Language of document : ECLI:EU:T:2010:367

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 (*)

«Εξωτερικές σχέσεις – Συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Κοινότητας και Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις αεροπορικές μεταφορές – Μέτρα που έλαβε η Γερμανία σχετικά με τις προσεγγίσεις στον αερολιμένα της Ζυρίχης – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2408/92 – Δικαιώματα άμυνας – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Αρχή της αναλογικότητας»

Στην υπόθεση T‑319/05,

Ελβετική Συνομοσπονδία, εκπροσωπούμενη από τους S. Hirsbrunner, U. Soltész και P. Melcher, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενη από τους F. Benyon, M. Huttunen και M. Niejahr,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον C.‑D. Quassowski και την A. Tiemann, επικουρούμενη από τον T. Masing, δικηγόρο,

και το

Landkreis Waldshut, εκπροσωπούμενο από τον M. Núñez-Müller, δικηγόρο,

παρεμβαίνοντες,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2004/12/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με διαδικασία που αφορά την εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών και του κανονισμού (ΕΟΚ) 2408/92 του Συμβουλίου (Υπόθεση TREN/AMA/11/03 – Μέτρα της Γερμανίας για τις προσεγγίσεις στον αερολιμένα της Ζυρίχης) (ΕΕ 2004, L 4, σ. 13),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Βηλαρά, πρόεδρο, M. Prek και V. M. Ciucă (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Σεπτεμβρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

 Η Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις αεροπορικές μεταφορές

1        Τα άρθρα 1 έως 3, 17, 18, 20 και 21 της Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τις αεροπορικές μεταφορές, η οποία υπογράφηκε στις 21 Ιουνίου 1999 στο Λουξεμβούργο (ΕΕ 2002, L 114, σ. 73, στο εξής: Συμφωνία) και εγκρίθηκε στο όνομα της Κοινότητας με την απόφαση 2002/309/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου και της Επιτροπής, σχετικά με τη [συμφωνία] επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας, της 4ης Απριλίου 2002, για τη σύναψη επτά συμφωνιών με την Ελβετική Συνομοσπονδία (ΕΕ L 114, σ. 1), έχουν ως εξής:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Στόχοι

Άρθρο 1

1.      Η παρούσα Συμφωνία καθορίζει τους κανόνες για τα συμβαλλόμενα μέρη στο πεδίο της πολιτικής αεροπορίας. Οι διατάξεις της δεν θίγουν εκείνες που περιέχει η συνθήκη ΕΚ, και ιδίως τις αρμοδιότητες που έχει η Κοινότητα με βάση τους κανόνες περί ανταγωνισμού και τους κανονισμούς εφαρμογής των κανόνων αυτών, καθώς και με βάση όλη τη σχετική νομοθεσία που παρατίθεται στο Παράρτημα της παρούσας Συμφωνίας

2.      Προς τον σκοπό αυτόν, οι διατάξεις που διατυπώνονται στην παρούσα Συμφωνία καθώς και στους κανονισμούς και τις οδηγίες που προσδιορίζονται στο Παράρτημα, ισχύουν υπό τους όρους που ορίζονται κατωτέρω. Εφόσον οι διατάξεις αυτές είναι ταυτόσημες ουσιαστικά με αντίστοιχους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ και με πράξεις που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω Συνθήκης, ερμηνεύονται κατά την εφαρμογή και εκτέλεσή τους σύμφωνα με τις δικαστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τις αποφάσεις της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που έχουν προηγηθεί της υπογραφής της παρούσας Συμφωνίας. Οι δικαστικές αποφάσεις και οι αποφάσεις που θα εκδίδονται μετά την υπογραφή της παρούσας Συμφωνίας θα κοινοποιούνται στην Ελβετία. Κατόπιν αιτήματος ενός των συμβαλλομένων μερών, οι συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων και των αποφάσεων που προαναφέρθηκαν θα καθορίζονται από την Κοινή Επιτροπή προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή λειτουργία της παρούσας Συμφωνίας.

Άρθρο 2

Οι διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας και των Παραρτημάτων της ισχύουν για τις αερομεταφορές ή σε θέματα που συνδέονται άμεσα με τις αερομεταφορές, όπως αυτές αναφέρονται στο Παράρτημα της παρούσας Συμφωνίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 3

Στο πλαίσιο εφαρμογής της παρούσας Συμφωνίας, και με την επιφύλαξη τυχόν ειδικών διατάξεων αυτής, απαγορεύεται οιαδήποτε διάκριση λόγω ιθαγενείας.

[…]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Εφαρμογή της Συμφωνίας

Άρθρο 17

Τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα Συμφωνία και απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της παρούσας Συμφωνίας.

Άρθρο 18

1.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 και των διατάξεων του Κεφαλαίου 2, κάθε συμβαλλόμενο μέρος είναι υπεύθυνο στην επικράτειά του για την ορθή εφαρμογή της παρούσας Συμφωνίας και, ιδίως, για την ορθή εφαρμογή των κανονισμών και των οδηγιών που περιέχει το Παράρτημά της.

2.      Στις περιπτώσεις που δύνανται να επηρεάσουν τα αεροπορικά δρομολόγια που πρόκειται να εγκριθούν βάσει του Κεφαλαίου 3 της παρούσας Συμφωνίας, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα επωφελούνται από τις εξουσίες που τους παρέχονται με βάση τις διατάξεις των κανονισμών και των οδηγιών, η εφαρμογή των οποίων επιβεβαιώνεται ρητά στο Παράρτημα της παρούσας Συμφωνίας. Ωστόσο, στις περιπτώσεις που η [Ελβετική Συνομοσπονδία] έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει μέτρα περιβαλλοντικής φύσεως με βάση είτε το άρθρο 8, παράγραφος 2, είτε το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2408/92 του Συμβουλίου, η Κοινή Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος ενός εκ των συμβαλλομένων μερών, αποφασίζει κατά πόσο τα μέτρα αυτά συμμορφώνονται με την παρούσα συμφωνία.

[…]

Άρθρο 20

Όλα τα θέματα που αφορούν την ισχύ αποφάσεων, τις οποίες λαμβάνουν τα κοινοτικά θεσμικά όργανα βάσει των αρμοδιοτήτων που τους παρέχει η παρούσα Συμφωνία, υπόκεινται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Κοινή Επιτροπή

Άρθρο 21

1.      Συγκροτείται επιτροπή, η “Επιτροπή Αερομεταφορών Κοινότητας και Ελβετίας”, (εφεξής καλούμενη: Κοινή Επιτροπή) απαρτιζόμενη από αντιπροσώπους των συμβαλλομένων μερών, η οποία είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση της παρούσας Συμφωνίας και εξασφαλίζει την ορθή εφαρμογή της. Προς τον σκοπό αυτόν προβαίνει σε συστάσεις και λαμβάνει αποφάσεις στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρούσα Συμφωνία. Οι αποφάσεις της Κοινής Επιτροπής τίθενται σε ισχύ από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες. Η Κοινή Επιτροπή ενεργεί κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας.

[…]»

2        Το παράρτημα της Συμφωνίας ορίζει ιδίως ότι σε όλες τις περιπτώσεις που στις πράξεις στις οποίες αναφέρεται το εν λόγω παράρτημα γίνεται μνεία των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή της απαιτήσεως να υπάρχει κάποιος σύνδεσμος με αυτά, η μνεία θεωρείται, για τους σκοπούς της Συμφωνίας, ότι καλύπτει και την Ελβετική Συνομοσπονδία ή την απαίτηση υπάρξεως ίδιου συνδέσμου με αυτήν.

3        Το ως άνω παράρτημα αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στον κανονισμό (ΕΟΚ) 2408/92 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1992, για την πρόσβαση των κοινοτικών αερομεταφορέων σε δρομολόγια ενδοκοινοτικών αεροπορικών γραμμών (ΕΕ L 240, σ. 8).

 Ο κανονισμός 2408/92

4        Τα άρθρα 2, 3, 8 και 9 του κανονισμού 2408/92 ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 2

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

[…]

στ)      δικαίωμα μεταφορών: το δικαίωμα ενός αερομεταφορέα να μεταφέρει επιβάτες, φορτίο ή/και ταχυδρομείο σε αεροπορική γραμμή που συνδέει δύο κοινοτικούς αερολιμένες·

[…]

Άρθρο 3

1.      Με την επιφύλαξη του παρόντος κανονισμού, το(τα) ενδιαφερόμενο(-α) κράτος(-η) μέλος(-η) επιτρέπει(-ουν) στους κοινοτικούς αερομεταφορείς να ασκούν δικαιώματα μεταφορών σε ενδοκοινοτικά δρομολόγια.

[…]

Άρθρο 8

[…]

2.      Η άσκηση των δικαιωμάτων μεταφορών υπόκειται σε δημοσιευμένους κοινοτικούς, εθνικούς, περιφερειακούς ή τοπικούς λειτουργικούς κανόνες όσον αφορά την ασφάλεια, την προστασία του περιβάλλοντος και την κατανομή του διαθέσιμου χρόνου χρήσης αερολιμένα.

3.      Ύστερα από αίτηση κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, η Επιτροπή εξετάζει την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 και αποφασίζει, εντός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης και αφού ζητήσει τη γνώμη της επιτροπής του άρθρου 11 κατά πόσον το κράτος μέλος μπορεί να εξακολουθήσει να εφαρμόζει το μέτρο. Η Επιτροπή ανακοινώνει την απόφασή της στο Συμβούλιο και στα κράτη μέλη.

[…]

Άρθρο 9

1.      Όταν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα συμφόρησης ή/και περιβάλλοντος, το υπεύθυνο κράτος μέλος μπορεί, υπό την επιφύλαξη αυτού του άρθρου, να επιβάλλει όρους, να περιορίζει ή να αρνείται την άσκηση μεταφορικών δικαιωμάτων, ιδίως όταν άλλα μεταφορικά μέσα μπορούν να προσφέρουν ικανοποιητικό επίπεδο υπηρεσιών.

2.      Τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρέπει:

–        να μην εισάγουν διακρίσεις λόγω εθνικότητας ή ταυτότητας των αερομεταφορέων,

–        να έχουν περιορισμένη περίοδο ισχύος, όχι μεγαλύτερη από τρία έτη, μετά την οποία θα επανεξετάζονται,

–        να μη θίγουν άνευ λόγου τους στόχους του παρόντος κανονισμού,

–        να μην προκαλούν αδικαιολόγητες στρεβλώσεις ανταγωνισμού μεταξύ των αερομεταφορέων,

–        να είναι περιοριστικές μόνο στο βαθμό που απαιτείται για την επίλυση των προβλημάτων.

3.      Αν κράτος μέλος θεωρήσει ότι επιβάλλεται η λήψη μέτρων σύμφωνα με την παράγραφο 1, ενημερώνει σχετικά τα υπόλοιπα κράτη μέλη και την Επιτροπή τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την έναρξη ισχύος του μέτρου, το οποίο πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένο. Το μέτρο εφαρμόζεται εκτός εάν εντός μηνός από την παραπάνω ενημέρωση κάποιο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος εκφράσει αντιρρήσεις, ή εάν η Επιτροπή αποφασίσει να το εξετάσει περαιτέρω σύμφωνα με την παράγραφο 4.

4.      Κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους ή με δική της πρωτοβουλία, η Επιτροπή εξετάζει τα μέτρα [στα οποία αναφέρεται η παράγραφος] 1. Όταν η Επιτροπή μετά την πάροδο μηνός από την ενημέρωσή της σύμφωνα με την παράγραφο 3, αναλαμβάνει την εξέταση του μέτρου, δηλώνει ταυτόχρονα αν το μέτρο μπορεί να εφαρμοστεί, εν όλω ή εν μέρει, κατά τη διάρκεια της εξέτασης, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το ενδεχόμενο μη αναστρέψιμων αποτελεσμάτων. Αφού ζητήσει τη γνώμη της επιτροπής του άρθρου 11, η Επιτροπή αποφασίζει, εντός μηνός από την παραλαβή όλων των απαραίτητων στοιχείων, αν το μέτρο είναι κατάλληλο και σύμφωνο προς τον παρόντα κανονισμό και δεν αντιβαίνει, με οποιονδήποτε τρόπο, στις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας. Η Επιτροπή ανακοινώνει την απόφασή της στο Συμβούλιο και στα κράτη μέλη. Ενόσω εκκρεμεί η απόφασή της, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει τη λήψη προσωρινών μέτρων όπως π.χ. την ολική ή μερική αναστολή του μέτρου, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το ενδεχόμενο μη αναστρέψιμων αποτελεσμάτων.

[…]»

 Η οδηγία 2002/30/ΕΚ

5        Η έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2002/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 2002, περί της καθιέρωσης των κανόνων και διαδικασιών για τη θέσπιση περιορισμών λειτουργίας σε συνάρτηση με τον προκαλούμενο θόρυβο στους κοινοτικούς αερολιμένες (ΕΕ L 85, σ. 40), έχει ως εξής:

«Στο πλαίσιο μίας εξισορροπημένης προσέγγισης για τη διαχείριση των θορύβων, ένα κοινό πλαίσιο των κανόνων και διαδικασιών θέσπισης των λειτουργικών περιορισμών στους κοινοτικούς αερολιμένες θα βοηθήσει να διασφαλισθούν οι απαιτούμενοι όροι λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς διότι θα εφαρμόζονται οι ίδιοι λειτουργικοί περιορισμοί σε αερολιμένες που αντιμετωπίζουν συγκρίσιμα προβλήματα θορύβου. Αυτό το πλαίσιο κανόνων περιλαμβάνει αξιολόγηση των επιπτώσεων που έχουν οι θόρυβοι σε κάποιον αερολιμένα και εξέταση των μέτρων που είναι διαθέσιμα για τον μετριασμό των εν λόγω επιπτώσεων καθώς και επιλογή των κατάλληλων μέτρων μείωσης του θορύβου για να επιτευχθεί το μέγιστο όφελος για το περιβάλλον με το μικρότερο κόστος.»

6        Τα άρθρα 2 και 4 της οδηγίας 2002/30 προβλέπουν τα εξής:

«Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

[…]

στ)      “Εξισορροπημένη προσέγγιση”: είναι η προσέγγιση, στο πλαίσιο της οποίας τα κράτη μέλη εξετάζουν τα εφαρμοζόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος των θορύβων σε έναν αερολιμένα στο έδαφός τους και ιδίως τον αντίκτυπο που προβλέπεται ότι θα έχουν η μείωση του θορύβου των αεροπλάνων στην πηγή τους, τα μέτρα προγραμματισμού και διαχείρισης των χρήσεων της γης, τα λειτουργικά μέτρα περιστολής των θορύβων και οι λειτουργικοί περιορισμοί.

[…]

Άρθρο 4

Γενικοί κανόνες για τη διαχείριση του θορύβου των αεροπλάνων

1.      Τα κράτη μέλη υιοθετούν εξισορροπημένη προσέγγιση κατά την αντιμετώπιση των προβλημάτων θορύβου στους αερολιμένες που βρίσκονται στο έδαφός τους. Μπορούν επίσης να εξετάσουν το ενδεχόμενο καθιέρωσης οικονομικών κινήτρων ως μέτρου διαχείρισης του θορύβου.

[…]»

 Ιστορικό της διαφοράς

7        Ο αερολιμένας της Ζυρίχης βρίσκεται στο Kloten, βορειοανατολικά της πόλης της Ζυρίχης (Ελβετία) και σε απόσταση περίπου 15 km νοτιοανατολικά της μεθορίου μεταξύ Ελβετίας και Γερμανίας. Διαθέτει τρεις διαδρόμους: τον δυτικό-ανατολικό (10/28), τον βόρειο-νότιο (16/34), ο οποίος διασχίζει τον δυτικό-ανατολικό διάδρομο, και τον βορειοανατολικό-νοτιοανατολικό (14/32) που είναι ανεξάρτητος των δύο άλλων. Οι περισσότερες απογειώσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας πραγματοποιούνται από τον δυτικό-ανατολικό διάδρομο με κατεύθυνση προς τα δυτικά, ενώ τις πολύ πρωινές ώρες και αργά το βράδυ χρησιμοποιείται, ως επί το πλείστον, για τις απογειώσεις ο βόρειο-νότιος διάδρομος με κατεύθυνση προς Βορρά. Για τις αφίξεις αεροσκαφών που προσεγγίζουν από βορειοανατολικά χρησιμοποιείται κυρίως ο βορειοανατολικό-νοτιοανατολικός διάδρομος. Λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας με τη γερμανική μεθόριο, όλα τα αεροσκάφη που προσεγγίζουν τη Ζυρίχη προερχόμενα από Βορρά ή από βορειοδυτικά διέρχονται, κατ’ ανάγκην, από τον γερμανικό εναέριο χώρο κατά την προσγείωσή τους.

