Language of document : ECLI:EU:T:2014:199

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 9ης Απριλίου 2014 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος MILANÓWEK CREAM FUDGE — Προγενέστερα εικονιστικά εθνικά σήματα που απεικονίζουν αγελάδα, Original Sahne Muh-Muhs HANDGESCHNITTEN HANDGEWICKELT και SAHNE TOFFEE LUXURY CREAM FUDGE — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Έλλειψη κινδύνου συγχύσεως — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, και άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009»

Στην υπόθεση T‑623/11,

Pico Food GmbH, με έδρα το Tamm (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον M. Douglas, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τους M. Vuijst και Π. Γερουλάκο,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Bogumił Sobieraj, κάτοικος Milanówek (Πολωνία), εκπροσωπούμενος από τον O. Bischof, δικηγόρο,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 8ης Σεπτεμβρίου 2011 (υπόθεση R 553/2010‑1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ Pico Food GmbH και Bogumił Sobieraj,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: J. Weychert, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Νοεμβρίου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Απριλίου 2012,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του παρεμβαίνοντος που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Μαρτίου 2012,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Αυγούστου 2012,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 15ης Οκτωβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 31 Οκτωβρίου 2007, ο παρεμβαίνων, Bogumił Sobieraj, δραστηριοποιούμενος με την επωνυμία Zakład Przemysłu Cukierniczego Milanówek, υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εξής εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στην κλάση 30 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Φρούτα με επικάλυψη και γλασάρισμα σοκολάτας, σταφίδες με επικάλυψη σοκολάτας, φουντούκια με επικάλυψη και γλασάρισμα σοκολάτας, φιστίκια με επικάλυψη και γλασάρισμα σοκολάτας, ζελέ φρούτων, ζαχαρωτά, γλυκά και ζαχαρώδη, ειδικότερα ζαχαρωτά, καραμέλες, πραλίνες, σοκολάτες, σοκολάτα, ζαχαρώδη γλασαρισμένα με σοκολάτα, πλάκες σοκολάτας, γκοφρέτες, γλυκά, γλυκά γλασαρισμένα με σοκολάτα».

4        Η αίτηση κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων αριθ. 22/2008, της 2ας Ιουνίου 2008.

5        Στις 2 Σεπτεμβρίου 2008, η προσφεύγουσα, Pico Food GmbH, άσκησε, βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 41 του κανονισμού 207/2009), ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση για τα προϊόντα που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 3.

6        Η ανακοπή στηρίχθηκε ιδίως στα εξής εικονιστικά σήματα (στο εξής, από κοινού: προγενέστερα σήματα), τα οποία είχαν καταχωριστεί στη Γερμανία:

–        το εικονιστικό σήμα, που κατατέθηκε στις 14 Απριλίου και καταχωρίστηκε στις 30 Μαΐου 2005 με αριθμό 30522224 (στο εξής: πρώτο προγενέστερο σήμα), το οποίο αναπαρίσταται κατωτέρω:

Image not found

–        το εικονιστικό σήμα, που κατατέθηκε στις 20 Απριλίου και καταχωρίστηκε στις 8 Ιουνίου 2005 με αριθμό 30523439 (στο εξής: δεύτερο προγενέστερο σήμα), το οποίο αναπαρίσταται κατωτέρω:

Image not found

–        το εικονιστικό σήμα, που κατατέθηκε στις 10 Ιανουαρίου και καταχωρίστηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2007 με αριθμό 30700574 (στο εξής: τρίτο προγενέστερο σήμα), το οποίο αναπαρίσταται κατωτέρω:

Image not found

7        Τα προγενέστερα σήματα καταχωρίστηκαν μεταξύ άλλων για προϊόντα της κλάσεως 30 και ανταποκρίνονται στην ακόλουθη περιγραφή: «Πλάκες σοκολάτας, προϊόντα σοκολάτας· γλυκά, ζαχαρωτά, καραμέλες, ειδικότερα παρασκευαζόμενα με γάλα, κρέμα και/ή βούτυρο». Η προσφεύγουσα περιόρισε την ανακοπή της στα προϊόντα αυτά.

8        Η ανακοπή στηριζόταν επίσης σε άλλα προγενέστερα σήματα, καταχωρισμένα στη Γερμανία, που ήταν παρόμοια με το δεύτερο προγενέστερο σήμα, αν και είχαν διαφορετικά σχέδια ή πρόσθετα λεκτικά στοιχεία.

9        Ο λόγος που προβλήθηκε προς στήριξη της ανακοπής ήταν ο προβλεπόμενος στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009).

10      Με απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2010, το τμήμα ανακοπών του ΓΕΕΑ απέρριψε την ανακοπή της προσφεύγουσας.

