Language of document : ECLI:EU:T:2022:281

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 11ης Μαΐου 2022 (*)

«Ίδιοι πόροι της Ένωσης – Δημοσιονομική ευθύνη κράτους μέλους – Εισαγωγικοί δασμοί – Καταβολή στην Επιτροπή των ποσών που αντιστοιχούν σε μη εισπραχθέντες ιδίους πόρους – Αγωγή λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού της Ένωσης – Υποχρεώσεις κράτους μέλους στον τομέα των ιδίων πόρων – Υποχρέωση εγγύησης – Απαλλαγή από την υποχρέωση απόδοσης των αντιστοιχούντων σε βεβαιωθέντες δασμούς ποσών που δηλώθηκαν ως μη ανακτήσιμα»

Στην υπόθεση T‑151/20,

Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, J. Vláčil και O. Serdula,

ενάγουσα,

υποστηριζόμενη από

το Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από τους S. Baeyens και J.‑C. Halleux,

και από

τη Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

παρεμβαίνοντα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον T. Materne και την P. Němečková,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή, δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ, με αίτημα την απόδοση ποσού 40 482 255 τσεχικών κορωνών (CZK) το οποίο καταβλήθηκε για ιδίους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Α. Μαρκουλλή, πρόεδρο, J. Schwarcz και R. Norkus (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: R. Ūkelytė, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Νοεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Υπόμνηση τωνκρίσιμων πραγματικών περιστατικών

1        Κατά το χρονικό διάστημα από 2 έως 26 Νοεμβρίου 2007, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) πραγματοποίησε κοινοτική αποστολή διοικητικής συνεργασίας και έρευνας στο Λάος, στην οποία συμμετείχε εκπρόσωπος των τσεχικών τελωνειακών αρχών (στο εξής: αποστολή ελέγχου). Η έρευνα αφορούσε εξακριβώσεις σχετικές με την εισαγωγή αναπτήρων τσέπης με πυρόλιθο, οι οποίοι λειτουργούν με αέριο και δεν ξαναγεμίζουν (στο εξής: αναπτήρες τσέπης), σε διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από το Λάος, μεταξύ των ετών 2004 και 2007. Στις 15 Νοεμβρίου 2007 συντάχθηκε έγγραφο με τίτλο «agreed joint minutes», το οποίο υπογράφηκε από όλα τα μέλη της αποστολής καθώς και από τις αρμόδιες αρχές του Λάος (στο εξής: πρακτικό της 15ης Νοεμβρίου 2007).

2        Στις 30 Μαΐου 2008, σε συνέχεια της αποστολής ελέγχου, η OLAF κατάρτισε έκθεση περάτωσης της αποστολής (στο εξής: έκθεση της OLAF). Στις 9 Ιουλίου 2008, η εν λόγω έκθεση διαβιβάστηκε στην Τσεχική Δημοκρατία, στην απόδοσή της στην αγγλική, τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα.

3        H τελική έκθεση έρευνας εγκρίθηκε από την OLAF στις 10 Δεκεμβρίου 2008.

4        Από τα συμπεράσματα της έκθεσης της OLAF προκύπτει ότι, κατά την καλυπτόμενη από την έκθεση περίοδο, η Baide lighter Industry (LAO) Co., Ltd. (στο εξής: εταιρία BAIDE) εισήγαγε αναπτήρες τσέπης καταγωγής Κίνας, τους οποίους, ωστόσο, παρουσίασε στο τελωνείο ως προερχόμενους από το Λάος, αποφεύγοντας, ως εκ τούτου, την επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται στους αναπτήρες τσέπης κινεζικής καταγωγής.

5        Η έκθεση της OLAF ανέφερε, συναφώς, ότι «τα στοιχεία που αποδεικνύουν την κινεζική καταγωγή, τα οποία εξακριβώθηκαν κατά τον έλεγχο, [επαρκούσαν] ώστε τα κράτη μέλη να κινήσουν διοικητική διαδικασία δημοσιονομικής διόρθωσης». Κατά την εν λόγω έκθεση, ήταν αναγκαίο «τα κράτη μέλη να διενεργήσουν λογιστικούς ελέγχους και, ενδεχομένως, έρευνες σχετικά με τους συγκεκριμένους εισαγωγείς και να κινήσουν, επειγόντως, διαδικασία είσπραξης, αν αυτό δεν [είχε] ήδη γίνει».

6        Τα συμπεράσματα της έκθεσης της OLAF αφορούσαν, μεταξύ άλλων, 28 περιπτώσεις στις οποίες αναπτήρες τσέπης εισήχθησαν από την εταιρία BAIDE στην Τσεχική Δημοκρατία και τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ 26ης Σεπτεμβρίου 2005 και 1ης Μαρτίου 2007 (στο εξής: επίμαχες εισαγωγές).

7        Τα αρμόδια τσεχικά τελωνεία έλαβαν δημοσιονομικά μέτρα διόρθωσης και είσπραξης στις περιπτώσεις αυτές.

8        Εντούτοις, δεν κατέστη δυνατή, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η έκδοση διορθωτικής πράξης και η είσπραξη των βεβαιωθέντων δασμών.

9        Κατά την περίοδο από τις 22 Σεπτεμβρίου 2008 έως τις 18 Φεβρουαρίου 2009, τα ποσά που αντιστοιχούσαν στις βεβαιωθείσες, αλλά όχι ακόμη εισπραχθείσες, απαιτήσεις, όσον αφορά τις επίμαχες εισαγωγές, καταχωρίσθηκαν στα προβλεπόμενα για τον σκοπό αυτό λογιστικά βιβλία, καλούμενα λογιστικά βιβλία B, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1150/2000 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2000, για την εφαρμογή της απόφασης 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ για το σύστημα των ιδίων πόρων των Κοινοτήτων (ΕΕ 2000, L 130, σ. 1).

10      Στη συνέχεια, κατά το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου του 2013 και Νοεμβρίου του 2014, η Τσεχική Δημοκρατία κατέγραψε, σύμφωνα με την εφαρμοστέα ρύθμιση, στο πληροφοριακό σύστημα WOMIS (Write-Off Management and Information System) τις περιπτώσεις αδυναμίας είσπραξης του ποσού των ιδίων πόρων της Ένωσης.

11      Με έγγραφο της 20ής Ιανουαρίου 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενημέρωσε την Τσεχική Δημοκρατία, κατόπιν αιτήματος της τελευταίας περί απαλλαγής της από την υποχρέωση απόδοσης των ιδίων πόρων της Ένωσης οι οποίοι μνημονεύονται στη σκέψη 10 ανωτέρω, ότι οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1150/2000 δεν πληρούνταν σε καμία από τις εν λόγω περιπτώσεις. Η Επιτροπή κάλεσε τις τσεχικές αρχές να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να πιστώσουν στον λογαριασμό του θεσμικού αυτού οργάνου το ποσό των 53 976 340 τσεχικών κορωνών (CZK), το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη δέκατη ένατη ημέρα του δεύτερου μήνα που έπεται του μήνα αποστολής του εν λόγω εγγράφου. Η Επιτροπή πρόσθεσε ότι τυχόν καθυστέρηση θα συνεπαγόταν την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 του κανονισμού 1150/2000.

12      Στις 17 Μαρτίου 2015, η Τσεχική Δημοκρατία κατέβαλε το 75 % του ποσού που αναφέρεται στη σκέψη 11 ανωτέρω στον προβλεπόμενο προς τούτο λογαριασμό της Επιτροπής, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων είσπραξης που αντιστοιχούν στο 25 % του εν λόγω ποσού, δηλαδή ποσό ύψους 40 482 255 CZK (στο εξής: επίδικο ποσό).

13      Με έγγραφο της 27ης Φεβρουαρίου 2015, η Τσεχική Δημοκρατία διατύπωσε επιφυλάξεις επισημαίνοντας στην Επιτροπή ότι επρόκειτο για υπό όρους καταβολή, με την επιφύλαξη του βασίμου των απαιτήσεων της τελευταίας, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο επιβάρυνσης με τους προβλεπόμενους στο άρθρο 11 του κανονισμού 1150/2000 τόκους.

14      Με έγγραφα της 4ης και της 21ης Μαΐου 2015, η Επιτροπή απάντησε στο από 27 Φεβρουαρίου 2015 έγγραφο.

15      Η μνημονευόμενη στη σκέψη 12 ανωτέρω καταβολή συμπληρώθηκε, στις 22 Δεκεμβρίου 2016, με δεύτερη καταβολή ανερχόμενη σε ποσοστό 5 % του εν λόγω ποσού, δηλαδή στο ποσό των 2 698 817 CZK, το οποίο αντιστοιχούσε στη διαφορά ως προς το ποσό κάλυψης των εξόδων είσπραξης η οποία οφειλόταν στη μείωση του συντελεστή από 25 % σε 20 % κατόπιν αναδρομικής τροποποίησης της εφαρμοστέας ρύθμισης.

 Προγενέστερη ένδικη διαδικασία 

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Μαρτίου 2015, η Τσεχική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή με αίτημα να ακυρωθεί το από 20 Ιανουαρίου 2015 έγγραφο της Επιτροπής.

17      Με τη διάταξη της 28ης Ιουνίου 2018, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (T‑147/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:395), η προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, στο μέτρο που στρεφόταν κατά πράξεως μη δυνάμενης να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

18      Με την απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (C‑575/18 P, EU:C:2020:530), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της διατάξεως της 28ης Ιουνίου 2018, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (T‑147/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:395).

19      Το Δικαστήριο διευκρίνισε, στη σκέψη 81 της εν λόγω απόφασης, τα ακόλουθα:

«[Ό]ταν ένα κράτος μέλος έχει θέσει στη διάθεση της Επιτροπής ποσό ιδίων πόρων της Ένωσης διατυπώνοντας επιφυλάξεις ως προς το βάσιμο της θέσης του θεσμικού αυτού οργάνου και όταν η διαδικασία διαλόγου [την οποία εναπόκειται στην Επιτροπή να διεξαγάγει με το κράτος αυτό, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, προκειμένου να αποσαφηνίσει τις αντίστοιχες θέσεις τους και να καθορίσει τις υποχρεώσεις που υπέχει το κράτος μέλος,] δεν κατέστησε δυνατή την περάτωση της διαφοράς μεταξύ [του τελευταίου] και του θεσμικού οργάνου, το κράτος μέλος αυτό έχει τη δυνατότητα να ζητήσει αποζημίωση λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού της Ένωσης και, ενδεχομένως, να ασκήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σχετική αγωγή.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Μαρτίου 2020, η Τσεχική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

21      Στις 7 Σεπτεμβρίου 2020, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως.

22      Με δικόγραφα τα οποία κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, στις 8 και στις 16 Ιουλίου 2020 αντιστοίχως, η Δημοκρατία της Πολωνίας και το Βασίλειο του Βελγίου ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Τσεχικής Δημοκρατίας.

23      Με αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 2020, η πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε τις παρεμβάσεις αυτές.

24      Η Δημοκρατία της Πολωνίας και το Βασίλειο του Βελγίου κατέθεσαν υπομνήματα παρεμβάσεως στις 30 Νοεμβρίου 2020.

25      Οι διάδικοι κατέθεσαν παρατηρήσεις επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Βασιλείου του Βελγίου εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Η Επιτροπή κατέθεσε, επίσης, παρατηρήσεις επί του υπομνήματος παρεμβάσεως της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

26      Η Τσεχική Δημοκρατία κατέθεσε το υπόμνημα απαντήσεως στις 27 Νοεμβρίου 2020 και η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως στις 18 Ιανουαρίου 2021.

27      Με έγγραφο της 15ης Μαρτίου 2021, η ενάγουσα υπέβαλε αίτημα διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, δυνάμει του άρθρου 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

28      Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 7ης Σεπτεμβρίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να προσκομίσει την τελική έκθεση έρευνας της OLAF η οποία εγκρίθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2008 και έθεσε γραπτές ερωτήσεις στους κύριους διαδίκους. Η Τσεχική Δημοκρατία και η Επιτροπή απάντησαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

29      Η Τσεχική Δημοκρατία δήλωσε, απαντώντας σε μία από τις ερωτήσεις που της τέθηκαν, ότι παραιτείται από τα αιτήματά της για απόδοση του ποσού των 2 698 817 CZK το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 15 ανωτέρω.

30      Με έγγραφο της 1ης Οκτωβρίου 2021, το Βασίλειο του Βελγίου δήλωσε ότι δεν θα παραστεί στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

31      Με έγγραφο της 13ης Οκτωβρίου 2021, η Δημοκρατία της Πολωνίας δήλωσε ότι δεν θα παραστεί στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

32      Οι κύριοι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απάντησαν σε προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Νοεμβρίου 2021.

33      Κατόπιν της μερικής παραίτησης περί της οποίας γίνεται λόγος στη σκέψη 29 ανωτέρω, η Τσεχική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της επιστρέψει το επίδικο ποσό λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού της Ένωσης·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

34      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αγωγή·

–        να καταδικάσει την Τσεχική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

35      Το Βασίλειο του Βελγίου και η Δημοκρατία της Πολωνίας ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να κάνει δεκτή την αγωγή.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της αγωγής και επί των προϋποθέσεων άσκησης αγωγής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού

36      Η Τσεχική Δημοκρατία ζητεί την ανάκτηση του επίδικου ποσού το οποίο εκτιμά ότι κατέβαλε αχρεωστήτως για ιδίους πόρους της Ένωσης. Προς στήριξη του αιτήματός της, επιδιώκει να θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης στο πεδίο του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

37      Συναφώς, η Επιτροπή προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η Τσεχική Δημοκρατία περιόρισε τα επιχειρήματά της στην αντίκρουση του περιεχομένου του εγγράφου της 20ής Ιανουαρίου 2015. Ωστόσο, αγωγή λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν μπορεί να υποκαταστήσει προσφυγή ακυρώσεως του εγγράφου αυτού. Επομένως, αντικείμενο της διαφοράς δεν μπορεί να αποτελεί το περιεχόμενο του εγγράφου της 20ής Ιανουαρίου 2015, αλλά το ζήτημα αν «[το επίδικο ποσό] περιέρχ[εται] ή όχι στην Ένωση ως ποσό ιδίων πόρων».