8        Η χρήση του γερμανικού εναερίου χώρου για την προσέγγιση στον αερολιμένα της Ζυρίχης και την αναχώρηση από αυτόν ρυθμιζόταν από τη διμερή συμφωνία μεταξύ της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας της 17ης Σεπτεμβρίου 1984, την οποία έλυσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στις 22 Μαρτίου 2000 και με ισχύ από 31ης Μαΐου 2001, λόγω προβλημάτων που ανέκυψαν κατά την εφαρμογή της. Στη συνέχεια, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Ελβετική Συνομοσπονδία υπέγραψαν στις 18 Οκτωβρίου 2001 νέα συμφωνία, η οποία όμως δεν έχει επικυρωθεί. Στην Ελβετία, η Κάτω Βουλή (Nationalrat) καταψήφισε την επικύρωση στις 19 Ιουνίου 2002, ενώ η Άνω Βουλή (Ständerat) παρέπεμψε, στις 12 Δεκεμβρίου 2002, το κείμενο στην επιτροπή μεταφορών. Στη Γερμανία, το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο (Bundestag) ενέκρινε τη νέα διμερή συμφωνία στις 17 Μαΐου 2002, αλλά το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Bundesrat) αντιτέθηκε σε αυτήν, στις 12 Ιουλίου 2002. Ως εκ τούτου, στις 5 Δεκεμβρίου 2003, η εν λόγω διμερής συμφωνία εξακολουθούσε να μην έχει επικυρωθεί.

9        Στις 15 Ιανουαρίου 2003 η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας της Γερμανίας εξέδωσε τον 213ο κανονισμό εφαρμογής των γερμανικών ρυθμίσεων περί εναέριας κυκλοφορίας, με τον οποίο καθορίστηκαν διαδικασίες προσγειώσεως και απογειώσεως για τον αερολιμένα της Ζυρίχης (στο εξής: 213ος ΚΕ). Ο 213ος ΚΕ προέβλεπε ορισμένους περιορισμούς σχετικά με την προσέγγιση του αερολιμένα της Ζυρίχης από 18ης Ιανουαρίου 2003.

10      Στις 4 Απριλίου 2003 η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας της Γερμανίας εξέδωσε τον πρώτο τροποποιητικό του 213ου ΚΕ κανονισμό. Ο τροποποιητικός αυτός κανονισμός τέθηκε σε ισχύ στις 17 Απριλίου 2003.

11      Σκοπός των μέτρων που έλαβε η Γερμανία (στο εξής: γερμανικά μέτρα) ήταν, κατ’ ουσία, να αποτρέπεται, υπό κανονικές καιρικές συνθήκες, η πτήση σε χαμηλό απόλυτο ύψος επάνω από το γερμανικό έδαφος κοντά στην ελβετική μεθόριο μεταξύ των ωρών 21:00 και 7:00 τις εργάσιμες ημέρες και μεταξύ των ωρών 20:00 και 9:00 τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες, προκειμένου να μειωθεί ο θόρυβος στον οποίο εκτίθεται ο τοπικός πληθυσμός. Συνεπώς, κατέστησαν αδύνατες, κατά τις ώρες αυτές, οι δύο προσεγγίσεις προσγειώσεως από Βορρά τις οποίες χρησιμοποιούσαν κατεξοχήν στο παρελθόν τα αεροσκάφη που προσγειώνονται στον αερολιμένα της Ζυρίχης.

12      Ο 213ος ΚΕ περιελάμβανε, εξάλλου, δύο ακόμη μέτρα που είχαν ως σκοπό τη μείωση των οχλήσεων από τον θόρυβο στις περιοχές πλησίον των συνόρων Γερμανίας και Ελβετίας.

13      Πρώτον, όσον αφορά την προσέγγιση του αερολιμένα εξ ανατολών, το άρθρο 2, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, του 213ου ΚΕ έθετε ορισμένα ελάχιστα όρια όσον αφορά το απόλυτο ύψος πτήσεως κατά τις επιτρεπόμενες ώρες.

14      Δεύτερον, το άρθρο 3 του 213ου ΚΕ προέβλεπε ότι η απογείωση με κατεύθυνση προς Βορρά έπρεπε να πραγματοποιείται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να τηρούνται, κατά την είσοδο στο γερμανικό έδαφος, διαφορετικά ελάχιστα όρια ως προς το ύψος της πτήσεως, ανάλογα με τη στιγμή της απογειώσεως. Έτσι, αν το αεροσκάφος απογειωνόταν κατά τις ως άνω ώρες, θα έπρεπε να αλλάξει πορεία πριν τη μεθόριο, ώστε να εισέλθει στο γερμανικό έδαφος μόνον αφότου θα είχε υπερβεί το απαιτούμενο ελάχιστο ύψος.

15      Στις 10 Ιουνίου 2003 η Ελβετική Συνομοσπονδία ζήτησε από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να λάβει μέτρα (στο εξής: καταγγελία) ώστε:

–        η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να παύσει να εφαρμόζει τον 213ο ΚΕ, ως είχε μετά την έκδοση του πρώτου τροποποιητικού κανονισμού της 4ης Απριλίου 2003, και

–        η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να αναστείλει την εφαρμογή του 213ου ΚΕ, μέχρις ότου η Επιτροπή λάβει τα σχετικά μέτρα.

16      Στις 26 Ιουνίου 2003 οι γερμανικές και οι ελβετικές αρχές ήλθαν σε συμφωνία ως προς διάφορα ζητήματα, τα οποία άπτονταν της εφαρμογής του 213ου ΚΕ (στο εξής: συμφωνία της 26ης Ιουνίου 2003).

17      Στο πλαίσιο της συμφωνίας της 26ης Ιουνίου 2003, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δέχθηκε να αναστείλει έως τις 30 Οκτωβρίου 2003 την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου τροποποιητικού του 213ου ΚΕ κανονισμού, οι οποίες επρόκειτο να τεθούν σε ισχύ από 10ης Ιουλίου 2003. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να επέλθουν νέες τροποποιήσεις στη συμφωνία της 26ης Ιουνίου 2003 κατά την επανεξέταση του ζητήματος των μετεωρολογικών συνθηκών υπό τις οποίες επιτρέπεται η προσγείωση στους διαδρόμους 14 και 16. Δήλωσε, εξάλλου, ότι θα καταργήσει τις διαδικασίες αναμονής EKRIT και SAFFA. Η Ελβετική Συνομοσπονδία δεσμεύτηκε, από την πλευρά της, να θεσπίσει αντίστοιχες διαδικασίες αναμονής πριν τον Φεβρουάριο του 2005.

18      Στις 20 Ιουνίου 2003 η Επιτροπή κάλεσε τις γερμανικές αρχές να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της καταγγελίας. Επιπλέον, με επιστολή της ίδιας ημέρας, ζήτησε από τις ελβετικές αρχές να παράσχουν συμπληρωματικές πληροφορίες. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κοινοποίησε στην Επιτροπή, με έγγραφο που της απέστειλε στις 30 Ιουνίου 2003, τη συμφωνία της 26ης Ιουνίου 2003. Στο ίδιο έγγραφο επισήμανε ότι από τη συμφωνία της 26ης Ιουνίου 2003 συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η καταγγελία κατέστη άνευ περιεχομένου και ανέμενε πλέον από την Επιτροπή να θέσει τέρμα στην κινηθείσα διαδικασία. Στις 27 Ιουνίου 2003 οι ελβετικές αρχές κοινοποίησαν επίσης στην Επιτροπή τη συμφωνία της 26ης Ιουνίου 2003, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι ουδεμία επίπτωση έχει ως προς την καταγγελία της.

19      Με επιστολή της 4ης Ιουλίου 2003, η Ελβετική Συνομοσπονδία ανακοίνωσε ότι συγκεντρώνει τις συμπληρωματικές πληροφορίες που ζήτησε η Επιτροπή και ότι αξιολογεί τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της συμφωνίας της 26ης Ιουνίου 2003 στο αίτημα λήψεως προσωρινών μέτρων, το οποίο υπέβαλε με την καταγγελία της. Στις 14 Ιουλίου 2003 η Επιτροπή κάλεσε τις ελβετικές αρχές να διευκρινίσουν αν τυχόν η καταγγελία τους θα μπορούσε να τροποποιηθεί λόγω της αναστολής, έως τις 30 Οκτωβρίου 2003, της εφαρμογής των μέτρων επί των οποίων η Ελβετική Συνομοσπονδία είχε στηρίξει το αίτημά της για προσωρινά μέτρα. Στις 24 Ιουλίου 2003 οι ελβετικές αρχές διαβίβασαν συμπληρωματικές πληροφορίες, όπως είχε ζητήσει η Επιτροπή στις 20 Ιουνίου 2003. Επισήμαναν, εξάλλου, ότι εμμένουν στο αίτημά τους να ληφθούν προσωρινά μέτρα. Η Επιτροπή ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες με έγγραφο της 12ης Αυγούστου 2003, οι οποίες της παρασχέθηκαν με επιστολή της 17ης Σεπτεμβρίου 2003.

20      Στις 16 Ιουλίου 2003 η Επιτροπή ενημέρωσε γραπτώς τις γερμανικές αρχές ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία εμμένει στην καταγγελία της και τις κάλεσε εκ νέου να υποβάλουν παρατηρήσεις επί των ισχυρισμών των ελβετικών αρχών. Οι γερμανικές αρχές διαβίβασαν τις παρατηρήσεις τους με έγγραφο της 28ης Αυγούστου 2003. Στις 6 Οκτωβρίου 2003 κοινοποίησαν επίσης τις παρατηρήσεις τους επί της από 17 Σεπτεμβρίου 2003 επιστολής των ελβετικών αρχών, καθώς και τη δεύτερη τροποποίηση του 213ου ΚΕ.

21      Στις 14 Οκτωβρίου 2003 εστάλη τόσο στις ελβετικές όσο και στις γερμανικές αρχές ανακοίνωση αιτιάσεων προς υποβολή παρατηρήσεων. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 20 Οκτωβρίου 2003 και διατήρησε την επιφύλαξή της ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 2408/92. Η Ελβετική Συνομοσπονδία απάντησε 21 Οκτωβρίου 2003, υποβάλλοντας τις παρατηρήσεις της, αφενός, επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και, αφετέρου, επί του από 28 Αυγούστου 2003 εγγράφου των γερμανικών αρχών.

22      Στις 27 Οκτωβρίου 2003 η Επιτροπή κοινοποίησε με έγγραφό της ένα σχέδιο αποφάσεως, επί του οποίου η Ελβετική Συνομοσπονδία είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει τις παρατηρήσεις της κατά τη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής «Πρόσβαση στην αγορά (αεροπορικές μεταφορές)» της 4ης Νοεμβρίου 2003.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

23      Στις 5 Δεκεμβρίου 2003 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2004/12/ΕΚ, σχετικά με διαδικασία που αφορά την εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών και του κανονισμού (ΕΟΚ) 2408/92 του Συμβουλίου (Υπόθεση TREN/AMA/11/03 – Μέτρα της Γερμανίας για τις προσεγγίσεις στον αερολιμένα της Ζυρίχης), της οποίας το διατακτικό έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η [Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας] μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζει τον 213ο [ΚΕ], όπως τροποποιήθηκε από τον πρώτο τροποποιητικό κανονισμό της 4ης Απριλίου 2003.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.»

24      Στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει κατ’ αρχάς ότι, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 2, της Συμφωνίας, διαθέτει τις εξουσίες που της απονέμουν τα άρθρα 8 και 9 του κανονισμού 2408/92. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του πεδίου εφαρμογής της Συμφωνίας, οι εξουσίες αυτές περιορίζονται στην άσκηση των δικαιωμάτων μεταφορών μεταξύ Ελβετικής Συνομοσπονδίας και Κοινότητας, εξαιρούνται δε οι πτήσεις στο εσωτερικό της Κοινότητας, εντός της Ελβετίας, καθώς και οι πτήσεις τόσο μεταξύ Ελβετικής Συνομοσπονδίας και τρίτων χωρών όσο και μεταξύ Κοινότητας και τρίτων χωρών.

25      Η Επιτροπή επισημαίνει ακολούθως ότι έχει ήδη εφαρμόσει πολλάκις το άρθρο 8 σε καταστάσεις που αφορούσαν μόνον την Κοινότητα και ότι, στις περιπτώσεις αυτές, εξέτασε τη συμβατότητα, αφενός, με τις γενικές αρχές της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ήτοι την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων και την αρχή της αναλογικότητας, και, αφετέρου, με λοιπές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Διευκρινίζει συναφώς ότι, για να μπορούν μέτρα τα οποία συνιστούν περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών να επιτραπούν βάσει των διατάξεων του κανονισμού 2408/92, πρέπει να δικαιολογούνται και, ιδίως, να είναι ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο με αυτά σκοπό.

26      Η Επιτροπή εξηγεί ότι, καθόσον η καταγγελία δεν αποσαφηνίζει ποια ακριβώς είναι η νομική της βάση, προτίθεται να εξετάσει τα γερμανικά μέτρα από πλευράς τόσο του άρθρου 8, παράγραφοι 2 έως 4, όσο και του άρθρου 9 του κανονισμού 2408/92. Υπογραμμίζει ότι ο 213ος ΚΕ είναι «δημοσιευμένος εθνικός λειτουργικός κανόνας» σχετικός με την ασφάλεια και την προστασία του περιβάλλοντος, ο οποίος, ως τέτοιος, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 2408/92. Η Επιτροπή προσθέτει ότι το ενδεχόμενο εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφοι 2 έως 4, του κανονισμού 2408/92 πρέπει να εκτιμάται στο πλαίσιο και υπό το πρίσμα του σκοπού της Συμφωνίας και του εν λόγω κανονισμού. Τούτο συνεπάγεται ότι οι εξουσίες τις οποίες παρέχει στην Επιτροπή το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2408/92 περιορίζονται σε μέτρα που επηρεάζουν τις υπηρεσίες αερομεταφορέα, δηλαδή «σε περιπτώσεις που θίγονται ενδεχομένως αεροπορικά δρομολόγια» κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 2, της Συμφωνίας.

27      Στη συνέχεια, η Επιτροπή τονίζει ότι, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 2408/92, ένα κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόσει το μέτρο που έλαβε βάσει της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου μόνον εφόσον ούτε άλλο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ούτε η Επιτροπή εγείρει αντιρρήσεις επί του μέτρου εντός ενός μηνός από την παραλαβή της σχετικής κοινοποιήσεως από το πρώτο κράτος μέλος. Η κοινοποίηση προς τα υπόλοιπα κράτη μέλη και την Επιτροπή πρέπει να πραγματοποιηθεί τουλάχιστον τρεις μήνες πριν την έναρξη ισχύος του προτεινόμενου μέτρου. Δεδομένου ότι οι γερμανικές αρχές δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε κοινοποίηση, η Επιτροπή καταλήγει ότι είναι αδύνατη η εφαρμογή του άρθρου 9 κατά την εξέταση των γερμανικών λειτουργικών κανόνων. Επομένως, θα εξετάσει τα γερμανικά μέτρα αποκλειστικώς και μόνο βάσει του άρθρου 8, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2408/92.

28      Όσον αφορά την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η Επιτροπή εκτιμά ότι έχει σαφώς εφαρμογή εν προκειμένω, δυνάμει του άρθρου 3 της Συμφωνίας.

29      Η Επιτροπή διαπιστώνει, συναφώς, ότι η εκμετάλλευση δικτύων τύπου ακτινωτού τροχού είναι πλέον διαδεδομένη μεταξύ των κοινοτικών αερομεταφορέων. Το σύστημα αυτό καθιστά δυνατή την πλήρη κάλυψη της αγοράς των αερομεταφορών, με την παροχή υπηρεσιών μεταξύ δύο οιωνδήποτε αερολιμένων εξυπηρετούμενων από τον κομβικό αερολιμένα, χωρίς να είναι απαραίτητη η πραγματοποίηση των επενδύσεων που απαιτούνται για τις απευθείας γραμμές. Οι αερομεταφορείς που χρησιμοποιούν έναν συγκεκριμένο αερολιμένα ως κόμβο συνήθως κατέχουν πολύ σημαντικό μερίδιο της κυκλοφορίας στον αερολιμένα αυτόν. Συνεπώς, κατά την άποψη της Επιτροπής, είναι βέβαιον ότι οποιοσδήποτε περιορισμός θα επηρεάσει αυτομάτως τον κατέχοντα δεσπόζουσα θέση στον εν λόγω αερολιμένα περισσότερο από τους ανταγωνιστές του. Το γεγονός αυτό μάλλον δεν συνιστά καθαυτό διάκριση.

