Language of document : ECLI:EU:T:2006:241

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 6ης Σεπτεμβρίου 2006 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως του εικονιστικού σήματος FIRST DEFENSE AEROSOL PEPPER PROJECTOR – Σχετικός λόγος απαραδέκτου – Άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού ΕΚ 40/94 – Συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος»

Στην υπόθεση T‑6/05,

DEF-TEC Defense Technology GmbH, εδρεύουσα στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον H. Daniel, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον D. Botis,

καθού,

έτερος διάδικος ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου,

Defense Technology Corporation of America, εδρεύουσα στο Jacksonville, Φλόριντα (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους G. Würtenberger και R. Kunze, δικηγόρους,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 8ης Νοεμβρίου 2004 (υπόθεση R 493/2002‑2), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ DEF-TEC Defense Technology GmbH και Defense Technology Corporation of America,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, N. J. Forwood και Σ. Παπασάββα, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την προσφυγή που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Ιανουαρίου 2005,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Απριλίου 2005,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως του ΓΕΕΑ που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Ιουνίου 2005,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 7ης Μαρτίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

1        Το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού ΕΚ 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει ότι, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου του σήματος, η καταχώριση κοινοτικού σήματος είναι απαράδεκτη όταν τη ζητάει ο ειδικός πληρεξούσιος ή ο αντιπρόσωπος του δικαιούχου του σήματος, ιδίω ονόματι και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου, εκτός εάν ο εν λόγω ειδικός πληρεξούσιος ή αντιπρόσωπος δικαιολογήσει την πράξη του.

2        Οι κανόνες 17, 55, 61, 65, 79 και 96 του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1, στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός), είναι οι ακόλουθοι:

«Κανόνας 17

Γλώσσες που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία ανακοπής

1. Όταν το δικόγραφο της ανακοπής δεν κατατίθεται στη γλώσσα της αίτησης για καταχώριση κοινοτικού σήματος αν η γλώσσα αυτή είναι μια από τις γλώσσες του Γραφείου, ή στη δεύτερη γλώσσα που αναφέρεται στην αίτηση, ο ανακόπτων υποβάλλει μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής μετάφραση του δικογράφου της ανακοπής σε μία από τις γλώσσες αυτές.

2. Όταν τα αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της ανακοπής που προβλέπονται από τον κανόνα 16, παράγραφοι 1 και 2, δεν κατατίθενται στη γλώσσα της διαδικασίας ανακοπής, ο ανακόπτων υποβάλλει μετάφραση αυτών των αποδεικτικών στοιχείων στην εν λόγω γλώσσα μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής ή, ενδεχομένως, μέσα στην προθεσμία που τάσσει το Γραφείο σύμφωνα με τον κανόνα 16, παράγραφος 3.

[…]

Κανόνας 55

Υπογραφή, όνομα, σφραγίδα

1. Κάθε απόφαση, ανακοίνωση ή επίδοση του Γραφείου αναφέρουν το τμήμα ή την υπηρεσία του Γραφείου καθώς και το όνομα ή τα ονόματα του αρμόδιου υπαλλήλου ή υπαλλήλων. Υπογράφονται από τον αρμόδιο υπάλληλο ή υπαλλήλους ή, αντί για υπογραφή, φέρουν τον τύπο ή επίθεση της σφραγίδας του Γραφείου.

2. Ο πρόεδρος του Γραφείου μπορεί να ορίσει άλλα μέσα αναγνώρισης του τμήματος ή της υπηρεσίας του Γραφείου και του ονόματος του αρμόδιου υπαλλήλου ή των υπαλλήλων ή ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί άλλο μέσο αναγνώρισης πλην της σφραγίδας, όταν οι αποφάσεις, οι ανακοινώσεις ή οι επιδόσεις διαβιβάζονται με τηλεγράφημα, τηλέτυπο, τηλεομοιοτυπία ή άλλα τεχνικά μέσα επικοινωνίας.

[…]

Κανόνας 61

Γενικές διατάξεις που ισχύουν για τις κοινοποιήσεις

1. Στις διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου αποτελεί αντικείμενο κοινοποίησης εκ μέρους του Γραφείου είτε το πρωτότυπο του εγγράφου, είτε επικυρωμένο αντίγραφο ή αντίγραφο το οποίο φέρει τη σφραγίδα του Γραφείου, είτε έντυπο που παράγεται από υπολογιστή και φέρει αυτή τη σφραγίδα. Τα αντίγραφα των εγγράφων που υποβάλλουν οι διάδικοι δεν χρειάζονται θεώρηση από το Γραφείο.

2. Η κοινοποίηση πραγματοποιείται:

α)      ταχυδρομικώς σύμφωνα με τον κανόνα 62·

β)      με άμεση επίδοση σύμφωνα με τον κανόνα 63·

γ)      με κατάθεση στην ταχυδρομική θυρίδα στο Γραφείο σύμφωνα με τον κανόνα 64·

δ)      με τηλεομοιοτυπία και άλλα τεχνικά μέσα σύμφωνα με τον κανόνα 65·

ε)      με κοινοποίηση σύμφωνα με τον κανόνα 66.

[…]

Κανόνας 65

Κοινοποίηση με τηλεομοιοτυπία και άλλα τεχνικά μέσα

1. Η κοινοποίηση με τηλεομοιοτυπία πραγματοποιείται με διαβίβαση είτε του πρωτοτύπου είτε αντιγράφου του προς κοινοποίηση εγγράφου, όπως προβλέπεται από τον κανόνα 61, παράγραφος 1. Τις λεπτομέρειες αυτής της διαβίβασης καθορίζει ο πρόεδρος του Γραφείου.