11      Στις 9 Απριλίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, βάσει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

12      Με απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή. Έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι οι διαφορές μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων αρκούσαν για να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος συγχύσεως εν προκειμένω, παρά το πανομοιότυπο των επίμαχων προϊόντων και την ενδεχόμενη φήμη του πρώτου και του δεύτερου από τα προγενέστερα σήματα. Το συμπέρασμα αυτό έχει κατά μείζονα λόγο εφαρμογή στα λοιπά σήματα που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα προς στήριξη της ανακοπής της, τα οποία είχαν πολύ περισσότερες διαφορές από το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

14      Το ΓΕΕΑ και ο παρεμβαίνων ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

15      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009

16      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση του τμήματος προσφυγών, που περιλαμβάνεται στη σκέψη 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία οι καταναλωτές στην Ευρωπαϊκή Ένωση, «συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας», έχουν συνηθίσει τα σήματα που «περιέχουν μια αγελάδα» και θα δώσουν επομένως λιγότερη προσοχή στο στοιχείο αυτό. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το τμήμα προσφυγών αναφέρθηκε σε τριάντα περίπου κοινοτικά σήματα τα οποία επικαλέσθηκε ο παρεμβαίνων και τα οποία περιείχαν την απεικόνιση αγελάδας για προϊόντα της κλάσεως 30. Κατά την προσφεύγουσα, τα στοιχεία που προέβαλε ο παρεμβαίνων κατά τη διαδικασία δεν αποδεικνύουν ότι τα σήματα που αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση χρησιμοποιούνται για τα επίμαχα προϊόντα στην κρίσιμη γεωγραφική περιοχή, δηλαδή στη Γερμανία. Συνεπώς, η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ως προς το σημείο αυτό δεν είναι ορθή. Η προσφεύγουσα προσθέτει, στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, ότι το επιχείρημα του τμήματος προσφυγών ότι τα επίμαχα προϊόντα παρασκευάζονται κυρίως με γάλα είναι ανακριβές και δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο.

17      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

18      Κατά το άρθρο 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, σε διαδικασία που αφορά τους σχετικούς λόγους απαραδέκτου της καταχώρισης ενός σήματος, όπως το επίμαχο εν προκειμένω, η εξέταση του ΓΕΕΑ περιορίζεται στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι διάδικοι καθώς και στα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα.

19      Επομένως, το τμήμα προσφυγών, όταν αποφαίνεται επί προσφυγής κατά αποφάσεως με την οποία περατώνεται η διαδικασία της ανακοπής, μπορεί να στηρίξει την απόφασή του μόνο στους σχετικούς λόγους απαραδέκτου που προέβαλε ο οικείος διάδικος, καθώς και στα συναφή πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκαν οι διάδικοι [απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2004, T‑185/02, Ruiz-Picasso κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ — DaimlerChrysler (PICARO), Συλλογή 2004, σ. II‑1739, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Ωστόσο, τούτο δεν αποκλείει το να λάβει το τμήμα αυτό υπόψη, πέραν των γεγονότων που ρητώς προέβαλαν οι διάδικοι στη διαδικασία ανακοπής, παγκοίνως γνωστά πραγματικά περιστατικά (προπαρατεθείσα απόφαση PICARO, σκέψη 29) ούτε αποκλείει το να εξετάσει ένα νομικό ζήτημα, ακόμη και όταν δεν τέθηκε από τους διαδίκους, αν η επίλυση του ζητήματος αυτού είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων [βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2005, T‑57/03, SPAG κατά ΓΕΕΑ — Dann και Backer (HOOLIGAN), Συλλογή 2005, σ. II‑287, σκέψεις 21, 32 και 33].

20      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο παρεμβαίνων προσκόμισε ενώπιον του ΓΕΕΑ έγγραφα που αφορούν περισσότερα από τριάντα σήματα καταχωρισμένα στο μητρώο κοινοτικών σημάτων για προϊόντα της κλάσεως 30 και τα οποία περιέχουν την απεικόνιση αγελάδας. Η ίδια η προσφεύγουσα ανέφερε, στις παρατηρήσεις της ενώπιον του ΓΕΕΑ, ότι ο παρεμβαίνων υποστήριξε ότι η απεικόνιση αγελάδας είχε ασθενή διακριτικό χαρακτήρα. Επομένως, κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί την άποψη ότι, εν προκειμένω, η εξέταση του τμήματος προσφυγών δεν περιορίσθηκε στα επιχειρήματα που προέβαλαν οι διάδικοι και στα υποβληθέντα από αυτούς αιτήματα.

21      Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν συμφωνεί με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το τμήμα προσφυγών μετά την εξέταση των πραγματικών στοιχείων που επικαλέσθηκε ο παρεμβαίνων αποτελεί ζήτημα ουσίας το οποίο δεν μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 76 του κανονισμού 207/2009 [βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Μαΐου 2013, T‑218/10, DHL International κατά ΓΕΕΑ — Service Point Solutions (SERVICEPOINT), σκέψη 66].

22      Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι η επίκληση από το τμήμα προσφυγών των σημάτων που αναφέρονται στη σκέψη 20 ανωτέρω ήταν συμπληρωματική του επιχειρήματος που αναπτύχθηκε στη σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο η απεικόνιση αγελάδας παρέπεμπε στα οικεία προϊόντα. Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από τον πρώτο λόγο που προέβαλε η προσφεύγουσα.

23      Όσον αφορά τη διαπίστωση του τμήματος προσφυγών, κατά την οποία τα επίμαχα προϊόντα ενδέχεται να παρασκευάζονται από γάλα ή γαλακτοκομικά προϊόντα, το τμήμα προσφυγών προέβη απλώς σε εξέταση των εν λόγω προϊόντων, τα οποία αποτελούν μέρος των αιτημάτων που υπέβαλαν οι διάδικοι και των πραγματικών στοιχείων που είχε στη διάθεσή του το τμήμα προσφυγών. Επομένως, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί ο όψιμος χαρακτήρας των επιχειρημάτων αυτών που προέβαλε η προσφεύγουσα συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτή καμία παράβαση του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009 όσον αφορά την εν λόγω διαπίστωση. Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν συμφωνεί με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το τμήμα προσφυγών μετά την εξέταση των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως αποτελεί ζήτημα ουσίας το οποίο δεν μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009.