38      Η Τσεχική Δημοκρατία απαντά ότι το έγγραφο της 20ής Ιανουαρίου 2015 συνιστά το πλαίσιο της διαφοράς το οποίο η Επιτροπή δεν μπορεί να τροποποιήσει προβάλλοντας, προς αμφισβήτηση των αξιώσεών της, νέα επιχειρήματα τα οποία δεν της είχαν αντιταχθεί με το έγγραφο αυτό. Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει το εν λόγω έγγραφο παράγει έννομα αποτελέσματα και ότι «η εξέταση της αγωγής για την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και της προϋπόθεσης έλλειψης νόμιμης αιτίας όσον αφορά τον εν λόγω πλουτισμό πρέπει επίσης να στηριχθεί στην άποψη που διατύπωσε η Επιτροπή με [το έγγραφο] της 20ής Ιανουαρίου 2015».

39      Ερωτηθείσα επ’ αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Τσεχική Δημοκρατία επιβεβαίωσε τη θέση που προέβαλε με τα δικόγραφά της.

40      Κατόπιν της υπομνήσεως των κυριότερων επιχειρημάτων των κύριων διαδίκων σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς, πρέπει να τονιστεί ότι η αγωγή που στηρίζεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν ανάγεται στο σύστημα της εξωσυμβατικής ευθύνης υπό στενή έννοια, η θεμελίωση της οποίας εξαρτάται από τη συρροή ενός συνόλου προϋποθέσεων που αφορούν το παράνομο της συμπεριφοράς που προσάπτεται στην Ένωση, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλομένης ζημίας. Η αγωγή αυτή διακρίνεται από τις αγωγές που ασκούνται βάσει αυτού του συστήματος κατά το ότι δεν απαιτεί την απόδειξη παράνομης συμπεριφοράς του εναγομένου, ούτε καν την ύπαρξη οποιασδήποτε συμπεριφοράς, αλλά μόνον την απόδειξη άνευ νόμιμης αιτίας πλουτισμού του εναγομένου και ελάττωσης της περιουσίας του ενάγοντος, συνδεόμενης με τον πλουτισμό [απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Masdar (UK) κατά Επιτροπής, C‑47/07 P, EU:C:2008:726, σκέψη 49].

41      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, σύμφωνα με τις αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, το πρόσωπο που υπέστη ζημία η οποία βελτιώνει την περιουσία άλλου προσώπου, χωρίς ο πλουτισμός αυτός να στηρίζεται σε καμιά νομική βάση, έχει κατά γενικό κανόνα το δικαίωμα αποδόσεως, μέχρι του ύψους της ζημίας αυτής, εκ μέρους του καταστάντος πλουσιοτέρου προσώπου. Πράγματι, μολονότι η Συνθήκη ΛΕΕ δεν προβλέπει ρητά μέσον παροχής έννομης προστασίας που να καλύπτει την αγωγή αυτή, εντούτοις μια ερμηνεία του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ η οποία θα απέκλειε τη δυνατότητα αυτή θα κατέληγε σε αποτέλεσμα αντίθετο με την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Για να γίνει δεκτή αγωγή στηριζόμενη στον αδικαιολόγητο πλουτισμό της Ένωσης, η οποία ασκήθηκε βάσει των ως άνω άρθρων, πρέπει να αποδειχθεί πλουτισμός του εναγομένου χωρίς νόμιμη αιτία και ελάττωση της περιουσίας του ενάγοντος, συνδεόμενη με τον πλουτισμό αυτόν [πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Masdar (UK) κατά Επιτροπής, C‑47/07 P, EU:C:2008:726, σκέψεις 44 και 46 έως 50].

42      Στο πλαίσιο της εξέτασης μιας τέτοιας αγωγής, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, μεταξύ άλλων, αν η ελάττωση της περιουσίας του ενάγοντος κράτους μέλους, η οποία αντιστοιχεί στην απόδοση στην Επιτροπή ποσού ιδίων πόρων της Ένωσης το οποίο αμφισβήτησε το εν λόγω κράτος μέλος, και ο συνακόλουθος πλουτισμός του θεσμικού αυτού οργάνου δικαιολογούνται από τις υποχρεώσεις που υπέχει το εν λόγω κράτος μέλος από το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των ιδίων πόρων της Ένωσης ή αν, αντιθέτως, δεν δικαιολογούνται (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 83).

43      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Τσεχική Δημοκρατία δεν μπορεί να στηρίξει το βάσιμο των αξιώσεών της, στο πλαίσιο αγωγής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού της Επιτροπής, περιοριζόμενη στην αντίκρουση των επιχειρημάτων που περιλαμβάνονται στο έγγραφο της 20ής Ιανουαρίου 2015, αλλά πρέπει να αποδείξει, αφενός, ότι ο πλουτισμός της Επιτροπής, κατόπιν της απόδοσης σε αυτή του επίδικου ποσού, δεν δικαιολογείται από τις υποχρεώσεις που υπέχει η Τσεχική Δημοκρατία από το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των ιδίων πόρων και, αφετέρου, ότι η ελάττωση της περιουσίας της Τσεχικής Δημοκρατίας συνδέεται με τον εν λόγω πλουτισμό.

44      Συναφώς, οι υποχρεώσεις της Τσεχικής Δημοκρατίας όσον αφορά τους ιδίους πόρους δεν απορρέουν από «την άποψη που διατύπωσε η Επιτροπή με [το έγγραφο] της 20ής Ιανουαρίου 2015», αλλά επιβάλλονται ευθέως βάσει της σχετικής εφαρμοστέας ρύθμισης, χωρίς η Επιτροπή να διαθέτει εξουσία λήψεως αποφάσεων δυνάμει της οποίας να μπορεί να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να βεβαιώσουν και να της αποδώσουν τα ποσά των ίδιων πόρων της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 62).

45      Αφενός, συνάγεται ότι τα επιχειρήματα με τα οποία η Τσεχική Δημοκρατία βάλλει τόσο κατά της αιτιολογίας του εγγράφου της 20ής Ιανουαρίου 2015 όσο και κατά της συμπεριφοράς της Επιτροπής στο πλαίσιο του διαλόγου που διεξήχθη με το κράτος μέλος αυτό είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, στο μέτρο που τα εν λόγω επιχειρήματα δεν μπορούν να συσχετισθούν με την απόδειξη στην οποία οφείλει να προβεί η Τσεχική Δημοκρατία (βλ. σκέψη 43 ανωτέρω).

46      Αφετέρου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Τσεχική Δημοκρατία, το έγγραφο της 20ής Ιανουαρίου 2015 δεν μπορεί ούτε να αποτελέσει το πλαίσιο της διαφοράς, καθόσον θα περιόριζε τα επιχειρήματα της Επιτροπής με τα οποία αμφισβητείται η ύπαρξη αδικαιολόγητου πλουτισμού στα περιλαμβανόμενα στο έγγραφο αυτό επιχειρήματα.

47      Ειδικότερα, τα στοιχεία που περιέχονται στο έγγραφο της 20ής Ιανουαρίου 2015 δεν μπορούν να συνιστούν πληροφορίες ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες οι οποίες είναι ικανές να παράσχουν στην Τσεχική Δημοκρατία διαβεβαιώσεις ως προς την οριοθέτηση της δυνάμενης να ανακύψει μεταξύ αυτής και της Επιτροπής διαφοράς στο πλαίσιο άσκησης αγωγής λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού του εν λόγω θεσμικού οργάνου.

48      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορούσε να προβάλει στο πλαίσιο της δίκης οποιοδήποτε στοιχείο που θέτει υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη αδικαιολόγητου πλουτισμού, περιλαμβανομένων αυτών που δεν περιέχονται στο έγγραφο της 20ής Ιανουαρίου 2015, χωρίς να θίγει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

49      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει ακολούθως να εξεταστεί, στο πλαίσιο που ορίστηκε στη σκέψη 42 ανωτέρω, το βάσιμο της υπό κρίση αγωγής λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Τσεχική Δημοκρατία και των επιχειρημάτων που αντάλλαξαν οι διάδικοι.

 Επί του βασίμου της αγωγής και επί της ύπαρξης αδικαιολόγητου πλουτισμού της Ένωσης

50      Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν οφείλει το επίδικο ποσό, διότι απέκτησε τη δυνατότητα να λάβει τα αναγκαία για την είσπραξή του μέτρα το πρώτον μετά τη διαβίβαση της έκθεσης της OLAF.

51      Κατά την Τσεχική Δημοκρατία, οι προϋποθέσεις για τη βεβαίωση των δασμών που αντιστοιχούν στο επίδικο ποσό θα μπορούσαν πράγματι να πληρούνται μόνον μετά την υποβολή της έκθεσης της OLAF, δεδομένου ότι μόνο το περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης παρέσχε πράγματι τη δυνατότητα στην Τσεχική Δημοκρατία να προσδιορίσει με βεβαιότητα το ποσό των δασμών που έπρεπε να εισπραχθούν και τον οφειλέτη των δασμών αυτών.

52      Ωστόσο, η εταιρία BAIDE είχε παύσει κάθε δραστηριότητα στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας από τον Μάιο του 2008, δηλαδή πριν να διαβιβαστεί η έκθεση της OLAF, και ως εκ τούτου, κατά την έκδοση της εν λόγω έκθεσης, δεν υπήρχαν στην Τσεχική Δημοκρατία άλλα περιουσιακά στοιχεία προς κατάσχεση πλην εκείνων που εν τέλει κατασχέθηκαν από τις εθνικές τελωνειακές αρχές.

53      Επομένως, η προβαλλόμενη καθυστέρηση των τελωνειακών αρχών μετά την παραλαβή της εν λόγω έκθεσης δεν θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να επιφέρει την αδυναμία είσπραξης της τελωνειακής οφειλής.

54      Η Τσεχική Δημοκρατία προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να της καταλογισθεί καμία καθυστέρηση ως προς τη βεβαίωση και την είσπραξη του επίδικου ποσού μετά την υποβολή της έκθεσης της OLAF. Διευκρινίζει ότι οι τελωνειακές αρχές έλαβαν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να μην αποσβεστεί λόγω παρόδου της σχετικής προθεσμίας η δυνατότητα δημοσιονομικής διόρθωσης όσον αφορά το σύνολο των 28 επίμαχων περιπτώσεων εισαγωγών.

55      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι λόγοι για τους οποίους δεν εισπράχθηκε το επίδικο ποσό δεν μπορούν να καταλογισθούν στην Τσεχική Δημοκρατία η οποία μπορεί να επικαλεστεί την κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1150/2000 απαλλαγή από την υποχρέωση απόδοσης ιδίων πόρων.

56      Συνεπώς, ο πλουτισμός της Επιτροπής, συνεπεία της ελάττωσης της περιουσίας της Τσεχικής Δημοκρατίας λόγω της απόδοσης του επίδικου ποσού, δεν στηρίζεται σε καμία έγκυρη νομική βάση.

57      Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί το σύνολο της επιχειρηματολογίας της Τσεχικής Δημοκρατίας και υποστηρίζει ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν απέδειξε την ύπαρξη αδικαιολόγητου πλουτισμού.

58      Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατά κύριο λόγο, ότι οι διατάξεις του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1150/2000 δεν εφαρμόζονται στην Τσεχική Δημοκρατία, δεδομένου ότι το κράτος μέλος αυτό δεν καταχώρισε τους μη εισπραχθέντες ιδίους πόρους στα προβλεπόμενα για τον σκοπό αυτό χωριστά λογιστικά βιβλία, δηλαδή στα λογιστικά βιβλία B, εντός των προθεσμιών που τάσσει το άρθρο 6, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

59      Πράγματι, από την απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑334/08, EU:C:2010:414, σκέψη 65), προκύπτει ότι η δυνατότητα των κρατών μελών να απαλλάσσονται από την υποχρέωσή τους να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούν στους βεβαιωθέντες δασμούς απαιτεί όχι μόνον την τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1150/2000, αλλά και την τακτική καταχώριση των ποσών αυτών στα λογιστικά βιβλία Β.

60      Κατά την Επιτροπή, η Τσεχική Δημοκρατία δεν τήρησε τις προβλεπόμενες προθεσμίες και, επομένως, δεν καταχώρισε νομοτύπως τους προς είσπραξη δασμούς στα λογιστικά βιβλία B, επειδή ενήργησε με καθυστέρηση δεδομένου ότι δεν βεβαίωσε τους εκ μέρους της εταιρίας BAIDE οφειλόμενους δασμούς αντιντάμπινγκ επί των επίμαχων εισαγωγών αμέσως μετά την επιστροφή της ολοκληρωθείσας στις 26 Νοεμβρίου 2007 αποστολής ελέγχου.

61      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα ποσά που αντιστοιχούν στους βεβαιωθέντες δασμούς είχαν καταχωρισθεί νομοτύπως στα λογιστικά βιβλία B, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η Τσεχική Δημοκρατία όφειλε να απαιτήσει τη σύσταση εγγύησης για την είσπραξη του επίδικου ποσού προτού θέσει σε ελεύθερη κυκλοφορία τις επίμαχες εισαγωγές, οπότε η παύση των δραστηριοτήτων της εταιρίας BAIDE, η οποία επήλθε μεταγενέστερα, δεν θα είχε μπορέσει κατά νόμον να εμποδίσει την είσπραξη του εν λόγω ποσού.

62      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υπογραμμίζει ότι η λύση που προκρίθηκε με την απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (C‑575/18 P, EU:C:2020:530), είναι ιδιαίτερα σημαντική για τα κράτη μέλη που επιθυμούν να κάνουν χρήση της δυνατότητας ακρόασης στο πλαίσιο των διαφορών τους με την Επιτροπή οι οποίες αφορούν τις υποχρεώσεις απόδοσης ιδίων πόρων.

63      Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι δεν κατέστη δυνατό να εισπράξει η Τσεχική Δημοκρατία τα επίμαχα ποσά για λόγο ο οποίος δεν μπορεί να της καταλογισθεί, δεδομένου ότι ο οφειλέτης είχε παύσει τις δραστηριότητές του πριν από την ημερομηνία κατά την οποία εγκρίθηκε η έκθεση της OLAF.

64      Το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να επικαλεστεί την απαλλαγή από την υποχρέωση απόδοσης ιδίων πόρων η οποία προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1150/2000 ακόμη και αν οι ίδιοι πόροι έχουν καταχωρισθεί εκπροθέσμως στα λογιστικά βιβλία B, εφόσον οι εν λόγω πόροι πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της καταχώρισης αυτής και εφόσον το εν λόγω κράτος μέλος αποδεικνύει ότι η μη είσπραξη ορισμένων ιδίων πόρων οφείλεται σε περιστάσεις που δεν μπορούν να του καταλογισθούν.

