Language of document : ECLI:EU:C:2024:20

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 11ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 1073/1999 – Έρευνες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) – Εξωτερική έρευνα της OLAF – Υπόθεση “Eurostat” – Διαβίβαση από την OLAF, σε εθνικές δικαστικές αρχές, πληροφοριών σχετικά με πράξεις δυνάμενες να επισύρουν ποινικές διώξεις πριν από την περάτωση της έρευνας – Υποβολή έγκλησης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν από την περάτωση της έρευνας της OLAF – Εθνική ποινική διαδικασία – Αμετάκλητη διάταξη περί παύσης της ποινικής δίωξης – Έννοια της “κατάφωρης παράβασης” κανόνα δικαίου της Ένωσης που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες – Ηθική βλάβη και υλική ζημία που προβάλλουν ότι υπέστησαν οι αναιρεσείοντες – Αγωγή αποζημιώσεως»

Στην υπόθεση C‑363/22 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 6 Ιουνίου 2022,

Planistat Europe SARL, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία),

Hervé-Patrick Charlot, κάτοικος Παρισιού,

εκπροσωπούμενοι από τον F. Martin Laprade, avocat,

αναιρεσείοντες,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J. Baquero Cruz και την F. Blanc,

εναγομένη πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, Z. Csehi, M. Ilešič (εισηγητή), I. Jarukaitis και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: L. Medina

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 13ης Ιουλίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Planistat Europe SARL και ο Hervé-Patrick Charlot ζητούν την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Απριλίου 2022, Planistat Europe και Charlot κατά Επιτροπής (T‑735/20, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2022:220), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των νυν αναιρεσειόντων με αίτημα, αφενός, την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ο H.‑P. Charlot προβάλλει ότι υπέστη συνεπεία της διαβίβασης στις εθνικές αρχές από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) πληροφοριών οι οποίες αφορούσαν πράξεις δυνάμενες να χαρακτηριστούν ως αξιόποινες και συνεπεία της έγκλησης την οποία υπέβαλε ενώπιον των εν λόγω αρχών η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και, αφετέρου, την αποκατάσταση της υλικής ζημίας την οποία οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι υπέστησαν λόγω της καταγγελίας των συμβάσεων που είχαν συναφθεί μεταξύ της Planistat Europe και της Επιτροπής.

I.      Το νομικό πλαίσιο

2        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 5, 10 και 13 του κανονισμού (ΕΚ) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ 1999, L 136, σ. 1), ο οποίος εφαρμόζεται ratione temporis στην υπό κρίση υπόθεση, έχουν ως εξής:

«(1)      [Εκτιμώντας] ότι τα θεσμικά όργανα και τα κράτη μέλη αποδίδουν μεγάλη σημασία στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων των [Ευρωπαϊκών] Κοινοτήτων και στην καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας που είναι επιζήμια για τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας· […]

[…]

(5)      ότι η ευθύνη της [OLAF], όπως αυτή θεσπίστηκε από την Επιτροπή, εκτείνεται, πέραν της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων, προκειμένου να συμπεριλάβει το σύνολο των δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με την ανάγκη διαφύλαξης των κοινοτικών συμφερόντων από παρατυπίες οι οποίες μπορούν να επισύρουν διοικητική ή ποινική δίωξη·

[…]

(10)      ότι οι έρευνες αυτές πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα με τη συνθήκη, και ιδίως το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τηρώντας τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών […] καθώς και με πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, και ιδίως της αρχής της ισότητας, του δικαιώματος του ενδιαφερομένου ατόμου να εκφραστεί για τα γεγονότα που το αφορούν και του δικαιώματος σύμφωνα με το οποίο τα συμπεράσματα μιας έρευνας πρέπει να βασίζονται μόνο σε στοιχεία με αποδεικτική αξία· ότι, για το σκοπό αυτό, τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί πρέπει να προβλέψουν τους όρους και τις λεπτομέρειες σύμφωνα με τις οποίες θα διεξάγονται οι εν λόγω εσωτερικές έρευνες· ότι, επομένως, θα πρέπει να τροποποιηθεί ο κανονισμός [αυτός], προκειμένου να προβλεφθούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού σε θέματα εσωτερικών ερευνών·

[…]

(13)      ότι εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές ή, αναλόγως των περιπτώσεων, στα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμούς, να αποφασίζουν για τη συνέχεια που θα δίδεται στις ολοκληρωθείσες έρευνες, με βάση την έκθεση που εκπονείται από την [OLAF]· ότι θα πρέπει πάντως να προβλεφθεί η υποχρέωση του διευθυντή της [OLAF] να διαβιβάζει απευθείας στις δικαστικές αρχές του ενδιαφερομένου κράτους μέλους τις πληροφορίες που συλλέγει η [OLAF] κατά τη διενέργεια εσωτερικών ερευνών για πράξεις που μπορούν να επισύρουν ποινική δίωξη».

3        Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού φέρει τον τίτλο «Διοικητικές έρευνες» και ορίζει τα εξής:

«Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ως “διοικητικές έρευνες” […] νοούνται όλοι οι έλεγχοι, εξακριβώσεις και ενέργειες που πραγματοποιούνται από τους υπαλλήλους της [OLAF] κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4, προκειμένου να επιτυγχάνονται οι στόχοι που ορίζονται στο άρθρο 1 και να αποδεικνύεται, ενδεχομένως, ο παράνομος χαρακτήρας των ελεγχομένων δραστηριοτήτων. Οι έρευνες αυτές δεν θίγουν την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά την ποινική δίωξη.»

4        Το άρθρο 8 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Εμπιστευτικότητα και προστασία των δεδομένων», προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι πληροφορίες που λαμβάνονται στο πλαίσιο εξωτερικών ερευνών, υπό οποιαδήποτε μορφή, προστατεύονται από τις διατάξεις σχετικά με τις έρευνες αυτές.

2.      Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται ή λαμβάνονται στο πλαίσιο των εσωτερικών ερευνών, υπό οιαδήποτε μορφή, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και απολαύουν της προστασίας που παρέχουν οι διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται στα θεσμικά όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Οι πληροφορίες αυτές δεν επιτρέπεται ιδίως να ανακοινώνονται σε πρόσωπα άλλα από εκείνα τα οποία, λόγω των καθηκόντων τους στο πλαίσιο των θεσμικών οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών, καλούνται να τις γνωρίζουν ούτε να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς, εκτός της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας.

3.      Ο διευθυντής φροντίζει ώστε οι υπάλληλοι της [OLAF] και τα άλλα πρόσωπα που ενεργούν υπό την εποπτεία του να τηρούν τις κοινοτικές και εθνικές διατάξεις σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και ιδίως τις προβλεπόμενες από την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών [(ΕΕ 1995, L 281, σ. 31)].

4.      Ο διευθυντής της [OLAF] και τα μέλη της επιτροπής εποπτείας του άρθρου 11 μεριμνούν για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου καθώς και των άρθρων 286 και 287 της Συνθήκης ΕΚ.»