30      Η Επιτροπή καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα και ως προς την ύπαρξη έμμεσης διακρίσεως. Συγκεκριμένα, για να υφίσταται έμμεση διάκριση, τα γερμανικά μέτρα θα έπρεπε να θίγουν, από τις πτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας, ήτοι μόνον τις πραγματοποιούμενες μεταξύ Κοινότητας και Ελβετίας, πρωτίστως τις πτήσεις τις οποίες εκτελούν οι ελβετικοί αερομεταφορείς. Είναι πρόδηλον ότι αυτό δεν ισχύει όσον αφορά τις πτήσεις κατά τις ώρες που επιβάλλονται τα γερμανικά μέτρα, καθόσον ελβετικοί και κοινοτικοί αερομεταφορείς θίγονται κατά τρόπον ακριβώς ανάλογο προς το μερίδιό τους σε πτήσεις οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας, δεδομένου ότι επηρεάζονται εξίσου όλες οι πτήσεις μεταξύ Κοινότητας και Ελβετίας, ανεξαρτήτως της ιθαγένειας του αερομεταφορέα. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα γερμανικά μέτρα εισάγουν διακρίσεις.

31      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι υφίσταται ενδεχομένως διάκριση μεταξύ του αερολιμένα της Ζυρίχης και των γερμανικών αερολιμένων, ή εις βάρος του πληθυσμού στις οικείες ελβετικές περιοχές σε σχέση με τον πληθυσμό στις αντίστοιχες γερμανικές περιοχές, η διάκριση αυτή δεν θα ενέπιπτε, ούτως ή άλλως, στο πεδίο της αναλύσεως που η Επιτροπή οφείλει να πραγματοποιήσει εν προκειμένω.

32      Η Επιτροπή διαπιστώνει εξάλλου ότι, αντιθέτως προς ό,τι ισχύει για την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η Συμφωνία δεν περιέχει ρητή μνεία της αρχής της αναλογικότητας. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η Συμφωνία προβλέπει απλώς και μόνον την ανταλλαγή δικαιωμάτων μεταφορών, οπότε η ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών κατά την έννοια των άρθρων 49 ΕΚ και 51 ΕΚ δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της Συμφωνίας. Εντούτοις, δεδομένου ότι η αρχή της αναλογικότητας εφαρμόστηκε σε όλες τις προγενέστερες υποθέσεις και λαμβανομένου υπόψη του αμφίσημου χαρακτήρα των διατάξεων της Συμφωνίας, η Επιτροπή εξετάζει επικουρικώς την εν λόγω αρχή προκειμένου να διαπιστώσει αν, σε περίπτωση που ετύγχανε εφαρμογής, τα γερμανικά μέτρα θα ήσαν σύμφωνα με αυτήν.

33      Η Επιτροπή ξεκινά την ανάλυσή της συναφώς, τονίζοντας ότι η αρχή της αναλογικότητας δεν αποτελεί κριτήριο το οποίο η Επιτροπή οφείλει να χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο της Συμφωνίας και ότι η απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 2001, C‑361/98, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I‑385, στο εξής: απόφαση Malpensa), δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή Αερομεταφορών Κοινότητας και Ελβετίας, η οποία συγκροτήθηκε βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 1, της Συμφωνίας (στο εξής: Κοινή επιτροπή), ούτε εξετάστηκε από αυτήν, οπότε δεν μπορεί να παράσχει κατευθύνσεις σχετικά με την ερμηνεία της Συμφωνίας.

34      Η Επιτροπή εκτιμά ότι τα γερμανικά μέτρα δεν είναι δυσανάλογα. Οι μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις μεταξύ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και Ελβετικής Συνομοσπονδίας μάλλον αποδεικνύουν ότι τα μέτρα είναι όντως αναγκαία, παρά τον ισχυρισμό της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ότι οι ηχοστάθμες στη Γερμανία δεν υπερβαίνουν τις οριακές τιμές που ισχύουν για τις εκπομπές θορύβου. Πράγματι, τα κράτη μέλη είναι καταρχήν ελεύθερα να λαμβάνουν μέτρα μειώσεως της έντασης θορύβου και πέραν των ως άνω ορίων, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Η Επιτροπή επισημαίνει, εξάλλου, ότι γερμανική περιοχή επάνω από την οποία πετούν τα αεροσκάφη που προσεγγίζουν τη Ζυρίχη είναι σημαντικός τουριστικός προορισμός και, επομένως, ιδιαιτέρως ευάλωτη στις εκπομπές θορύβου.

35      Η Επιτροπή προσθέτει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν έχει καμία αρμοδιότητα επί του αερολιμένα της Ζυρίχης, καθόσον βρίσκεται σε ελβετικό έδαφος. Μόνον η Ελβετική Συνομοσπονδία θα είχε την απαιτούμενη αρμοδιότητα για να επιβάλει τα σχετικά μέτρα, περιλαμβανομένης της εγκαταστάσεως του αναγκαίου εξοπλισμού. Η Επιτροπή τονίζει, πράγματι, ότι ένας από τους σκοπούς των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και Ελβετικής Συνομοσπονδίας ήταν ακριβώς να εξασφαλιστεί ότι η Ελβετία θα λάμβανε τα κατάλληλα μέτρα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, πράγμα το οποίο δεν συνέβη την τελευταία εικοσαετία.

36      Η Επιτροπή αμφισβητεί τη βασιμότητα του ισχυρισμού της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ότι η ικανότητα εξυπηρετήσεως αεροσκαφών (στο εξής: επιχειρησιακή ικανότητα) του αερολιμένα της Ζυρίχης έχει μειωθεί σημαντικά σε σύγκριση με τον μέγιστο αριθμό κινήσεων πριν από την εφαρμογή των γερμανικών μέτρων. Συγκεκριμένα, ακόμη και χωρίς τα γερμανικά μέτρα, η μέση ικανότητα του συστήματος που χρησιμοποιείται για τις πτήσεις μεταξύ των ωρών 21:00 και 7:00 θα ήταν για 25 μόνον προσγειώσεις και απογειώσεις. Κατά την Επιτροπή, ο ενδεχόμενος αντίκτυπος θα περιοριζόταν το πολύ σε ένα τρίωρο κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου και των επισήμων αργιών.

37      Όσον αφορά την ύπαρξη λιγότερο επαχθών μέτρων προς επίτευξη της επιδιωκόμενης μειώσεως της έντασης του θορύβου, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είχε άλλα μέσα στη διάθεσή της.

38      Βάσει των στοιχείων που διαθέτει, η Επιτροπή καταλήγει ότι, ακόμη και αν, αντιθέτως προς τη δική της εκτίμηση, η αρχή της αναλογικότητας ετύγχανε εφαρμογής εν προκειμένω, τα γερμανικά μέτρα δεν θα αντέβαιναν στην εν λόγω αρχή.

39      Όσον αφορά το ζήτημα της συμβατότητας των μέτρων αυτών με τις λοιπές διατάξεις της Συμφωνίας, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν εξουσιοδοτείται να εξετάσει τυχόν παραβάσεις της Συμφωνίας πέραν των ορίων που καθορίζει το άρθρο 18, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, της εν λόγω Συμφωνίας.

40      Η Επιτροπή προσθέτει ότι είναι αλυσιτελής ο ισχυρισμός της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ότι ο 213ος ΚΕ αντιβαίνει στο άρθρο 17 της Συμφωνίας, στο μέτρο που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της Συμφωνίας, οπότε η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να της αντιταχθεί.

41      Η Επιτροπή εκτιμά, εξάλλου, ότι δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ούτε το επιχείρημα που αντλείται από την οδηγία 2002/30. Δεδομένου ότι η οδηγία 2002/30 εκδόθηκε κατόπιν της συνάψεως της Συμφωνίας, θα έπρεπε η κοινή επιτροπή να έχει αποφανθεί σχετικά με αυτήν, σύμφωνα με το άρθρο 23 της Συμφωνίας, προκειμένου να μπορεί να εφαρμοστεί για τους σκοπούς της συμφωνίας, πράγμα που δεν έχει ακόμη συμβεί, αντιθέτως προς ό,τι δηλώνει η Ελβετική Συνομοσπονδία με την από 21 Οκτωβρίου 2003 επιστολή της. Πάντως, ακόμη και αν είχε ενσωματωθεί στη Συμφωνία, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, τα κράτη μέλη οφείλουν να υιοθετούν εξισορροπημένη προσέγγιση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων θορύβου στους αερολιμένες της επικράτειάς τους.

 Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

42      Η Ελβετική Συνομοσπονδία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου και πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C‑70/04.

43      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Ιουλίου 2004, επιτράπηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

44      Με τη διάταξη της 14ης Ιουλίου 2005, C-70/04, Ελβετική Συνομοσπονδία κατά Επιτροπής (δεν δημοσιεύθηκε στη Συλλογή), το Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση αυτή στο Πρωτοδικείο. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε με την ως άνω διάταξη (σκέψη 21) ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία πρέπει να εξομοιωθεί με κράτος μέλος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφυγές που ασκούνται από τα κράτη μέλη κατά αποφάσεων της Επιτροπής υπάγονται πλέον σε πρώτο βαθμό στη δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου, εφόσον πρόκειται για τις προσφυγές του άρθρου 230 ΕΚ, οι οποίες, κατά την έννοια του άρθρου 225 ΕΚ, δεν ανατίθενται σε δικαιοδοτικό τμήμα ούτε επιφυλάσσονται στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 51 του Οργανισμού του, ως έχει μετά την απόφαση 2004/407/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2004, που τροποποιεί τα άρθρα 51 και 54 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου (ΕΕ L 132, σ. 5, διορθωτικό, ΕΕ L 194, σ. 3).

45      Το Δικαστήριο προσέθεσε (σκέψη 22) ότι, αν η Ελβετική Συνομοσπονδία έπρεπε, ενόψει ιδίως του συγκεκριμένου πλαισίου της Συμφωνίας σχετικά με τις αεροπορικές μεταφορές, να εξομοιωθεί όχι με κράτος μέλος αλλά με νομικό πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ η προσφυγή θα υπαγόταν και πάλι, σε πρώτο βαθμό, στη δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου, υπό τις προβλεπόμενες από την εν λόγω διάταξη της Συνθήκης προϋποθέσεις και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να παραπεμφθεί σε αυτό, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 54, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

46      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσφυγή έπρεπε να εκδικαστεί, σε πρώτο βαθμό, από το Πρωτοδικείο, κατ’ εφαρμογήν είτε της αποφάσεως 2004/407 είτε του άρθρου 54, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

47      Με διάταξη της 7ης Ιουλίου 2006, το Πρωτοδικείο δέχθηκε το αίτημα του Landkreis Waldshut να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Το Landkreis Waldshut είναι η κείμενη πλησίον των ελβετικών συνόρων γερμανική περιοχή της οποίας υπερίπτανται τα αεροσκάφη που προσεγγίζουν τον αερολιμένα της Ζυρίχης, στη δε προστασία της από τις ηχητικές οχλήσεις αποσκοπούν τα γερμανικά μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

48      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου μεταβλήθηκε, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πέμπτο τμήμα στο οποίο και ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

49      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (νυν Γενικού Δικαστηρίου) (πέμπτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Σεπτεμβρίου 2009.

50      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κηρύξει την προσβαλλόμενη απόφαση άκυρη και χωρίς έννομο αποτέλεσμα, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και το Landkreis Waldshut στα δικαστικά έξοδα.

51      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και

–        να καταδικάσει την Ελβετική Συνομοσπονδία στα δικαστικά έξοδα.

52      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

53      Το Landkreis Waldshut ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή και

–        να καταδικάσει την Ελβετική Συνομοσπονδία στα δικαστικά έξοδα, καθώς επίσης να την υποχρεώσει να του καταβάλει και τα εξωδικαστικά του έξοδα.

 Σκεπτικό

54      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι το Landkreis Waldshut ζήτησε με το υπόμνημα παρεμβάσεως από το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό της προσφυγής και να την κρίνει απαράδεκτη, ιδίως καθόσον η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν μπορεί να εξομοιωθεί με κράτος μέλος και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν την αφορά άμεσα και ατομικά.

55      Εντούτοις, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης αποφάσεως, παρέλκει η απόφανση επί του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής, στο μέτρο που αυτή είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέα ως αβάσιμη (βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2002, C-23/00 P, Συμβούλιο κατά Boehringer, Συλλογή 2002, σ. I‑1873, σκέψη 52, και της 23ης Μαρτίου 2004, C‑233/02, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑2759, σκέψη 26).

56      Συναφώς, τονίζεται ότι, προς στήριξη της προσφυγής της, η Ελβετική Συνομοσπονδία προέβαλε, κατ’ ουσίαν, τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Ο δεύτερος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού 2408/92. Ο τρίτος λόγος αφορά, αφενός, παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της αναλογικότητας και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών και, αφετέρου, αθέτηση της απορρέουσας από το άρθρο 17 της Συμφωνίας υποχρεώσεως ειλικρινούς συνεργασίας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Ελβετικής Συνομοσπονδίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

57      Η Ελβετική Συνομοσπονδία ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως, καθόσον δεν της παρέσχε, στην πράξη, τη δυνατότητα να το ασκήσει πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι της έταξε προθεσμία πέντε μόλις εργάσιμων ημερών προκειμένου να αναπτύξει τις παρατηρήσεις της επί της απευθυνόμενης στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ανακοινώσεως αιτιάσεων. Η σύντομη αυτή προθεσμία κατέστησε αδύνατη, για την Ελβετική Συνομοσπονδία, την ενδελεχή εξέταση των επιχειρημάτων της Επιτροπής και την αποτελεσματική υπεράσπισή της. Η Ελβετική Συνομοσπονδία είχε, εξάλλου, επικαλεστεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και με τις παρατηρήσεις της επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Το γεγονός ότι τάχθηκε τόσο σύντομη προθεσμία για την υποβολή των παρατηρήσεων της Ελβετικής Συνομοσπονδίας επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων καθίσταται ακόμη πιο ακατανόητο, αν ληφθεί υπόψη ότι η Επιτροπή, σε καμία περίπτωση, δεν προσέδωσε στην υπόθεση χαρακτήρα εξαιρετικού επείγοντος.

58      Η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες αμφισβητούν τη βασιμότητα των ισχυρισμών της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

59      Πρέπει να υπομνηστεί, αφενός, ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία υπέβαλε την καταγγελία στην οποία ανάγεται η έκδοση της ανακοινώσεως αιτιάσεων και, ακολούθως, της προσβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, ότι η απόφαση αυτή δεν απευθύνεται στην Ελβετική Συνομοσπονδία, αλλά στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

60      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, απλώς και μόνο λόγω της ιδιότητας του καταγγέλλοντος, μπορεί να αναγνωριστεί στην Ελβετική Συνομοσπονδία το δικαίωμα ακροάσεως, υπό τη μορφή της αναπτύξεως παρατηρήσεων επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, δεν συντρέχει προσβολή του δικαιώματος αυτού.

61      Είναι αληθές ότι, εκ πρώτης όψεως, η προθεσμία των πέντε εργάσιμων ημερών που έταξε η Επιτροπή στην Ελβετική Συνομοσπονδία για να υποβάλει τις παρατηρήσεις της θα χαρακτηριζόταν μάλλον βραχεία.

62      Πάντως, η Ελβετική Συνομοσπονδία μπόρεσε, πριν εκπνεύσει η ως άνω προθεσμία, να καταθέσει υπόμνημα έντεκα σελίδων, με τις παρατηρήσεις της επί της ανακοινώσεως αιτιάσεων, συνοδευόμενο μάλιστα από δεύτερο υπόμνημα, δεκατριών σελίδων, με τις παρατηρήσεις της επί του προαναφερθέντος στη σκέψη 20 εγγράφου των γερμανικών αρχών, της 28ης Αυγούστου 2003.

63      Ασφαλώς, στο εισαγωγικό τμήμα του υπομνήματος με τις παρατηρήσεις της επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η Ελβετική Συνομοσπονδία προσάπτει στην Επιτροπή ότι προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας, τάσσοντάς της υπερβολικά βραχεία προθεσμία. Προσθέτει δε ότι δεν είναι σε θέση να αναλύσει όλα τα ζητήματα που θέτει η ανακοίνωση των αιτιάσεων, οπότε θα περιοριστεί σε ορισμένα που έχουν κεφαλαιώδη σημασία για εκείνη.

64      Ωστόσο, στο δικόγραφο της προσφυγής της, η Ελβετική Συνομοσπονδία απλώς και μόνον επικαλείται, γενικόλογα, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, χωρίς να προσδιορίσει ούτε ένα ζήτημα το οποίο δεν έθιξε με το υπόμνημα των παρατηρήσεών της επί της ανακοινώσεως αιτιάσεων λόγω της πολύ σύντομης προθεσμίας που της τάχθηκε συναφώς.

65      Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία είχε επίσης την ευκαιρία να εκθέσει την άποψή της σχετικά με την ανακοίνωση των αιτιάσεων κατά τη συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής «Πρόσβαση στην αγορά (αεροπορικές μεταφορές)» στις 4 Νοεμβρίου 2003.

66      Τέλος, ούτε προκύπτει από τη δικογραφία ούτε, εξάλλου, ισχυρίστηκε η Ελβετική Συνομοσπονδία ότι ζήτησε από την Επιτροπή παράταση της οικείας προθεσμίας.