65      Εν προκειμένω, η Τσεχική Δημοκρατία δεν εισέπραξε καθυστερημένα τα επίμαχα ποσά στο μέτρο που, κατ’ ουσίαν, η OLAF όφειλε, εφόσον το έκρινε αναγκαίο, να διαβιβάσει επισήμως και αμέσως μετά την επιστροφή της αποστολής ελέγχου τα χρήσιμα για την είσπραξη της τελωνειακής οφειλής στοιχεία και να μην στηριχθεί «παθητικώς» στην εκπρόσωπο της τσεχικής διοίκησης η οποία παρίστατο στην αποστολή ελέγχου για να προβεί στις εν λόγω ενέργειες.

66      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι βάσει των επιχειρημάτων που αντάλλαξαν οι διάδικοι, όπως αυτά υπομνήσθηκαν ανωτέρω, πρέπει να εξετασθούν, με την ακόλουθη σειρά, τα εξής τέσσερα ζητήματα: οι προϋποθέσεις προκειμένου να τύχει εφαρμογής υπέρ της Τσεχικής Δημοκρατίας η δυνατότητα απαλλαγής από την υποχρέωσή της να αποδώσει το επίδικο ποσό· η ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να βεβαιωθούν οι οφειλόμενοι από την εταιρία BAIDE δασμοί αντιντάμπινγκ οι οποίοι αντιστοιχούν στο επίδικο ποσό· οι συνέπειες της παύσης των δραστηριοτήτων της εν λόγω εταιρίας επί της υποχρέωσης απόδοσης του επίδικου ποσού, και η υποχρέωση της Τσεχικής Δημοκρατίας να απαιτήσει τη σύσταση εγγύησης για την είσπραξη του επίδικου ποσού.

 Επί των προϋποθέσεων προκειμένου να τύχει εφαρμογής υπέρ της Τσεχικής Δημοκρατίας η δυνατότητα απαλλαγής από την υποχρέωσή της να αποδώσει το επίδικο ποσό

67      Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 58 ανωτέρω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Τσεχική Δημοκρατία δεν μπορούσε να επικαλεστεί τις διατάξεις του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1150/2000, διότι δεν απέδειξε ότι είχε καταχωρίσει τους μη εισπραχθέντες δασμούς στα λογιστικά βιβλία B εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού.

–       Εφαρμοστέες διατάξεις

68      Όσον αφορά την περίοδο την οποία αφορούν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, εφαρμόστηκαν διαδοχικά δύο αποφάσεις σχετικές με το σύστημα των ιδίων πόρων της Ένωσης, δηλαδή η απόφαση 2000/597/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2000, L 253, σ. 42), και στη συνέχεια, από 1ης Ιανουαρίου 2007, η απόφαση 2007/436/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 2007, για το σύστημα των ιδίων πόρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2007,  L 163, σ. 17).

69      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της απόφασης 2000/597, το οποίο έχει κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη διατύπωση με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της απόφασης 2007/436, συνιστούν ιδίους πόρους εγγραφόμενους στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης τα έσοδα που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από «τους δασμούς του κοινού δασμολογίου και τους λοιπούς δασμούς που έχουν θεσπιστεί ή θα θεσπιστούν από τα θεσμικά όργανα [της Ένωσης] επί των συναλλαγών με χώρες μη μέλη».

70      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο και τρίτο εδάφιο, των αποφάσεων 2000/597 και 2007/436 προβλέπει, μεταξύ άλλων, αφενός, ότι οι ίδιοι πόροι της Ένωσης εισπράττονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις οι οποίες προσαρμόζονται, ενδεχομένως, στις απαιτήσεις των κανόνων της Ένωσης και, αφετέρου, ότι τα κράτη μέλη θέτουν τους εν λόγω πόρους στη διάθεση της Επιτροπής.

71      Ο κανονισμός 1150/2000, ο οποίος έχει εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά, είναι το αποτέλεσμα δύο τροποποιήσεων που εισήγαγαν, κατά την περίοδο την οποία αφορούν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, αντιστοίχως, με ισχύ από 28 Νοεμβρίου 2004, ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2028/2004 του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2004 (ΕΕ 2004, L 352, σ. 1), και, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2007, ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 105/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 36, σ. 1).

72      Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1150/2000, η απαίτηση της Ένωσης επί των ιδίων πόρων θεωρείται βεβαιωθείσα άπαξ και πληρούνται οι όροι που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά τη λογιστική καταχώριση του ποσού και την ανακοίνωσή του στον οφειλέτη. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, η ημερομηνία που λαμβάνεται υπόψη για τη βεβαίωση που προβλέπεται στην εν λόγω παράγραφο 1 είναι η ημερομηνία λογιστικής καταχώρησης που προβλέπεται από την τελωνειακή νομοθεσία.

73      Το άρθρο 6, παράγραφος 1 και παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«1.      Λογαριασμοί των ιδίων πόρων, υποδιαιρούμενοι κατά είδος αυτών, τηρούνται στο Δημόσιο Ταμείο κάθε κράτους μέλους ή στον οργανισμό που ορίζεται από αυτό.

[...]

3.

α)      Οι απαιτήσεις που βεβαιώνονται σύμφωνα με το άρθρο 2 καταχωρούνται στα λογιστικά βιβλία [καλούμενα συνήθως λογιστικά βιβλία Α] υπό την επιφύλαξη του στοιχείου βʹ της παρούσας παραγράφου, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί το μήνα κατά τον οποίο βεβαιώθηκε η απαίτηση.

β)      Οι απαιτήσεις που έχουν βεβαιωθεί αλλά δεν έχουν καταχωρηθεί στα λογιστικά βιβλία που αναφέρονται στο στοιχείο αʹ διότι δεν έχουν ακόμα εισπραχθεί και δεν έχει συσταθεί γι’ αυτές καμία ασφάλεια, καταχωρούνται, εντός της προθεσμίας του στοιχείου αʹ, σε χωριστά λογιστικά βιβλία [καλούμενα συνήθως λογιστικά βιβλία Β]. Τα κράτη μέλη μπορούν να ενεργήσουν κατά τον ίδιο τρόπο σε περίπτωση που οι απαιτήσεις που έχουν βεβαιωθεί και καλύπτονται από εγγυήσεις αποτελούν αντικείμενο αμφισβήτησης και ενδέχεται να υποστούν μεταβολές, συνεπεία αντιδικίας.»

74      Το άρθρο 9, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10, το ποσό των ιδίων πόρων πιστώνεται από κάθε κράτος μέλος στο λογαριασμό που έχει ανοιχθεί για το σκοπό αυτό στο όνομα της Επιτροπής στο Δημόσιο Ταμείο του ή στον οργανισμό που έχει ορίσει.»

75      Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού:

«Αφού αφαιρεθούν τα έξοδα είσπραξης σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 και το άρθρο 10 παράγραφος 3 της απόφασης [2007/436], η εγγραφή των ιδίων πόρων που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της απόφασης αυτής διενεργείται το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τον μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου βεβαιώθηκε η απαίτηση βάσει του άρθρου 2 του παρόντος κανονισμού.

Πάντως, για τις απαιτήσεις που βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 3 στοιχείο βʹ του παρόντος κανονισμού καταχωρίζονται σε χωριστά λογιστικά βιβλία, η εγγραφή πρέπει να γίνει το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δευτέρου μήνα που ακολουθεί το μήνα της είσπραξης των απαιτήσεων.»

76      Δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 1150/2000, κάθε καθυστέρηση στις εγγραφές του λογαριασμού που αναφέρεται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, δημιουργεί, για το συγκεκριμένο κράτος μέλος, την υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας.

77      Τέλος, το άρθρο 17, παράγραφοι 1 έως 4, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα ποσά που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 2, έσοδα να αποδίδονται στην Επιτροπή κατά τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.      Τα κράτη μέλη απαλλάσσονται της υποχρεώσεως να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούν στα οφειλόμενα έσοδα που βεβαιώθηκαν ως μη ανακτήσιμα:

α)      είτε για λόγους ανωτέρας βίας·

β)      είτε για άλλους λόγους που δεν μπορούν να τους καταλογισθούν.

Τα ποσά των βεβαιωθέντων δασμών δηλώνονται ως μη ανακτήσιμα με απόφαση της αρμόδιας διοικητικής αρχής που βεβαιώνει την αδυναμία ανάκτησης.

Τα ποσά των βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών χαρακτηρίζονται μη ανακτήσιμα το αργότερο μετά την παρέλευση πενταετίας από την ημερομηνία κατά την οποία βεβαιώθηκε το ποσό σύμφωνα με στο άρθρο 2 ή, σε περίπτωση διοικητικής ή δικαστικής προσφυγής, από την κοινοποίηση, γνωστοποίηση ή δημοσίευση της οριστικής απόφασης.

[…]

Τα ποσά που δηλώνονται ή χαρακτηρίζονται μη ανακτήσιμα εκπίπτουν οριστικά από τη χωριστή λογιστική που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ. Τα ποσά αυτά αναφέρονται σε παράρτημα της τριμηνιαίας κατάστασης που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, καθώς και, ενδεχομένως, στην τριμηνιαία κατάσταση που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 5.

3.      Εντός τριών μηνών από τη διοικητική απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ή σύμφωνα με την προθεσμία που ορίζεται στην ίδια παράγραφο, τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που αφορούν τις περιπτώσεις εφαρμογής της εν λόγω παραγράφου 2, εφόσον το ποσό των βεβαιωθέντων οφειλόμενων ποσών υπερβαίνει τα 50 000 ευρώ.

[...]

Η έκθεση αυτή, η οποία γίνεται σύμφωνα με το πρότυπο που καταρτίζεται από την Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεως με την επιτροπή του άρθρου 20, περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να εκτιμηθούν εμπεριστατωμένα οι λόγοι που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχεία αʹ και βʹ, οι οποίοι εμπόδισαν το εν λόγω κράτος μέλος να αποδώσει τα ποσά αυτά καθώς και τα μέτρα που έλαβε το κράτος μέλος στη συγκεκριμένη περίπτωση ή περιπτώσεις για την ανάκτηση.

4.      Η Επιτροπή έχει προθεσμία έξι μηνών από την παραλαβή της έκθεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 3 για να διαβιβάσει τις παρατηρήσεις της στο οικείο κράτος μέλος.

[…]»

–       Ερμηνεία του Δικαστηρίου

78      Από το άρθρο 8, παράγραφος 1, των αποφάσεων 2000/597 και 2007/436 προκύπτει ότι οι ίδιοι πόροι της Ένωσης, οι οποίοι διαλαμβάνονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της απόφασης 2000/597 και στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της απόφασης 2007/436 εισπράττονται από τα κράτη μέλη, τα οποία υποχρεούνται να αποδώσουν τους πόρους αυτούς στην Επιτροπή (πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑334/08, EU:C:2010:414, σκέψη 34).

79      Προς τούτο, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1150/2000, να βεβαιώσουν απαίτηση της Ένωσης επί των ιδίων πόρων άπαξ και πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά τη λογιστική καταχώριση του ποσού και την ανακοίνωσή του στον οφειλέτη. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη οφείλουν να εγγράψουν τους βεβαιωθέντες κατά το άρθρο 2 του κανονισμού δασμούς στα λογιστικά βιβλία των ιδίων πόρων της Ένωσης υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑442/08, EU:C:2010:390, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού, απαίτηση που έχει βεβαιωθεί, αλλά δεν έχει ακόμη εισπραχθεί και δεν έχει συσταθεί γι’ αυτήν καμία ασφάλεια, καταχωρίζεται σε χωριστά λογιστικά βιβλία, δηλαδή στα λογιστικά βιβλία B [πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Ίδιοι πόροι – Είσπραξη τελωνειακής οφειλής), C‑304/18, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:601, σκέψη 52].

81      Τα κράτη μέλη πρέπει στη συνέχεια να θέσουν τους ίδιους πόρους της Ένωσης στη διάθεση της Επιτροπής υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 9 έως 11 του κανονισμού 1150/2000, πιστώνοντας τα σχετικά ποσά, εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, στον λογαριασμό που έχει ανοιχθεί για τον σκοπό αυτόν στο όνομα του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού, κάθε καθυστέρηση στην πίστωση των εν λόγω ποσών στον λογαριασμό αυτόν δημιουργεί για το συγκεκριμένο κράτος μέλος υποχρέωση καταβολής τόκων υπερημερίας (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 58).

82      Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 1150/2000, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα ποσά που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού, έσοδα να αποδίδονται στην Επιτροπή. Τα κράτη μέλη απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή μόνον αν η είσπραξη δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί για λόγους ανωτέρας βίας ή προκύπτει ότι είναι οριστικώς αδύνατο να προβούν στην είσπραξη για λόγους που δεν μπορούν να τους καταλογιστούν. Τα ποσά που δηλώνονται ή χαρακτηρίζονται ως μη ανακτήσιμα εκπίπτουν οριστικά από τη χωριστή λογιστική που προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 60).

83      Η εγγραφή των ιδίων πόρων στα λογιστικά βιβλία Β συνιστά επομένως εξαίρεση, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η δυνατότητα των κρατών μελών είτε να μην αποδώσουν τις απαιτήσεις αυτές στην Επιτροπή ήδη από της βεβαιώσεώς τους, καθόσον δεν έχουν ακόμη εισπραχθεί, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1150/2000, είτε να απαλλαγούν της υποχρεώσεως να το πράξουν εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις αποδεικνύεται ότι δεν μπορούν να εισπραχθούν για λόγους ανωτέρας βίας ή άλλους που δεν μπορούν να καταλογισθούν στα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑334/08, EU:C:2010:414, σκέψη 68).

84      Ωστόσο, η δυνατότητα των κρατών μελών να απαλλάσσονται από την υποχρέωσή τους να αποδίδουν στην Επιτροπή τα ποσά που αντιστοιχούν στις βεβαιωθείσες απαιτήσεις επιβάλλει όχι μόνον την τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 1150/2000, αλλά και την τακτική καταχώριση των ποσών αυτών στα λογιστικά βιβλία Β (απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑334/08, EU:C:2010:414, σκέψη 65).

–       Εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση

85      Η Επιτροπή επικαλείται, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 59 ανωτέρω, την απόφαση της 8ης Ιουλίου 2010, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑334/08, EU:C:2010:414, σκέψη 65), όπως αυτή υπομνήσθηκε στη σκέψη 84 ανωτέρω.

86      Επισημαίνεται, εκ προοιμίου, ότι το επιχείρημα που προβάλλει η Επιτροπή, ανεξαρτήτως της βασιμότητάς του, είναι αλυσιτελές στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής η οποία στηρίζεται σε αδικαιολόγητο πλουτισμό της Ένωσης.

