Language of document : ECLI:EU:T:2015:222

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 22ας Απριλίου 2015 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας — Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων λόγω της καταστάσεως στη Ζιμπάμπουε — Περιορισμοί όσον αφορά την είσοδο στο έδαφος της Ένωσης και τη διέλευση από αυτό — Δέσμευση κεφαλαίων — Νομική βάση — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Δικαιώματα άμυνας — Θεμελιώδη δικαιώματα — Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑190/12,

Johannes Tomana, κάτοικος Χαράρε (Ζιμπάμπουε), και 120 άλλοι προσφεύγοντες, τα ονόματα των οποίων παρατίθενται στο παράρτημα, εκπροσωπούμενοι αρχικώς από τους D. Vaughan, QC, M. Lester, R. Lööf, barristers, και M. O’Kane, solicitor, στη συνέχεια, από τους D. Vaughan, Μ. Lester και M. O’Kane,

προσφεύγοντες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τους B. Driessen, M. Veiga και A. Vitro,

και

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Μ. Κωνσταντινίδη, T. Scharf και E. Georgieva,

καθών,

υποστηριζόμενων από

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τους E. Jenkinson, C. Murrell και Μ. Holt, επικουρούμενους από την S. Lee, barrister,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως, ως προς τους προσφεύγοντες, της αποφάσεως 2012/97/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2012, που τροποποιεί την απόφαση 2011/101/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά της Ζιμπάμπουε (ΕΕ L 47, σ. 50), του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 151/2012 της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2012, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 314/2004 του Συμβουλίου για περιοριστικά μέτρα κατά της Ζιμπάμπουε (ΕΕ L 49, σ. 2), και της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/124/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2012, για την εφαρμογή της απόφασης 2011/101/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά της Ζιμπάμπουε (ΕΕ L 54, σ. 20)

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία (εισηγητή), πρόεδρο, M. Kancheva και C. Wetter, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Ιουνίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την κοινή θέση 2002/145/ΚΕΠΠΑ, της 18ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Ζιμπάμπουε (EE L 50, σ. 1), η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 15 της Συνθήκης ΕΕ, όπως αυτή ίσχυε πριν τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέφρασε τη σοβαρή του ανησυχία για την κατάσταση στη Ζιμπάμπουε, και ειδικότερα για τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε, ιδίως δε της ελευθερίας της εκφράσεως και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι κατά τρόπο ειρηνικό. Για τον λόγο αυτόν επέβαλε ορισμένα περιοριστικά μέτρα δωδεκάμηνης ισχύος, με δυνατότητα ανανεώσεως, υποκείμενα σε ετήσιο επανέλεγχο. Τα μέτρα αυτά περιελάμβαναν μεταξύ άλλων την υποχρέωση των κρατών μελών να μην επιτρέπουν την είσοδο στο έδαφός τους ή τη διέλευση από το έδαφός τους των προσώπων που απαριθμούνται στο παράρτημα της κοινής θέσεως, καθώς και τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων των προσώπων ή των οντοτήτων που απαριθμούνται στο ίδιο παράρτημα. Η κοινή θέση 2002/145 τροποποιήθηκε και η ισχύς της παρατάθηκε επί δωδεκάμηνο, ήτοι έως τις 20 Φεβρουαρίου 2004, με την κοινή θέση 2003/115/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για την τροποποίηση και παράταση της κοινής θέσης 2002/145 (ΕΕ L 46, σ. 30).

2        Η προβλεπόμενη από την κοινή θέση 2002/145 δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων τέθηκε σε εφαρμογή με τον κανονισμό (ΕΚ) 310/2002 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με ορισμένα περιοριστικά μέτρα για την Ζιμπάμπουε (ΕΕ L 50, σ. 4). Η διάρκεια ισχύος του περιορίστηκε σε δώδεκα μήνες από την ημερομηνία της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ισχύς του παρατάθηκε εκ νέου για δώδεκα μήνες, ήτοι έως τις 20 Φεβρουαρίου 2004, με τον κανονισμό (ΕΚ) 313/2003 του Συμβουλίου, της 18ης Φεβρουαρίου 2003, για την παράταση του κανονισμού 310/2002 (ΕΕ L 46, σ. 6).

3        Η κοινή θέση 2004/161/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ζιμπάμπουε (EE L 50, σ. 66), προέβλεψε την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν με την κοινή θέση 2002/145. Κατά το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, της κοινής θέσεως, αυτή τέθηκε σε ισχύ στις 21 Φεβρουαρίου 2004. Με το άρθρο 9 αυτής, ορίστηκε η διάρκεια ισχύος της σε δώδεκα μήνες και ότι αυτή υπόκειται σε διαρκή επανεξέταση. Κατά το ίδιο άρθρο, η κοινή θέση έπρεπε «να ανανεώνεται ή να τροποποιείται, ανάλογα με την περίπτωση, εφόσον το Συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι της».

4        Ο κανονισμός (ΕΚ) 314/2004 του Συμβουλίου, της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για ορισμένα περιοριστικά μέτρα σχετικά με τη Ζιμπάμπουε, εκδόθηκε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 5 αυτού, προς εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων που προβλέπει η κοινή θέση 2004/161. Ο κανονισμός αυτός προβλέπει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 6, παράγραφος 1, ότι δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν σε μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε ή σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που έχουν σχέση με αυτά και απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού. Κατά το άρθρο 11, στοιχείο β΄, του ίδιου κανονισμού, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να τροποποιεί το παράρτημα III του εν λόγω κανονισμού βάσει των αποφάσεων που λαμβάνονται σχετικά με το παράρτημα της κοινής θέσεως 2004/161.

5        Η ισχύς της κοινής θέσεως 2004/161 παρατάθηκε επανειλημμένως, η τελευταία δε παράτασή της έως τις 20 Φεβρουαρίου 2011 προβλέπεται από την απόφαση 2010/92/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2010, για την παράταση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ζιμπάμπουε (ΕΕ L 41, σ. 6).

6        Η κοινή θέση 2004/161 καταργήθηκε με την απόφαση 2011/101/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά της Ζιμπάμπουε (EE L 42, σ. 6). Η απόφαση αυτή προέβλεπε περιοριστικά μέτρα ανάλογα προς εκείνα που είχαν προβλεφθεί με την κοινή θέση 2004/161 έναντι όσων προσώπων περιλαμβάνονταν στο παράρτημά της.

7        Ειδικότερα, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/101 ορίζει:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εμποδίζουν την είσοδο στο έδαφός τους, ή την από του εδάφους τους διέλευση, μελών της κυβέρνησης της Ζιμπάμπουε και των φυσικών προσώπων που συνδέονται με αυτά καθώς και άλλων φυσικών προσώπων τα οποία επιδίδονται σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε.»

8        Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ίδιας αποφάσεως ορίζει:

«Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι που ανήκουν σε μέλη της κυβέρνησης της Ζιμπάμπουε ή σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή φορέα που συνδέεται με αυτά, ή ανήκουν σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία επιδίδονται σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε. Ο κατάλογος των προσώπων και οντοτήτων που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο περιέχεται στο παράρτημα.»

9        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως αυτής ορίζει:

«Το Συμβούλιο, ενεργώντας κατόπιν προτάσεως κράτους μέλους ή του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, θεσπίζει τροποποιήσεις του καταλόγου του παραρτήματος, ανάλογα με τις επιταγές των πολιτικών εξελίξεων στη Ζιμπάμπουε.»

10      Επιπλέον, το άρθρο 7 της αποφάσεως 2011/101 προβλέπει:

«1.      Το παράρτημα περιλαμβάνει τους λόγους για την προσθήκη των φυσικών ή νομικών προσώπων και οντοτήτων στον κατάλογο.

2.      Το παράρτημα περιλαμβάνει επίσης τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εξακρίβωση της ταυτότητας των κατονομαζόμενων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων. Όταν πρόκειται για φυσικά πρόσωπα, στις πληροφορίες αυτές μπορούν να περιλαμβάνονται ονόματα, συμπεριλαμβανομένων ψευδωνύμων, η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης, η εθνικότητα, αριθμοί διαβατηρίου και ταυτότητας, το φύλο, η διεύθυνση και η αρμοδιότητα ή το επάγγελμα. Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα ή τις οντότητες, οι πληροφορίες αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν την ονομασία, τον τόπο και την ημερομηνία εγγραφής σε μητρώο, τον αριθμό εγγραφής σε μητρώο και τον τόπο εγκατάστασης.»

11      Τέλος, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2011/101, η εν λόγω απόφαση ίσχυε έως τις 20 Φεβρουαρίου 2012. Κατά την ίδια διάταξη, η απόφαση υπέκειτο σε τακτική επανεξέταση, καθώς και σε ανανέωση ή τροποποίηση, εφόσον το Συμβούλιο έκρινε ότι οι στόχοι της δεν είχαν επιτευχθεί.

12      Με την απόφαση 2012/97/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2012, που τροποποιεί την απόφαση 2011/101 (ΕΕ L 47, σ. 50), η οποία αποτελεί εν προκειμένω την πρώτη προσβαλλόμενη με την υπό κρίση προσφυγή πράξη, αντικαταστάθηκε το άρθρο 10 της αποφάσεως 2011/101, ως εξής:

«1.      Η παρούσα απόφαση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία έκδοσής της.

2.      Η παρούσα απόφαση έχει εφαρμογή έως τις 20 Φεβρουαρίου 2013.

3.      Τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, εφόσον εφαρμόζονται σε πρόσωπα που περιλαμβάνονται σε κατάλογο του παραρτήματος II, αναστέλλονται έως τις 20 Φεβρουαρίου 2013.

4.      Η παρούσα απόφαση επανεξετάζεται τακτικά και ανανεώνεται ή τροποποιείται, ανάλογα με την περίπτωση, εφόσον το Συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι της.»

13      Εξάλλου, από το άρθρο 1, στοιχείο 2, της αποφάσεως 2012/97 προκύπτει, αφενός, ότι ο όρος «παράρτημα» αντικαθίσταται από τον όρο «παράρτημα I» και, αφετέρου, ότι το κείμενο του παραρτήματος αυτού αντικαθίσταται από το κείμενο του παραρτήματος I της αποφάσεως 2012/97. Τέλος, το άρθρο 1, στοιχείο 3, της αποφάσεως 2012/97 προβλέπει ότι το παράρτημα ΙΙ της αποφάσεως αυτής προστίθεται ως παράρτημα II στην απόφαση 2011/101.

14      Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 5 της οδηγίας 2012/97 έχουν ως εξής:

«(1)      Στις 15 Φεβρουαρίου 2011 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2011/101 […].

(2)      Με βάση την επανεξέταση της απόφασης [2011/101], τα περιοριστικά μέτρα θα πρέπει να ανανεωθούν έως τις 20 Φεβρουαρίου 2013.

(3)      Ωστόσο, δεν δικαιολογείται πλέον η διατήρηση ορισμένων προσώπων και οντοτήτων στον κατάλογο προσώπων και οντοτήτων έναντι των οποίων εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα της απόφασης [2011/101].

(4)      Για να διευκολυνθεί περαιτέρω ο διάλογος μεταξύ της ΕΕ και της κυβέρνησης της Ζιμπάμπουε, θα πρέπει να αρθεί η ταξιδιωτική απαγόρευση που έχει επιβληθεί στα δύο μέλη της ομάδας επανασύνδεσης της κυβέρνησης της Ζιμπάμπουε που περιλαμβάνονται στην απόφαση [2011/101].

(5)      Οι πληροφορίες που αφορούν ορισμένα πρόσωπα και οντότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος της απόφασης [2011/101] πρέπει να επικαιροποιηθούν.»

15      Το παράρτημα Ι της αποφάσεως 2011/101, όπως έχει αντικατασταθεί από την απόφαση 2012/97, περιλαμβάνει τα ονόματα του Johannes Tomana και των λοιπών 120 προσφευγόντων, τα οποία απαριθμούνται στο παράρτημα A.4 της προσφυγής. Τα ονόματα των ίδιων προσώπων και οντοτήτων περιλαμβάνονταν και στο παράρτημα Ι της αποφάσεως 2011/101, πριν την τροποποίησή του με την απόφαση 2012/97.

16      Με το άρθρο 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 151/2012 της Επιτροπής, της 21ης Φεβρουαρίου 2012, για την τροποποίηση του κανονισμού 314/2004 (ΕΕ L 49, σ. 2), ο οποίος αποτελεί τη δεύτερη προσβαλλόμενη με την υπό κρίση προσφυγή πράξη, αντικαταστάθηκε από το παράρτημα III του κανονισμού 314/2004 με νέο παράρτημα, το οποίο περιλαμβάνει τα ονόματα όλων των προσφευγόντων. Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 2 του ίδιου κανονισμού έχει ως εξής:

«Η απόφαση [2011/101] επισημαίνει τα φυσικά και νομικά πρόσωπα στα οποία πρέπει να εφαρμοστούν οι περιορισμοί, σύμφωνα με το άρθρο 5 της εν λόγω απόφασης, και ο κανονισμός […] 314/2004 επιβεβαιώνει την απόφαση αυτή στον βαθμό που απαιτείται η ανάληψη δράσης στο επίπεδο της Ένωσης. Κατά συνέπεια, το παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού […] 314/2004 θα πρέπει να τροποποιηθεί για να διασφαλιστεί η συνάφεια με την εν λόγω απόφαση του Συμβουλίου.»

17      Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι τα ονόματα όλων των προσφευγόντων περιλαμβάνονταν ήδη στο παράρτημα III του κανονισμού 314/2004, ως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του εκτελεστικού κανονισμού 151/2012.

18      Με την εκτελεστική απόφαση 2012/124/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 27ης Φεβρουαρίου 2012, για την εφαρμογή της απόφασης 2011/101, (ΕΕ L 54, σ. 20), η οποία αποτελεί την τρίτη προσβαλλόμενη με την υπό κρίση προσφυγή πράξη, τροποποιήθηκε η καταχώριση ως προς τον εξηκοστό προσφεύγοντα, τον Cephas George Msipa, το όνομα του οποίου περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως 2011/101. Ειδικότερα, το ακόλουθο κείμενο προστέθηκε ως προς αυτόν στην κενή προηγουμένως στήλη σχετικά με τους λόγους της κατατάξεώς του στα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα επιβαλλόμενα από την εν λόγω απόφαση περιοριστικά μέτρα:

«Πρώην κυβερνήτης επαρχίας, συνδέεται με τη μερίδα ZANU-PF της κυβέρνησης.»

19      Στις 20 Απριλίου 2012 οι προσφεύγοντες ζήτησαν από το Συμβούλιο να τους γνωστοποιήσει «όλες τις αποδείξεις και τις πληροφορίες» βάσει των οποίων αποφάσισε να εφαρμόσει ως προς αυτούς τα περιοριστικά μέτρα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Απριλίου 2012, οι προσφεύγοντες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

21      Με δικόγραφο που επιγράφεται «Ένσταση απαραδέκτου» και κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιουλίου 2012, το Συμβούλιο ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ελέγξει εάν οι προσφεύγοντες, από τον δεύτερο έως τον εκατοστό ένατο, έχουν συγκατατεθεί στην άσκηση της προσφυγής,

–        εάν διαπιστώσει ότι τούτο δεν συμβαίνει, να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη, κατά το μέρος που έχει ασκηθεί εξ ονόματος των προσώπων αυτών, και να καταδικάσει τους λοιπούς προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

22      Κατά το μέτρο που, με το δικόγραφο αυτό, το Συμβούλιο ζητούσε, κατ’ ουσίαν, τη λήψη μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες και η Επιτροπή κλήθηκαν να υποβάλουν τις σχετικές με το αίτημα αυτό έγγραφες παρατηρήσεις τους, πράγμα που έπραξαν στις 29 και 25 Οκτωβρίου 2012 αντιστοίχως.

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Αυγούστου 2012, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας ζήτησε να παρέμβει υπέρ των καθών θεσμικών οργάνων. Με διάταξη της 25ης Οκτωβρίου 2012, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτό το αίτημα παρεμβάσεως. Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως στις 14 Δεκεμβρίου 2012. Το Συμβούλιο, η Επιτροπή και κατόπιν οι προσφεύγοντες υπέβαλαν τις έγγραφες παρατηρήσεις τους επί του εν λόγω υπομνήματος στις 16 και 24 Ιανουαρίου και στις 20 Φεβρουαρίου 2013 αντιστοίχως.

24      Με έγγραφο της 7ης Νοεμβρίου 2012, αντίγραφο του οποίου κατατέθηκε την ίδια ημέρα στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες γνωστοποίησαν στο Συμβούλιο τον θάνατο του εξηκοστού έκτου προσφεύγοντος Isack Stanislaus Gorerazvo Mudenge.

25      Με έγγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 19 Νοεμβρίου 2012, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν στο Γενικό Δικαστήριο αίτημα να ζητηθεί από το Συμβούλιο να επιβεβαιώσει ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο παράρτημα B.19 του υπομνήματος αντικρούσεως δεν αποτελούν τις αποδείξεις βάσει των οποίων καταχωρίστηκαν τα ονόματά τους στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Όσον αφορά, κατ’ ουσίαν, το αίτημα λήψεως μέτρου διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο να υποβάλουν συναφώς τις παρατηρήσεις τους, πράγμα που έπραξαν στις 10, 11 και 7 Δεκεμβρίου 2012 αντιστοίχως. Με τις παρατηρήσεις του, το Συμβούλιο γνωστοποίησε επίσης στο Γενικό Δικαστήριο ότι είχε απαντήσει, με έγγραφο της 27ης Νοεμβρίου 2012, στο προαναφερθέν στη σκέψη 19 ανωτέρω αίτημα των προσφευγόντων και προσκόμισε αντίγραφο του εγγράφου αυτού και των παραρτημάτων του.

26      Εξάλλου, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες, με το έγγραφό τους της 19ης Νοεμβρίου 2012, ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να δηλώσει ότι τα πρόσθετα στοιχεία που επικαλείται το Συμβούλιο κατά το στάδιο αυτό της δίκης δεν θα ληφθούν υπόψη και δεν θα συμπεριληφθούν στη δικογραφία της υποθέσεως, υπομνήστηκε στους προσφεύγοντες, με έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2012, ότι, όσον αφορά τα πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία, εφαρμόζεται το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

27      Με το υπόμνημα απαντήσεως, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Ιανουαρίου 2013, οι προσφεύγοντες γνωστοποίησαν στο Γενικό Δικαστήριο τον θάνατο του ογδοηκοστού τρίτου προσφεύγοντος, του John Landa Nkomo.

28      Με έγγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Φεβρουαρίου 2013, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο την έκδοση της αποφάσεώς του 2013/89/ΚΕΠΠΑ, της 18ης Φεβρουαρίου 2013, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2011/101 (ΕΕ L 46, σ. 37). Με αυτή τροποποιήθηκε το παράρτημα I της αποφάσεως 2011/101 και απαλείφθηκαν από τον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων ως προς τα οποία εφαρμόζονται τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα τα ονόματα του έκτου προσφεύγοντος, David Chapfika, του ένατου προσφεύγοντος, Tinaye Chigudu, του δέκατου έκτου προσφεύγοντος, Tongesai Shadreck Chipanga, του τριακοστού δεύτερου προσφεύγοντος, R. Kwenda, του τριακοστού όγδοου προσφεύγοντος, Shuvai Ben Mahofa, του τεσσαρακοστού δεύτερου προσφεύγοντος, G. Mashava, του πεντηκοστού τέταρτου προσφεύγοντος, Gilbert Moyo, του πεντηκοστού όγδοου προσφεύγοντος, S. Mpabanga, του εξηκοστού προσφεύγοντος, Cephas George Msipa, του εξηκοστού τέταρτου προσφεύγοντος, C. Mucho, του εξηκοστού έκτου προσφεύγοντος, Isack Stanislaus Gorerazvo Mudenge, του εξηκοστού έβδομου προσφεύγοντος, Columbus Mudonhi, του εξηκοστού όγδοου προσφεύγοντος, Y. Bothwell Mugariri, του εβδομηκοστού προσφεύγοντος, Isaac Mumba, του εβδομηκοστού όγδοου προσφεύγοντος, S. Mutsvunguma, του ογδοηκοστού τρίτου προσφεύγοντος, John Landa Nkomo, του ογδοηκοστού τέταρτου προσφεύγοντος, Michael Reuben Nyambuya, του ογδοηκοστού όγδοου προσφεύγοντος, David Pagwese Parirenyatwa, του ογδοηκοστού ένατου προσφεύγοντος, Dani Rangwani, του ενενηκοστού δεύτερου προσφεύγοντος, Richard Ruwodo, του εκατοστού ένατου προσφεύγοντος, Patrick Zhuwao, και της εκατοστής δεκάτης τρίτης προσφεύγουσας, Divine Homes (Private) Ltd.

29      Με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 145/2013 της Επιτροπής, της 19ης Φεβρουαρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού 314/2004 (ΕΕ L 47, σ. 63), τροποποιήθηκε το παράρτημα III του δεύτερου κανονισμού και απαλείφθηκαν οι αναφορές σχετικά με τα πρόσωπα και τις οντότητες που παρατίθενται στη σκέψη 28 ανωτέρω.

30      Οι προσφεύγοντες κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του αναφερόμενου στη σκέψη 28 ανωτέρω εγγράφου του Συμβουλίου, αλλά δεν ανταποκρίθηκαν.

31      Με το άρθρο 1, στοιχείο 1, της αποφάσεως 2013/160/ΚΕΠΠΑ, της 27ης Μαρτίου 2013, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2011/101 (ΕΕ L 90, σ. 95), αντικαταστάθηκε το κείμενο του άρθρου 10, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2011/101 με νέο κείμενο, κατά το οποίο «[τα] μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, και στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, εφόσον εφαρμόζονται σε πρόσωπα και οντότητες που περιλαμβάνονται σε κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ, αναστέλλονται έως τις 20 Φεβρουαρίου 2014», η δε «αναστολή αναθεωρείται ανά τρίμηνο». Το άρθρο 1, στοιχείο 2, της αποφάσεως 2013/160 όριζε εξάλλου ότι το παράρτημα II της αποφάσεως 2011/101 αντικαθίσταται από το κείμενο που παρατίθεται στο παράρτημα της αποφάσεως 2013/160.

32      Τα ονόματα των περισσοτέρων εκ των προσφευγόντων, τόσο των φυσικών προσώπων όσο και των οντοτήτων, περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2011/101, όπως αντικαταστάθηκε από την απόφαση 2013/160. Δεν περιλαμβάνονται τα ονόματα του τρίτου προσφεύγοντα, Happyton Mabhuya Bonyongwe, του δωδέκατου προσφεύγοντα, Augustine Chihuri, του δέκατου όγδοου προσφεύγοντα, Constantine Chiwenga, του εβδομηκοστού πέμπτου προσφεύγοντα, Didymus Noel Edwin Mutasa, του ογδοηκοστού έκτου προσφεύγοντα, Douglas Nyikayaramba, του ενενηκοστού ένατου προσφεύγοντα, Perence Samson Chikerema Shiri, του εκατοστού δεύτερου προσφεύγοντα, Jabulani Sibanda, του εκατοστού τέταρτου προσφεύγοντα, Philip Valerio Sibanda, του εκατοστού εικοστού προσφεύγοντα, Zimbambwe Defence Industries (Private) Ltd, και του εκατοστού εικοστού πρώτου προσφεύγοντα, Zimbambwe Mining Development Corp.

33      Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) 298/2013 του Συμβουλίου, της 27ης Μαρτίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού 314/2004 (ΕΕ L 90, σ. 48), «[η] εφαρμογή του άρθρου 6 του κανονισμού […] 314/2004 αναστέλλεται έως τις 20 Φεβρουαρίου 2014 όσον αφορά τα πρόσωπα και τις οντότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού», η δε «αναστολή αναθεωρείται ανά τρίμηνο». Το παράρτημα του κανονισμού 298/2013 περιλαμβάνει τα ίδια ονόματα προσώπων και οντοτήτων με το παράρτημα II της αποφάσεως 2011/101, όπως αντικαταστάθηκε από την απόφαση 2013/160 (βλ. σκέψη 32 ανωτέρω).

34      Κατόπιν τροποποιήσεως της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο όγδοο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

35      Με έγγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 26 Σεπτεμβρίου 2013, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο την έκδοση της εκτελεστικής αποφάσεως 2013/469/ΚΕΠΠΑ, της 23ης Σεπτεμβρίου 2013, για την εφαρμογή της αποφάσεως 2011/101 (ΕΕ L 252, σ. 31). Με αυτή τροποποιήθηκε το παράρτημα I της αποφάσεως 2011/101 και απαλείφθηκε από αυτό ο εκατοστός εικοστός πρώτος των προσφευγόντων, η Zimbambwe Mining Development.

36      Εξάλλου, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 915/2013 της Επιτροπής, της 23ης Σεπτεμβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού 314/2004 (ΕΕ L 252, σ. 23), τροποποιήθηκε το παράρτημα III του δεύτερου κανονισμού και απαλείφθηκε από αυτό η αναφορά στον εκατοστό εικοστό πρώτο των προσφευγόντων.

37      Με έγγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Φεβρουαρίου 2014, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο την έκδοση της αποφάσεως 2014/98/ΚΕΠΠΑ, της 17ης Φεβρουαρίου 2014, για την τροποποίηση της αποφάσεως 2011/101 (ΕΕ L 50, σ. 20), καθώς και την έκδοση του κανονισμού (ΕΕ) 153/2014, της 17ης Φεβρουαρίου 2014, για την τροποποίηση του κανονισμού 314/2004 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) 298/2013 (ΕΕ L 50, σ. 1).

38      Με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2014/98 αντικαταστάθηκε το άρθρο 10 της αποφάσεως 2011/101 με το εξής κείμενο:

«1.      Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία της έκδοσής της.

2.      Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται έως τις 20 Φεβρουαρίου 2015.

3.      Τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, και στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, εφόσον εφαρμόζονται σε πρόσωπα και οντότητες που περιλαμβάνονται σε κατάλογο του παραρτήματος II, αναστέλλονται έως τις 20 Φεβρουαρίου 2015.

Η αναστολή αναθεωρείται ανά τρίμηνο.

4.      Η παρούσα απόφαση επανεξετάζεται τακτικά και ανανεώνεται ή τροποποιείται, ανάλογα με την περίπτωση, εφόσον το Συμβούλιο κρίνει ότι δεν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι της.»

39      Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως 2014/98, «[τα] πρόσωπα που καθορίζονται στο παράρτημα I της απόφασης 2011/101/ΚΕΠΠΑ και απαριθμούνται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης προστίθενται στο παράρτημα II της απόφασης 2011/101/ΚΕΠΠΑ». Το παράρτημα της αποφάσεως 2014/98 περιλαμβάνει τα ονόματα του τρίτου, του δωδέκατου, του δέκατου όγδοου, του εβδομηκοστού, του ογδοηκοστού έκτου, ενενηκοστού ένατου, εκατοστού δευτέρου και του εκατοστού τετάρτου των προσφευγόντων.

40      Ο κανονισμός 153/2014 ορίζει τα εξής:

«Άρθρο 1

Ο κανονισμός […] 314/2004 τροποποιείται ως εξής:

1)      Στο άρθρο 6, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

“4.      Τα μέτρα των παραγράφων 1 και 2 αναστέλλονται για τα πρόσωπα και τις οντότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα IV.”

2)      Το παράρτημα του παρόντος κανονισμού προστίθεται ως παράρτημα IV.

Άρθρο 2

Ο κανονισμός […] 298/2013 καταργείται.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.»

41      Το παράρτημα IV του κανονισμού 314/2004, το οποίο προστέθηκε με τον κανονισμό 153/2014, περιλαμβάνει τα ονόματα όλων των προσφευγόντων, φυσικών προσώπων και οντοτήτων, τα οποία εξακολουθούσαν να είναι καταχωρισμένα στο παράρτημα III του εν λόγω κανονισμού, με μόνη εξαίρεση το όνομα του εκατοστού εικοστού των προσφευγόντων, της Zimbambwe Defence Industries, η οποία είναι η μόνη οντότητα ως προς την οποία εξακολουθεί να ισχύει και δεν έχει ανασταλεί η προβλεπόμενη από τον εν λόγω κανονισμό δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων.

42      Το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τους λοιπούς διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του αναφερόμενου στη σκέψη 37 ανωτέρω εγγράφου του Συμβουλίου. Οι προσφεύγοντες και η Επιτροπή ανταποκρίθηκαν στις 21 και στις 4 Μαρτίου 2014 αντιστοίχως.

43      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν εγγράφως σε ορισμένες ερωτήσεις και να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως στο αίτημα αυτό.

44      Οι διάδικοι πλην του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο δεν παρέστη, αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 10ης Ιουνίου 2014.

45      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο κατέθεσε στη δικογραφία άρθρα του Τύπου από τα οποία προκύπτει ότι ο εξηκοστός όγδοος προσφεύγων, ο Y. Bothwell Mugariri, ο ενενηκοστός έκτος προσφεύγων, ο Lovemore Sekeremayi, και ο ενενηκοστός όγδοος προσφεύγων, ο Nathan Marwirakuwa Shamuyarira, είχαν αποβιώσει. Οι εκπρόσωποι των προσφευγόντων επιβεβαίωσαν τον θάνατο των δύο τελευταίων, επισημαίνοντας ωστόσο ότι, κατά τις δικές τους πληροφορίες, δεν είναι ακριβής η πληροφορία περί του θανάτου του Y. Bothwell Mugariri. Επιπλέον, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, οι εκπρόσωποι των προσφευγόντων επιβεβαίωσαν ότι θεωρούν εαυτούς εντεταλμένους από όλους τους προσφεύγοντες και πρότειναν να προσκομίσουν έγγραφη εντολή για καθέναν από αυτούς για τον οποίον δεν είχαν επισυνάψει τέτοιο έγγραφο στην προσφυγή τους. Η κατάθεση των εν λόγω εγγράφων και δηλώσεων καταχωρίστηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

46      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τους προσφεύγοντες και το Συμβούλιο να απαντήσουν εγγράφως σε ορισμένα ερωτήματα και να προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα, περιλαμβανομένων των απαιτούμενων εντολών. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εμπρόθεσμα στο αίτημα του Γενικού Δικαστηρίου, κατόπιν δε τούτου η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε με απόφαση του προέδρου του όγδοου τμήματος.

47      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει ως προς αυτούς την απόφαση 2012/97, τον εκτελεστικό κανονισμό 151/2012 και την εκτελεστική απόφαση 2012/124,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

48      Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

49      Το Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζει τα αιτήματα του Συμβουλίου και της Επιτροπής περί απορρίψεως της προσφυγής.

 Σκεπτικό

1.     Επί των αποβιωσάντων προσφευγόντων

50      Η νομολογία αναγνωρίζει ότι προσφυγή ακυρώσεως κινηθείσα από τον αποδέκτη πράξεως μπορεί να συνεχιστεί από τον καθολικό διάδοχό του, ιδίως σε περίπτωση θανάτου φυσικού προσώπου (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 46· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Οκτωβρίου 1983, 92/82, Gutmann κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 3127, σκέψη 2).

51      Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε με τις σκέψεις 24 και 27 ανωτέρω, ο εβδομηκοστός προσφεύγων, ο I. S. G. Mudenge, και ο ογδοηκοστός τρίτος προσφεύγων, ο J. L. Nkomo, αποβίωσαν κατά τη διάρκεια της δίκης. Επιπλέον, με τις έγγραφες απαντήσεις τους σε ερωτήσεις που τους τέθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι εκπρόσωποι των προσφευγόντων επιβεβαίωσαν ότι ο ενενηκοστός έκτος προσφεύγων, ο Lovemore Sekeremayi, και o ενενηκοστός όγδοος προσφεύγων, ο Nathan Marwirakuwa Shamuyarira, αποβίωσαν κατά τη διάρκεια της δίκης. Τέλος, στο ίδιο πλαίσιο, ανέφεραν ότι ο τριακοστός δεύτερος προσφεύγων, ο R. Kwenda, επίσης αποβίωσε κατά τη διάρκεια της δίκης.

52      Ως προς τους προαναφερθέντες αποβιώσαντες προσφεύγοντες, οι εκπρόσωποι των προσφευγόντων δήλωσαν ότι οι καθολικοί διάδοχοί τους, εν προκειμένω, σε όλες τις περιπτώσεις, οι χήρες τους, επιθυμούν τη συνέχιση της δίκης και προσκόμισαν έγγραφες σχετικές δηλώσεις τους, καταρτισθείσες ενώπιον συμβολαιογράφου. Στην παρούσα απόφαση, ο όρος «προσφεύγοντες», κατά το μέρος που αναφέρεται στους προαναφερθέντες αποβιώσαντες διαδίκους, προσδιορίζει στη συνέχεια τους καθολικούς διαδόχους τους, οι οποίοι έχουν προσκομίσει έγγραφη δήλωση της βουλήσεώς τους να συνεχίσουν τη δίκη.

2.     Επί του εάν υπήρχε εντολή προς τους δικηγόρους που έχουν υπογράψει την προσφυγή από όλα τα προσφεύγοντα φυσικά πρόσωπα

53      Όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 21 ανωτέρω, το Συμβούλιο ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο, με χωριστό δικόγραφο, να ελέγξει «εάν η προσφυγή όντως ασκείται εξ ονόματος» όλων των προσφευγόντων που είναι φυσικά πρόσωπα. Στο πλαίσιο αυτό, προέβαλε ότι οι εκπρόσωποι των προσφευγόντων δεν είχαν επισυνάψει στην προσφυγή εντολή ή άλλο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι έχουν νομίμως εξουσιοδοτηθεί από τους προσφεύγοντες, από τον δεύτερο έως τον εκατοστό δέκατο, οι οποίοι είναι φυσικά πρόσωπα.