2. Τις λεπτομέρειες της κοινοποίησης με άλλα τεχνικά μέσα επικοινωνίας καθορίζει ο πρόεδρος του Γραφείου.

[…]

Κανόνας 79

Κοινοποιήσεις εγγράφως ή με άλλα μέσα

Οι αιτήσεις για καταχώριση κοινοτικού σήματος καθώς και κάθε άλλη αίτηση που προβλέπεται από τον κανονισμό και όλες οι άλλες κοινοποιήσεις που απευθύνονται στο Γραφείο υποβάλλονται με τον ακόλουθο τρόπο:

α)      με υπογεγραμμένο πρωτότυπο του σχετικού εγγράφου που διαβιβάζεται στο Γραφείο ταχυδρομικά, παραδίδεται προσωπικά ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο τα συνημμένα έγγραφα που υποβάλλονται δεν χρήζουν υπογραφής·

β)      διαβιβάζεται ένα υπογεγραμμένο πρωτότυπο με τηλεομοιοτυπία σύμφωνα με τον κανόνα 80·

γ)      με τηλετύπημα ή τηλεγράφημα σύμφωνα με τον κανόνα 81·

δ)      διαβιβάζεται το περιεχόμενο της κοινοποίησης με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τον κανόνα 82.

[…]

Κανόνας 96

Γραπτή διαδικασία

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 115, παράγραφοι 4 και 7, του κανονισμού και αν δεν προβλέπεται άλλως από τους παρόντες κανόνες στη γραπτή διαδικασία ενώπιον του Γραφείου, τα μέρη μπορούν να χρησιμοποιούν οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες του Γραφείου. Αν η επιλεγείσα γλώσσα δεν είναι η γλώσσα της διαδικασίας, εντός μηνός από την ημερομηνία υποβολής του πρωτοτύπου, το ενδιαφερόμενο μέρος υποβάλλει μετάφραση στη γλώσσα αυτή. Εφόσον ο καταθέτης κοινοτικού σήματος είναι ο μοναδικός διάδικος στις διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε για την κατάθεση της αίτησης κοινοτικού σήματος δεν είναι μια από τις γλώσσες του γραφείου, η μετάφραση μπορεί επίσης να υποβληθεί στη δεύτερη από τις γλώσσες που αναφέρονται από τον καταθέτη στην αίτησή του.

2. Εφόσον στους παρόντες κανόνες δεν προβλέπεται άλλως, έγγραφα που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε διαδικασίες ενώπιον του Γραφείου υποβάλλονται σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Εφόσον η γλώσσα των εν λόγω εγγράφων δεν είναι η γλώσσα της διαδικασίας, το Γραφείο μπορεί να τάξει προθεσμία για την υποβολή μετάφρασης στη γλώσσα αυτή ή, κατ’ επιλογήν του διαδίκου, σε οποιαδήποτε από τις γλώσσες του Γραφείου.»

3        Κατά το άρθρο 1 της αποφάσεως EX‑97‑1 του προέδρου του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), της 1ης Απριλίου 1997, για τον καθορισμό της μορφής των αποφάσεων, ανακοινώσεων και κοινοποιήσεων του ΓΕΕΑ όταν μια απόφαση, ανακοίνωση ή κοινοποίηση του ΓΕΕΑ διαβιβάζεται με τηλεαντίγραφο, ο προσδιορισμός του οργάνου ή του τμήματος του ΓΕΕΑ καθώς και το όνομα του υπευθύνου εκπροσώπου ή των εκπροσώπων αρκεί, αν η ονομασία του οργάνου ή του τμήματος αναφέρεται στην επικεφαλίδα και αν στο τέλος της αποφάσεως, ανακοινώσεως ή κοινοποιήσεως αναφέρεται το πλήρες όνομα του υπευθύνου εκπροσώπου ή εκπροσώπων. Η ένδειξη του ονόματος ή των ονομάτων μπορεί να συνοδεύεται από ομοίωμα της υπογραφής του υπευθύνου εκπροσώπου ή εκπροσώπων.

 Ιστορικό της διαφοράς

4        Στις 16 Σεπτεμβρίου 1997 η εταιρία DEF-TEC Defense Technology GmbH υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο ΓΕΕΑ βάσει του κανονισμού 40/94.

5        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εικονιστικό σήμα FIRST DEFENSE AEROSOL PEPPER PROJECTOR που εικονίζεται κατωτέρω:

Image not foundImage not found

6        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στις κλάσεις 5, 8 και 13 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών ενόψει καταχωρίσεως των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί. Τα προϊόντα ανταποκρίνονται, για καθεμιά από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        «παρασκευάσματα φαρμακευτικά, κτηνιατρικά και προϊόντα υγιεινής· διαιτητικές ουσίες για ιατρικές χρήσεις, παιδικές τροφές· έμπλαστρα, υλικά επιδέσμων· υλικά σφραγίσεως δοντιών και οδοντιατρικό κερί· απολυμαντικά· παρασκευάσματα για την καταπολέμηση επιβλαβών ζώων και ζωυφίων· μυκητοκτόνα, παρασιτοκτόνα», υπαγόμενα στην κλάση 5·

–        «χειροκίνητα εργαλεία και μηχανήματα χειρός· όργανα κοπής, πιρούνια και κουτάλια· αιχμηρά όπλα· ξυράφια», υπαγόμενα στην κλάση 8·

–        «πυροβόλα όπλα, πυρομαχικά και βλήματα, αέρια και άλλα επιθετικά ή αμυντικά όπλα», υπαγόμενα στην κλάση 13.