87      Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αυτό, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 42 ανωτέρω, πρέπει να εξακριβωθεί αν η ενάγουσα απέδειξε τον άνευ νόμιμης αιτίας πλουτισμό της Επιτροπής και την ελάττωση της περιουσίας της η οποία συνδέεται με τον εν λόγω πλουτισμό ή αν, ελλείψει της εν λόγω αποδείξεως, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο πλουτισμός αυτός δικαιολογούνταν από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι κανόνες περί των ιδίων πόρων. Εν πάση περιπτώσει, η απόδοση των ιδίων πόρων δεν δικαιολογείται, πάντως, από την υποχρέωση τήρησης των προβλεπόμενων στο άρθρο 6 του κανονισμού 1150/2000 προθεσμιών, των οποίων η μη τήρηση δεν συνεπάγεται καμία καταβολή, ούτε καν την καταβολή τόκων υπερημερίας, η οποία προϋποθέτει καθυστέρηση της πίστωσης του λογαριασμού που έχει ανοιχθεί για τον σκοπό αυτόν στο όνομα της Επιτροπής, κατά το άρθρο 11 του κανονισμού 1150/2000, όπως έχει τροποποιηθεί.

88      Συνεπώς, δεν είναι δυνατό να απαιτείται από την Τσεχική Δημοκρατία, στο πλαίσιο της αγωγής της λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, να αποδείξει, όπως διατείνεται, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή, ότι, «κατά την τελωνειακή διαδικασία, διεξήχθη σύμφωνα με όλους τους κανόνες, ορθώς, εγκαίρως και χωρίς να θίγεται η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης το σύνολο της διαδικασίας της είσπραξης της απαίτησης και των σχετικών με τους ιδίους πόρους πράξεων», αλλά απαιτείται αποκλειστικώς να αποδείξει, πέραν της ελάττωσης της περιουσίας της και του συνακόλουθου πλουτισμού, ότι ο πλουτισμός αυτός δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί.

89      Εν πάση περιπτώσει, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι επίμαχοι δασμοί καταχωρίσθηκαν εντός των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, του κανονισμού 1150/2000.

90      Η καταχώριση στα λογιστικά βιβλία B συνιστά πράξη αμιγώς λογιστικού χαρακτήρα, και, ως εκ τούτου, οι προβλεπόμενες για την εκτέλεσή της προθεσμίες πρέπει, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, να υπολογίζονται όχι από την ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να είχαν βεβαιωθεί οι επίμαχοι δασμοί, κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 1150/2000, αλλά από την ημερομηνία κατά την οποία οι δασμοί αυτοί πράγματι βεβαιώθηκαν.

91      Ωστόσο, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν, όπως επιβεβαίωσαν με τις απαντήσεις τους στις γραπτές ερωτήσεις, ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ επί των επίμαχων εισαγωγών τους οποίους όφειλε η εταιρία BAIDE βεβαιώθηκαν και καταχωρίσθηκαν στα λογιστικά βιβλία B την ίδια ημέρα, δηλαδή μεταξύ 22 Σεπτεμβρίου 2008 και 18 Φεβρουαρίου 2009. Η Επιτροπή, άλλωστε, αναγνώρισε, στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 28, ότι «η καταχώριση στα λογιστικά βιβλία B αμέσως μετά την προβλεπόμενη από την τελωνειακή νομοθεσία βεβαίωση [ήταν] αποδεκτή».

92      Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται το συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1150/2000, οι οφειλόμενοι από την εταιρία BAIDE δασμοί, οι οποίοι δεν είχαν ακόμη εισπραχθεί και ενώ δεν είχε συσταθεί γι’ αυτούς καμία ασφάλεια, καταχωρίσθηκαν στα λογιστικά βιβλία B, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη 19η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολούθησε τον μήνα κατά τον οποίο βεβαιώθηκαν οι εν λόγω δασμοί.

93      Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν το επίδικο ποσό ήταν μη ανακτήσιμο για λόγους που δεν μπορούν να καταλογισθούν στην Τσεχική Δημοκρατία, οι οποίοι της παρείχαν τη δυνατότητα να καταχωρίσει το εν λόγω ποσό σε χωριστά λογιστικά βιβλία.

 Επί της ημερομηνίας κατά την οποία έπρεπε να βεβαιωθούν οι αντιστοιχούντεςστο επίδικο ποσό δασμοί αντιντάμπινγκ τους οποίους όφειλε η εταιρία BAIDE

94      Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 51 ανωτέρω, ότι είχε τη δυνατότητα να βεβαιώσει τους δασμούς αντιντάμπινγκ επί των επίμαχων εισαγωγών τους οποίους όφειλε η εταιρία BAIDE το πρώτον μετά τη διαβίβαση της έκθεσης της OLAF, ενώ η Επιτροπή διατείνεται ότι το εν λόγω κράτος μέλος έπρεπε να προβεί στη βεβαίωση αυτή αμέσως μετά την επιστροφή της αποστολής ελέγχου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 60 ανωτέρω.

95      Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η Τσεχική Δημοκρατία έλαβε γνώση του πρακτικού της 15ης Νοεμβρίου 2007, καθώς και των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την κινεζική καταγωγή των επίμαχων εμπορευμάτων τα οποία συγκεντρώθηκαν κατά την αποστολή ελέγχου και επισυνάφθηκαν στο εν λόγω έγγραφο, δεδομένου ότι το έγγραφο αυτό είχε υπογραφεί από την εκπρόσωπο της τσεχικής τελωνειακής αρχής, η οποία παρίστατο καθ’ όλη τη διάρκεια της αποστολής ελέγχου και συμμετείχε σε όλες τις συναντήσεις καθώς και στην επιθεώρηση των εγκαταστάσεων παραγωγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Τσεχική Δημοκρατία διέθετε επαρκείς πληροφορίες για να βεβαιώσει την τελωνειακή οφειλή, ήδη από την επιστροφή της εκπροσώπου της εκ της αποστολής.

96      Όπως προκύπτει από τις εφαρμοστέες διατάξεις που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 68 έως 77 ανωτέρω, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, τα κράτη μέλη οφείλουν να βεβαιώσουν απαίτηση της Ένωσης επί των ιδίων πόρων άπαξ και πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά τη λογιστική καταχώριση του ποσού και την κοινοποίησή του στον οφειλέτη.

97      Συναφώς, το άρθρο 217, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, ορίζει ότι «[κ]άθε ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που προκύπτει από τελωνειακή οφειλή […] υπολογίζεται από τις τελωνειακές αρχές μόλις αυτές διαθέτουν τα απαραίτητα στοιχεία και εγγράφεται από τις εν λόγω αρχές στα λογιστικά βιβλία ή σε οποιοδήποτε άλλο υπόθεμα επέχει θέση βιβλίων (καταλογισμός)».

98      Οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται όταν οι τελωνειακές αρχές έχουν τα αναγκαία στοιχεία και, επομένως, είναι σε θέση να υπολογίσουν το ποσό των δασμών που προκύπτει από την τελωνειακή οφειλή και να προσδιορίσουν τον οφειλέτη (πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2005, Επιτροπή κατά Δανίας, C‑392/02, EU:C:2005:683, σκέψεις 57 έως 59).

99      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι εκπρόσωπος της τσεχικής τελωνειακής αρχής συμμετείχε στην αποστολή ελέγχου και υπέγραψε το πρακτικό της 15ης Νοεμβρίου 2007.

100    Η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι τα επισυναπτόμενα στο εν λόγω πρακτικό έγγραφα δεν κοινοποιήθηκαν στην εκπρόσωπο της τελωνειακής αρχής της κατά το πέρας της αποστολής ελέγχου, οπότε η εν λόγω εκπρόσωπος δεν διέθετε, κατά το ως άνω χρονικό σημείο, τις αναγκαίες για την είσπραξη του επίδικου ποσού αποδείξεις.

101    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι δεν υποστήριζε ότι η εκπρόσωπος της τσεχικής τελωνειακής αρχής η οποία παρίστατο στην αποστολή ελέγχου είχε πράγματι λάβει τα επισυναπτόμενα στο πρακτικό έγγραφα, αλλά ότι είχε οπωσδήποτε λάβει γνώση των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία συνελέγησαν κατά την αποστολή ελέγχου διότι είχε τη δυνατότητα να τα συμβουλευθεί.

102    Ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι θα αρκούσε η εκπρόσωπος της τσεχικής τελωνειακής αρχής «να [είχε] διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τι συνέβ[αινε]» για να είναι η Τσεχική Δημοκρατία σε θέση, βάσει της μαρτυρίας της εκπροσώπου της και μόνο, να βεβαιώσει τους οφειλόμενους από την εταιρία BAIDE δασμούς κατά την επιστροφή της αποστολής ελέγχου.

103    Πράγματι, δεν αρκεί η γνώση της ύπαρξης αποδεικτικών στοιχείων για να γίνει επίκλησή τους στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας. Προκειμένου οι τσεχικές αρχές να έχουν τη δυνατότητα να βεβαιώσουν το ποσό των οφειλόμενων δασμών και να το κοινοποιήσουν στον οφειλέτη, θα έπρεπε να είναι σε θέση να εξακριβώσουν τη γνησιότητα των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία συνελέγησαν κατά την αποστολή ελέγχου και, στη συνέχεια, να τα αντιτάξουν στον υπόχρεο. Πάντως, όπως προαναφέρθηκε, δεν αμφισβητείται ότι τέτοια στοιχεία δεν διαβιβάστηκαν στην Τσεχική Δημοκρατία κατά το πέρας της αποστολής ελέγχου.

104    Εντούτοις, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στον βαθμό που η Τσεχική Δημοκρατία είχε ενημερωθεί, από το πρακτικό της 15ης Νοεμβρίου 2007, για τον κατάλογο των συλλεγέντων αποδεικτικών στοιχείων, στην ίδια εναπόκειτο να επιτύχει να της κοινοποιηθούν τα στοιχεία αυτά, υποβάλλοντας σχετική αίτηση στην OLAF, εφόσον το θεωρούσε αναγκαίο.

105    Συναφώς, επισημαίνεται ότι η Τσεχική Δημοκρατία διατείνεται ότι καμία νομική βάση δεν παρείχε στην εκπρόσωπο της τελωνειακής αρχής της τη δυνατότητα να διαβιβάσει απευθείας στις αρμόδιες εθνικές αρχές τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο αποστολής που πραγματοποιήθηκε υπό την ευθύνη της OLAF, τα οποία είναι εμπιστευτικά και συνιστούν απόδειξη στο πλαίσιο διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας μόνο μετά τη διαβίβασή τους από την Επιτροπή και την εξακρίβωσή τους από την OLAF, οι οποίες αποτελούν τους μόνους αποδέκτες των εγγράφων και πληροφοριών που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο αποστολής της Ένωσης σε τρίτη χώρα.

106    Κατά το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 515/97 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων (ΕΕ 1997, L 82, σ. 1), ο κανονισμός αυτός «προσδιορίζει τους όρους σύμφωνα με τους οποίους οι διοικητικές αρχές οι επιφορτισμένες στα κράτη μέλη με την εφαρμογή των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων συνεργάζονται μεταξύ τους καθώς και με την Επιτροπή, προκειμένου να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των εν λόγω ρυθμίσεων, στα πλαίσια κοινοτικού μηχανισμού».

107    Το άρθρο 12 του κανονισμού 515/97, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, ορίζει ότι «[ο]ι διαπιστώσεις, οι βεβαιώσεις, οι πληροφορίες, τα έγγραφα, τα επικυρωμένα αντίγραφα και όλα τα στοιχεία που συλλέγουν οι υπάλληλοι της καλούμενης αρχής [δηλαδή της αρμόδιας αρχής κράτους μέλους προς την οποία απευθύνεται η αίτηση συνδρομής] και που διαβιβάζονται στην αιτούσα αρχή [δηλαδή στην αρμόδια αρχή κράτους μέλους η οποία υποβάλλει αίτηση συνδρομής] στις περιπτώσεις παροχής συνδρομής, οι οποίες προβλέπονται στα άρθρα 4 έως 11 [σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής της κατ’ αίτηση συνδρομής] είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία από τα αρμόδια όργανα του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής».

108    Το άρθρο 20 του κανονισμού 515/97 προβλέπει τα εξής:

«1.      Για την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή μπορεί, υπό τους όρους του άρθρου 19, να πραγματοποιεί κοινοτικές αποστολές διοικητικής συνεργασίας και έρευνας σε τρίτες χώρες, σε συντονισμό και στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

2.      Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 κοινοτικές αποστολές στις τρίτες χώρες πραγματοποιούνται υπό τους εξής όρους:

α)      η αποστολή μπορεί να πραγματοποιηθεί με πρωτοβουλία της Επιτροπής, ενδεχομένως βάσει πληροφοριών που παρέχει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ή μετά από αίτηση ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών·

β)      στις αποστολές αυτές συμμετέχουν υπάλληλοι της Επιτροπής που έχουν οριστεί για το σκοπό αυτό, καθώς και υπάλληλοι που έχουν οριστεί για το σκοπό αυτό από το ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη·

γ)      η αποστολή μπορεί επίσης, μετά από συμφωνία της Επιτροπής και των ενδιαφερομένων κρατών μελών, να εκτελείται, προς το συμφέρον της Κοινότητας, από υπαλλήλους ενός κράτους μέλους κατ’ εφαρμογή ιδίως διμερούς συμφωνίας συνδρομής με τρίτη χώρα· στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνεται για τα αποτελέσματα της αποστολής·

[…]».

109    Το άρθρο 21, το οποίο περιλαμβάνεται στον επιγραφόμενο «Σχέσεις με τρίτες χώρες» τίτλο IV του κανονισμού 515/97, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι διαπιστώσεις που γίνονται και οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται στο πλαίσιο των κοινοτικών αποστολών, στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 20 του παρόντος κανονισμού, ιδίως με τη μορφή εγγράφων που κοινοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων τρίτων χωρών, εξετάζονται σύμφωνα με το άρθρο 45.

2.      Το άρθρο 12 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία για τις διαπιστώσεις και τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.      Για το σκοπό της χρησιμοποίησής τους δυνάμει του άρθρου 12, πρωτότυπα έγγραφα ή θεωρημένα αντίγραφα αυτών παραδίδονται από την Επιτροπή στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, κατόπιν αιτήσεως των τελευταίων.»