54      Συνεπώς, το Συμβούλιο υποστήριξε ότι η προσφυγή έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προς τους προσφεύγοντες αυτούς, εκτός εάν οι εκπρόσωποί τους προσκομίσουν, για καθέναν εξ αυτών, στοιχεία που αποδεικνύουν τη βούλησή τους να ασκήσουν την προσφυγή. Το Συμβούλιο στηρίχθηκε, στο πλαίσιο αυτό, στην απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Φεβρουαρίου 1965, 14/64, Barge κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 31). Το αίτημα αυτό του Συμβουλίου υποστηρίζεται και από την Επιτροπή.

55      Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει, αφενός, των άρθρων 19, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, και 21, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού, και, αφετέρου, του άρθρου 43, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διάδικοι, πλην των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ ή των συμβαλλομένων στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) κρατών, εκπροσωπούνται από δικηγόρο, ο οποίος έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλόμενου στη Συμφωνία για τον ΕΟΧ. Επιπλέον, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το όνομα και την κατοικία του προσφεύγοντος και την ιδιότητα του υπογράφοντος. Τέλος, το πρωτότυπο κάθε διαδικαστικού εγγράφου πρέπει να υπογράφεται από τον εκπρόσωπο ή τον δικηγόρο του διαδίκου.

56      Αντιθέτως, ισχύει μόνο για τα νομικά πρόσωπα η υποχρέωση που προβλέπεται από το άρθρο 44, παράγραφος 5, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας να επισυνάπτεται στο δικόγραφο της προσφυγής «αποδεικτικό ότι η εντολή προς τον δικηγόρο δόθηκε προσηκόντως από εκπρόσωπό του εξουσιοδοτημένο προς τούτο». Συνεπώς, ο Κανονισμός Διαδικασίας επιτρέπει στα φυσικά πρόσωπα να εκπροσωπούνται από δικηγόρο, χωρίς αυτός να υποχρεούται να προσκομίζει την εντολή του, όπως είναι υποχρεωμένος να πράξει σε περίπτωση εκπροσωπήσεως νομικού προσώπου (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Φεβρουαρίου 2006, T‑34/02, Le Levant 001 κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑267, σκέψη 64).

57      Το γεγονός ότι οι δικηγόροι που εκπροσωπούν φυσικό πρόσωπο δεν υποχρεούνται να καταθέσουν εντολή υπογεγραμμένη από τον πελάτη τους δικαιολογείται, αναμφίβολα, από την παραδοχή ότι, εφόσον μέλος δικηγορικού συλλόγου κράτους μέλους, το οποίο υπόκειται εκ της ιδιότητάς του αυτής σε κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας, δηλώνει ότι έχει νομίμως εξουσιοδοτηθεί από τον πελάτη του, η δήλωση αυτή θεωρείται καταρχήν αρκούντως αξιόπιστη (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 2007, C‑229/05 P, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑439, σκέψη 119).

58      Ωστόσο, λαμβανομένων επίσης υπόψη των διατάξεων που παρατίθενται στη σκέψη 55 ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, πριν προβεί στην εξέταση προσφυγής ασκηθείσας ενώπιόν του, πρέπει να βεβαιωθεί ότι ο δικηγόρος που την έχει υπογράψει έχει πράγματι εξουσιοδοτηθεί να εκπροσωπήσει το πρόσωπο στο όνομα του οποίου ασκείται η εν λόγω προσφυγή. Βάσει των προεκτεθέντων στη σκέψη 57 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η υπογραφή και η άσκηση προσφυγής από δικηγόρο εξ ονόματος φυσικού προσώπου θεωρείται, καταρχήν, από το Γενικό Δικαστήριο, ως έμμεση δήλωση του δικηγόρου ότι έχει νομίμως εξουσιοδοτηθεί από το εν λόγω φυσικό πρόσωπο, η δήλωση δε αυτή θεωρείται από το Γενικό Δικαστήριο επαρκής. Ωστόσο, εάν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία, που να γεννούν αμφιβολίες όσον αφορά το υποστατό αυτής της έμμεσης δηλώσεως, το Γενικό Δικαστήριο δύναται κατά νόμο να ζητήσει από τον εν λόγω δικηγόρο να αποδείξει την εντολή του.

59      Υπ’ αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνευθεί η απόφαση Barge κατά Ανωτάτης Αρχής, σκέψη 54 ανωτέρω (σκέψη 77), κατά την οποία ο δικηγόρος δεν υποχρεούται «να προσκομίσει πληρεξούσιο κατά την άσκηση προσφυγής, αλλ’ απλώς να αποδείξει την πληρεξουσιότητά του σε περίπτωση αμφισβητήσεως». Συγκεκριμένα, η κρίση αυτή πρέπει να ειδωθεί στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, όπως προκύπτει από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Κ. Roemer στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Barge κατά Ανωτάτης Αρχής, σκέψη 54 ανωτέρω (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 31).

60      Από τις προτάσεις αυτές προκύπτει ότι αποτελούσε τότε συνήθη πρακτική να ζητά το Δικαστήριο έγγραφη εντολή ακόμη και από τους προσφεύγοντες που ήταν φυσικά πρόσωπα, παρά το γεγονός ότι η σχετική διάταξη του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου δεν το απαιτούσε, όπως δεν το απαιτεί σήμερα ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Ο δικηγόρος της προσφεύγουσας στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Barge κατά Ανωτάτης Αρχής, σκέψη 54 ανωτέρω, είχε προσκομίσει τέτοια εντολή ταυτόχρονα με την κατάθεση της προσφυγής, πλην όμως το έγγραφο της εντολής αφορούσε άλλη υπόθεση. Μετά την κατάθεση της προσφυγής, ο δικηγόρος προσκόμισε νέα εντολή για τη συγκεκριμένη υπόθεση, με συνέπεια να κληθεί το Δικαστήριο να κρίνει εάν επαρκούσε η εκ των υστέρων προσκόμιση του εγγράφου της εντολής ή εάν η παράλειψη προσκομίσεως της κατά νόμο απαιτούμενης εντολής ταυτόχρονα με την προσφυγή συνεπαγόταν το απαράδεκτο της προσφυγής. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ της πρώτης εκδοχής.

61      Συνεπώς, αντιθέτως προς ό,τι φαίνεται να υποστηρίζει το Συμβούλιο, από την απόφαση αυτή δεν προκύπτει ότι ο έτερος διάδικος έχει δικαίωμα να ζητήσει, χωρίς να προβάλει συγκεκριμένα στοιχεία που να δικαιολογούν το αίτημά του, την προσκόμιση, από τον δικηγόρο προσφεύγοντος φυσικού προσώπου, εντολής καταρτισθείσας από τον πελάτη του, ελλείψει της οποίας η προσφυγή θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Εάν αναγνωριζόταν στον αντίδικο τέτοια ευχέρεια, θα καθίστατο σχεδόν άνευ ουσίας ο κανόνας κατά τον οποίον τα φυσικά πρόσωπα δύνανται να εκπροσωπούνται από δικηγόρο ο οποίος δεν έχει προσκομίσει εντολή, η δε διαδικασία θα καθίστατο περιπλοκότερη και η διάρκειά της θα παρατεινόταν, ιδίως σε περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, η προσφυγή ασκείται από πλείονα φυσικά πρόσωπα τα οποία επιπλέον κατοικούν εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι απαιτήσεις που απορρέουν από το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και τα προεκτεθέντα στη σκέψη 57 ανωτέρω επίσης συνηγορούν υπέρ της απόψεως ότι η προσκόμιση τέτοιας εντολής είναι υποχρεωτική μόνον εφόσον υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία που γεννούν αμφιβολίες ως προς την ύπαρξή της (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω).

62      Εν προκειμένω, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι εκπρόσωποι των προσφευγόντων επιβεβαίωσαν ρητώς, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι ενεργούν κατ’ εντολή καθενός εκ των προσφευγόντων. Πρότειναν, εξάλλου, να προσκομίσουν έγγραφη εντολή για όλους τους προσφεύγοντες ως προς τους οποίους δεν το είχαν πράξει. Προσκόμισαν, πράγματι, εντός της προς τούτο ταχθείσας από το Γενικό Δικαστήριο προθεσμίας, τέτοιες εντολές, οι οποίες είχαν καταρτιστεί ενώπιον συμβολαιογράφου, για τους προσφεύγοντες από τον δεύτερο έως τον εκατοστό δέκατο, εξαιρουμένων των αποβιωσάντων προσώπων που αναφέρθηκαν στη σκέψη 51 ανωτέρω. Σημειωτέον, συναφώς, ότι προσκόμισαν επίσης εντολή καταρτισθείσα εξ ονόματος του εξηκοστού όγδοου προσφεύγοντα, του Y. Bothwell Mugariri. Αποδείχθηκε έτσι εσφαλμένη η πληροφορία περί του θανάτου του εν λόγω προσώπου, η οποία προέκυπτε από τα άρθρα του Τύπου που κατέθεσε το Συμβούλιο στη δικογραφία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Τονίζεται, ακόμη, ότι, βάσει των προεκτεθέντων στη σκέψη 60 ανωτέρω, δεν έχει καμία σημασία το γεγονός ότι οι εντολές προσκομίστηκαν μετά την κατάθεση της προσφυγής.

63      Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι δεν συντρέχει καμία δικαιολογημένη αμφιβολία όσον αφορά την ύπαρξη εντολής από καθέναν από τους προσφεύγοντες προς τους εκπροσώπους τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

3.     Επί της διατηρήσεως του εννόμου συμφέροντος των προσφευγόντων

64      Κατά πάγια νομολογία, το αντικείμενο της διαφοράς πρέπει να διατηρείται, όπως και το έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, πράγμα που προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C‑362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4333, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Απριλίου 2008, C‑373/06 P, C‑379/06 P και C‑382/06 P, Flaherty κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑2649, σκέψη 25).

65      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα έχουν καταργηθεί ως προς ορισμένους προσφεύγοντες (βλ. σκέψεις 28, 29, 35 και 36 ανωτέρω). Εξάλλου, η εφαρμογή των εν λόγω μέτρων έχει ανασταλεί ως προς όλους τους προσφεύγοντες, πλην ενός, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων που αφορούν τα εν λόγω μέτρα (βλ. σκέψεις 32, 33 και 37 έως 41 ανωτέρω).

66      Πάντως, με την απόφαση της 28ης Μαΐου 2013, C‑239/12 P, Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑239/12 P), σχετικά με πρόσωπο στο οποίο είχαν επιβληθεί, λόγω σχέσεων με τρομοκρατικές οργανώσεις, περιοριστικά μέτρα που καταργήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης, τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 881/2002 έχουν σοβαρές επιπτώσεις και επηρεάζουν σημαντικά τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων που αφορούν. Επιπλέον, κατά το Δικαστήριο, εκτός από τη δέσμευση των κεφαλαίων καθ’ εαυτήν, η οποία, διά της ευρείας εφαρμογής της, διαταράσσει τόσο την επαγγελματική όσο και την οικογενειακή ζωή των θιγόμενων προσώπων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η ηθική απαξίωση και η δυσπιστία που οφείλονται στον δημόσιο συσχετισμό των θιγόμενων προσώπων με μια τρομοκρατική οργάνωση. Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, ο προσφεύγων διατηρεί, παρά τη διαγραφή του ονόματός του από τον επίδικο κατάλογο, το έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί από τον δικαστή της Ένωσης ότι το όνομά του δεν θα έπρεπε ποτέ να περιληφθεί στον επίδικο κατάλογο ή δεν θα έπρεπε να περιληφθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολούθησαν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Το Δικαστήριο έκρινε, περαιτέρω, ότι, καίτοι η αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα της προσβαλλομένης πράξεως δεν μπορεί, καθ’ εαυτήν, να αποκαταστήσει την υλική ζημία ή την προσβολή της ιδιωτικής ζωής που έχει υποστεί ο ενδιαφερόμενος, είναι εντούτοις ικανή να αποκαταστήσει τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση ή να αποτελέσει ένα είδος ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που του προκάλεσε η πράξη αυτή και να δικαιολογήσει, συνεπώς, τη διατήρηση του εννόμου συμφέροντός του. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οριστική κατάργηση των επίμαχων περιοριστικών μέτρων δεν αποκλείει το ενδεχόμενο διατηρήσεως του εννόμου συμφέροντός του όσον αφορά τα αποτελέσματα το κανονισμού αυτού από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του έως την ημερομηνία καταργήσεώς του (προπαρατεθείσα απόφαση Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψεις 70 έως 72 και 82).

67      Μολονότι στους προσφεύγοντες στην υπό κρίση υπόθεση επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα όχι λόγω των σχέσεών τους με τρομοκρατικές οργανώσεις, αλλά επειδή ήταν είτε μέλη κυβερνήσεως η οποία, κατά τους συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων, είχε διαπράξει σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είτε συνεργάτες των εν λόγω μελών της κυβερνήσεως, είτε πρόσωπα των οποίων οι δραστηριότητες υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε, εντούτοις οι λόγοι στους οποίους στηρίχθηκε το Δικαστήριο στην απόφαση Abdulrahim κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω (σκέψεις 70 έως 72 και 82) ισχύουν mutatis mutandis και στην περίπτωσή τους, οπότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι διατηρούν το έννομο συμφέρον τους, παρά την κατάργηση ως προς ορισμένους εξ αυτών ή την αναστολή ως προς άλλους των επίμαχων περιοριστικών μέτρων.

4.     Επί ορισμένων επιχειρημάτων που προέβαλε η Επιτροπή προς αμφισβήτηση του παραδεκτού της προσφυγής

68      Πρώτον, η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του αιτήματος ακυρώσεως των πράξεων του Συμβουλίου κατά το μέρος που την αφορά, με το αιτιολογικό ότι δεν έχει παθητική νομιμοποίηση ως προς τις πράξεις του Συμβουλίου.

69      Πάντως, στον βαθμό που με την προσφυγή ζητείται η ακύρωση, αφενός, δύο πράξεων του Συμβουλίου και, αφετέρου, μιας πράξεως της Επιτροπής, ορθώς στρέφουν εν προκειμένω οι προσφεύγοντες την προσφυγή τους κατά των δύο αυτών θεσμικών οργάνων.

70      Δεύτερον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, κατ’ αυτήν, το αίτημα ακυρώσεως της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/124 πρέπει να θεωρηθεί ως υποβληθέν μόνον εξ ονόματος του εξηκοστού προσφεύγοντα, του Cephas George Msipa, ο οποίος είναι ο μόνος τον οποίον αφορά η απόφαση αυτή. Αμφισβητεί, πάντως, το παραδεκτό του εν λόγω αιτήματος, διότι η επίμαχη απόφαση τροποποιεί την απόφαση 2011/101 μόνον ως προς τους λόγους της καταχωρίσεως του εν λόγω προσφεύγοντα στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα και, ως εκ τούτου, δεν μεταβάλλει την νομική κατάστασή του. Η Επιτροπή υποστηρίζει ακόμη ότι, εάν γίνει δεκτό ότι το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής έχει ασκηθεί από όλους τους προσφεύγοντες, θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, διότι «κανένας από τους προσφεύγοντες δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την πράξη αυτή του Συμβουλίου».

71      Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. Υπενθυμίζεται ότι, μετά την τροποποίηση της αποφάσεως 2011/101 από την απόφαση 2012/97, με την οποία αντικαταστάθηκε, μεταξύ άλλων, το παράρτημα Ι της πρώτης αποφάσεως από νέο, η εκτελεστική απόφαση 2012/124 τροποποίησε εκ νέου το παράρτημα I της αποφάσεως 2011/101 ως προς τον εξηκοστό προσφεύγοντα, προκειμένου να προστεθεί στη σχετική με τους λόγους στήλη, η οποία προηγουμένως ήταν κενή, το κείμενο που παρατίθεται στη σκέψη 18 ανωτέρω. Κατά συνέπεια, η εκτελεστική απόφαση 2012/124, όπως και η απόφαση 2012/97, αφορά άμεσα και ατομικά τον εξηκοστό προσφεύγοντα και μεταβάλλει τη νομική κατάστασή του, κατά το ότι προστέθηκαν με αυτή στο παράρτημα I της αποφάσεως 2011/101, όπως αντικαταστάθηκε από την απόφαση 2012/97, λόγοι που δικαιολογούν τη λήψη των επίμαχων περιοριστικών μέτρων ως προς αυτόν.

72      Επομένως, ο εξηκοστός προσφεύγων παραδεκτώς ζητεί την ακύρωση της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/124. Όταν έχει ασκηθεί μία και μόνον προσφυγή, εφόσον διαπιστωθεί το παραδεκτό αυτής έναντι ενός μόνον προσφεύγοντος δεν χρειάζεται να εξετασθεί η νομιμοποίηση των λοιπών προσφευγόντων (απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, C‑313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑1125, σκέψη 31, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑374/94, T‑375/94, T‑384/94 και T‑388/94, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3141, σκέψη 61). Συγκεκριμένα, με την προσφυγή ζητείται η ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων ως προς τους προσφεύγοντες. Εφόσον η εκτελεστική απόφαση 2012/124 αφορά ονομαστικώς μόνον τον εξηκοστό προσφεύγοντα, είναι πρόδηλον ότι, εάν η προσφυγή γίνει δεκτή, η εν λόγω απόφαση θα ακυρωθεί μόνον ως προς αυτόν.

5.     Επί της ουσίας

73      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν πέντε λόγους, σχετικά, πρώτον, με έλλειψη κατάλληλης νομικής βάσεως όσον αφορά την κατάταξη, στα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, προσώπων ή οντοτήτων που δεν άσκησαν κυβερνητικά καθήκοντα στη Ζιμπάμπουε ή που δεν ήταν συνεργάτες προσώπων ή οντοτήτων που άσκησαν τέτοια καθήκοντα, δεύτερον, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, τρίτον, παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, τέταρτον, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και, πέμπτον, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

74      Πρέπει, καταρχάς, να εξετασθεί ο πρώτος λόγος, σχετικά με τη νομική βάση των προσβαλλομένων πράξεων, εν συνεχεία ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος, στο πλαίσιο των οποίων εγείρονται διαδικαστικά ζητήματα, και, τέλος, ο δεύτερος και ο πέμπτος λόγος, οι οποίοι σχετίζονται με την ουσία της υποθέσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με έλλειψη κατάλληλης νομικής βάσεως όσον αφορά την κατάταξη, στα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, προσώπων ή οντοτήτων που δεν άσκησαν κυβερνητικά καθήκοντα στη Ζιμπάμπουε ή που δεν ήταν συνεργάτες προσώπων ή οντοτήτων που άσκησαν τέτοια καθήκοντα

75      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, ότι δεν υφίσταται κατάλληλη νομική βάση δυνάμενη να δικαιολογήσει το γεγονός ότι στα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα έχουν συμπεριληφθεί πολλά πρόσωπα στα οποία δεν προσάπτεται καν ότι υπήρξαν κυβερνητικά στελέχη της Ζιμπάμπουε ή ότι επρόκειτο για πρόσωπα ή οντότητες σχετιζόμενα με τα εν λόγω στελέχη. Κατά τους προσφεύγοντες, το γεγονός ότι στα εμπλεκόμενα πρόσωπα προσάπτεται ότι διέπραξαν κατά το παρελθόν εγκληματικές ενέργειες ή άλλα παραπτώματα δεν αρκεί αφεαυτού για να δικαιολογηθεί η καταχώριση των ονομάτων τους στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα.

76      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η πρώτη από τις προσβαλλόμενες με την υπό κρίση προσφυγή πράξεις, ήτοι η απόφαση 2012/97, εκδόθηκε βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, το οποίο έχει ως εξής:

«Το Συμβούλιο εκδίδει αποφάσεις οι οποίες καθορίζουν τη στάση της Ένωσης επί συγκεκριμένου ζητήματος γεωγραφικής ή θεματικής φύσεως. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εθνικές τους πολιτικές να συνάδουν προς τις θέσεις της Ένωσης.»

77      Το άρθρο 29 ΣΕΕ αποτελεί επίσης τη νομική βάση της αποφάσεως 2011/101, η οποία τροποποιήθηκε από την απόφαση 2012/97.

78      Το άρθρο 29 ΣΕΕ αποτελεί μέρος του τίτλου V της Συνθήκης ΕΕ, με τίτλο «Γενικές διατάξεις για την εξωτερική δράση της Ένωσης και ειδικές διατάξεις σχετικά με την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας». Το άρθρο 21 ΣΕΕ, το οποίο αποτελεί μέρος του ίδιου τίτλου, έχει ως εξής:

«1.      Η δράση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή έχει ως γνώμονα και σχεδιάζεται με στόχο να προωθεί στο ευρύτερο παγκόσμιο πλαίσιο τις αρχές που έχουν εμπνεύσει τη δημιουργία, την ανάπτυξη και τη διεύρυνσή της: τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, την οικουμενικότητα και το αδιαίρετο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης και τον σεβασμό των αρχών του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του διεθνούς δικαίου.

[…]

2.      Η Ένωση καθορίζει και εφαρμόζει κοινές πολιτικές και δράσεις και εργάζεται για την επίτευξη υψηλού βαθμού συνεργασίας σε όλους τους τομείς των διεθνών σχέσεων, με στόχο:

α)      τη διαφύλαξη των αξιών της, των θεμελιωδών της συμφερόντων, της ασφάλειας, της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητάς της,

β)      την εδραίωση και στήριξη της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των αρχών του διεθνούς δικαίου,

γ)      τη διατήρηση της ειρήνης, την πρόληψη των συγκρούσεων και την ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας, σύμφωνα με τους στόχους και τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και σύμφωνα με τις αρχές της τελικής πράξης του Ελσίνκι και τους στόχους του Χάρτη του Παρισιού, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν τα εξωτερικά σύνορα,

δ)      την προώθηση, στις αναπτυσσόμενες χώρες, της αειφόρου ανάπτυξης από οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη, με πρωταρχικό στόχο την εξάλειψη της φτώχειας

[…]

3.      Η Ένωση τηρεί τις αρχές και επιδιώκει τους στόχους των παραγράφων 1 και 2 κατά τη διαμόρφωση και εφαρμογή της εξωτερικής δράσης της στους διάφορους τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα τίτλο και από το πέμπτο μέρος της Συνθήκης [ΛΕΕ], καθώς και κατά τη διαμόρφωση και εφαρμογή των εξωτερικών πτυχών των άλλων πολιτικών της.

[…]»

79      Η τρίτη πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση με την προσφυγή, ήτοι η εκτελεστική απόφαση 2012/124, αποτελεί «απόφαση που προβλέπει την εφαρμογή απόφασης που καθορίζει δράση ή θέση της Ένωσης», εν προκειμένω της αποφάσεως 2012/97. Η εκτελεστική απόφαση 2012/124 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/101 (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω), σύμφωνα με διαδικασία του άρθρου 31, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

80      Τέλος, η δεύτερη προσβαλλόμενη με την υπό κρίση προσφυγή πράξη, ήτοι ο εκτελεστικός κανονισμός 151/2012, εκδόθηκε βάσει του άρθρου 11, στοιχείο β΄, του κανονισμού 314/2004 (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω). Όσον αφορά τον κανονισμό 314/2004, αυτός εκδόθηκε βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ. Οι εν λόγω διατάξεις τροποποιήθηκαν με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, και αντιστοιχούν στα άρθρα 75 ΣΛΕΕ και 215 ΣΛΕΕ.

81      Κατά τους προσφεύγοντες, με τις προσβαλλόμενες πράξεις διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν έναντι της Ζιμπάμπουε, στον βαθμό που αυτά αφορούν πλέον όχι μόνο φυσικά και νομικά πρόσωπα στα οποία προσάπτεται ότι ήταν κυβερνητικά στελέχη ή συνεργάτες τους, αλλά και πρόσωπα στα οποία δεν προσάπτεται ότι σχετίζονταν με την κυβέρνηση, αλλά ότι προέβησαν σε ενέργειες που έθιγαν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε. Συγκεκριμένα, στα πρόσωπα της τελευταίας αυτής κατηγορίας δεν καταλογίζεται σχέση με τα κυβερνητικά στελέχη της Ζιμπάμπουε. Πολλά από τα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα αμφισβητούμενα μέτρα συμπεριλήφθηκαν στον σχετικό κατάλογο βάσει αναπόδεικτων κατηγοριών για σοβαρές εγκληματικές πράξεις ή άλλα αδικήματα. Δεν προσκομίστηκε καμία απόδειξη ή στοιχείο που να δικαιολογούν τις αιτιάσεις σε βάρος των προσώπων αυτών, όπως διατυπώνονται στις προσβαλλόμενες πράξεις, ούτε καν συγκεκριμένη σχετική πληροφορία. Σε πολλές περιπτώσεις, τα εγκλήματα ή τα αδικήματα λόγω των οποίων επιβλήθηκαν τα αμφισβητούμενα μέτρα διαπράχθηκαν πριν τον σχηματισμό της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας η οποία βρισκόταν στην εξουσία στη Ζιμπάμπουε κατά τον χρόνο εκδόσεως των επίδικων πράξεων.

82      Πρώτον, είναι απορριπτέα ως αλυσιτελή στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, σχετικά με έλλειψη κατάλληλης νομικής βάσεως για την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων, με τα οποία υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι τα πραγματικά στοιχεία που παρατίθενται σε βάρος ορισμένων εκ των προσώπων τα οποία αφορούν τα επιβληθέντα με τις εν λόγω πράξεις περιοριστικά μέτρα είτε δεν έχουν αποδειχθεί είτε στερούνται ακρίβειας. Συγκεκριμένα, τα επιχειρήματα αυτά είναι λυσιτελή μόνο για να αποδειχθεί είτε πραγματική πλάνη των συντακτών των προσβαλλομένων πράξεων είτε ελλιπής αιτιολόγηση των εν λόγω πράξεων. Οι πλημμέλειες αυτές δεν αφορούν το ζήτημα του αν υφίσταται κατάλληλη νομική βάση που να δικαιολογεί την έκδοση των επίμαχων πράξεων, ζήτημα το οποίο αποτελεί το αντικείμενο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Είναι πρόδηλον ακόμη και αν γίνει δεκτό, κατ’ αντίθεση προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, ότι υφίσταται τέτοια νομική βάση, ότι θα πρέπει ακόμη να εξεταστεί, αφενός, εάν οι συντάκτες των εν λόγω πράξεων έχουν υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, επειδή θεώρησαν ότι τα πραγματικά περιστατικά δικαιολογούν εν προκειμένω την έκδοση των πράξεων αυτών βάσει της συγκεκριμένης νομικής βάσεως, και, αφετέρου, εάν οι εν λόγω συντάκτες έχουν παραθέσει επαρκή αιτιολογία. Τα ζητήματα αυτά θα μπορούσαν να έχουν, ενδεχομένως, σημασία μόνο στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

83      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, αφενός, με την πρώτη εκ των προσβαλλομένων πράξεων (απόφαση 2012/97) ουσιαστικά παρατάθηκε η ισχύς της αποφάσεως 2011/101 και αντικαταστάθηκε το παράρτημα αυτής, το οποίο περιείχε τα ονόματα των προσώπων και οντοτήτων τα οποία αφορούν τα επιβληθέντα από αυτήν περιοριστικά μέτρα, αφετέρου, με τη δεύτερη εκ των προσβαλλομένων πράξεων (τον εκτελεστικό κανονισμό 151/2012) αντικαταστάθηκε το παράρτημα III του κανονισμού 314/2004 το οποίο περιείχε τα ονόματα των προσώπων και οντοτήτων τα οποία αφορά η επιβληθείσα με τον κανονισμό αυτόν δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων και, τέλος, με την τρίτη εκ των προσβαλλομένων πράξεων (εκτελεστική απόφαση 2012/124) τροποποιήθηκε η εγγραφή σχετικά με τον εξηκοστό προσφεύγοντα, τον Cephas George Msipa, στο παράρτημα της αποφάσεως 2011/101, όπως αντικαταστάθηκε από την απόφαση 2012/97. Με άλλα λόγια, και στις τρεις αυτές περιπτώσεις πρόκειται για πράξεις οι οποίες τροποποιούν προγενέστερη πράξη.

84      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η φράση «φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία επιδίδονται σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε», όπως παρατίθεται από τους προσφεύγοντες στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας τους, η οποία παρατίθεται στη σκέψη 81 ανωτέρω, περιλαμβάνεται μόνο στο κείμενο της αποφάσεως 2011/101 (βλ. σκέψεις 7 και 8 ανωτέρω). Αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 4 ανωτέρω, η επιβληθείσα με τον κανονισμό 314/2004 δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων αφορά, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, αυτού, μόνον «κεφάλαια και [οικονομικούς πόρους] που ανήκουν σε μέλη της κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε ή σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που έχουν σχέση με αυτά».

85      Κατά συνέπεια, με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως τίθενται διαφορετικά ζητήματα όσον αφορά, αφενός, την πρώτη και την τρίτη εκ των προσβαλλομένων πράξεων, με τις οποίες τροποποιείται η απόφαση 2011/101 και, αφετέρου, τη δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία τροποποιείται ο κανονισμός 314/2004.

86      Στην πρώτη περίπτωση, τίθεται ουσιαστικά το ζήτημα εάν το άρθρο 29 ΕΕ, το οποίο δηλώνεται ως νομική βάση της αποφάσεως 2012/97 (όπως και της τροποποιηθείσας με αυτήν αποφάσεως 2011/101), αποτελεί κατάλληλη νομική βάση για τη θέσπιση των περιοριστικών μέτρων που αναφέρονται σε αυτήν σε βάρος «φυσικών ή νομικών προσώπων τα οποία επιδίδονται σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε». Συναφώς, επισημαίνεται ότι, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, έπεται κατά λογική αναγκαιότητα, και η απόφαση 2011/101 στερείται νομικής βάσεως ως προς τα προαναφερθέντα πρόσωπα. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι, με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες προβάλλουν, εμμέσως πλην σαφώς, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας και κατά της αποφάσεως 2011/101. Όπως προκύπτει από το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγοντες δύνανται να προβάλουν τέτοια ένσταση, ακόμη και αν μπορούσαν παραδεκτώς να ζητήσουν την ακύρωση της αποφάσεως, αλλά δεν το έπραξαν (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2003, C‑11/00, Επιτροπή κατά BCE, Συλλογή 2003, σ. I‑7147, σκέψεις 74 έως 78, της 15ης Μαΐου 2008, C‑442/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I‑3517, σκέψη 22, και της 20ής Μαΐου 2008, C‑91/05, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I‑3651, σκέψεις 29 έως 34).

87      Στη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή του εκτελεστικού κανονισμού 151/2012, τίθεται το ζήτημα εάν υφίσταται νομική βάση δικαιολογούσα την τροποποίηση του κανονισμού 314/2004, προκειμένου να εγγραφούν στο παράρτημα III αυτού, το οποίο περιλαμβάνει τα ονόματα των προσώπων και οντοτήτων των οποίων δεσμεύονται τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι, τα ονόματα των προσώπων ή οντοτήτων που καταχωρίστηκαν στο παράρτημα της αποφάσεως 2011/101, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2012/97, με το αιτιολογικό ότι επιδίδονταν σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε, παρά το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, αυτού, ο κανονισμός 314/2004 προβλέπει μόνον τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων που ανήκουν σε μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε ή σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που έχουν σχέση με αυτά.

88      Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστούν διαδοχικά τα δύο αυτά ζητήματα.

 Επί της νομικής βάσεως των αποφάσεων 2011/101 και 2012/97 και της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/124

89      Οι προσφεύγοντες προβάλλουν στενά συνδεόμενα μεταξύ τους επιχειρήματα, με τα οποία επιχειρείται να αμφισβητηθεί η αρμοδιότητα του Συμβουλίου να εκδώσει, βάσει του άρθρου 29 ΕΕ, τις αποφάσεις 2011/101 και 2012/97 όσον αφορά τα πρόσωπα που επιδίδονταν σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε.

90      Πρώτον, προβάλλουν ότι η υποστήριξη της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (καθώς και η καταπολέμηση της τρομοκρατίας) αποτελούν μεν θεμιτούς σκοπούς της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), πλην όμως το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν έχουν γενική νομοθετική αρμοδιότητα στον τομέα του ποινικού ή του αστικού δικαίου. Η αρμοδιότητά τους στους συγκεκριμένους τομείς περιορίζεται και καθορίζεται κατά τρόπο αυστηρό με τα άρθρα 82 ΣΛΕΕ έως 86 ΣΛΕΕ, όπως δε προκύπτει από το άρθρο 40 ΣΕΕ δεν δύνανται να υπερβούν την αρμοδιότητα αυτή. Επομένως, κατά τους προσφεύγοντες, η Ένωση δύναται μεν να θεσπίζει στοιχειώδεις κανόνες σχετικά με τον καθορισμό ποινικών παραβάσεων σοβαρής διασυνοριακής εγκληματικότητας και να εναρμονίζει τις εθνικές νομοθεσίας, προς διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής της πολιτικής της Ένωσης, πλην όμως ούτε το Συμβούλιο ούτε η Επιτροπή έχουν την αρμοδιότητα να επιβάλλουν σε πρόσωπα, βάσει της ΚΕΠΠΑ, το μέτρο της δεσμεύσεως κεφαλαίων ή της απαγορεύσεως των ταξιδιών κεφαλαίων, αποκλειστικά και μόνον επειδή τα πρόσωπα αυτά φέρονται να έχουν εμπλακεί κατά το παρελθόν σε εγκληματικές πράξεις ή αδικήματα.