7        H αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο Κοινοτικών Σημάτων αριθ. 93/1998 της 7ης Δεκεμβρίου 1998.

8        Τον Οκτώβριο του 1996 η εταιρία Defense Technology Corporation of America, εδρεύουσα στο Jacksonville, αγόρασε το ενεργητικό της εταιρίας Defense Technology Corporation of America, που διέπεται από το δίκαιο της αμερικανικής Πολιτείας Wyoming (στο εξής: εταιρία του Wyoming). Κατ’ αυτόν τον τρόπο η παρεμβαίνουσα απέκτησε το σήμα FIRST DEFENSE.

9        Στις 8 Μαρτίου 1999 η παρεμβαίνουσα άσκησε ανακοπή βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 κατά της ζητουμένης καταχωρίσεως.

10      Προς στήριξη της ανακοπής η παρεμβαίνουσα επικαλέστηκε ιδίως το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 υποστηρίζοντας ότι η προσφεύγουσα ήταν εκπρόσωπός της κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και είχε ζητήσει χωρίς τη συγκατάθεσή της την καταχώριση σημείου σχεδόν πανομοιότυπου με τη σειρά εμπορικών σημάτων που έχουν καταχωρισθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, δικαιούχος των οποίων είναι η παρεμβαίνουσα. Εν προκειμένω, η ανακοπή στηρίχτηκε στα αμερικανικά σήματα FIRST DEFENSE, για τα οποία έχουν γίνει οι ακόλουθες καταχωρίσεις:

–        καταχώριση αριθ. 1 763 666, της 6ης Απριλίου 1993, του λεκτικού σήματος FIRST DEFENSE για «αμυντικό μη εκρηκτικό όπλο υπό τη μορφή οργανικού ερεθιστικού αερίου συσκευασμένου σε δοχείο ψεκασμού», υπαγόμενο στην κλάση 13·

–        καταχώριση αριθ. 1 885 967, της 28ης Μαρτίου 1995, του εικονιστικού σήματος που συνίσταται σε αναπαράσταση ιπταμένου αετού για προϊόντα της κλάσεως 13·

–        καταχώριση αριθ. 1 792 165, της 7ης Σεπτεμβρίου 1993, του εικονιστικού σήματος DEF-TEC PRODUCTS που εμφανίζεται εντός τριγωνικού σχήματος για σειρά προϊόντων της κλάσεως 13.

11      Με απόφαση της 21ης Μαρτίου 2002, το τμήμα ανακοπών δέχτηκε εν μέρει την ανακοπή του μέτρου που στηρίχτηκε στο άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 και απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος για τα «λευκά όπλα», τα υπαγόμενα στην κλάση 8, και τα «πυρομαχικά, βλήματα, συσκευές ψεκασμού ερεθιστικών ουσιών, άλλα αντικείμενα για επίθεση ή άμυνα», τα υπαγόμενα στην κλάση 13.

12      Στις 21 Μαΐου 2002 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ βάσει των άρθρων 57 έως 59 του κανονισμού 40/94 κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

13      Με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2004 (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή και καταδίκασε την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Αιτήματα των διαδίκων

14      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

15      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως·

–        να απορρίψει την προσφυγή όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως αν θεωρεί σκόπιμο να διατηρήσει τη λύση που έδωσε η προσβαλλομένη απόφαση με διαφορετικό συλλογισμό και, στην περίπτωση αυτή, να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα·

–        επικουρικώς να δεχτεί την προσφυγή μόνο βάσει του δευτέρου λόγου ακυρώσεως και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον των τμημάτων προσφυγών και να καταδικάσει έκαστο διάδικο στα δικαστικά του έξοδα.

16      Η παρεμβαίνουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Στο πλαίσιο της προσφυγής της η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζει ότι η απόφαση του τμήματος ανακοπών, που δεν υπογράφεται δεόντως, πάσχει ακυρότητα. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλομένη απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε ακυρότητα της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών

 Επιχειρήματα των διαδίκων

18      Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η απόφαση του τμήματος ανακοπών που της κοινοποιήθηκε μόνο με τηλεαντίγραφο είναι άκυρη. Συγκεκριμένα δεν υπάρχει υπογραφή των μελών του εν λόγω τμήματος που την εξέδωσε. Όπως προκύπτει όμως από τον κανόνα 79, στοιχείο α΄ και β΄, του εκτελεστικού κανονισμού, ένας τρόπος διαβιβάσεως των ανακοινώσεων του ΓΕΕΑ είναι η διαβίβαση με τηλεομοιοτυπία υπογεγραμμένου πρωτοτύπου. Το γεγονός ότι το στοιχείο αυτό δεν προβλήθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών δεν συνεπάγεται απόρριψη του συμπεράσματος ότι η απόφαση του τμήματος ανακοπών είναι άκυρη.

19      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι αυτός ο λόγος είναι απαράδεκτος στο μέτρο που η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να κηρύξει άκυρη την απόφαση του τμήματος ανακοπών. Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι η προσφεύγουσα επικαλείται αυτόν τον λόγο για πρώτη φορά, δεδομένου ότι δεν αμφισβήτησε το κύρος της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Αν υποτεθεί ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι ακυρωτέα καθόσον το τμήμα προσφυγών όφειλε να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως την παράβαση ουσιώδους τύπου που επηρεάζει τη νομιμότητα της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο. Συγκεκριμένα, το ΓΕΕΑ παρατηρεί ότι οι κανόνες 55, 61 και 65 του εκτελεστικού κανονισμού έχουν εφαρμογή εν προκειμένω. Κατά το ΓΕΕΑ, ο κανόνας 55, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού εξουσιοδοτεί τον πρόεδρο του ΓΕΕΑ να επιτρέψει τη χρήση διαφόρων μέσων κοινοποιήσεως των αποφάσεων του ΓΕΕΑ χωρίς να απαιτείται αναγκαστικά η υπογραφή των μελών του τμήματος που εκδίδει την απόφαση, ακριβώς δε προς τούτο εκδόθηκε η απόφαση EX‑97‑1. Κατόπιν αυτού, μια απόφαση του ΓΕΕΑ που περιλαμβάνει τυπωμένα τα ονόματα των μελών του τμήματος ανακοπών που την εξέδωσε ανταποκρίνεται σε όλες τις τυπικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοσή της.