110    Το άρθρο 45 του κανονισμού 515/97, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, ορίζει τα εξής:

«1.      Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται με οποιαδήποτε μορφή κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων που αποθηκεύονται στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών. Οι πληροφορίες αυτές καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και από την προστασία που παρέχει στις ανάλογες πληροφορίες το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους το οποίο τις έλαβε, καθώς και από τις αντίστοιχες διατάξεις που εφαρμόζονται στα κοινοτικά όργανα.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δεν είναι δυνατόν ιδίως να διαβιβάζονται σε πρόσωπα διαφορετικά εκείνων που, στα κράτη μέλη ή στα κοινοτικά όργανα πρέπει, σύμφωνα με τα καθήκοντά τους να τις γνωρίζουν ή να τις χρησιμοποιήσουν. Επίσης, δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπει ο παρών κανονισμός, εκτός αν το κράτος μέλος ή η Επιτροπή που τις παρέσχε ή που τις καταχώρησε στο τελωνειακό σύστημα πληροφοριών, δώσει ρητή συγκατάθεση, με την επιφύλαξη των όρων που επιβάλλονται από το εν λόγω κράτος μέλος ή την Επιτροπή, και εφόσον οι διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την έδρα της η αρχή που τις έλαβε δεν είναι αντίθετες προς μια τέτοια κοινοποίηση ή χρήση.

2.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων για το τελωνειακό σύστημα πληροφοριών κατά τον τίτλο V, οι πληροφορίες που αφορούν φυσικά και νομικά πρόσωπα κοινοποιούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, μόνο στο βαθμό που είναι απόλυτα αναγκαίος για την πρόληψη, την έρευνα και τη δίωξη πράξεων αντίθετων προς τις τελωνειακές ή γεωργικές ρυθμίσεις.

3.      Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν κωλύουν τη χρήση των πληροφοριών που ελήφθησαν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στο πλαίσιο αγωγής ή εν συνεχεία δίωξης λόγω παράβασης των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων.

[…]»

111    Το επιγραφόμενο «Έκθεση της έρευνας και συνέχεια που δίδεται στις έρευνες» άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [και του Συμβουλίου], της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ 1999, L 136, σ. 1), έχει ως εξής:

«1.      Μετά το πέρας της έρευνας που διεξήγαγε, η Υπηρεσία καταρτίζει, υπό την εποπτεία του διευθυντή, έκθεση που προσδιορίζει ιδίως τα διαπιστωθέντα περιστατικά, την ενδεχόμενη οικονομική ζημία, και τα συμπεράσματα της έρευνας, συμπεριλαμβανομένων των συστάσεων του διευθυντή της Υπηρεσίας για τη συνέχεια που θα πρέπει να δοθεί.

2.      Οι εκθέσεις αυτές καταρτίζονται, λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικαστικές απαιτήσεις που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους. Οι εκθέσεις που καταρτίζονται με τον τρόπο αυτό αποτελούν, όπως οι διοικητικές εκθέσεις που καταρτίζονται από τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές και υπό τους ιδίους όρους, αποδεικτικά στοιχεία παραδεκτά στις διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες του κράτους μέλους, στο οποίο η χρησιμοποίησή τους αποβαίνει αναγκαία. Υπόκεινται στους ίδιους κανόνες εκτίμησης με εκείνους που εφαρμόζονται στις διοικητικές εκθέσεις τις καταρτιζόμενες από τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές και έχουν ισότιμο κύρος με αυτές.

3.      Οι εκθέσεις που καταρτίζονται μετά από εξωτερική έρευνα [με την οποία, κατά το άρθρο 3 του κανονισμού, η Υπηρεσία πραγματοποιεί τους ελέγχους και εξακριβώσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 και στους τομεακούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, στα κράτη μέλη και, βάσει των ισχυουσών συμφωνιών συνεργασίας, σε τρίτες χώρες] και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο, διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις σχετικά με τις εξωτερικές έρευνες.

[…]»

112    Το επιγραφόμενο «Ερευνητικές αποστολές σε τρίτες χώρες» άρθρο 17 των εσωτερικών οδηγιών όσον αφορά με τις διαδικασίες έρευνας της OLAF (στο εξής: εσωτερικές οδηγίες) ορίζει, στην παράγραφο 5, ότι «[τ]α μέλη της μονάδας έρευνας [στην οποία ανέθεσε την υπόθεση ο γενικός διευθυντής της OLAF, κατά το άρθρο 6.1 των εσωτερικών οδηγιών] που συμμετέχουν στη διεξαγωγή της ερευνητικής αποστολής καταρτίζουν έκθεση των δραστηριοτήτων που διεξήχθησαν κατά τη διάρκειά της, αντίγραφο της οποίας παρέχεται στους συμμετέχοντες [δηλαδή, κατά την παράγραφο 7, ως προς τις ερευνητικές αποστολές που αφορούν τα τελωνεία και τους ιδίους πόρους, στους υπαλλήλους των εμπλεκόμενων κρατών μελών που συμμετέχουν στην εν λόγω αποστολή]».

113    Αφού υπενθυμίστηκαν οι διατάξεις που έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά και τις οποίες επικαλέστηκαν οι διάδικοι, επισημαίνεται ότι από το κατά τα ανωτέρω καθορισθέν ρυθμιστικό πλαίσιο προκύπτει ότι η συνεργασία των κρατών μελών με την Επιτροπή αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την τήρηση της εφαρμογής της τελωνειακής νομοθεσίας εντός της Ένωσης.

114    Προς τούτο, διεξάγονται σε τρίτες χώρες κοινοτικές αποστολές διοικητικής συνεργασίας και έρευνας, στις οποίες συμμετέχουν υπάλληλοι που έχουν οριστεί για τον σκοπό αυτό από τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 515/97.

115    Μολονότι οι διαπιστώσεις που πραγματοποιούνται και οι πληροφορίες που αποκτώνται στο πλαίσιο των κοινοτικών αποστολών έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα, εντούτοις το επαγγελματικό απόρρητο από το οποίο καλύπτονται, κατά το άρθρο 45, παράγραφος 1, του κανονισμού 515/97, δεν θα μπορούσε να εμποδίσει την κοινοποίησή τους στους οριζόμενους από τα κράτη μέλη εκπροσώπους στις αποστολές αυτές, διότι τούτο θα καθιστούσε άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας τον σκοπό του κανονισμού, όπως αυτός ορίζεται στη σκέψη 113 ανωτέρω, κατά το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού.

116    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εκπρόσωποι αυτοί πρέπει να θεωρούνται, κατά την έννοια του άρθρου 45, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 515/97, ως πρόσωπα τα οποία, στα κράτη μέλη, καλούνται, λόγω των καθηκόντων τους, να γνωρίζουν ή να χρησιμοποιήσουν τις εν λόγω διαπιστώσεις και πληροφορίες.

117    Συνεπώς, οι διαπιστώσεις και οι πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο κοινοτικής αποστολής σε τρίτη χώρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους υπαλλήλους που έχουν οριστεί από τα κράτη μέλη για να συμμετάσχουν στην αποστολή αυτή για τους σκοπούς της εφαρμογής του κανονισμού 515/97.

118    Δυνάμει του άρθρου 45, παράγραφοι 2 και 3, του ίδιου κανονισμού, οι πληροφορίες που αποκτώνται στο πλαίσιο των κοινοτικών αποστολών μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να καταστεί δυνατή η δίωξη πράξεων αντίθετων προς τις τελωνειακές ρυθμίσεις, καθώς και στο πλαίσιο αγωγής ή εν συνεχεία δίωξης. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν, ειδικότερα, να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά στοιχεία από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, κατά το άρθρο 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 515/97.

119    Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Τσεχική Δημοκρατία, η εκπρόσωπος της τελωνειακής αρχής της στο πλαίσιο της αποστολής ελέγχου ήταν πλήρως αρμόδια να ζητήσει και να λάβει από την OLAF, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τα αποδεικτικά στοιχεία που επισυνάφθηκαν στο πρακτικό της 15ης Νοεμβρίου 2007, χωρίς τούτο να αντιβαίνει στην κατά το άρθρο 45 του κανονισμού 515/97 υποχρέωση εμπιστευτικότητας. Η εν λόγω εκπρόσωπος ήταν επίσης εξουσιοδοτημένη να γνωστοποιήσει τα στοιχεία αυτά στις αρμόδιες αρχές της Τσεχικής Δημοκρατίας προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν ως αποδεικτικά στοιχεία έναντι της εταιρίας BAIDE στο πλαίσιο της διαδικασίας είσπραξης της τελωνειακής οφειλής της εν λόγω εταιρίας.

120    Συναφώς, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει, ωστόσο, όπως διευκρινίσθηκε στη σκέψη 105 ανωτέρω, ότι η OLAF όφειλε να αξιολογήσει τις διαπιστώσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την αποστολή ελέγχου πριν τις διαβιβάσει στο πλαίσιο της έκθεσης έρευνας την οποία κατάρτισε, σύμφωνα με το σημείο 17.5 των εσωτερικών οδηγιών καθώς και το άρθρο 9 του κανονισμού 1073/1999.

121    Το γεγονός ότι η OLAF ελέγχει τα αποδεικτικά στοιχεία προτού τα διαβιβάσει στο πλαίσιο της έκθεσής της, μολονότι μπορούσε, ενδεχομένως, να καθυστερήσει την κοινοποίηση των στοιχείων αυτών, δεν εμπόδιζε, εντούτοις, αυτό καθεαυτό, την Τσεχική Δημοκρατία να υποβάλει, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τη σχετική αίτηση στην OLAF μόλις επέστρεψε η εκπρόσωπός της από την αποστολή.

122    Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι η OLAF είχε δεσμευθεί να κοινοποιήσει στην Τσεχική Δημοκρατία τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν συλλεγεί κατά την αποστολή ελέγχου ήδη στις αρχές του 2008. Είναι όμως αναμφισβήτητο, όπως άλλωστε παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η OLAF καθυστέρησε να κοινοποιήσει την έκθεσή της, στην οποία επισυνάπτονταν τα εν λόγω στοιχεία.

123    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Τσεχική Δημοκρατία ότι ανέμεινε την κοινοποίηση της έκθεσης της OLAF και δεν ζήτησε την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων αμέσως μετά την επιστροφή της αποστολής ελέγχου.

124    Περαιτέρω, εν προκειμένω, η Τσεχική Δημοκρατία θεωρούσε, ενδεχομένως, αναγκαίο να αναμείνει την εκ μέρους της OLAF ανάλυση και εξακρίβωση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων πριν τα χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο διαδικασίας δημοσιονομικής διόρθωσης. Πράγματι, η OLAF ήταν η πλέον αρμόδια να προβεί στην εξακρίβωση αυτή, δεδομένου ότι τα αποδεικτικά στοιχεία συνελέγησαν στο πλαίσιο συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και του Λάος και ελλείψει διμερούς συμφωνίας συνδρομής μεταξύ της χώρας αυτής και της Τσεχικής Δημοκρατίας.

125    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Τσεχική Δημοκρατία απέδειξε ότι δεν μπορούσε να έχει στην κατοχή της, αμέσως μετά την επιστροφή της αποστολής ελέγχου, τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία για τη βεβαίωση των δασμών αντιντάμπινγκ τους οποίους όφειλε η εταιρία BAIDE επί των 28 επίμαχων περιπτώσεων εισαγωγών.

126    Συνεπώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η Τσεχική Δημοκρατία, παραλείποντας, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, να βεβαιώσει τους επίμαχους δασμούς τις επόμενες ημέρες μετά την επιστροφή της αποστολής ελέγχου, δεν παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει των διατάξεων που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 68 έως 77 ανωτέρω.

 Επί των συνεπειών της παύσης των δραστηριοτήτων της εταιρίας BAIDE στην υποχρέωση απόδοσης του επίδικου ποσού και στην είσπραξή του

127    Η Τσεχική Δημοκρατία διατείνεται, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 52 ανωτέρω, ότι δεν ήταν δυνατό να εισπράξει το επίδικο ποσό λόγω του ότι η εταιρία BAIDE είχε παύσει κάθε δραστηριότητα στην επικράτειά της από τον Μάιο του 2008, και, ως εκ τούτου, το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων της εν λόγω εταιρίας δεν μπορούσε πλέον να κατασχεθεί όταν διαβιβάστηκε στην Τσεχική Δημοκρατία η έκθεση της OLAF.

128    Δεν αμφισβητείται ότι η έκθεση της OLAF καθιστούσε πράγματι δυνατή τη βεβαίωση των δασμών που όφειλε η εταιρία BAIDE. Συγκεκριμένα, η εν λόγω έκθεση διευκρινίζει ότι τα στοιχεία που αποδεικνύουν την κινεζική καταγωγή των εμπορευμάτων ήταν επαρκή για να κινηθεί διαδικασία δημοσιονομικής διόρθωσης και μνημονεύει τις 28 επίμαχες περιπτώσεις εισαγωγών οι οποίες αφορούσαν, στην Τσεχική Δημοκρατία, την εταιρία BAIDE.

129    Δεν αμφισβητείται επίσης ότι η εταιρία BAIDE είχε παύσει τις δραστηριότητές της στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας από τον Μάιο του 2008, γεγονός που η Επιτροπή παραδέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

130    Επιπροσθέτως, από την αποδεικτική διαδικασία και, ειδικότερα, από την έρευνα που διεξήγαγαν οι τσεχικές τελωνειακές αρχές στις τράπεζες και στις δημοτικές υπηρεσίες του Δήμου Πράγας (Τσεχική Δημοκρατία), καθώς και από το απόσπασμα του εμπορικού μητρώου, την απάντηση των φορολογικών αρχών στο αίτημα που υπέβαλαν οι τσεχικές τελωνειακές αρχές σχετικά με αχρεωστήτως καταβληθέντα φόρο ο οποίος βεβαιώθηκε στο όνομα της εταιρίας BAIDE, την απάντηση στο αίτημα παροχής φορολογικών πληροφοριών και την αίτηση για την κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας του εκκαθαριστή της εταιρίας BAIDE, τα οποία επισυνάπτονται στο δικόγραφο της αγωγής, στα παραρτήματα A.8, A.19, A.20 και A.21, αντιστοίχως, προκύπτει ότι η εταιρία BAIDE δεν διέθετε πλέον περιουσιακά στοιχεία προς κατάσχεση στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας, πλην των ποσών που είχαν κατατεθεί σε τρεις λογαριασμούς που τηρούνταν στην Československá obchodní banka, καθώς και ενός ποσού αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, ύψους 16 047,67 CZK, 14,56 δολαρίων ΗΠΑ (USD), 51,60 ευρώ και 82 300 CZK, αντιστοίχως, ποσών τα οποία εισπράχθηκαν, εν τέλει, από τις τελωνειακές αρχές.