67      Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού 2408/92

 Επιχειρήματα των διαδίκων

68      Η Ελβετική Συνομοσπονδία ισχυρίζεται ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε ότι τα επίδικα γερμανικά μέτρα έπρεπε να εξεταστούν μόνον ως προς τη συμβατότητά τους με το άρθρο 8, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 2408/92. Κατ’ αυτόν τον τρόπο απέκλεισε την εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, για τον λόγο ότι οι γερμανικές αρχές δεν την είχαν ενημερώσει για τη λήψη των ως άνω μέτρων.

69      Κατά την άποψη της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, η Επιτροπή, στο μέτρο που εξαρτά την εφαρμογή του άρθρου 9 του κανονισμού 2408/92 από την κοινοποίηση, εκ μέρους του ενδιαφερομένου κράτους, των μέτρων τα οποία έλαβε, παρέχει στο εν λόγω κράτος την ευχέρεια να επιλέξει το ίδιο τα κριτήρια εκτιμήσεως της συμπεριφοράς του. Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κοινοποίησε στην Επιτροπή τον δεύτερο τροποποιητικό του 213ου ΚΕ κανονισμό, αντιθέτως προς τη διαπίστωση την οποία περιέχει η αιτιολογική σκέψη 32 της ίδιας αποφάσεως.

70      Η Ελβετική Συνομοσπονδία υποστηρίζει ότι η διάταξη του άρθρου 9 του κανονισμού 2408/92 αποτελεί lex specialis σε σχέση με το άρθρο 8 του κανονισμού αυτού. Κατά την άποψή της, τα επίδικα γερμανικά μέτρα σαφώς εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 9, καθόσον συνιστούν εσκεμμένο περιορισμό της δυνατότητας προσεγγίσεως του αερολιμένα της Ζυρίχης μέσω του γερμανικού εναέριου χώρου και, ως εκ τούτου, ισοδυναμούν στην πράξη με περιορισμό των δικαιωμάτων μεταφορών.

71      Οι προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2408/92 σχετικά με τη λήψη τέτοιων μέτρων δεν πληρούνται και, επιπροσθέτως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν τήρησε τη διαδικασία την οποία προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού για την κοινοποίηση των μέτρων που έλαβε. Επιπλέον, τα μέτρα αυτά θίγουν κατά τρόπο δυσανάλογο την ελβετική αεροπορική εταιρία Swiss και συνιστούν, επομένως, δυσμενή διάκριση εις βάρος της. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού 2408/92, στο μέτρο που όριζε ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μπορούσε να συνεχίσει να εφαρμόζει τα μέτρα αυτά.

72      Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Ελβετική Συνομοσπονδία προσθέτει ότι η Επιτροπή, αντί να υποστηρίξει την άποψη που υιοθέτησε με την προσβαλλόμενη απόφασή της, ήτοι ότι το άρθρο 9 του κανονισμού 2408/92 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση των επίδικων γερμανικών μέτρων για τον λόγο ότι οι γερμανικές αρχές δεν τα είχαν κοινοποιήσει, προβάλλει ένα διαφορετικό επιχείρημα, συγκεκριμένα δε ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται αποκλειστικώς επί περιορισμών που σκοπούν στην επίλυση σοβαρών προβλημάτων, τα οποία δεν αφορούν μόνον τους όρους προσβάσεως στην αγορά. Κατά την Ελβετική Συνομοσπονδία πρόκειται για νέα αιτιολογία, που δεν απαντά στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η αντικατάσταση, όμως, του αιτιολογικού της προσβαλλομένης πράξεως κατά τη διάρκεια της δίκης δεν επιτρέπεται. Εξάλλου, η αντικατάσταση αυτή μαρτυρεί την ανεπάρκεια των λόγων στους οποίους στηρίχθηκε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση για να αιτιολογήσει το ανεφάρμοστο του άρθρου 9 του κανονισμού 2408/92 επί των γερμανικών μέτρων.

73      Η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες αμφισβητούν τη βασιμότητα των ισχυρισμών της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

74      Υπενθυμίζεται ότι, όπως προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 2408/92, η άσκηση των δικαιωμάτων μεταφορών, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού αυτού, υπόκειται μεταξύ άλλων σε εθνικούς λειτουργικούς κανόνες σχετικούς με την ασφάλεια, την προστασία του περιβάλλοντος και την κατανομή διαθέσιμου χρόνου χρήσεως. Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2408/92, η Επιτροπή εξετάζει είτε με δική της πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους την εφαρμογή, μεταξύ άλλων, της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, όσον αφορά συγκεκριμένο εθνικό μέτρο, και αποφασίζει αν το οικείο κράτος μέλος μπορεί να εξακολουθήσει να εφαρμόζει το μέτρο αυτό.

75      Το δε άρθρο 9 του κανονισμού 2408/92 αναφέρεται σε μία πιο συγκεκριμένη κατηγορία λειτουργικών κανόνων που διέπουν την άσκηση των δικαιωμάτων μεταφορών κατά την ως άνω έννοια, ήτοι, σύμφωνα με το γράμμα της παραγράφου 1, στους λειτουργικούς κανόνες οι οποίοι θέτουν όρους, περιορίζουν ή απαγορεύουν την άσκηση τέτοιων δικαιωμάτων. Από τον εν λόγω ορισμό των μέτρων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 9 του κανονισμού 2408/92 προκύπτει ότι πρόκειται, κατ’ ουσία, για μέτρα που συνεπάγονται απαγόρευση, έστω υπό όρους ή μερική, της ασκήσεως δικαιωμάτων μεταφορών.

76      Επομένως, ορθώς ισχυρίζεται η Ελβετική Συνομοσπονδία ότι η διάταξη του άρθρου 9 του κανονισμού 2408/92 συνιστά lex specialis σε σχέση με το άρθρο 8 του κανονισμού αυτού, υπό την έννοια ότι το άρθρο 9 αφορά μία μόνον κατηγορία κανόνων από εκείνους στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 8 και εξαρτά την εφαρμογή τους από πρόσθετες προϋποθέσεις, πέραν των προβλεπομένων από το άρθρο 8.

77      Συγκεκριμένα, τα μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2408/92 μπορούν να εφαρμοστούν από κράτος μέλος μόνον αν πληρούνται οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού και, επιπροσθέτως, το οικείο κράτος μέλος εκπληρώσει την προβλεπόμενη από την παράγραφο 3 της ίδιας διατάξεως υποχρέωση ενημερώσεως των λοιπών κρατών μελών και της Επιτροπής περί της ανάγκης λήψεως των μέτρων αυτών, τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την έναρξη της ισχύος τους.

78      Μόνο στην περίπτωση μιας τέτοιας ενημερώσεως, τόσο των λοιπών κρατών μελών όσο και της Επιτροπής, εκ μέρους του κράτους μέλους το οποίο προτίθεται να εφαρμόσει τα οικεία μέτρα, καθίσταται εφαρμόσιμο το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 2408/92. Η διάταξη αυτή προβλέπει την εξέταση εκ μέρους της Επιτροπής, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήσεως άλλου κράτους μέλους, της συμβατότητας των οικείων μέτρων τόσο με τον κανονισμό 2408/92 όσο και, γενικότερα, με το δίκαιο της Ένωσης.

79      Αντιθέτως, ελλείψει της ως άνω ενημερώσεως, τα οικεία μέτρα δεν μπορούν να εφαρμοστούν από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ακόμη και αν πληρούνται οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτά τη λήψη τους το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2.

80      Αν το κράτος μέλος εφαρμόσει, μολαταύτα, τέτοια μέτρα, η Επιτροπή δύναται να τα εξετάσει, όχι βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 2408/92, του οποίου οι προϋποθέσεις εφαρμογής δεν πληρούνται, αλλά βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού. Πράγματι, εφόσον, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω στη σκέψη 76, τα μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 9 του κανονισμού 2408/92 αποτελούν ειδική κατηγορία των μέτρων κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, η τελευταία αυτή διάταξη έχει εφαρμογή και επί των μέτρων της εν λόγω κατηγορίας.

81      Υπογραμμίζεται επιπλέον ότι, σε περίπτωση εφαρμογής από κράτος μέλος των μέτρων του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2408/92 χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπει η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού, η εξέταση των εν λόγω μέτρων βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2408/92 θα καταλήξει αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν μπορεί να εξακολουθήσει να τα εφαρμόζει (βλ. ανωτέρω σκέψη 80).

82      Διαπιστώνεται, πρώτον, ότι τα μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Επίσης, από το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι επιτράπηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να συνεχίσει να εφαρμόζει τον 213ο ΚΕ, ως έχει μετά την έκδοση του πρώτου τροποποιητικού κανονισμού της 4ης Απριλίου 2003, και ότι η απόφαση αυτή ουδόλως αφορά τον δεύτερο τροποποιητικό του 213ου ΚΕ κανονισμό της 1ης Οκτωβρίου 2003.

83      Επομένως, ακόμη και αν η κοινοποίηση, στην οποία αναφέρεται η αιτιολογική σκέψη 12 της προσβαλλομένης αποφάσεως, του δεύτερου τροποποιητικού κανονισμού από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στην Επιτροπή είχε ως σκοπό να ενημερωθεί η Επιτροπή, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 2408/92, ότι η εφαρμογή του εν λόγω δεύτερου τροποποιητικού κανονισμού ήταν αναγκαία, το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση ότι τα μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο της αποφάσεως της Επιτροπής, ήτοι ο 213ος ΚΕ, όπως ίσχυε μετά την έκδοση του πρώτου τροποποιητικού κανονισμού, δεν είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του κανονισμού 2408/92.

84      Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελβετικής Συνομοσπονδίας περί αντικαταστάσεως του αιτιολογικού της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά τη διάρκεια της δίκης, η οποία μαρτυρεί, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, την ανεπάρκεια της αιτιολογίας που περιείχε η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. ανωτέρω σκέψη 72), αρκεί να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τις αμέσως παραπάνω σκέψεις, η διαπίστωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα επίδικα γερμανικά μέτρα δεν κοινοποιήθηκαν βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 2408/92 συνιστά επαρκή αιτιολογία προς στήριξη της αποφάσεως να μην πραγματοποιηθεί εξέταση των μέτρων αυτών κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 4 της εν λόγω διατάξεως. Εξάλλου, σκοπός των διευκρινίσεων τις οποίες παρέσχε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, όσον αφορά τη φύση των μέτρων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, ήταν να δοθεί μια απάντηση στον σχετικό ισχυρισμό που προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής, οπότε οι διευκρινίσεις αυτές δεν ισοδυναμούν με νέους λόγους, προβαλλόμενους προς αντικατάσταση του αιτιολογικού της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά τη διάρκεια της δίκης.

85      Δεύτερον, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ούτε το επιχείρημα της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον δεν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα επίδικα γερμανικά μέτρα εμπίπτουν στην κατηγορία των μέτρων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2408/92 και ότι, κατά συνέπεια, απαγορευόταν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να εξακολουθήσει να τα εφαρμόζει, χωρίς να έχει τηρήσει τη διαδικασία που προβλέπει η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού.

86      Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των αιτιολογικών σκέψεων 1 έως 6 και 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα επίδικα γερμανικά μέτρα δεν συνεπάγονται, κατά τον χρόνο εφαρμογής τους, οποιαδήποτε απαγόρευση διελεύσεως από τον εθνικό εναέριο χώρο των πτήσεων που αναχωρούν από τον αερολιμένα της Ζυρίχης ή φθάνουν σε αυτόν.

87      Κατ’ ουσίαν, τα μέτρα αυτά απλώς και μόνον διασφαλίζουν ότι, κατά τον χρόνο εφαρμογής τους, δεν πραγματοποιούνται πτήσεις σε χαμηλό απόλυτο ύψος επάνω από το τμήμα της γερμανικής επικράτειας που βρίσκεται πλησίον της ελβετικής μεθορίου (αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ενώ η πτήση επάνω από την ίδια περιοχή αλλά σε μεγαλύτερο ύψος εξακολουθεί να είναι δυνατή. Συνεπώς, τα επίδικα μέτρα συνεπάγονται, κατ’ ουσίαν και όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως χωρίς να αντικρουστεί συναφώς από την Ελβετική Συνομοσπονδία, μια απλή τροποποίηση της πορείας των θιγομένων πτήσεων κατόπιν της απογειώσεως από τον αερολιμένα της Ζυρίχης ή πριν από την προσγείωση σε αυτόν.

88      Ακόμη και αν τα μέτρα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της επιχειρησιακής ικανότητας του αερολιμένα της Ζυρίχης, οπότε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως περιορισμοί, δεν εμπίπτουν, αντιθέτως προς τον ισχυρισμό της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2408/92. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε (βλ. ανωτέρω σκέψη 75), το χαρακτηριστικό γνώρισμα των μέτρων στα οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή είναι ότι συνεπάγονται απαγόρευση πτήσεων, έστω υπό όρους ή μερική.

89      Πρέπει να διευκρινιστεί συναφώς ότι, αν ένα κράτος απαιτεί την τήρηση των δημοσιευμένων εθνικών, περιφερειακών ή τοπικών του λειτουργικών κανόνων, σχετικά, μεταξύ άλλων με την προστασία του περιβάλλοντος, προκειμένου να επιτρέπει την άσκηση των δικαιωμάτων μεταφορών κατά την έννοια του κανονισμού 2408/92, τούτο δεν ισοδυναμεί με επιβολή προϋποθέσεως, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, για την άσκηση τέτοιων δικαιωμάτων. Στην περίπτωση αυτή, η διάταξη του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 2408/92 δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα. Οι προϋποθέσεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2408/92 είναι μάλλον εκείνες που εξαρτούν την άσκηση των δικαιωμάτων μεταφορά από τη συνδρομή και άλλων περιστάσεων, πέραν της απλής τηρήσεως των δημοσιευμένων εθνικών, περιφερειακών ή τοπικών κανόνων. Έτσι, η απαίτηση να αποδειχθεί είτε η εμπορική βιωσιμότητα μιας προτεινόμενης νέας αεροπορικής συνδέσεως είτε η έλλειψη ικανοποιητικών εναλλακτικών μέσων μεταφοράς για την ίδια σύνδεση αποτελούν παραδείγματα προϋποθέσεων που θα μπορούσαν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2408/92.

90      Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι τα επίδικα γερμανικά μέτρα δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 2408/92.

91      Επομένως, ο δεύτερος λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά, αφενός, παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της αναλογικότητας και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών και, αφετέρου, αθέτηση της απορρέουσας από το άρθρο 17 της Συμφωνίας υποχρεώσεως ειλικρινούς συνεργασίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

92      Κατ’ αρχάς, η Ελβετική Συνομοσπονδία προσάπτει στην Επιτροπή, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ότι παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Συναφώς ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε, με τη σκέψη 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι μια ενδεχόμενη δυσμενής διάκριση εις βάρος του αερολιμένα της Ζυρίχης ή των περιοίκων του δεν θα ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας. Τα συμφέροντα του αερολιμένα της Ζυρίχης και των περιοίκων του συνιστούν, κατά την άποψη της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, «θέματα που συνδέονται άμεσα με τις αερομεταφορές» και εμπίπτουν, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας, σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 2 της Συμφωνίας αυτής. Εξάλλου, ο ρόλος της Επιτροπής κατά την εφαρμογή της Συμφωνίας δεν περιορίζεται στην άσκηση των εξουσιών που απορρέουν από το άρθρο 18, παράγραφος 2, της Συμφωνίας. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την εφαρμογή της Συμφωνίας στο έδαφος της Κοινότητας.

93      Η Ελβετική Συνομοσπονδία προσθέτει ότι για τη λήψη, βάσει του κανονισμού 2408/92, μέτρων τα οποία έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν την πρόσβαση στην αγορά των αερομεταφορών είναι αναγκαία η συνεκτίμηση όχι μόνον των συμφερόντων των αεροπορικών εταιριών, αλλά και των δικαιωμάτων και των συμφερόντων άλλων ομάδων προσώπων που θίγονται από τα εν λόγω μέτρα. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η ίδια η Επιτροπή προβάλλει ως δικαιολογητικό λόγο για τα γερμανικά μέτρα τα συμφέροντα του τουριστικού τομέα στην όμορη με τον αερολιμένα της Ζυρίχης γερμανική περιοχή.

94      Επομένως, κατά την Ελβετική Συνομοσπονδία, η Επιτροπή όφειλε να προχωρήσει σε σύγκριση των επίδικων γερμανικών μέτρων, τα οποία αφορούν τον αερολιμένα της Ζυρίχης, με τα μέτρα που έχει λάβει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όσον αφορά τα εθνικά της αεροδρόμια, ιδίως του Μονάχου και της Φρανκφούρτης επί του Μάιν, πολλώ δε μάλλον καθόσον η ελεύθερη πρόσβαση σε αερολιμένα συνιστά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση της ασκήσεως των δικαιωμάτων μεταφορών των αεροπορικών εταιριών.