5        Το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έκθεση της έρευνας και συνέχεια που δίδεται στις έρευνες», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Μετά το πέρας της έρευνας που διεξήγαγε, η [OLAF] καταρτίζει, υπό την εποπτεία του διευθυντή, έκθεση που προσδιορίζει ιδίως τα διαπιστωθέντα περιστατικά, την ενδεχόμενη οικονομική ζημία, και τα συμπεράσματα της έρευνας, συμπεριλαμβανομένων των συστάσεων του διευθυντή της Υπηρεσίας για τη συνέχεια που θα πρέπει να δοθεί.

2.      Οι εκθέσεις αυτές καταρτίζονται, λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικαστικές απαιτήσεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. Οι εκθέσεις που καταρτίζονται με τον τρόπο αυτό αποτελούν, όπως οι διοικητικές εκθέσεις που καταρτίζονται από τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές και υπό τους ιδίους όρους, αποδεικτικά στοιχεία παραδεκτά στις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες του κράτους μέλους, στο οποίο η χρησιμοποίησή τους αποβαίνει αναγκαία. Υπόκεινται στους ίδιους κανόνες εκτίμησης με εκείνους που εφαρμόζονται στις διοικητικές εκθέσεις τις καταρτιζόμενες από τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές και έχουν ισότιμο κύρος με αυτές.

3.      Οι εκθέσεις που καταρτίζονται μετά από εξωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις σχετικά με τις εξωτερικές έρευνες.

4.      Οι εκθέσεις που καταρτίζονται μετά από εσωτερική έρευνα και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο διαβιβάζονται στο οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό. Τα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμοί δίνουν στις εσωτερικές έρευνες τη συνέχεια, ιδίως πειθαρχική και δικαστική, την οποία απαιτούν τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών, και ενημερώνουν σχετικά το διευθυντή της [OLAF], εντός προθεσμίας που ορίζει αυτός στα συμπεράσματα της έκθεσής του, για τη συνέχεια που δίνουν στις έρευνες.»

6        Το άρθρο 10 του κανονισμού 1073/1999, το οποίο επιγράφεται «Διαβίβαση πληροφοριών από την [OLAF]», ορίζει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 8, 9 και 11 του παρόντος κανονισμού και των διατάξεων του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) 2185/96 [του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ 1996, L 292, σ. 2)], η [OLAF] δύναται να διαβιβάσει, ανά πάσα στιγμή, στις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών πληροφορίες που έχει συλλέξει κατά τη διάρκεια των εξωτερικών ερευνών.

2.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 8, 9 και 11 του παρόντος κανονισμού, ο διευθυντής της [OLAF] διαβιβάζει στις δικαστικές αρχές του οικείου κράτους μέλους τις πληροφορίες που συνέλεξε η [OLAF] κατά τη διάρκεια των εσωτερικών ερευνών σχετικά με πράξεις που μπορούν να επισύρουν ποινική δίωξη. Υπό την επιφύλαξη των απαιτήσεων της έρευνας, ενημερώνει ταυτόχρονα το οικείο κράτος μέλος.

3.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 8 και 9 του παρόντος κανονισμού, η [OLAF] δύναται να διαβιβάσει, ανά πάσα στιγμή, στο οικείο θεσμικό όργανο, όργανο ή οργανισμό, τις πληροφορίες που συνέλεξε κατά τη διάρκεια των εσωτερικών ερευνών.»

II.    Το ιστορικό της διαφοράς

7        Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 2 έως 18 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και μπορεί να συνοψισθεί, για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας, ως ακολούθως.

8        Το 1996 η Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Eurostat) δημιούργησε ένα δίκτυο σημείων πώλησης στατιστικών πληροφοριών (datashops). Στα κράτη μέλη, τα εν λόγω datashops, καθόσον στερούνταν νομικής προσωπικότητας, ενσωματώνονταν κατ’ αρχήν στις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες, με εξαίρεση το Βέλγιο, την Ισπανία και το Λουξεμβούργο, όπου τελούσαν υπό τη διαχείριση εμπορικών εταιριών. Για τον σκοπό αυτό, είχαν συναφθεί τριμερείς συμβάσεις μεταξύ της Eurostat, της Υπηρεσίας Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (OPOCE) και της οντότητας στην οποία εντασσόταν το datashop.

9        Από το 1996 έως το 1999 η Planistat Europe, υπό τη διεύθυνση του H.‑P. Charlot, συμμετείχε σε συμβάσεις-πλαίσια συναφθείσες με την Eurostat για την παροχή διαφόρων υπηρεσιών οι οποίες περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, τη διάθεση προσωπικού για τα datashops.

10      Από 1ης Ιανουαρίου 2000 ανατέθηκε στην Planistat Europe η διαχείριση των datashops των Βρυξελλών (Βέλγιο), της Μαδρίτης (Ισπανία) και του Λουξεμβούργου (Λουξεμβούργο). Η ίδια όφειλε να καταβάλει στην Επιτροπή το συνολικό ποσό του κύκλου εργασιών των τριών αυτών datashops.

11      Τον Σεπτέμβριο του 1999 η υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου της Eurostat συνέταξε έκθεση στην οποία αναφέρονταν παρατυπίες στη διαχείριση των datashops από την Planistat Europe.

12      Στις 17 Μαρτίου 2000 η γενική διεύθυνση δημοσιονομικού ελέγχου της Επιτροπής διαβίβασε την εν λόγω έκθεση στην OLAF.

13      Στις 18 Μαρτίου 2003, κατόπιν εσωτερικής έρευνας (IO/2000/4097) με αντικείμενο την εξέταση των λεπτομερών όρων της συγκρότησης του δικτύου datashops, των μηχανισμών χρέωσης, της χρήσης των κονδυλίων χρηματοδότησης και της ενδεχόμενης εμπλοκής υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η OLAF αποφάσισε να κινήσει την εξωτερική έρευνα OF/2002/0510 σχετικά με την Planistat Europe.

14      Στις 19 Μαρτίου 2003 η OLAF διαβίβασε στις γαλλικές δικαστικές αρχές πληροφορίες σχετικά με πράξεις δυνάμενες, κατά την άποψή της, να χαρακτηριστούν ως αξιόποινες στο πλαίσιο της εν εξελίξει έρευνας (στο εξής: σημείωμα της 19ης Μαρτίου 2003). Επί της βάσης αυτής, στις 4 Απριλίου 2003 ο procureur de la République de Paris (εισαγγελέας Παρισιού, Γαλλία) κίνησε ενώπιον του juge d’instruction du tribunal de grande instance de Paris (ανακριτή δικαστή του πρωτοδικείου Παρισιού, Γαλλία) ανακριτική διαδικασία για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και συνέργεια σε απιστία.

15      Στις 16 Μαΐου 2003 η ως άνω διαβίβαση πληροφοριών μνημονεύθηκε στον Τύπο και αποτέλεσε αντικείμενο γραπτών ερωτήσεων που απηύθυναν στην Επιτροπή βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

16      Η Επιτροπή και η OLAF δημοσίευσαν πλείονα ανακοινωθέντα Τύπου, εκ των οποίων μόνο δύο μνημόνευαν την Planistat Europe. Συγκεκριμένα, το ανακοινωθέν Τύπου της Επιτροπής της 9ης Ιουλίου 2003 αναφερόταν για πρώτη φορά στην Planistat Europe, ενώ, στο ανακοινωθέν Τύπου της 23ης Ιουλίου 2003, η Επιτροπή επιβεβαίωνε την απόφασή της να καταγγείλει τις συμβάσεις που είχε συνάψει με την Planistat Europe.