131    Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το αποτέλεσμα της έρευνας των τσεχικών τελωνειακών αρχών σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας BAIDE, ούτε τα συμπεράσματα και τα οικονομικά στοιχεία που περιέχονται στα μνημονευόμενα στη σκέψη 130 ανωτέρω έγγραφα. Δεν αμφισβητεί, επίσης, το γεγονός ότι η διαπίστωση της παύσης των δραστηριοτήτων της εταιρίας BAIDE συνδέεται άμεσα με το ότι, έκτοτε, η εταιρία αυτή, πέραν των προαναφερθέντων ποσών, δεν διέθετε κανένα περιουσιακό στοιχείο δυνάμενο να κατασχεθεί στην Τσεχική Δημοκρατία.

132    Τέλος, η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι η Τσεχική Δημοκρατία είχε τη δυνατότητα να κατασχέσει περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από εκείνα που τελικώς κατέσχεσε μετά την υποβολή της έκθεσης της OLAF.

133    Μολονότι η Επιτροπή προσάπτει στην Τσεχική Δημοκρατία ότι δεν ενήργησε με την απαιτούμενη επιμέλεια κατά την ολοκλήρωση της αποστολής ελέγχου, εντούτοις επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν υποστήριζε ότι η Τσεχική Δημοκρατία, ανεξαρτήτως των μέτρων που ελήφθησαν μετά την υποβολή της έκθεσης της OLAF, όφειλε να εισπράξει ποσό μεγαλύτερο από εκείνο που τελικώς εισέπραξε κατόπιν της εν λόγω υποβολής.

134    Συναφώς, η Επιτροπή προέβαλε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση που της τέθηκε επ’ αυτού, ότι «η Τσεχική Δημοκρατία ήταν υποχρεωμένη να βεβαιώσει τους δασμούς κατά τον χρόνο που [η εταιρία BAIDE] εξακολουθούσε να ασκεί δραστηριότητα στην τσεχική επικράτεια, επομένως, κατά το διάστημα από τα τέλη Νοεμβρίου 2007 […] έως [τα] τέλη Φεβρουαρίου 2008», και ότι «[ως εκ τούτου] θα μπορούσε να έχει εισπράξει περισσότερα χρήματα αν είχε βεβαιώσει νωρίτερα την τελωνειακή οφειλή».

135    Πάντως, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, όπως διαπιστώθηκε στις σκέψεις 123 και 124 ανωτέρω, η Τσεχική Δημοκρατία μπορούσε ευλόγως να αναμείνει την κοινοποίηση της έκθεσης της OLAF η οποία είχε ανακοινωθεί για τις αρχές του 2008 χωρίς να ζητήσει, πριν από την ημερομηνία αυτή, να της παρασχεθούν τα αποδεικτικά στοιχεία που συνελέγησαν κατά την αποστολή ελέγχου. Στο πλαίσιο αυτό, και λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που απαιτούνταν για την απόκτηση των εν λόγω εγγράφων, την ανάλυσή τους από τις τσεχικές αρχές και την κίνηση της διαδικασίας δημοσιονομικής διόρθωσης, η Επιτροπή δεν μπορεί βασίμως να ισχυριστεί ότι η Τσεχική Δημοκρατία θα μπορούσε να εισπράξει μεγαλύτερο ποσό απαιτήσεων επί των ιδίων πόρων αν είχε βεβαιώσει νωρίτερα τις απαιτήσεις αυτές.

136    Υπό τις συνθήκες αυτές, από την αποδεικτική διαδικασία, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας και των επιχειρημάτων που ανταλλάχθηκαν μεταξύ των διαδίκων, προκύπτει ότι η παύση των δραστηριοτήτων της εταιρίας BAIDE δύναται να αποτέλεσε συνιστά λόγο ο οποίος δεν μπορεί να καταλογισθεί στην Τσεχική Δημοκρατία και βάσει του οποίου το εν λόγω κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να απαλλαγεί νομίμως από την υποχρέωση απόδοσης στην Ένωση του επίδικου ποσού, βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1150/2000, όπως παρατέθηκε στη σκέψη 77 ανωτέρω.

137    Δεδομένου επίσης ότι η εταιρία BAIDE έπαυσε τις δραστηριότητές της πριν από την υποβολή της έκθεσης της OLAF, το γεγονός, ακόμη και αν θεωρηθεί βάσιμο, ότι η Τσεχική Δημοκρατία ενήργησε με καθυστέρηση μετά την υποβολή της έκθεσης αυτής δεν ασκεί, εν πάση περιπτώσει, επιρροή στην εκτίμηση της υποχρέωσης που υπέχει η Τσεχική Δημοκρατία να αποδώσει το επίδικο ποσό.

 Επί της υποχρέωσης σύστασης εγγύησης για την είσπραξη του επίδικου ποσού

138    Ωστόσο, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Τσεχική Δημοκρατία είχε λάβει γνώση του κινδύνου να διαπράξει απάτη η εταιρία BAIDE κατά τους ελέγχους που προηγήθηκαν της χορήγησης άδειας παραλαβής των επίμαχων εμπορευμάτων. Συνεπώς, όφειλε, πριν από τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εν λόγω εμπορευμάτων, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 61 ανωτέρω, να απαιτήσει τη σύσταση εγγύησης επαρκούς για την κάλυψη της ενδεχόμενης διαφοράς μεταξύ του ποσού των δηλωθέντων από την εν λόγω εταιρία δασμών και του ποσού των δασμών στους οποίους τα εμπορεύματα αυτά μπορούσαν, εν τέλει, να υπόκεινται, λαμβανομένων υπόψη των σοβαρών αμφιβολιών ως προς την καταγωγή τους.

139    Η Επιτροπή επικαλείται, συναφώς, το άρθρο 248 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού αριθ. 2913/92 (ΕΕ 1993, L 253, σ. 1, στο εξής: κανονισμός εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα).

140    Η Τσεχική Δημοκρατία αμφισβητεί την άποψη της Επιτροπής και υποστηρίζει ότι οι τελωνειακές αρχές δεν μπορούσαν να απαιτήσουν εγγύηση στο πλαίσιο των ελέγχων που προηγήθηκαν της χορήγησης άδειας παραλαβής των επίμαχων εμπορευμάτων ενώ, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων στοιχείων, δεν υπήρχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο γεννηθείσας ή δυναμένης να γεννηθεί τελωνειακής οφειλής.

141    Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, η Τσεχική Δημοκρατία επικαλείται το άρθρο 190, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα το οποίο ορίζει ότι, «[ό]ταν η τελωνειακή νομοθεσία προβλέπει την προαιρετική σύσταση εγγύησης, η εγγύηση αυτή απαιτείται, όταν, κατά την κρίση των τελωνειακών αρχών, η εμπρόθεσμη πληρωμή της τελωνειακής οφειλής που έχει γεννηθεί ή είναι δυνατό να γεννηθεί δεν είναι απόλυτα εξασφαλισμένη».

142    Κληθείσα να διευκρινίσει την επιχειρηματολογία της στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που μνημονεύεται στη σκέψη 28 ανωτέρω, η Τσεχική Δημοκρατία επισήμανε ότι «καμία διάταξη της τελωνειακής νομοθεσίας η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών δεν προέβλεπε ότι μπορούσε να απαιτηθεί εγγύηση βάσει [του άρθρου 190 του τελωνειακού κώδικα] κατόπιν συμπληρωματικών ελέγχων ή νέων πληροφοριών που αποκτήθηκαν μετά τη θέση των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία». Ως εκ τούτου, η Τσεχική Δημοκρατία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν «αδιανόητο οι τσεχικές τελωνειακές αρχές να απαιτούσαν εγγύηση βάσει της διάταξης αυτής».

143    Ωστόσο, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, όπως επιβεβαίωσε και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν προσάπτει στην Τσεχική Δημοκρατία, προκειμένου να αντικρούσει την ασκηθείσα στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς αγωγή της, τη μη σύσταση εγγύησης μετά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των αναπτήρων τσέπης, αλλά μόνον τη μη σύσταση εγγύησης κατά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής.

144    Επομένως, ανεξαρτήτως της βασιμότητάς της, η επιχειρηματολογία της Τσεχικής Δημοκρατίας όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής, εν προκειμένω, της προαιρετικής σύστασης εγγύησης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 190 του τελωνειακού κώδικα δεν ασκεί επιρροή στην εξέταση, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς, της υποχρέωσης εγγύησης που επικαλείται η Επιτροπή για την είσπραξη του επίδικου ποσού.

145    Συναφώς, η Τσεχική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι η εξέταση των επίμαχων εμπορευμάτων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 248 του κανονισμού εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα, το οποίο προβλέπει τη σύσταση, κατά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων, εγγύησης προκειμένου να επιτραπεί η θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία στην περίπτωση που οι διενεργηθέντες έλεγχοι είναι δυνατό να οδηγήσουν στον προσδιορισμό ποσού δασμών μεγαλύτερου από το ποσό που προκύπτει από τα στοιχεία της τελωνειακής διασάφησης. Αντιθέτως, η Τσεχική Δημοκρατία αμφισβητεί ότι εν προκειμένω πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.

146    Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων, υπενθυμίζεται ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, η διαχείριση του συστήματος των ιδίων πόρων της Ένωσης ανατίθεται στα κράτη μέλη και εμπίπτει στην αποκλειστική ευθύνη τους (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, C‑575/18 P, EU:C:2020:530, σκέψη 62). Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα ποσά που αντιστοιχούν στα βεβαιωθέντα έσοδα, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 77 ανωτέρω, να αποδίδονται στην Επιτροπή, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 1150/2000.

147    Κατά συνέπεια, εναπόκειται στα κράτη μέλη, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, να προβαίνουν σε ελέγχους και έρευνες σχετικά με τη βεβαίωση και την απόδοση των ιδίων πόρων που προέρχονται, όπως εν προκειμένω, από δασμούς του κοινού δασμολογίου και λοιπούς δασμούς που έχουν θεσπιστεί από τα θεσμικά όργανα επί των συναλλαγών με χώρες μη μέλη της Ένωσης, όπως οι εν λόγω δασμοί προσδιορίστηκαν στη σκέψη 69 ανωτέρω.

148    Η βεβαίωση των δασμών πραγματοποιείται σύμφωνα με την τελωνειακή νομοθεσία όσον αφορά τη λογιστική καταχώρηση του ποσού του δασμού και την κοινοποίησή του στον οφειλέτη, κατά το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού.

149    Το άρθρο 74, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του τελωνειακού κώδικα ορίζει ότι, «[ό]ταν η αποδοχή της τελωνειακής διασάφησης συνεπάγεται τη γένεση τελωνειακής οφειλής, η άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο της διασάφησης χορηγείται μόνον αν έχει καταβληθεί το ποσό της τελωνειακής οφειλής ή έχει συσταθεί εγγύηση γι’ αυτό».

150    Το άρθρο 248 που περιλαμβάνεται στον επιγραφόμενο «Εξέταση των εμπορευμάτων, αναγνώριση από το τελωνείο και λοιπά μέτρα που λαμβάνονται από το τελωνείο» τίτλο VIII του κανονισμού εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα έχει ως εξής:

«1.      Η χορήγηση της άδειας παραλαβής επιτρέπει τη βεβαίωση των εισαγωγικών δασμών που προσδιορίζονται σύμφωνα με τα στοιχεία της διασάφησης. Όταν οι τελωνειακές αρχές κρίνουν ότι οι έλεγχοι στους οποίους προέβησαν είναι δυνατό να οδηγήσουν στον προσδιορισμό ποσού δασμών ανώτερου από το ποσό που προκύπτει από τα στοιχεία της διασάφησης, απαιτούν, επιπλέον, τη σύσταση εγγύησης επαρκούς για την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ του ποσού που προκύπτει από τα στοιχεία της διασάφησης και εκείνου στο οποίο τα εμπορεύματα μπορεί να υπόκεινται οριστικά. Ωστόσο, ο διασαφιστής έχει την ευχέρεια, αντί να προβεί στη σύσταση της εγγύησης αυτής, να ζητήσει την άμεση βεβαίωση του ποσού των δασμών στους οποίους τα εμπορεύματα υπόκεινται οριστικά.

[…]»

151    Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, όταν κατατίθεται τελωνειακή διασάφηση, οι εφαρμοστέοι δασμοί πρέπει είτε να καταβάλλονται είτε να καλύπτονται από εγγύηση πριν από τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα, εάν οι τελωνειακές αρχές θεωρούν ότι από την επαλήθευση της τελωνειακής διασάφησης ενδέχεται να προκύψει υψηλότερο πληρωτέο ποσό εισαγωγικού δασμού από εκείνο που προκύπτει από τα στοιχεία της τελωνειακής διασάφησης, η παραλαβή των εμπορευμάτων θα επιτραπεί μετά τη σύσταση εγγύησης επαρκούς για την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ των ποσών αυτών.

152    Συναφώς, μολονότι το άρθρο 248, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα παρέχει, λόγω της χρήσης του ρήματος «κρίνω», ένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών όταν αποφασίζουν αν είναι αναγκαίο να απαιτηθεί η σύσταση εγγυήσεων, εντούτοις το εν λόγω περιθώριο διακριτικής ευχέρειας περιορίζεται από την αρχή της αποτελεσματικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, βάσει της οποίας η αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης πρέπει να διασφαλίζεται έναντι οποιασδήποτε απάτης ή άλλης παράνομης δραστηριότητας ικανής να θίξει τα συμφέροντα αυτά.

153    Το περιεχόμενο της αρχής της αποτελεσματικότητας, καθόσον η αρχή αυτή εφαρμόζεται στην ειδική υποχρέωση που υπέχουν τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ να διασφαλίζουν την πραγματική και πλήρη είσπραξη των ιδίων πόρων της Ένωσης που συνιστούν οι δασμοί, δεν μπορεί να προσδιορίζεται κατά τρόπο αφηρημένο και στατικό, δεδομένου ότι εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά της οικείας απάτης ή παράνομης δραστηριότητας, τα οποία ενδέχεται, εξάλλου, να μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου.