20      Η παρεμβαίνουσα φρονεί ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

–       Επί του παραδεκτού

21      Βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, προσφυγή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή χωρεί μόνο κατά των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών. Συνεπώς, στο πλαίσιο τέτοιας προσφυγής, παραδεκτοί είναι μόνον οι ισχυρισμοί που στρέφονται κατά της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών [απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 2005, Τ-303/03, Lidl Stiftung κατά ΓΕΕΑ – REWE Zentral (Salvita), Συλλογή 2005, σ. Ι-1917, σκέψη 59].

22      Ωστόσο, η έκταση του ελέγχου που οφείλει να πραγματοποιήσει το τμήμα προσφυγών έναντι της αποφάσεως κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή δεν προσδιορίζεται καταρχήν μόνον από τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο προσφεύγων. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν ο προσφεύγων δεν προέβαλε κάποιον ισχυρισμό, το τμήμα προσφυγών υποχρεούται και πάλι να εξετάσει, υπό το φως όλων των σχετικών νομικών και πραγματικών στοιχείων, αν η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε νόμιμα ή όχι [βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, T‑308/01, Henkel κατά ΓΕΕΑ – LHS (UK) (KLEENCARE), Συλλογή 2003, σ. II‑3253, σκέψη 29, και της 1ης Φεβρουαρίου 2005, T‑57/03, SPAG κατά ΓΕΕΑ – Dann και Backer (HOOLIGAN), Συλλογή 2005, σ. II‑287, σκέψη 18].

23      Εν προκειμένω όμως, η προσφεύγουσα προβάλλει ενώπιον του Πρωτοδικείου την ακυρότητα της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών λόγω ελλείψεως υπογραφής. Καίτοι αυτός ο λόγος ακυρώσεως δεν προβλήθηκε ενώπιον του τμήματος προσφυγών και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται παράβαση των εφαρμοστέων τυπικών κανόνων, το τμήμα προσφυγών όφειλε να τον λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως.

24      Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προβάλλουν το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να εξετάσει αν το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως ενδεχομένη παράβαση ουσιώδους τύπου την οποία φέρεται συνιστώσα η έλλειψη υπογραφής της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

–       Επί της ουσίας

25      Προκαταρκτικώς, διαπιστώνεται ότι ο εκτελεστικός κανονισμός περιέχει τις εφαρμοστέες εν προκειμένω δικονομικές διατάξεις. Αντίθετα με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο κανόνας 79, στοιχεία α΄ και β΄, του εκτελεστικού κανονισμού δεν έχει εφαρμογή, δεδομένου ότι αφορά τη διαβίβαση ανακοινώσεων στο ΓΕΕΑ. Οι κανόνες 55, 61 και 65 του εκτελεστικού κανονισμού αφορούν τις ανακοινώσεις που προέρχονται από το ΓΕΕΑ και, κατά συνέπεια, είναι οι διατάξεις που πρέπει να εφαρμοστούν εν προκειμένω.

26      Από τον κανόνα 55 του εκτελεστικού κανονισμού προκύπτει ότι κάθε απόφαση, ανακοίνωση ή επίδοση του ΓΕΕΑ αναφέρουν το τμήμα ή την υπηρεσία του ΓΕΕΑ καθώς και το όνομα ή τα ονόματα του αρμοδίου υπαλλήλου ή υπαλλήλων. Υπογράφονται από τον αρμόδιο υπάλληλο ή υπαλλήλους ή αντί για υπογραφή φέρουν τον τύπο ή επίθεση της σφραγίδας του ΓΕΕΑ, ενώ ο πρόεδρος του ΓΕΕΑ μπορεί, κατά τα λοιπά, να επιτρέψει άλλα μέσα αναγνώρισης του τμήματος ή της υπηρεσίας του ΓΕΕΑ όταν οι αποφάσεις, οι ανακοινώσεις ή οι επιδόσεις διαβιβάζονται με τηλέτυπο ή άλλα τεχνικά μέσα επικοινωνίας. Ο κανόνας 61, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, του εκτελεστικού κανονισμού θεωρεί έγκυρες τις κοινοποιήσεις αποφάσεων που γίνονται με τηλεομοιοτυπία, ενώ τις λεπτομέρειες της κοινοποίησής τους καθορίζει ο πρόεδρος του ΓΕΕΑ σύμφωνα με τον κανόνα 65, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 1 της αποφάσεως EX‑97‑1 αρκεί να υπάρχει στην επικεφαλίδα η ονομασία του τμήματος ή της υπηρεσίας και στο τέλος της αποφάσεως κοινοποιήσεως ή επιδόσεως το πλήρες όνομα του αρμοδίου εκπροσώπου ή εκπροσώπων.