91      Δεύτερον, κατά τους προσφεύγοντες, πρέπει να υφίσταται σαφής και πρόδηλη σχέση μεταξύ των προσώπων που υπόκεινται στα περιοριστικά μέτρα και τους θεμιτούς σκοπούς της ΚΕΠΠΑ, τους οποίους επιδιώκει η Ένωση έναντι ενός τρίτου κράτους. Ωστόσο, δεν υφίσταται καμία σχέση μεταξύ των προσώπων που κατηγορούνται ότι διέπραξαν σοβαρά εγκλήματα ή αδικήματα κατά το παρελθόν και θεμιτού σκοπού της ΚΕΠΠΑ. Δεν διευκρινίζεται πώς η επιβολή του μέτρου της δεσμεύσεως κεφαλαίων ή της απαγορεύσεως των ταξιδιών έναντι των προσώπων αυτών, στα οποία δεν προσάπτεται ότι συνδέονται με τη νυν Κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε, μπορεί να συμβάλει στην επίτευξη θεμιτού σκοπού. Οι προσφεύγοντες που εμπίπτουν στην εν λόγω κατηγορία δεν είναι τρομοκράτες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα κεφάλαιά τους και τους οικονομικούς πόρους τους για τη διάπραξη διεθνών τρομοκρατικών ενεργειών ούτε πρόσωπα στα οποία έχει ανατεθεί ευθύνη ή εξουσία ελέγχου σχετικά με πολιτική εφαρμοσθείσα από την Κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε.

92      Τρίτον, το Συμβούλιο υποχρεούται, όταν θεσπίζει περιοριστικά μέτρα, να παραθέτει τους λόγους για τους οποίους τα μέτρα αυτά είναι πρόσφορα και εύλογα για την επίτευξη θεμιτού σκοπού. Εν προκειμένω, όμως, δεν έχει παρατεθεί καμία θεμιτή, στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής, αιτιολογία σχετικά με την επιβολή περιοριστικών μέτρων έναντι προσώπων μη σχετιζόμενων με το κράτος της Ζιμπάμπουε, τα οποία φέρονται να έχουν διαπράξει εγκλήματα ή αδικήματα κατά το παρελθόν. Δεν διευκρινίζεται επίσης πώς η εφαρμογή του μέτρου της δεσμεύσεως κεφαλαίων ή της απαγορεύσεως των ταξιδιών σε πρόσωπα μη έχοντα καμία ευθύνη ή επιρροή επί της πολιτικής της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας που βρισκόταν στην εξουσία στη Ζιμπάμπουε κατά τον χρόνο εκδόσεως προσβαλλομένων πράξεων συνιστά πρόσφορο και εύλογο μέσο για την επίτευξη οιουδήποτε θεμιτού σκοπού της ΚΕΠΠΑ.

93      Επισημαίνεται ότι, από τα άρθρα 21 ΣΕΕ και 29 ΣΕΕ, το περιεχόμενο των οποίων παρατίθεται, αντιστοίχως, στις σκέψεις 78 και 76 ανωτέρω, προκύπτει ότι μέτρα με σκοπό την προώθηση, στο ευρύτερο παγκόσμιο πλαίσιο, συνεπώς, και στη Ζιμπάμπουε, της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, της οικουμενικότητας και του αδιαίρετου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών μπορεί να θεσπιστούν με απόφαση στηριζόμενη στο άρθρο 29 ΣΕΕ (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Μαΐου 2013, T‑200/11, Al Matri κατά Συμβουλίου, T‑200/11, σκέψη 46). Συγκεκριμένα, με την επιχειρηματολογία τους, όπως αυτή συνοψίζεται ανωτέρω, οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν εν γένει τη διαπίστωση αυτή, αλλά προβάλλουν μόνον ότι περιοριστικά μέτρα όπως τα επίμαχα εν προκειμένω, τα οποία λαμβάνονται σε βάρος προσώπων ή οντοτήτων αποκλειστικά και μόνον βάσει πράξεών τους φερομένων ως εγκληματικών ή αδίκων, δεν συγκαταλέγονται στα μέτρα που μπορούν να ληφθούν βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ. Επίσης κατά τους προσφεύγοντες, για τις πράξεις αυτές μπορούν να ληφθούν μόνο μέτρα θεσπιζόμενα βάσει διατάξεων σχετικών με τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, η οποία αποτελεί αντικείμενο των άρθρων 82 ΣΛΕΕ έως 86 ΣΛΕΕ.

94      Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά των προσφευγουσών προσκρούουν στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται οι δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε, οι οποίοι προσάπτονται στα πρόσωπα που έχουν καταχωριστεί στον κατάλογο του παραρτήματος I της αποφάσεως 2011/101. Είναι, συνεπώς, απαραίτητο να υπομνηστεί το πλαίσιο αυτό, όπως απορρέει από τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2011/101 και των προγενέστερων αυτής πράξεων.

95      Συγκεκριμένα, η αιτιολογική σκέψη 1 της κοινής θέσεως 2002/145, η οποία είναι η πρώτη κοινή θέση που εκδόθηκε όσον αφορά τη Ζιμπάμπουε (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω), έχει ως εξής:

«Στις 28 Ιανουαρίου 2002, το Συμβούλιο εξέφρασε τη σοβαρή ανησυχία του για την κατάσταση που επικρατεί στη Ζιμπάμπουε και, συγκεκριμένα, για την πρόσφατη κλιμάκωση της βίας, τον εκφοβισμό των πολιτικών αντιπάλων και την παρενόχληση του ανεξάρτητου τύπου. Σημείωσε ότι η Κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε δεν έλαβε αποτελεσματικά μέτρα βελτίωσης της κατάστασης, όπως είχε ζητηθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάακεν τον περασμένο Δεκέμβριο.»

96      Η κοινή θέση 2002/145 τροποποιήθηκε και η ισχύς της παρατάθηκε με την κοινή θέση 2003/115. Η δεύτερη αιτιολογική σκέψη αυτής έχει ως εξής:

«Υπήρξε περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης στη Ζιμπάμπουε, όπου εξακολουθούν να διαπιστώνονται σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας της γνώμης, του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι ειρηνικώς.»

97      Στην έκτη αιτιολογική σκέψη της κοινής θέσεως 2004/161, με την οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε η κοινή θέση 2002/145, γίνεται επίσης αναφορά σε συνεχιζόμενη «επιδείνωση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων […] στη Ζιμπάμπουε», η οποία δικαιολογεί την ανανέωση για δώδεκα ακόμη μήνες των εγκεκριμένων από την Ένωση περιοριστικών μέτρων. Κατά την αιτιολογική σκέψη 7 της ίδιας κοινής θέσεως, «στόχος αυτών των περιοριστικών μέτρων είναι να ενθαρρυνθούν τα σκοπούμενα πρόσωπα να απορρίψουν τις πολιτικές που οδηγούν σε καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας της έκφρασης και της χρηστής διακυβέρνησης».

98      Το Συμβούλιο προδήλως εκτίμησε ότι δεν είχε βελτιωθεί η κατάσταση στη Ζιμπάμπουε και, για τον λόγο αυτόν, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 3 ανωτέρω, παρέτεινε διαδοχικώς την ισχύ της κοινής θέσεως 2004/161 έως τις 20 Φεβρουαρίου 2009, «[δεδομένης] της κατάστασης στη Ζιμπάμπουε», σύμφωνα με τη στερεότυπη διατύπωση των κοινών θέσεων διά των οποίων πραγματοποιήθηκαν οι εν λόγω παρατάσεις.

99      Το 2008 διεξήχθησαν εκλογές στη Ζιμπάμπουε. Όπως υπενθυμίζει το Συμβούλιο, με δήλωση της 22ας Ιουνίου 2008, ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για την ΚΕΠΠΑ έκανε λόγο για «απαράδεκτη συστηματική εκστρατεία βίας, παρακωλύσεως και εκφοβισμού στην οποία έχουν επιδοθεί οι αρχές της Ζιμπάμπουε επί εβδομάδες» και εκτίμησε ότι, «υπό τις συνθήκες αυτές, οι εκλογές αποτελούν ουσιαστικά παρωδία δημοκρατίας».

100    Όπως επίσης υπενθυμίζει το Συμβούλιο, χωρίς να αντικρουστεί από τους προσφεύγοντες, ενόψει της συμφιλιώσεως του ευρισκόμενου στην εξουσία κόμματος στη Ζιμπάμπουε, και συγκεκριμένα του ZANU-PF, με την αντιπολίτευση, υπογράφηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2008 συνολική πολιτική συμφωνία (Global Political Agreement, στο εξής: GPA), προβλέπουσα, μεταξύ άλλων, τον διορισμό νέας κυβερνήσεως εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή, πέραν των μελών που προτάθηκαν το ήδη ευρισκόμενο στην εξουσία, πριν τον διορισμό της κυβερνήσεως αυτής, ZANU-PF, και προσώπων προταθέντων από την αντιπολίτευση. Ο Robert Mugabe παρέμεινε πρόεδρος της Ζιμπάμπουε. Η κυβέρνηση αυτή σχηματίστηκε εν τέλει στις 9 Φεβρουαρίου 2009, πλην όμως, κατά το Συμβούλιο, τα επόμενα έτη χαρακτηρίστηκαν από τη διαμάχη εξουσίας μεταξύ του ZANU-PF και των κομμάτων της αντιπολιτεύσεως. Κατά τη διάρκεια της διαμάχης αυτής, ο Robert Mugabe εξακολούθησε να απολαμβάνει της υποστηρίξεως του μηχανισμού ασφαλείας της Ζιμπάμπουε, ο οποίος περιλαμβάνει τον στρατό, την υπηρεσία πληροφοριών, την αστυνομία και το σωφρονιστικό σύστημα της χώρας. Το συντονιστικό όργανο του μηχανισμού αυτού, ήτοι το Joint Operations Command (κοινό επιχειρησιακό επιτελείο) ευθύνεται ως επί το πλείστον για τη βία κατά τις εκλογές του 2008, τα δε πρόσωπα που ανήκαν σε αυτό το 2008 παρέμειναν στις θέσεις τους.

101    Με την κοινή θέση 2009/68/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ζιμπάμπουε (ΕΕ L 23, σ. 43), παρατάθηκε η ισχύς της κοινής θέσεως 2004/161 για ένα ακόμη έτος, έως τις 20 Φεβρουαρίου 2010. Στην αιτιολογική σκέψη 3 της κοινής θέσεως 2009/68 αναφέρεται ότι η παράταση επιβάλλεται «[δεδομένης] της κατάστασης στη Ζιμπάμπουε, ιδίως μετά τις βιαιοπραγίες που οργάνωσαν και διέπραξαν οι αρχές της Ζιμπάμπουε και τη συνεχιζόμενη παρεμπόδιση της εφαρμογής της πολιτικής συμφωνίας που υπεγράφη στις 15 Σεπτεμβρίου 2008». Ομοίως, στην αιτιολογική σκέψη 3 της αποφάσεως 2010/92, με την οποία παρατάθηκε η ισχύς της κοινής θέσεως 2004/161 έως τις 20 Φεβρουαρίου 2011, γίνεται λόγος για «έλλειψη προόδου ως προς την εφαρμογή» της GPA.

102    Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ερμηνευθεί η αναφορά, στα άρθρα 4 και 5 της αποφάσεως 2011/101 (βλ. σκέψεις 7 και 8 ανωτέρω), σε πρόσωπα «τα οποία επιδίδονται σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε». Προκύπτει ότι η αναφορά στις εν λόγω δραστηριότητες δεν καλύπτει κάθε εγκληματική ή άλλη παράνομη ενέργεια που ενδεχομένως εμπίπτει στο κοινό ποινικό δίκαιο ή, έστω, στο αστικό δίκαιο. Καλύπτει, προδήλως, τις ενέργειες των προσώπων που έχουν διαπράξει τις πράξεις λόγω των οποίων το Συμβούλιο καταλόγισε σε κυβερνητικά στελέχη της Ζιμπάμπουε «κλιμάκωση της βίας», «μέτρα εκφοβισμού των πολιτικών αντιπάλων» και «παρενόχληση του ανεξάρτητου τύπου» (βλ. σκέψη 95 ανωτέρω), «σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας της γνώμης, του συνεταιρίζεσθαι και του συνέρχεσθαι ειρηνικώς» στη χώρα (σκέψη 96 ανωτέρω) ή ακόμη «απαράδεκτη συστηματική εκστρατεία βίας, παρακωλύσεως και εκφοβισμού στην οποία έχουν επιδοθεί οι αρχές της Ζιμπάμπουε» (σκέψη 99 ανωτέρω).

103    Οι διαπιστώσεις αυτές επιβεβαιώνονται από το γράμμα των άρθρων 4 και 5 της αποφάσεως 2011/101. Συγκεκριμένα, μολονότι, προφανώς, οι εγκληματικές ενέργειες ή οι λοιπές παράνομες πράξεις ενδέχεται να πλήξουν τα δικαιώματα των θυμάτων, εντούτοις δεν θα μπορούσαν ευχερώς να πλήξουν την ίδια τη δημοκρατία ή το κράτος δικαίου, χωρίς συνέργεια μεταξύ των προσώπων που εμπλέκονται ευθέως στις ενέργειες αυτές και μέρους τουλάχιστον των κυβερνητικών στελεχών της συγκεκριμένης χώρας.

104    Επισημαίνεται, ακόμη, ότι η GPA και ο σχηματισμός της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας δεν είχαν ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση από την εξουσία όλων των κυβερνητικών στελεχών της Ζιμπάμπουε τα οποία αφορούν οι προαναφερθείσες αιτιάσεις (βλ. επίσης, συναφώς, σκέψη 109 κατωτέρω). Στην καλύτερη περίπτωση, υπήρξε διαμοιρασμός της εξουσίας μεταξύ των στελεχών αυτών και των κομμάτων της πρώην αντιπολιτεύσεως.

105    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 29 ΣΕΕ αποτελεί κατάλληλη νομική βάση για την έκδοση αποφάσεων όπως οι 2011/101 και 2012/97, έναντι των προσώπων για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 102 ανωτέρω. Αντιθέτως προς ό,τι προβάλλουν οι προσφεύγοντες, τα προβλεπόμενα από τις δύο αυτές αποφάσεις περιοριστικά μέτρα δεν επιβλήθηκαν στα εν λόγω πρόσωπα επειδή φέρονται να μετείχαν σε εγκληματικές ή άλλες παράνομες ενέργειες, αλλά λόγω φερόμενων ενεργειών τους οι οποίες, πέραν του ότι εμπίπτουν κατά πάσα πιθανότητα στο ποινικό ή τουλάχιστον στο αστικό δίκαιο, αποτελούν σε κάθε περίπτωση μέρος μιας στρατηγικής εκφοβισμού και συστηματικής προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του λαού της Ζιμπάμπουε, την οποία καταλογίζει το Συμβούλιο στα κυβερνητικά στελέχη της χώρας αυτής. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον μπορούσαν να επιβληθούν στα πρόσωπα στα οποία προσάπτονται οι ενέργειες αυτές μέτρα όπως τα προβλεπόμενα από τις δύο προαναφερθείσες αποφάσεις βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ.

106    Αυτός επίσης είναι ο λόγος για τον οποίον υφίσταται η σχέση για την οποία κάνουν λόγο οι προσφεύγοντες με τη συνοπτικά παρατιθέμενη στη σκέψη 91 ανωτέρω επιχειρηματολογία τους, μεταξύ των ενεργειών των προσώπων αυτών και των απαριθμούμενων στο άρθρο 21 ΣΕΕ θεμιτών σκοπών της ΚΕΠΠΑ. Δεδομένου του σκοπού των επίδικων περιοριστικών μέτρων, των οποίων η ισχύς παρατάθηκε με την απόφαση 2011/101 (βλ. σκέψη 97 ανωτέρω), ήταν απολύτως εύλογο να συμπεριληφθούν στα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα μέτρα αυτά οι φερόμενοι ως αυτουργοί των βιαιοτήτων και του εκφοβισμού και όχι μόνον τα κυβερνητικά στελέχη της Ζιμπάμπουε, τα οποία φέρουν, κατά το Συμβούλιο, την πολιτική ευθύνη. Συγκεκριμένα, ανεξαρτήτως τυχόν ποινικών διώξεων ή αστικών αξιώσεων κατά των προσώπων που φέρονται να εμπλέκονται στις εν λόγω βιαιότητες, ήταν θεμιτή και σύμφωνη προς τους σκοπούς της ΚΕΠΠΑ η θέσπιση μέτρων δυνάμενων να παρακινήσουν τα πρόσωπα αυτά «να απορρίψουν τις πολιτικές που οδηγούν σε καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας της έκφρασης και της χρηστής διακυβέρνησης», ώστε να αποφύγουν την εμπλοκή τους σε ανάλογες ενέργειες στο μέλλον.

107    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγόντων που παρατίθεται συνοπτικά στη σκέψη 92 ανωτέρω, τονίζεται ότι αυτό ουσιαστικά δεν σχετίζεται με τη νομική βάση των προσβαλλομένων πράξεων, αλλά την επάρκεια της αιτιολογήσεώς τους. Ανεξαρτήτως της επισημάνσεως αυτής, αρκεί η παρατήρηση ότι, όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων θεσπίστηκαν οι πράξεις με τις οποίες επιβλήθηκαν τα επίδικα περιοριστικά μέτρα και παρατάθηκε η ισχύς τους, εκτιμήσεις οι οποίες παρατίθενται στις σκέψεις 95 έως 101 ανωτέρω, και όπως θα επισημανθεί κατωτέρω στο πλαίσιο της αναλύσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το Συμβούλιο εξέθεσε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους συμπεριέλαβε στα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα εν λόγω μέτρα τα πρόσωπα για τα οποία γίνεται λόγος στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

108    Οι προσφεύγοντες προβάλλουν ακόμη ότι, σε κάθε περίπτωση, τα αμφισβητούμενα περιοριστικά μέτρα δεν είναι πρόσφορα για την επίτευξη θεμιτού σκοπού τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. Συναφώς, προβάλλουν πέντε επιχειρήματα. Πρώτον, τα μέτρα, μολονότι στόχευαν τα μέλη της υφιστάμενης κυβερνήσεως, εντούτοις επικεντρώνονταν σε ζητήματα σχετιζόμενα με την προηγούμενη Κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε, και όχι αυτή που ανέλαβε την εξουσία μετά την εφαρμογή της GPA. Κατά τα λοιπά, η τελευταία αυτή κυβέρνηση (η λεγόμενη κυβέρνηση «εθνικής ενότητας») είχε την υποστήριξη της Ένωσης, η οποία είχε αρχίσει διάλογο με αυτή. Δεύτερον, οι ενέργειες και τα αδικήματα που προσάπτονταν στους προσφεύγοντες σχετίζονται, σε ορισμένες περιπτώσεις, με το διάστημα πριν τον σχηματισμό της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας. Τρίτον, η επιβολή του μέτρου της δεσμεύσεως κεφαλαίων ή της απαγορεύσεως των ταξιδιών σε πρόσωπα μη σχετιζόμενα με την κυβέρνηση ή σε πρόσωπα που δεν μετείχαν στις εφαρμοζόμενες από την εν λόγω κυβέρνηση πολιτικές ούτε είχαν τον έλεγχο επί των πολιτικών αυτών δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να συμβάλει στην επίτευξη θεμιτού σκοπού της ΚΕΠΠΑ. Τέταρτον, το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο πρότεινε την προσθήκη στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίδικα περιοριστικά μέτρα, εφαρμόζει στρατηγική με σκοπό τη διατήρηση της πίεσης κατά των εξτρεμιστών. Πλην όμως, ο σκοπός αυτός δεν αποτελεί επίσημο σκοπό της ΚΕΠΠΑ και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επέκταση των περιοριστικών μέτρων σε μη σχετιζόμενα με το κράτος πρόσωπα τα οποία φέρονται να έχουν επιδοθεί σε εγκληματικές ενέργειες κατά το παρελθόν στη Ζιμπάμπουε. Πέμπτον, ακόμη και αν τα αμφισβητούμενα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, θα ήταν δυσανάλογα για τους λόγους που παρατίθενται στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως.

109    Το τελευταίο από τα πέντε αυτά επιχειρήματα αποτελεί απλώς παραπομπή σε επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες προς στήριξη του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος εξετάζεται με τις σκέψεις 285 έως 302 κατωτέρω. Όσον αφορά τα λοιπά τέσσερα επιχειρήματα, αυτά στηρίζονται στην παραδοχή ότι ο σχηματισμός της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας κατά τα προβλεπόμενα στην GPA, είχε ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση όλων των κυβερνητικών στελεχών της Ζιμπάμπουε. Όπως, όμως, προαναφέρθηκε στη σκέψη 100 ανωτέρω, τούτο δεν συνέβη εν προκειμένω. Στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας συμπεριλήφθηκαν βεβαίως εκπρόσωποι της αντιπολιτεύσεως, αλλά μετείχαν και εκπρόσωποι του ZANU-PF, ήτοι του κόμματος που βρισκόταν στην εξουσία όταν διαπράχθηκαν οι βιαιότητες, ο εκφοβισμός και οι προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων για τις οποίες κάνει λόγο το Συμβούλιο στις σχετικές με τη Ζιμπάμπουε κοινές θέσεις και αποφάσεις. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την απάντηση του Συμβουλίου σε μία από τις ερωτήσεις που του υπέβαλε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, τα περισσότερα από τα μέλη της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας που προτάθηκαν από το ZANU-PF ήταν ήδη μέλη της προηγούμενης κυβερνήσεως. Επιπλέον, ο πρόεδρος της Ζιμπάμπουε, Robert Mugabe, εξακολούθησε να ασκεί τα καθήκοντά του.

110    Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν κατά τα φαινόμενα οι προσφεύγοντες, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ριζική και πλήρη μεταβολή στην ηγεσία της Ζιμπάμπουε μετά τον σχηματισμό της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας, σύμφωνα με την GPA. Επομένως, το Συμβούλιο μπορούσε, ακόμη και μετά τον σχηματισμό της κυβερνήσεως αυτής, να εκδώσει, βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, απόφαση επιβάλλουσα περιοριστικά μέτρα τόσο στα νυν στελέχη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε, τα οποία ασκούσαν και προηγουμένως κυβερνητικά καθήκοντα, ή των συνεργατών τους, όσο και στα πρόσωπα που, κατά το παρελθόν, επιδίδονταν σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο αν ληφθεί υπόψη ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της κοινής θέσεως 2009/68 και της αποφάσεως 2010/92, οι οποίες παρατίθενται στη σκέψη 101 ανωτέρω, το Συμβούλιο διαπίστωσε «συνεχιζόμενη παρεμπόδιση» της εφαρμογής της GPA, η οποία χαρακτηριζόταν από «έλλειψη προόδου».

111    Επιπλέον, όσον αφορά ειδικότερα το τέταρτο επιχείρημα, περί διαφορετικής στρατηγικής του Ηνωμένου Βασιλείου, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε έκθεση κοινοβουλευτικής επιτροπής του κράτους μέλους αυτού, την οποία προσκόμισαν οι προσφεύγοντες συνημμένη στην προσφυγή τους. Αρκεί, συναφώς, η επισήμανση ότι, όπως ουσιαστικά τονίζει το Συμβούλιο, η νομιμότητα των προσβαλλομένων πράξεων κρίνεται βάσει της αιτιολογίας τους και όχι βάσει εκτιμήσεων της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου λόγω των οποίων η κυβέρνηση αυτή έδωσε τη συγκατάθεσή της στις εν λόγω πράξεις. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που, όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, οι πράξεις αυτές δεν έχουν προφανώς εκδοθεί μόνον από το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά από το σύνολο των εκπροσώπων των κρατών μελών στο πλαίσιο του Συμβουλίου.

112    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 29 ΣΕΕ αποτελούσε κατάλληλη νομική βάση για την έκδοση της αποφάσεως 2012/97 όπως, εξάλλου, και της αποφάσεως 2011/101, η οποία τροποποιήθηκε με την πρώτη. Περαιτέρω, η εκτελεστική απόφαση 2012/124 έχει επίσης εκδοθεί επί κατάλληλης νομικής βάσεως, και συγκεκριμένα βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/101.

 Επί της νομικής βάσεως του εκτελεστικού κανονισμού 151/2012

113    Όπως προαναφέρθηκε (βλ. σκέψη 80 ανωτέρω), η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό 151/2012 βάσει του άρθρου 11, στοιχείο β΄, του κανονισμού 314/2004.

114    Διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι η διάταξη αυτή, όπως είναι διατυπωμένη (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), αφορά «αποφάσεις που λαμβάνονται σχετικά με το παράρτημα της κοινής θέσεως 2004/161». Πάντως, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 6 ανωτέρω, η κοινή θέση 2004/161 καταργήθηκε με την απόφαση 2011/101.

115    Θα ήταν, βεβαίως, προτιμότερο να είχε τροποποιηθεί το άρθρο 11, στοιχείο β΄, του κανονισμού 314/2004, διά της υποκαταστάσεως της αναφοράς στην καταργηθείσα κοινή θέση 2004/161 από αναφορά στην απόφαση 2011/101, η οποία την αντικατέστησε. Ωστόσο, ακόμη και χωρίς την τροποποίηση αυτή, είναι προφανές ότι η συγκεκριμένη διάταξη καλύπτει κάθε σχετική με περιοριστικό μέτρο απόφαση, όπως είναι εν προκειμένω η απόφαση 2011/101, με την οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε η κοινή θέση 2004/161 και η οποία περιέχει διατάξεις σχεδόν πανομοιότυπες με αυτήν.

116    Συγκεκριμένα, από τη συγκριτική εξέταση των διατάξεων των δύο αυτών πράξεων προκύπτει ότι, πλην ορισμένων επουσιωδών τροποποιήσεων, τα άρθρα 1 έως 5 της αποφάσεως 2011/101 είναι πανομοιότυπα με τα αντίστοιχα άρθρα της κοινής θέσεως 2004/161, ως είχαν και ίσχυαν κατά τον χρόνο της καταργήσεώς της. Το κείμενο της παραγράφου 1, του άρθρου 6, της αποφάσεως 2011/101 είναι πανομοιότυπο με την παράγραφο 1, του άρθρου 6, της κοινής θέσεως 2004/161, περιέχοντας, ωστόσο, και δύο νέες παραγράφους, σκοπός των οποίων ήταν η διασφάλιση των δικαιωμάτων άμυνας των προσώπων τα οποία αφορούν τα επιβληθέντα περιοριστικά μέτρα. Μεταξύ του άρθρου 6 και του άρθρου 8 της αποφάσεως αυτής παρεμβάλλεται νέο άρθρο 7, το οποίο περιέχει διευκρινίσεις σχετικά με το παράρτημα της αποφάσεως 2011/101, προς διασφάλιση της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, και του οποίου το κείμενο είναι πανομοιότυπο με αυτό του άρθρου 7 της κοινής θέσεως 2004/161. Το άρθρο 9 της αποφάσεως 2011/101 περιέχει μία μόνο διάταξη, για την κατάργηση της κοινής θέσεως 2004/161, το τελευταίο άρθρο (άρθρο 10) της αποφάσεως 2011/101 ουσιαστικά αντιστοιχεί στο άρθρο 9 της κοινής θέσεως 2004/161. Η απόφαση 2011/101 δεν περιέχει άρθρο ανάλογο με το άρθρο 10 της κοινής θέσεως 2004/161, πλην όμως το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπει μόνο τη δημοσίευση της εν λόγω κοινής θέσεως στην Επίσημη Εφημερίδα. Η έλλειψη ανάλογης διατάξεως στο κείμενο της αποφάσεως 2011/101 οφείλεται βεβαίως στο γεγονός ότι η δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα προβλέπεται απευθείας από το άρθρο 297, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

117    Η ερμηνεία του άρθρου 11, στοιχείο β΄, του κανονισμού 314/2004 κατά την έννοια ότι καλύπτει και αποφάσεις σχετικές με το παράρτημα της αποφάσεως 2011/101 επιβεβαιώνεται από την αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως αυτής, η οποία, υπενθυμίζεται, έχει εκδοθεί από το Συμβούλιο, το οποίο έχει επίσης εκδώσει τον κανονισμό 314/2004. Στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη αναφέρεται ότι «[τα] εκτελεστικά μέτρα [της αποφάσεως 2011/101] της Ένωσης ορίζονται στον κανονισμό […] 314/2004».

118    Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι το άρθρο 11, στοιχείο β΄, του κανονισμού 314/2004 αποτελεί κατάλληλη νομική βάση για την έκδοση εκτελεστικού κανονισμού, όπως είναι ο κανονισμός 151/2012, βάσει αποφάσεως που τροποποιεί το παράρτημα I της αποφάσεως 2011/101. Πρέπει, στη συνέχεια, να εξεταστεί το ζήτημα που θίγεται με τη σκέψη 87 ανωτέρω, δηλαδή εάν μια τέτοια τροποποίηση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να υπαχθούν στα προβλεπόμενα από τον κανονισμό 314/2004 περιοριστικά μέτρα πρόσωπα στα οποία προσάπτεται ότι επιδίδονταν σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε, ενώ, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, αυτού, ο κανονισμός 314/2004 προβλέπει μόνον δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων των μελών της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε και κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που ανήκουν σε μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε ή σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που έχουν σχέση με αυτά.

119    Υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 314/2004 θεσπίστηκε βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ. Οι προσφεύγοντες υπενθυμίζουν τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία για να μπορούν τα περιοριστικά μέτρα κατά φυσικών προσώπων να ληφθούν βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, ως μέτρα που πλήττουν τρίτες χώρες, πρέπει αυτά να αφορούν αποκλειστικά τα κυβερνητικά στελέχη των χωρών αυτών και τα πρόσωπα που συνδέονται με αυτά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑402/05 P και C‑415/05 P, Συλλογή 2008, σ. I‑6351, σκέψη 166, και της 13ης Μαρτίου 2012, C‑376/10 P, Tay Za κατά Συμβουλίου, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 63).

120    Οι προσφεύγοντες προβάλλουν ακόμη ότι, με την πρόταση κανονισμού COM(2009) 395 τελικό του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 2009, για την τροποποίηση του κανονισμού 314/2004, η Επιτροπή είχε ρητώς παραδεχθεί ότι τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ δεν επαρκούν για την επιβολή των περιοριστικών μέτρων σε πρόσωπα μη σχετιζόμενα με την κυβέρνηση και ότι δεν ήταν απαραίτητη η τροποποίηση του κανονισμού 314/2004, προς επιβολή των περιοριστικών μέτρων σε πρόσωπα και οντότητες στις οποίες δεν προσάπτεται συμμετοχή στην Κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε ή δεν σχετίζονται με αυτή. Ωστόσο, η πρόταση αυτή ουδέποτε υιοθετήθηκε και τα επιβληθέντα με τον κανονισμό 314/2004 μέτρα εξακολούθησαν να στηρίζονται στα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ.

121    Το Συμβούλιο απαντά ότι η απόφαση 2011/101 εκδόθηκε μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας και ότι, πλέον, επιτρέπεται η θέσπιση, βάσει του άρθρου 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ περιοριστικών μέτρων που αφορούν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ομίλους ή μη κρατικές οντότητες που δεν έχουν σχέση με το κυβερνών καθεστώς σε τρίτη χώρα. Η έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας είχε ως συνέπεια η πρόταση της Επιτροπής, την οποία επικαλούνται οι προσφεύγοντες, να ξεπεραστεί από τα γεγονότα. Η Επιτροπή επικαλείται επίσης το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας της και προβάλλει ότι η διάταξη αυτή αποτελεί κατάλληλη νομική βάση για την επιβολή περιοριστικών μέτρων κατά προσώπων ή οντοτήτων πέραν εκείνων που ασκούν κυβερνητικά καθήκοντα σε τρίτη χώρα και των συνεργατών τους.

122    Όπως, βεβαίως, διαπίστωσε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 19ης Ιουλίου 2012, C‑130/10, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑130/10, σκέψη 51), μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο πρωτογενές δίκαιο μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το περιεχόμενο των άρθρων 60 ΕΚ, σχετικά με τα περιοριστικά μέτρα στην κίνηση κεφαλαίων και στις πληρωμές, και 301 ΕΚ, σχετικά με τη διακοπή ή τον περιορισμό, εν όλω ή εν μέρει, των οικονομικών σχέσεων με ένα ή περισσότερα τρίτα κράτη, έχει ενσωματωθεί στο άρθρο 215 ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε επίσης ότι το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ παρέχει στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να λαμβάνει περιοριστικά μέτρα έναντι φυσικών ή νομικών προσώπων, ομάδων ή μη κρατικών οντοτήτων, δηλαδή μέτρα τα οποία, πριν την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, ήταν απαραίτητο να έχουν ως νομική βάση και το άρθρο 308 ΕΚ, σε περίπτωση που οι αποδέκτες τους δεν συνδέονταν με το κυβερνών καθεστώς τρίτης χώρας (προπαρατεθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, σκέψη 53).