154    Εν προκειμένω, η Επιτροπή, προκειμένου να υποστηρίξει ότι η Τσεχική Δημοκρατία είχε λάβει γνώση του κινδύνου απάτης κατά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των επίμαχων εμπορευμάτων, ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι το ενάγον κράτος μέλος είχε ενημερωθεί ότι από τον πενταψήφιο αριθμό σειράς «44001», ο οποίος αναγραφόταν στη βάση των αναπτήρων τσέπης, ήταν δυνατό να συναχθεί η κινεζική καταγωγή των εν λόγω αναπτήρων.

155    Συναφώς, κατά πρώτον, η Επιτροπή διατείνεται ότι η πληροφορία αυτή περιλαμβανόταν σε ενημερωτικό έγγραφο το οποίο συνέταξε η OLAF και το οποίο διανεμήθηκε σε σεμινάριο που πραγματοποιήθηκε στις 31 Μαΐου και 1 Ιουνίου 2005 (στο εξής: ενημερωτικό έγγραφο της OLAF του 2005). Η Επιτροπή παραδέχεται ότι η Τσεχική Δημοκρατία δεν συμμετείχε στο εν λόγω σεμινάριο, αλλά υποστηρίζει ότι το εν λόγω κράτος μέλος ήταν αποδέκτης του ως άνω εγγράφου.

156    Η Τσεχική Δημοκρατία αμφισβητεί ότι έλαβε το ενημερωτικό έγγραφο της OLAF του 2005.

157    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν «[γνώριζε] ακριβώς» πότε είχε λάβει η Τσεχική Δημοκρατία το ενημερωτικό έγγραφο της OLAF του 2005. Η Επιτροπή διευκρίνισε ότι δεν βρήκε «συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία» σχετικά με την αποστολή του εν λόγω εγγράφου στην Τσεχική Δημοκρατία. Εξάλλου, ούτε από τη δικογραφία προκύπτει ότι το έγγραφο αυτό, αντιθέτως προς όσα υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διαβιβάστηκε στην Τσεχική Δημοκρατία μεταξύ «μηνός Ιουνίου και τέλους του [2005]».

158    Περαιτέρω, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η Επιτροπή με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ούτε από την ανακοίνωση WOMIS/CZ/2014/5, η οποία επισυνάπτεται στο παράρτημα Δ.3 και φέρει ημερομηνία 3 Οκτωβρίου 2016, προκύπτει ότι, «βάσει [του ενημερωτικού εγγράφου της OLAF του 2005], οι τσεχικές αρχές δημιούργησαν προφίλ κινδύνου στις 22 Μαρτίου 2006».

159    Τέλος, μολονότι η Τσεχική Δημοκρατία παραδέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, όπως ρητώς επισημάνθηκε κατά τη συζήτηση αυτή, το προφίλ κινδύνου που είχε δημιουργήσει στις 22 Μαρτίου 2006 είχε πράγματι καταρτιστεί βάσει των πληροφοριών που παρέσχε η OLAF, εντούτοις επισήμανε ότι οι εν λόγω πληροφορίες τής γνωστοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια συνεδρίασης που διεξήχθη από τις 20 έως τις 22 Μαρτίου 2006 με τους εκπροσώπους της OLAF, χωρίς η Επιτροπή να διατυπώσει παρατηρήσεις επί του ισχυρισμού αυτού.

160    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν αποδείχθηκε ότι η Τσεχική Δημοκρατία έλαβε το ενημερωτικό έγγραφο της OLAF του 2005 μεταξύ Ιουνίου 2005 και τέλους του έτους 2005.

161    Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η Τσεχική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει όσον αφορά τους ιδίους πόρους διότι δεν απαίτησε ήδη από το 2005, βάσει «αρκούντως ακριβών πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους» απάτης οι οποίες περιέχονταν στο έγγραφο αυτό, τη σύσταση εγγύησης για τους δασμούς αντιντάμπινγκ που θα μπορούσε να όφειλε η εταιρία BAIDE, πριν από τη θέση των αναπτήρων τσέπης σε ελεύθερη κυκλοφορία.

162    Κατά δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η πληροφορία σχετικά με τον αριθμό σειράς «44001», από τον οποίο προέκυπτε η κινεζική καταγωγή των αναπτήρων τσέπης, περιλαμβανόταν και στο προφίλ κινδύνου που είχε δημιουργήσει η Τσεχική Δημοκρατία στις 22 Μαρτίου 2006 και είχε επικαιροποιήσει τον Νοέμβριο του ίδιου έτους (στο εξής: προφίλ κινδύνου).

163    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το προφίλ κινδύνου, όπως ρητώς αναφέρει η Τσεχική Δημοκρατία, καταρτίστηκε για να «επιστήσει την προσοχή διαφόρων τελωνείων σχετικά με τους προσδιορισθέντες κινδύνους και […] να υποχρεώσει τα εν λόγω τελωνεία να προβούν σε ενδελεχείς ελέγχους των εμπορευμάτων, λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων αυτών». Στο προφίλ κινδύνου επισημαίνεται, όπως προβάλλει η Επιτροπή, ότι «ο πενταψήφιος κωδικός στο κάτω μέρος των αναπτήρων καταδεικνύει ότι μπορεί να πρόκειται για αναπτήρες καταγωγής Κίνας».

164    Πρώτον, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι από τους ελέγχους που διενεργήθηκαν βάσει του προφίλ κινδύνου δεν κατέστη, παρ’ όλα αυτά, δυνατό να αποδειχθεί ότι οι αναπτήρες τσέπης είχαν διαφορετική καταγωγή από εκείνη που είχε δηλώσει η εταιρία BAIDE.

165    Συναφώς, η Τσεχική Δημοκρατία, στα σημεία 43 και 44 του υπομνήματος απαντήσεως, παραπέμπει στα παραρτήματα Γ.1α έως Γ.1στ, Γ.1η έως Γ.1ιβ και Γ.2.α έως Γ.2.ιδ. Αναφέρει, ειδικότερα, όπως προκύπτει από το σημείο 22 των απαντήσεών της στις γραπτές ερωτήσεις που τέθηκαν στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 28 ανωτέρω, τα παραρτήματα Γ.1η και Γ.2.α έως Γ.2.ιδ, ιδίως δε τα πρακτικά που περιέχονται σε αυτά, ως σχετιζόμενα με τις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν μετά την κατάρτιση του προφίλ κινδύνου.

166    Ωστόσο, η Τσεχική Δημοκρατία δεν εξειδικεύει στο πλαίσιο των παραρτημάτων αυτών, τα οποία περιέχουν επιλογή «εγγράφων σχετικών με τελωνειακούς ελέγχους», όπως αυτά προσδιορίζονται στον πίνακα που επισυνάπτεται στο υπόμνημα απαντήσεως, όσον αφορά 24 από τις 28 επίμαχες εισαγωγές, η οποία αποτελείται, κατ’ ουσίαν, από τα πρακτικά των διενεργηθέντων ελέγχων, από τα τιμολόγια που εξέδωσε η εταιρία BAIDE καθώς και από ορισμένες φωτογραφίες των επίμαχων φορτώσεων και εμπορευμάτων, τα στοιχεία που επικαλείται για να προβάλλει ότι «κανένας από τους ελέγχους δεν κατ[έδειξε] στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι η πραγματική καταγωγή των εμπορευμάτων διαφέρει από τη δηλωθείσα καταγωγή».

167    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα στοιχεία αυτά προσδιορίστηκαν με επαρκή σαφήνεια ώστε να παράσχουν στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη βασιμότητά τους, ο αποσπασματικός και ελλιπής χαρακτήρας των εγγράφων αυτών, τα οποία προσκομίστηκαν, όπως ρητώς αναφέρεται, κατά τρόπο επιλεκτικό, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να επιτρέψει το συμπέρασμα ότι από κανένα στοιχείο δεν δύναται να συναχθεί η κινεζική καταγωγή των επίμαχων εμπορευμάτων. Περαιτέρω, όπως επισήμανε η Επιτροπή στη σκέψη 66 του υπομνήματος ανταπαντήσεως, δεν επισυνάφθηκαν φωτογραφίες των αναπτήρων τσέπης στα συνημμένα στα παραρτήματα Γ.1β, Γ.1στ, Γ.1η έως Γ.1ιβ, Γ.2α έως Γ.2ιδ επιλεγέντα έγγραφα.

168    Ερωτηθείσα επ’ αυτού στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 28 ανωτέρω, η Τσεχική Δημοκρατία απλώς επικαλέστηκε δύο επιπρόσθετες φωτογραφίες προκειμένου να υποστηρίξει ότι οι τσεχικές τελωνειακές αρχές δεν είχαν εντοπίσει, αναγραφόμενο στο κάτω μέρος των αναπτήρων τσέπης, τον αριθμό σειράς «44001», τον οποίο είχε επισημάνει η OLAF, αλλά διαφορετικό κωδικό, αποτελούμενο από τρία γράμματα και δύο ψηφία, ή ακόμη ότι δεν είχαν εντοπίσει καμία αναγραφή κωδικού.

169    Ωστόσο, η προσκόμιση απλώς και μόνο δύο φωτογραφιών προς στήριξη της επιχειρηματολογίας αυτής δεν αρκεί για να αποδειχθεί, όπως υποστηρίζει η Τσεχική Δημοκρατία, ότι «από τις φωτογραφίες που ελήφθησαν κατά τους τελωνειακούς ελέγχους» μπορεί να συναχθεί ότι ο αριθμός σειράς «44001» δεν αναγραφόταν στις επίμαχες εισαγωγές. Επιπροσθέτως, μολονότι στις συνημμένες στο παράρτημα ΣΤ.3 φωτογραφίες εμφανίζεται πράγματι, στο κάτω μέρος δύο αναπτήρων, διαφορετικός κωδικός από εκείνον που επισημάνθηκε από την OLAF, εντούτοις από κανένα στοιχείο των εν λόγω φωτογραφιών δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί ο εισαγωγέας των εμπορευμάτων αυτών.

170    Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι οι επίμαχες εισαγωγές αφορούν πολλά εκατομμύρια αναπτήρες, η μη αναγραφή, αν υποτεθεί αληθής, του αριθμού σειράς που αναφέρθηκε από την OLAF στο κάτω μέρος μιας δεκάδας αναπτήρων που εισήγαγε η εταιρία BAIDE, όπως εμφαίνονται στις φωτογραφίες που επισυνάπτονται στα παρατιθέμενα στη σκέψη 165 ανωτέρω παραρτήματα, δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι η Τσεχική Δημοκρατία δεν θα μπορούσε να έχει αμφιβολίες ως προς την κινεζική καταγωγή των αναπτήρων τσέπης.

171    Περαιτέρω, η Τσεχική Δημοκρατία, προκειμένου να αποδείξει ότι από τα μέτρα που ελήφθησαν «δεν προέκυψε κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι τα εμπορεύματα είχαν καταγωγή διαφορετική από τη δηλωθείσα», δεν μπορεί λυσιτελώς να επικαλεστεί τα συνημμένα στα παραρτήματα Γ πρακτικά, δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά απλώς πιστοποιούν τα αποτελέσματα των ελέγχων όπως αυτοί πράγματι διενεργήθηκαν, βάσει των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη και μόνον.

172    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το σημείο 6.1 της ανακοίνωσης AM/2007/019 της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2007, η οποία απεστάλη στα κράτη μέλη στο πλαίσιο της αμοιβαίας συνεργασίας, επισημαίνει τα εξής:

«[…]

Όσον αφορά το χρονικό διάστημα από το τέλος του 2004 έως τον Ιούλιο του 2006, η ποσότητα αναπτήρων που εισήχθησαν στην Κοινότητα από το Λάος ανήλθε σε περισσότερα από 80 εκατομμύρια τεμάχια.

[…]

Κατά τη διάρκεια των ελέγχων, δύο κράτη μέλη (τσεχικά και βελγικά τελωνεία) εντόπισαν, στη βάση των δεξαμενών αναπτήρων που δηλώθηκαν ως καταγόμενοι από το Λάος, τον πενταψήφιο κωδικό που παρείχαν οι κινεζικές αρχές στους κατασκευαστές κινεζικών αναπτήρων. Στην περίπτωση αυτή, επρόκειτο για τον κωδικό 44001, ήτοι τον κωδικό που δόθηκε από τις κινεζικές αρχές στον Κινέζο παραγωγό που μνημονεύεται στο σημείο 7.1.2 [δηλαδή στην εταιρία BAIDE].»

173    Εξάλλου, το σημείο 12 της εν λόγω ανακοίνωσης έχει ως εξής:

«Διαπιστώθηκε ότι ο Κινέζος παραγωγός που μνημονεύεται στο σημείο 7.1.2 εγκατέστησε το ευρωπαϊκό κέντρο διανομής του στην Πράγα, στην Τσεχική Δημοκρατία. Οι τσεχικές τελωνειακές αρχές έλεγξαν την κατάσταση των εισαγωγών του εισαγωγέα που αναφέρεται στο σημείο 7.2 και συνδέεται με τον εξαγωγέα.

Ο εισαγωγέας που συνδέεται με τον εξαγωγέα μετέφερε αμέσως τον εκτελωνισμό από ένα τελωνείο σε άλλο προκειμένου να αποφύγει τον πλήρη έλεγχο των φορτίων αναπτήρων οι οποίοι δηλώθηκαν ως καταγόμενοι από το Λάος.

Στη συνέχεια, τα εμπορεύματα τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία στη Σλοβακία. Τα σλοβακικά τελωνεία ενημερώθηκαν για τη μεταφορά αναπτήρων από τα τσεχικά τελωνεία τον Ιούλιο του 2006 και, με την αρωγή της OLAF, οι εισαγωγές δύο φορτίων σταμάτησαν τον Αύγουστο του 2006. Όταν οι σλοβακικές τελωνειακές αρχές ζήτησαν τις εγγυήσεις που κάλυπταν τους δασμούς αντιντάμπινγκ επί των αναπτήρων, τα φορτία εστάλησαν εκ νέου σε τελωνειακή αποθήκη στην Πράγα.