17      Στις 10 Ιουλίου 2003 η Επιτροπή υπέβαλε έγκληση κατά αγνώστων με δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ενώπιον του procureur de la République de Paris (εισαγγελέα Παρισιού) για το αδίκημα της απιστίας και κάθε άλλο αδίκημα που θα μπορούσε να συναχθεί από τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονταν στην έγκληση.

18      Στις 10 Σεπτεμβρίου 2003 απαγγέλθηκαν κατηγορίες εις βάρος του H.‑P. Charlot για απιστία και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος.

19      Στις 23 Ιουλίου 2003 η Επιτροπή κατήγγειλε τις επίμαχες συμβάσεις που είχε συνάψει με την Planistat Europe.

20      Στις 25 Σεπτεμβρίου 2003 η OLAF περάτωσε τόσο την εσωτερική έρευνα IO/2000/4097 όσο και την εξωτερική έρευνα OF/2002/0510.

21      Στις 9 Σεπτεμβρίου 2013 ο juge d’instruction du tribunal de grande instance de Paris (ανακριτής δικαστής του πρωτοδικείου Παρισιού) εξέδωσε διάταξη περί παύσης της ποινικής δίωξης ως προς όλα τα πρόσωπα στα οποία είχε αποδοθεί αξιόποινη πράξη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας που είχε κινηθεί ενώπιον των γαλλικών δικαστικών αρχών, κατά της οποίας η Επιτροπή άσκησε έφεση.

22      Με απόφαση της 23ης Ιουνίου 2014, το cour d’appel de Paris (εφετείο Παρισιού, Γαλλία) απέρριψε την έφεση της Επιτροπής και επικύρωσε την ως άνω διάταξη περί παύσης της ποινικής δίωξης.

23      Με απόφαση της 15ης Ιουνίου 2016, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως της Επιτροπής κατά της απόφασης της 23ης Ιουνίου 2014, περατώνοντας έτσι την ένδικη διαδικασία.

24      Στις 10 Σεπτεμβρίου 2020 οι νυν αναιρεσείοντες απηύθυναν στην Επιτροπή εξώδικη όχληση, με την οποία την καλούσαν να τους καταβάλει το ποσό των 11,6 εκατομμυρίων ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας που προβάλλουν ότι υπέστησαν συνεπεία, μεταξύ άλλων, της έγκλησης που υπέβαλε η Επιτροπή και των ανακοινωθέντων Τύπου που δημοσιεύθηκαν επί του συγκεκριμένου θέματος.

25      Στις 15 Οκτωβρίου 2020 η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα των νυν αναιρεσειόντων καθόσον έκρινε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

III. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

26      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Δεκεμβρίου 2020, η Planistat Europe και ο H.‑P. Charlot άσκησαν αγωγή βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα, αφενός, την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που προβάλλει ότι υπέστη ο H.‑P. Charlot λόγω της διαβίβασης στις εθνικές αρχές από την OLAF πληροφοριών σχετικά με πράξεις δυνάμενες να χαρακτηριστούν ως αξιόποινες καθώς και λόγω της έγκλησης που υπέβαλε η Επιτροπή ενώπιον των αρχών αυτών πριν από την περάτωση της έρευνας της OLAF και, αφετέρου, την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που προβάλλουν αμφότεροι ότι υπέστησαν λόγω της καταγγελίας των συμβάσεων που είχαν συναφθεί μεταξύ της Planistat Europe και της Επιτροπής.

27      Προς στήριξη της αγωγής τους, οι νυν αναιρεσείοντες υποστήριξαν ότι η OLAF και η Επιτροπή είχαν παραβεί το καθήκον επιμέλειας και είχαν παραβιάσει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και του τεκμηρίου αθωότητας, καθώς και ότι προσέβαλαν τα δικαιώματα άμυνας, όπως κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Επικαλούνταν, κατ’ ουσίαν, ότι συνέτρεχε πταίσμα της OLAF και της Επιτροπής, αφενός, λόγω της διαβίβασης στις γαλλικές δικαστικές αρχές πληροφοριών σχετικά με πράξεις δυνάμενες να χαρακτηριστούν ως αξιόποινες και, αφετέρου, λόγω της υποβολής έγκλησης κατ’ αγνώστων, η οποία οδήγησε στην κίνηση ποινικής διαδικασίας εις βάρος τους, και λόγω της αδικαιολόγητης συνέχισης της διαδικασίας αυτής. Κατά τους αναιρεσείοντες, το πταίσμα της OLAF και της Επιτροπής είχε άμεση αιτιώδη συνάφεια με την ηθική βλάβη και την υλική ζημία των οποίων ζητούν, αντιστοίχως, την ικανοποίηση και αποκατάσταση.

28      Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ως άνω αγωγή ως εν μέρει απαράδεκτη, λόγω της πενταετούς παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και εν μέρει αβάσιμη.

IV.    Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

29      Με την αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον με αυτήν, αφενός, κρίθηκε ότι έχει παραγραφεί ένα μέρος της αξίωσης των νυν αναιρεσειόντων και, αφετέρου, απορρίφθηκε η αγωγή αποζημίωσης λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης της Επιτροπής·

–        να δεχθεί τα αιτήματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να αναγνωρίσει δημοσίως ότι υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως ως προς αυτούς και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

30      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

–        να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

V.      Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

31      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 169, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, «[τ]α αιτήματα της αναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτή περιλαμβάνεται στο διατακτικό της». Επιπλέον, κατά το άρθρο 170, παράγραφος 1, του ως άνω Κανονισμού Διαδικασίας, τα αιτήματα της αναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο, αν αυτή κριθεί βάσιμη, την ολική ή μερική αποδοχή των αιτημάτων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, αποκλειομένης της υποβολής νέου αιτήματος.

32      Πλην όμως, το τρίτο αίτημα των αναιρεσειόντων, με το οποίο ζητείται να υποχρεωθεί η Επιτροπή να αναγνωρίσει δημοσίως ότι υπέπεσε σε πλάνη εκτίμησης ως προς αυτούς, δεν έχει ως αντικείμενο ούτε την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου ούτε την αποδοχή των αιτημάτων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, στο μέτρο που, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και επιβεβαιώνεται από το δικόγραφο της αγωγής, το οποίο περιλαμβάνεται στη δικογραφία της πρωτοβάθμιας δίκης που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 167, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι αναιρεσείοντες δεν είχαν υποβάλει τέτοιο αίτημα πρωτοδίκως. Επομένως, το τρίτο αίτημα των αναιρεσειόντων συνιστά νέο αίτημα και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

33      Κατά τα λοιπά, προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τρεις λόγους. Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη καθόσον ερμήνευσε εσφαλμένως το ζημιογόνο γεγονός. Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη σχετικά με τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει το υποστατό των προβαλλομένων ζημιών και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας.