123    Ωστόσο, οι διαπιστώσεις αυτές εμφαίνουν απλώς και μόνον ότι, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το Συμβούλιο διέθετε κατάλληλη νομική βάση, ήτοι το άρθρο 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, προκειμένου να θεσπίσει κανονισμό περί επιβολής περιοριστικών μέτρων κατά φυσικών ή νομικών προσώπων στη Ζιμπάμπουε, μη σχετιζόμενων με τους ηγέτες της εν λόγω τρίτης χώρας. Διαπιστώνεται, πάντως, ότι δεν έχει θεσπιστεί κανένας τέτοιος κανονισμός. Στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 314/2004 γίνεται εκ νέου αναφορά σε «μέλη της κυβέρνησης της Ζιμπάμπουε ή σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που έχουν σχέση με αυτά και περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙΙ».

124    Απαιτείται, περαιτέρω, ερμηνεία του άρθρου 11, στοιχείο β΄, του κανονισμού 314/2004 σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 6, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού και, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή μπορεί να τροποποιεί, με εκτελεστικό κανονισμό, το παράρτημα III του κανονισμού 314/2004 μόνον εάν τα πρόσωπα των οποίων τα ονόματα πρέπει να καταχωριστούν στο εν λόγω παράρτημα μπορούν να χαρακτηριστούν είτε ως μέλη της κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε είτε ως πρόσωπα σχετιζόμενα με αυτούς.

125    Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί ειδικότερα εάν τα πρόσωπα που καταχωρίστηκαν στο παράρτημα I της αποφάσεως 2011/101, με το αιτιολογικό ότι επιδίδονταν σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε, εμπίπτουν στην κατηγορία των προσώπων που σχετίζονται με μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε. Είναι προφανές ότι εάν ένα ή περισσότερα από τα πρόσωπα αυτά είναι ταυτοχρόνως μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε δεν υπάρχει κανένα κώλυμα για την καταχώριση των ονομάτων τους, δυνάμει εκτελεστικού κανονισμού εκδοθέντος βάσει του άρθρου 11, στοιχείο β΄, του κανονισμού 314/2004, στον κατάλογο του παραρτήματος III του κανονισμού αυτού, διότι η ιδιότητα του μέλους της κυβερνήσεως αρκεί προς δικαιολόγηση της εν λόγω καταχωρίσεως.

126    Προκειμένου να οριοθετηθεί ακριβέστερα η έννοια του όρου «πρόσωπο που σχετίζεται» με κυβερνητικά στελέχη τρίτης χώρας, όπως αυτός χρησιμοποιείται στην παρατιθέμενη στη σκέψη 119 ανωτέρω νομολογία του Δικαστηρίου, απαιτούνται ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με τις υποθέσεις από τις οποίες προέκυψε η νομολογία αυτή. Στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 119 ανωτέρω, τέθηκε, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο με τη σκέψη 167 της αποφάσεως αυτής, ζήτημα περιοριστικών μέτρων χαρακτηριζόμενων από την έλλειψη οποιουδήποτε συνδέσμου με την κυβέρνηση τρίτης χώρας. Επρόκειτο, συγκεκριμένα, για μέτρα ευθέως στρεφόμενα κατά του Οσάμα Μπιν Λάντεν, του δικτύου Αλ Κάιντα, καθώς και των συνδεομένων με αυτούς προσώπων και οντοτήτων, μετά την κατάρρευση του καθεστώτος των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν.

127    Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Tay Za κατά Συμβουλίου, σκέψη 119 ανωτέρω, το πρόσωπο σε βάρος του οποίου επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα ήταν μέλος της οικογένειας επικεφαλής επιχειρήσεως στη Μιανμάρ. Κατά το Δικαστήριο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι επικεφαλής ορισμένων επιχειρήσεων να αποτελέσουν αντικείμενο περιοριστικών μέτρων λαμβανόμενων βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι συνδέονται με τους κυβερνώντες της Δημοκρατίας της Ένωσης της Μιανμάρ ή ότι οι δραστηριότητες των επιχειρήσεων αυτών εξαρτώνται από τους εν λόγω κυβερνώντες (απόφαση Tay Za κατά Συμβουλίου, σκέψη 119 ανωτέρω, σκέψη 55). Το Δικαστήριο απέκλεισε, ωστόσο, την εφαρμογή των μέτρων αυτών σε φυσικά πρόσωπα αποκλειστικά και μόνο λόγω των οικογενειακών δεσμών τους με πρόσωπα συνδεόμενα με τους κυβερνώντες της οικείας τρίτης χώρας και ανεξάρτητα από την προσωπική συμπεριφορά τους (απόφαση Tay Za κατά Συμβουλίου, σκέψη 119 ανωτέρω, σκέψη 66).

128    Ωστόσο, καμία από τις υποθέσεις αυτές δεν συγκρίνεται με την εν προκειμένω κρινόμενη. Αντιθέτως προς τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 119 ανωτέρω, εν προκειμένω, για τους λόγους που παρατίθενται στη σκέψη ανωτέρω 109, δεν υπήρξε «κατάρρευση» του καθεστώτος που κατείχε την εξουσία στη Ζιμπάμπουε όταν συνέβησαν οι βιαιότητες, οι εκφοβισμοί και οι προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων του λαού της Ζιμπάμπουε, τις οποίες επικαλέστηκε το Συμβούλιο προς δικαιολόγηση της επιβολής των επίδικων περιοριστικών μέτρων. Όσον αφορά την απόφαση Tay Za κατά Συμβουλίου, σκέψη 119 ανωτέρω, αρκεί η παρατήρηση ότι, εν προκειμένω, ουδόλως τίθεται ζήτημα προσώπων υπαχθέντων σε περιοριστικά μέτρα αποκλειστικά και μόνον λόγω της ιδιότητάς τους ως μελών της οικογένειας των προσώπων που σχετίζονται με τα κυβερνητικά στελέχη τρίτου κράτους.

129    Επομένως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου που εξετάστηκε προηγουμένως δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να αποκλείει τον χαρακτηρισμό των προσώπων που έχουν καταχωριστεί στο παράρτημα I της αποφάσεως 2012/97, λόγω δραστηριοτήτων που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε, ως σχετιζόμενων με «μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 314/2004. Πράγματι, αυτός είναι ο κατάλληλος χαρακτηρισμός για τα πρόσωπα αυτά βάσει των διαπιστώσεων και των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 105, 106, 109 και 110 ανωτέρω.

130    Με άλλα λόγια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, υπό τις ιδιάζουσες συνθήκες που επικρατούν στη Ζιμπάμπουε, όπως αυτές διαπιστώθηκαν με τις σκέψεις 95 έως 104 ανωτέρω, τα «φυσικά πρόσωπα τα οποία επιδίδονται σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε» και τα νομικά πρόσωπα, οι οντότητες και οι οργανισμοί που ανήκουν στα εν λόγω φυσικά πρόσωπα, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 4 και 5 της αποφάσεως 2011/101, δεν πρέπει να διαχωρίζονται από τα πρόσωπα που σχετίζονται με τα μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε και τα νομικά πρόσωπα, τις οντότητες ή τους οργανισμούς που ανήκουν σε αυτά, διότι, αντιθέτως, αποτελούν ειδική κατηγορία των σχετιζόμενων με τα μέλη της κυβερνήσεως προσώπων.

131    Είναι βέβαια γεγονός ότι, εκ πρώτης όψεως, η διατύπωση των δύο αυτών προπαρατεθεισών διατάξεων, και ιδίως η χρήση των όρων «καθώς και» και «άλλων προσώπων», οδηγεί κατά τα φαινόμενα στο αντίθετο συμπέρασμα. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου θεσπίστηκαν τα περιοριστικά μέτρα κατά της Ζιμπάμπουε και παρατάθηκε η ισχύς τους επί μακρόν, όπως το πλαίσιο αυτό περιγράφεται με τις σκέψεις 95 έως 104 ανωτέρω, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 314/2004 υπό την έννοια ότι τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό αυτόν περιοριστικά μέτρα δεν μπορούν να επιβληθούν στα πρόσωπα για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 129 ανωτέρω.

132    Θα ήταν πράγματι παράδοξο να γίνει δεκτό ότι τα προβλεπόμενα από τον κανονισμό 314/2004 περιοριστικά μέτρα θα μπορούσαν να επιβληθούν στα μέλη της οικογένειας των κυβερνητικών στελεχών της Ζιμπάμπουε (βλ., συναφώς, απόφαση Tay Za κατά Συμβουλίου, σκέψη 119 ανωτέρω, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) αποκλειστικά και μόνον επειδή σχετίζονται με τα στελέχη αυτά, χωρίς να τους καταλογίζονται συγκεκριμένες ενέργειες σε βάρος της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, και, ταυτόχρονα, να αποκλειστεί η επιβολή τέτοιων μέτρων σε πρόσωπα τα οποία όντως ενήργησαν ως εκτελεστικά όργανα της πολιτικής της βίας, του εκφοβισμού και της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων, την οποία καταλογίζει η Ένωση στα ως άνω κυβερνητικά στελέχη. Συγκεκριμένα, ο χαρακτηρισμός ως «σχετιζόμενων» με τα κυβερνητικά στελέχη της Ζιμπάμπουε παρίσταται περισσότερο δικαιολογημένος στην περίπτωση των προσώπων αυτών, απ’ ό,τι στην περίπτωση των μελών των οικογενειών των κυβερνητικών στελεχών.

133    Επομένως, το άρθρο 11, στοιχείο β΄, του κανονισμού 314/2004 αποτελούσε κατάλληλη νομική βάση για την έκδοση του εκτελεστικού κανονισμού 151/2012, έναντι όλων των προσώπων τα οποία αφορά ο κανονισμός αυτός.

134    Όλες οι προηγηθείσες διαπιστώσεις επιβεβαιώνονται από την εξέταση της αιτιολογίας που παρατίθεται για την καταχώριση, στο παράρτημα I της αποφάσεως 2011/101, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2012/97, των ονομάτων των προσφευγόντων που απαριθμούνται στην υποσημείωση 33 της προσφυγής. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, όπως ορθώς προέβαλε το Συμβούλιο, οι περισσότεροι από τους οικείους προσφεύγοντες κατείχαν θέσεις λόγω των οποίων μπορούν να χαρακτηριστούν ως μέλη της ηγεσίας της Ζιμπάμπουε ή πρόσωπα σχετιζόμενα με τα μέλη αυτά, με συνέπεια να κρίνεται δικαιολογημένη, εξ αυτού του λόγου και μόνον, η καταχώρισή τους στο ως άνω παράρτημα. Ανεξαρτήτως, όμως, της επισημάνσεως αυτής, διαπιστώνεται ότι, σε όλες τις περιπτώσεις, από τη σύντομη περιγραφή της προσαπτόμενης σε αυτούς συμπεριφοράς προκύπτει ότι πρόκειται για ενέργειες προδήλως συνδεόμενες με την προσαπτόμενη από την Ένωση στην ηγεσία της Ζιμπάμπουε πολιτική της βίας, του εκφοβισμού και της παραβιάσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων του λαού της Ζιμπάμπουε.

135    Συγκεκριμένα, π.χ., στους Joseph Chitimba (δέκατος πέμπτος προσφεύγων) και Gilbert Moyo (πεντηκοστός τέταρτος προσφεύγων) καταλογίζεται συμμετοχή σε βιαιότητες κατά τις εκλογές 2008. Όσον αφορά τον τριακοστό προσφεύγοντα, τον Nolbert Kunonga, στο παράρτημα I της αποφάσεως 2011/101, ως έχει τροποποιηθεί με την απόφαση 2012/97, αναφέρονται γι’ αυτόν τα εξής: «Αυτοχειροτόνητος αγγλικανός επίσκοπος. Λάβρος υποστηρικτής του καθεστώτος. Οι οπαδοί του είχαν τη στήριξη της αστυνομίας κατά τη διάπραξη πράξεων βίας κατά υποστηρικτών της Εκκλησίας το 2011». Προς αιτιολόγηση της καταχωρίσεως όλων των λοιπών προσφευγόντων που αναφέρονται στην υποσημείωση 33 της προσφυγής παρατίθενται λόγοι με ανάλογο ως επί το πλείστον περιεχόμενο.

136    Βάσει των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

137    Οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι, ενώ έως το 2007 δεν παρετίθετο καμία αιτιολογία για τα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλονταν λόγω της καταστάσεως στη Ζιμπάμπουε, το Συμβούλιο και η Επιτροπή άρχισαν εν συνεχεία να αιτιολογούν σε ορισμένο βαθμό την επιβολή τέτοιων μέτρων. Ωστόσο, οι λόγοι που παρατίθενται στις προσβαλλόμενες πράξεις ως προς τους προσφεύγοντες δεν συνάδουν προς τις αρχές που έχουν διατυπωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου, αλλά συνίστανται σε γενικές διαπιστώσεις, από τις οποίες δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο οι συγκεκριμένοι και ειδικοί λόγοι για τους οποίους εκτιμήθηκε ότι καθένα από τα θιγόμενα πρόσωπα και οντότητες πρέπει να υπαχθούν στα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και οντότητες δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν ούτε τους λόγους για τους οποίους διατηρήθηκε η καταχώρισή τους στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων που υπόκεινται στα εν λόγω περιοριστικά μέτρα, ενώ έχουν διαγραφεί τα ονόματα άλλων προσώπων ή οντοτήτων, ούτε πώς μπορούν να επιτύχουν τη διαγραφή τους από τον κατάλογο αυτόν στο μέλλον. Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγοντες κάνουν λόγο, «παραδείγματος χάριν», για «πολύ αόριστες και γενικές» αναφορές σε 39 εξ αυτών, οι οποίες παρατίθενται στο παράρτημα I της αποφάσεως 2011/101, όπως αντικαταστάθηκε από την απόφαση 2012/97.

138    Οι προσφεύγοντες προβάλλουν ακόμη ότι, κατά τη νομολογία, σε απόφαση με την οποία ανανεώνεται η ισχύς προηγουμένως επιβληθέντων περιοριστικών μέτρων πρέπει να αναφέρονται οι ειδικοί και συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους η αρμόδια αρχή θεωρεί, μετά από επανεξέταση, ότι εξακολουθεί να δικαιολογείται η δέσμευση των κεφαλαίων του ενδιαφερομένου. Εν προκειμένω, τα καθών θεσμικά όργανα δεν τήρησαν την υποχρέωση αυτή. Δεν ανέφεραν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι οι δραστηριότητες καθενός εκ των προσφευγόντων πλήττουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε, για ορισμένους δε από τους προσφεύγοντες προσέθεσαν νέες αιτιάσεις περί σοβαρών εγκληματικών ενεργειών, τις οποίες δεν είχαν προηγουμένως αναφέρει.

139    Οι προαναφερθείσες υποχρεώσεις έχουν εν προκειμένω ακόμη μεγαλύτερη σημασία, διότι τα καθών θεσμικά όργανα επιχείρησαν να δικαιολογήσουν την παράταση της ισχύος των επίμαχων περιοριστικών μέτρων ως προς τους προσφεύγοντες διά της επικλήσεως της συμπεριφοράς τους κατά το παρελθόν, εφαρμόζοντας έτσι «έμμεσο τεκμήριο» όσον αφορά τη μελλοντική συμπεριφορά των ίδιων προσώπων. Οι προσφεύγοντες υπενθυμίζουν, στο πλαίσιο αυτό, την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 31ης Ιανουαρίου 2007, T‑362/04, Minin κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑2003, σκέψη 72), και προβάλλουν ότι, όπως και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, τα καθών θεσμικά όργανα ήταν υποχρεωμένα να διευκρινίσουν γιατί εξακολουθεί να είναι απαραίτητη η εφαρμογή των επίμαχων περιοριστικών μέτρων ως προς αυτούς.

140    Τέλος, οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι τα καθών θεσμικά όργανα αποφάσισαν να παρατείνουν ως προς αυτούς την ισχύ των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, βάσει μη δημοσιοποιημένων λόγων. Οι λόγοι αυτοί, οι οποίοι δημοσιοποιήθηκαν για πρώτη φορά με τα υπομνήματα αντικρούσεως, συνίστανται, πρώτον, σε μηδέποτε γνωστοποιηθείσα προηγουμένως ερμηνεία του όρου «σχετιζόμενοι» με την Κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε από τα καθών θεσμικά όργανα, δεύτερον, σε εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες καθένας από τους προσφεύγοντες μπορούσε να εμποδίσει ή να συμβάλλει στην εφαρμογή της GPA ή να επηρεάσει την πολιτική της Κυβερνήσεως στη Ζιμπάμπουε και, τρίτον, στην παραδοχή ότι καθένας από τους προσφεύγοντες μπορούσε να κάνει χρήση βίας κατά τις εκλογές που επρόκειτο να διεξαχθούν στη Ζιμπάμπουε το 2013. Κατά τους προσφεύγοντες, τα καθών θεσμικά όργανα διατύπωσαν γενικόλογες παραδοχές, στηριζόμενες σε αβάσιμους ισχυρισμούς σχετικά με αδικήματα διαπραχθέντα κατά το παρελθόν και στο γεγονός ότι ήταν μέλη πολιτικού κόμματος, του ZANU-PF, πράγμα που προφανώς είχαν το δικαίωμα να πράξουν.

 Υπόμνηση της σχετικής νομολογίας

141    Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων, η οποία αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη έχει όντως έρεισμα στον νόμο ή αν ενδεχομένως πάσχει ελάττωμα λόγω του οποίου δύναται να αμφισβητηθεί το κύρος της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει στον εν λόγω δικαστή τη δυνατότητα ελέγχου της νομιμότητας της πράξεως αυτής (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Νοεμβρίου 2012, C‑417/11 P, Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

142    Από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στον μεν θιγόμενο να γνωρίζει τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη των μέτρων, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, η αιτιολογία πράξεως του Συμβουλίου περί επιβολής μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων πρέπει να εκθέτει τους ειδικούς και συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο εκτιμά, στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειάς του, ότι πρέπει να επιβληθούν τέτοια μέτρα στον ενδιαφερόμενο (απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 52).

143    Ωστόσο, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της επίμαχης πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως της παρατιθέμενης αιτιολογίας και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να προσδιορίζει η αιτιολογία όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα της επάρκειας της αιτιολογίας πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιό της και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Ειδικότερα, μια βλαπτική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του έναντι αυτού ληφθέντος μέτρου (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψεις 53 και 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

144    Για να κριθεί η επάρκεια της αιτιολογίας των προσβαλλομένων πράξεων για καθέναν από τους προσφεύγοντες τους οποίους οι πράξεις αυτές αφορούν, πρέπει να εξεταστεί, καταρχάς, εάν περιέχει επαρκείς λόγους γενικής φύσεως που δικαιολογούν τη θέσπιση και την παράταση της ισχύος των περιοριστικών μέτρων λόγω της καταστάσεως στη Ζιμπάμπουε. Εφόσον η απαίτηση αυτή έχει ικανοποιηθεί, πρέπει να εξεταστεί, στη συνέχεια, εάν οι προσβαλλόμενες πράξεις περιέχουν επαρκείς λόγους για κάθε προσφεύγοντα, οι οποίοι να δικαιολογούν την επιβολή ή την παράταση της ισχύος των επίμαχων μέτρων ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο ή οντότητα.

 Επί των λόγων θεσπίσεως και παρατάσεως της ισχύος των περιοριστικών μέτρων κατά της Ζιμπάμπουε

145    Υπενθυμίζεται ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις απλώς παρατάθηκε, ως προς όλους τους προσφεύγοντες, η ισχύς των περιοριστικών μέτρων που είχαν προηγουμένως επιβληθεί με άλλες πράξεις (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω). Έπεται, κατά λογική αναγκαιότητα, ότι το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκαν οι πράξεις ήταν γνωστό στους προσφεύγοντες. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει, ειδικότερα, εκτιμήσεις και πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στις σκέψεις 95 έως 104 ανωτέρω, καθώς και στις σκέψεις 109 και 110 ανωτέρω, τα οποία οι προσφεύγοντες δεν είναι δυνατόν να αγνοούσαν. Συνεπώς, από το περιεχόμενο των προσβαλλομένων πράξεων, καθώς και των πράξεων που προηγήθηκαν αυτών, οι οποίες παρατίθενται ανωτέρω, οι προσφεύγοντες μπορούσαν να αντιληφθούν τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο επέβαλε περιοριστικά μέτρα σε βάρος των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, και στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/101, καθώς και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 314/2004. Η παράθεση των λόγω αυτών παρέχει στους μεν προσφεύγοντες τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν το βάσιμο της αποφάσεως επιβολής τέτοιων μέτρων, λόγω της καταστάσεως στη Ζιμπάμπουε, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει συναφώς τον έλεγχό του.

146    Τούτο ισχύει και για τους λόγους που δικαιολογούν τις μεταγενέστερες αποφάσεις με τις οποίες παρατάθηκε η ισχύς των επίμαχων μέτρων. Ειδικότερα, από τα περιστατικά και τις εκτιμήσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 109 και 110 ανωτέρω, όπως προκύπτουν από τις προσβαλλόμενες πράξεις και από τις προγενέστερες αυτών, καθίσταται δυνατή η κατανόηση των λόγων για τους οποίους αποφασίστηκε, παρά τη σύναψη της GPA και τον εν συνεχεία σχηματισμό κυβερνήσεως εθνικής ενότητας, να διατηρηθούν σε ισχύ τα περιοριστικά μέτρα κατά των προσώπων και οντοτήτων που σχετίζονταν με το ZANU-PF, το οποίο έως τότε κατείχε αποκλειστικά την εξουσία, ενώ δεν επιβλήθηκαν τέτοια μέτρα σε βάρος των μελών της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας τα οποία δεν ήταν μέλη της προηγούμενης κυβερνήσεως.

 Επί των ειδικών λόγω θεσπίσεως και παρατάσεως της ισχύος των επίμαχων περιοριστικών μέτρων για καθέναν από τους προσφεύγοντες

147    Πρέπει, στη συνέχεια, να εξεταστεί εάν οι προσβαλλόμενες πράξεις περιέχουν επαρκή αιτιολογία, όσον αφορά τους ειδικούς λόγους για τους οποίους τα καθών θεσμικά όργανα εκτίμησαν ότι καθένας από τους προσφεύγοντες εμπίπτει σε μία ή περισσότερες από τις κατηγορίες των προσώπων ως προς τα οποία αποφασίστηκε η επιβολή περιοριστικών μέτρων.

148    Συναφώς, πρέπει, καταρχάς, να απορριφθεί ως εντελώς αλυσιτελές στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως το επιχείρημα που αντλούν οι προσφεύγοντες από την απόφαση Minin κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω (σκέψη 72). Το απόσπασμα της αποφάσεως αυτής το οποίο επικαλούνται οι προσφεύγοντες δεν αφορά την αιτιολογία των επίμαχων στη συγκεκριμένη υπόθεση κανονισμών, αλλά τη νομική βάση τους. Πιο συγκεκριμένα, τέθηκε το ζήτημα εάν τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ μπορούσαν να αποτελέσουν κατάλληλη νομική βάση για την έκδοση των κανονισμών αυτών και, στο πλαίσιο αυτό, εάν τα περιοριστικά μέτρα που είχαν θεσπιστεί σε βάρος του στην εν λόγω υπόθεση, λόγω της σχέσεώς του με τον πρώην πρόεδρο της Λιβερίας, Charles Taylor, όντως αποσκοπούσαν στη διακοπή ή στον περιορισμό εν όλω ή εν μέρει των οικονομικών σχέσεων με τρίτη χώρα, δεδομένου ότι ο Charles Taylor έχει αποπεμφθεί από την προεδρική εξουσία στη Λιβερία από τον Αύγουστο του 2003, ήτοι πριν την έκδοση των εν λόγω κανονισμών (απόφαση Minin κατά Επιτροπής, σκέψη 139 ανωτέρω, σκέψεις 70 και 71). Αυτές είναι οι περιστάσεις υπό τις οποίες διατυπώθηκε, με τη σκέψη 72 της εν λόγω αποφάσεως, η κρίση την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες, ότι «τα […] περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν κατά του Charles Taylor και των συνεργατών του εξακολουθούν να είναι αναγκαία για την παρεμπόδιση των τελευταίων να κάνουν χρήση των ιδιοποιηθέντων απ’ αυτούς κεφαλαίων και αγαθών προκειμένου να εμποδίσουν την αποκατάσταση της ειρήνης και της ασφάλειας στη [Λιβερία] και στην περιοχή».

149    Εν προκειμένω, όμως, ο πρόεδρος Mugabe και το ZANU-PF δεν αποπέμφθηκαν από την εξουσία στη Ζιμπάμπουε. Όπως προαναφέρθηκε, ιδίως στις σκέψεις 109 και 110, απλώς συμφώνησαν να μοιραστούν την εξουσία με το κόμμα MDC, το οποίο βρισκόταν προηγουμένως στην αντιπολίτευση, και, κατά τα λοιπά, σύμφωνα με τους συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων, η εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας διαμοιρασμού της εξουσίας, ήτοι της GPA, εμποδιζόταν από το ZANU-PF. Εξάλλου, επισημάνθηκε προηγουμένως ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι επαρκώς αιτιολογημένες κατά νόμον, όσον αφορά τους γενικής φύσεως λόγους που δικαιολογούν την παράταση της ισχύος των επίμαχων περιοριστικών μέτρων παρά τη σύναψη της GPA και τον σχηματισμό της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας.

150    Όσον αφορά, στη συνέχεια, τη θέση ότι τα καθών θεσμικά όργανα επιχείρησαν να δικαιολογήσουν την παράταση της ισχύος των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, επικαλούμενα ενέργειες στις οποίες είχαν προβεί οι προσφεύγοντες κατά το παρελθόν, τονίζεται ότι δεν αποκλείεται οι ενέργειες κάποιου από τους προσφεύγοντες κατά το παρελθόν να μπορούν να δικαιολογήσουν την επιβολή ή την παράταση της ισχύος περιοριστικών μέτρων ως προς αυτόν. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε, τα πρόσωπα και το πολιτικό κόμμα, ήτοι το ZANU-PF, που κατείχαν την εξουσία όταν διαπράχθηκαν οι βιαιότητες και οι προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων για τις οποίες γίνεται λόγος με τις προσβαλλόμενες πράξεις εξακολούθησαν να βρίσκονται στην εξουσία κατά τον χρόνο εκδόσεως των εν λόγω πράξεων, έστω και στο πλαίσιο συμφωνίας περί διαμοιρασμού της εξουσίας. Επομένως, όσον αφορά την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, που αποτελεί το μόνον αντικείμενο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, τονίζεται ότι η αναφορά σε ενέργειες στις οποίες είχε προβεί κάποιος από τους προσφεύγοντες κατά το παρελθόν δεν συνιστά ελλιπή ή ανεπαρκή αιτιολόγηση των επίδικων πράξεων. Το ζήτημα εάν, βάσει των εν λόγω ενεργειών, είναι δικαιολογημένη η επιβολή ή η παράταση της ισχύος των επίμαχων περιοριστικών μέτρων ως προς το αντίστοιχο πρόσωπο ή οντότητα σχετίζεται με τη νομική βασιμότητα των προσβαλλομένων πράξεων και πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της αναλύσεως των λόγων σχετικά με τη εσωτερική νομιμότητα των επίδικων πράξεων, ιδίως στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 235 κατωτέρω).

151    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι οι λόγοι παρατάσεως της ισχύος, ως προς αυτούς, των επίμαχων περιοριστικών μέτρων γνωστοποιήθηκαν μόλις με τα υπομνήματα αντικρούσεως (βλ. σκέψη 140 ανωτέρω), υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η απόφαση θεσμικού οργάνου πρέπει να είναι αυτάρκης και η αιτιολογία της δεν μπορεί να προκύπτει από γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις που δίδονται εκ των υστέρων, ενώ έχει ήδη ασκηθεί προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T‑16/91 RV, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑1827, σκέψη 45, και της 7ης Ιουλίου 2011, T‑161/04, Valero Jordana κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 107). Μολονότι η αιτιολογία, στοιχεία της οποίας περιλαμβάνονται στην προσβαλλομένη πράξη, μπορεί να αναπτυχθεί και να διευκρινιστεί κατά τη διάρκεια της δίκης, εντούτοις το θεσμικό όργανο που την εξέδωσε δεν έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει με εντελώς νέα αιτιολογία την αρχική αιτιολογία (προπαρατεθείσα απόφαση Valero Jordana κατά Επιτροπής, σκέψη 107· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 55, και της 25ης Φεβρουαρίου 2003, T‑4/01, Renco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II‑171, σκέψη 96).

152    Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η επάρκεια της αιτιολογίας των προσβαλλομένων πράξεων πρέπει να εξεταστεί μόνο βάσει των λόγω που αυτές περιλαμβάνουν, εντός του πλαισίου που αποτελείται, ιδίως, από τις προγενέστερες πράξεις περί επιβολής ή παρατάσεως της ισχύος των περιοριστικών μέτρων κατά της Ζιμπάμπουε. Επομένως, οι εντελώς καινοφανείς λόγοι που προβλήθηκαν κατά τη δίκη από τα καθών θεσμικά όργανα δεν μπορούν να θεραπεύσουν τυχόν ελλείψεις ή ανεπάρκειες της αιτιολογήσεως προσβαλλομένων πράξεων. Επιτρέπεται όμως στα εν λόγω θεσμικά όργανα να αναπτύξουν και να διευκρινίσουν, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, την αιτιολογία προσβαλλομένων πράξεων όπως αυτή έχει διατυπωθεί με τις πράξεις αυτές.

153    Τούτων δοθέντων, επισημαίνεται ότι, για να τηρηθεί η υποχρέωση αιτιολογήσεως, οι συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων δεν ήταν υποχρεωμένοι να εκθέσουν, στο πλαίσιο της αιτιολογίας αυτής, την προκρινόμενη από αυτούς ερμηνεία του όρου «σχετιζόμενοι» με την Κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε ή, γενικότερα, την προκρινόμενη από αυτούς ερμηνεία των οικείων διατάξεων και της σχετικής νομολογίας. Το εάν οι εν λόγω πράξεις στηρίζονται σε ορθή ή εσφαλμένη ερμηνεία του όρου αυτού και, γενικότερα, των οικείων διατάξεων και της σχετικής νομολογίας αφορά την ουσία της υποθέσεως και όχι την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Κατά συνέπεια, τυχόν επισημάνσεις επί των ζητημάτων αυτών οι οποίες προβάλλονται από τα καθών θεσμικά όργανα με τα δικόγραφά τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν συνιστούν αιτιολόγηση των προσβαλλομένων πράξεων κατά τη διάρκεια της δίκης.

154    Κατόπιν της απορρίψεως των επιχειρημάτων αυτών, πρέπει να εξεταστεί εάν οι λόγοι τους οποίους παραθέτουν οι συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων επαρκούν για να δικαιολογήσουν την καταχώριση καθενός από τους προσφεύγοντες στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων τα οποία αφορούν τα περιοριστικά μέτρα.

155    Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι τόσο τα παραρτήματα I και II της αποφάσεως 2012/97 (νυν παραρτήματα I και II της αποφάσεως 2011/101, μετά την τροποποίησή της με την απόφαση 2012/97) όσο και το παράρτημα I του κανονισμού 151/2012 (νυν παράρτημα III του κανονισμού 314/2004) έχουν καταρτιστεί υπό μορφή πίνακα. Οι πίνακες αυτοί περιλαμβάνουν, πέραν της πρώτης στήλης στην οποία αναγράφεται το όνομα του οικείου προσώπου ή οντότητας, δεύτερη στήλη με τίτλο «Στοιχεία ταυτοποίησης» και τρίτη στήλη με τίτλο «Λόγοι χαρακτηρισμού». Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, στη δεύτερη και στην τρίτη στήλη αναγράφεται η κυβερνητική ή διοικητική θέση που κατέχει ή, ενδεχομένως, κατείχε το οικείο πρόσωπο ή, στην περίπτωση των προσώπων που δεν κατείχαν τέτοιες θέσεις, η ιδιότητα την οποία έκριναν σημαντική οι συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων. Σε πολλές περιπτώσεις, διευκρινίζεται, επίσης, εάν το οικείο πρόσωπο ήταν μέλος του ZANU-PF, το οποίο κατείχε αποκλειστικά την εξουσία έως τη σύναψη της GPA, καθώς και, ενδεχομένως, σύντομη περιγραφή των πράξεων βίας, εκφοβισμού ή προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του λαού της Ζιμπάμπουε, οι οποίες καταλογίζονται στο πρόσωπο αυτό από το Συμβούλιο.

156    Όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα και τις οντότητες, στη στήλη που επιγράφεται «Λόγοι χαρακτηρισμού» αναφέρεται είτε ότι ανήκουν σε κάποιο από τα φυσικά πρόσωπα που αναφέρονται στο μέρος Ι του αντίστοιχου παραρτήματος είτε ότι σχετίζονται με «τη μερίδα του ZANU-PF στην κυβέρνηση» και, στην περίπτωση της εκατοστής δέκατης έβδομης προσφεύγουσας, της εταιρίας OSLEG (Private) Ltd, ότι «ελέγχεται από τον στρατό της Ζιμπάμπουε».

