονίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.


Για τους λόγους αυτούς,


ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:


1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Η Κυπριακή Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα έξοδα της Επιτροπής.

3)      Η Δημοκρατία της Εσθονίας και η Δημοκρατία της Λεττονίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.


Tiili

Dehousse

Wiszniewska-Białecka

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 2 Οκτωβρίου 2009.

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων

Το νομικό πλαίσιο

I –  Η ΚΟΑ της ζάχαρης

II –  Η Συνθήκη Προσχωρήσεως και η Πράξη Προσχωρήσεως

Ιστορικό της διαφοράς

I –  Σχετικά με τον κανονισμό (ΕΚ) 60/2004

II –  Σχετικά με τον κανονισμό (ΕΚ) 651/2005

III –  Σχετικά με τον κανονισμό (ΕΚ) 832/2005

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Επί του αιτήματος ακυρώσεως του κανονισμού 832/2005 στην υπόθεση T‑316/05

I –  Επί της ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας

Α – Επί του πρώτου λόγου, που αφορά κατάχρηση εξουσίας

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

α) Επί της πρώτης αιτιάσεως, περί αναρμοδιότητας της Επιτροπής να εκδώσει τον κανονισμό 60/2004 βάσει του άρθρου 41, πρώτο εδάφιο, της Πράξεως Προσχωρήσεως

β) Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αφορά την ανεπαρκή αιτιολογία

Β – Επί του δεύτερου λόγου, που αφορά την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Γ – Επί του τρίτου λόγου, που αφορά την παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας των νόμων

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Δ – Επί του τέταρτου λόγου, που αφορά την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

II –  Επί της νομιμότητας αυτού καθαυτού του κανονισμού 832/2005

Α – Επί του λόγου που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, πλάνη εκτιμήσεως και ανεπαρκή αιτιολογία

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Β – Επί του δεύτερου λόγου, που αφορά την παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Γ – Επί των πρόσθετων λόγων που προβάλλει η Δημοκρατία της Εσθονίας

1.  Επί του παραδεκτού

2.  Επί της παραβιάσεως της αρχής της συλλογικότητας

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

β) Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως του κανονισμού 651/2005 στην υπόθεση T‑300/2005

I –  Επί του παραδεκτού

Α – Επιχειρήματα των διαδίκων

Β – Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

II –  Επί της ουσίας

Επί των δικαστικών εξόδων



* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.