Α.      Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

34      Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος διαιρείται σε δύο σκέλη σχετικά με την ηθική βλάβη και την υλική ζημία, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε την επιχειρηματολογία τους, κρίνοντας, στη σκέψη 36 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι ίδιοι προσήπταν στην Επιτροπή ότι προκάλεσε ηθική βλάβη στον H.‑P. Charlot λόγω της εμπλοκής του στην ποινική διαδικασία ενώπιον των γαλλικών αρχών επιβολής του νόμου, καθώς και υλική ζημία λόγω της καταγγελίας όλων των συμβάσεων που είχαν συναφθεί με την Planistat Europe. Η παραμόρφωση αυτή οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο σε πλάνη κατά τον ορισμό του πταίσματος που συνιστούσε το γενεσιουργό γεγονός των ζημιών των οποίων ζητούν την αποκατάσταση, με συνέπεια να καθίσταται πλημμελής η ανάλυσή του στο σύνολό της, ιδίως δε η σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στην οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή τους ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη.

1.      Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

35      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη καθόσον προσδιόρισε εσφαλμένως το γενεσιουργό γεγονός της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης.

36      Συναφώς, υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε την επιχειρηματολογία τους κρίνοντας ότι η αγωγή τους αφορούσε αποκλειστικώς την ηθική βλάβη που προκλήθηκε λόγω της διαβίβασης του σημειώματος της 19ης Μαρτίου 2003 από την OLAF και όχι εκείνη που προέκυψε από την «ευρεία προβολή στα μέσα ενημέρωσης» της διαβίβασης αυτής. Υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο έσφαλε κατά τον ορισμό του πταίσματος το οποίο συνιστούσε το γενεσιουργό γεγονός των ζημιών των οποίων ζητούν την αποκατάσταση.

37      Συναφώς, από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι, κατά τους αναιρεσείοντες, η OLAF και η Επιτροπή υπέπεσαν σε πλείονα πταίσματα συνιστάμενα, αφενός, σε «ψευδή καταμήνυση», όσον αφορά το σημείωμα της 19ης Μαρτίου 2003, το οποίο απηύθυναν στις γαλλικές δικαστικές αρχές, και, αφετέρου, στην υποβολή έγκλησης με δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής που μνημονεύεται στη σκέψη 17 της παρούσας απόφασης, συνοδευόμενη από ευρεία προβολή στα μέσα ενημέρωσης και από ανακοινωθέν Τύπου με το οποίο «διέρρευσαν» σκοπίμως πληροφορίες σχετικές με το εν λόγω σημείωμα και διατυπώθηκαν «δυσφημιστικές» δηλώσεις. Ο συνδυασμός των πταισμάτων αυτών, κατά τους αναιρεσείοντες, προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη του H.‑P. Charlot, διευθύνοντος της Planistat Europe.

38      Η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία των αναιρεσειόντων εκπορεύεται από εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

β)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

39      Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν οι αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο δεν αγνόησε ότι είχαν προβάλει ηθική βλάβη απορρέουσα από την προβολή στα μέσα ενημέρωσης της διαβίβασης του σημειώματος της 19ης Μαρτίου 2003 από την OLAF. Πράγματι, από τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη την ως άνω προβαλλόμενη ηθική βλάβη, κρίνοντας ότι είχε στιγμιαίο χαρακτήρα και ότι, ως εκ τούτου, είχε παραγραφεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 46 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και των νομολογιακών αρχών που εκτίθενται στις σκέψεις 34 και 35 της απόφασης αυτής. Επομένως, στο μέτρο που, με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της πρωτοδίκως ασκηθείσας αγωγής τους, καθόσον δεν έλαβε υπόψη την προβαλλόμενη ηθική βλάβη η οποία απορρέει από την προβολή του εν λόγω σημειώματος στα μέσα ενημέρωσης, το πρώτο αυτό σκέλος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί ως αβάσιμο.

40      Εάν γίνει δεκτό ότι το εν λόγω πρώτο σκέλος αφορά παραμόρφωση της επιχειρηματολογίας των νυν αναιρεσειόντων, διότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι η προβαλλόμενη ζημία οφειλόταν σε συνδυασμό της διαβίβασης του ίδιου σημειώματος και της προβολής του στα μέσα ενημέρωσης, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και από το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και από το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζονται με ακρίβεια τα επικρινόμενα στοιχεία της απόφασης της οποίας ζητείται η αναίρεση καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν με συγκεκριμένο τρόπο το αίτημα αυτό, διότι άλλως η αναίρεση ή ο οικείος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτα (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, China Chamber of Commerce for Import and Export of Machinery and Electronic Products κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑478/21 P, EU:C:2023:685, σκέψη 162 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Δεν πληροί τις επιταγές περί αιτιολόγησης που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές η αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς να περιλαμβάνει επιχειρήματα αποσκοπούντα ειδικώς στον προσδιορισμό του νομικού σφάλματος που ενέχει ενδεχομένως η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ή διάταξη, περιορίζεται στην επανάληψη ή στην παράθεση των λόγων και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς που ρητώς απορρίφθηκαν από το τελευταίο. Πράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής ή αγωγής που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, PL κατά Επιτροπής, C‑537/21 P, EU:C:2023:363, σκέψη 125 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου εκτέθηκε εσφαλμένως από το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εντούτοις, δεν επισημαίνουν καμία πλάνη περί το δίκαιο απορρέουσα από τη φερόμενη ως εσφαλμένη έκθεση της επιχειρηματολογίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2015, Andechser Molkerei Scheitz κατά Επιτροπής, C‑682/13 P, EU:C:2015:356, σκέψη 59).

43      Ειδικότερα, όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, οι αναιρεσείοντες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα προς αμφισβήτηση της εκτίμησης του Γενικού Δικαστηρίου η οποία εκτίθεται στη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και υπενθυμίζεται στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, ούτε άλλωστε προς αμφισβήτηση των νομολογιακών αρχών που εκτίθενται στις σκέψεις 34 και 35 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

44      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

2.      Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

45      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε ότι το γενεσιουργό γεγονός της προβαλλόμενης υλικής ζημίας απέρρεε από την καταγγελία των συμβάσεων που είχαν συναφθεί μεταξύ της Planistat Europe και της Επιτροπής κατά τη διάρκεια του έτους 2003, ενώ από το δικόγραφο της αγωγής προέκυπτε σαφώς ότι η ζημία αυτή συνίστατο σε απώλεια της αξίας των μεριδίων της εταιρίας καθώς και στην «οικονομική ασφυξία» και τον «οιονεί αφανισμό μιας ακμάζουσας επιχείρησης» λόγω της δυσφημιστικής συμπεριφοράς της OLAF και της Επιτροπής. Η εν λόγω ζημία έχει διαρκή χαρακτήρα, αντιθέτως προς τη στιγμιαίου χαρακτήρα ζημία που προέκυψε από την καταγγελία των ως άνω συμβάσεων. Η εκ μέρους του Cour de cassation (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) επικύρωση στις 15 Ιουνίου 2016 της διάταξης του juge d’instruction du tribunal de grande instance de Paris (ανακριτή δικαστή του πρωτοδικείου Παρισιού) περί παύσης της ποινικής δίωξης, με την οποία επιβεβαιώθηκε η αθωότητα του H.‑P. Charlot, επιτρέπει, εκ των υστέρων, να χαρακτηριστεί η δυσφημιστική αυτή συμπεριφορά ως «παράνομη». Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να αναλύσει με εντελώς διαφορετικό τρόπο το αίτημα αποζημίωσής τους, περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 24 της παρούσας απόφασης, ιδίως όσον αφορά την παραγραφή της αξίωσής τους κατά της Ένωσης λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης.