157    Υπενθυμίζεται, περαιτέρω, ότι, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 314/2004, η επιβληθείσα με τον κανονισμό αυτόν δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων ισχύει για μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε ή οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που έχουν σχέση με αυτά. Επιπλέον, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/101, τα επιβληθέντα με την απόφαση αυτή περιοριστικά μέτρα ισχύουν για τα μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε και τα σχετιζόμενα με αυτά φυσικά ή νομικά πρόσωπα, περιλαμβανομένων των φυσικών ή νομικών προσώπων «τα οποία επιδίδονται σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε», τα οποία, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 146 ανωτέρω, πρέπει να θεωρούνται ειδική κατηγορία των σχετιζόμενων με τα μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε προσώπων.

158    Κατά συνέπεια, για να είναι οι προσβαλλόμενες πράξεις επαρκώς αιτιολογημένες κατά νόμον, πρέπει να περιλαμβάνουν, για κάθε προσφεύγοντα, σαφή και ακριβή ένδειξη των περιστατικών που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του οικείου προσώπου ως μέλους ή ως προσώπου σχετιζόμενου με μέλος της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε.

159    Όσον αφορά τον πρώτο προσφεύγοντα, Johannes Tomana, την τέταρτη προσφεύγουσα, Flora Buka, τον ενδέκατο προσφεύγοντα, Phineas Chihota, τον δέκατο τρίτο προσφεύγοντα, Patrick Anthony Chinamasa, τον δέκατο ένατο προσφεύγοντα, Ignatius Morgan Chiminya Chombo, τον εικοστό πρώτο προσφεύγοντα, Nicholas Tasunungurwa Goche, τον εικοστό έβδομο προσφεύγοντα, Saviour Kasukuwere, τον τριακοστό τρίτο προσφεύγοντα, Andrew Langa, τον τριακοστό έκτο προσφεύγοντα, Joseph Mtakwese Made, τον τεσσαρακοστό προσφεύγοντα, Paul Munyaradzi Mangwana, τον τεσσαρακοστό πρώτο προσφεύγοντα, Reuben Marumahoko, τον πεντηκοστό δεύτερο προσφεύγοντα, Emmerson Dambudzo Mnangagwa, τον πεντηκοστό τρίτο προσφεύγοντα, Kembo Campbell Dugishi Mohadi, τον πεντηκοστό ένατο προσφεύγοντα, Obert Moses Mpofu, την εξηκοστή δεύτερη προσφεύγουσα, Olivia Nyembesi Muchena, τον εξηκοστό έκτο προσφεύγοντα, Isack Stanislaus Gorerazvo Mudenge, την εξηκοστή ένατη προσφεύγουσα, Joyce Teurai Ropa Mujuru, τον εβδομηκοστό προσφεύγοντα, Isaac Mumba, τον εβδομηκοστό δεύτερο προσφεύγοντα, Herbert Muchemwa Murerwa, τον εβδομηκοστό πέμπτο προσφεύγοντα, Didymus el Edwin Mutasa, τον εβδομηκοστό ένατο προσφεύγοντα, Walter Mzembi, τον ογδοηκοστό πρώτο προσφεύγοντα, Sylvester Nguni, τον ογδοηκοστό δεύτερο προσφεύγοντα, Francis Chenayimoyo Dunstan Nhema, τον ογδοηκοστό τρίτο προσφεύγοντα, John Landa Nkomo, τον ογδοηκοστό πέμπτο προσφεύγοντα, Magadzire Hubert Nyanhongo, την ογδοηκοστή έβδομη προσφεύγουσα, Sithembiso Gile Glad Nyoni, τον ενενηκοστό πέμπτο προσφεύγοντα, S. T. Sekeramayi και τον ενενηκοστό έβδομο προσφεύγοντα, Webster Kotiwani Shamu, στην αιτιολογία της αποφάσεως 2012/97 και του εκτελεστικού κανονισμού 151/2012 αναφέρονται ρητώς τα καθήκοντα που τα πρόσωπα αυτά ασκούσαν κατά τον χρόνο εκδόσεως των επίμαχων πράξεων. Τα αναφερόμενα καθήκοντα δικαιολογούν πλήρως τον χαρακτηρισμό τους ως μελών της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε. Επομένως, οι προαναφερθείσες προσβαλλόμενες πράξεις κρίνονται αρκούντως αιτιολογημένες κατά νόμον ως προς τους συγκεκριμένους προσφεύγοντες.

160    Όσον αφορά τα λοιπά προσφεύγοντα φυσικά πρόσωπα, πέραν αυτών που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 159 ανωτέρω και τον δέκατο πέμπτο προσφεύγοντα, Joseph Chitimba, τον τριακοστό προσφεύγοντα, Nolbert Kunonga και τον πεντηκοστό τέταρτο προσφεύγοντα, Gilbert Moyo (οι περιπτώσεις των οποίων εξετάζονται με τις σκέψεις 170 και 171 κατωτέρω), τονίζεται ότι πρόκειται για πρόσωπα που κατείχαν διαφορετικά αξιώματα ή ασκούσαν διαφορετικά καθήκοντα. Ειδικότερα, πρόκειται: για αξιωματικούς του στρατού ξηράς ή της αεροπορίας· για τον γενικό διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών· για στελέχη της αστυνομίας· για ανώτερους υπαλλήλους, και συγκεκριμένα για τον έβδομο προσφεύγοντα, George Charamba, ο οποίος είναι μόνιμος γραμματέας του Υπουργείου Τύπου και Πληροφοριών, τον εξηκοστό πέμπτο προσφεύγοντα, Tobaiwa Mudede, ο οποίος είναι «Γενικός Ληξίαρχος», ήτοι υπεύθυνος, μεταξύ άλλων, για τους εκλογικούς καταλόγους, τον ενενηκοστό έκτο προσφεύγοντα, Lovemore Sekeremayi, ο οποίος είναι «επικεφαλής αξιωματούχος υπεύθυνος για τις εκλογές», και τον εκατοστό δέκατο προσφεύγοντα, Paradzai Willings Zimondi, ο οποίος είναι διευθυντής φυλακών· επάρχους· τον διοικητή της Reserve Bank of Zimbabwe (Κεντρικής Τράπεζας της Ζιμπάμπουε)· για βουλευτές, και συγκεκριμένα τον εικοστό πέμπτο προσφεύγοντα, Newton Kachepa, ο οποίος είναι βουλευτής περιφέρειας βόρειου Mudzi, και την τριακοστή έβδομη προσφεύγουσα, Edna Madzongwe, η οποία είναι πρόεδρος της Γερουσίας· για στελέχη του ZANU-PF, και συγκεκριμένα την τριακοστή έβδομη προσφεύγουσα (μέλος του πολιτικού γραφείου και, κατά τα λοιπά, πρόεδρος της Γερουσίας της Ζιμπάμπουε), τον πεντηκοστό έβδομο προσφεύγοντα, Simon Khaya Moyo, ο οποίος είναι πρόεδρος του Πολιτικού Γραφείου, την εξηκοστή τρίτη προσφεύγουσα, Oppah Chamu Zvipange Muchinguri, και τον ενενηκοστό όγδοο προσφεύγοντα, Nathan Marwirakuwa Shamuyarira, οι οποίοι είναι γραμματείς του Πολιτικού Γραφείου, καθώς και τον ενενηκοστό τρίτο προσφεύγοντα, Stanley Urayayi Sakupwanya, και τον ενενηκοστό τέταρτο προσφεύγοντα, Tendai Savanhu, οι οποίοι είναι αναπληρωτές γραμματείς του Πολιτικού Γραφείου· και για τον εκατοστό τρίτο προσφεύγοντα, Mishek Julius Mpande Sibanda, ο οποίος είναι «Cabinet secretary» (γραμματέας Ιδιαίτερου Γραφείου).

161    Πρέπει, ακόμη, να επισημανθεί η περίπτωση του εικοστού όγδοου προσφεύγοντα, Jawet Kazangarare, για τον οποίον, στα παραρτήματα της αποφάσεως 2012/97 και του εκτελεστικού κανονισμού 151/2012, αναφέρεται ότι είναι «[σύμβουλος] του ZANU-PF στο βόρειο Hurungwe και παλαίμαχος», καθώς και του εκατοστού δεύτερου προσφεύγοντα, Jabulani Sibanda, για τον οποίον στις προαναφερθείσες πράξεις αναφέρεται ότι είναι «[πρώην] πρόεδρος του Εθνικού Συνδέσμου Παλαιμάχων».

162    Τέλος, στα λοιπά φυσικά πρόσωπα τα οποία αφορούν οι προσβαλλόμενες πράξεις συγκαταλέγονται πρώην μέλη της κυβερνήσεως, δύο πρώην διοικητές επαρχιών, και συγκεκριμένα ο ένατος προσφεύγων, Tinaye Chigudu, και ο εξηκοστός προσφεύγων, Cephas George Msipa, και ένας πρώην «ανώτερος αστυνομικός υποδιοικητής», ήτοι ο εξηκοστός όγδοος προσφεύγων, Y. Bothwell Mugariri.

163    Όσον αφορά την πλειονότητα των προσφευγόντων που αναφέρθηκαν στις σκέψεις 160 έως 162 ανωτέρω, και πιο συγκεκριμένα όλους πλην δύο για τους οποίους γίνεται λόγος στη σκέψη 169 κατωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η αναφορά στα καθήκοντα που ασκούσαν κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλομένων πράξεων ή που είχαν ασκήσει προηγουμένως αρκεί για να δικαιολογηθεί η καταχώρισή τους στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Πρόκειται για υψηλόβαθμους δημοσίους λειτουργούς (περιλαμβανομένων των διοικητών επαρχιών) και για στελέχη του στρατού ή της αστυνομίας. Τα πρόσωπα που ασκούν τέτοια καθήκοντα είναι στενοί συνεργάτες της κυβερνήσεως μιας χώρας και μπορούν βασίμως να χαρακτηριστούν ως πρόσωπα «που σχετίζονται» με μέλη της κυβερνήσεως αυτής, χωρίς να απαιτείται πρόσθετη αιτιολόγηση. Το ίδιο ισχύει και για τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου του ZANU-PF, το οποίος είναι το καθοδηγητικό όργανο του πολιτικού κόμματος που κατείχε αποκλειστικά την εξουσία στη Ζιμπάμπουε από την ανεξαρτησία της χώρας αυτής έως τη σύναψη της GPA.

164    Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, η επίκληση του γεγονότος ότι ένα πρόσωπο έχει ασκήσει στο παρελθόν καθήκοντα λόγω των οποίων μπορεί να χαρακτηριστεί, κατά τη διάρκεια ασκήσεως των καθηκόντων αυτών, ως μέλος της κυβερνήσεως της οικείας χώρας ή ως πρόσωπο σχετιζόμενο με μέλος της κυβερνήσεως αποτελεί επαρκή λόγο για τον χαρακτηρισμό του, μετά την παύση των καθηκόντων του, ως προσώπου σχετιζόμενου με μέλη της κυβερνήσεως της οικείας χώρας. Συγκεκριμένα, στον βαθμό που, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, δεν επήλθε, στο μεταξύ, κατάρρευση του κυβερνώντος στη χώρα αυτή καθεστώτος, όταν το εν λόγω πρόσωπο ήταν μέλος ή σχετίζονταν με μέλος της κυβερνήσεώς της, μπορεί, ελλείψει αντίθετων αποδείξεων ή ενδείξεων, να γίνει δεκτό ότι, μετά την παύση των καθηκόντων του, το πρόσωπο αυτό σχετίζεται με μέλη της κυβερνήσεως της χώρας αυτής, τα οποία είναι πρώην συνάδελφοί του, συνεργάτες του ή ιεραρχικώς προϊστάμενοί του.

165    Όσον αφορά το εμμέσως προβαλλόμενο επιχείρημα ότι τα πρόσωπα αυτά ενδέχεται να απομακρύνθηκαν από το αξίωμά τους επειδή δεν ενέκριναν την καταπιεστική πολιτική του καθεστώτος, οπότε δεν θα ήταν δικαιολογημένη η καταχώρισή τους στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, επιβάλλεται παραπομπή στον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, όπως αυτός προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 141 ανωτέρω, και να υπομνηστεί ότι το ζήτημα της αιτιολογίας, η οποία συνιστά ουσιώδη τύπο, είναι αυτοτελές σε σχέση προς το ζήτημα της αποδείξεως της προβαλλόμενης συμπεριφοράς, το οποίο εμπίπτει στην ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης πράξεως και προϋποθέτει τον έλεγχο του υποστατού των πραγματικών περιστατικών τα οποία εκτίθενται στην πράξη αυτή καθώς και του χαρακτηρισμού των περιστατικών αυτών ως στοιχείων που δικαιολογούν την εφαρμογή περιοριστικών μέτρων εις βάρος του εμπλεκομένου προσώπου (απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 60).

166    Συγκεκριμένα, πρόσωπο το οποίο έχει καταχωριστεί στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα ως πρώην μέλος της κυβερνήσεως ή πρώην ανώτερο διοικητικό στέλεχος της Ζιμπάμπουε διαθέτει, ως εκ του περιεχομένου της πληροφορίας αυτής, ουσιώδη στοιχεία ώστε να αμφισβητήσει την εν λόγω καταχώριση, προβάλλοντας, ενδεχομένως, ότι είχε διακόψει κάθε σχέση με το καθεστώς που έχει χαρακτηριστεί ως καταπιεστικό από τους συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων και ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον απομακρύνθηκε από τα καθήκοντά του. Ο δικαστής της Ένωσης επίσης διαθέτει τα απαραίτητα στοιχεία, ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του, καθώς από το αιτιολογικό της επίμαχης πράξεως, το οποίο πρόκειται να εξετάσει προκειμένου να αποφανθεί επί της νομικής βασιμότητάς της, προκύπτει εάν ο ενδιαφερόμενος, βάσει των καθηκόντων που ασκούσε προηγουμένως, διατηρεί τις σχέσεις του με το καθεστώς ή εάν, αντιθέτως, οι σχέσεις αυτές έχουν διακοπεί.

167    Σημειωτέον ότι οι προηγηθείσες εκτιμήσεις, οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο της αναλύσεως της εκ μέρους των καθών θεσμικών οργάνων τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, δεν συνεπάγονται, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως και δεδομένης της καταστάσεως στη Ζιμπάμπουε (βλ. σκέψη 130 ανωτέρω), ούτε χρήση τεκμηρίου ούτε αναστροφή του βάρους αποδείξεως σε βάρος των ενδιαφερομένων. Έχουν απλώς την έννοια ότι από την επίκληση, στο αιτιολογικό των προσβαλλομένων πράξεων, των καθηκόντων που ασκούσαν προηγουμένως ορισμένοι εκ των προσφευγόντων προκύπτει ότι οι συντάκτες των εν λόγω πράξεων εκτίμησαν, αφενός, ότι οι συγκεκριμένοι προσφεύγοντες εξακολουθούν, ως εκ τούτου, να σχετίζονται με κυβερνητικά στελέχη της Ζιμπάμπουε και, αφετέρου, ότι δεν διαθέτουν κανένα στοιχείο ικανό να ανατρέψει την εκτίμηση αυτή. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, απόκειται στους συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων να αποδείξουν, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, την ύπαρξη σχέσεως με την κυβέρνηση, λόγω των προηγουμένων καθηκόντων των ενδιαφερομένων, οι οποίοι έχουν επίσης το δικαίωμα να προσκομίσουν, προκειμένου να ανατρέψουν την ως άνω εκτίμηση, κάθε αντίθετο αποδεικτικό στοιχείο που διαθέτουν.

168    Κατά συνέπεια, η επίκληση, με τις προσβαλλόμενες πράξεις, των καθηκόντων που ασκούσαν προηγουμένως οι αναφερόμενοι στη σκέψη 162 ανωτέρω προσφεύγοντες συνιστά επαρκή λόγο που δικαιολογεί την καταχώρισή τους στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα.

169    Αντιθέτως, για τους κατωτέρω προσφεύγοντες, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η απλή επίκληση της ιδιότητας που κατείχαν ή των καθηκόντων που ασκούσαν δεν αρκεί για να δικαιολογηθεί η καταχώρισή τους στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν οι στρατιωτικοί από τον βαθμό του συνταγματάρχη και κάτω, ήτοι ο εικοστός τέταρτος προσφεύγων, Stephen Gwekwerere, ο τριακοστός δεύτερος προσφεύγων, R. Kwenda, ο τεσσαρακοστός δεύτερος προσφεύγων, G. Mashava, ο τεσσαρακοστός ένατος προσφεύγων, Cairo Mhandu, ο πεντηκοστός προσφεύγων, Fidellis Mhonda, ο πεντηκοστός όγδοος προσφεύγων, S. Mpabanga, ο εξηκοστός τέταρτος προσφεύγων, C. Mucho, ο εβδομηκοστός όγδοος προσφεύγων, S. Mutsvunguma, ο ογδοηκοστός προσφεύγων, Morgan S. Mzilikazi, ο ενενηκοστός πρώτος προσφεύγων, Victor Tapiwe Chashe Rungani, και ο εκατοστός πρώτος προσφεύγων, Chris Sibanda· οι αστυνομικοί χαμηλότερου βαθμού από αυτούς που αναφέρονται στη σκέψη 160 ανωτέρω, ήτοι ο εξηκοστός έβδομος προσφεύγων, Columbus Mudonhi (Υπαστυνόμος), ο εβδομηκοστός προσφεύγων, Isaac Mumba (Αστυνόμος), και ο ογδοηκοστός ένατος προσφεύγων, Dani Rangwani (Επιθεωρητής της Αστυνομίας.)· ο εικοστός πέμπτος προσφεύγων, N. Kachepa (βουλευτής), και, τέλος, οι δύο προσφεύγοντες που αναφέρονται στη σκέψη 161 ανωτέρω.

170    Όσον αφορά τον δέκατο πέμπτο, τον τριακοστό και τον πεντηκοστό τέταρτο προσφεύγοντα, τους Joseph Chinotimba, Nolbert Kunonga και Gilbert Moyo, αντιστοίχως, το Συμβούλιο υποστήριξε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι αποτελούν ειδική κατηγορία προσώπων ως προς τα οποία η επιβολή των επίμαχων περιοριστικών μέτρων δικαιολογείται βάσει συγκεκριμένων ενεργειών που τους προσάπτονται με το αιτιολογικό της αποφάσεως 2012/97 και του εκτελεστικού κανονισμού 151/2012. Τούτο, όμως, ισχύει μόνον ως προς τον τριακοστό προσφεύγοντα, Nolbert Kunonga, ο οποίος χαρακτηρίζεται στη δεύτερη στήλη των παραρτημάτων των δύο αυτών πράξεων ως «αυτοχειροτόνητος αγγλικανός επίσκοπος». Συγκεκριμένα, η ιδιότητα αυτή είναι προδήλως ανεπαρκής για τη δικαιολόγηση της επιβολής περιοριστικών μέτρων κατά του συγκεκριμένου προσώπου.

171    Αντιθέτως, όσον αφορά τον δέκατο πέμπτο και τον πεντηκοστό τέταρτο προσφεύγοντα, στην ίδια στήλη των παραρτημάτων αυτών αναφέρεται ρητώς ότι είχαν την ιδιότητα «διοικητής πολιτοφυλακής του κόμματος ZANU-PF». Η ιδιότητα αυτή, εφόσον αποδειχθεί, αρκεί για τον χαρακτηρισμό τους ως σχετιζόμενων με μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε διορισμένων από το ZANU-PF και, ως εκ τούτου, για την καταχώρισή τους στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, ανεξαρτήτως των συγκεκριμένων ενεργειών που τους καταλογίζονται στην τρίτη στήλη των ίδιων παραρτημάτων.

172    Τα προεκτεθέντα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι επαρκώς αιτιολογημένες κατά νόμον ως προς όλα τα προσφεύγοντα φυσικά πρόσωπα, εξαιρουμένων εκείνων που αναφέρονται στη σκέψη 169 ανωτέρω και του τριακοστού προσφεύγοντα, Nolbert Kunonga. Για να διαπιστωθεί εάν η αιτιολογία της αποφάσεως 2012/97 και του εκτελεστικού κανονισμού 151/2012 είναι επαρκής ως προς τους συγκεκριμένους προσφεύγοντες, είναι απαραίτητο να εξεταστούν οι ενέργειες τις οποίες προσάπτουν οι συντάκτες των δύο αυτών πράξεων στα εν λόγω πρόσωπα.

173    Επισημαίνεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις περιέχουν αναφορές σε συγκεκριμένες ενέργειες για τους περισσότερα από τα λοιπά προσφεύγοντα φυσικά πρόσωπα. Το Συμβούλιο προβάλλει ότι, για τους εν λόγω λοιπούς προσφεύγοντες, «η αιτιολογία υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο», διότι παρασχέθηκαν στοιχεία που μαρτυρούν συγκεκριμένη εμπλοκή των προσώπων αυτών σε πολιτικές που πλήττουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία στη Ζιμπάμπουε. Οι προσφεύγοντες αμφισβητούν τη θέση αυτή, πλην όμως η αμφισβήτηση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή, διότι οι προσφεύγοντες θεωρούν ότι η ιδιότητα του μέλους ή του προσώπου που σχετίζεται με μέλος της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε δεν αρκεί προς δικαιολόγηση της καταχωρίσεως στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Ωστόσο, από τα προεκτεθέντα στο πλαίσιο της αναλύσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι, όσον αφορά τα πρόσωπα που ήταν ήδη μέλη ή σχετίζονταν με μέλη της κυβερνήσεως πριν τον σχηματισμό της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας, οι εν λόγω ιδιότητες αρκούν για τη δικαιολόγηση της θεσπίσεως τέτοιων μέτρων (βλ., ιδίως, σκέψη 105 ανωτέρω). Το ίδιο ισχύει και για τα πρώην μέλη της κυβερνήσεως ή τους πρώην ανώτερους δημοσίους λειτουργούς (βλ. σκέψη 168 ανωτέρω). Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγόντων είναι απορριπτέο.

174    Όσον αφορά τους προσφεύγοντες για τους οποίους απαιτείται ειδική αναφορά στις συγκεκριμένες ενέργειες που τους προσάπτονται με τις προσβαλλόμενες πράξεις (βλ. σκέψη 172 ανωτέρω), από τις εν λόγω πράξεις προκύπτει ότι ουσιαστικά τους προσάπτεται άμεση συμμετοχή σε πράξεις βίας και εκφοβισμού, υπό την ιδιότητα μάλιστα του επικεφαλής ή του υποκινητή. Σε όλες τις περιπτώσεις, πλην εκείνων του τριακοστού και του ογδοηκοστού ένατου προσφεύγοντος, Nolbert Kunonga και Dani Rangwani (όπου τα παρατιθέμενα σχετικά με αυτούς περιστατικά ανάγονται στο 2011 και στο 2007 αντιστοίχως), οι επίμαχες πράξεις βίας ή εκφοβισμού έλαβαν χώρα κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2008. Σε όλες τις περιπτώσεις, πλην εκείνων του τριακοστού και του ογδοηκοστού ένατου προσφεύγοντος, Nolbert Kunonga και Dani Rangwani (όπου τα παρατιθέμενα περιστατικά ανάγονται στο 2011 και στο 2007 αντιστοίχως), αναφέρεται ο συγκεκριμένος τόπος όπου έδρασε το οικείο πρόσωπο. Στην περίπτωση του τριακοστού προσφεύγοντος, επισημαίνεται ότι ήταν «[λάβρος] υποστηρικτής του καθεστώτος» και αναφέρεται επιπλέον ότι «[οι] οπαδοί του είχαν τη στήριξη της αστυνομίας κατά τη διάπραξη πράξεων βίας κατά υποστηρικτών της Εκκλησίας το 2011». Για τον ογδοηκοστό ένατο προσφεύγοντα επισημαίνεται ότι «[συμμετείχε] σε ομάδα 50 ανδρών που χρηματοδοτήθηκαν απευθείας από το ZANU-PF για να εντοπίσουν και να υποβάλουν σε βασανιστήρια υποστηρικτές του MDC τον Απρίλιο του 2007».

175    Οι σχετικές με τους προσφεύγοντες ενδείξεις που παρατίθενται στη σκέψη 174 ανωτέρω και, εν γένει, το σύνολο των λόγων που έχουν προστεθεί με τις προσβαλλόμενες πράξεις στην τρίτη στήλη του παραρτήματος III του κανονισμού 314/2004 και στον πίνακα με τίτλο «Φυσικά πρόσωπα» που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως 2011/101 σχετικά με όλους τους προσφεύγοντες έχουν ανάλογο περιεχόμενο με αυτούς που κρίθηκαν επαρκείς από το Δικαστήριο με την απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 141 ανωτέρω (σκέψη 57 έως 59). Όπως και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, με την εν λόγω αιτιολογία προσδιορίζονται τα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με τις ιδιότητες ή τα καθήκοντα και τις δράσεις των συγκεκριμένων προσώπων, στοιχεία τα οποία εμφαίνουν, κατά τους συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων, τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων σε πράξεις βίας, εκφοβισμού και προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων στη Ζιμπάμπουε.

176    Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, διαπιστώνεται ότι οι λόγοι που παρατίθενται στην τρίτη στήλη των προαναφερθέντων παραρτημάτων δεν είναι αόριστοι και γενικόλογοι ούτε ως προς τους 39 προσφεύγοντες για τους οποίους γίνεται λόγος στη σκέψη 137 ανωτέρω ούτε ως προς τα λοιπά θιγόμενα φυσικά πρόσωπα. Σημειωτέον, επίσης, ότι, όπως προκύπτει επίσης από τις αιτιολογικές σκέψεις των προσβαλλομένων πράξεων που υπομνήστηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι αιτιάσεις σε βάρος του καθεστώτος του προέδρου Robert Mugabe σχετικά με πράξεις βίας, εκφοβισμού και προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων στη Ζιμπάμπουε, είτε γενικώς είτε ειδικότερα κατά τις εκλογές 2008, είναι παγκοσμίως γνωστές και δεν είναι δυνατόν να μην περιήλθαν σε γνώση των προσφευγόντων. Οι αιτιάσεις αυτές, ανεξαρτήτως του αν ευσταθούν, αποτελούν μέρος του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται οι προσβαλλόμενες πράξεις και το οποίο, όπως προκύπτει από την παρατιθέμενη στη σκέψη 143 ανωτέρω νομολογία, έχει σημασία για την εξέταση της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

177    Συγκεκριμένα, οι προσφεύγοντες, έχοντας γνώση του πλαισίου αυτού, μπορούσαν ευχερώς να κατανοήσουν τις σε βάρος τους αιτιάσεις και, ενδεχομένως, να αμφισβητήσουν τις αιτιάσεις αυτές είτε γενικώς είτε ειδικώς, όσον αφορά τον τόπο δράσεώς τους, ή, τουλάχιστον, να προβάλλουν ότι, ακόμη και αν διαπράχθηκαν οι πράξεις αυτές, αυτοί δεν συμμετείχαν (βλ., συναφώς, απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 59).

178    Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι το Συμβούλιο προσκόμισε ως συνημμένο στο υπόμνημά του αντικρούσεως έγγραφο 1 046 σελίδων (παράρτημα B.19), το οποίο περιείχε, σύμφωνα με την αντίστοιχη ένδειξη του καταλόγου των παραρτημάτων, «παγκοίνως γνωστά στοιχεία που επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα [επίμαχα περιοριστικά] μέτρα». Κατά το Συμβούλιο, οι περιλαμβανόμενες στα παραρτήματα των επίδικων πράξεων ενδείξεις σχετικά με πράξεις των προσφευγόντων που πλήττουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, το κράτος δικαίου και τη δημοκρατία στη Ζιμπάμπουε είναι παγκοίνως γνωστές, όπως προκύπτει, ειδικότερα, από διάφορα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως.

179    Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη το παράρτημα αυτό προκειμένου να εκτιμηθεί η επάρκεια της αιτιολογίας των προσβαλλομένων πράξεων. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει η λήψη του προταθέντος από τους προσφεύγοντες μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας σχετικά με το εν λόγω παράρτημα (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω).

180    Κατόπιν των διευκρινίσεων του Συμβουλίου, οι οποίες παρατίθενται συνοπτικά στη σκέψη 178 ανωτέρω, καθίσταται πρόδηλον ότι τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα B.19 του υπομνήματός του αντικρούσεως πρέπει να διαχωριστούν από τα έγγραφα την προσκόμιση των οποίων ζητούν οι προσφεύγοντες, σύμφωνα με το αίτημά τους για το οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 19 ανωτέρω. Όπως προαναφέρθηκε, λίγο μετά την υποβολή του αιτήματός τους για τη λήψη μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας για το οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 25 ανωτέρω, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στους προσφεύγοντες τα έγγραφα που ζήτησαν με το προαναφερθέν στη σκέψη 19 ανωτέρω έγγραφό τους. Κατά συνέπεια, τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα B.19 του υπομνήματος αντικρούσεως του Συμβουλίου δεν είναι αυτά στα οποία στηρίχθηκε το Συμβούλιο κατά την έκδοση της αποφάσεως 2012/97 και της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/124.

181    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι το παράρτημα B.19 του υπομνήματος αντικρούσεως του Συμβουλίου δεν αποσκοπεί στην εκ των υστέρων αιτιολόγηση των προσβαλλομένων πράξεων, αλλά στην απόδειξη της επάρκειας της αιτιολογίας τους, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η έκδοση των πράξεων αυτών (βλ., συναφώς, απόφαση Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 141 ανωτέρω, σκέψη 62).

182    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι και οι ειδικοί λόγοι που παρατίθενται στα παραρτήματα της αποφάσεως 2012/97 και του εκτελεστικού κανονισμού 151/2012 ως προς τα προσφεύγοντα νομικά πρόσωπα, προς δικαιολόγηση της καταχωρίσεώς τους στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων τα οποία αφορούν τα περιοριστικά μέτρα είναι επίσης επαρκείς. Συγκεκριμένα, για κάθε εμπλεκόμενη οντότητα, αναφέρεται είτε ότι ανήκει σε κάποιο από τα φυσικά πρόσωπα στα οποία έχουν επιβληθεί, δυνάμει των ίδιων πράξεων, περιοριστικά μέτρα, είτε ότι σχετίζονται με την Κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε, ή κάποια κυβερνητική υπηρεσία ή με «τη μερίδα ZANU-PF» της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε. Η αιτιολογία αυτή επαρκεί ώστε να μπορούν οι μεν ενδιαφερόμενες οντότητες να αμφισβητήσουν τη νομική βασιμότητά της, το δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

183    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι επαρκώς αιτιολογημένες κατά νόμον ως προς όλους τους προσφεύγοντες και, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αβάσιμος.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

184    Οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως υποχρεώνει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης να τηρούν δύο κύριες υποχρεώσεις. Αφενός, οφείλουν να γνωστοποιούν στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η επιβολή των περιοριστικών μέτρων. Αφετέρου, πρέπει να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα η δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς την άποψή του επί των αποδεικτικών στοιχείων αυτών. Περαιτέρω, οι προσφεύγοντες υπενθυμίζουν ότι, σε περίπτωση παρατάσεως της ισχύος περιοριστικού μέτρου ήδη επιβληθέντος σε πρόσωπο ή οντότητα, η ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων του άμυνας και του δικαιώματός του ακροάσεως επιβάλλει να τίθενται στη διάθεσή του τα στοιχεία που έχουν ληφθεί υπόψη ως προς αυτό και να του παρέχεται η δυνατότητα να διατυπώσει συναφώς τις παρατηρήσεις του πριν την έκδοση αποφάσεως περί παρατάσεως της ισχύος του επίμαχου μέτρου.

185    Ωστόσο, εν προκειμένω, κατά τους προσφεύγοντες, σε κανένα από αυτούς δεν γνωστοποιήθηκαν, είτε πριν είτε μετά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, αποδείξεις ικανές να δικαιολογήσουν τις επίδικες πράξεις ως προς καθέναν εξ αυτών. Επίσης, δεν τους παρασχέθηκε η δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις επί των εν λόγω αποδείξεων. Οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν περιείχαν συναφώς καμία εγγύηση. Επιπλέον, με τις πράξεις αυτές διατυπώνονταν αιτιάσεις περί σοβαρών εγκληματικών ενεργειών, χωρίς να παρέχεται καμία ένδειξη σχετικά με την προέλευση των εν λόγω αιτιάσεων και χωρίς να ληφθούν υπόψη τα ζητήματα προστασίας δεδομένων που είχαν εντοπιστεί από την Επιτροπή και τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ) και τα οποία ενδέχεται να ανακύψουν σε περίπτωση που το Συμβούλιο ή η Επιτροπή προβαίνει σε επεξεργασία δεδομένων σχετικών με ποινικές παραβάσεις ή καταδίκες.