24      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009

25      Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι οι κάθετες λωρίδες των προγενέστερων σημάτων ήταν γκρίζες. Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε ότι, όταν το σήμα έχει καταχωριστεί σε λευκό και μαύρο, καλύπτει όλους τους συνδυασμούς χρωμάτων που περιλαμβάνονται στη γραφική απεικόνιση. Επομένως, εν προκειμένω, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία έχουν ως βάση πανομοιότυπα χρώματα. Η οπτική ομοιότητα των εν λόγω σημείων είναι, ως εκ τούτου, μεγαλύτερη από ό,τι διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών. Περαιτέρω, τα εικονιστικά στοιχεία των αντιπαρατιθέμενων σημείων που απεικονίζουν αγελάδα παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες. Το τμήμα προσφυγών προσέδωσε υπερβολική σημασία στα λεκτικά στοιχεία των σημείων αυτών. Δεύτερον, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η οπτική ομοιότητα έχει πολύ μεγάλη σημασία εν προκειμένω, λαμβανομένου υπόψη του τρόπου που διατίθενται στο εμπόριο τα συγκεκριμένα προϊόντα, και ότι το επίπεδο προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού είναι κατώτερο του μέσου όρου. Τρίτον, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα για να αποδείξει ότι τα προγενέστερα σήματα είχαν αποκτήσει διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεως. Τέταρτον, το τμήμα προσφυγών δεν έλαβε υπόψη απόφαση ενός γερμανικού δικαστηρίου που αφορούσε τα ίδια σημεία με τα αντιπαρατιθέμενα στην υπό κρίση υπόθεση. Πέμπτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών κατά το οποίο η απεικόνιση αγελάδας έχει περιγραφικό χαρακτήρα σε σχέση με τα προϊόντα που καλύπτουν τα προγενέστερα σήματα και, ειδικότερα, σε σχέση με τα «ζαχαρώδη, ζαχαρωτά, καραμέλες».

26      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

27      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν, λόγω του ταυτοσήμου ή της ομοιότητάς του με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, περίπτωση ii, του κανονισμού 207/2009, προγενέστερα σήματα είναι τα καταχωρισμένα σε κράτος μέλος σήματα, η ημερομηνία καταθέσεως των οποίων είναι προγενέστερη της ημερομηνίας αιτήσεως κοινοτικού σήματος.

28      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά τη νομολογία αυτή, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, βάσει του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τα επίμαχα σημεία και τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες, συνεκτιμωμένων όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, και ιδίως της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ — Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Ειδικότερα, τυχόν μικρή ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμίζεται από την έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως [απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, C‑234/06 P, Il Ponte Finanziaria κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. I‑7333, σκέψη 48, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑6/01, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ — Hukla Germany (MATRATZEN), Συλλογή 2002, σ. II‑4335, σκέψη 25].

29      Εξάλλου, η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, φωνητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που αυτά προκαλούν, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνει τα σήματα ο μέσος καταναλωτής των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Συναφώς, ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται συνήθως το σήμα ως ένα όλον και δεν επιδίδεται στην εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2011, T‑586/10, Aktieselskabet af 21. november 2001 κατά ΓΕΕΑ — Parfums Givenchy (only givenchy), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

30      Στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, ο μέσος καταναλωτής των περί ων πρόκειται προϊόντων θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Επιπλέον, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο μέσος καταναλωτής σπανίως έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει απευθείας τα διάφορα σήματα, αλλά επαφίεται στην ατελή εικόνα τους που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη ότι το επίπεδο προσοχής του μέσου καταναλωτή ποικίλλει αναλόγως της κατηγορίας των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών [αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑104/01, Oberhauser κατά ΓΕΕΑ — Petit Liberto (Fifties), Συλλογή 2002, σ. II‑4359, σκέψη 28, και της 30ής Ιουνίου 2004, T‑186/02, BMI Bertollo κατά ΓΕΕΑ — Diesel (DIESELIT), Συλλογή 2004, σ. II‑1887, σκέψη 38].

31      Περαιτέρω, ο κίνδυνος συγχύσεως αυξάνει όσο σημαντικότερος είναι ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος. Έτσι, τα σήματα που έχουν έντονο διακριτικό χαρακτήρα, είτε από τη φύση τους είτε λόγω του ότι είναι γνωστά στην αγορά, απολαύουν ευρύτερης προστασίας σε σχέση με εκείνα των οποίων ο διακριτικός χαρακτήρας είναι ασθενέστερος. Ο διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος και ιδίως η φήμη του πρέπει επομένως να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί αν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως [βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Απριλίου 2008, C‑108/07 P, Ferrero Deutschland κατά ΓΕΕΑ, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 32 και 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 2010, T‑131/09, Farmeco κατά ΓΕΕΑ — Allergan (BOTUMAX), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 67].

32      Βάσει ακριβώς των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να εξεταστεί η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών σχετικά με τον κίνδυνο συγχύσεως μεταξύ των αντιπαρατιθεμένων σημείων.