46      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

β)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

47      Μολονότι είναι αληθές ότι, με το δικόγραφο της αγωγής τους, οι νυν αναιρεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η υλική ζημία την οποία προβάλλουν ότι υπέστησαν συνίστατο σε απώλεια της αξίας των μεριδίων της Planistat Europe καθώς και σε «οικονομική ασφυξία» και «οιονεί αφανισμό μιας ακμάζουσας επιχείρησης» που προέκυψε από τη δυσφημιστική συμπεριφορά της OLAF και της Επιτροπής, εντούτοις, με βάση το ίδιο το κείμενο της αγωγής, η εν λόγω απώλεια αξίας προέκυψε, αφενός, από την αναστολή και, στη συνέχεια, από την καταγγελία των συμβάσεων που είχαν συναφθεί μεταξύ της εταιρίας αυτής και της Επιτροπής, καθώς και, αφετέρου, από την καταγγελία των συμβάσεων που είχαν συναφθεί με άλλους πελάτες. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε την επιχειρηματολογία τους επί του σημείου αυτού και, επομένως, στο μέτρο που αφορά παραμόρφωση της επιχειρηματολογίας των αναιρεσειόντων, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

48      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά την καταγγελία των συμβάσεων που είχαν συναφθεί μεταξύ της εν λόγω εταιρίας και της Επιτροπής, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν απλώς στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, στις σκέψεις 58 έως 61 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η εν λόγω υλική ζημία είχε στιγμιαίο χαρακτήρα, με αποτέλεσμα το αίτημα αποκατάστασης της ζημίας αυτής να έχει παραγραφεί, χωρίς ωστόσο να αναφέρουν, κατά παράβαση της νομολογίας που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 40 και 41 της παρούσας απόφασης, για ποιον λόγο η συλλογιστική αυτή ενείχε πλάνη περί το δίκαιο και, ως εκ τούτου, το μέρος αυτό της αιτήσεως αναιρέσεως αποσκοπεί, μέσω της επανάληψης των επιχειρημάτων που προέβαλαν πρωτοδίκως, στην επανεξέταση της πρωτόδικης αγωγής τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και πρέπει επομένως να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

49      Όσον αφορά την υλική ζημία που προέκυψε από την καταγγελία των συμβάσεων που είχαν συναφθεί με άλλους πελάτες, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι νυν αναιρεσείοντες δεν είχαν προσκομίσει κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει, μεταξύ άλλων, το ακριβές χρονικό σημείο κατά το οποίο επήλθε τέτοια ζημία.

50      Πλην όμως, κατά πάγια νομολογία, όταν το Γενικό Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ή εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο είναι μόνον αρμόδιο να ελέγξει, δυνάμει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ, τη νομική υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών και τις εξ αυτής αντληθείσες έννομες συνέπειες (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2021, NRW.Bank κατά ΕΣΕ, C‑662/19 P, EU:C:2021:846, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συνεπώς, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά, υπό την επιφύλαξη της περίπτωσης παραμόρφωσης των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, νομικό ζήτημα υποκείμενο, καθαυτό, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (απόφαση της 25ης Μαρτίου 2021, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑152/19 P, EU:C:2021:238, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Εφόσον οι αναιρεσείοντες δεν προβάλλουν καμία παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων, η επιχειρηματολογία τους πρέπει επίσης να απορριφθεί ως απαράδεκτη σε σχέση με το σημείο αυτό.

52      Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αβάσιμο και εν μέρει απαράδεκτο.

53      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Β.      Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

54      Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, διαιρείται σε τρία σκέλη, εκ των οποίων το πρώτο αφορά, κατ’ ουσίαν, πλάνη του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της δυσφημιστικής συμπεριφοράς της OLAF και της Επιτροπής έναντι των νυν αναιρεσειόντων, το δεύτερο αφορά πλάνη σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της OLAF, καθόσον ελλείψει επαρκών ενδείξεων διαβίβασε στις γαλλικές αρχές πληροφορίες σχετικά με πράξεις δυνάμενες να χαρακτηριστούν ως αξιόποινες, και το τρίτο αφορά πλάνη σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της Επιτροπής.

1.      Επί της πρώτης αιτίασης του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

55      Με την πρώτη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι δεν συνέτρεχε πταίσμα της OLAF λόγω της διαβίβασης, στις γαλλικές δικαστικές αρχές, πληροφοριών σχετικά με πράξεις δυνάμενες να χαρακτηριστούν ως αξιόποινες.

56      Εξάλλου, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η επίμαχη παρανομία ήταν συνέπεια παράβασης, εκ μέρους της OLAF, της υποχρέωσης επιμέλειας που όφειλε να επιδείξει και ότι σ’ αυτήν εναπέκειτο να επαληθεύσει τις πληροφορίες που διαβίβαζε στις εθνικές αρχές.

57      Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη, στις σκέψεις 82 έως 92 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον έκρινε ότι από το άρθρο 10 και από την αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 1073/1999 προέκυπτε ότι η OLAF δύναται να απευθυνθεί σε δικαστική αρχή, ακόμη και πριν από το πέρας εξωτερικής έρευνας, εφόσον εκτιμά ότι διαθέτει πληροφορίες ή στοιχεία που, ενδεχομένως, δικαιολογούν την έναρξη δικαστικής έρευνας ή συνιστούν αποδεικτικά στοιχεία χρήσιμα για μια τέτοια έρευνα. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η OLAF είχε ήδη στη διάθεσή της στις 19 Μαρτίου 2003 τις πληροφορίες ή τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορούσε να συναχθεί ότι οι επίμαχες πράξεις μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αξιόποινες. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε εσφαλμένως στο συμπέρασμα, στις σκέψεις 90 και 91 της εν λόγω απόφασης, ότι δεν συνέτρεχε πταίσμα της OLAF και, ιδίως, ότι η OLAF δεν είχε παραβιάσει ούτε την αρχή της χρηστής διοίκησης ούτε την αρχή της τήρησης εύλογης προθεσμίας.

58      Κατά τους αναιρεσείοντες, η OLAF, διαβιβάζοντας αναληθείς πληροφορίες στις γαλλικές αρχές, δεν έλαβε επαρκείς προφυλάξεις, γεγονός που συνιστά παράβαση του καθήκοντός της εξακρίβωσης των δεδομένων και, επομένως, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.

59      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η πρώτη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη.

60      Κατά την Επιτροπή, οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν την επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών, χωρίς ωστόσο να προβάλλουν παραμόρφωσή τους και χωρίς να προσδιορίζουν την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο.

61      Επί της ουσίας, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι αναιρεσείοντες είναι αβάσιμα. Όσον αφορά την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι, κατά την ημερομηνία διαβίβασης του σημειώματος της 19ης Μαρτίου 2003, η OLAF είχε στη διάθεσή της επαρκείς πληροφορίες για να προβεί στην εν λόγω διαβίβαση, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έλαβε υπόψη, στις σκέψεις 87 και 89 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αφενός, το γεγονός ότι οι πληροφορίες που περιέχονταν στο σημείωμα αυτό ήταν το αποτέλεσμα έρευνας που είχε αρχίσει κατά τη διάρκεια του 1999 βάσει έκθεσης οικονομικού ελέγχου της Eurostat και, αφετέρου, το γεγονός ότι η έρευνα OF/2002/0510 αποτελούσε την εξωτερική πτυχή της εσωτερικής έρευνας IO/2000/4097.