[…]»

174    Η Τσεχική Δημοκρατία, κληθείσα ρητώς, στο πλαίσιο του μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 28 ανωτέρω, να υποβάλει τις παρατηρήσεις της όσον αφορά τις πληροφορίες που περιέχονται στα σημεία 6.1 και 12 της αναφερθείσας στις σκέψεις 172 και 173 ανωτέρω ανακοίνωσης, προέβαλε ότι «οι πληροφορίες σχετικά με τη σημασία του πενταψήφιου κωδικού που περιλαμβάνονται στην [εν λόγω] ανακοίνωση [ήταν] εξαιρετικά αποσπασματικές και αόριστες». Ωστόσο, δεν αμφισβήτησε το γεγονός, το οποίο μνημονεύεται στη σκέψη 6.1 της εν λόγω ανακοίνωσης, ότι τα τσεχικά τελωνεία είχαν εντοπίσει, ανεξαρτήτως της ακριβούς σημασίας του, έναν τέτοιο αριθμό σειράς στο κάτω μέρος των αναπτήρων που εισήγαγε η εταιρία BAIDE.

175    Μολονότι η Τσεχική Δημοκρατία υποστήριξε επίσης ότι η ανακοίνωση αυτή δεν ασκούσε επιρροή στην υπό κρίση διαφορά, στο μέτρο που αυτή συντάχθηκε μετά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων των επίμαχων εισαγωγών, εντούτοις ούτε το γεγονός αυτό μπορεί, αυτό καθεαυτό, να αναιρέσει τις πληροφορίες που περιέχονται στην εν λόγω ανακοίνωση κατά τις οποίες τα τσεχικά τελωνεία είχαν εντοπίσει στο κάτω μέρος των αναπτήρων τον αριθμό σειράς «44001».

176    Επιπροσθέτως, δεδομένου ότι η ανακοίνωση αυτή, όπως επισημαίνει η Τσεχική Δημοκρατία, διαβιβάστηκε το πρώτον μετά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, το γεγονός ότι η OLAF δεν συνέστηνε με την εν λόγω ανακοίνωση την παροχή εγγύησης δεν μπορεί εγκύρως να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση της υποχρέωσης που υπείχε η Τσεχική Δημοκρατία να απαιτήσει τη σύσταση της εν λόγω εγγύησης κατά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των εμπορευμάτων αυτών.

177    Μολονότι η Τσεχική Δημοκρατία κλήθηκε εκ νέου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να υποβάλει τις παρατηρήσεις της όσον αφορά τις πληροφορίες που περιέχονται στα σημεία 6.1 και 12 της ανακοίνωσης AM/2007/019, εντούτοις δεν προσκόμισε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο ικανό να τις ανατρέψει. Δεν αμφισβήτησε, άλλωστε, ότι είχε προειδοποιήσει τα σλοβακικά τελωνεία για την ύπαρξη δόλιων εισαγωγών, όπως προκύπτει από το σημείο 12 της ανακοίνωσης AM/2007/019.

178    Στο πλαίσιο αυτό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Τσεχική Δημοκρατία, μολονότι κλήθηκε εγγράφως να παράσχει διευκρινίσεις ως προς τις πληροφορίες που περιέχονται στα σημεία 6.1 και 12 της ανακοίνωσης AM/2007/019, εντούτοις δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει αρκούντως ακριβή και κρίσιμα στοιχεία που να μπορούν να τις αντικρούσουν. Επομένως, η Τσεχική Δημοκρατία δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι δεν εντόπισε τον αριθμό σειράς τον οποίο είχε επισημάνει η OLAF ενώ είχε επιστήσει την προσοχή των σλοβακικών αρχών στην ύπαρξη δόλιων εισαγωγών, οι οποίες δηλώθηκαν ως προερχόμενες από το Λάος και είχαν προηγουμένως εισαχθεί στην επικράτειά της από την εταιρία BAIDE.

179    Καίτοι η Τσεχική Δημοκρατία επιδιώκει να αμφισβητήσει τη λυσιτέλεια των πληροφοριών που διαβίβασε η OLAF για την αξιολόγηση της καταγωγής των επίμαχων εμπορευμάτων, ισχυριζόμενη, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 174 ανωτέρω, ότι λόγω των κενών στις πληροφορίες αυτές δεν μπορούσε, κατ’ ουσίαν, να είναι βέβαιη για τη σημασία τους, δεν αμφισβητείται ότι, όπως επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν ζήτησε από την OLAF διευκρινίσεις σχετικά με την ακρίβεια των κατ’ αυτόν τον τρόπο διαβιβασθεισών πληροφοριών, μολονότι τις συμπεριέλαβε ως είχαν στο προφίλ κινδύνου.

180    Περαιτέρω, υπενθυμίζεται ότι οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών οφείλουν να μεριμνούν για την εφαρμογή του τελωνειακού δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, να διενεργούν κατάλληλους τελωνειακούς ελέγχους για την αποτελεσματική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η εκπλήρωση της αποστολής αυτής απαιτεί, εκ μέρους των αρχών αυτών, συνεχείς, συνεκτικές και συστηματικές προσπάθειες. Επομένως, μολονότι οι τελωνειακοί έλεγχοι που διενεργούνται στο επίπεδο της Ένωσης αποσκοπούν στην παροχή υποστήριξης στα κράτη μέλη, εντούτοις δεν είναι δυνατόν, επ’ ουδενί, να υποκαταστήσουν τη δράση ελέγχου και αποτελεσματικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης την οποία οφείλουν να αναπτύσσουν τα κράτη μέλη.

181    Τέλος, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Τσεχική Δημοκρατία, η σύσταση εγγύησης για την είσπραξη του επίδικου ποσού δεν απαιτούσε, κατά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των επίμαχων εμπορευμάτων, τη βεβαιότητα ότι η καταγωγή τους διέφερε από εκείνη που δηλώθηκε, αλλά μόνον την ύπαρξη ενδείξεων που θα μπορούσαν να συνεπάγονται, κατά τον έλεγχο των εμπορευμάτων αυτών, τον προσδιορισμό ποσού δασμών ανώτερου από το ποσό που προέκυπτε από τα στοιχεία της τελωνειακής διασάφησης.

182    Συναφώς, η Τσεχική Δημοκρατία δεν μπορεί νυν να υποστηρίζει ότι δεν μπορούσε να έχει παρά μόνον αόριστες υπόνοιες ως προς τον απατηλό χαρακτήρα των επίμαχων εισαγωγών, ενώ η ίδια παραδέχθηκε στο προφίλ κινδύνου ότι «υπ[ήρχε] εύλογη υπόνοια καταστρατήγησης της τελωνειακής νομοθεσίας», διευκρίνισε ότι ο σκοπός του εσωτερικού ελέγχου συνίστατο «στη λήψη όλων των δυνατών μέτρων για να παρεμποδιστεί η αποφυγή των δασμών αντιντάμπινγκ, μέσω διαφορετικής δασμολογικής κατάταξης ή δήλωσης διαφορετικής καταγωγής των εμπορευμάτων», και επισήμανε ότι συνιστάτο, κατά περίπτωση, «η επιβολή κατάσχεσης μέχρι του ποσού του δασμού αντιντάμπινγκ».

183    Εξάλλου, η Τσεχική Δημοκρατία, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 178 ανωτέρω, προειδοποίησε τις σλοβακικές τελωνειακές αρχές για την ύπαρξη δόλιων εισαγωγών. Έλαβε, επίσης, ορισμένα μέτρα, αφού κατάρτισε το προφίλ κινδύνου, από τα οποία προκύπτει, τουλάχιστον, ότι είχε λάβει γνώση του κινδύνου ήδη από την κατάρτιση του εν λόγω προφίλ. Η Τσεχική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί, όπως επισήμανε η Επιτροπή στο σημείο 15 του υπομνήματος αντικρούσεως, ότι απέστειλε στις 13 Απριλίου 2006 έγγραφο στην OLAF σχετικά με υπόνοιες περί διάπραξης απάτης από την εταιρία BAIDE και ότι κίνησε διαδικασία έρευνας όσον αφορά την εν λόγω εταιρία στις 28 Αυγούστου 2006. Το εν λόγω κράτος μέλος δεν αμφισβητεί επίσης ότι διαβίβασε στην OLAF, πριν από την αποστολή ελέγχου της OLAF, τον κατάλογο των επίμαχων εισαγωγών των οποίων η καταγωγή έπρεπε να επαληθευθεί.

184    Ωστόσο, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει, δεύτερον, ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι όφειλε, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών της OLAF, να απαιτήσει τη σύσταση εγγύησης για την είσπραξη του επίδικου ποσού, θα έπρεπε να αποδεσμεύσει την εν λόγω εγγύηση δεδομένου ότι οι αρχές του Λάος είχαν επιβεβαιώσει τη γνησιότητα των πιστοποιητικών καταγωγής των επίμαχων εμπορευμάτων και δεν υπήρχε «κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί του αντιθέτου».

185    Εντούτοις, το γεγονός και μόνον ότι οι αρχές του Λάος επιβεβαίωσαν τη γνησιότητα των πιστοποιητικών καταγωγής τα οποία προσκόμισε η εταιρία BAIDE σε 2 από τις 28 επίμαχες περιπτώσεις εισαγωγών, ανεξαρτήτως του νομικού περιεχομένου που μπορεί να αναγνωριστεί στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς στις δηλώσεις των αρχών αυτών, δεν αρκούσε, εν πάση περιπτώσει, για να αρθούν οι αμφιβολίες που η ίδια η Τσεχική Δημοκρατία διατηρούσε βάσει των πληροφοριών που είχε κοινοποιήσει η OLAF σε σχέση με το σύνολο των εισαγωγών που πραγματοποίησε η εταιρία BAIDE από το Λάος.

186    Τα προσκομισθέντα από την εταιρία BAIDE πιστοποιητικά θα μπορούσαν να αποτελέσουν, το πολύ, ενδείξεις της καταγωγής των αναπτήρων τσέπης από το Λάος μόνον αν η καταγωγή αυτή είχε επιβεβαιωθεί, και όχι, όπως εν προκειμένω, αναιρεθεί, από άλλα στοιχεία που είχε στην κατοχή της η Τσεχική Δημοκρατία κατά τη χορήγηση της άδειας παραλαβής των επίμαχων εμπορευμάτων.

187    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η Τσεχική Δημοκρατία ήταν υποχρεωμένη, βάσει του άρθρου 248, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα, να απαιτήσει τη σύσταση εγγύησης για την είσπραξη των δασμών αντιντάμπινγκ τους οποίους ενδεχομένως όφειλε η εταιρία BAIDE από την ημερομηνία κατάρτισης του προφίλ κινδύνου, δηλαδή από τις 22 Μαρτίου 2006.

 Γενικό συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη αδικαιολόγητου πλουτισμού της Ένωσης

188    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 123 και 124 ανωτέρω, η Τσεχική Δημοκρατία ήταν σε θέση να βεβαιώσει τους οφειλόμενους από την εταιρία BAIDE δασμούς επί των επίμαχων εισαγωγών από την ημερομηνία υποβολής της έκθεσης της OLAF.

189    Εντούτοις, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 129 ανωτέρω, η έκθεση της OLAF υποβλήθηκε μετά την παύση των δραστηριοτήτων της εταιρίας BAIDE.

190    Βάσει του συμπεράσματος που εκτέθηκε στη σκέψη 136, η παύση των δραστηριοτήτων της εταιρίας BAIDE, που προηγήθηκε της υποβολής της έκθεσης της OLAF, μπορούσε να συνιστά λόγο μη δυνάμενο να καταλογισθεί στην Τσεχική Δημοκρατία, κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1150/2000, βάσει του οποίου το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να απαλλαγεί νομίμως από την υποχρέωση απόδοσης στην Ένωση του επίδικου ποσού, δεδομένου ότι κανένα περιουσιακό στοιχείο δεν μπορούσε πλέον να κατασχεθεί στο έδαφος της Τσεχικής Δημοκρατίας.

191    Ωστόσο, στη σκέψη 187 ανωτέρω κρίθηκε ότι η Τσεχική Δημοκρατία ήταν υποχρεωμένη, βάσει του άρθρου 248, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα, να απαιτήσει, από τις 22 Μαρτίου 2006, τη σύσταση εγγύησης για τα ποσά που έπρεπε να εισπραχθούν ως οφειλόμενοι από την εταιρία BAIDE δασμοί αντιντάμπινγκ.

192    Οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι οι επίμαχες εισαγωγές, όπως επιβεβαίωσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 26ης Σεπτεμβρίου 2005 και 1ης Μαρτίου 2007. Περαιτέρω, η Επιτροπή επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, κατά την άποψή της, η υποχρέωση εγγύησης έπρεπε να αφορά το σύνολο των επίμαχων εισαγωγών.

193    Από το έγγραφο του παραρτήματος ΣΤ.1, καθώς και από τον πίνακα του παραρτήματος B.7, προκύπτει ότι, από τις 22 Μαρτίου 2006 και εφεξής, πραγματοποιήθηκαν δεκαέξι εισαγωγές, η πρώτη στις 11 Απριλίου 2006 και η τελευταία την 1η Μαρτίου 2007.

194    Κατόπιν των ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι υφίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός της Ένωσης ανερχόμενος στο ύψος του επίδικου ποσού που αντιστοιχεί στους δασμούς αντιντάμπινγκ που οφείλει η εταιρία BAIDE επί των πρώτων δώδεκα εισαγωγών αναπτήρων τσέπης, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 26ης Σεπτεμβρίου 2005, η πρώτη, και 20ής Φεβρουαρίου 2006, η τελευταία, δηλαδή στις 26 Σεπτεμβρίου, 7, 15, 27, 29, 30 Νοεμβρίου 2005, 3, 10, 16, 17, 27 Ιανουαρίου και 20 Φεβρουαρίου 2006.

195    Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή στο μέτρο που ζητεί την απόδοση στην Τσεχική Δημοκρατία του μνημονευόμενου στη σκέψη 194 ανωτέρω ποσού, δηλαδή, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών στοιχείων που προσκομίσθηκαν στο παράρτημα ΣΤ.1 και δεν αμφισβητήθηκαν από την Επιτροπή, του ποσού των 17 828 399,66 CZK το οποίο καταβλήθηκε για ιδίους πόρους της Ένωσης, στον προβλεπόμενο προς τούτο λογαριασμό της Επιτροπής.

196    Η αγωγή πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

197    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

198    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι τόσο η Τσεχική Δημοκρατία όσο και η Επιτροπή ηττήθηκαν εν μέρει, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικά του έξοδα.

199    Το Βασίλειο του Βελγίου και η Δημοκρατία της Πολωνίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Δέχεται την αγωγή της Τσεχικής Δημοκρατίας κατά το μέρος που ζητεί την απόδοση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του ποσού των 17 828 399,66 τσεχικών κορωνών (CZK) το οποίο καταβλήθηκε ως ίδιος πόρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αγωγή.

3)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Μαρκουλλή

Schwarcz

Norkus

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Μαΐου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.