95      Η σύγκριση αυτή θα αποκάλυπτε ότι τα μέτρα που έλαβε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σε σχέση με τον αερολιμένα της Ζυρίχης είναι πολύ πιο περιοριστικά από τα μέτρα τα οποία έχουν ληφθεί σε σχέση με τους γερμανικούς αερολιμένες, ιδίως του Μονάχου και της Φρανκφούρτης επί του Μάιν. Μάλιστα, το γερμανικό δίκαιο θα απαγόρευε τη λήψη ανάλογων μέτρων για τους εθνικούς αερολιμένες.

96      Δεύτερον, η Ελβετική Συνομοσπονδία αμφισβητεί το συμπέρασμα στο οποίο κατάληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δηλαδή τα επίδικα γερμανικά μέτρα δεν συνεπάγονται έμμεση δυσμενή διάκριση εις βάρος της ελβετικής αεροπορικής εταιρίας Swiss. Ισχυρίζεται, συναφώς, ότι τα επίδικα γερμανικά μέτρα πλήττουν κυρίως και κατά τρόπο δυσανάλογο την εν λόγω εταιρία η οποία, όπως αναγνωρίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, χρησιμοποιεί τον αερολιμένα της Ζυρίχης ως κόμβο του ακτινωτού της δικτύου. Η άποψη ότι τα επίδικα μέτρα ενέχουν δυσμενή διάκριση ενισχύεται από το γεγονός ότι κανένα τέτοιο μέτρο δεν έχει ληφθεί όσον αφορά τους αερολιμένες του Μονάχου και της Φρανκφούρτης επί του Μάιν, οι οποίοι χρησιμοποιούνται από τη γερμανική αεροπορική εταιρία Lufthansa ως κόμβοι του δικού της ακτινωτού δικτύου.

97      Τρίτον, η Ελβετική Συνομοσπονδία αμφισβητεί την περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτίμηση ότι τα επίδικα γερμανικά μέτρα κατά των οχλήσεων από τον θόρυβο είναι απαραίτητα για την προστασία ενός σημαντικού τουριστικού προορισμού. Ισχυρίζεται, συναφώς, ότι το γεγονός και μόνον ότι βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν αποδεικνύει ότι τα επίδικα μέτρα είναι αναγκαία από νομικής απόψεως. Οι ως άνω διαπραγματεύσεις στις οποίες μετείχε η Ελβετική Συνομοσπονδία είχαν, κατά την άποψή της, πολιτικό και όχι νομικό περιεχόμενο.

98      Επιπλέον, η Επιτροπή δεν ήλεγξε αν οι οχλήσεις από τον θόρυβο στην γερμανική περιοχή την οποία αφορούν τα επίδικα μέτρα ήσαν αρκετά σοβαρές ώστε να δικαιολογούν τη λήψη των μέτρων αυτών. Η Ελβετική Συνομοσπονδία ισχυρίζεται ότι είχε προσκομίσει, προς στήριξη της καταγγελίας της, λεπτομερείς υπολογισμούς του Laboratoire suisse d’essai de matériaux et de recherches (EMPA), οι οποίοι αποδείκνυαν το αντίθετο. Είχε επίσης υπογραμμίσει με την καταγγελία της ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι πτήσεις που πραγματοποιούνται πάνω από την περιοχή την οποία αφορούν τα επίδικα γερμανικά μέτρα βρίσκονται στο στάδιο της προσγειώσεως, οπότε οι κινητήρες των αεροσκαφών λειτουργούν με μειωμένη ισχύ, πράγμα που συνεπάγεται τον μετριασμό των οχλήσεων από τον θόρυβο. Επιπλέον, τα αεροσκάφη υπερίπτανται της εν λόγω περιοχής σε σχετικά μεγάλο ύψος. Κατέρχονται σε ύψος 800 μέτρων προκειμένου να αρχίσουν την τελική προσέγγιση για την προσγείωσή τους μόνον όταν φθάσουν πλέον στην τοποθεσία όπου ο Ρήνος αποτελεί το φυσικό σύνορο μεταξύ Γερμανίας και Ελβετίας.

99      Εξάλλου, δεν ελήφθη υπόψη με την προσβαλλόμενη απόφαση το γεγονός ότι τα επίπεδα της ηχορρύπανσης στην οικεία γερμανική περιοχή ήσαν ήδη κατώτερα από τις ελβετικές οριακές τιμές, οι οποίες είναι αυστηρότερες από τις αντίστοιχες γερμανικές. Επιπλέον, ορισμένες από τις απαιτήσεις που θέτουν τα επίδικα γερμανικά μέτρα ως προς το ελάχιστο ύψος πτήσεως δεν δικαιολογούνται σε καμία περίπτωση από λόγους σχετικούς με την προστασία κατά του θορύβου, δεδομένου ότι ακόμη και πτήσεις σε πολύ χαμηλότερο ύψος δεν προκαλούν κανέναν θόρυβο.

100    Η Ελβετική Συνομοσπονδία προσθέτει ότι η Επιτροπή όφειλε να χρησιμοποιήσει την οδηγία 2002/30 ως οδηγό στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των επίδικων γερμανικών μέτρων. Η οδηγία αυτή όχι μόνον παραπέμπει στον κανονισμό 2408/92, αλλά αντανακλά την επιτευχθείσα πολιτική συναίνεση όσον αφορά την εξισορροπημένη προσέγγιση της διαχειρίσεως του θορύβου των αεροσκαφών.

101    Η Ελβετική Συνομοσπονδία αμφισβητεί, συναφώς, τους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως, για να αιτιολογήσει το ότι δεν έλαβε υπόψη την οδηγία 2002/30. Στις 3 Δεκεμβρίου 2003 η Κοινή Επιτροπή αποφάσισε επί της αρχής να ενσωματωθεί η οδηγία αυτή στο παράρτημα της Συμφωνίας. Ασφαλώς, η οδηγία 2002/30 θα έπρεπε, στη συνέχεια, να μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών. Εντούτοις, βάσει της απορρέουσας από το άρθρο 17 της Συμφωνίας υποχρεώσεως ειλικρινούς συνεργασίας, η Επιτροπή ως εκπρόσωπος της Κοινότητας όφειλε να λάβει υπόψη την εν λόγω οδηγία, η οποία ενθαρρύνει, όπως προκύπτει από την έβδομη αιτιολογική της σκέψη, τη λήψη εκείνων των μέτρων που συνεπάγονται το μέγιστο όφελος για το περιβάλλον με το μικρότερο κόστος. Τούτο όμως δεν συμβαίνει στην περίπτωση των επίδικων γερμανικών μέτρων, καθόσον, πέραν του ιδιαιτέρως υψηλού τους κόστους, έχουν ως αποτέλεσμα την επιδείνωση, από περιβαλλοντικής απόψεως, της κατάστασης στις όμορες με τον αερολιμένα της Ζυρίχης ελβετικές περιοχές, ενώ η βελτίωση την οποία συνεπάγονται για τη ζώνη της γερμανικής μεθορίου είναι αμελητέα.

102    Ούτε μπορεί να γίνει δεκτό το συμπέρασμα το οποίο αντλεί η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/30, ότι δηλαδή η υποχρέωση των κρατών μελών να υιοθετούν μια εξισορροπημένη προσέγγιση κατά την αντιμετώπιση των προβλημάτων θορύβου αφορά μόνον τους αερολιμένες που βρίσκονται στο έδαφός τους. Κατά την Ελβετική Συνομοσπονδία, θα ήταν δικαιολογημένη, από τη σκοπιά του δικαίου της Ένωσης, η απαίτηση να υιοθετούν τα κράτη μέλη την ίδια προσέγγιση και όταν λαμβάνουν μέτρα τα οποία αφορούν αερολιμένα ευρισκόμενο στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

103    Η Ελβετική Συνομοσπονδία προσθέτει ότι είναι υπερβολικά γενική και η εκτίμηση, την οποία διατυπώνει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η οικεία γερμανική περιοχή αποτελεί σημαντικό τουριστικό προορισμό. Στην πραγματικότητα, τα αεροσκάφη που πετούν από και προς τον αερολιμένα της Ζυρίχης περνούν πάνω από ορισμένους μόνο γερμανικούς παραμεθόριους δήμους, και μάλιστα σε μεγάλο ύψος. Επιπλέον, ο γερμανικός τουριστικός κλάδος της οικείας περιοχής αντλεί ουσιώδη οφέλη από την εγγύτητά του με τον αερολιμένα της Ζυρίχης. Πέραν τούτου, τα επίδικα γερμανικά μέτρα πλήττουν βαρύτερα πλείονες, όμορους με τον αερολιμένα της Ζυρίχης, ελβετικούς δήμους, εκ των οποίων ορισμένοι έχουν και σημαντικό αριθμό κατοίκων.

104    Στη συνέχεια, η Ελβετική Συνομοσπονδία βάλλει κατά του συμπεράσματος στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επίδικα γερμανικά μέτρα δεν είναι δυσανάλογα. Ισχυρίζεται συναφώς ότι η Επιτροπή, διαπιστώνει μεν ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν θα μπορούσε να λάβει λιγότερο δραστικά μέτρα, πλην όμως παραλείπει, κατά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, να εκθέσει ποια άλλα μέτρα εξέτασε στο πλαίσιο της αναλύσεώς της.

105    Η Ελβετική Συνομοσπονδία προσθέτει ότι υφίστανται, πέραν των επίδικων γερμανικών μέτρων, και άλλα μέτρα, μεταξύ των οποίων η επιβολή ενός ανωτάτου ορίου θορύβου που θα πρέπει να τηρείται ορισμένες ώρες κατά την πτήση πάνω από την οικεία γερμανική περιοχή. Παρόμοιο όριο θορύβου κατά τις νυκτερινές ώρες έχει επιβληθεί, από το καλοκαίρι του 2002, για τον αερολιμένα της Φρανκφούρτης επί του Μάιν.

106    Επιπλέον, δεν ασκεί καμία επιρροή η περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωση ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στερείται κάθε αρμοδιότητας επί του αερολιμένα της Ζυρίχης. Συγκεκριμένα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιδιώκει, με τα επίδικα μέτρα, να επιβάλει την αναδιάρθρωση του συστήματος λειτουργίας του εν λόγω αερολιμένα, σφετεριζόμενη ακριβώς τη σχετική αρμοδιότητα. Όσον αφορά τη διαπίστωση ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία παρέλειψε, κατά την τελευταία εικοσαετία, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, όχι μόνο δεν ασκεί επιρροή αλλά είναι και ανακριβής. Στην πραγματικότητα, η Ελβετική Συνομοσπονδία ανέκαθεν παρείχε στους γερμανικούς δήμους και τους κατοίκους τους τη δυνατότητα συμμετοχής στις έρευνες που αφορούσαν την τροποποίηση του καθεστώτος παραχωρήσεως υπηρεσιών στον αερολιμένα.

107    Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει, καθόσον αλλοιώνει την πραγματικότητα, ελαχιστοποιώντας τον αντίκτυπο που έχουν τα επίδικα γερμανικά μέτρα στην επιχειρησιακή ικανότητα του αερολιμένα της Ζυρίχης. Αφενός, δεν ελήφθη υπόψη με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι επιτακτικοί λόγοι σχετικοί με την τοπογραφία του αερολιμένα επιβάλλουν την πραγματοποίηση των προσγειώσεων από τον Βορρά. Δεδομένου ότι αυτό δεν είναι πλέον δυνατό κατά τις ώρες εφαρμογής των επίδικων γερμανικών μέτρων, η επιχειρησιακή ικανότητα του αερολιμένα μειώνεται αισθητώς, με συνέπεια την ύπαρξη διαρκούς συμφόρησης η οποία παρακωλύει τη ροή της αεροπορικής κυκλοφορίας όσον αφορά τις προσγειώσεις που προβλέπονται για το διάστημα μεταξύ των ωρών 6:00 και 6:30, για μετά τις 21:00, καθώς και για μετά τις 8:30 κατά τις επίσημες αργίες.

108    Αφετέρου, όσον αφορά την επιχειρησιακή ικανότητα του αερολιμένα της Ζυρίχης τόσο στις προσγειώσεις όσο και στις απογειώσεις, κακώς ελήφθη υπόψη με την προσβαλλόμενη απόφαση η μέγιστη ικανότητα, η οποία αποτελεί θεωρητική και μόνον τιμή. Κατά την Ελβετική Συνομοσπονδία, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη την προσδοκώμενη ικανότητα, η οποία υπολείπεται πάντοτε της ανώτατης δυνατής τιμής. Αν είχε ληφθεί υπόψη αυτή η ικανότητα όσον αφορά τις απογειώσεις, θα είχε διαπιστωθεί ότι κατά τα διαστήματα μεταξύ των ωρών 7:00 και 8:00 και 20:00 με 21:00, στο τέλος της εβδομάδας, προβλέπονται περισσότερες απογειώσεις από αυτές που επιτρέπει η μειωμένη, λόγω της εφαρμογής των επίδικων γερμανικών μέτρων, επιχειρησιακή ικανότητα του αερολιμένα της Ζυρίχης.

109    Επιπλέον, κακώς έκρινε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η εγκατάσταση νέων συστημάτων προσγειώσεως θα αύξανε την επιχειρησιακή ικανότητα του αερολιμένα της Ζυρίχης. Η εγκατάσταση αυτή θα παρείχε απλώς τη δυνατότητα εφαρμογής τροποποιημένων διαδικασιών προσεγγίσεως, και στις περιπτώσεις περιορισμένης ορατότητας, χωρίς όμως να έχει, στην πράξη, κανέναν αντίκτυπο επί της επιχειρησιακής ικανότητας του αερολιμένα. Όσον αφορά τη διαλαμβανόμενη στην αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλομένης αποφάσεως διαπίστωση, ότι υπάρχει σημαντική εφεδρική ικανότητα κατά τις ώρες που προηγούνται και έπονται του διαστήματος εφαρμογής των επίδικων γερμανικών μέτρων, η Ελβετική Συνομοσπονδία ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παραβλέπει πρακτικούς περιορισμούς σχετικούς με τη λειτουργία τόσο των αεροπορικών εταιριών όσο και του αερολιμένα. Αυτοί οι περιορισμοί καθιστούν, αφενός, απαραίτητη τη βελτιστοποίηση της ροής των πραγματοποιούμενων κατά κύματα προσγειώσεων και απογειώσεων και, αφετέρου, δυσχερή τη μετάθεση των πτήσεων σε ώρες που προηγούνται ή έπονται του διαστήματος αιχμής.

110    Η Ελβετική Συνομοσπονδία προσθέτει ότι κακώς η Επιτροπή ανέλυσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την κατάσταση όσον αφορά την επιχειρησιακή ικανότητα, στηριζόμενη αποκλειστικώς και μόνο στο πρόγραμμα πτήσεων της αεροπορικής εταιρίας Swiss. Ακολουθώντας την προσέγγιση αυτή, δεν έλαβε υπόψη ότι τα επίδικα γερμανικά μέτρα συνεπάγονται, κατ’ ανάγκην, ένα πολύ λιγότερο αποτελεσματικό σύστημα λειτουργίας του αερολιμένα της Ζυρίχης, το οποίο έχει πρακτικές επιπτώσεις τόσο από πλευράς της δυνατότητας αντιμετωπίσεως έκτακτων περιστάσεων, όπως οι δυσμενείς μετεωρολογικές συνθήκες ή η περίοδος ενάρξεως των διακοπών, όσο και από απόψεως ενδεχόμενης μελλοντικής αυξήσεως της αεροπορικής κυκλοφορίας.

111    Τρίτον, η Ελβετική Συνομοσπονδία προσάπτει στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στο μέτρο που παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι επιπτώσεις των επίδικων γερμανικών μέτρων τόσο στον αερολιμένα της Ζυρίχης όσο και στην αεροπορική εταιρία Swiss συνιστούν περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των αερομεταφορών.

112    Η Ελβετική Συνομοσπονδία αμφισβητεί, συναφώς, την άποψη της Επιτροπής, όπως εκφράστηκε στην αιτιολογική σκέψη 35, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν μετέχει στην εσωτερική αγορά των αερομεταφορών και «προς το παρόν η Συμφωνία προβλέπει απλώς την ανταλλαγή δικαιωμάτων [μεταφορών]» μεταξύ Ελβετίας και Κοινότητας. Η άποψη αυτή δεν συνάδει με την εντύπωση η οποία δόθηκε στην Ελβετική Συνομοσπονδία κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που κατέληξαν στη σύναψη της Συμφωνίας. Δεν λαμβάνει επίσης υπόψη το γεγονός ότι η Συμφωνία επιδιώκει τους ίδιους σκοπούς με τη Συνθήκη ΕΚ και τη Συμφωνία για τον ΕΟΧ. Επιπλέον, η Ελβετική Συνομοσπονδία υποστηρίζει ότι από την προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 33 απόφαση Malpensa προκύπτει ότι ο κανονισμός 2408/92 θέτει οριστικώς σε εφαρμογή την αρχή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών στον τομέα των αερομεταφορών.

