Language of document : ECLI:EU:T:2021:252

Υποθέσεις T-816/17 και T-318/18

Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου,
Amazon EU Sàrl
και
Amazon.com, Inc.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο πενταμελές τμήμα) της 12ης Μαΐου 2021

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση που χορήγησε το Λουξεμβούργο υπέρ της Amazon – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κρίθηκε ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και παράνομη, και διατάχθηκε η ανάκτησή της – Φορολογική απόφαση προέγκρισης (tax ruling) – Ενδοομιλική τιμολόγηση – Επιλεκτικό φορολογικό πλεονέκτημα – Μέθοδος ενδοομιλικής τιμολόγησης – Λειτουργική ανάλυση»

1.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους – Φορολογική απόφαση προέγκρισης σχετική με τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών καθετοποιημένης επιχείρησης – Απόφαση με την οποία παρέχεται ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση – Εμπίπτει – Εξέταση της φορολογικής μεταχείρισης των ενδοομιλικών συναλλαγών υπό το πρίσμα της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού – Επιτρέπεται

(Άρθρο 107 § 1, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 117-121)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους – Φορολογική απόφαση προέγκρισης σχετική με τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών καθετοποιημένης επιχείρησης – Εξέταση της εγκριθείσας με την απόφαση αυτή μεθόδου καθορισμού της ενδοομιλικής τιμολόγησης, υπό το πρίσμα της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού – Ανάλυση βάσει των μεθόδων που προβλέπονται από τις κατευθυντήριες γραμμές του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 107 § 1, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 122, 152-154, 501, 503-507)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους – Φορολογική απόφαση προέγκρισης σχετική με τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών καθετοποιημένης επιχείρησης – Εξέταση της εγκριθείσας με την απόφαση αυτή μεθόδου καθορισμού της ενδοομιλικής τιμολόγησης, υπό το πρίσμα της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού – Ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος απόδειξης – Περιεχόμενο της έννοιας ενόψει μεθοδολογικών σφαλμάτων που εντοπίστηκαν από την Επιτροπή – Ύπαρξη σημαντικής απόκλισης μεταξύ των εγκεκριμένων τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών και εκείνων που αντιστοιχούν σε αξιόπιστη προσέγγιση αποτελέσματος βασισμένου στην αγορά

(Άρθρο 107 § 1, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 123-126, 165-167, 306-311, 500, 575, 578, 587)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους – Φορολογική απόφαση προέγκρισης σχετική με τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών καθετοποιημένης επιχείρησης – Εξέταση της εγκριθείσας με την απόφαση αυτή μεθόδου καθορισμού της ενδοομιλικής τιμολόγησης, υπό το πρίσμα της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού – Δικαστικός έλεγχος – Περιεχόμενο

(Άρθρα 107 § 1 και 263 ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψη 129)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους – Φορολογική απόφαση προέγκρισης σχετική με τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών καθετοποιημένης επιχείρησης – Εξέταση της εγκριθείσας με την απόφαση αυτή μεθόδου καθορισμού της ενδοομιλικής τιμολόγησης, υπό το πρίσμα της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού – Μεθοδολογικά σφάλματα που εντοπίστηκαν από την Επιτροπή – Εφαρμογή διαφορετικής μεθόδου από την Επιτροπή – Εσφαλμένη λειτουργική ανάλυση – Ανεπαρκής αξιοπιστία του αποτελέσματος που παρουσίασε η Επιτροπή, λόγω πληθώρας σφαλμάτων στην ανάλυση η οποία έγινε στο πλαίσιο τόσο της κύριας διαπίστωσης όσο και των διαφόρων επικουρικών διαπιστώσεων – Μη απόδειξη της ύπαρξης ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης

(Άρθρο 107 § 1, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 244-252, 269, 292-295, 296, 488-490, 516-520, 530, 546, 547, 555, 556, 563, 564, 590)

Σύνοψη

Απουσία επιλεκτικού πλεονεκτήματος υπέρ λουξεμβουργιανής θυγατρικής του ομίλου Amazon: το Γενικό Δικαστήριο ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής με την οποία η ενίσχυση κρίθηκε ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά

Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι υπήρξε αδικαιολόγητη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης μιας ευρωπαϊκής θυγατρικής του ομίλου Amazon

Από το 2006 και έπειτα, ο όμιλος Amazon ασκούσε τις εμπορικές του δραστηριότητες στην Ευρώπη μέσω δύο εταιριών εγκατεστημένων στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, ήτοι, αφενός, της Amazon Europe Holding Technologies SCS (στο εξής: LuxSCS), λουξεμβουργιανής ετερόρρυθμης εταιρίας (société en commandite simple) της οποίας οι εταίροι ήταν αμερικανικές οντότητες του ομίλου Amazon, και, αφετέρου, της Amazon EU Sàrl (στο εξής: LuxOpCo), πλήρως ελεγχόμενης θυγατρικής της LuxSCS.

Μεταξύ του 2006 και του 2014, η LuxSCS ήταν η εταιρία που κατείχε τα άυλα στοιχεία ενεργητικού τα οποία ήταν αναγκαία για τις δραστηριότητες του ομίλου Amazon στην Ευρώπη. Για τους σκοπούς αυτούς, είχε συνάψει διάφορες συμφωνίες με αμερικανικές οντότητες του ομίλου Amazon, και δη συμβάσεις παραχώρησης αδείας εκμετάλλευσης και συμβάσεις μεταβίβασης προϋφιστάμενων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας με την Amazon Technologies, Inc. (ATI) (καλούμενες στο εξής: συμβάσεις εισόδου), καθώς και σύμβαση επιμερισμού του κόστους του προγράμματος ανάπτυξης των άυλων αυτών στοιχείων του ενεργητικού (στο εξής: σύμβαση επιμερισμού του κόστους) με την ATI και με μια δεύτερη οντότητα, την A.9.com, Inc. Με τις συμφωνίες αυτές, η LuxSCS είχε αποκτήσει το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται ορισμένα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας τα οποία αφορούσαν, κατά βάση, την τεχνολογία, τα δεδομένα πελατών και τα σήματα, καθώς και να παραχωρεί περαιτέρω άδειες εκμετάλλευσης των επίμαχων άυλων στοιχείων του ενεργητικού. Στο πλαίσιο αυτό, η LuxSCS συνήψε, μεταξύ άλλων, σύμβαση παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης με τη LuxOpCo, ως κύριο οικονομικό φορέα των εμπορικών δραστηριοτήτων του ομίλου Amazon στην Ευρώπη. Δυνάμει της συμβάσεως αυτής, η LuxOpCo αναλάμβανε την υποχρέωση να καταβάλλει δικαιώματα εκμετάλλευσης στη LuxSCS ως αντάλλαγμα για τη χρήση των άυλων στοιχείων ενεργητικού.

Στις 6 Νοεμβρίου 2003 οι λουξεμβουργιανές φορολογικές αρχές εξέδωσαν ως προς τον όμιλο Amazon, κατόπιν αιτήσεώς του, φορολογική απόφαση προέγκρισης (tax ruling). Αντικείμενο της αιτήσεως ήταν να επιβεβαιωθεί η μεταχείριση που θα επιφυλασσόταν στη LuxOpCo και στη LuxSCS από πλευράς φόρου εισοδήματος εταιριών στο Λουξεμβούργο. Όσον αφορά, πιο συγκεκριμένα, τον καθορισμό του ετήσιου φορολογητέου εισοδήματος της LuxOpCo, ο όμιλος Amazon είχε προτείνει να υπολογιστεί το αποκαλούμενο ποσό «πλήρους ανταγωνισμού» των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης που όφειλε η LuxOpCo στη LuxSCS σύμφωνα με τη μέθοδο του καθαρού περιθωρίου κέρδους συναλλαγής (στο εξής: ΤΝΜΜ) με σημείο αναφοράς τη LuxOpCo ως «εξεταστέα εταιρία».