27      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η απόφαση του τμήματος περιέχει, αφενός, τον προσδιορισμό του τμήματος και της υπηρεσίας του ΓΕΕΑ που την εξέδωσε και, αφετέρου, τα ονόματα των αρμοδίων υπαλλήλων. Κατά συνέπεια, η κοινοποίηση με τηλεαντίγραφο της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών χωρίς υπογραφή ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του εκτελεστικού κανονισμού και της αποφάσεως EX‑97‑1. Κατά συνέπεια, η προσβαλλομένη απόφαση κοινοποιήθηκε νομοτύπως στην προσφεύγουσα.

28      Για τον λόγο αυτό, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

29      Η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι ο πρόεδρος της εταιρίας του Wyoming, Oliver, είχε δώσει, με δήλωση της 1ης Ιουνίου 1996, σαφή συγκατάθεση προς την προσφεύγουσα να προβεί στην επίδικη αίτηση καταχώρισης σήματος. Κατά συνέπεια, η αγορά του ενεργητικού της εταιρίας Wyoming δεν μετεβίβασε κανένα δικαίωμα επί του σήματος στην παρεμβαίνουσα όσον αφορά τα σήματα που καλύπτει η δήλωση της 1ης Ιουνίου 1996, από τα οποία δικαιώματα πραγματοποιήθηκε παραίτηση πριν από τη σύναψη της συμφωνίας εξαγοράς.

30      Η προσφεύγουσα παρατηρεί επίσης ότι η παρεμβαίνουσα ουδέποτε επιχείρησε να αμφισβητήσει τη συγκατάθεση που έδωσε ο Oliver και απλώς περιορίστηκε να υποστηρίξει ότι δεν την γνώριζε. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο Oliver ίσως δεν πληροφόρησε την παρεμβαίνουσα σχετικά με τη δήλωση της 1ης Ιουνίου 1996 δεν μπορεί να αντιταχτεί στην προσφεύγουσα, η οποία φρονεί ότι δεν είχε την υποχρέωση να εξετάσει αν ο Oliver είχε αποκαλύψει την ύπαρξη της δήλωσης της 1ης Ιουνίου 1996. Συγκεκριμένα, αυτή η ενδεχομένη έλλειψη πληροφόρησης δεν αφορά τους συμβαλλομένους στη σύμβαση εξαγοράς του ενεργητικού της εταιρίας του Wyoming, οι οποίοι πρέπει να επιδείξουν επιμέλεια όσον αφορά τη σύναψη της συμφωνίας αυτής.

31      Εξάλλου, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι καμία διάταξη του κανονισμού 40/94 δεν ορίζει ότι η διάρκεια ισχύος μιας συγκατάθεσης περιορίζεται χρονικά. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η αίτηση καταχωρίσεως υποβλήθηκε μόλις το 1997 δεν επηρεάζει το κύρος της δοθείσας συγκατάθεσης. Επιπλέον, το τμήμα προσφυγών κακώς στήριξε την άποψή του στη διαπίστωση ότι είναι ασυνήθιστη η χαριστική εκχώρηση δικαιωμάτων επί του σήματος, δεδομένου ότι η διαπίστωση αυτή ανάγεται σε θεωρήσεις εμπορικής φύσεως που είναι ξένες με τη σφαίρα αρμοδιότητάς του. Τέλος, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η δήλωση συγκατάθεσης συνιστά επαρκές έρεισμα για την κατάθεση του ζητουμένου σήματος, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94.

32      Το ΓΕΕΑ συμμερίζεται την άποψη της προσφεύγουσας όσον αφορά τη δήλωση της 1ης Ιουνίου 1996 θεωρώντας ότι η δήλωση αυτή περιέχει σαφή συγκατάθεση του τότε δικαιούχου του σήματος που έδινε το δικαίωμα στην προσφεύγουσα να ζητήσει την καταχώριση του συγκεκριμένου σήματος στην Ευρώπη. Επιπλέον, αν υποτεθεί ότι ο Oliver δεν ενημέρωσε την παρεμβαίνουσα ως προς την ύπαρξη της δήλωσης, το στοιχείο αυτό δεν επηρεάζει το κύρος της δοθείσας συγκατάθεσης. Στο μέτρο που η προσβαλλομένη απόφαση δεν αναγνώρισε το κύρος της συγκατάθεσης που ελήφθη την 1η Ιουνίου 1996, το τμήμα προσφυγών κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα. Ωστόσο, η πλάνη αυτή δεν συνεπάγεται ακυρότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

33      Συγκεκριμένα, το ΓΕΕΑ φρονεί ότι η παρεμβαίνουσα δεν δεσμεύεται από τη συγκατάθεση του προέδρου της εταιρίας του Wyoming. Εν πάση περιπτώσει, το ΓΕΕΑ φρονεί ότι το ζήτημα αν η παρεμβαίνουσα δεσμεύεται από τη συγκατάθεση του προηγουμένου δικαιούχου εξαρτάται από την ερμηνεία των σχετικών συμβατικών ρητρών καθώς και από τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν τα μέρη, και δη υπό το φως του εφαρμοστέου αμερικανικού δικαίου των συμβάσεων. Όμως, το αλλοδαπό δίκαιο αποτελεί πραγματικό ζήτημα που δεν εξετάστηκε από το τμήμα προσφυγών και για τον λόγο αυτόν το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να μορφώσει συμπέρασμα επί πραγματικών στοιχείων που δεν αξιολογήθηκαν με την προσβαλλομένη απόφαση.