186    Όπως έχει υπενθυμίσει το Δικαστήριο στο πλαίσιο του ελέγχου περιοριστικών μέτρων, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης οφείλουν, σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που τους έχουν ανατεθεί από τη Συνθήκη, να διασφαλίζουν τον, καταρχήν πλήρη, έλεγχο της νομιμότητας όλων των πράξεων της Ένωσης από πλευράς των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης. Η υποχρέωση αυτή καθιερώνεται ρητώς από το άρθρο 275, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Νοεμβρίου 2013, C‑280/12 P, Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

187    Στα θεμελιώδη αυτά δικαιώματα συγκαταλέγεται ιδίως ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, ο οποίος κατοχυρώνεται με το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης και περιλαμβάνει το δικαίωμα ακροάσεως και το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, στο πλαίσιο του σεβασμού θεμιτών συμφερόντων εμπιστευτικότητας (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, σκέψη 186 ανωτέρω, σκέψεις 59 και 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

188    Κατά την ίδια νομολογία, η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ειδικές περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης υποθέσεως, ιδίως σε συνάρτηση με τη φύση της επίμαχης πράξεως, το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, σκέψη 186 ανωτέρω, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

189    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγοντες, μολονότι παραθέτουν, στην προσφυγή τους, τις διατάξεις και τις γενικές αρχές, καθώς και τη νομολογία που διέπει το σχετικό θέμα, εντούτοις η αιτίασή τους, όπως συνοψίζεται με τη σκέψη 185 ανωτέρω, αφορά παράλειψη του Συμβουλίου, αφενός, να τους γνωστοποιήσει, πριν την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, τις αποδείξεις της συμπεριφοράς που τους προσάπτεται με τις εν λόγω πράξεις και δικαιολογεί τα μέτρα που έχουν επιβληθεί σε βάρος τους, και, αφετέρου, να τους παράσχει τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους επί των αποδείξεων αυτών.

190    Πάντως, από τη δικογραφία δεν προκύπτει και οι προσφεύγοντες δεν προβάλλουν ότι, πριν την υποβολή του αιτήματος γνωστοποιήσεως των αποδείξεων προς το Συμβούλιο, πέντε ημέρες πριν την κατάθεση της προσφυγής (βλ. σκέψη 19 ανωτέρω), είχαν ζητήσει από το Συμβούλιο να τους γνωστοποιήσει τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων θέσπισε τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα σε βάρος τους.

191    Κατά συνέπεια, οι προσφεύγοντες στηρίζονται στην παραδοχή ότι, προκειμένου να σεβαστεί τα δικαιώματά τους άμυνας, το Συμβούλιο όφειλε να τους γνωστοποιήσει με δική του πρωτοβουλία τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς καν να έχουν υποβάλει σχετικό αίτημα. Η παραδοχή είναι, ωστόσο, εσφαλμένη.

192     Όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την απόφασή του της 14ης Οκτωβρίου 2009, T‑390/08, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. II‑3967, σκέψη 97), όταν έχουν γνωστοποιηθεί αρκούντως ακριβείς πληροφορίες που παρέχουν στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή της σχετικά με τα στοιχεία που δέχεται εις βάρος του το Συμβούλιο, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνεπάγεται ότι το θεσμικό αυτό όργανο οφείλει να παράσχει με δική του πρωτοβουλία πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχει ο φάκελός του. Μόνον κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου μέρους, το Συμβούλιο οφείλει να παράσχει πρόσβαση σε όλα τα μη εμπιστευτικά διοικητικά έγγραφα που αφορούν το επίμαχο μέτρο. Η εξ ιδίας πρωτοβουλίας κοινοποίηση των στοιχείων του φακέλου συνιστά στην πραγματικότητα υπερβολική απαίτηση, δεδομένου ότι δεν είναι βέβαιο κατά τον χρόνο θεσπίσεως περιοριστικού μέτρου, δεσμεύσεως των κεφαλαίων ή άλλου, ότι το θιγόμενο πρόσωπο σκοπεύει να επαληθεύσει, μέσω της προσβάσεως στα έγγραφα του φακέλου, την ορθότητα των στοιχείων που στηρίζουν τους εις βάρος της ισχυρισμούς του Συμβουλίου.

193    Πάντως, μετά την ανάλυση του τρίτου λόγου ακυρώσεως, διαπιστώθηκε ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι επαρκώς αιτιολογημένες κατά νόμο (βλ. σκέψη 183 ανωτέρω). Με άλλα λόγια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι προσφεύγοντες διέθεταν αρκούντως ακριβείς πληροφορίες, όπως επιτάσσει η σχετική νομολογία, και ότι, συνεπώς, εναπόκειτο σε αυτούς να ζητήσουν, εφόσον το επιθυμούσαν, τη γνωστοποίηση των σχετικών με αυτούς αποδεικτικών στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε το Συμβούλιο. Όπως επισημάνθηκε, υπέβαλαν τέτοιο αίτημα μόλις πέντε ημέρες πριν την κατάθεση της προσφυγής.

194    Στη δικογραφία δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να εμφαίνει ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν τη δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούσαν, να υποβάλουν τέτοιο αίτημα νωρίτερα. Υπάρχουν, αντιθέτως, στοιχεία που εμφαίνουν ότι οι προσφεύγοντες γνώριζαν ότι είχαν τη δυνατότητα να έλθουν σε επαφή με το Συμβούλιο όσον αφορά τα περιοριστικά μέτρα που τους είχαν επιβληθεί και, στο πλαίσιο αυτό, να ζητήσουν τη γνωστοποίηση των σχετικών με αυτούς αποδείξεων.

195    Τονίζεται, ειδικότερα, ότι το Συμβούλιο κατέθεσε στη δικογραφία έγγραφο της 1ης Σεπτεμβρίου 2011, το οποίο είχε απευθύνει ο πρώτος προσφεύγων, Johannes Tomana, στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, «εξ ονόματος όλων των φυσικών ή νομικών προσώπων και οντοτήτων» που είχαν καταχωριστεί στο παράρτημα της αποφάσεως 2011/101. Με το έγγραφο αυτό, ο Johannes Tomana αμφισβητούσε την επάρκεια και τη βασιμότητα της αιτιολογίας που παρατίθεται στο εν λόγω παράρτημα προς δικαιολόγηση της επιβολής περιοριστικών μέτρων ως προς όλα αυτά τα πρόσωπα. Αντιθέτως, ο Johannes Tomana δεν διατύπωσε κανένα αίτημα για τη γνωστοποίηση των αποδείξεων των όσων διατυπώνονται στο παράρτημα αυτό.

196    Σημειωτέον επίσης ότι, με την απάντησή τους σε έγγραφη ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες, εξαιρουμένου του Johannes Tomana, δεν ανέφεραν ότι δεν είχαν εξουσιοδοτήσει τον προσφεύγοντα αυτόν να καταρτίσει το συγκεκριμένο έγγραφο και εξ ονόματός τους. Απλώς αρνήθηκαν ότι ο Johannes Tomana ενήργησε εξ ονόματός τους «όσον αφορά την κοινοποίηση […] της αποφάσεως περί κατατάξεώς τους στα πρόσωπα τα οποία αφορούν [επίμαχα] περιοριστικά μέτρα».

197    Άλλωστε, ο Johannes Tomana δεν ισχυρίστηκε ότι ενεργεί και εξ ονόματος και των λοιπών προσφευγόντων μόνο κατά την αποστολή του προαναφερθέντος εγγράφου. Οι προσφεύγοντες προσκόμισαν, με την προσφυγή τους, έγγραφο που είχε απευθύνει ο Johannes Tomana προς τους εκπροσώπους τους, με το οποίο αυτός δηλώνει ότι εκπροσωπεί όλους τους λοιπούς προσφεύγοντες και παρέχει, επίσης εξ ονόματός τους, εντολή προς τους εν λόγω εκπροσώπους να καταθέσουν την προσφυγή.

198    Επισημαίνεται ακόμη ότι στο έγγραφο του Johannes Tomana της 1ης Σεπτεμβρίου 2011 απάντησε ο επικεφαλής του γραφείου του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με έγγραφό του της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, με το οποίο υπενθυμίζεται ότι οι λόγοι επιβολής περιοριστικών μέτρων σε βάρος των συγκεκριμένων προσώπων και οντοτήτων παρατίθενται στο παράρτημα της αποφάσεως 2011/101 και γίνεται παραπομπή, κατά τα λοιπά, στην ανακοίνωση του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011 προς τα πρόσωπα, τις οντότητες και τους φορείς για τους οποίους εφαρμόζονται τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπονται στην απόφαση του Συμβουλίου 2011/101 (ΕΕ C 49, σ. 4). Στην ανακοίνωση αυτή αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, οντότητες και φορείς μπορούν «να υποβάλουν αίτηση στο Συμβούλιο, συνοδευόμενη από τυχόν έγγραφα που θα την τεκμηριώνουν, για επανεξέταση της απόφασης να περιληφθούν στον προαναφερόμενο κατάλογο» και αναγράφεται η διεύθυνση στην οποία πρέπει να αποστέλλεται η αίτηση αυτή. Ανάλογη ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 18 Φεβρουαρίου 2012 (ΕΕ C 48, σ. 13), μετά την έκδοση της αποφάσεως 2012/97.

199    Τα στοιχεία αυτά, ανεξαρτήτως του αν δικαιολογούσαν την εκ μέρους του Συμβουλίου κοινοποίηση της αποφάσεως 2012/97 στον Johannes Tomana και ως προς τα λοιπά φυσικά πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτήν, όπως αναφέρει ότι έπραξε το Συμβούλιο, επιβεβαιώνουν ότι οι προσφεύγοντες μπορούσαν να απευθυνθούν προηγουμένως στο Συμβούλιο ώστε να τους δοθούν τα στοιχεία που είχαν ζητήσει και τα οποία τους γνωστοποιήθηκαν μετά την υποβολή του αιτήματος για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 19 ανωτέρω.

200    Όσον αφορά το αίτημα αυτό, το Συμβούλιο απάντησε, γνωστοποιώντας τα ζητηθέντα στοιχεία (στη μη εμπιστευτική μορφή τους) με σχετική καθυστέρηση, επτά περίπου μηνών, την οποία το θεσμικό όργανο θεωρεί δικαιολογημένη, λόγω του απαιτούμενου «αποχαρακτηρισμού» των σχετικών εγγράφων. Ελλείψει στοιχείων περί του αντιθέτου, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η απάντηση του Συμβουλίου σε τυχόν προγενέστερο αίτημα των προσφευγόντων με το ίδιο περιεχόμενο θα ήταν η ίδια, δηλαδή θα τους γνωστοποιούσε μη εμπιστευτική εκδοχή των ζητηθέντων αποδεικτικών στοιχείων.

201    Επισημαίνεται, επιπροσθέτως, ότι το γεγονός ότι το Συμβούλιο γνωστοποίησε τα στοιχεία που είχαν ζητήσει οι προσφεύγοντες με το διαλαμβανόμενο στη σκέψη 19 ανωτέρω έγγραφο μόλις στις 27 Νοεμβρίου 2012 ουδόλως επηρεάζει τη δυνατότητά τους να προβάλουν την άποψή τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγοντες ζήτησαν δις από το Γενικό Δικαστήριο παράταση της προθεσμίας υποβολής του υπομνήματος απαντήσεως και το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημά τους αυτό, οπότε είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των εν λόγω στοιχείων με υπόμνημά τους. Τα σχετικά με τα έγγραφα αυτά επιχειρήματα εξετάζονται κατωτέρω στο πλαίσιο της αναλύσεως του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

202    Με το υπόμνημά τους απαντήσεως, οι προσφεύγοντες, μετά την επανάληψη της αιτιάσεως που παρατίθεται συνοπτικά στη σκέψη 185 ανωτέρω, προβάλλουν ακόμη ότι, μετά τη γνωστοποίηση, από το Συμβούλιο, των στοιχείων βάσει των οποίων εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, υπέστησαν σοβαρό πλήγμα, διότι τους ζητήθηκε να απαντήσουν το 2013 σε αιτιάσεις σχετικά με γεγονότα που συνέβησαν πέντε έτη πριν.

203    Ωστόσο, μια τόσο σύντομη και γενικόλογη αιτίαση δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων λόγω προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγόντων. Συγκεκριμένα, δεν προσδιορίζουν τις αιτιάσεις για την αντίκρουση των οποίων αντιμετώπισαν δυσχέρειες ούτε τη φύση και τις αιτίες των δυσχερειών αυτών. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες δεν διευκρινίζουν γιατί ζήτησαν για πρώτη φορά τη γνωστοποίηση των στοιχείων αυτών μόλις πέντε ημέρες πριν την άσκηση της προσφυγής.

204    Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι, πριν την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, τα καθών θεσμικά όργανα δεν τους παρέσχον τη δυνατότητα να προβάλουν λυσιτελώς την άποψή τους επί των σχετικών με αυτούς λόγων στους οποίους στηρίζονται οι επίμαχες πράξεις, τονίζεται ότι, κατά τη νομολογία, σε περίπτωση εκδόσεως νέας πράξεως με την οποία παρατείνεται η ισχύς ήδη επιβληθέντων σε πρόσωπα ή οντότητες περιοριστικών μέτρων, τα πρόσωπα ή οντότητες έχουν δικαίωμα ακροάσεως πριν την έκδοση της πράξεως αυτής εφόσον ο συντάκτης της οικείας πράξεως έχει λάβει υπόψη του νέα στοιχεία σε βάρος των προσώπων αυτών, και όχι όταν η παράταση της ισχύος των περιοριστικών μέτρων στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στους ίδιους λόγους που δικαιολόγησαν τη θέσπιση της αρχικής πράξεως επιβολής των εν λόγω μέτρων (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, T‑383/11, Makhlouf κατά Συμβουλίου, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 43, και της 4ης Φεβρουαρίου 2014, T‑174/12, Syrian Lebanese Commercial Bank κατά Συμβουλίου, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 149 και T‑80/13· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C­27/09 P, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, Συλλογή 2011, σ. I‑13427, σκέψη 62).

205    Εν προκειμένω, πάντως, οι λόγοι που παρατίθενται στις προσβαλλόμενες πράξεις προς δικαιολόγηση της επιβολής των επίμαχων περιοριστικών μέτρων σε βάρος των προσφευγόντων δεν διαφέρουν κατ’ ουσίαν από εκείνους που παρατίθενται στις προηγούμενες πράξεις, ήτοι στην απόφαση 2011/101, ως είχε πριν την τροποποίησή της με την απόφαση 2012/97, και στον κανονισμό 314/2004, πριν την τροποποίησή του με τον εκτελεστικό κανονισμό 151/2012.

206    Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων περιέχει διευκρινίσεις σχετικά με την προσαπτόμενη σε πολλούς από τους προσφεύγοντες συμπεριφορά ή αναλυτικότερη περιγραφή της συμπεριφοράς αυτής, εντούτοις οι λόγοι που δικαιολογούν την καταχώριση των προσφευγόντων στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα είναι κατ’ ουσίαν ίδιοι με τους παρατιθέμενους στις προγενέστερες πράξεις. Δεν προκύπτει σε καμία περίπτωση ότι, κατά την παράταση της ισχύος των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, οι λόγοι που παρατίθενται στις προγενέστερες πράξεις αντικαταστάθηκαν από διαφορετικούς λόγους, όπως συνέβη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, σκέψη 204 ανωτέρω.

207    Όσον αφορά, ειδικότερα, τα πρόσωπα που έχουν καταχωριστεί στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα λόγω των καθηκόντων που ασκούν ή είχαν ασκήσει στο παρελθόν, δηλαδή όλους τους προσφεύγοντες, πλην εκείνων που αναφέρονται στη σκέψη 169 ανωτέρω, επισημάνθηκε προηγουμένως (βλ. σκέψη 163 ανωτέρω) ότι η αναφορά στα καθήκοντα που ασκούσαν κατά τον χρόνο εκδόσεως προσβαλλομένων πράξεων ή που είχαν ασκήσει προηγουμένως αρκεί για να δικαιολογηθεί η καταχώρισή τους στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Πάντως, τόσο στις προγενέστερες όσο και στις προσβαλλόμενες πράξεις παρατίθενται, για καθένα από τα πρόσωπα αυτά, τα ίδια καθήκοντα.

208    Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι προσφεύγοντες προβάλλουν αιτίαση όπως αυτή για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 204 ανωτέρω, η εν λόγω αιτίαση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

209    Τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγοντες στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως δεν σχετίζονται με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Οι προσφεύγοντες διατείνονται, κατ’ ουσίαν, ότι η σε βάρος τους επιβολή των επίμαχων περιοριστικών μέτρων από τα καθών θεσμικά όργανα δεν στηρίχθηκε σε αδιάσειστες αποδείξεις. Τονίζουν, στο πλαίσιο αυτό, ότι εάν δικάζονταν από ποινικό δικαστήριο για τις ενέργειες που τους αποδίδονται με τις προσβαλλόμενες πράξεις, για την καταδίκη τους θα απαιτούνταν σημαντικές και αδιάσειστες αποδείξεις. Εξάλλου, κατά τους προσφεύγοντες, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει παραδεχθεί ότι, όσον αφορά ορισμένους εξ αυτών, δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με τις ενέργειες που τους καταλογίζονται με τις προσβαλλόμενες πράξεις.

210    Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά είναι άνευ σημασίας όσον αφορά τυχόν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγόντων. Θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να αποδειχθούν σημαντικά σε περίπτωση αμφισβητήσεως της νομικής βασιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων και του υποστατού των περιστατικών στα οποία οι πράξεις αυτές στηρίζονται. Το εάν οι προσφεύγοντες έχουν όντως διατυπώσει τέτοιες αμφισβητήσεις εξετάζεται με τις σκέψεις 261 έως 266 κατωτέρω.

211    Οι προσφεύγοντες προβάλλουν ακόμη ότι, με την προαναφερθείσα στη σκέψη 120 ανωτέρω πρόταση κανονισμού, η Επιτροπή είχε προβλέψει ορισμένες εγγυήσεις, προς διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, οι οποίες δεν τηρήθηκαν εν προκειμένω. Ωστόσο, η πρόταση της Επιτροπής την οποία επικαλούνται οι προσφεύγοντες ουδέποτε υιοθετήθηκε, οπότε το ζήτημα της τηρήσεως των προβλεπομένων από αυτήν εγγυήσεων είναι άνευ σημασίας εν προκειμένω. Για τον ίδιο λόγο, παρέλκει η ανάλυση της γνωμοδοτήσεως του ΕΕΠΔ σχετικά με διάφορες νομοθετικές προτάσεις για την επιβολή συγκεκριμένων περιοριστικών μέτρων έναντι της Σομαλίας, της Ζιμπάμπουε, της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας και της Γουινέας (ΕΕ 2010, C 73, σ. 1), την οποία επίσης επικαλούνται οι προσφεύγοντες (βλ. σκέψη 185 ανωτέρω). Η γνωμοδότηση αυτή αφορά και την προαναφερθείσα πρόταση της Επιτροπής, την οποία το Συμβούλιο δεν ακολούθησε.

212    Με το υπόμνημά τους απαντήσεως, οι προσφεύγοντες προέβαλαν επίσης ότι τα καθών θεσμικά όργανα δεν τους ενημέρωσαν εγγράφως για την καταχώρισή τους στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Κατ’ αυτούς, η δημοσίευση σχετικής ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής.

213    Πρόκειται, ωστόσο, για επιχείρημα σχετικό με το ζήτημα της κοινοποιήσεως των προσβαλλομένων πράξεων στους προσφεύγοντες, το οποίο είναι άνευ σημασίας στο πλαίσιο της εξετάσεως του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας πριν την έκδοση των εν λόγω πράξεων. Συγκεκριμένα, η κοινοποίηση των πράξεων αυτών αναγκαστικά έπεται της θεσπίσεώς τους. Το εάν το Συμβούλιο έπρεπε να κοινοποιήσει ταχυδρομικώς τις προσβαλλόμενες πράξεις σε καθέναν από τους προσφεύγοντες και, ειδικότερα, το εάν η ταχυδρομική κοινοποίησή τους στον Johannes Tomana λογίζεται ως κοινοποίηση και για τους λοιπούς προσφεύγοντες, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο (βλ. σκέψη 199 ανωτέρω), έχει σημασία για τον καθορισμό της ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν αμφισβητείται, εν προκειμένω, ότι η προσφυγή ασκήθηκε εμπρόθεσμα, καθώς ουδεμία σχετική αμφισβήτηση διατυπώθηκε συναφώς από τα καθών θεσμικά όργανα.

214    Δεδομένου ότι δεν μπορεί να ευδοκιμήσει καμία από τις αιτιάσεις που προβλήθηκαν από τους προσφεύγοντες στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

215    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, διότι εκτίμησαν ότι πληρούνταν τα κριτήρια για την καταχώρισή τους στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα.

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

216    Το Γενικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί, με την απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 192 ανωτέρω (σκέψη 36), ότι, όσον αφορά τους γενικούς κανόνες που διέπουν τη διαδικασία λήψεως περιοριστικών μέτρων, το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τη λήψη μέτρων επιβολής οικονομικών και χρηματοοικονομικών κυρώσεων των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, σύμφωνα με κοινή θέση εκδοθείσα στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ. Δεδομένου ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούν ιδίως να υποκαθιστούν το Συμβούλιο όσον αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων, των γεγονότων και των περιστάσεων που δικαιολογούν τη λήψη τέτοιων μέτρων, ο έλεγχος που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και των κανόνων περί αιτιολογίας, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας, αφενός, πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά και, αφετέρου, καταχρήσεως εξουσίας. Ο περιορισμένος αυτός έλεγχος ισχύει ιδίως για την εκτίμηση των λόγων σκοπιμότητας επί των οποίων στηρίζονται τέτοια μέτρα.

217    Τα ανωτέρω ισχύουν και ως προς τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 215 ΣΛΕΕ, το περιεχόμενο του οποίου είναι αντίστοιχο με αυτό των άρθρων 60 και 301 ΕΚ (βλ. σκέψη 122 ανωτέρω).

218    Πάντως, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η διακριτική ευχέρεια που διαθέτει στον τομέα αυτόν το Συμβούλιο δεν εμποδίζει τον δικαστή της Ένωσης να εξετάσει, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας, το υποστατό των πραγματικών περιστατικών στα οποία έχει στηριχθεί το Συμβούλιο. Συγκεκριμένα, η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να βεβαιώνεται ο δικαστής της Ένωσης ότι η απόφαση η οποία αφορά ατομικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα στηρίζεται σε επαρκώς στέρεα πραγματική βάση. Τούτο προϋποθέτει έλεγχο των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται στην αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως, ούτως ώστε, κατά τον δικαστικό έλεγχο, να μην εκτιμάται απλώς η αόριστη βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων, αλλά να εξετάζεται εάν είναι τεκμηριωμένοι οι λόγοι αυτοί ή, τουλάχιστον, ένας εξ αυτών που θεωρείται επαρκής για να στηρίξει την εν λόγω απόφαση (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, σκέψη 186 ανωτέρω, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

219    Προς τούτο, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να προβεί στην εξέταση αυτή ζητώντας, ενδεχομένως, από την αρμόδια αρχή της Ένωσης να προσκομίσει τις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία, εμπιστευτικά ή μη, που είναι κρίσιμα για την εξέταση αυτή. Συγκεκριμένα, στην αρμόδια αρχή της Ένωσης εναπόκειται, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει το βάσιμο των λόγων που ελήφθησαν υπόψη κατά του οικείου προσώπου, και όχι στο πρόσωπο αυτό να προσκομίσει αντίθετη απόδειξη της ελλείψεως του βασίμου των λόγων αυτών. Προς τούτο, δεν απαιτείται να προσκομίσει η εν λόγω αρχή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης το σύνολο των πληροφοριών και των αποδεικτικών στοιχείων που συνδέονται εγγενώς με τους λόγους που προβάλλονται στην πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση. Πρέπει ωστόσο οι πληροφορίες και τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν να τεκμηριώνουν τους λόγους που ελήφθησαν υπόψη κατά του ενδιαφερομένου προσώπου (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, σκέψη 186 ανωτέρω, σκέψεις 65 έως 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

220    Αν η αρμόδια αρχή της Ένωσης αδυνατεί να ανταποκριθεί στο αίτημα του δικαστή της Ένωσης, πρέπει τότε αυτός να στηριχθεί αποκλειστικώς στα στοιχεία που του έχουν γνωστοποιηθεί, ήτοι, εν προκειμένω, στην αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως, στις παρατηρήσεις και στα απαλλακτικά στοιχεία που ενδεχομένως προσκόμισε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, καθώς και στην απάντηση της αρμόδιας αρχής της Ένωσης στις παρατηρήσεις αυτές. Αν τα στοιχεία αυτά δεν επιτρέπουν τη διαπίστωση του βασίμου ενός λόγου, ο δικαστής της Ένωσης απορρίπτει τον λόγο αυτό ως έρεισμα της επίμαχης αποφάσεως περί εγγραφής ή περί διατηρήσεως της εγγραφής. Αν, αντιθέτως, η αρμόδια αρχή της Ένωσης προσκομίσει κρίσιμες πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να ελέγξει την ακρίβεια των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών σε σχέση με τις πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά και να εκτιμήσει την αποδεικτική ισχύ των τελευταίων αυτών σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της υποθέσεως και υπό το φως των ενδεχομένων συναφών παρατηρήσεων που υπέβαλε, μεταξύ άλλων, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Fulmen και Mahmoudian, σκέψη 186 ανωτέρω, σκέψεις 68 και 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

221    Σημειωτέον, ωστόσο, ότι, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στη σκέψη 219 ανωτέρω νομολογία, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει να ελέγχει το υποστατό των πραγματικών περιστατικών στα οποία έχει στηριχθεί το Συμβούλιο για τη δικαιολόγηση των περιοριστικών μέτρων, μόνον όταν τα πρόσωπα σε βάρος των οποίων έχουν επιβληθεί τα μέτρα αυτά αμφισβητήσουν τα εν λόγω περιστατικά ενώπιόν του. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος αυτός αποτελεί μέρος της αναλύσεως της νομικής βασιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων, στην οποία ο δικαστής της Ένωσης προβαίνει αυτεπαγγέλτως.

222    Εξάλλου, σε περίπτωση που το Συμβούλιο καθορίζει κατά τρόπο αφηρημένο τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να δικαιολογηθεί η καταχώριση προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο των προσώπων ή οντοτήτων που αφορούν τα περιοριστικά μέτρα, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξετάζει, λαμβανομένων υπόψη των λόγων ακυρώσεως που έχουν προβληθεί από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα ή έχουν ληφθεί αυτεπαγγέλτως υπόψη, εάν μια συγκεκριμένη περίπτωση αντιστοιχεί στα καθορισμένα από το Συμβούλιο κριτήρια. Ο έλεγχος αυτός εκτείνεται στην εκτίμηση των γεγονότων και των περιστάσεων βάσει των οποίων δικαιολογείται η καταχώριση του εν λόγω προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα περιοριστικά μέτρα, καθώς και στην εξέταση των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η εκτίμηση αυτή (βλ., συναφώς, απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 192 ανωτέρω, σκέψη 37).

223    Βάσει των εκτιμήσεων αυτών πρέπει να εξεταστούν οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγοντες στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Συναφώς, θα εξεταστούν, πρώτον, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που προβάλλονται με την προσφυγή και, εν συνεχεία, θα εξεταστεί το παραδεκτό και, ενδεχομένως, το βάσιμο των επιχειρημάτων που προβάλλονται με το υπόμνημα απαντήσεως.

 Επί των αιτιάσεων και των επιχειρημάτων που προβάλλονται με την προσφυγή

224    Οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι τα αμφισβητούμενα περιοριστικά μέτρα, όπως και αυτά που προηγήθηκαν αυτών, αφορούν, κατά τα άρθρα 4 και 5 της αποφάσεως 2011/101, πρόσωπα και οντότητες «τα οποία επιδίδονται σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε». Επομένως, κατά τους προσφεύγοντες, το Συμβούλιο και η Επιτροπή μπορούσαν να επιβάλουν τα μέτρα αυτά μόνον κατά προσώπων και οντοτήτων ως προς τα οποία υπάρχουν αποδείξεις πραγματικής εμπλοκής τους σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε. Επιπλέον, η εμπλοκή αυτή πρέπει να έχει ορισμένη διάρκεια.

225    Πάντως, η διαπίστωση του Συμβουλίου και της Επιτροπής ότι το κριτήριο αυτό πληρούται ως προς καθέναν από τους προσφεύγοντες είναι εσφαλμένη για πολλούς λόγους. Πρώτον, ορισμένοι από τους προσφεύγοντες υπήχθησαν στα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, επειδή ήταν «μέλη της κυβερνήσεως ZANU-PF» ή ανήκαν «στη μερίδα ZANU-PF». Ο λόγος αυτός δεν επαρκεί, διότι δεν αντιστοιχεί σε εγκληματική ενέργεια. Εξάλλου, το να είναι κανείς μέλος πολιτικού κόμματος αποτελεί δικαίωμα κατοχυρωμένο από το σύνταγμα της Ζιμπάμπουε. Επιπλέον, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα αφορούσαν μέλη προηγούμενων κυβερνήσεων της Ζιμπάμπουε. Δεν αφορούν ούτε την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, η οποία βρισκόταν στην εξουσία στη Ζιμπάμπουε κατά τον χρόνο εκδόσεως προσβαλλομένων πράξεων, ούτε το ZANU-PF. Εξάλλου, η Ένωση έχει ρητώς εκφράσει τη στήριξη της στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας.

226    Δεύτερον, ορισμένοι από τους προσφεύγοντες καταχωρίστηκαν στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα ως σχετιζόμενα με προερχόμενο από το ZANU-PF μέλος της κυβερνήσεως ή μέλος της μερίδας ZANU-PF της κυβερνήσεως. Ο λόγος αυτός είναι ανεπαρκής. Αφενός, κακώς προσάπτεται στους προσφεύγοντες αυτούς ότι προέβησαν σε παράνομες ενέργειες και, κατά μείζονα λόγο, ότι μετείχαν πράγματι σε πράξεις που μπορούν βασίμως να χαρακτηριστούν εκ των υστέρων ως πλήττουσες σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε. Αφετέρου, με την απόφασή του Tay Za κατά Συμβουλίου, σκέψη 119 ανωτέρω, το Δικαστήριο τόνισε σαφώς ότι δεν αρκεί, για τη δικαιολόγηση της επιβολής περιοριστικών μέτρων σε βάρος προσώπου ή οντότητας, η αιτίαση ότι το εν λόγω πρόσωπο ή οντότητα σχετίζεται με κυβερνητικά στελέχη τρίτης χώρας.

227    Τρίτον, οι λόγοι που παρατίθενται προς δικαιολόγηση της καταχωρίσεως της πλειονότητας των προσφευγόντων στον κατάλογο των προσώπων ή οντοτήτων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα σχετίζονται με πράξεις που φέρονται να έχουν διαπραχθεί στο παρελθόν ή, ακόμη και, σε πολλές περιπτώσεις, πολλά έτη πριν τη θέσπιση των αμφισβητούμενων μέτρων ή και πριν τον σχηματισμό της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας. Οι λόγοι αυτοί δεν είναι επαρκείς, δεδομένου του σκοπού των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, ο οποίος συνίσταται στο «να ενθαρρυνθούν τα σκοπούμενα πρόσωπα να απορρίψουν τις πολιτικές που οδηγούν σε καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας της έκφρασης και της χρηστής διακυβέρνησης». Η στόχευση, αποκλειστικά και μόνο βάσει παρελθουσών ενεργειών τους, προσώπων τα οποία δεν εμπλέκονται ούτε δύνανται να επηρεάσουν κυβερνητικές πολιτικές δεν μπορεί να τα ενθαρρύνει να απορρίψουν τις πολιτικές αυτές. Συναφώς, οι προσφεύγοντες φρονούν, επικαλούμενοι και τις αιτιολογικές σκέψεις της κοινής θέσεως 2002/145 και δήλωση του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για τις εξωτερικές υποθέσεις και την πολιτική ασφαλείας, ότι οι ενέργειες στις οποίες είχαν προβεί οι ενδιαφερόμενοι κατά το παρελθόν δεν αρκούν για τη δικαιολόγηση της καταχωρίσεώς τους στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων στα οποία έχουν επιβληθεί περιοριστικά μέτρα όπως τα επίμαχα εν προκειμένω.

228    Διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή των προσφευγόντων σε εσφαλμένη παραδοχή, καθώς οι προσφεύγοντες φαίνεται να υπολαμβάνουν ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα μπορούν να επιβάλλονται μόνο σε πρόσωπα ή οντότητες των οποίων οι δραστηριότητες πλήττουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε. Η παραδοχή αυτή είναι, ωστόσο, ανακριβής.

229    Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε στο πλαίσιο της αναλύσεως του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, από τη διατύπωση των άρθρων 4 και 5 της αποφάσεως 2011/101 (βλ. σκέψεις 7 και 8 ανωτέρω) προκύπτει ότι αυτή είναι μία μόνον από τις τρεις κατηγορίες προσώπων σε βάρος των οποίων μπορούν να επιβληθούν τα προβλεπόμενα από την απόφαση αυτή περιοριστικά μέτρα. Οι δύο άλλες κατηγορίες αποτελούνται, αντιστοίχως, από «μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε» και από «οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή φορέα που συνδέεται με αυτά». Με άλλα λόγια, η ιδιότητα του μέλους της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε ή του προσώπου ή οντότητας που σχετίζεται με μέλος της κυβερνήσεως αρκεί για να δικαιολογηθεί η επιβολή των προβλεπόμενων από την απόφαση 2011/101 περιοριστικών μέτρων.

230    Περαιτέρω, από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 129 έως 133 ανωτέρω προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι τα πρόσωπα και οι οντότητες που επιδίδονται σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε δεν αποτελούν ειδική κατηγορία προσώπων ή οντοτήτων που σχετίζονται με τα κυβερνητικά στελέχη της χώρας αυτής. Επομένως, η καταχώρισή τους στο παράρτημα III του κανονισμού 314/2004 δικαιολογείται παρά το γεγονός ότι στο κείμενο του κανονισμού αυτού δεν γίνεται ρητή αναφορά στη συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων και οντοτήτων.