33      Εν προκειμένω, τα προγενέστερα σήματα έχουν καταχωριστεί στη Γερμανία. Συνεπώς, όπως διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να το αμφισβητήσει η προσφεύγουσα, η κρίσιμη γεωγραφική περιοχή είναι η Γερμανία.

34      Εξάλλου, όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 15 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα περί ων πρόκειται προϊόντα είναι προϊόντα ευρείας καταναλώσεως. Κατά συνέπεια, το ενδιαφερόμενο κοινό θεωρείται ότι είναι ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. Συναφώς, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας κατά τα οποία το επίπεδο προσοχής του ενδιαφερόμενου κοινού είναι πολύ κατώτερο του μέσου όρου. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι τα προγενέστερα σήματα χρησιμοποιήθηκαν για ζαχαρωτά και ότι, στο πλαίσιο αυτό, η αγορά εκ μέρους του καταναλωτή είναι παρορμητική. Πάντως, πρέπει να τονιστεί ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία αφορούν άλλα προϊόντα και όχι ζαχαρωτά. Επομένως, η παρατήρηση της προσφεύγουσας δεν μπορεί να αφορά το σύνολο των προϊόντων που καλύπτουν τα αντιπαρατιθέμενα σημεία. Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο καταναλωτής αγοράζει ζαχαρωτά παρορμητικά υπό ορισμένες προϋποθέσεις, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι αυτό συμβαίνει συστηματικά. Τέλος, το γεγονός απλώς ότι το ενδιαφερόμενο κοινό προβαίνει σε παρορμητική αγορά δεν σημαίνει ότι το επίπεδο προσοχής του εν λόγω κοινού είναι μειωμένο σε σχέση με την προσοχή του μέσου καταναλωτή.

35      Πρώτον, όσον αφορά την ομοιότητα των επίμαχων προϊόντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, χωρίς να αντικρουσθεί επ’ αυτού από τους διαδίκους, τα προϊόντα της κλάσεως 30 τα οποία αφορούν η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος και τα προγενέστερα σήματα είναι πανομοιότυπα.

36      Δεύτερον, όσον αφορά την ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εκτίμηση της ομοιότητας μεταξύ δύο σημάτων δεν μπορεί να περιορίζεται στην εξέταση ενός μόνον από τα στοιχεία που συναποτελούν το σύνθετο σήμα και στη σύγκρισή του με το άλλο σήμα. Αντιθέτως, κατά τη σύγκριση αυτή, τα επίμαχα σήματα πρέπει να εξετάζονται το καθένα ως ενιαίο σύνολο, πράγμα που δεν αποκλείει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, το ενδεχόμενο να προέχουν στη συνολική εντύπωση που προκαλεί ένα σύνθετο σήμα στη μνήμη του ενδιαφερόμενου κοινού ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία που το συναποτελούν (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 2007, C‑334/05 P, ΓΕΕΑ κατά Shaker, Συλλογή 2007, σ. I‑4529, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το κυρίαρχο στοιχείο μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό κριτήριο για την εκτίμηση της ομοιότητας μόνο στην περίπτωση που όλα τα άλλα συνθετικά στοιχεία του σήματος είναι αμελητέα (προπαρατεθείσα απόφαση ΓΕΕΑ κατά Shaker, σκέψη 42, και απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑193/06 P, Nestlé κατά ΓΕΕΑ, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 42). Τούτο συμβαίνει ιδίως οσάκις το επιμέρους στοιχείο και μόνον αυτό μπορεί να κυριαρχεί στην εικόνα του σήματος την οποία συγκρατεί στη μνήμη του το ενδιαφερόμενο κοινό και, επομένως, όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που συναποτελούν το σήμα είναι αμελητέα στο πλαίσιο της συνολικής εντυπώσεως που προκαλεί το εν λόγω σήμα (προπαρατεθείσα απόφαση Nestlé κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 43).

37      Πρώτον, από οπτικής απόψεως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας κατά τα οποία η καταχώριση ενός σήματος «σε λευκό και μαύρο» καλύπτει «όλους τους συνδυασμούς χρωμάτων που περιλαμβάνονται στη γραφική απεικόνιση» και ότι, «[ε]πομένως, η [προσφεύγουσα] μπορεί να ζητήσει την προστασία οποιουδήποτε συνδυασμού λευκών και έγχρωμων κάθετων λωρίδων, είτε είναι μαύρες, πορτοκαλί ή κόκκινες». Η προσφεύγουσα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα «[επίμαχα] σήματα πρέπει να θεωρηθούν ως καλύπτοντα τα ίδια χρώματα».

38      Συγκεκριμένα, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι τα προγενέστερα σήματα καταχωρίστηκαν προσδιορίζοντας κάποιο συγκεκριμένο χρώμα, γεγονός το οποίο επιβεβαίωσε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Συναφώς, το γεγονός ότι το σήμα έχει καταχωριστεί με ένα χρώμα ή, αντιθέτως, δεν προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο χρώμα δεν μπορεί να θεωρηθεί στοιχείο που δεν γίνεται αντιληπτό από τους καταναλωτές [βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2013, C‑252/12, Specsavers International Healthcare κ.λπ., σκέψη 37· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 2012, T‑522/10, Hell Energy Magyarország κατά ΓΕΕΑ — Hansa Mineralbrunnen (HELL), σκέψεις 49 και 50, και της 24ης Ιανουαρίου 2012, T‑593/10, El Corte Inglés κατά ΓΕΕΑ — Ruan (B), σκέψη 29]. Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η σύγκριση πρέπει να πραγματοποιηθεί μεταξύ των σημείων όπως αυτά έχουν καταχωριστεί ή όπως περιλαμβάνονται στην αίτηση καταχωρίσεως [απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Δεκεμβρίου 2005, T‑29/04, Castellblanch κατά ΓΕΕΑ — Champagne Roederer (CRISTAL CASTELLBLANCH), Συλλογή 2005, σ. II‑5309, σκέψη 57].