34      Πρώτον, και αν υποτεθεί ότι η συγκατάθεση εξακολούθησε να υφίσταται μετά την εξαγορά του ενεργητικού της εταιρίας του Wyoming από την παρεμβαίνουσα, το ΓΕΕΑ φρονεί ότι πρέπει να εξεταστεί αν η συγκατάθεση πρέπει ή όχι να θεωρηθεί ανακληθείσα κατά την ημέρα που έληξαν οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ της προσφεύγουσας και της παρεμβαίνουσας. Συναφώς, το ΓΕΕΑ παρατηρεί ότι η δήλωση της 1ης Ιουνίου 1996 συνιστά παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής κατά της αιτήσεως καταχωρίσεως του συγκεκριμένου σήματος, όπως αυτή που άσκησε η προσφεύγουσα, και όχι εκχώρηση δικαιωμάτων υπό στενή έννοια. Η παραίτηση όμως αυτή μπορεί να προκύπτει από μονομερή δήλωση που δεσμεύει μόνο το πρόσωπο που την πραγματοποιεί και γι’ αυτόν τον λόγο παράγει αποτελέσματα μόνο μεταξύ των μερών. Εν πάση περιπτώσει, αν γίνει δεκτό ότι η λήξη των εμπορικών σχέσεων με τον εκπρόσωπο αίρει τον λόγο υπάρξεως της συγκατάθεσης, τότε η συγκατάθεση παύει να υπάρχει μετά την εν λόγω εξαγορά.

35      Δεύτερον, και αν υποτεθεί ότι η συγκατάθεση έπαυσε να υπάρχει μετά την εξαγορά του ενεργητικού της εταιρίας του Wyoming από την παρεμβαίνουσα, το ΓΕΕΑ φρονεί ότι πρέπει τότε να εξεταστεί αν η προσφεύγουσα μπορούσε να προβάλει βάσιμο λόγο ικανό να αντισταθμίσει την έλλειψη συγκατάθεσης. Το ΓΕΕΑ παρατηρεί ότι το τμήμα προσφυγών φαίνεται ότι δέχτηκε ότι η προσφεύγουσα γνώριζε, ή τουλάχιστον όφειλε να γνωρίζει, ότι η παρεμβαίνουσα δεν είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη της δηλώσεως του Ιουνίου του 1996, δεδομένου εξάλλου ότι η τελευταία δεν είχε την υποχρέωση να αποδείξει ότι η δήλωση αυτή δεν τη δεσμεύει. Η προσφεύγουσα δηλαδή όφειλε να την ενημερώσει σχετικά ή να της γνωστοποιήσει την επιθυμία της να καταθέσει την αίτηση καταχωρίσεως, η δε προσβαλλομένη απόφαση αναγνωρίζει την κακή πίστη με την οποία ενήργησε η προσφεύγουσα. Για τον λόγο αυτό η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι σιώπησε ηθελημένα έναντι της παρεμβαίνουσας, έχασε τη δυνατότητα να ισχυριστεί ότι κατέθεσε την αίτηση με τη συγκατάθεση του δικαιούχου. Εν πάση περιπτώσει, η ανακοπή που άσκησε η παρεμβαίνουσα αποδεικνύει ότι ουδόλως δέχεται την αίτηση καταχωρίσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα.

36      Κατά συνέπεια, το ΓΕΕΑ φρονεί ότι το Πρωτοδικείο πρέπει να απορρίψει την υπό κρίση προσφυγή αν θεωρεί σκόπιμο να διατηρήσει τη λύση της προσβαλλομένης αποφάσεως με άλλη συλλογιστική ή, αν δεν θεωρεί ότι πρέπει να το πράξει, να δεχθεί την προσφυγή μόνο για τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

37      Η παρεμβαίνουσα υπενθυμίζει εξάλλου ότι η προσφεύγουσα οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη έγκυρης συγκατάθεσης του δικαιούχου του σήματος. Εξάλλου, η παρεμβαίνουσα παρατηρεί ότι το Πρωτοδικείο δεν πρέπει να λάβει υπόψη τη δήλωση της 1ης Ιουνίου 1996, διότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε μετάφρασή της στα αγγλικά που είναι εν προκειμένω η γλώσσα διαδικασίας που επελέγη ενώπιον του ΓΕΕΑ, παρά μόνο στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Κατά τον κανονισμό 40/94, όμως, και τον εκτελεστικό κανονισμό, αν η απόδειξη δεν προσκομιστεί στη γλώσσα διαδικασίας, ο διάδικος που την επικαλείται πρέπει να προσκομίσει μετάφραση στη γλώσσα διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, και παρά την παράβαση αυτή του κανονισμού 40/94, η δήλωση της 1ης Ιουνίου 1996 δεν αποδεικνύει την ύπαρξη έγκυρης συγκατάθεσης του Oliver, τέλος δε, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι η αίτηση καταχωρίσεως που υπέβαλε στηρίζεται σε βάσιμο λόγο.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

38      Το άρθρο 8, παράγραφος 3, σκοπεί να αποτρέψει την καταστρατήγηση σήματος από τον αντιπρόσωπο του δικαιούχου του, δεδομένου ότι ο τελευταίος μπορεί να εκμεταλλευτεί τις γνώσεις και την πείρα που απέκτησε όσο διαρκούσε η εμπορική σχέση με τον δικαιούχο και συνεπώς να αποκομίσει αδικαιολόγητα όφελος από τις προσπάθειες και την επένδυση που πραγματοποίησε ο ίδιος ο δικαιούχος του σήματος.

39      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ενώπιον του Πρωτοδικείου την ιδιότητά της ως αντιπροσώπου του δικαιούχου του σήματος, πρέπει να εξεταστεί αν είχε λάβει τη συγκατάθεση του δικαιούχου του σήματος που της έδινε το δικαίωμα να υποβάλει την αίτηση καταχωρίσεως.