113    Στο πλαίσιο αυτό, η Ελβετική Συνομοσπονδία αμφισβητεί την άποψη που εξέθεσε η Επιτροπή στην ίδια αιτιολογική σκέψη (35, στοιχείο β΄) της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία η προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 33 απόφαση Malpensa δεν είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη, καθόσον εκδόθηκε κατόπιν της συνάψεως της Συμφωνίας και δεν κοινοποιήθηκε στην Ελβετική Συνομοσπονδία ούτε εξετάστηκε από την Κοινή Επιτροπή, όπως απαιτεί το άρθρο 1, παράγραφος 2, της Συμφωνίας. Κατά την Ελβετική Συνομοσπονδία, η μη κοινοποίηση της εν λόγω αποφάσεως δεν αποκλείει τη συνεκτίμησή της, πολλώ δεν μάλλον καθόσον ανάγεται σε παράλειψη της ίδιας της Επιτροπής. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ως προς αυτό το σημείο αντιφατική, στο μέτρο που η Επιτροπή, αφενός, παραπέμπει στην προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 33 απόφαση Malpensa προς στήριξη της απόψεως ότι η αρχή της αναλογικότητας μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω μόνο σε συνδυασμό με την αρχή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών και, αφετέρου, εκτιμά ότι η απόφαση αυτή του Δικαστηρίου δεν είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη.

114    Τέλος, η Ελβετική Συνομοσπονδία υπενθυμίζει ότι, στο πλαίσιο της καταγγελίας της η οποία απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, είχε προσάψει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι αθέτησε την απορρέουσα από το άρθρο 17 της Συμφωνίας υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας. Η υποχρέωση αυτή έχει το ίδιο περιεχόμενο με εκείνη που απορρέει από το άρθρο 10 ΕΚ και, ως εκ τούτου, η σχετική με την εν λόγω διάταξη της Συνθήκης ΕΚ νομολογία ασκεί επιρροή και εν προκειμένω. Η Επιτροπή, μη αναγνωρίζοντας με την προσβαλλόμενη απόφαση την ως άνω υποχρέωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, παραβίασε την αρχή της καλής πίστης.

115    Το γεγονός ότι μόνον η Κοινότητα είναι μέρος της Συμφωνίας δεν σημαίνει ότι αυτή δεν μπορεί να παράγει αποτελέσματα και για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Συγκεκριμένα, το κράτος μέλος δεσμεύεται, βάσει του άρθρου 300, παράγραφος 7, ΕΚ, από τη Συμφωνία και οφείλει, κατά τη νομολογία, να διασφαλίζει την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν.

116    Το γεγονός ότι η υπογραφείσα στις 18 Οκτωβρίου 2001 συμφωνία μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ουδέποτε κυρώθηκε δεν δικαιολογεί τη λήψη των επίδικων γερμανικών μέτρων. Ειδικότερα, η ως άνω συμφωνία δεν υπήρξε αποτέλεσμα ελεύθερων διαπραγματεύσεων, αλλά της πιέσεως που άσκησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στην Ελβετική Συνομοσπονδία. Άλλωστε, τα επίδικα γερμανικά μέτρα βαίνουν πέραν όχι μόνον των όσων προέβλεπε αυτή η διμερής συμφωνία, αλλά και των μονομερών μέτρων τα οποία απειλούσε ότι θα λάβει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σε περίπτωση που δεν τελεσφορούσαν οι διαπραγματεύσεις με την Ελβετική Συνομοσπονδία. Επιπλέον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν άφησε καν στην Ελβετική Συνομοσπονδία τον απαραίτητο χρόνο για να προσαρμοστεί στις νέες γερμανικές διατάξεις.

117    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τους παρεμβαίνοντες, αμφισβητεί τη βασιμότητα των ισχυρισμών της Ελβετικής Συνομοσπονδίας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Επί της προβαλλόμενης παραλείψεως της Επιτροπής να λάβει υπόψη τα δικαιώματα του έχοντος την εκμετάλλευση του αερολιμένα της Ζυρίχης καθώς και των περιοίκων

118    Η Ελβετική Συνομοσπονδία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη, κατά την εξέταση των επίδικων γερμανικών μέτρων βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2408/92, τα δικαιώματα, αφενός, του έχοντος την εκμετάλλευση του αερολιμένα της Ζυρίχης και, αφετέρου, των περιοίκων του εν λόγω αερολιμένα, οι οποίοι εκτίθενται στον θόρυβο των αεροσκαφών.

119    Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2408/92, το(τα) ενδιαφερόμενο(-α) κράτος(-η) μέλος(-η) επιτρέπει(-ουν) στους κοινοτικούς αερομεταφορείς να ασκούν δικαιώματα μεταφορών, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο στ΄, του εν λόγω κανονισμού, σε ενδοκοινοτικά δρομολόγια.

120    Πάντως, όπως διευκρινίζεται με τη δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2408/92, «η άσκηση των δικαιωμάτων μεταφορών πρέπει να συμβιβάζεται με τους λειτουργικούς κανόνες ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος και με τους όρους πρόσβασης στους αερολιμένες, και […] πρέπει να υλοποιείται χωρίς διακρίσεις».

121    Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο ο νομοθέτης, αφενός, όρισε με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 2408/92 ότι η άσκηση των δικαιωμάτων μεταφορών υπόκειται σε κοινοτικούς, εθνικούς, περιφερειακούς ή τοπικούς λειτουργικούς κανόνες όσον αφορά την ασφάλεια, την προστασία του περιβάλλοντος και την κατανομή του διαθέσιμου χρόνου χρήσεως αερολιμένα και, αφετέρου, εξουσιοδότησε την Επιτροπή να εξετάζει, βάσει της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, την εφαρμογή ιδίως της παραγράφου 2 και να αποφασίζει αν το οικείο κράτος μέλος δύναται να συνεχίσει να εφαρμόζει το υπό εξέταση μέτρο.

122    Από τις προαναφερθείσες διατάξεις και τις ως άνω σκέψεις προκύπτει ότι, όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν και η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 40 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η εξέταση ενός μέτρου βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2408/92 αφορά τις συνέπειές του επί της ασκήσεως των δικαιωμάτων μεταφορών στα ενδοκοινοτικά δρομολόγια. Αντιθέτως, τυχόν δικαιώματα των εχόντων την εκμετάλλευση αερολιμένων ή των περιοίκων δεν λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής.

123    Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, μη λαμβάνοντας υπόψη, κατά την εξέταση των επίδικων γερμανικών μέτρων βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2408/92, τυχόν δικαιώματα, αφενός, του έχοντος την εκμετάλλευση του αερολιμένα της Ζυρίχης και, αφετέρου, των περιοίκων του εν λόγω αερολιμένα, οι οποίοι εκτίθενται στον θόρυβο των αεροσκαφών.

124    Τα υπόλοιπα επιχειρήματα που προβάλλει η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν μπορούν να ανατρέψουν το ως άνω συμπέρασμα.

125    Πρώτον, ως προς το επιχείρημα που αντλεί η Ελβετική Συνομοσπονδία από το άρθρο 2 της Συμφωνίας, υπενθυμίζεται ότι το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, του παραρτήματος της Συμφωνίας τυγχάνουν εφαρμογής στο μέτρο που αφορούν τις αερομεταφορές ή θέματα που συνδέονται άμεσα με τις αερομεταφορές.

126    Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 2 της Συμφωνίας και, ειδικότερα, τη φράση «ισχύουν για», το άρθρο αυτό οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων στις οποίες αναφέρεται το παράρτημα της Συμφωνίας, αποκλείοντας την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων σε περιπτώσεις που δεν αφορούν τον τομέα των αερομεταφορών ή θέματα συνδεόμενα άμεσα με αυτόν. Επομένως, το άρθρο 2 της Συμφωνίας δεν έχει ούτε ως αντικείμενο ούτε ως αποτέλεσμα την επέκταση της εφαρμογής των επίμαχων διατάξεων σε καταστάσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους.

127    Όσον αφορά, πιο συγκεκριμένα, τον κανονισμό 2408/92, η μόνη επέκταση του πεδίου εφαρμογής του η οποία προβλέπεται στο πλαίσιο της Συμφωνίας συνιστά απόρροια της εξομοιώσεως, δυνάμει του παραρτήματος της Συμφωνίας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και των αερομεταφορέων που έχουν την κύρια έδρα των δραστηριοτήτων τους εντός του εδάφους της προς τα κράτη μέλη της Κοινότητας και τους κοινοτικούς αερομεταφορείς, αντιστοίχως.

128    Υπό την επιφύλαξη της επεκτάσεως του πεδίου εφαρμογής του υπό την ως άνω έννοια, ο κανονισμός 2408/92 δεν ισχύει, στο πλαίσιο της Συμφωνίας, σε καταστάσεις οι οποίες, εντός του πλαισίου της Ένωσης, θα αποκλείονταν από το πεδίο εφαρμογής του.

129    Κατά συνέπεια, ακόμη και αν τα δικαιώματα των εχόντων την εκμετάλλευση αερολιμένων ή των περιοίκων αποτελούν θέματα που συνδέονται άμεσα με τις αερομεταφορές, όπως ισχυρίζεται η Ελβετική Συνομοσπονδία, ούτε το άρθρο 2 ούτε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της Συμφωνίας εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να λάβει υπόψη τα δικαιώματα αυτά κατά την εφαρμογή, στο πλαίσιο της Συμφωνίας, του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2408/92.

130    Δεύτερον, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ούτε το επιχείρημα το οποίο η Ελβετική Συνομοσπονδία αντλεί από το άρθρο 18, παράγραφος 1, της Συμφωνίας.

131    Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή προβλέπει απλώς και μόνον ότι η Κοινότητα, ως συμβαλλόμενο μέρος της Συμφωνίας, είναι υπεύθυνη για την ορθή εφαρμογή της Συμφωνίας εντός του εδάφους της, το οποίο περιλαμβάνει και τη γερμανική επικράτεια. Δεν απονέμει, συνεπώς, στην Επιτροπή κάποια πρόσθετη εξουσία, πέραν των προβλεπομένων από τους κανονισμούς και τις οδηγίες που απαριθμεί το παράρτημα της Συμφωνίας ή, ενδεχομένως, από άλλη διάταξη του δικαίου της Ένωσης.

132    Επομένως, το άρθρο 18, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ουδεμία απολύτως επιρροή ασκεί εν προκειμένω.

–       Επί της προβαλλόμενης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

133    Η Ελβετική Συνομοσπονδία προσάπτει στην Επιτροπή ότι παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

134    Όσον αφορά την προβαλλόμενη από την Ελβετική Συνομοσπονδία παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως εις βάρος τόσο των Ελβετών περιοίκων του αερολιμένα της Ζυρίχης όσο και του έχοντος την εκμετάλλευση του εν λόγω αερολιμένα, η αιτίαση αυτή πρέπει εκ προοιμίου να απορριφθεί. Όπως επισημάνθηκε στην ανωτέρω σκέψη 127, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη τα συμφέροντα των προσώπων αυτών στο πλαίσιο της εξετάσεως των επίδικων γερμανικών μέτρων.

135    Όσον αφορά την προβαλλόμενη από την Ελβετική Συνομοσπονδία δυσμενή διάκριση εις βάρος των Ελβετών αερομεταφορέων, μεταξύ των οποίων και της αεροπορικής εταιρίας Swiss, υπενθυμίζεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 3 της Συμφωνίας, η Επιτροπή ορθώς έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 35, στοιχείο α΄, ότι η απαγόρευση των διακρίσεων «σαφώς ισχύει» στο πλαίσιο της Συμφωνίας κατά την εξέταση ενός μέτρου βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 2408/92 και ότι, ως εκ τούτου, τα επίδικα γερμανικά μέτρα έπρεπε να εξεταστούν υπό αυτό το πρίσμα.

136    Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε, κατ’ αρχάς, ότι τα επίδικα γερμανικά μέτρα δεν διακρίνουν μεταξύ των μεταφορέων ανάλογα με την ιθαγένεια ή την ταυτότητά τους (αιτιολογική σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η διαπίστωση αυτή δεν αμφισβητήθηκε από την Ελβετική Συνομοσπονδία.

137    Η Επιτροπή εξέτασε επίσης, με τις αιτιολογικές σκέψεις 37 έως 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ενδεχόμενο υπάρξεως έμμεσης διακρίσεως εις βάρος των Ελβετών αερομεταφορέων. Αναγνώρισε συναφώς, με την αιτιολογική σκέψη 38, ότι η εκμετάλλευση ακτινωτών δικτύων είναι πλέον ευρέως διαδεδομένη μεταξύ των αερομεταφορέων. Τα δίκτυα αυτά στηρίζονται σε βασικούς αερολιμένες, οι οποίοι βρίσκονται σχεδόν πάντοτε στο κράτος όπου είναι εγκατεστημένοι οι οικείοι αερομεταφορείς. Ο βασικός αερολιμένας χρησιμοποιείται, στο πλαίσιο του ακτινωτού δικτύου, ως κόμβος και παρέχει στον οικείο αερομεταφορέα τη δυνατότητα να προσφέρει, προς όλους τους αερολιμένες που εξυπηρετούνται από τον βασικό αερολιμένα, πτήσεις οι οποίες δεν είναι απευθείας και έχουν ως ενδιάμεσο σταθμό τον βασικό αερολιμένα. Έτσι, ο αερομεταφορέας αυτός είναι σε θέση να επεκτείνει το δίκτυο των πτήσεών του, αποφεύγοντας ταυτοχρόνως τις επενδύσεις που συνεπάγεται η πραγματοποίηση απευθείας δρομολογίων.

138    Η Επιτροπή δέχθηκε επίσης, με την ίδια αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αερομεταφορείς που χρησιμοποιούν έναν αερολιμένα ως κόμβο του ακτινωτού δικτύου τους έχουν, εξ αυτού του λόγου, ιδιαιτέρως σημαντικό μερίδιο της κυκλοφορίας από ή προς τον συγκεκριμένο αερολιμένα και, ως εκ τούτου, οποιοσδήποτε περιορισμός στην εκμετάλλευση του εν λόγω αερολιμένα θα είχε γι’ αυτούς πολύ πιο αισθητές συνέπειες απ’ ό,τι για τους ανταγωνιστές τους. Πάντως, κατά την Επιτροπή, η διαφορετική μεταχείριση υπό την ως άνω έννοια δεν συνιστά, αυτή καθαυτή, δυσμενή διάκριση καθόσον, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, κάθε περιορισμός θα συνεπαγόταν αυτομάτως διάκριση και τα κράτη μέλη δεν θα είχαν κανένα περιθώριο να επιβάλλουν λειτουργικούς κανόνες κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 2408/92.

139    Κατά την άποψη της Επιτροπής (αιτιολογική σκέψη 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τα επίδικα γερμανικά μέτρα θα μπορούσαν να συνιστούν έμμεση διάκριση μόνο στην περίπτωση που θα επηρέαζαν αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο τις πτήσεις τις οποίες πραγματοποιούν οι Ελβετοί αερομεταφορείς. Η Επιτροπή έκρινε ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι Ελβετοί και οι κοινοτικοί αερομεταφορείς θίγονται από τα εν λόγω μέτρα σε βαθμό ακριβώς ανάλογο του αριθμού των πτήσεων που πραγματοποιούν μεταξύ Ελβετίας και Κοινότητας.

140    Συναφώς πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την αρχή της απαγορεύσεως κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας στον τομέα της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, οι κανόνες της ίσης μεταχειρίσεως ημεδαπών και αλλοδαπών απαγορεύουν όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας ή, όσον αφορά τις εταιρίες, λόγω έδρας, αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως η οποία καταλήγει, διά της εφαρμογής άλλων κριτηρίων διακρίσεως, στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1993, C‑330/91, Commerzbank, Συλλογή 1993, σ. Ι-4017, σκέψη 14, της 19ης Μαρτίου 2002, C‑224/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2002, σ. I‑2965, σκέψη 15, και της 27ης Οκτωβρίου 2009, C‑115/08, ČEZ, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 92).

141    Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 1, παράγραφος 2, της Συμφωνίας, η νομολογία αυτή ασκεί επιρροή και κατά την εφαρμογή του κανονισμού 2408/92 στο πλαίσιο της Συμφωνίας, δεδομένου ότι το άρθρο 3 της Συμφωνίας ταυτίζεται, κατ’ ουσία, με τη διάταξη του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, ΕΚ.

142    Εν προκειμένω, η Ελβετική Συνομοσπονδία ισχυρίζεται, ουσιαστικά, ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επιφυλάσσει στον αερολιμένα της Ζυρίχης και, ως εκ τούτου, στην αεροπορική εταιρία Swiss που τον χρησιμοποιεί ως κόμβο του ακτινωτού δικτύου της, διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τους γερμανικούς αερολιμένες και, ιδίως, εκείνους του Μονάχου και της Φρανκφούρτης επί του Μάιν, τους οποίους η γερμανική αεροπορική εταιρία Lufthansa χρησιμοποιεί ως κόμβους του δικού της ακτινωτού δικτύου.