39      Όσον αφορά την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2009, T‑418/07, LIBRO κατά ΓΕΕΑ — Causley (LiBRO) (που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), την οποία μνημονεύει η προσφεύγουσα με το υπόμνημα απαντήσεως και στην οποία αναφέρεται ότι «όταν το προγενέστερο σήμα δεν προσδιορίζει κάποιο συγκεκριμένο χρώμα, η προστασία του εκτείνεται επίσης σε συνδυασμούς χρωμάτων» (σκέψη 65), η φράση αυτή έχει την έννοια ότι, όταν το κοινοτικό σήμα δεν έχει καταχωριστεί με κάποιο συγκεκριμένο χρώμα, ο δικαιούχος του σήματος μπορεί να το χρησιμοποιήσει με κάποιο χρώμα ή συνδυασμό χρωμάτων και να εξασφαλίσει, ενδεχομένως, την προστασία σύμφωνα με τις ισχύουσες σχετικές διατάξεις, ιδίως εάν το χρώμα αυτό ή ο συνδυασμός χρωμάτων έχει συσχετισθεί, στην αντίληψη σημαντικού μέρους του κοινού, με το προγενέστερο αυτό σήμα λόγω της χρήσεως στην οποία έχει προβεί ο δικαιούχος του (βλ., συναφώς, απόφαση Specsavers International Healthcare κ.λπ., σκέψη 38 ανωτέρω, σκέψη 41). Τούτο δεν μπορεί να σημαίνει ωστόσο, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της, ότι η καταχώριση ενός σήματος που δεν προσδιορίζει κανένα συγκεκριμένο χρώμα καλύπτει «όλους τους συνδυασμούς χρωμάτων που περιλαμβάνονται στη γραφική απεικόνιση».

40      Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη διαπιστώνοντας ότι, εν προκειμένω, η διαφορά μεταξύ του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση και του πρώτου και δεύτερου από τα προγενέστερα σήματα ενυπήρχε στο γεγονός ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση αποτελούνταν, εν μέρει, από μία κίτρινη επιφάνεια με κάθετες λευκές λωρίδες. Περαιτέρω, οι λωρίδες στο πρώτο και δεύτερο από τα προγενέστερα σήματα είναι τοποθετημένες κάθετα, αλλά μία από αυτές είναι οριζόντια, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών. Το τρίτο προγενέστερο σήμα έχει και αυτό σημαντικές διαφορές με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, εφόσον περιλαμβάνει τέσσερις μόνο κάθετες λωρίδες, τοποθετημένες ανά δύο εκατέρωθεν του εικονιστικού στοιχείου του επίμαχου σημείου.

41      Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία διαφοροποιούνται και από οπτική άποψη καθόσον το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση περιλαμβάνει δύο πλαίσια, από τα οποία το ένα περιέχει την εικονιστική απεικόνιση αγελάδας και το άλλο τα λεκτικά στοιχεία «zpc ® milanówek». Όσον αφορά το πλαίσιο που περιέχει την εικονιστική απεικόνιση της αγελάδας, τούτο διαφοροποιείται στο σχήμα του από τα πλαίσια που χρησιμοποιούνται στα προγενέστερα σήματα. Το εν λόγω πλαίσιο συνοδεύεται επίσης από τέσσερα διακοσμητικά στοιχεία, όπως ορθώς διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών. Όσον αφορά το πλαίσιο που περιέχει τα λεκτικά στοιχεία «zpc ® milanówek», αυτό βρίσκεται υψηλότερα από το πλαίσιο που περιέχει την εικονιστική απεικόνιση της αγελάδας. Η οπτική εντύπωση του πλαισίου που περιέχει τα λεκτικά στοιχεία «zpc ® milanówek» είναι, ως εκ τούτου, ενισχυμένη.

42      Εξάλλου, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία διαφοροποιούνται ως προς το ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση περιέχει τα λεκτικά στοιχεία «milanówek», «zpc ® milanówek» και «cream fudge», τα οποία δεν υπάρχουν στα προγενέστερα σήματα, εκτός από τη φράση «cream fudge» όσον αφορά το τρίτο προγενέστερο σήμα. Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι, στις περιπτώσεις που το σήμα απαρτίζεται τόσο από λεκτικά όσο και από εικονιστικά στοιχεία, τα λεκτικά στοιχεία έχουν, καταρχήν, εντονότερο διακριτικό χαρακτήρα απ’ ό,τι τα εικονιστικά, διότι ο μέσος καταναλωτής θα αναφέρεται πολύ ευκολότερα στο σχετικό προϊόν χρησιμοποιώντας την ονομασία του παρά περιγράφοντας το εικονιστικό στοιχείο του σήματος [βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 2011, T‑437/09, Oyster Cosmetics κατά ΓΕΕΑ — Kadabell (Oyster cosmetics), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Όσον αφορά τη φράση «cream fudge», η οποία υπάρχει και στο τρίτο προγενέστερο σήμα, πρέπει να τονιστεί ότι το σήμα αυτό παρουσιάζει, εξάλλου, μεγάλες διαφορές σε οπτικό επίπεδο με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 40 ανωτέρω. Το εν λόγω σήμα περιέχει, επίσης, και άλλα λεκτικά στοιχεία τα οποία δεν υπάρχουν στο σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, δηλαδή τη φράση «sahne toffee» και τη λέξη «luxury».