40      Συγκεκριμένα, όσον αφορά την ύπαρξη σαφούς, ακριβούς και άνευ αιρέσεων συγκαταθέσεως του δικαιούχου του σήματος που δίνει το δικαίωμα στην προσφεύγουσα να υποβάλει την επίδικη αίτηση καταχωρίσεως, υπενθυμίζεται ότι το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι από τη δήλωση της 1ης Ιουνίου 1996 δεν προκύπτει τέτοια συγκατάθεση.

41      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει με τα υπομνήματά του ότι το τμήμα προσφυγών κακώς θεώρησε ότι η δήλωση της 1ης Ιουνίου 1996 δεν περιείχε σαφή, ακριβή και άνευ αιρέσεων συγκατάθεση. Συναφώς, υπενθυμίζεται, όσον αφορά τη δικονομική θέση του ΓΕΕΑ, ότι με την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, Τ-379/03, Peek & Cloppenburg κατά Επιτροπής (Cloppenburg) (που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 22), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το ΓΕΕΑ δεν υποχρεούται να υπερασπίζεται συστηματικώς κάθε προσβαλλόμενη απόφαση των τμημάτων προσφυγών ή να ζητεί υποχρεωτικώς την απόρριψη κάθε προσφυγής στρεφομένης κατά τέτοιας αποφάσεως [απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2004, Τ-107/02, GE Betz κατά ΓΕΕΑ – Atofina Chemicals (BIOMATE), Συλλογή 2004, σ. ΙΙ-1845, σκέψη 34]. Ωστόσο, δεν μπορεί να ζητήσει την ακύρωση είτε τη μεταρρύθμιση της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών επί σημείου που δεν προβάλλεται με την προσφυγή ή να προβάλει ισχυρισμούς που δεν προβάλλονται με την προσφυγή (βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2004, C-106/03 P, Vedial κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2004, σ. Ι-9573, σκέψη 34).

42      Εξ αυτού προκύπτει ότι το ΓΕΕΑ δικαιούται να αποστασιοποιηθεί από τη συλλογιστική που ακολούθησε το τμήμα προσφυγών προβάλλοντας νομικές απόψεις διαφορετικές αυτών που διατυπώνει η προσβαλλομένη απόφαση, υπό τον όρο ότι τα επιχειρήματα που αναπτύσσει το ΓΕΕΑ δεν εξομοιώνονται με νέους λόγους ακυρώσεως.

43      Όσον αφορά το επιχείρημα της παρεμβαίνουσας ότι το τμήμα προσφυγών δεν έπρεπε να λάβει υπόψη τη δήλωση της 1ης Ιουνίου 1996 διότι δεν ήταν μεταφρασμένη στη γλώσσα διαδικασίας, τη στιγμή που το τμήμα αυτό απέρριψε έγγραφα που είχε προσκομίσει η παρεμβαίνουσα διότι δεν υπήρχε μετάφραση, διαπιστώνεται ότι ο αποκλεισμός των εγγράφων αυτών αποφασίστηκε κατ’ εφαρμογήν του κανόνα 17, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού. Ακριβώς όμως ο κανόνας αυτός συνιστά παρέκκλιση από το γλωσσικό καθεστώς που εφαρμόζεται γενικώς όσον αφορά την προσκόμιση και τη χρήση των εγγράφων στις διαδικασίες ενώπιον του ΓΕΕΑ, όπως αυτό περιγράφεται στον κανόνα 96, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, και κατά το οποίο, όταν τα έγγραφα αυτά δεν έχουν συνταχθεί στη γλώσσα διαδικασίας, το ΓΕΕΑ μπορεί να ζητήσει την προσκόμιση μεταφράσεως στη γλώσσα αυτή ή, κατ’ επιλογήν του διαδίκου, σε οποιαδήποτε από τις γλώσσες του Γραφείου εντός της προθεσμίας που τάσσει ο κανόνας 17, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού. Επομένως, ο κανόνας 17, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού βαρύνει τον διάδικο που κινεί διαδικασία inter partes περισσότερο απ’ ό,τι, συνήθως, τους διαδίκους στις ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασίες. Η διαφορά αυτή δικαιολογείται με την ανάγκη να τηρούνται πλήρως η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και της ισότητας των όπλων στις διαδικασίες inter partes [απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουνίου 2002, Τ-232/00, Chef Revival USA κατά ΓΕΕΑ – Massagué Marín (Chef), Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-2749, σκέψη 42].

44      Όσον αφορά τη μετάφραση συμπληρωματικών εγγράφων, αυτή παραμένει στη διακριτική ευχέρεια του ΓΕΕΑ και δη σύμφωνα με τον κανόνα 96, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα τήρησε την απαίτηση του κανόνα 96, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού, διότι κατέθεσε προσφυγή στη γερμανική και προσκόμισε μετάφραση στην αγγλική εντός της ταχθείσας προθεσμίας (σκέψεις 11 και 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το γεγονός ότι το τμήμα προσφυγών δεν θεώρησε αναγκαίο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 96, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού, να λάβει μετάφραση της δήλωσης της 1ης Ιουνίου 1996, δηλαδή εγγράφου που προσαρτήθηκε στην προσφυγή, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, δεδομένου ότι οι παράγραφοι 1 και 2 του κανόνα 96 του εκτελεστικού κανονισμού καλύπτουν περιπτώσεις αντικειμενικά διαφορετικές.

45      Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της δηλώσεως της 1ης Ιουνίου 1996, διαπιστώνεται ότι αυτή αναφέρει ότι η εταιρία του Wyoming παραιτείται ρητά από όλα τα δικαιώματα («expressly waives all of the rights») επί του σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση για την Ευρώπη. Εξάλλου, το παράρτημα στη δήλωση της 1ης Ιουνίου 1996, του οποίου την προσκόμιση επέτρεψε το τμήμα προσφυγών, ανέφερε σαφώς ποια σήματα καλύπτει η δήλωση αυτή.