231    Βάσει των εκτιμήσεων αυτών, δεν ευσταθούν τα επιχειρήματα των προσφευγόντων που συνοψίζονται με τις σκέψεις 225 και 226 ανωτέρω. Από την απόφαση Tay Za κατά Συμβουλίου, σκέψη 119 ανωτέρω (σκέψη 63), προκύπτει ότι, κατά τα άρθρα 60 ΕΚ και 301 ΕΚ ή το άρθρο 215 ΣΛΕΕ, μπορούν να επιβληθούν περιοριστικά μέτρα σε μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε, τα οποία συγκαταλέγονται αναμφισβήτητα στα κυβερνητικά στελέχη της χώρας αυτής, καθώς και στα σχετιζόμενα με τα μέλη αυτά πρόσωπα. Τυχόν αναφορά σε συγκεκριμένες ενέργειες των προσώπων της δεύτερης κατηγορίας αποσκοπεί, εν τέλει, αποκλειστικά στο να αποδειχθεί ότι σχετίζονται με μέλη της κυβερνήσεως της χώρας αυτής. Κατά συνέπεια, τέτοιες αναφορές δεν είναι απαραίτητες ούτε για τα μέλη της κυβερνήσεως ούτε βέβαια για τα σχετιζόμενα με αυτά πρόσωπα, εφόσον, στην περίπτωση των δεύτερων, η ιδιότητα του προσώπου που σχετίζεται με μέλη της κυβερνήσεως απορρέει από άλλες περιστάσεις, όπως είναι τα καθήκοντα που ασκούν ή άσκησαν κατά το παρελθόν.

232    Εξάλλου, η επίκληση του γεγονότος ότι τα μέλη της κυβερνήσεως ανήκουν στο ZANU-PF δεν σημαίνει, όπως φαίνεται να υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, ότι στα συγκεκριμένα πρόσωπα (και στις οντότητες που σχετίζονται με αυτά) έχουν επιβληθεί κυρώσεις αποκλειστικά και μόνο λόγω του ότι ανήκουν σε ένα πολιτικό κόμμα. Υπενθυμίζεται ότι το ZANU-PF δεν είναι ένα οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα, αλλά το κόμμα που κατείχε αποκλειστικά την εξουσία κατά το διάστημα που σημειώθηκαν οι πράξεις βίας, εκφοβισμού και προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του λαού της Ζιμπάμπουε, για τις οποίες κάνουν λόγο οι συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων και των πράξεων που ίσχυσαν πριν από αυτές προς δικαιολόγηση της θεσπίσεώς τους. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι η κυβέρνηση εθνικής ενότητας που βρισκόταν στην εξουσία στη Ζιμπάμπουε κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλομένων πράξεων απαρτιζόταν, αφενός, από πρόσωπα ανήκοντα στο κόμμα ZANU-PF, τα οποία ήταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε πριν τον σχηματισμό της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας, ήτοι όταν διαπράχθηκαν οι πράξεις βίας, εκφοβισμού και προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που δικαιολογούν τη θέσπιση των επίμαχων περιοριστικών μέτρων και, αφετέρου, από πρόσωπα προταθέντα από τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως (βλ., επίσης, σκέψεις 104, 109 και 110 ανωτέρω).

233    Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι πρόδηλον ότι η αναφορά, στην αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων, στο γεγονός ότι ένα μέλος της κυβερνήσεως το οποίο αφορούν οι εν λόγω πράξεις ανήκε στο ZANU-PF ή στη «μερίδα ZANU-PF» της κυβερνήσεως αποσκοπεί στο να διευκρινιστεί για ποιον λόγο επιβλήθηκαν στο συγκεκριμένο μέλος της κυβερνήσεως περιοριστικά μέτρα, παρά το γεγονός ότι δεν επιβλήθηκαν ανάλογα μέτρα σε βάρος άλλων προσώπων της ίδιας κυβερνήσεως, τα οποία είχαν προταθεί από τα κόμματα της πρώην αντιπολιτεύσεως.

234    Επιπλέον, από τα προεκτεθέντα στη σκέψη 110 ανωτέρω προκύπτει ότι, ακόμη και μετά τον σχηματισμό της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας, ήταν δυνατή η επιβολή περιοριστικών μέτρων σε βάρος μελών της κυβερνήσεως αυτής, τα οποία συγκαταλέγονταν στα κυβερνητικά στελέχη της Ζιμπάμπουε πριν τον σχηματισμό της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας, καθώς και σε βάρος των σχετιζόμενων με αυτά προσώπων. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τα πρόσωπα αυτά, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως θα μπορούσε να συντρέχει μόνον εάν οι συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων είχαν εσφαλμένως εκτιμήσει ότι κάποιο από τα πρόσωπα ή οντότητες στα οποία έχουν επιβληθεί περιοριστικά μέτρα ήταν προταθέν από το ZANU-PF μέλος της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε ή σχετιζόταν με τέτοιο μέλος της κυβερνήσεως, χωρίς η εκτίμηση αυτή να ευσταθεί. Οι προσφεύγοντες δεν διατυπώνουν, πάντως, τέτοια θέση με την προσφυγή τους.

235    Επισημαίνεται, ακόμη, ότι η θέση των προσφευγόντων ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η σχέση προσώπου ή οντότητας με κυβερνητικά στελέχη τρίτης χώρας δεν αρκεί για τη σε βάρος του επιβολή περιοριστικών μέτρων στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως Tay κατά Συμβουλίου, σκέψη 119 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 63 της εν λόγω αποφάσεως, το Δικαστήριο ρητώς αποφάνθηκε ότι, «για να ληφθούν μέτρα κατά φυσικών προσώπων βάσει των άρθρων 60 ΕΚ και 301 ΕΚ, δηλαδή ως περιοριστικά μέτρα στρεφόμενα κατά τρίτων χωρών, πρέπει αυτά να αφορούν αποκλειστικά τους κυβερνώντες των χωρών αυτών και τα πρόσωπα που συνδέονται με αυτούς». Το Δικαστήριο απέκλεισε την επιβολή τέτοιων μέτρων μόνον ως προς τα μέλη των οικογενειών των σχετιζόμενων με κυβερνητικά στελέχη τρίτης χώρας προσώπων, εφόσον τα μέτρα αυτά έχουν θεσπιστεί με μόνη αιτιολογία τον οικογενειακό δεσμό των προσώπων τα οποία αφορούν τα μέτρα με τα πρόσωπα που σχετίζονται με τα κυβερνητικά στελέχη της οικείας χώρας, ανεξαρτήτως της προσωπικής συμπεριφοράς τους (βλ. σκέψη 128 ανωτέρω).

236    Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι, για πολλούς εξ αυτών, η αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων σχετίζονταν με ενέργειες στις οποίες είχαν επιδοθεί στο παρελθόν, ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και σε αρκετά απώτερο παρελθόν. Είναι προφανές ότι, στον βαθμό που οι συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων αποφάσισαν να αναφερθούν σε συγκεκριμένες ενέργειες των θιγομένων από τις προσβαλλόμενες πράξεις προσώπων ή οντοτήτων, θα αναφέρονταν αναγκαστικά ενέργειες αναγόμενες στο παρελθόν. Η αναφορά αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί άνευ σημασίας, απλώς και μόνον επειδή οι συγκεκριμένες ενέργειες ανάγονται στο πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν. Ελλείψει αντίθετων επιχειρημάτων και αποδεικτικών στοιχείων, μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα πρόσωπα που κατά το παρελθόν είχαν προσωπικά εμπλακεί σε πράξεις βίας και προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που οι συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων προσάπτουν σε εκείνους που ασκούσαν κατ’ αποκλειστικότητα την εξουσία στη Ζιμπάμπουε πριν τον σχηματισμό της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας, καθώς στο πολιτικό κόμμα στο οποίο ανήκαν, εν προκειμένω στο ZANU-PF, διατηρούν, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας στη σκέψη 235 ανωτέρω νομολογίας, την ιδιότητα του προσώπου που «σχετίζεται» με κυβερνητικά στελέχη της χώρας αυτής, οπότε επιτρέπεται, κατά την ίδια νομολογία, η επιβολή περιοριστικών μέτρων σε βάρος τους.

237    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι, κατ’ ουσίαν, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα στόχευαν, αποκλειστικά και μόνον λόγω ενεργειών κατά το παρελθόν, πρόσωπα μη εμπλεκόμενα στην πολιτική της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε και μη δυνάμενα να την επηρεάσουν, το επιχείρημα αυτό μπορεί να εκληφθεί μόνον υπό την έννοια ότι οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις στοχεύουν, εν μέρει έστω, πρόσωπα ή οντότητες που δεν ήταν κυβερνητικά στελέχη της Ζιμπάμπουε ούτε σχετίζονταν με τέτοια στελέχη.

238    Πάντως, στο πλαίσιο της αναλύσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το Δικαστήριο εξέτασε εάν η αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων αρκεί για τη δικαιολόγηση της επιβολής των μέτρων αυτών ως προς όλους τους προσφεύγοντες και την έκρινε επαρκή (βλ. σκέψεις 155 έως 182 ανωτέρω). Κατά τα λοιπά, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγοντες δεν διευκρίνισαν ποιους από αυτούς αφορά το εν λόγω επιχείρημα. Επιπλέον, τονίζεται ότι στην κατηγορία των προσώπων που «σχετίζονται» με μέλη των κυβερνήσεων τρίτης χώρας δεν εμπίπτουν μόνον τα πρόσωπα που εμπλέκονται στη διαμόρφωση της πολιτικής αυτής και την επηρεάζουν, αλλά και τα φυσικά πρόσωπα που εμπλέκονται στην εκτέλεσή της, ιδίως όταν η εν λόγω πολιτική συνίσταται σε πράξεις βίας, εκφοβισμού και προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του λαού. Για όλους τους παραπάνω λόγους, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

239    Οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ακόμη ότι τα ονόματα ορισμένων προσώπων απαλείφθηκαν από τον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Οι προσφεύγοντες αναφέρουν ενδεικτικά τους Fortune Zefanaya Charumbira, Theophilus Gambe και Christopher Tichaona Kuruneri, οι οποίοι υπόκειντο στα περιοριστικά μέτρα κατά της Ζιμπάμπουε έως το 2011, αλλά η ισχύς των εν λόγω μέτρων δεν παρατάθηκε ως προς αυτούς. Κατά τους προσφεύγοντες, τα πρόσωπα ως προς τα οποία καταργήθηκαν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα είχαν αρχικώς συμπεριληφθεί στον οικείο κατάλογο λόγω των ενεργειών τους κατά το παρελθόν. Πάντως, η θέση του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά τα πρόσωπα που διατηρήθηκαν στον εν λόγω κατάλογο είναι αυθαίρετη και αντίθετη προς τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της ίσης μεταχειρίσεως. Επιπλέον, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου επιβεβαίωσαν ότι από τον κατάλογο έχουν διαγραφεί πρόσωπα τα οποία έπαυσαν να σχετίζονται με το ZANU-PF. Δεν μπορεί, συνεπώς, να γίνει ευχερώς κατανοητό για ποιον λόγο ορισμένα πρόσωπα τα οποία φέρονται να έχουν εμπλακεί σε παράνομες ενέργειες κατά το παρελθόν έπρεπε να διατηρηθούν στον επίμαχο κατάλογο, ενώ άλλα πρόσωπα διαγράφηκαν.

240    Οι λόγοι καταχωρίσεως, στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, των τριών προσώπων που αναφέρουν οι προσφεύγοντες στο πλαίσιο του επιχειρήματος αυτού απορρέουν από το παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού 314/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 77/2009 της Επιτροπής, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την τροποποίηση του κανονισμού 314/2004 (ΕΕ L 23, σ. 5), όπως και από το παράρτημα της κοινής θέσεως 2004/161, όπως τροποποιήθηκε με την κοινή θέση 2009/68/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009, για την ανανέωση των περιοριστικών μέτρων κατά της Ζιμπάμπουε (ΕΕ L 23, σ. 43). Στην περίπτωση του Fortune Zefanaya Charumbira, ως λόγος καταχωρίσεως παρατίθεται ότι ο ενδιαφερόμενος είναι «[πρώην Αναπληρωτής Υπουργός Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Δημοσίων Έργων και Εθνικής Στέγασης, [και πρώην] μέλος της Κυβέρνησης με συνεχιζόμενους δεσμούς με αυτήν». Στην περίπτωση του Theophilus Gambe αναφέρεται ότι ήταν «[πρόεδρος] Εκλογικής Ελεγκτικής Επιτροπής. Συνυπεύθυνος για τις νόθες εκλογές του 2005». Τέλος, στην περίπτωση του Christopher Tichaona Kuruneri, στα δύο προαναφερθέντα κείμενα αναφέρεται ότι είναι «[πρώην] Υπουργός Οικονομικών και Οικονομικής Ανάπτυξης [και πρώην] μέλος της Κυβέρνησης με συνεχιζόμενους δεσμούς με αυτήν».

241    Ερωτηθέν, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, σχετικά με τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να μην παρατείνει την ισχύ των επιβληθέντων περιοριστικών μέτρων ως προς τα τρία αυτά πρόσωπα, το Συμβούλιο δήλωσε, κατ’ ουσίαν, ότι «επιθυμεί να μειώσει κάπως την πίεση προς τη Ζιμπάμπουε, λόγω της βελτιώσεως της καταστάσεως στη χώρα».

242    Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 314/2004, καθώς και από το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/101, τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα στοχεύουν τα μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε, καθώς και τα σχετιζόμενα με αυτά πρόσωπα και ότι στα πρόσωπα αυτά συγκαταλέγονται και τα «φυσικά πρόσωπα τα οποία επιδίδονται σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε».

243    Ωστόσο, από τις διατάξεις αυτές δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποχρεούνται να καταχωρίζουν στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα εν λόγω μέτρα όλα τα μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε και όλα τα σχετιζόμενα με τα μέλη αυτά πρόσωπα. Άλλωστε, βάσει της παρατιθέμενης στη σκέψη 216 ανωτέρω νομολογίας πρέπει, αντιθέτως, να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να ερμηνευθούν κατά την έννοια ότι ένα πρόσωπο που δεν είναι ούτε σχετίζεται με μέλος Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε δεν μπορεί να υπαχθεί στα μέτρα αυτά, αλλά, όσον αφορά τα μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε και τα σχετιζόμενα με αυτά πρόσωπα, το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, στο πλαίσιο της οποίας δύναται να μην επιβάλλει τα περιοριστικά μέτρα στο εν λόγω πρόσωπο, εφόσον εκτιμά, με γνώμονα τον σκοπό των μέτρων αυτών, ότι δεν είναι σκόπιμη η επιβολή τους.

244    Εν προκειμένω, οι λόγοι για τους οποίους δεν παρατάθηκε η ισχύς των επίμαχων περιοριστικών μέτρων για άλλα πρόσωπα δεν ισχύουν στην περίπτωση των προσφευγόντων.

245    Συγκεκριμένα, για να γίνει δεκτό ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις πάσχουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς τους προσφεύγοντες, πρέπει να αποδειχθεί είτε ότι στηρίζονται σε εσφαλμένη πραγματική βάση είτε ότι τα προσαπτόμενα στους προσφεύγοντες περιστατικά είναι μεν αληθή, αλλά το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεχόμενο ότι πρέπει να διατηρηθούν ως προς αυτούς τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Ωστόσο, ως προς το πρώτο ενδεχόμενο, οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν με την προσφυγή το υποστατό των περιστατικών που τους καταλογίζονται με τις προσβαλλόμενες πράξεις (βλ. και σκέψεις 261 έως 263 κατωτέρω). Όσον αφορά το δεύτερο ενδεχόμενο, οι προσφεύγοντες δεν διευκρινίζουν τους λόγους για τους οποίους το Συμβούλιο έπρεπε να εκτιμήσει ότι δεν πρέπει να παραταθεί η ισχύς των περιοριστικών μέτρων ως προς αυτούς.

246    Η αόριστη και γενική επίκληση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και ασφάλειας δικαίου δεν μπορεί να καλύψει τα κενά της επιχειρηματολογίας των προσφευγόντων.

247    Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως απαγορεύει την αντιμετώπιση όμοιων καταστάσεων με διαφορετικό τρόπο ή διαφορετικών καταστάσεων με όμοιο τρόπο, εκτός εάν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 192 ανωτέρω, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εν προκειμένω, πάντως, οι προσφεύγοντες δεν εξηγούν γιατί η κατάστασή τους ομοιάζει προς την κατάσταση των προσώπων ως προς τα οποία δεν παρατάθηκε η ισχύς των περιοριστικών μέτρων.

248    Επισημαίνεται, συναφώς, ότι, εφόσον η μη παράταση της ισχύος ως προς τα λοιπά αυτά πρόσωπα δικαιολογείται από βάσιμους λόγους, οι προσφεύγοντες πρέπει να αποδείξουν ποιοι ήταν οι λόγοι αυτοί και γιατί ισχύουν και στην περίπτωσή τους. Εάν τούτο συνέβαινε, η σύγκριση με τα άλλα πρόσωπα και, συνεπώς, η επίκληση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως θα ήταν περιττή. Συγκεκριμένα, εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που να δικαιολογούν τη μη παράταση της ισχύος των επίμαχων περιοριστικών μέτρων ως προς τους προσφεύγοντες, τούτο θα ήταν αρκετό για την ακύρωση των προσβαλλομένων πράξεων, ανεξαρτήτως της μεταχειρίσεως την οποία επιφύλαξε το Συμβούλιο σε άλλα πρόσωπα στα οποία είχαν προηγουμένως επιβληθεί τα ίδια περιοριστικά μέτρα.

249    Αντιθέτως, εάν υποτεθεί ότι η μη ανανέωση της ισχύος των επίμαχων περιοριστικών μέτρων έναντι άλλων προσώπων δεν δικαιολογείται από βάσιμους λόγους, θα πρόκειται για παράνομη πράξη του Συμβουλίου την οποία οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να επικαλεστούν υπέρ τους. Αποτελεί πάγια νομολογία ότι η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να συνάδει με την τήρηση της αρχής ότι κανείς δεν μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος τρίτου (βλ. απόφαση Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, σκέψη 192 ανωτέρω, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

250    Ομοίως, όσον αφορά την επίκληση της αρχής της ασφάλειας δικαίου από τους προσφεύγοντες, αρκεί η διαπίστωση ότι δεν διευκρινίζουν πώς παραβιάστηκε η αρχή αυτή εξαιτίας της ανανεώσεως της ισχύος των επίμαχων περιοριστικών μέτρων ως προς αυτούς. Ειδικότερα, δεν προβάλλουν καν ότι, βάσει των εφαρμοστέων κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλομένων πράξεων διατάξεων, προσδοκούσαν βασίμως ότι η ισχύς των επίμαχων περιοριστικών μέτρων δεν θα ανανεωθεί ως προς αυτούς.

251    Εν κατακλείδι, κανένα από τα επιχειρήματα που προβάλλονται με την προσφυγή προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως δεν πείθει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις πάσχουν έλλειψη νομιμότητας ή είναι απόρροια πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

 Επί των αιτιάσεων και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως

252    Προς αμφισβήτηση του βασίμου των λόγων που επικαλούνται οι συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων προκειμένου να δικαιολογήσουν την επιβολή των επίμαχων περιοριστικών μέτρων, οι προσφεύγοντες προέβαλαν, με το υπόμνημα απαντήσεως, διαφορετική επιχειρηματολογία. Πρέπει εν συνεχεία να εξεταστεί το παραδεκτό και, ενδεχομένως, το βάσιμο της εν λόγω επιχειρηματολογίας. Συναφώς, θα διαχωριστεί η επιχειρηματολογία η σχετική με τους προσφεύγοντες που είναι φυσικά πρόσωπα από τη σχετική με τους προσφεύγοντες που είναι νομικά πρόσωπα.

–       Επί των προσφευγόντων φυσικών προσώπων

253    Σε τμήμα του υπομνήματος απαντήσεως, με τίτλο «Η διαδικασία που ακολούθησαν οι καθών», προβάλλεται ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή «θεωρούν εσφαλμένως ότι οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν το βάσιμο της αιτιολογίας που παρατίθεται» προς δικαιολόγηση της καταχωρίσεώς τους στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Οι προσφεύγοντες προσκόμισαν συνημμένες στο υπόμνημα απαντήσεως «δηλώσεις μαρτύρων» καταρτισθείσες από 40 εξ αυτών. Υποστηρίζουν ότι οι δηλώσεις αυτές «αποτέλεσαν την πρώτη ευκαιρία που τους δόθηκε ώστε να διατυπώσουν την άποψή τους σχετικά με τους λόγους θεσπίσεως των προσβαλλόμενων μέτρων ως προς αυτούς, καθώς και επί των εγγράφων που παρατίθενται στο παράρτημα B19» του υπομνήματος αντικρούσεως του Συμβουλίου. Με τις δηλώσεις αυτές, οι οικείοι προσφεύγοντες αμφισβητούν τα αναφερόμενα σχετικά με τον καθέναν από αυτούς στο αιτιολογικό των προσβαλλομένων πράξεων. Σε ορισμένες από τις δηλώσεις αυτές έχουν επισυναφθεί παραρτήματα.

254    Οι προσφεύγοντες προβάλλουν ακόμη ότι πολλοί από αυτούς που προσκόμισαν τέτοια δήλωση διατείνονται ότι δεν τους δόθηκε καμία δυνατότητα να εξετάσουν προηγουμένως τα στοιχεία βάσει των οποίων καταχωρίστηκαν στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα ούτε βέβαια τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα B19 του υπομνήματος αντικρούσεως του Συμβουλίου. Οι ίδιοι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι δεν γνωρίζουν «τις πηγές και τις ημερομηνίες» των εγγράφων του παραρτήματος αυτού, πολλά από τα οποία μάλλον προέρχονται από τους πολιτικούς αντιπάλους τους. Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγοντες δηλώνουν ότι οι σχετικές με αυτούς αιτιάσεις «τους πλήττουν πολύ σοβαρά και είναι τελείως αβάσιμες». Τις «απορρίπτουν απερίφραστα ως αόριστες».

255    Κατά τους προσφεύγοντες, σε ορισμένες περιπτώσεις, όσοι εξ αυτών προσκόμισαν δηλώσεις διευκρινίζουν επίσης ότι συνεργάστηκαν στενά με το κόμμα MDC στο πλαίσιο της κυβερνήσεως εθνικής ενότητας και ότι, ως εκ τούτου, δεν κατανοούν γιατί τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα επιβλήθηκαν σε αυτούς και όχι στους ομολόγους τους του MDC, οι οποίοι κατείχαν ανάλογες θέσεις στην κυβέρνηση.

256    Εν συνεχεία, στο τμήμα του υπομνήματος υπόμνημα απαντήσεως σχετικά με «περιπτώσεις που συνιστούν πλάνη εκτιμήσεως», οι προσφεύγοντες προβάλλουν ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν απέδειξαν ότι ήταν δικαιολογημένη η καταχώρισή τους στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Κατά τα λοιπά, στο τμήμα αυτό του υπομνήματος απαντήσεως επαναλαμβάνονται, κατ’ ουσίαν, επιχειρήματα όμοια με αυτά που προβλήθηκαν με την προσφυγή προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, τα οποία εξετάστηκαν προηγουμένως (βλ. σκέψεις 228 έως 251 ανωτέρω).

257    Είναι, συνεπώς, προφανές ότι, με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγοντες αμφισβητούν το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται στις προσβαλλόμενες πράξεις προς δικαιολόγηση της επιβολής των επίμαχων περιοριστικών μέτρων ως προς αυτούς. Είναι, όμως, εξίσου προφανές ότι η επιχειρηματολογία που προβλήθηκε προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, όπως παρατίθεται συνοπτικά στις σκέψεις 224 έως 227 ανωτέρω, δεν περιέχει καμία τέτοιου είδους αμφισβήτηση.

258    Αυτός είναι, κατ’ ουσίαν, ο λόγος για τον οποίον το Συμβούλιο αμφισβητεί το παραδεκτό της επιχειρηματολογίας των προσφευγόντων. Αντιθέτως, η Επιτροπή επισημαίνει μεν ότι οι προσφεύγοντες αμφισβήτησαν για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που παρατίθενται ως προς αυτούς στο αιτιολογικό των προσβαλλομένων πράξεων, πλην όμως δεν προβάλλει ένσταση απαραδέκτου κατά του μέρους αυτού της επιχειρηματολογίας των προσφευγόντων.

259    Κληθέντες, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, να απαντήσουν στα επιχειρήματα που παρατίθενται συνοπτικά στη σκέψη 258 ανωτέρω, οι προσφεύγοντες υπενθυμίζουν ότι είχαν προβάλει με την προσφυγή τους λόγο ακυρώσεως σχετικά με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και ότι είχαν με σαφήνεια αναφέρει, στην εν λόγω προσφυγή, ότι τα διαλαμβανόμενα στις προσβαλλόμενες πράξεις ήταν αόριστα και ατεκμηρίωτα, οπότε δεν μπορούσαν να απαντήσουν επί της ουσίας. Προέβαλαν ακόμη ότι δεν ευσταθεί καμία από τις σε βάρος τους επικρίσεις, διότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα δεν κοινοποιήθηκαν σε αυτούς, με εξαίρεση τον πρώτο προσφεύγοντα, Johannes Tomana. Υπενθύμισαν ακόμη ότι είχαν ζητήσει από το Συμβούλιο το «υλικό» στο οποίο στηρίχθηκαν οι αιτιάσεις που διατυπώνονται σε βάρος τους με τις προσβαλλόμενες πράξεις και ότι απάντησαν στις αιτιάσεις αυτές επί της ουσίας, αφού έλαβαν γνώση των διευκρινίσεων που παρέθεσε το Συμβούλιο με το υπόμνημα αντικρούσεως και των προσκομισθέντων από αυτό δικαιολογητικών εγγράφων.

260    Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ωστόσο, πρέπει να κρίνεται παραδεκτός ο ισχυρισμός ή λόγος με τον οποίο αναπτύσσεται ένας ισχυρισμός ή λόγος που, άμεσα ή έμμεσα, προβλήθηκε προηγουμένως με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και ο οποίος συνδέεται στενά με τον ισχυρισμό ή λόγο αυτόν. Εξάλλου, τα επιχειρήματα που κατ’ ουσίαν συνδέονται στενά με λόγο ο οποίος περιελήφθη στο εισαγωγικό δικόγραφο δεν μπορούν να θεωρηθούν νέοι ισχυρισμοί ή λόγοι και επιτρέπεται να προβληθούν είτε με το υπόμνημα απαντήσεως είτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑394/06, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

261    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι προσφεύγοντες δεν προέβαλαν, με την προσφυγή τους, ότι τα περιστατικά που περιλαμβάνονται στην αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων σχετικά με καθέναν από αυτούς ήταν ανακριβή. Με άλλα λόγια, οι προσφεύγοντες δεν αμφισβήτησαν, με την προσφυγή, το υποστατό των εν λόγω περιστατικών, πράγμα που, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 221 ανωτέρω, αποτελεί προαπαιτούμενο για τον έλεγχο του υποστατού των περιστατικών αυτών από τον δικαστή της Ένωσης. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, όπως διατυπώνεται με την προσφυγή, προσάπτεται στους συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων πρόδηλη πλάνη, λόγω της εκτιμήσεώς τους ότι οι λόγοι που παρατίθενται στις εν λόγω πράξεις για τον καθέναν από αυτούς δικαιολογεί τη θέσπιση των επίμαχων περιοριστικών μέτρων σε βάρος του οικείου προσφεύγοντος. Ο λόγος ακυρώσεως που σχετίζεται με τέτοια πλάνη, είτε αυτή χαρακτηριστεί πλάνη περί το δίκαιο είτε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, πρέπει να διακρίνεται από τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίον αμφισβητείται το υποστατό των λόγων αυτών. Δεν αποτελεί ανάπτυξη τέτοιου λόγου ούτε συνδέεται στενά με αυτόν.

262    Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί η επιχειρηματολογία που παραθέτουν οι προσφεύγοντες στο προαναφερθέν υπόμνημα απαντήσεως με ορισμένες από τις αιτιάσεις που διατυπώνονται με την προσφυγή στο πλαίσιο του πρώτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 81, 82, 90, 108 και 185 ανωτέρω). Υπενθυμίζεται ότι με τους δύο αυτούς λόγους δεν αμφισβητείται το βάσιμο των προσβαλλομένων πράξεων και, ειδικότερα, η ουσιαστική βασιμότητα της αιτιολογίας τους, αλλά, αντιστοίχως, η ύπαρξη κατάλληλης νομικής βάσεως που να δικαιολογεί τη θέσπισή τους και ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας. Επιπλέον, και ανεξαρτήτως της επισημάνσεως αυτής, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγοντες, μολονότι στα τμήματα της προσφυγής όπου αναπτύσσονται τα επιχειρήματα που παρατίθενται συνοπτικά στις σκέψεις 81 και 185 ανωτέρω, κάνουν λόγο για αναπόδεικτες «κατηγορίες» οι οποίες περιλαμβάνονται στην αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων, εντούτοις δεν χαρακτηρίζουν τις «κατηγορίες» ουσιαστικά αβάσιμες ούτε προβαίνουν σε αναλυτική και τεκμηριωμένη αντίκρουσή τους. Η εν λόγω αναλυτική αντίκρουση καθίσταται κατά μείζονα λόγο απαραίτητη, δεδομένου του μεγάλου αριθμού των προσφευγόντων και της ποικιλίας των παρατιθέμενων στις προσβαλλόμενες πράξεις λόγων.

263    Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία που προβάλλεται για πρώτη φορά με υπόμνημα απαντήσεως, προς αμφισβήτηση της ουσιαστικής βασιμότητας της αιτιολογίας των προσβαλλομένων πράξεων, αποτελεί νέο λόγο ακυρώσεως. Πάντως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο λόγος αυτός στηρίζεται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, διότι οι προσφεύγοντες γνώριζαν, από της ασκήσεως της προσφυγής, τους λόγους που παρατίθενται στις προσβαλλόμενες πράξεις για καθέναν από αυτούς και είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την ουσιαστική βασιμότητά τους.

264    Αντιθέτως προς ό,τι προβάλλουν οι προσφεύγοντες, η προσκόμιση κατά τη δίκη, από το Συμβούλιο, αφενός, του παραρτήματος B.19 του υπομνήματός του αντικρούσεως και, αφετέρου, της απαντήσεώς του στο διαλαμβανόμενο στη σκέψη 19 ανωτέρω αιτήματος των προσφευγόντων, δεν οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα. Διαπιστώνεται ότι, με την επιχειρηματολογία που προβάλλουν για πρώτη φορά με το υπόμνημά τους απαντήσεως, οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν την αξιοπιστία ή τη σημασία των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία στηρίζεται η αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων, αλλά την ουσιαστική βασιμότητα της αιτιολογίας αυτής καθαυτήν. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες είχαν λάβει γνώση των εν λόγω πράξεων πριν την άσκηση της προσφυγής, είναι βέβαιον ότι μπορούσαν να αμφισβητήσουν την ουσιαστική βασιμότητα της εν λόγω αιτιολογίας με την προσφυγή τους, έστω και αν δεν γνώριζαν τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία αυτή στηρίζεται. Από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 219 ανωτέρω προκύπτει ότι, σε περίπτωση τέτοιας αμφισβητήσεως, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ζητήσει από την αρμόδια αρχή την προσκόμιση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων και να εξετάσει εάν αυτά τεκμηριώνουν την προαναφερθείσα αιτιολογία. Οι προσφεύγοντες δεν διατυπώνουν, πάντως, τέτοια αμφισβήτηση με την προσφυγή τους.

265    Η διαπίστωση ότι οι προσφεύγοντες μπορούσαν να αμφισβητήσουν με την προσφυγή τους την ουσιαστική βασιμότητα των σχετικών με αυτούς λόγων που παρατίθενται στις προσβαλλόμενες πράξεις επιβεβαιώνεται περαιτέρω εάν ληφθεί υπόψη ότι οι λόγοι αυτοί αφορούν είτε τις θέσεις που κατείχαν οι προσφεύγοντες στην κυβέρνηση ή στη δημόσια διοίκηση είτε τις ενέργειές τους. Πάντως, ακόμη και αν καθένας από τους προσφεύγοντες αγνοούσε τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζονται οι σχετικοί με αυτόν λόγοι που παρατίθενται στις προσβαλλόμενες πράξεις, είναι βέβαιον ότι μπορούσε να διαπιστώσει, εξετάζοντας απλώς το περιεχόμενό τους, εάν οι λόγοι αυτοί είναι ή όχι ακριβείς και να αμφισβητήσει, ενδεχομένως, την ουσιαστική βασιμότητά τους με την προσφυγή.

266    Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία την οποία προβάλλουν οι προσφεύγοντες που είναι φυσικά πρόσωπα με το υπόμνημα απαντήσεως, προς αμφισβήτηση της ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων που δικαιολογούν την επιβολή των επίμαχων περιοριστικών μέτρων ως προς αυτούς, είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστεί επί της ουσίας.