43      Τέλος, είναι βεβαίως ακριβές ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία παρουσιάζουν κάποια οπτική ομοιότητα λόγω της υπάρξεως ενός κοινού εικονιστικού στοιχείου που απεικονίζει αγελάδα. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση, στην οποία προέβη και το τμήμα προσφυγών, ότι η απεικόνιση της αγελάδας στα αντιπαρατιθέμενα σημεία παρουσιάζει ελαφρές διαφορές, ακόμη και αν, όπως υπογραμμίζει, κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της, και χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί το παραδεκτό των πραγματικών στοιχείων που προέβαλε συναφώς, οι ελαφρές διαφορές μεταξύ των επίμαχων εικονιστικών στοιχείων δεν είναι πιθανόν να μεταβάλουν το γεγονός ότι ο καταναλωτής θα συγκρατήσει στη μνήμη του την εικόνα αγελάδας [βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 2011, T‑376/09, Glenton España κατά ΓΕΕΑ — Polo/Lauren (POLO SANTA MARIA), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 33].

44      Ωστόσο, όπως ορθώς επισήμανε το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η απεικόνιση αγελάδας έχει, εν προκειμένω, υπαινικτικό χαρακτήρα όσον αφορά τα οικεία προϊόντα. Το στοιχείο αυτό έχει επομένως, εν προκειμένω, ασθενή διακριτικό χαρακτήρα. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών, ιδίως όσον αφορά τα «γλυκά, ζαχαρωτά, καραμέλες» που καλύπτουν τα προγενέστερα σήματα. Χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ο όψιμος χαρακτήρας του επιχειρήματος που προέβαλε η προσφεύγουσα, διαπιστώνεται ότι αυτό είναι αβάσιμο. Όσον αφορά τα προϊόντα που καλύπτει η αίτηση καταχωρίσεως του σήματος, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα για να αμφισβητήσει το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών. Όσον αφορά τα προϊόντα που καλύπτουν τα προγενέστερα σήματα, τα οποία αποτελούν ειδικότερα το αντικείμενο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας, πέραν του γεγονότος ότι οι πλάκες σοκολάτας και τα προϊόντα σοκολάτας μπορούν να παρασκευαστούν με γάλα ή γαλακτοκομικά προϊόντα, η περιγραφή των προϊόντων που καλύπτουν τα εν λόγω σήματα περιλαμβάνει, όσον αφορά ειδικότερα τα γλυκά, ζαχαρωτά και καραμέλες που προβάλλει η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της, την ακόλουθη μνεία: «παρασκευαζόμενα ειδικότερα με γάλα, κρέμα και/ή βούτυρο». Επομένως, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, κατ’ ουσίαν, με τα δικόγραφά της, τα γλυκά, ζαχαρωτά και καραμέλες που καλύπτουν τα προγενέστερα σήματα μπορούν να παρασκευαστούν με γάλα ή γαλακτομικά προϊόντα. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται εξάλλου από προσκομισθείσα ένορκη δήλωση που επισυνάφθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής, με την οποία διευκρινίζεται ότι οι καραμέλες που παρασκευάζει η προσφεύγουσα περιέχουν κρέμα, βούτυρο και γάλα. Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη συναφώς. Λαμβανομένου υπόψη του συμπεράσματος αυτού, παρέλκει να εξεταστεί αν το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας, βάσει των στοιχείων που προέβαλε ο παρεμβαίνων ενώπιον του ΓΕΕΑ, ότι οι καταναλωτές της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, έχουν συνηθίσει τα σήματα που περιέχουν απεικόνιση αγελάδας για προϊόντα της κλάσεως 30. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη συναφώς, τούτο δεν αναιρεί το συμπέρασμα ότι η απεικόνιση αγελάδας παρουσιάζει, εν προκειμένω, υπαινικτικό χαρακτήρα όσον αφορά τα συγκεκριμένα προϊόντα.