143    Είναι, ασφαλώς, αληθές ότι μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση, αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται η ύπαρξή της, δεν συνδέεται ευθέως ούτε με την ιθαγένεια ούτε με την έδρα των οικείων αερομεταφορέων. Εντούτοις, θα μπορούσε να καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα, καθόσον, όπως τονίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι Ελβετοί αερομεταφορείς, μεταξύ αυτών και η Swiss, χρησιμοποιούν υπό κανονικές συνθήκες ως κόμβους του ακτινωτού τους δικτύου τους αερολιμένες της Ελβετίας και, ιδίως αυτόν της Ζυρίχης, με συνέπεια τυχόν περιορισμοί των πτήσεων από ή προς τον συγκεκριμένο αερολιμένα να θίγουν τους εν λόγω αερομεταφορείς σε πολύ σημαντικότερο βαθμό απ’ ότι τις αεροπορικές εταιρίες οι οποίες χρησιμοποιούν άλλον αερολιμένα ως κόμβο του δικού τους δικτύου.

144    Επομένως, υπό το πρίσμα της νομολογίας στην οποία αναφέρεται η ανωτέρω σκέψη 140, οι λόγοι που απαντούν στις αιτιολογικές σκέψεις 38 και 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αρκούν για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να συνεπάγονται τα επίδικα γερμανικά μέτρα δυσμενή διάκριση εις βάρος των Ελβετών αερομεταφορέων και, ιδίως, της Swiss.

145    Υπενθυμίζεται πάντως ότι, κατά την ίδια πάντοτε νομολογία, η διαπίστωση ότι κάποιο μέτρο έχει το αυτό αποτέλεσμα με διάκριση λόγω ιθαγένειας δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι είναι ασύμβατο προς το άρθρο 12 ΕΚ ή, εν προκειμένω, προς το άρθρο 3 της Συμφωνίας. Πρέπει, επιπλέον, να διαπιστωθεί ότι το εν λόγω μέτρο δεν δικαιολογείται από αντικειμενικές περιστάσεις και ότι είναι δυσανάλογο προς τον σκοπό τον οποίο επιδιώκει. Μόνο στην περίπτωση αυτή, το επίμαχο μέτρο πρέπει να θεωρηθεί απαγορευόμενο από το άρθρο 12 ΕΚ ή, εν προκειμένω, από το άρθρο 3 της Συμφωνίας (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσες στην ανωτέρω σκέψη 140 αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκέψη 20, και ČEZ, σκέψη 108 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

146    Εν προκειμένω, όσον αφορά, πρώτον, την ύπαρξη τυχόν αντικειμενικών δικαιολογητικών λόγων για τη λήψη των επίδικων γερμανικών μέτρων αποκλειστικώς σε σχέση με τον αερολιμένα της Ζυρίχης, υπενθυμίζεται ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «η γερμανική περιοχή επάνω από την οποία πετούν τα αεροσκάφη που προσεγγίζουν τη Ζυρίχη είναι σημαντικός τόπος τουριστικού προορισμού και άρα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στις εκπομπές θορύβου».

147    Η Ελβετική Συνομοσπονδία βάλλει κατά της διαπιστώσεως αυτής, ισχυριζόμενη ότι ο αριθμός των κατοίκων που ενδέχεται να επηρεάζονται από την ηχητική όχληση την οποία προκαλούν τα αεροσκάφη δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Ακόμη όμως και αν τούτο αληθεύει, το γεγονός αυτό ουδόλως θέτει υπό αμφισβήτηση τον τουριστικό χαρακτήρα της οικείας γερμανικής περιοχής.

148    Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ότι ο γερμανικός τουριστικός κλάδος της όμορης με τον αερολιμένα της Ζυρίχης περιοχής αντλεί σημαντικά οφέλη από τον εν λόγω αερολιμένα.

149    Πράγματι, το επιχείρημα αυτό επιβεβαιώνει τον τουριστικό χαρακτήρα της ζώνης του γερμανικού εδάφους την οποία αφορούν τα επίδικα μέτρα. Επιπλέον, αρκεί η επισήμανση ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει το δικαίωμα να λαμβάνει τα μέτρα τα οποία εκτιμά ότι είναι αναγκαία για τη μείωση της ηχορρύπανσης.

150    Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι η εγγύτητα του αερολιμένα της Ζυρίχης με μία τουριστική περιοχή της Γερμανίας, γεγονός που προέβαλε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως χωρίς να αντικρουστεί συναφώς από την επιχειρηματολογία της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, συνιστά αντικειμενική περίσταση, κατά την έννοια της νομολογίας στην οποία αναφέρεται η ανωτέρω σκέψη 145, και ως τέτοια δικαιολογεί τη λήψη των επίδικων γερμανικών μέτρων αποκλειστικώς σε σχέση με τον αερολιμένα της Ζυρίχης.

151    Πράγματι, ούτε προκύπτει από τη δικογραφία ούτε και ισχυρίστηκε η Ελβετική Συνομοσπονδία ότι οι αερολιμένες του Μονάχου και της Φρανκφούρτης επί του Μάιν βρίσκονται επίσης κοντά σε σημαντικές τουριστικές ζώνες.

152    Πρέπει, επιπλέον, να τονιστεί ότι, αντιθέτως προς τις περιπτώσεις των αερολιμένων του Μονάχου και της Φρανκφούρτης επί του Μάιν, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ουδεμία εξουσία έχει επί του αερολιμένα της Ζυρίχης, οπότε δεν δύναται να επιβάλει οποιαδήποτε τροποποίηση στην εκμετάλλευσή του προκειμένου να μειώσει τις οχλήσεις από τον θόρυβο πάνω από την οικεία γερμανική περιοχή. Η διαφορά αυτή, την οποία προβάλλει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως, συνιστά μια δεύτερη αντικειμενική περίσταση, ικανή να δικαιολογήσει τη λήψη των επίδικων μέτρων αποκλειστικώς σε σχέση με τον αερολιμένα της Ζυρίχης.

153    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, όπως επισημαίνεται με την προσβαλλόμενη απόφαση, συντρέχουν εν προκειμένω αντικειμενικές περιστάσεις, κατά την έννοια της νομολογίας στην οποία αναφέρεται η σκέψη 145 της παρούσας αποφάσεως, που δικαιολογούν τη λήψη των επίδικων γερμανικών μέτρων.

154    Δεύτερον, η ίδια νομολογία επιβάλλει να εξεταστεί κατά πόσον τα εν λόγω μέτρα είναι ανάλογα προς τον σκοπό που επιδιώκουν, ήτοι τη μείωση των οχλήσεων από τον θόρυβο που προκαλούν τα αεροσκάφη στο τμήμα του γερμανικού εδάφους όπου εφαρμόζονται τα μέτρα αυτά. Η Επιτροπή εξέτασε το ως άνω ζήτημα με τις αιτιολογικές σκέψεις 41 έως 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατέληξε ότι η προϋπόθεση αυτή πράγματι πληρούται.

155    Το εν λόγω συμπέρασμα αμφισβητείται από την Ελβετική Συνομοσπονδία, η οποία ισχυρίζεται, κατ’ αρχάς, ότι το επίπεδο της ηχορρύπανσης από τα αεροσκάφη στην περιοχή που αφορούν τα επίδικα γερμανικά μέτρα δεν δικαιολογεί τη λήψη των μέτρων αυτών.

156    Εντούτοις, η έκθεση της EMPA, την οποία επικαλείται η Ελβετική Συνομοσπονδία προς στήριξη αυτού του σκέλους της επιχειρηματολογίας της (βλ. ανωτέρω σκέψη 98), ουδαμώς αποδεικνύει ότι η ηχορρύπανση δεν συνιστά πρόβλημα στην όμορη με τον αερολιμένα της Ζυρίχης γερμανική περιοχή. Αντιθέτως, από την εν λόγω έκθεση προκύπτει ότι τα επίπεδα της ηχορρύπανσης από τον θόρυβο που προκαλούν τα αεροσκάφη σε αυτήν ακριβώς την περιοχή ποικίλλουν από 45 dB, σε σημεία πιο απομακρυσμένα από τον αερολιμένα, έως 70 dB, στα πιο κοντινά προς αυτόν σημεία. Τέτοια επίπεδα θορύβου μπορούν κάλλιστα να αποτελούν πρόβλημα σε μια τουριστική περιοχή, ιδίως κατά τις νυκτερινές ώρες και τα Σαββατοκύριακα, κατά τη διάρκεια των οποίων εφαρμόζονται τα επίδικα γερμανικά μέτρα.

157    Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ότι η ηχορρύπανση από τα αεροσκάφη στην οικεία γερμανική περιοχή δεν υπερβαίνει τις οριακές τιμές, ορθώς υπογραμμίστηκε με την αιτιολογική σκέψη 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως οι τιμές αυτές εκφράζουν τα ανώτατα αποδεκτά όρια και όχι τα επίπεδα που εξασφαλίζουν μια άνετη διαβίωση, οπότε τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να λάβουν μέτρα μειώσεως του θορύβου σε επίπεδα κατώτερα των οριακών αυτών τιμών, ιδίως εφόσον πρόκειται, όπως εν προκειμένω, για τουριστική περιοχή.

158    Το δε επιχείρημα της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ότι ορισμένες από τις τιμές που προβλέπουν τα επίδικα γερμανικά μέτρα για το ελάχιστο ύψος πτήσεως είναι ιδιαιτέρως υψηλές και ότι ο καθορισμός χαμηλότερων τιμών ουδαμώς θα αύξανε τις οχλήσεις από τον θόρυβο στην οικεία γερμανική περιοχή είναι επίσης απορριπτέο, στο μέτρο που η Ελβετική Συνομοσπονδία ούτε προσδιόρισε ποιο θα μπορούσε να οριστεί ως ελάχιστο ύψος πτήσεως ούτε, ακόμη λιγότερο, ισχυρίστηκε ότι μια τέτοια μείωση του ελάχιστου ύψους θα επηρέαζε θετικά την ικανότητα εξυπηρετήσεως αεροσκαφών του αερολιμένα της Ζυρίχης όσον αφορά την πραγματοποίηση των προσγειώσεων ή των απογειώσεων.

159    Ούτε το επιχείρημα που αντλεί η Ελβετική Συνομοσπονδία από την οδηγία 2002/30 μπορεί να ευδοκιμήσει. Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν διευκρίνισε ούτε ποιες διατάξεις της οδηγίας αυτής θα έπρεπε να εφαρμοστούν εν προκειμένω ούτε ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της εφαρμογής τους. Επισημαίνεται, σχετικώς, ότι η οδηγία 2002/30 δεν καθορίζει επίπεδα θορύβου που πρέπει υποχρεωτικώς να γίνονται ανεκτά ούτε απαγορεύει τη λήψη μέτρων όπως τα επίμαχα εν προκειμένω μέτρα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

160    Επιπλέον, όπως ορθώς υπενθυμίζεται με την αιτιολογική σκέψη 53 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το άρθρο 4 της οδηγίας 2002/30 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να υιοθετούν μια «εξισορροπημένη προσέγγιση», αποκλειστικώς και μόνον όσον αφορά την αντιμετώπιση των προβλημάτων θορύβου στους αερολιμένες που βρίσκονται στο έδαφός τους.

161    Δεν μπορεί, συναφώς, να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ότι η ίδια προσέγγιση πρέπει να υιοθετείται από τα κράτη μέλη και κατά την αντιμετώπιση παρόμοιων προβλημάτων στους αερολιμένες που βρίσκονται εκτός του εδάφους τους. Πράγματι, από τον ορισμό της έννοιας «εξισορροπημένη προσέγγιση» στο άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, η προσέγγιση αυτή προϋποθέτει την εξέταση του «αντίκτυπου που προβλέπεται ότι θα έχουν», ιδίως, «τα μέτρα προγραμματισμού και διαχείρισης των χρήσεων της γης, τα λειτουργικά μέτρα περιστολής των θορύβων και οι λειτουργικοί περιορισμοί». Πρόκειται, επομένως, για μέτρα τα οποία το κάθε κράτος μέλος μπορεί να επιβάλει μόνον εντός του δικού του εδάφους.

162    Στη συνέχεια, η Ελβετική Συνομοσπονδία ισχυρίζεται επίσης ότι υπήρχαν λιγότερο επαχθή μέτρα τα οποία θα παρείχαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τη δυνατότητα να επιτύχει τον επιδιωκόμενο με τα επίδικα μέτρα σκοπό, ήτοι τη μείωση των οχλήσεων από τον θόρυβο των αεροσκαφών στην οικεία γερμανική περιοχή.

163    Συναφώς επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 49 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είχε στη διάθεσή της άλλα μέσα για να επιτύχει την επιθυμητή μείωση του θορύβου, πρέπει να αναγνωσθεί, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 43 της αποφάσεως αυτής. Με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή επισημαίνει κατ’ ουσίαν ότι οποιαδήποτε άλλα μέτρα για τη μείωση του θορύβου πάνω από το γερμανικό έδαφος, όπως παραδείγματος χάρη ένα διαφορετικό σύστημα χρησιμοποιήσεως του αερολιμένα της Ζυρίχης, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των ελβετικών αρχών και δεν θα μπορούσαν να ληφθούν από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

164    Ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Ελβετική Συνομοσπονδία αναφέρθηκε σε ένα και μόνον εναλλακτικό μέτρο, το οποίο θα συνίστατο στον καθορισμό ανωτάτου ορίου θορύβου. Αυτό το λιγότερο επαχθές μέτρο θα παρείχε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τη δυνατότητα να επιτύχει τους ίδιους σκοπούς με τα επίδικα μέτρα, ήτοι τη μείωση των οχλήσεων, κατά τις νυκτερινές ώρες και τα Σαββατοκύριακα, από τον θόρυβο των αεροσκαφών στην όμορη με την ελβετική μεθόριο γερμανική περιοχή.

165    Συναφώς πρέπει, κατ’ αρχάς, να τονιστεί ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελβετική Συνομοσπονδία ισχυρίστηκε ότι είχε αναφερθεί σε αυτό το μέτρο κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, χωρίς όμως να παραπέμψει, προς στήριξη του ως άνω ισχυρισμού, σε συγκεκριμένο έγγραφο της δικογραφίας. Αντιθέτως, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι η πιθανότητα επιβολής ανωτάτου ορίου θορύβου δεν συζητήθηκε καθόλου κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπόρεσε να εντοπίσει οποιαδήποτε μνεία του μέτρου αυτού είτε στην καταγγελία είτε στις περιληφθείσες στη δικογραφία παρατηρήσεις που υπέβαλε η Ελβετική Συνομοσπονδία επί της ανακοινώσεως αιτιάσεων.

166    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ότι είχε ήδη αναφερθεί στον καθορισμό ανωτάτου ορίου θορύβου ως πιθανό εναλλακτικό μέτρο δεν υποστηρίζεται από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως καθόσον παρέλειψε να εκθέσει ειδικώς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους ήταν αδύνατη στην πράξη η αντικατάσταση των επίδικων γερμανικών μέτρων με το μέτρο αυτό.

167    Όσον αφορά τον έλεγχο της βασιμότητας του ισχυρισμού της Ελβετικής Συνομοσπονδίας περί δυνατότητας καθορισμού ανωτάτου ορίου θορύβου προς επίτευξη των ίδιων σκοπών με τα επίδικα μέτρα, επισημαίνεται ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες εξήγησαν ότι το ανώτατο όριο θορύβου αντιστοιχεί σε μία μέγιστη τιμή την οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει ο μέσος θόρυβος που παράγεται από όλα τα αεροσκάφη που χρησιμοποιούν έναν συγκεκριμένο αερολιμένα. Αυτός ο μέσος θόρυβος υπολογίζεται βάσει των επιπέδων των ηχητικών σημάτων τα οποία καταγράφονται στη διάρκεια μιας δεδομένης περιόδου, συνήθως ενός έτους.

168    Κατά την άποψη της Επιτροπής και των παρεμβαινόντων, τούτο σημαίνει ότι ο καθορισμός ανωτάτου ορίου θορύβου δεν θα καθιστούσε δυνατή την επίτευξη του ίδιου σκοπού με τα επίδικα γερμανικά μέτρα, ήτοι τη μείωση των οχλήσεων, κατά τις νυκτερινές ώρες και τα Σαββατοκύριακα, από τον θόρυβο των αεροσκαφών σε συγκεκριμένη γερμανική περιοχή, καθόσον δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, κατά τον υπολογισμό του μέσου θορύβου στο πλαίσιο του ελέγχου της τηρήσεως του ανωτάτου ορίου, η τυχόν διαπιστωθείσα υπέρβαση των επιπέδων του μέσου θορύβου κατά τις νυκτερινές ώρες ή τα Σαββατοκύριακα να αντισταθμίζεται από λιγότερο υψηλές τιμές που θα καταγράφονταν άλλες ώρες ή ημέρες.

169    Η Ελβετική Συνομοσπονδία αντέτεινε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι τίποτε δεν εμποδίζει τον καθορισμό ανωτάτου ορίου θορύβου μόνο για συγκεκριμένες ώρες ή ημέρες, εν προκειμένω τις νυκτερινές ώρες και τα Σαββατοκύριακα.