46      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η προσφεύγουσα και η εταιρία του Wyoming τελούσαν υπό πραγματική και αποτελεσματική εμπορική σχέση όταν έγινε η δήλωση της 1ης Ιουνίου 1996, το στοιχείο δε αυτό είναι ικανό να εξηγήσει γιατί ο προηγούμενος δικαιούχος αποφάσισε να δώσει τη συγκατάθεση αυτή χωρίς οικονομικό αντιστάθμισμα. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι μια τέτοια συμφωνία μπορεί να είναι ενδεχομένως άτυπη δεν μπορεί αφ’ εαυτού να ανακινήσει το ζήτημα, όπως υπέθεσε το γραφείο προσφυγών, του κύρους της δοθείσας συγκατάθεσης.

47      Όσον αφορά την ενδεχόμενη παράλειψη του Oliver να ενημερώσει την παρεμβαίνουσα για την ύπαρξη της δηλώσεως της 1ης Ιουνίου 1996, η παράλειψη αυτή δεν θίγει το κύρος της συγκατάθεσης που δόθηκε κατά την ημερομηνία εκείνη.

48      Συνεπώς, η συγκατάθεση που δόθηκε προς την προσφεύγουσα τον Ιούνιο του 1996 πρέπει να θεωρηθεί σαφής, ακριβής και άνευ αιρέσεων κατά την ημερομηνία εκείνη.

49      Όσον αφορά το ζήτημα αν η συγκατάθεση εξακολουθούσε να είναι έγκυρη κατά την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως, δηλαδή στις 16 Σεπτεμβρίου 1997, διαπιστώνεται ότι η αλλαγή του δικαιούχου του σήματος επήλθε μεταξύ της ημέρας κατά την οποία δόθηκε η συγκατάθεση και της ημέρας κατά την οποία υποβλήθηκε η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι αφού το τμήμα προσφυγών θεώρησε ότι η δήλωση της 1ης Ιουνίου 1996 δεν περιείχε συγκατάθεση σαφή, ακριβή και άνευ αιρέσεων που δίνει το δικαίωμα στην προσφεύγουσα να υποβάλει την επίδικη αίτηση καταχωρίσεως σήματος, δεν εξέτασε το ζήτημα αν η συγκατάθεση αυτή εξακολούθησε να υπάρχει μετά την εξαγορά του ενεργητικού της εταιρίας του Wyoming. Δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό, η επίλυση του οποίου συνδέεται στενά με το δίκαιο που πρέπει να εφαρμοστεί στις νομικές και εμπορικές σχέσεις μεταξύ των μερών, δεν εξετάστηκε κατά την ενώπιον του ΓΕΕΑ διαδικασία, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να αποφανθεί επ’ αυτού.

50      Συγκεκριμένα, το τμήμα προσφυγών όφειλε να εξετάσει βάσει του δικαίου που διέπει τις νομικές και εμπορικές σχέσεις μεταξύ των μερών αν, και ενδεχομένως κατά πόσο, οι σχέσεις αυτές εξακολούθησαν να υπάρχουν μετά την εξαγορά του ενεργητικού της εταιρίας του Wyoming, έτσι ώστε η παρεμβαίνουσα είχε υποκατασταθεί στα δικαιώματα και ενδεχομένως στις υποχρεώσεις του προηγουμένου δικαιούχου του σήματος. Στο πλαίσιο αυτό όφειλε να εξετάσει ειδικότερα αν η συγκατάθεση που δόθηκε στην προσφεύγουσα την 1η Ιουνίου 1996 εξακολούθησε να υπάρχει μετά την εξαγορά του ενεργητικού της εταιρείας του Wyoming. Αν εξακολούθησε να υπάρχει, το εν λόγω τμήμα όφειλε να εξετάσει αν κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως του επιδίκου σήματος η παρεμβαίνουσα δεσμευόταν ή όχι από τη συγκατάθεση αυτή. Αν υποτεθεί ότι η παρεμβαίνουσα δεν δεσμευόταν πλέον από τη συγκατάθεση, το τμήμα προσφυγών όφειλε τότε να εξετάσει αν η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να επικαλεστεί βάσιμο λόγο ικανό να αντισταθμίσει την έλλειψη συγκατάθεσης.

51      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός καθόσον το τμήμα προσφυγών αγνόησε το κύρος της συγκατάθεσης της 1ης Ιουνίου 1996 και η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

52      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν έχει διατυπώσει σχετικό αίτημα ο νικήσας διάδικος. Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικά του έξοδα καθώς και στα έξοδα της προσφεύγουσας, εκτός αυτών που αφορούν την παρέμβαση, σύμφωνα με το αίτημά της. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν ζήτησε να καταδικαστεί η παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα, πράγμα που μπορούσε ακόμη να πράξει κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πρέπει να φέρει τα έξοδα τα σχετικά με την παρέμβαση.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του δευτέρου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), της 8ης Νοεμβρίου 2004 (υπόθεση R 493/2002‑2).

2)      Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά του έξοδα καθώς και τα έξοδα της προσφεύγουσας, εκτός των σχετικών με την παρέμβαση.

3)      Η προσφεύγουσα φέρει τα δικαστικά της έξοδα τα σχετικά με την παρέμβαση.

4)      Η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Pirrung

Forwood

Παπασάββας

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Σεπτεμβρίου 2006.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      J. Pirrung


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.