45      Η επίκληση, από την προσφεύγουσα, αποφάσεως του τμήματος ανακοπών του ΓΕΕΑ σχετικά με ένα άλλο σημείο που περιείχε απεικόνιση αγελάδας δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα του τμήματος προσφυγών εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, και χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα επιχειρήματα του ΓΕΕΑ με τα οποία ζητείται να κηρυχθεί απαράδεκτο το επιχείρημα αυτό, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι αποφάσεις που καλούνται να λάβουν τα τμήματα προσφυγών δυνάμει του κανονισμού 207/2009 όσον αφορά την καταχώριση σημείου ως κοινοτικού σήματος εμπίπτουν στη σφαίρα της ασκήσεως δέσμιας αρμοδιότητας και όχι της διακριτικής ευχέρειας. Επομένως, η νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικά με βάση τον κανονισμό αυτό, όπως ερμηνεύεται από τον δικαστή της Ένωσης, και όχι με βάση την προγενέστερη σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική των τμημάτων αυτών [αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 2007, C‑412/05 P, Alcon κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. I‑3569, σκέψη 65, και του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 2012, T‑435/11, Universal Display κατά ΓΕΕΑ (UniversalPHOLED), σκέψη 37]. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα προβάλλει, με τα επιχειρήματά της, παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως ή της χρηστής διοικήσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η τήρηση των αρχών αυτών πρέπει να συμβιβάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 2011, C‑51/10 P, Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2011, σ. I‑1541, σκέψη 75). Κατά τα λοιπά, για λόγους ασφάλειας δικαίου και χρηστής διοικήσεως, η εξέταση κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως πρέπει να είναι αυστηρή και πλήρης και να λαμβάνει χώρα σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (προπαρατεθείσα απόφαση Agencja Wydawnicza Technopol κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 77). Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι η γραφική απεικόνιση της αγελάδας της προηγούμενης υποθέσεως, την οποία επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, ήταν σαφώς διαφορετική από την απεικόνιση της παρούσας υποθέσεως. Περαιτέρω, οι ιδιαιτερότητες που συνδέονταν με τη γραφική απεικόνιση της αγελάδας εκείνης συνετέλεσαν στο να καταλήξει το τμήμα ανακοπών στο συμπέρασμα ότι το εικονιστικό αυτό στοιχείο είχε, στην περίπτωση εκείνη, αδιαμφισβήτητο διακριτικό χαρακτήρα. Όμως, εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι τα εικονιστικά στοιχεία που απεικονίζουν αγελάδα δεν περιέχουν ιδιαιτερότητα που θα μπορούσε να τους προσδώσει αδιαμφισβήτητο διακριτικό χαρακτήρα ή να αμβλύνει το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά έχουν υπαινικτικό χαρακτήρα όσον αφορά τα συγκεκριμένα προϊόντα.

46      Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα στοιχεία, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, ότι, μολονότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία είχαν κάποια ομοιότητα, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της υπάρξεως ενός εικονιστικού στοιχείου που απεικονίζει αγελάδα, ενείχαν ωστόσο, από οπτικής απόψεως, σημαντικές διαφορές.

47      Δεύτερον, από φωνητικής απόψεως, το τμήμα προσφυγών ορθώς επισήμανε ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση δεν είχε κανένα κοινό λεκτικό στοιχείο με το πρώτο και το δεύτερο από τα προγενέστερα σήματα. Όσον αφορά το τρίτο προγενέστερο σήμα, το τμήμα προσφυγών ορθώς επισήμανε ότι το μοναδικό κοινό στοιχείο που είχε το σήμα αυτό με το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση ήταν οι λέξεις «cream fudge», αλλά διακρινόταν από εκείνο καθόσον περιείχε άλλα λεκτικά στοιχεία τα οποία δεν τα περιείχε το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση, δηλαδή τη φράση «sahne toffee» και τη λέξη «luxury». Ομοίως, το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση περιέχει λεκτικά στοιχεία, τα οποία δεν υπάρχουν στο τρίτο από τα προγενέστερα σήματα, δηλαδή τα λεκτικά στοιχεία «milanówek» και «zpc ® milanówek». Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τις διαπιστώσεις του τμήματος προσφυγών συναφώς. Υποστηρίζει ωστόσο ότι, στον βαθμό που το πρώτο προγενέστερο σήμα δεν περιέχει κανένα λεκτικό στοιχείο, η σύγκριση από φωνητικής απόψεως είναι αδύνατη. Πάντως, αρκεί η διαπίστωση ότι υφίσταται διαφορά από φωνητικής απόψεως, η οποία οφείλεται τουλάχιστον στο γεγονός ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση μπορεί να προφερθεί με τη βοήθεια των λεκτικών στοιχείων του. Περαιτέρω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν είναι δυνατή η σύγκριση από φωνητικής απόψεως, από αυτό δεν μπορεί να συναχθεί ότι τα δύο συγκεκριμένα σήματα έχουν ομοιότητες από την άποψη αυτή.

48      Τρίτον, από εννοιολογικής απόψεως, το τμήμα προσφυγών, αφού υπενθύμισε ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία είχαν κοινό το εικονιστικό στοιχείο που απεικονίζει μία αγελάδα, επισήμανε ορθώς ότι το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση περιείχε, επιπλέον, δύο φορές το λεκτικό στοιχείο «milanówek» και στη μία περίπτωση μάλιστα σε ευδιάκριτο σημείο. Όπως επισήμανε το τμήμα προσφυγών, το στοιχείο αυτό είναι το όνομα μιας πόλης στην Πολωνία. Επομένως, το ενδιαφερόμενο κοινό είτε θα γνωρίζει το όνομα της πόλης αυτής είτε θα το εκλάβει ως επινοημένο όρο. Υπό τις συνθήκες αυτές, κανένα στοιχείο δεν δικαιολογεί την άποψη ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη δεχόμενο ότι οι ομοιότητες μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σημείων δεν αρκούσαν ώστε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υπήρχε εννοιολογική ομοιότητα. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το συμπέρασμα αυτό του τμήματος προσφυγών. Υποστηρίζει ωστόσο, στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, ότι, στον βαθμό που το πρώτο προγενέστερο σήμα δεν περιέχει κανένα λεκτικό στοιχείο, η εννοιολογική σύγκριση είναι αδύνατη. Πάντως, και χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ο όψιμος χαρακτήρας του επιχειρήματος που προέβαλε η προσφεύγουσα συναφώς, το επιχείρημα αυτό είναι προδήλως αβάσιμο, εφόσον ένα εικονιστικό σήμα μπορεί να έχει εννοιολογική σημασία για το ενδιαφερόμενο κοινό, ακόμη και αν δεν περιέχει λεκτικό στοιχείο.