62      Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι τα γαλλικά δικαστήρια κατέληξαν σε διαφορετικό συμπέρασμα από την OLAF δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την έρευνα της OLAF και δεν αποδεικνύει, αφ’ εαυτού, ότι η OLAF υπέπεσε σε πταίσμα που συνίσταται στην παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης έναντι των αναιρεσειόντων.

β)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

1)      Επί του παραδεκτού

63      Διαπιστώνεται ότι, μολονότι η έκθεση ορισμένων εκ των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν προς στήριξη της πρώτης αιτίασης του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως θα μπορούσε να είναι σαφέστερη, εντούτοις, με τα επιχειρήματα αυτά επιδιώκεται, κατ’ ουσίαν, να τεθεί υπό αμφισβήτηση όχι η εκτίμηση, αυτή καθεαυτήν, των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο, αλλά το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι τα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά δεν επέτρεπαν να θεωρηθεί ότι συνέτρεχε πταίσμα της OLAF λόγω της διαβίβασης πληροφοριών στις γαλλικές δικαστικές αρχές, ήτοι επιδιώκεται να αμφισβητηθεί ο νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών αυτών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο. Σύμφωνα, όμως, με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 50 της παρούσας απόφασης, ο νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί να προβληθεί κατ’ αναίρεση και εμπίπτει στην αρμοδιότητα ελέγχου του Δικαστηρίου.

64      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πρώτη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως είναι παραδεκτή.

2)      Επί της ουσίας

65      Με την πρώτη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι η OLAF δεν παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης όταν ενημέρωσε τις γαλλικές δικαστικές αρχές πριν από την οριστικοποίηση της έκθεσης που καταρτίστηκε κατόπιν της εξωτερικής έρευνας.

66      Επ’ αυτού, υπενθυμίζεται ότι μία από τις προϋποθέσεις ύπαρξης εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, βάσει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, συνίσταται στην απόδειξη κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Μια τέτοια παράβαση υφίσταται όταν συνεπάγεται πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση, εκ μέρους του οικείου θεσμικού οργάνου, των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια. Τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπόψη είναι ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιασθέντος κανόνα καθώς και το εύρος των περιθωρίων εκτίμησης που αφήνει ο παραβιασθείς κανόνας στις αρχές της Ένωσης (απόφαση της 30ής Μαΐου 2017, Safa Nicu Sepahan κατά Συμβουλίου, C‑45/15 P, EU:C:2017:402, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Όπως υπενθύμισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 42 των προτάσεών της, το δικαίωμα στη χρηστή διοίκηση, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, συνεπάγεται υποχρέωση επιμέλειας της Διοίκησης της Ένωσης, η οποία οφείλει να ενεργεί με φροντίδα και φρόνηση, ενώ η παράβαση της υποχρέωσης αυτής συνιστά παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες [πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Masdar (UK) κατά Επιτροπής, C‑47/07 P, EU:C:2008:726, σκέψεις 91 έως 93].

69      Όσον αφορά, ειδικότερα, τις συνέπειες της αρχής της χρηστής διοίκησης και του εγγενούς σε αυτήν καθήκοντος επιμέλειας για τη δυνατότητα της OLAF να διαβιβάζει πληροφορίες στις εθνικές δικαστικές αρχές, από το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1073/1999 προκύπτει ότι «η [OLAF] δύναται να διαβιβάσει, ανά πάσα στιγμή, στις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών πληροφορίες που έχει συλλέξει κατά τη διάρκεια των εξωτερικών ερευνών».

70      Από την αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού αυτού προκύπτει επίσης ότι η εν λόγω ευχέρεια πρέπει να ασκείται υπό το πρίσμα των σκοπών της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και της καταπολέμησης της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

71      Επιπλέον, κατά την αιτιολογική σκέψη 5 του εν λόγω κανονισμού, η ευθύνη της OLAF εκτείνεται, πέραν της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων, στο σύνολο των δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με την ανάγκη της διαφύλαξης των συμφερόντων της Ένωσης από παρατυπίες οι οποίες μπορούν να επισύρουν διοικητική ή ποινική δίωξη. Επομένως, ακριβώς για την επίτευξη των σκοπών αυτών, η OLAF διενεργεί εσωτερικές και εξωτερικές έρευνες, τα αποτελέσματα των οποίων παρουσιάζονται, κατά το άρθρο 9 του ίδιου κανονισμού, σε έκθεση έρευνας που διαβιβάζεται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, σε περίπτωση εξωτερικής έρευνας, ή στο οικείο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό, στην περίπτωση εσωτερικής έρευνας, σύμφωνα, αντιστοίχως, με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου αυτού.

72      Συναφώς, από την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου προκύπτει ότι οι εκθέσεις που συντάσσει η OLAF «αποτελούν, όπως οι διοικητικές εκθέσεις που καταρτίζονται από τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές και υπό τους ιδίους όρους, αποδεικτικά στοιχεία παραδεκτά στις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες του κράτους μέλους, στο οποίο η χρησιμοποίησή τους αποβαίνει αναγκαία».

73      Όπως επιβεβαιώνεται από την αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 1073/1999, τα συμπεράσματα έρευνας της OLAF που περιλαμβάνονται στην τελική έκθεση δεν μπορούν να καταλήξουν αυτομάτως στην κίνηση δικαστικών διαδικασιών, δεδομένου ότι οι αρμόδιες αρχές είναι ελεύθερες να αποφασίζουν ως προς τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην έκθεση αυτή και, ως εκ τούτου, είναι οι μόνες αρχές που έχουν την εξουσία να εκδίδουν αποφάσεις που μπορούν να επηρεάσουν τη νομική κατάσταση των προσώπων ως προς τα οποία η έκθεση συνέστησε την κίνηση τέτοιων διαδικασιών.

74      Πράγματι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 45 των προτάσεών της, τα στοιχεία που προσκομίζει η OLAF μπορούν να συμπληρωθούν και να εξακριβωθούν από τις εθνικές αρχές, οι οποίες διαθέτουν ευρύτερο φάσμα ερευνητικών εξουσιών σε σχέση με την OLAF.