Η φορολογική απόφαση προέγκρισης επιβεβαίωνε, αφενός, ότι η LuxSCS δεν υπέκειτο στον λουξεμβουργιανό φόρο εισοδήματος εταιριών λόγω της εταιρικής μορφής της και ενέκρινε, αφετέρου, τη μέθοδο υπολογισμού του ποσού των ετήσιων δικαιωμάτων εκμετάλλευσης που όφειλε η LuxOpCo στη LuxSCS βάσει της προαναφερθείσας συμβάσεως παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης.

Το 2017 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι, στο μέτρο που είχε εγκριθεί ως «πλήρους ανταγωνισμού» η μέθοδος υπολογισμού του ποσού των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης που όφειλε η LuxOpCo στη LuxSCS, η φορολογική απόφαση προέγκρισης καθώς και η ετήσια εφαρμογή της από το 2006 έως το 2014 συνιστούσαν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, εν προκειμένω δε λειτουργική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά (1). Ειδικότερα, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε πλεονέκτημα για τη LuxOpCo, εκτιμώντας κατ’ ουσίαν ότι το ποσό των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης που όφειλε κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου η LuxOpCo στη LuxSCS κατ’ εφαρμογήν της εγκριθείσας με την επίδικη φορολογική απόφαση μεθόδου υπολογισμού ήταν υπερβολικά υψηλό, οπότε η αμοιβή της LuxOpCo και, ως εκ τούτου, η φορολογητέα βάση της είχαν μειωθεί τεχνητά. Η απόφαση της Επιτροπής στηρίχθηκε συναφώς σε μια κύρια διαπίστωση και σε τρεις επικουρικές διαπιστώσεις. Πιο συγκεκριμένα, η κύρια διαπίστωση βασιζόταν σε σφάλμα ως προς την επιλογή της «εξεταστέας εταιρίας» για τους σκοπούς της εφαρμογής της ΤΝΜΜ. Οι τρεις επικουρικές διαπιστώσεις θεμελιώνονταν, αντιστοίχως, σε σφάλμα κατά την επιλογή, αυτήν καθεαυτήν, της ΤΝΜΜ, σφάλμα κατά την επιλογή του δείκτη κέρδους ως κρίσιμης παραμέτρου για την εφαρμογή της ΤΝΜΜ και σφάλμα το οποίο συνίστατο στην εφαρμογή μηχανισμού ανώτατου ορίου στο πλαίσιο της ΤΝΜΜ. Αφού διαπίστωσε εν τέλει ότι η φορολογική απόφαση προέγκρισης τέθηκε σε εφαρμογή από το Λουξεμβούργο χωρίς να της έχει προηγουμένως κοινοποιηθεί, η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση της παράνομης και ασυμβίβαστης προς την εσωτερική αγορά ενίσχυσης από τη LuxOpCo.

Τόσο το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου όσο και ο όμιλος Amazon άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής. Μεταξύ άλλων, αμφισβήτησαν καθεμιά από τις διαπιστώσεις στις οποίες στηριζόταν η συλλογιστική της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη πλεονεκτήματος.

Με τη σημερινή απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο δέχεται, κατά βάση, τους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα με τα οποία αμφισβητούνται τόσο η κύρια διαπίστωση όσο και οι επικουρικές διαπιστώσεις περί πλεονεκτήματος και ακυρώνει, κατά συνέπεια, την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της.

Βασιζόμενο στις αρχές που έχουν ήδη διαμορφωθεί νομολογιακά ως προς το ζήτημα της εφαρμογής των κριτηρίων της έννοιας της «κρατικής ενίσχυσης» σε σχέση με φορολογικές αποφάσεις προέγκρισης, το Γενικό Δικαστήριο παρέχει σημαντικές διευκρινίσεις αναφορικά με το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει η Επιτροπή προκειμένου να τεκμηριώσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος όταν το ύψος των φορολογητέων κερδών μιας καθετοποιημένης εταιρίας που ανήκει σε όμιλο καθορίζεται από την επιλογή μεθόδου υπολογισμού των τιμών για τις ενδοομιλικές συναλλαγές.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει κατ’ αρχάς την πάγια νομολογία κατά την οποία, για την εξέταση φορολογικών μέτρων υπό το πρίσμα των κανόνων της Ένωσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η ύπαρξη πλεονεκτήματος μπορεί να προσδιοριστεί μόνο σε σχέση με την αποκαλούμενη «κανονική» φορολογία, οπότε, προκειμένου να κριθεί αν υφίσταται φορολογικό πλεονέκτημα, πρέπει να συγκριθεί η κατάσταση του δικαιούχου όπως απορρέει από την εφαρμογή του επίμαχου μέτρου, με εκείνη στην οποία θα βρισκόταν αν δεν υπήρχε το επίμαχο μέτρο και κατ’ εφαρμογήν των κοινών κανόνων φορολογίας.