170    Το επιχείρημα αυτό όμως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

171    Πρώτον, η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν επικαλέστηκε κάποια προηγούμενη περίπτωση κατά την οποία ο καθορισμός ανωτάτου ορίου θορύβου μόνο για ορισμένες ώρες της ημέρας ή για ορισμένες ημέρες της εβδομάδας λειτούργησε ικανοποιητικώς στην πράξη.

172    Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι ο καθορισμός ανωτάτου ορίου θορύβου μόνο για τις νυκτερινές ώρες και τα Σαββατοκύριακα δεν αποτελεί, κατ’ ανάγκην, μέτρο λιγότερο επαχθές από τα επίδικα γερμανικά μέτρα, πολλώ δε μάλλον καθόσον η Ελβετική Συνομοσπονδία ουδόλως διευκρίνισε σε ποια τιμή θα μπορούσε να αντιστοιχεί το ανώτατο αυτό όριο.

173    Πράγματι, αν καθοριζόταν συναφώς μια πολύ χαμηλή τιμή, το μέτρο αυτό θα κατέληγε, στην πράξη, στο ίδιο αποτέλεσμα με τα επίδικα γερμανικά μέτρα, δηλαδή θα καθιστούσε αδύνατη, κατά τις ώρες εφαρμογής του, την πτήση σε χαμηλό απόλυτο ύψος πάνω από το γερμανικό έδαφος αεροσκαφών με αφετηρία ή με προορισμό τον αερολιμένα της Ζυρίχης.

174    Τρίτον, αντιθέτως προς τον καθορισμό ελάχιστου ύψους πτήσεως, του οποίου η τήρηση μπορεί εύκολα να ελεγχθεί από τις αρμόδιες για τις αερομεταφορές ελεγκτικές υπηρεσίες, ο έλεγχος της τηρήσεως του προτεινόμενου από την Ελβετική Συνομοσπονδία συστήματος που στηρίζεται σε ανώτατο όριο θορύβου φαίνεται ιδιαιτέρως δυσχερής, αν όχι αδύνατος.

175    Πράγματι, οι γερμανικές αρχές δεν θα μπορούσαν να περιοριστούν απλώς στον καθορισμό του σχετικού ανωτάτου ορίου, αλλά θα όφειλαν επίσης να προβλέψουν μηχανισμό ελέγχου του, με τακτικές μετρήσεις των επιπέδων της ηχορρύπανσης από τα αεροσκάφη στην οικεία γερμανική περιοχή.

176    Επιπλέον, δεδομένου ότι τα μέτρα που επιβάλλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μπορούν να εφαρμόζονται μόνον καθ’ όσον χρόνο τα αεροσκάφη υπερίπτανται του εθνικού της εδάφους, θα ήταν απαραίτητο να γίνεται διάκριση, κατά τη μέτρηση του επιπέδου των οχλήσεων, μεταξύ του θορύβου που παράγουν τα αεροσκάφη τα οποία, κατά τη στιγμή της μετρήσεως, βρίσκονται πάνω από το γερμανικό έδαφος και του θορύβου από τα αεροσκάφη που έχουν ήδη διασχίσει τα σύνορα με την Ελβετία. Μια τέτοια διάκριση είναι, εκ πρώτης όψεως, αδύνατο ή, τουλάχιστον, πολύ δύσκολο να γίνει.

177    Τέταρτον, ακόμη και αν υποτεθεί, τέλος, ότι είναι εφικτή η πραγματοποίηση των αναγκαίων μετρήσεων για τον έλεγχο της τηρήσεως του ανωτάτου ορίου θορύβου, δεν είναι διόλου προφανής η απάντηση στο ερώτημα ποιες κυρώσεις θα μπορούσε να επιβάλλει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προς διασφάλιση της τηρήσεως του εν λόγω ορίου.

178    Πράγματι, αν ένα αεροσκάφος παραβιάσει το ελάχιστο ύψος πτήσεως το οποίο ορίζουν τα επίδικα γερμανικά μέτρα, οι αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες μπορούν να παρέμβουν αμέσως προκειμένου να διασφαλίσουν την τήρησή τους.

179    Αντιθέτως, δεδομένου ότι η τήρηση του ανωτάτου ορίου ελέγχεται βάσει μιας δεδομένης χρονικής περιόδου, συνήθως ενός έτους, η τυχόν υπέρβαση του ορίου διαπιστώνεται, κατ’ ανάγκην, εκ των υστέρων και δεν μπορεί, εξ ορισμού, να καταλογιστεί σε συγκεκριμένο αεροσκάφος ή σε συγκεκριμένη αεροπορική εταιρία. Είναι, συνεπώς, αδύνατο για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να επιβάλει κύρωση, όπως παραδείγματος χάρη πρόστιμο, στον αυτουργό της παραβάσεως που συνίσταται στην υπέρβαση του ορίου.

180    Η τήρηση του ορίου αυτού μπορεί, στην πράξη, να διασφαλιστεί μόνο σε συνεργασία με τον οικείο αερολιμένα, με επιβολή των αναγκαίων τροποποιήσεων στο πρόγραμμα απογειώσεων και προσγειώσεων ώστε να μειωθεί η μέση τιμή του θορύβου και πέραν του ορίου αυτού. Εν προκειμένω, όμως, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ουδεμία εξουσία έχει επί του αερολιμένα της Ζυρίχης και δεν δύναται να επιβάλει μια τέτοια συνεργασία.

181    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι ορθώς κατέληξε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα δυσανάλογου χαρακτήρα των επίδικων γερμανικών μέτρων, εφόσον η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν είχε στη διάθεσή της άλλα μέσα για να επιτύχει την επιθυμητή μείωση του θορύβου.

182    Τέλος, είναι απορριπτέος και ο ισχυρισμός της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ότι η Επιτροπή αλλοίωσε αδίκως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την πραγματικότητα, ελαχιστοποιώντας τον αντίκτυπο που έχουν τα γερμανικά μέτρα επί του αερολιμένα της Ζυρίχης.

183    Πράγματι, εφόσον, όπως επισημάνθηκε μόλις ανωτέρω, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν ήταν σε θέση να επιβάλει οποιοδήποτε άλλο μέτρο πέραν των επίμαχων εν προκειμένω προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό της μειώσεως των οχλήσεων από τον θόρυβο, ο ενδεχόμενος περιορισμός της επιχειρησιακής ικανότητας του αερολιμένα της Ζυρίχης κατόπιν της λήψης των μέτρων αυτών δεν αρκεί, αυτός καθαυτός, για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα εν λόγω μέτρα ήσαν δυσανάλογα.

184    Το συμπέρασμα ότι τα μέτρα αυτά είναι δυσανάλογα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο σε περίπτωση που θα συνεπάγονταν μείζονα προβλήματα για τον αερολιμένα της Ζυρίχης, όπως παραδείγματος χάρη τη συρρίκνωση της επιχειρησιακής του ικανότητας με αποτέλεσμα την οριστική κατάργηση πτήσεων.

185    Επιβάλλεται, πάντως, η διαπίστωση ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία ούτε επικαλέστηκε ούτε, ακόμη λιγότερο, απέδειξε την ύπαρξη ή έστω το ενδεχόμενο προκλήσεως τέτοιων προβλημάτων.

186    Πράγματι, πέραν ορισμένων γενικόλογων ισχυρισμών σχετικά με τη διαφορά μεταξύ της μέγιστης δυνατής και της προσδοκώμενης επιχειρησιακής ικανότητας του αερολιμένα της Ζυρίχης, καθώς και με τη σημασία της βελτιστοποιήσεως της ροής των πραγματοποιούμενων κατά κύματα προσγειώσεων και απογειώσεων, η Ελβετική Συνομοσπονδία επικαλέστηκε απλώς και μόνο τη συμφόρηση στις απογειώσεις ή τις προσγειώσεις, στον αερολιμένα της Ζυρίχης, για σύντομα διαστήματα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Όμως, η συμφόρηση, καίτοι ενοχλητική τόσο για τους επιβάτες όσο και για τις αεροπορικές εταιρίες, δεν πρέπει να θεωρηθεί μείζον πρόβλημα.

187    Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ότι κακώς η Επιτροπή στηρίχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στο πρόγραμμα πτήσεων της αεροπορικής εταιρίας Swiss, επισημαίνεται, αφενός, ότι, στην αιτιολογική σκέψη 46 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή αναφέρθηκε γενικώς στα θερινά δρομολόγια 2003 και στα χειμερινά δρομολόγια της περιόδου 2003/2004, τα οποία περιλαμβάνουν όλες τις πτήσεις με αφετηρία ή προορισμό τον αερολιμένα της Ζυρίχης, και όχι μόνον εκείνες που πραγματοποιεί η Swiss.

188    Πρέπει να τονιστεί, αφετέρου, ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν προσκόμισε κάποιο έγγραφο, που να περιέχει, παραδείγματος χάρη, τα στοιχεία των πτήσεων οι οποίες καταργήθηκαν αναγκαστικώς λόγω της εφαρμογής των επίδικων γερμανικών μέτρων, προκειμένου να ανατρέψει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 47 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δηλαδή λαμβανομένων υπόψη των δρομολογίων στα οποία αναφέρθηκε με την αιτιολογική σκέψη 46 της εν λόγω αποφάσεως, ο ενδεχόμενος αντίκτυπος των επίδικων γερμανικών μέτρων ήταν περιορισμένος.

189    Επομένως, το επιχείρημα που αντλεί η Ελβετική Συνομοσπονδία από τον αντίκτυπο των επίδικων γερμανικών μέτρων στην επιχειρησιακή ικανότητα του αερολιμένα της Ζυρίχης πρέπει να απορριφθεί. Επιβάλλεται, κατά συνέπεια, το συμπέρασμα ότι ορθώς έκρινε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα μέτρα αυτά δεν συνιστούν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

190    Εφόσον από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι τα επίδικα γερμανικά μέτρα δικαιολογούνται από αντικειμενικές περιστάσεις και είναι ανάλογα προς τον σκοπό που επιδιώκουν, διαπιστώνεται, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας στην οποία αναφέρονται οι ανωτέρω σκέψεις 140 και 145, ότι δεν εισάγουν διάκριση εις βάρος των ελβετικών αεροπορικών εταιριών και, ιδίως, της Swiss.

191    Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, αντιθέτως προς τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω σκέψη 123, η Επιτροπή όφειλε να λάβει επίσης υπόψη, κατά την ανάλυση των επίδικων γερμανικών μέτρων, τα δικαιώματα των περιοίκων και των εχόντων την εκμετάλλευση των αερολιμένων, συγκεκριμένα δε των περιοίκων του αερολιμένα της Ζυρίχης και της επιχειρήσεως η οποία έχει την εκμετάλλευσή του, επιβάλλεται για τους ίδιους λόγους το συμπέρασμα ότι τα επίδικα μέτρα δεν εισάγουν διακρίσεις ούτε εις βάρος των ως άνω προσώπων.

192    Επομένως, ορθώς έκρινε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα επίδικα γερμανικά μέτρα δεν αντιβαίνουν στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 3 της Συμφωνίας.

–       Επί της προβαλλόμενης παραβιάσεως της αρχής της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών στον τομέα των αερομεταφορών

193    Υπενθυμίζεται ότι κατά την Ελβετική Συνομοσπονδία η προσβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται με πλάνη περί το δίκαιο, στο μέτρο που η Επιτροπή έκρινε με την αιτιολογική σκέψη 35, στοιχείο β΄, της αποφάσεως αυτής ότι η ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών «δεν υφίσταται» στο πλαίσιο της Συμφωνίας και, ως εκ τούτου, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι τα επίδικα γερμανικά μέτρα συνεπάγονται περιορισμούς της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών στον τομέα των αερομεταφορών.

194    Πρέπει να υπομνηστεί ότι τα επίδικα γερμανικά μέτρα έχουν, αποδεδειγμένα, ως σκοπό τη μείωση των οχλήσεων από τον θόρυβο σε μία τουριστική περιοχή της Γερμανίας, σκοπός που άπτεται μιας ειδικής πτυχής της προστασίας του περιβάλλοντος.

195    Κατά πάγια νομολογία, η προστασία του περιβάλλοντος καταλέγεται μεταξύ των επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος που μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς των θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη ΕΚ, όπως είναι ιδίως η ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών (βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 302/86, Επιτροπή κατά Δανίας, Συλλογή 1988, σ. 4607, σκέψη 9, και της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C‑309/02, Radlberger Getränkegesellschaft και S. Spitz, Συλλογή 2004, σ. I‑11763, σκέψη 75).

196    Ασφαλώς, ανεξαρτήτως της υπάρξεως θεμιτού σκοπού, προϋπόθεση για να δικαιολογηθεί περιορισμός των θεμελιωδών ελευθεριών τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη ΕΚ αποτελεί ότι το επίμαχο μέτρο πρέπει να είναι κατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού όρια (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Οκτωβρίου 2008, C‑527/06, Renneberg, σ. I-7735, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

197    Υπενθυμίζεται πάντως ότι η Επιτροπή εξέτασε με την προσβαλλόμενη απόφαση, επικουρικώς, το ζήτημα της συμβατότητας των επίδικων γερμανικών μέτρων με την αρχή της αναλογικότητας και ορθώς κατέληξε ότι τα μέτρα αυτά είναι ανάλογα προς τον σκοπό που επιδιώκουν.

198    Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι αβάσιμη η αιτίαση την οποία προέβαλε η Ελβετική Συνομοσπονδία, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν το συμπέρασμα της αιτιολογικής σκέψης 35, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο υπομνήσθηκε με την ανωτέρω σκέψη 203, ήταν εσφαλμένο, το σφάλμα αυτό δεν θα επέφερε την ακύρωση της αποφάσεως, καθόσον, όπως ήδη επισημάνθηκε, ορθώς έκρινε η Επιτροπή με την εν λόγω απόφαση ότι τα επίδικα γερμανικά μέτρα επιδιώκουν σκοπό σχετικό με την προστασία του περιβάλλοντος και είναι ανάλογα προς τον ως άνω σκοπό.

199    Το αυτό ισχύει και για την αιτίαση ότι κακώς δεν ελήφθη υπόψη η προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 33 απόφαση Malpensa. Όπως ισχυρίζεται η ίδια η Ελβετική Συνομοσπονδία, η συνεκτίμηση της αποφάσεως αυτής θα έπρεπε να οδηγήσει την Επιτροπή στην εξέταση των επίδικων γερμανικών μέτρων και υπό το πρίσμα των συνεπειών τους επί της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών στον τομέα των αερομεταφορών. Όπως, όμως, τονίστηκε μόλις παραπάνω, η εξέταση αυτή δεν θα ήταν δυνατό να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο που συνήχθη με την προσβαλλόμενη απόφαση.

–       Επί της προβαλλομένης αθετήσεως εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας της υποχρεώσεως ειλικρινούς συνεργασίας

200    Απορριπτέα είναι και η αιτίαση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη την υποτιθέμενη αθέτηση, εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της υποχρεώσεως ειλικρινούς συνεργασίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 17 της Συμφωνίας.

201    Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι ήδη διαπιστώθηκε ότι τα επίδικα γερμανικά μέτρα δεν αντιβαίνουν στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 3 της Συμφωνίας.

202    Εξάλλου, διαπιστώθηκε επίσης ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αρχή της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ετύγχανε εφαρμογής στο πλαίσιο της Συμφωνίας, οι ενδεχόμενοι περιορισμοί της ελευθερίας αυτής λόγω της εφαρμογής των επίδικων γερμανικών μέτρων δικαιολογούνται από τον σκοπό της προστασίας του περιβάλλοντος, με συνέπεια η ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών να μην αποκλείει την εφαρμογή των ως άνω μέτρων.

203    Τέλος, η Ελβετική Συνομοσπονδία δεν προσδιόρισε οποιαδήποτε διάταξη της Συμφωνίας η οποία θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την εφαρμογή των γερμανικών μέτρων. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι η Συμφωνία συνεπάγεται για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία δεν είναι ένα εκ των συμβαλλομένων μερών της, υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας, ορθώς διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν συντρέχει παράβαση της υποτιθέμενης αυτής υποχρεώσεως.

204    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, όπως και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

205    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελβετική Συνομοσπονδία ηττήθηκε, πρέπει να φέρει όχι μόνον τα δικά της δικαστικά έξοδα, αλλά και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το αίτημα της τελευταίας.

206    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Κανονισμού, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη διαφορά φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επομένως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ως παρεμβαίνουσα, να φέρει τα δικά της έξοδα.

207    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι κάποιος εκ των παρεμβαινόντων φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Εν προκειμένω, το Landkreis Waldshut, που παρενέβη υπέρ της Επιτροπής, φέρει τα δικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Ελβετική Συνομοσπονδία φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

3)      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Landkreis Waldshut φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Βηλαράς

Prek

Ciucă

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2010.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.