75      Από τις ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτει ότι, μολονότι, ασφαλώς, η OLAF έχει όχι μόνον την ευχέρεια αλλά και την υποχρέωση να διαβιβάζει στις αρμόδιες εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών, ακόμη και πριν από την περάτωση της έρευνάς της και την κατάρτιση της τελικής έκθεσης, κάθε σχετική πληροφορία ικανή να δικαιολογήσει τη λήψη μέτρων από τις αρχές αυτές, συμπεριλαμβανομένης της κίνησης ποινικής έρευνας, γεγονός παραμένει ότι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στο σημείο 47 των προτάσεών της, όταν η OLAF αποφασίζει να προβεί σε μια τέτοια διαβίβαση, πρέπει να λαμβάνει υπόψη την υποχρέωση επιμέλειας που υπέχει, μνημονευθείσα στη σκέψη 68 της παρούσας απόφασης, και να επιδεικνύει σύνεση, στο μέτρο που δεν ενεργεί ως οποιοσδήποτε «μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος» αλλά ως υπηρεσία εξοπλισμένη με εξουσίες έρευνας, και ότι η εν λόγω διαβίβαση πληροφοριών πραγματοποιείται μεταξύ δύο αρχών που διαθέτουν τέτοιες εξουσίες. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι το να επιληφθούν οι εθνικές αρχές μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για την κίνηση δικαστικών διαδικασιών, αστικής και ποινικής φύσης.

76      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η OLAF, προκειμένου να τηρήσει την υποχρέωση επιμέλειας που υπέχει, οφείλει, πριν να διαβιβάσει δυνάμει του κανονισμού 1073/1999 πληροφορίες στις εθνικές αρχές, να βεβαιωθεί, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 10 του κανονισμού αυτού, ότι οι πληροφορίες αυτές είναι αρκούντως ευλογοφανείς και αληθοφανείς ώστε να δικαιολογούν τη λήψη, από τις αρχές αυτές, μέτρων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, συμπεριλαμβανομένης της κίνησης, ενδεχομένως, δικαστικής έρευνας.

77      Εξ αυτού συνάγεται, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 49 των προτάσεών της, ότι, όταν, όπως εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο καλείται να κρίνει αν η OLAF τήρησε την υποχρέωση επιμέλειας που υπέχει όσον αφορά τη διαβίβαση πληροφοριών στις εθνικές αρχές, οφείλει να εξακριβώσει ότι, κατά τον χρόνο της εν λόγω διαβίβασης, η OLAF διέθετε περισσότερα στοιχεία από μια απλή αμφιβολία, χωρίς ωστόσο να κρίνεται αναγκαία η ύπαρξη σαφών αποδείξεων που δεν απαιτούν τη διενέργεια περαιτέρω έρευνας.

78      Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, αφενός, να ελέγξει την αξιοπιστία και το περιεχόμενο των πληροφοριών ή των στοιχείων που περιλαμβάνονταν στο σημείωμα της 19ης Μαρτίου 2003 καθώς και την πρόθεση με την οποία διαβιβάστηκαν οι πληροφορίες ή τα στοιχεία αυτά στις γαλλικές δικαστικές αρχές και, αφετέρου, να καθορίσει αν οι εν λόγω πληροφορίες ή στοιχεία μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κίνηση δικαστικής έρευνας ή να αποτελέσουν χρήσιμα για μια τέτοια έρευνα αποδεικτικά στοιχεία. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να διαπιστώσει αν η OLAF είχε στη διάθεσή της αρκούντως ακριβείς ουσιαστικές ενδείξεις οι οποίες καταδείκνυαν ότι υπήρχαν εύλογες υπόνοιες να θεωρηθεί ότι οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν αφορούσαν πράξεις δυνάμενες να χαρακτηριστούν ως αξιόποινες.

79      Το Γενικό δικαστήριο όμως διαπίστωσε, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αφενός, ότι από το σημείωμα της 19ης Μαρτίου 2003 προέκυπτε ότι οι πληροφορίες που περιέχονταν σε αυτό ήταν το αποτέλεσμα έρευνας που είχε αρχίσει βάσει έκθεσης εσωτερικού ελέγχου της Eurostat του Σεπτεμβρίου 1999, ήτοι σχεδόν τριάμισι έτη νωρίτερα, και, αφετέρου, ότι το εν λόγω σημείωμα εξέθετε το θεσμικό πλαίσιο στο οποίο εντασσόταν, παρουσίαζε το ιστορικό των πραγματικών περιστατικών τα οποία αφορούσε η έρευνα εκκινώντας από τη δημιουργία του δικτύου datashops κατά τα έτη 1995 και 1996, εξηγούσε τις οικονομικές σχέσεις εντός του δικτύου αυτού και εξέθετε λεπτομερώς τις διαπιστώσεις που έγιναν κατά τη διάρκεια της έρευνας. Στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η OLAF διέθετε ήδη, στις 19 Μαρτίου 2003, πληροφορίες ή στοιχεία βάσει των οποίων μπορούσε να συναχθεί ότι οι επίμαχες πράξεις μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως αξιόποινες.

80      Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλεγξε ούτε την αξιοπιστία και το περιεχόμενο των πληροφοριών ή των στοιχείων που περιλαμβάνονταν στο σημείωμα της 19ης Μαρτίου 2003, ούτε την πρόθεση με την οποία διαβιβάστηκαν στις γαλλικές δικαστικές αρχές, ούτε αν οι εν λόγω πληροφορίες ή στοιχεία μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κίνηση δικαστικής έρευνας ή να αποτελέσουν χρήσιμα για μια τέτοια έρευνα αποδεικτικά στοιχεία. Στο μέτρο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

81      Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή.

2.      Επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

82      Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη την ύπαρξη ψευδούς καταμήνυσης στην οποία προέβησαν η OLAF και η Επιτροπή, η οποία εμπίπτει στην έννοια της δυσφήμισης και συνιστά συγχρόνως ποινικό αδίκημα και αδικοπραξία σε 25 από τις 27 χώρες της Ένωσης. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 74 και 76 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι νυν αναιρεσείοντες στηρίχθηκαν, προκειμένου να προβάλουν την ύπαρξη ψευδούς καταμήνυσης, σε διατάξεις του γαλλικού ποινικού δικαίου, στη νομολογία των γαλλικών δικαστηρίων καθώς και στη γαλλική νομική θεωρία. Το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει τα επιχειρήματα των αναιρεσειόντων υπό το πρίσμα του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και του δικαιώματος στη χρηστή διοίκηση που κατοχυρώνονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 7 και 41 του Χάρτη. Ως προς το ζήτημα αυτό, επίκληση της γαλλικής νομολογίας σχετικά με την ψευδή καταμήνυση έγινε μόνο χάριν παραδείγματος, προκειμένου να καταδειχθεί ότι εξαιτίας του εν λόγω πταίσματος παραβιάζονται οι γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών.

83      Η Επιτροπή διατείνεται ότι τα επιχειρήματα αυτά είναι απαράδεκτα διότι δεν προβλήθηκαν πρωτοδίκως. Κατά την άποψή της, στο πλαίσιο του δικογράφου της αγωγής των νυν αναιρεσειόντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οι ίδιοι υποστήριξαν την ύπαρξη ψευδούς καταμήνυσης παραπέμποντας ρητώς στον γαλλικό ποινικό κώδικα και στη σχετική εθνική νομολογία. Στο δικόγραφο της αγωγής τους δεν περιλαμβάνεται καμία επιχειρηματολογία σχετικά με την ύπαρξη δυσφήμισης η οποία παραβιάζει γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, από την αγωγή δεν προκύπτει κανένα επιχείρημα σχετικό με την ύπαρξη δυσφήμισης κατά παράβαση διάταξης ή γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης. Εν πάση περιπτώσει, τα εν λόγω επιχειρήματα είναι αβάσιμα, καθόσον η ψευδής καταμήνυση προϋποθέτει ότι ο δράστης του εγκλήματος γνωρίζει ότι τα γεγονότα που αποκαλύπτει είναι ψευδή με πρόθεση πρόκλησης βλάβης, πράγμα που οι αναιρεσείοντες δεν απέδειξαν στην προκειμένη περίπτωση.