49      Τρίτον, όσον αφορά τον κίνδυνο συγχύσεως, πρέπει πρώτον να επισημανθεί ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει, κατά βάση, το ΓΕΕΑ με τα δικόγραφά του, το τμήμα προσφυγών δεν έκρινε ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία διέφεραν στο σύνολό τους, εφόσον προέβη, με τις σκέψεις 35 έως 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως.

50      Ακολούθως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως αποδείχθηκε, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία έχουν σημαντικές διαφορές. Συναφώς, ακόμη και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι η οπτική ομοιότητα έχει μεγαλύτερη σημασία στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη του τρόπου εμπορίας των συγκεκριμένων προϊόντων, τούτο δεν επηρεάζει κατά τα ανωτέρω διαπίστωση ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία έχουν σημαντικές διαφορές από οπτικής απόψεως.

51      Συνεπώς, ακόμη και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ότι τα προγενέστερα σήματα έχουν ενισχυμένο διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς τους στην κρίσιμη γεωγραφική περιοχή, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι, εν προκειμένω, δεν υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως για το ενδιαφερόμενο κοινό, παρά το πανομοιότυπο των επίμαχων προϊόντων. Πρέπει να επισημανθεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της, το τμήμα προσφυγών έλαβε πράγματι υπόψη το γεγονός ότι τα προγενέστερα σήματα μπορούσαν, ενδεχομένως, να έχουν αποκτήσει ενισχυμένο διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς τους στην κρίσιμη γεωγραφική περιοχή. Ωστόσο, το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε, όπως προαναφέρθηκε, ότι από το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως εν προκειμένω. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί, εν αντιθέσει προς όσα φαίνεται να υποστηρίζει η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της, ότι υφίσταται διαφορά μεταξύ του να γίνει δεκτό, στο πλαίσιο της συγκρίσεως των σημείων, ότι ένα από τα στοιχεία που απαρτίζουν ένα σύνθετο σήμα έχει ασθενή διακριτικό χαρακτήρα και του να γίνει δεκτό, στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, ότι ένα προγενέστερο σήμα διαθέτει ή μη ενισχυμένο διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του.

52      Τέλος, το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι δεν υφίστατο κίνδυνος συγχύσεως ούτε με τα άλλα προγενέστερα εθνικά σήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη της ανακοπής, εφόσον τα σήματα αυτά είχαν ακόμη περισσότερες διαφορές από εκείνες που είχε το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση.

53      Τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν αναιρούν το συμπέρασμα αυτό.

54      Ειδικότερα, όσον αφορά το γεγονός ότι γερμανικό περιφερειακό δικαστήριο εξέδωσε απόφαση που αφορούσε τα ίδια αντιπαρατιθέμενα σημεία και ότι το τμήμα προσφυγών δεν το έλαβε υπόψη, υπενθυμίζεται ότι το κοινοτικό καθεστώς των σημάτων είναι αυτοτελές και ότι επομένως το ΓΕΕΑ δεν δεσμεύεται από τις εθνικές καταχωρίσεις [βλ., συναφώς, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Ιουνίου 2004, T‑281/02, Norma Lebensmittelfilialbetrieb κατά ΓΕΕΑ (Mehr für Ihr Geld), Συλλογή 2004, σ. II‑1915, σκέψη 35, και της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑117/06, DeTeMedien κατά ΓΕΕΑ (suchen.de), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Εξάλλου, η ίδια η προσφεύγουσα τόνισε, στην αιτιολογική της έκθεση ενώπιον του τμήματος προσφυγών, ότι το ΓΕΕΑ δεν δεσμεύεται από την εν λόγω απόφαση. Η προσφεύγουσα περιορίστηκε στο να επισημάνει ότι η απόφαση αυτή αποτελούσε ένδειξη για την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως εν προκειμένω. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το σύνολο της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών υιοθέτησε την ανάλυση του τμήματος ανακοπών. Όμως, το τμήμα ανακοπών είχε διαπιστώσει ότι το ΓΕΕΑ δεν δεσμευόταν από την εν λόγω απόφαση, επικαλούμενο ακριβώς την προπαρατεθείσα απόφαση Mehr für Ihr Geld. Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω στοιχείων, δεν μπορεί να προσαφθεί στο τμήμα προσφυγών ότι δεν αναφέρθηκε ρητώς στην ανωτέρω απόφαση με την προσβαλλόμενη απόφαση.

55      Βάσει του συνόλου των στοιχείων αυτών, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως της προσφεύγουσας και, ακολούθως, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

56      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

57      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ και του παρεμβαίνοντος.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Pico Food GmbH στα δικαστικά έξοδα.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Απριλίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.