Language of document : ECLI:EU:T:2008:480

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 11ης Νοεμβρίου 2008

Υπόθεση T-390/07 P

Michael Alexander Speiser

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Παραδεκτό – Επίδομα αποδημίας – Απόφαση αμιγώς επιβεβαιωτική – Εκπρόθεσμη διοικητική ένσταση»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα), της 10ης Σεπτεμβρίου 2007, F‑146/06, Speiser κατά Κοινοβουλίου (η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή), με σκοπό την αναίρεση της διατάξεως αυτής.

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Περίληψη

1.      Αναίρεση – Λόγοι – Λόγος αντλούμενος από τη μη εφαρμογή της δοθείσας σε άλλη απόφαση λύσεως στην αποτελούσα το αντικείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως απόφαση

(Άρθρο 225 A ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1)

2.      Πράξεις των οργάνων – Γενική υποχρέωση πληροφορήσεως των αποδεκτών περί των ενδίκων μέσων και των προθεσμιών – Δεν υφίσταται

3.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες – Εκπρόθεσμη άσκηση – Συγγνωστή πλάνη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Προθεσμίες – Εκπρόθεσμη άσκηση – Έναρξη νέας προθεσμίας – Προϋπόθεση – Νέο περιστατικό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

5.      Διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Αίτηση κατανομής των δικαστικών εξόδων κατά νόμο

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 87 § 2, εδ. 1)

1.      Μολονότι η μη εφαρμογή, στην αποτελούσα το αντικείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως απόφαση, της λύσεως που δόθηκε από τον κοινοτικό δικαστή σε άλλη απόφαση δεν μπορεί, καθεαυτή, να συνιστά παραβίαση του κοινοτικού δικαίου δυνάμενη να ελεγχθεί κατά την αναιρετική διαδικασία, ο λόγος αυτός, ωστόσο, είναι παραδεκτός καθόσον αντλείται από παραβίαση της θεσπισθείσας με την απόφαση αυτή αρχής.

(βλ. σκέψη 19)

Παραπομπή: ΔΔΔ 28 Ιουνίου 2006, F‑101/05, Grünheid κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑1‑55 και II‑A‑1‑199

2.      Ουδόλως υφίσταται γενική υποχρέωση των κοινοτικών οργάνων να πληροφορούν τους αποδέκτες των πράξεων σχετικά με τα επιτρεπόμενα ένδικα μέσα ή τις προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει αυτά να ασκούνται.

(βλ. σκέψη 32)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 27 Νοεμβρίου 2007, C‑163/07 P, Diy‑Mar Insaat Sanayi ve Ticaret και Akar κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑10125, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Η έννοια της συγγνωστής πλάνης, όσον αφορά τις προθεσμίες ασκήσεως ενδίκων μέσων, πρέπει να ερμηνεύεται στενά και μπορεί να αφορά μόνον εξαιρετικές περιστάσεις κατά τις οποίες, μεταξύ άλλων, τα οικεία όργανα επέδειξαν συμπεριφορά δυνάμενη να προκαλέσει, αφ’ εαυτής ή σε καθοριστικό βαθμό, επιτρεπτή σύγχυση σε καλόπιστο πολίτη ο οποίος επέδειξε όλη την επιμέλεια που απαιτείται από συναλλασσόμενο έχοντα τη συνήθη ενημέρωση. Δεν πρόκειται περί αυτού στην περίπτωση εγγράφου της διοικήσεως, το οποίο, μολονότι αναφέρει τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να υποβάλει διοικητική ένσταση, δεν διευκρινίζει κατά ποιας πράξεως πρέπει να στραφεί η διοικητική αυτή ένσταση.

(βλ. σκέψεις 33 και 34)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 27 Σεπτεμβρίου 2007, T‑8/95 και T‑9/95, Pelle και Konrad κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4117, σκέψη 93 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Απόφαση με την οποία η διοίκηση δέχεται, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου, να μεταβάλει τον τόπο καταγωγής του και να τον καθορίσει σε άλλη πόλη από την αναφερόμενη ως τόπο προσλήψεώς του δεν έχει καμία συνέπεια στο αν ο εν λόγω υπάλληλος δικαιούται επιδόματος αποδημίας και, ως εκ τούτου, δεν δύναται να κινήσει εκ νέου την προθεσμία υποβολής διοικητικής ενστάσεως σε σχέση με προγενέστερη απόφαση μη χορηγήσεως του επιδόματος αυτού. Συγκεκριμένα, ο προσδιορισμός του τόπου καταγωγής του υπαλλήλου, αφενός, και η χορήγηση του επιδόματος αποδημίας, αφετέρου, ανταποκρίνονται σε διαφορετικές ανάγκες και σε διαφορετικά συμφέροντα. Επομένως, ενώ η χορήγηση του επιδόματος αποδημίας εξαρτάται από τη μη ύπαρξη συνήθους διαμονής ή κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας στο ευρωπαϊκό έδαφος του κράτους διορισμού κατά την περίοδο αναφοράς, η έννοια του τόπου καταγωγής του άρθρου 7, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι τεχνική έννοια, χρησιμοποιούμενη για τον καθορισμό ορισμένων απολαβών του υπαλλήλου, οπότε ο τόπος καταγωγής του δεν συγχέεται με τον τόπο όπου ο υπάλληλος κατοικούσε μονίμως και ασκούσε την επαγγελματική του δραστηριότητα πριν από την πρόσληψή του.

(βλ. σκέψεις 37 έως 42)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 2 Μαΐου 1985, 144/84, De Angelis κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 1301, σκέψη 13 · ΠΕΚ, 28 Σεπτεμβρίου 1993, T‑90/92, Magdalena Fernández κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑971, σκέψεις 26 και 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

5.      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Το προβληθέν αίτημα να κριθεί κατά νόμο η κατανομή των δικαστικών εξόδων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αίτημα με σκοπό να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα ο ηττηθείς διάδικος.

(βλ. σκέψη 48)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 9 Ιουνίου 1992, C-30/91 P, Lestelle κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I‑3755, σκέψη 38