β)      Εκτίμηση του Δικαστηρίου

84      Όσον αφορά το παραδεκτό του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, αν οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμό που δεν έχουν προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, θα μπορούσαν να υποβάλουν στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα στο πλαίσιο αναίρεσης είναι περιορισμένη, διαφορά με περιεχόμενο ευρύτερο της διαφοράς που εκδίκασε το Γενικό Δικαστήριο. Πράγματι, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως περιορίζεται στην αξιολόγηση της νομικής λύσης που δόθηκε σχετικά με τους ισχυρισμούς που συζητήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, Casa Regina Apostolorum della Pia Società delle Figlie di San Paolo κατά Επιτροπής, C‑492/21 P, EU:C:2023:354, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85      Εντούτοις, εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, οι νυν αναιρεσείοντες υποστήριξαν, με το δικόγραφο της αγωγής τους, ότι η ψευδής καταμήνυση που ήταν αποτέλεσμα της διαβίβασης των επίμαχων πληροφοριών στις γαλλικές δικαστικές αρχές συνοδευόταν από δυσφημιστική ανακοίνωση λόγω των διαρροών στον Τύπο σχετικά με τη διαβίβαση αυτή καθώς και ότι προέβαλαν ρητώς ως προς το ζήτημα αυτό προσβολή, ιδίως, του δικαιώματος στη χρηστή διοίκηση, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, καθώς και των δικαιωμάτων άμυνας, του δικαιώματος στο τεκμήριο αθωότητας και την παράβαση της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας, που επίσης κατοχυρώνονται στον Χάρτη.

86      Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής σχετικά με το παραδεκτό του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.

87      Όσον αφορά το βάσιμο του ισχυρισμού αυτού, επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 74 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι νυν αναιρεσείοντες στηρίχθηκαν σε διατάξεις του γαλλικού ποινικού δικαίου, στη νομολογία των γαλλικών δικαστηρίων καθώς και στη σχετική γαλλική θεωρία. Εντούτοις, έκρινε, στη σκέψη 75 της απόφασης αυτής, ότι, μολονότι είναι αληθές ότι τα δικαστήρια της Ένωσης έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφαίνονται επί των αγωγών αποζημίωσης για ζημία καταλογιζόμενη στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, η ερμηνεία και το νομικό πλαίσιο στο γαλλικό ποινικό δίκαιο των πραγματικών περιστατικών που προβάλλουν οι νυν αναιρεσείοντες δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στη σκέψη 76 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ως αλυσιτελή τα επιχειρήματα των νυν αναιρεσειόντων περί ψευδούς καταμήνυσης.

88      Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στο σημείο 83 των προτάσεών της, η συλλογιστική αυτή του Γενικού Δικαστηρίου στηρίζεται σε προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία του δικογράφου της αγωγής. Πράγματι, από το δικόγραφο αυτό προκύπτει, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 85 της παρούσας απόφασης, ότι οι νυν αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους που αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της OLAF και της Επιτροπής λόγω ψευδούς καταμήνυσης, γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, το δικαίωμα στη χρηστή διοίκηση που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη. Οι αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν μεν το γαλλικό δίκαιο προς στήριξη της επιχειρηματολογίας αυτής, αλλά τούτο έγινε προδήλως εν είδει παραδείγματος και μόνον.

89      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απορρίπτοντας ως αλυσιτελή την ως άνω επιχειρηματολογία.

90      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.

91      Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν η δεύτερη αιτίαση του δεύτερου σκέλους του λόγου αυτού και το τρίτο σκέλος του ίδιου λόγου αναιρέσεως καθώς και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, στο μέτρο που, με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κατά το μέρος που αφορούσε την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία προέβαλε ότι υπέστη ο H.‑P. Charlot λόγω της ποινικής διαδικασίας που είχε κινηθεί εναντίον του ενώπιον των γαλλικών δικαστικών αρχών. Η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

VI.    Επί της αναπομπής της υπόθεσης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

92      Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

93      Εν προκειμένω, όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης της πρώτης αιτίασης του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στις σκέψεις 82 έως 92 και 104 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον δεν εξέτασε ούτε την αξιοπιστία και το περιεχόμενο των πληροφοριών και των στοιχείων που περιλαμβάνονται στο σημείωμα της 19ης Μαρτίου 2003, ούτε την πρόθεση με την οποία διαβιβάστηκαν στις γαλλικές δικαστικές αρχές, ούτε αν οι εν λόγω πληροφορίες ή στοιχεία μπορούσαν να δικαιολογήσουν την κίνηση δικαστικής έρευνας ή να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία χρήσιμα για μια τέτοια έρευνα. Εξάλλου, από την εξέταση του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στις σκέψεις 74 έως 76 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον απέρριψε ως αλυσιτελή την επιχειρηματολογία των νυν αναιρεσειόντων με την οποία προσήπταν στην OLAF και στην Επιτροπή την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης.

94      Όμως, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται κατάφωρη παράβαση κανόνα του δικαίου της Ένωσης, χωρίς να εξετάσει τις λοιπές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς για τη στοιχειοθέτηση εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης [πρβλ. αποφάσεις της 19ης Απριλίου 2007, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, C‑282/05 P, EU:C:2007:226, σκέψη 57, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 108].

95      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπό κρίση διαφορά σχετικά με το αίτημα ικανοποίησης της ηθικής βλάβης που προβάλλει ότι υπέστη ο H.‑P. Charlot λόγω της ποινικής διαδικασίας που είχε κινηθεί εναντίον του ενώπιον των γαλλικών δικαστικών αρχών δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση και ότι η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να μπορέσει να εξετάσει εκ νέου την ενδεχόμενη ύπαρξη κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου της Ένωσης η οποία να στοιχειοθετεί εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης. Αν από την εξέταση αυτή προκύψει η ύπαρξη τέτοιας παράβασης, θα εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει τις λοιπές αναγκαίες προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης.

VII. Επί των δικαστικών εξόδων

96      Δεδομένης της αναπομπής της υπόθεσης στο Γενικό Δικαστήριο, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα σχετικά με την παρούσα αναιρετική διαδικασία δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6ης Απριλίου 2022, Planistat Europe και Charlot κατά Επιτροπής (T735/20, EU:T:2022:220), στο μέτρο που με την απόφαση αυτή το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή καθόσον αφορούσε το αίτημα ικανοποίησης της ηθικής βλάβης που προβάλλει ότι υπέστη ο Hervé-Patrick Charlot λόγω της ποινικής διαδικασίας που είχε κινηθεί εναντίον του ενώπιον των γαλλικών δικαστικών αρχών.

2)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

3)      Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Regan

Csehi

Ilešič

Jarukaitis

 

Γρατσίας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιανουαρίου 2024.

Ο Γραμματέας

 

Ο πρόεδρος του πέμπτου τμήματος

A. Calot Escobar

 

E. Regan


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.