–       Επί των προσφευγόντων νομικών προσώπων

267    Δεδομένου ότι τα προβαλλόμενα από τους προσφεύγοντες με το υπόμνημα απαντήσεως, τα οποία παρατίθενται συνοπτικά στη σκέψη 252 ανωτέρω, δεν διαφοροποιούνται αναλόγως με το αν πρόκειται για φυσικά πρόσωπα ή νομικά πρόσωπα, είναι πρόδηλον ότι με το υπόμνημα απαντήσεως αμφισβητείται επίσης η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων που δικαιολογούν την καταχώριση των προσφευγόντων νομικών προσώπων στον κατάλογο των οντοτήτων που υπόκεινται στα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Ωστόσο, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν (βλ. σκέψεις 260 έως 266 ανωτέρω), η επιχειρηματολογία αυτή κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης προβολής της.

268    Οι προσφεύγοντες προβάλλουν επίσης, με το υπόμνημά τους απαντήσεως, ορισμένα άλλα επιχειρήματα σχετικά με τη νομιμότητα της επιβολής των επίμαχων περιοριστικών μέτρων σε νομικά πρόσωπα.

269    Υπενθυμίζουν ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 314/2004 και το άρθρο 5 της αποφάσεως 2011/101 προβλέπουν τη δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων που ανήκουν σε νομικά πρόσωπα σχετιζόμενα με μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε ή «τα οποία επιδίδονται σε δραστηριότητες που υπονομεύουν σοβαρά τη δημοκρατία, τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων και το κράτος δικαίου στη Ζιμπάμπουε». Επομένως, κατά τους προσφεύγοντες, οι συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων δεν μπορούσαν κατά νόμο να επιβάλουν το μέτρο της δεσμεύσεως κεφαλαίων σε οντότητες σχετιζόμενες με πρόσωπα σχετιζόμενα με την κυβέρνηση, με την κυβέρνηση γενικώς ή με μερίδα της κυβερνήσεως ή με υπουργείο.

270    Επί της βάσεως αυτής, οι προσφεύγοντες αμφισβητούν τη δέσμευση κεφαλαίων της εκατοστής δέκατης τρίτης προσφεύγουσας, Divine Homes. Αυτή φέρεται να σχετίζεται με πρόσωπο σχετιζόμενο με την κυβέρνηση και, συγκεκριμένα, με τον έκτο προσφεύγοντα, David Chapfika. Κατά τους προσφεύγοντες, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ο David Chapfika σχετίζεται με την κυβέρνηση, πράμα που αμφισβητούν, η ιδιότητά του αυτή δεν επαρκεί για να δικαιολογηθεί η δέσμευση κεφαλαίων της εκατοστής δέκατης τρίτης προσφεύγουσας.

271    Δεύτερον, στις προσβαλλόμενες πράξεις, κανένα μέλος της κυβερνήσεως δεν χαρακτηρίζεται ως σχετιζόμενο με τις προσφεύγουσες υπ’ αριθμόν 115 έως 121, Jongwe Printing, M & S Syndicate (Private) Ltd, Osleg, Swift Investments (Private) Ltd, Zidco Holdings (Private) Ltd, Zimbambwe Defence Industries ή Zimbambwe Mining Development. Επομένως, δεν συντρέχει η κύρια προϋπόθεση για την επιβολή των επίμαχων περιοριστικών μέτρων ως προς αυτές.

272    Τρίτον, κατά τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, οι λόγοι που παρατίθενται στις προσβαλλόμενες πράξεις, προς δικαιολόγηση της δεσμεύσεως κεφαλαίων και οικονομικών πόρων των συγκεκριμένων οντοτήτων, είναι ανεπαρκείς. Οι συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων έπρεπε να προβούν σε κατά περίπτωση ανάλυση, προκειμένου να εκτιμήσουν, αφενός, τον βαθμό συμμετοχής ή ελέγχου στις οντότητες αυτές και, αφετέρου, τη φύση του ελέγχου και τη σημασία του σε σχέση με τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα. Δεν πραγματοποιήθηκε τέτοια ανάλυση ως προς τις εν λόγω οντότητες.

273    Τέταρτον, τέλος, προτάθηκε στο Συμβούλιο να απαλείψει την επωνυμία της Zimbambwe Mining Development από τον κατάλογο των οντοτήτων τις οποίες αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, αλλά το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν διευκρίνισαν για ποιον λόγο δεν έγινε δεκτή η πρόταση αυτή.

274    Ερωτηθέντες, στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, σχετικά με τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίον σχετίζονται τα επιχειρήματα αυτά, καθώς και σχετικά με το εάν υφίσταται πραγματικά ή νομικά στοιχεία ανακύψαντα για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία, τα οποία δικαιολογούν ενδεχομένως την προβολή των επιχειρημάτων αυτών για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγοντες απάντησαν ότι τα επιχειρήματα αυτά σχετίζονται με τους τρεις πρώτους λόγους ακυρώσεως και ότι, επιπλέον, αποτελούν απάντηση σε ορισμένα επιχειρήματα προβληθέντα από το Συμβούλιο με το υπόμνημα αντικρούσεως.

275    Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι με τα επιχειρήματα που παρατίθενται συνοπτικά στις σκέψεις 272 και 273 ανωτέρω εγείρεται, κατ’ ουσίαν, ζήτημα σχετικά με την επάρκεια της αιτιολογίας των προσβαλλομένων πράξεων, το οποίο το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να εξεταστούν επί της ουσίας.

276    Προς στήριξη του επιχειρήματος που παρατίθεται συνοπτικά στη σκέψη 272 ανωτέρω, οι προσφεύγοντες επικαλούνται τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2009, T‑246/08 και T‑332/08, Melli Bank κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2009, σ. II‑2629), της 7ης Δεκεμβρίου 2011, T‑562/10, HTTS κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2011, σ. II‑8087) και της 26ης Οκτωβρίου 2012, CF Sharp Shipping Agencies κατά Συμβουλίου, T‑53/12.. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία των προσφευγόντων δεν μπορεί να στηριχθεί σε καμία από τις αποφάσεις αυτές.

277    Είναι βέβαια ακριβής η επισήμανση ότι, με την απόφαση Melli Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 276 ανωτέρω (σκέψη 146), το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επίμαχη στη συγκεκριμένη υπόθεση διάταξη επέβαλε την κατά περίπτωση εξέταση του αν η οικεία οντότητα έχει την ιδιότητα οντότητας «που ανήκει ή ελέγχεται» και ότι, πέραν της ενδείξεως της νομικής βάσεως του ληφθέντος μέτρου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το Συμβούλιο αφορούσε ακριβώς το ζήτημα αυτό. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως του ότι η απόφαση αυτή αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή διατάξεως διαφορετικής από τις επίμαχες εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι στην υπό κρίση υπόθεση οι συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων όντως προέβησαν σε κατά περίπτωση ανάλυση και αιτιολόγησαν τις προσβαλλόμενες πράξεις βάσει των πορισμάτων της αναλύσεως αυτής.

278    Όπως προαναφέρθηκε κατά την ανάλυση του τρίτου λόγου ακυρώσεως, στις προσβαλλόμενες πράξεις εκτίθενται επαρκώς κατά νόμον οι λόγοι που δικαιολόγησαν την καταχώριση όλων των προσφευγόντων νομικών προσώπων στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, περιλαμβανομένης της εκατοστής εικοστής πρώτης προσφεύγουσας, Zimbambwe Mining Development. Συγκεκριμένα, στις προσβαλλόμενες πράξεις παρατίθενται για κάθε προσφεύγοντα, είτε πρόκειται για φυσικό είτε για νομικό πρόσωπο, οι συγκεκριμένοι και ειδικοί λόγοι που δικαιολογούν την επιβολή, ως προς αυτόν, των επίμαχων περιοριστικών μέτρων. Επιπλέον, οι συντάκτες των προσβαλλομένων πράξεων δεν ήταν υποχρεωμένοι να αιτιολογήσουν ειδικά την απόφασή τους να μην κάνουν δεκτή την πρόταση περί απαλείψεως της επωνυμίας της εκατοστής εικοστής πρώτης προσφεύγουσας από τον κατάλογο.

279    Σημειωτέον, εξάλλου, ότι, βάσει της προαναφερθείσας επισημάνσεως που διατυπώθηκε με την απόφαση Melli Bank κατά Συμβουλίου, σκέψη 276 ανωτέρω (σκέψη 146), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επιχείρημα του Συμβουλίου κατά το οποίο δεν ήταν απαραίτητο να αναφερθούν, στις επίδικες στην υπόθεση εκείνη αποφάσεις, τα ονόματα των οντοτήτων που κατέχονται ή ελέγχονται, ως προς τις οποίες ίσχυαν τα μέτρα της δεσμεύσεως κεφαλαίων. Επομένως, η επισήμανση αυτή κρίνεται αλυσιτελής στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, δεδομένου ότι στις προσβαλλόμενες πράξεις παρατίθενται με σαφήνεια οι επωνυμίες όλων των οντοτήτων ως προς τις οποίες εφαρμόζονται τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα.

280    Με τις δύο άλλες αποφάσεις τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγοντες, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις λόγω παραβιάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Εν προκειμένω, όμως, έχει κριθεί, στο πλαίσιο της αναλύσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι επαρκώς αιτιολογημένες κατά νόμον ως προς όλους τους προσφεύγοντες. Επομένως, οι δύο άλλες αποφάσεις τις οποίες επικαλούνται οι προσφεύγοντες είναι επίσης άνευ σημασίας εν προκειμένω.

281    Όσον αφορά τα επιχειρήματα που παρατίθενται συνοπτικά στις σκέψεις 269 και 270 ανωτέρω, αυτά σχετίζονται με επιχείρημα προβληθέν στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, το οποίο παρατίθεται συνοπτικά στη σκέψη 237 ανωτέρω, οπότε αποτελούν ανάπτυξη του δεύτερου λόγου ακυρώσεως και πρέπει να κριθούν παραδεκτά.

282    Επί της ουσίας, τα εν λόγω επιχειρήματα δεν ευσταθούν. Οι προσφεύγοντες ουσιαστικά υποστηρίζουν ότι μόνον οι οντότητες που κατέχονται ή ελέγχονται από μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε μπορούν να χαρακτηριστούν ως σχετιζόμενες με τα μέλη αυτά, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 314/2004 και του άρθρου 5 της αποφάσεως 2011/101. Η θέση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η ερμηνεία των δύο αυτών διατάξεων κατά την έννοια ότι στις οντότητες που κατέχονται ή ελέγχονται από φυσικά (ή ενδεχομένως νομικά) πρόσωπα σχετιζόμενα με μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε μπορούν επίσης να επιβληθούν τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις αυτές περιοριστικά μέτρα είναι απολύτως συμβατή με το γράμμα των εν λόγω διατάξεων. Το ίδιο ισχύει και για την ερμηνεία κατά την οποία οι οντότητες που κατέχονται ή ελέγχονται από την ίδια την Κυβέρνηση της Ζιμπάμπουε θεωρούνται ως σχετιζόμενες με τα μέλη της κυβερνήσεως αυτής, κατά την έννοια των δύο αυτών διατάξεων.

283    Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή των ως άνω διατάξεων είναι η μόνη συμβατή με τον σκοπό των επίμαχων περιοριστικών μέτρων (βλ. σκέψη 97 ανωτέρω). Η προτεινόμενη από τους προσφεύγοντες ερμηνεία ενέχει τον κίνδυνο τα μέτρα να απολέσουν ως επί το πλείστον ή ακόμη και εξ ολοκλήρου την πρακτική αποτελεσματικότητά τους. Θα ήταν πράγματι παράδοξο να επιβληθεί σε φυσικό πρόσωπο σχετιζόμενο με μέλη της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων, χωρίς να δυνατόν το μέτρο αυτό να επεκταθεί και στις οντότητες τις οποίες το εν λόγω φυσικό πρόσωπο έχει ευθέως ή εμμέσως υπό τον έλεγχό του. Σε μια τέτοια περίπτωση, το φυσικό πρόσωπο θα μπορούσε απλούστατα να αποφύγει την επιβληθείσα με τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα δέσμευση κεφαλαίων, διά της χρήσεως άλλων νομικών προσώπων ή οντοτήτων ευρισκόμενων υπό τον έλεγχό του. Το ίδιο θα συνέβαινε και εάν γινόταν δεκτό ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν επιτρέπουν την επιβολή του μέτρου της δεσμεύσεως κεφαλαίων και οικονομικών πόρων σε οντότητες απευθείας ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση ή το Δημόσιο της Ζιμπάμπουε.

284    Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέος.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσφευγόντων και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

285    Τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγοντες προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως συνίστανται ως επί το πλείστον στην επίκληση της νομολογίας και διαφόρων κειμένων, όπως του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, του εγγράφου 15114/05 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 2005, με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή και αξιολόγηση των περιοριστικών μέτρων (κυρώσεων) στα πλαίσια της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας της ΕΕ», της γνωμοδότησης του ΕΕΠΔ που αναφέρεται στη σκέψη 211 ανωτέρω και της έκθεσης του Independent Reviewer of Terrorism Legislation (ανεξάρτητου ελεγκτή της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου).

286    Κατ’ ουσίαν, οι προσφεύγοντες προβάλλουν, μάλλον εμμέσως, προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων τους και της αρχής της αναλογικότητας. Υπενθυμίζουν την επιχειρηματολογία την οποία είχαν προβάλει και η οποία εξετάστηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ιδίως στη σκέψη 106 ανωτέρω, σύμφωνα με την οποία τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα δεν επιδιώκουν κανέναν θεμιτό σκοπό της ΚΕΠΠΑ. Ωστόσο, κατά τους προσφεύγοντες, ακόμη και αν υποτεθεί ότι επιδιώκουν τέτοιο σκοπό, είναι δυσανάλογα σε σχέση με αυτόν. Προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, οι προσφεύγοντες προβάλλουν κατά τρόπο λακωνικό ορισμένα επιχειρήματα ήδη εξετασθέντα και απορριφθέντα προηγουμένως. Ειδικότερα, προβάλλουν ότι σε ορισμένους εξ αυτών δεν προσάπτεται καν, με τις προσβαλλόμενες πράξεις, ότι, κατά τον χρόνο επιβολής των επίμαχων μέτρων, ήταν υπεύθυνοι για την πολιτική της Κυβερνήσεως της Ζιμπάμπουε ή ότι ασκούσαν επιρροή επί της πολιτικής αυτής. Προβάλλουν, επίσης, ελλιπή αιτιολόγηση των προσβαλλομένων πράξεων, λόγω της παραλείψεως των συντακτών τους να διευκρινίσουν πώς τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα μπορούν να συμβάλουν στην επίτευξη θεμιτού σκοπού της ΚΕΠΠΑ. Υπενθυμίζουν, ακόμη, ότι η GPA αποτελεί λόγο άρσεως των περιοριστικών μέτρων. Παρέλκει η περαιτέρω ανάλυση των επιχειρημάτων αυτών, στον βαθμό που συμπίπτουν με εκείνα που αναπτύχθηκαν πολύ εκτενέστερα στο πλαίσιο των τριών πρώτων λόγων ακυρώσεως. Για τους λόγους που παρατέθηκαν στο πλαίσιο της αναλύσεως των λόγων αυτών, κρίνονται απορριπτέα τα επιχειρήματα αυτά, τα οποία άλλωστε δεν έχουν σχέση με την αρχή της αναλογικότητας.

287    Προς στήριξη της αιτιάσεως ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα είναι «δυσανάλογα», οι προσφεύγοντες προβάλλουν «τον δρακόντειο χαρακτήρα» των μέτρων αυτών, τις «σοβαρές επιπτώσεις τους στην οικονομική κατάσταση και τη φήμη τους», καθώς και τη «φύση των κατηγοριών» που διατυπώνονται σε βάρος τους στην αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων.

288    Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες επικαλούνται επίσης, έστω διά παραπομπής σε άλλα κείμενα, τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, την επιχειρηματική ελευθερία και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, «[κάθε] πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του». Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 του Χάρτη, «[η] επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές». Τέλος, το άρθρο 17, παράγραφος 1, του εν λόγω Χάρτη ορίζει:

«Κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί. Κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από τον νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον.»

289    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι τα προβλεπόμενα από τις προσβαλλόμενες πράξεις περιοριστικά μέτρα συνεπάγονται περιορισμούς στην άσκηση, από τους προσφεύγοντες, των προαναφερθέντων θεμελιωδών δικαιωμάτων τους (βλ., συναφώς, απόφαση Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 119 ανωτέρω, σκέψη 358, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Μαΐου 2013, T‑187/11, Trabelsi κ.λπ. κατά Συμβουλίου, , σκέψη 76).

290    Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα αυτά δεν τυγχάνουν, στο δίκαιο της Ένωσης, απόλυτης προστασίας, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με γνώμονα τη λειτουργία τους στην κοινωνία (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Νοεμβρίου 2013, C‑348/12 P, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, σκέψη 121· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση Makhlouf κατά Συμβουλίου, σκέψη 204 ανωτέρω, σκέψη 99 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε επιδιωκόμενους από την Ένωση σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και ανεπίτρεπτη παρέμβαση δυναμένη να θίξει την ίδια την ουσία του διασφαλιζομένου κατ’ αυτόν τον τρόπο δικαιώματος (βλ. απόφαση Makhlouf κατά Συμβουλίου, σκέψη 204 ανωτέρω, σκέψη 97 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

291    Ειδικότερα, το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων προβλέπει, αφενός, ότι «[κ]άθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη [των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων] πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών» και, αφετέρου, ότι «[τ]ηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων».

292    Πάντως, ο περιορισμός στην άσκηση προαναφερθέντων θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσφευγόντων «προβλέπεται από τον νόμο», διότι, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα σχετικά με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, τηρήθηκαν τα κριτήρια του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 314/2004, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/101.

293    Εξάλλου, από την ανάλυση του πρώτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι τα επίμαχα μέτρα όντως ανταποκρίνονται σε σκοπούς γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων (βλ. σκέψη 93 ανωτέρω).

294    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως έχει την έννοια ότι προσφεύγοντες προβάλλουν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, τον σεβασμό της οποίας επιτάσσει το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

295    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει τα μέτρα των οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν το εύλογο και αναγκαίο όριο για την εκπλήρωση των σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση. Συνεπώς, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ πλειόνων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές από αυτά και τα μειονεκτήματα που προκύπτουν δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2001, C‑189/01, Jippes κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I‑5689, σκέψη 81, και του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Μαΐου 2010, T‑388/07, Comune di Napoli κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 143).

296    Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι στον νομοθέτη της Ένωσης πρέπει να αναγνωρίζεται ευρεία εξουσία εκτιμήσεως σε τομείς οι οποίοι προϋποθέτουν επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως εκ μέρους του και εντός των οποίων καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις. Εξ αυτών το Δικαστήριο συνήγαγε ότι η νομιμότητα ενός μέτρου το οποίο έχει ληφθεί σε αυτούς τους τομείς θίγεται μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο (βλ. απόφαση Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, σκέψη 289 ανωτέρω, σκέψη 120 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

297    Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε με τη σκέψη 97 ανωτέρω, σκοπός των επίμαχων περιοριστικών μέτρων είναι να ενθαρρυνθούν τα σκοπούμενα πρόσωπα και οντότητες να απορρίψουν τις πολιτικές που οδηγούν σε καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας της έκφρασης και της χρηστής διακυβέρνησης. Πρόκειται, βεβαίως, για μέτρα έμμεσης δράσεως, καθώς βασίζονται στην παραδοχή ότι τα πρόσωπα τα οποία τα μέτρα αυτά αφορούν θα απορρίψουν τις προαναφερθείσες πολιτικές, ούτως ώστε να επιτύχουν την κατάργηση των περιορισμών που τους έχουν επιβληθεί. Ωστόσο, προκειμένου περί κυρίαρχου τρίτου κράτους, όπως η Ζιμπάμπουε, εξυπακούεται ότι η Ένωση μπορεί μόνον εμμέσως να επηρεάσει τις πολιτικές αυτές.

298    Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι απόρροια της σοβαρής ανησυχίας των αρχών της Ένωσης για την κατάσταση στη Ζιμπάμπουε, ανησυχίας την οποία οι εν λόγω αρχές εξέφρασαν για πρώτη φορά προ δεκαετίας (βλ. σκέψη 1 ανωτέρω). Η ανησυχία πάντως αυτή, την οποία οι προσφεύγοντες δεν αμφισβήτησαν ως αδικαιολόγητη στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας, εξακολουθούσε να υφίσταται κατά τον χρόνο εκδόσεως των προσβαλλομένων πράξεων. Δεν μπορεί, συνεπώς, να προσαφθεί στις αρμόδιες αρχές της Ένωσης παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, επειδή διατήρησαν σε ισχύ τα ήδη επιβληθέντα περιοριστικά μέτρα και διεύρυναν την ισχύ τους, με σκοπό τον τερματισμό μιας σοβαρά ανησυχητικής καταστάσεως τόσο μεγάλης διάρκειας (βλ., συναφώς, απόφαση Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, σκέψη 290 ανωτέρω, σκέψη 126).

299    Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγοντες δεν ανέφεραν κανένα συγκεκριμένο, λιγότερο περιοριστικό μέτρο ανάλογης αποτελεσματικότητας με τα επίμαχα μέτρα, το οποίο θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη των ίδιων σκοπών.

300    Σημειωτέον, εξάλλου, ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα είναι, εκ της φύσεώς τους, προσωρινά και αναθεωρήσιμα, οπότε δεν πλήττουν «το βασικό περιεχόμενο» των θεμελιωδών δικαιωμάτων που επικαλούνται οι προσφεύγοντες. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο επειδή οι προσφεύγοντες είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα εγκατεστημένα στη Ζιμπάμπουε και όχι στο εσωτερικό της Ένωσης, πράγμα που έχει ως συνέπεια ότι οι επιπτώσεις των μέτρων αυτών, όσο σημαντικές και αν είναι, δεν είναι τόσο επιβαρυντικές όσο στην περίπτωση των φυσικών ή νομικών προσώπων που είναι εγκατεστημένα εντός της Ένωσης.

301    Τέλος, τονίζεται ότι τόσο ο κανονισμός 314/2004 όσο και η απόφαση 2011/101 προβλέπουν εξαιρέσεις από τα περιοριστικά μέτρα που θεσπίζουν. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 314/2004, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέψουν την αποδέσμευση ορισμένων δεσμευμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων αναγκαίων «για βασικές δαπάνες, όπως οι πληρωμές για τρόφιμα, για ενοίκια ή για υποθήκες, για φάρμακα και για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, για φόρους, για την πληρωμή ασφαλίστρων και για τα τέλη δημόσιων επιχειρήσεων» ή προοριζόμενων «αποκλειστικά για την πληρωμή μισθών ή για την κάλυψη δαπανών που έχουν σχέση με την παροχή νομικών υπηρεσιών». Εξάλλου, το άρθρο 4, παράγραφοι 3 έως 5, της αποφάσεως 2011/101 προβλέπει εξαιρέσεις από την απαγόρευση εισόδου στο έδαφος των κρατών μελών ή διελεύσεως από αυτό σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, που «η μετακίνηση είναι αιτιολογημένη για επείγοντες και επιτακτικούς ανθρωπιστικούς λόγους».

302    Βάσει όλων αυτών των στοιχείων και λαμβανομένης, ιδίως, υπόψη της παρατιθέμενης στη σκέψη 298 ανωτέρω νομολογίας, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει αποδειχθεί ο εύλογος χαρακτήρας των επίμαχων περιοριστικών μέτρων. Πρέπει επομένως να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως καθώς και η παρούσα προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

303    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Ο Johannes Tomana και οι 120 λοιποί προσφεύγοντες, τα ονόματα των οποίων παρατίθενται στο παράρτημα, φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Γρατσίας

Kancheva

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Απριλίου 2015.

(υπογραφές)

Παράρτημα

Κατάλογος των προσφευγόντων

Johannes Tomana, κάτοικος Χαράρε (Ζιμπάμπουε),

Titus Mehliswa Johna Abu Basutu, κάτοικος Χαράρε,

Happyton Mabhuya Bonyongwe, κάτοικος Χαράρε,

Flora Buka, κάτοικος Χαράρε,

Wayne Bvudzijena, κάτοικος Χαράρε,

David Chapfika, κάτοικος Χαράρε,

George Charamba, κάτοικος Χαράρε,

Faber Edmund Chidarikire, κάτοικος Χαράρε,

Tinaye Chigudu, κάτοικος Χαράρε,

Aeneas Soko Chigwedere, κάτοικος Χαράρε,

Phineas Chihota, κάτοικος Χαράρε,

Augustine Chihuri, κάτοικος Χαράρε,

Patrick Anthony Chinamasa, κάτοικος Χαράρε,

Edward Takaruza Chindori-Chininga, κάτοικος Χαράρε,

Joseph Chinotimba, κάτοικος Χαράρε,

Tongesai Shadreck Chipanga, κάτοικος Χαράρε,

Augustine Chipwere, κάτοικος Χαράρε,

Constantine Chiwenga, κάτοικος Χαράρε,

Ignatius Morgan Chiminya Chombo, κάτοικος Χαράρε,

Martin Dinha, κάτοικος Χαράρε,

Nicholas Tasunungurwa Goche, κάτοικος Χαράρε,

Gideon Go, κάτοικος Χαράρε,

Cephas T. Gurira, κάτοικος Χαράρε,

Stephen Gwekwerere, κάτοικος Χαράρε,

Newton Kachepa, κάτοικος Χαράρε,

Mike Tichafa Karakadzai, κάτοικος Χαράρε,

Saviour Kasukuwere, κάτοικος Χαράρε,

Jawet Kazangarare, κάτοικος Χαράρε,

Sibangumuzi Khumalo, κάτοικος Χαράρε,

Nolbert Kunonga, κάτοικος Χαράρε,

Martin Kwainona, κάτοικος Χαράρε,

R. Kwenda, κάτοικος Χαράρε,

Andrew Langa, κάτοικος Χαράρε,

Musarashana Mabunda, κάτοικος Χαράρε,

Jason Max Kokerai Machaya, κάτοικος Χαράρε,

Joseph Mtakwese Made, κάτοικος Χαράρε,

Edna Madzongwe, κάτοικος Χαράρε,

Shuvai Ben Mahofa, κάτοικος Χαράρε,

Titus Maluleke, κάτοικος Χαράρε,

Paul Munyaradzi Mangwana, κάτοικος Χαράρε,

Reuben Marumahoko, κάτοικος Χαράρε,

G. Mashava, κάτοικος Χαράρε,

Angeline Masuku, κάτοικος Χαράρε,

Cain Ginyilitshe Ndabazekhaya Mathema, κάτοικος Χαράρε,

Thokozile Mathuthu, κάτοικος Χαράρε,

Innocent Tonderai Matibiri, κάτοικος Χαράρε,

Joel Biggie Matiza, κάτοικος Χαράρε,

Brighton Matonga, κάτοικος Χαράρε,

Cairo Mhandu, κάτοικος Χαράρε,

Fidellis Mhonda, κάτοικος Χαράρε,

Amos Bernard Midzi, κάτοικος Χαράρε,

Emmerson Dambudzo Mnangagwa, κάτοικος Χαράρε,

Kembo Campbell Dugishi Mohadi, κάτοικος Χαράρε,

Gilbert Moyo, κάτοικος Χαράρε,

Jonathan Nathaniel Moyo, κάτοικος Χαράρε,

Sibusio Bussie Moyo, κάτοικος Χαράρε,

Simon Khaya Moyo, κάτοικος Χαράρε,

S. Mpabanga, κάτοικος Χαράρε,

Obert Moses Mpofu, κάτοικος Χαράρε,

Cephas George Msipa, κάτοικος Χαράρε,

Henry Muchena, κάτοικος Χαράρε,

Olivia Nyembesi Muchena, κάτοικος Χαράρε,

Oppah Chamu Zvipange Muchinguri, κάτοικος Χαράρε,

C. Mucho, κάτοικος Χαράρε,

Tobaiwa Mudede, κάτοικος Χαράρε,

Isack Stanislaus Gorerazvo Mudenge, κάτοικος Χαράρε,

Columbus Mudonhi, κάτοικος Χαράρε,

Bothwell Mugariri, κάτοικος Χαράρε,

Joyce Teurai Ropa Mujuru, κάτοικος Χαράρε,

Isaac Mumba, κάτοικος Χαράρε,

Simbarashe Simbanenduku Mumbengegwi, κάτοικος Χαράρε,

Herbert Muchemwa Murerwa, κάτοικος Χαράρε,

Munyaradzi Musariri, κάτοικος Χαράρε,

Christopher Chindoti Mushohwe, κάτοικος Χαράρε,

Didymus Noel Edwin Mutasa, κάτοικος Χαράρε,

Munacho Thomas Alvar Mutezo, κάτοικος Χαράρε,

Ambros Mutinhiri, κάτοικος Χαράρε,

S. Mutsvunguma, κάτοικος Χαράρε,

Walter Mzembi, κάτοικος Χαράρε,

Morgan S. Mzilikazi, κάτοικος Χαράρε,

Sylvester Nguni, κάτοικος Χαράρε,

Francis Chenayimoyo Dunstan Nhema, κάτοικος Χαράρε,

John Landa Nkomo, κάτοικος Χαράρε,

Michael Reuben Nyambuya, κάτοικος Χαράρε,

Magadzire Hubert Nyanhongo, κάτοικος Χαράρε,

Douglas Nyikayaramba, κάτοικος Χαράρε,

Sithembiso Gile Glad Nyoni, κάτοικος Χαράρε,

David Pagwese Parirenyatwa, κάτοικος Χαράρε,

Dani Rangwani, κάτοικος Χαράρε,

Engelbert Abel Rugeje, κάτοικος Χαράρε,

Victor Tapiwe Chashe Rungani, κάτοικος Χαράρε,

Richard Ruwodo, κάτοικος Χαράρε,

Stanley Urayayi Sakupwanya, κάτοικος Χαράρε,

Tendai Savanhu, κάτοικος Χαράρε,

Sydney Tigere Sekeramayi, κάτοικος Χαράρε,

Lovemore Sekeremayi, κάτοικος Χαράρε,

Webster Kotiwani Shamu, κάτοικος Χαράρε,

Nathan Marwirakuwa Shamuyarira, κάτοικος Χαράρε,

Perence Samson Chikerema Shiri, κάτοικος Χαράρε,

Etherton Shungu, κάτοικος Χαράρε,

Chris Sibanda, κάτοικος Χαράρε,

Jabulani Sibanda, κάτοικος Χαράρε,

Misheck Julius Mpande Sibanda, κάτοικος Χαράρε,

Phillip Valerio Sibanda, κάτοικος Χαράρε,

David Sigauke, κάτοικος Χαράρε,

Absolom Sikosana, κάτοικος Χαράρε,

Nathaniel Charles Tarumbwa, κάτοικος Χαράρε,

Edmore Veterai, κάτοικος Χαράρε,

Patrick Zhuwao, κάτοικος Χαράρε,

Paradzai Willings Zimondi, κάτοικος Χαράρε,

Cold Comfort Farm Cooperative Trust, με έδρα το Χαράρε,

Comoil (Private) Ltd, με έδρα το Χαράρε,

Divine Homes (Private) Ltd, με έδρα το Χαράρε,

Famba Safaris (Private) Ltd, με έδρα το Χαράρε,

Jongwe Printing and Publishing Company (Private) Ltd, με έδρα το Χαράρε,

M & S Syndicate (Private) Ltd, με έδρα το Χαράρε,

Osleg (Private) Ltd, με έδρα το Χαράρε,

Swift Investments (Private) Ltd, με έδρα το Χαράρε,

Zidco Holdings (Private) Ltd, με έδρα το Χαράρε,

Zimbambwe Defence Industries (Private) Ltd, με έδρα το Χαράρε,

Zimbambwe Mining Development Corp., με έδρα το Χαράρε.

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί των αποβιωσάντων προσφευγόντων

2.  Επί του εάν υπήρχε εντολή προς τους δικηγόρους που έχουν υπογράψει την προσφυγή από όλα τα προσφεύγοντα φυσικά πρόσωπα

3.  Επί της διατηρήσεως του εννόμου συμφέροντος των προσφευγόντων

4.  Επί ορισμένων επιχειρημάτων που προέβαλε η Επιτροπή προς αμφισβήτηση του παραδεκτού της προσφυγής

5.  Επί της ουσίας

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με έλλειψη κατάλληλης νομικής βάσεως όσον αφορά την κατάταξη, στα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα, προσώπων ή οντοτήτων που δεν άσκησαν κυβερνητικά καθήκοντα στη Ζιμπάμπουε ή που δεν ήταν συνεργάτες προσώπων ή οντοτήτων που άσκησαν τέτοια καθήκοντα

Επί της νομικής βάσεως των αποφάσεων 2011/101 και 2012/97 και της εκτελεστικής αποφάσεως 2012/124

Επί της νομικής βάσεως του εκτελεστικού κανονισμού 151/2012

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Υπόμνηση της σχετικής νομολογίας

Επί των λόγων θεσπίσεως και παρατάσεως της ισχύος των περιοριστικών μέτρων κατά της Ζιμπάμπουε

Επί των ειδικών λόγω θεσπίσεως και παρατάσεως της ισχύος των επίμαχων περιοριστικών μέτρων για καθέναν από τους προσφεύγοντες

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Επί των αιτιάσεων και των επιχειρημάτων που προβάλλονται με την προσφυγή

Επί των αιτιάσεων και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως

–  Επί των προσφευγόντων φυσικών προσώπων

–  Επί των προσφευγόντων νομικών προσώπων

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσφευγόντων και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.