Το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί συναφώς ότι, όταν πρόκειται για καθετοποιημένη εταιρία που ανήκει σε όμιλο, οι τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών δεν διαμορφώνονται υπό συνθήκες αγοράς. Ωστόσο, όταν οι καθετοποιημένες και οι αυτόνομες επιχειρήσεις υπόκεινται στον φόρο εταιριών υπό τους ίδιους όρους βάσει του εθνικού δικαίου, μπορεί να γίνει δεκτό ότι σκοπός του εθνικού νομοθέτη είναι να φορολογείται το κέρδος μιας τέτοιας καθετοποιημένης επιχείρησης ως εάν προέκυπτε από συναλλαγές πραγματοποιούμενες σε τιμές αγοράς. Υπό τις συνθήκες αυτές, όταν η Επιτροπή εξετάζει φορολογικό μέτρο που χορηγήθηκε σε καθετοποιημένη επιχείρηση, μπορεί να συγκρίνει τη φορολογική επιβάρυνση την οποία υφίσταται η επιχείρηση αυτή κατ’ εφαρμογήν του επίμαχου φορολογικού μέτρου με τη φορολογική επιβάρυνση επιχείρησης που βρίσκεται σε συγκρίσιμη πραγματική κατάσταση και ασκεί τις δραστηριότητές της υπό συνθήκες αγοράς, κατ’ εφαρμογήν των κοινών κανόνων φορολογίας του εθνικού δικαίου.

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, στο πλαίσιο της εξέτασης της μεθόδου υπολογισμού του φορολογητέου κέρδους καθετοποιημένης επιχείρησης η οποία έχει εγκριθεί με φορολογική απόφαση προέγκρισης, η Επιτροπή μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος μόνον εφόσον αποδείξει ότι τυχόν μεθοδολογικά σφάλματα που επηρεάζουν, κατά την άποψή της, τον υπολογισμό της ενδοομιλικής τιμολόγησης δεν καθιστούσαν δυνατή την επίτευξη αξιόπιστης προσέγγισης αποτελέσματος πλήρους ανταγωνισμού, αλλά, αντιθέτως, κατέληγαν σε μείωση του φορολογητέου κέρδους της οικείας εταιρίας σε σχέση με τη φορολογική επιβάρυνση η οποία απορρέει από τους κοινούς κανόνες φορολογίας.

Υπό το πρίσμα των αρχών αυτών, το Γενικό Δικαστήριο εξετάζει επομένως το βάσιμο της ανάλυσης στην οποία προέβη η Επιτροπή προς στήριξη της διαπίστωσής της ότι η επίμαχη φορολογική απόφαση, εγκρίνοντας μια μέθοδο καθορισμού των τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών η οποία δεν καθιστούσε δυνατή την επίτευξη αποτελέσματος πλήρους ανταγωνισμού, παρέσχε πλεονέκτημα στη LuxOpCo.

Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, αφενός, ότι η κύρια διαπίστωση περί ύπαρξης πλεονεκτήματος θεμελιώνεται σε ανάλυση η οποία είναι εσφαλμένη από πολλές απόψεις. Ειδικότερα, πρώτον, στο μέτρο που η Επιτροπή στηρίχθηκε στη δική της λειτουργική ανάλυση της LuxSCS για να διαπιστώσει κατ’ ουσίαν ότι, αντιθέτως προς τα όσα είχαν ληφθεί υπόψη για την έκδοση της επίμαχης φορολογικής απόφασης προέγκρισης, η εταιρία αυτή κατείχε απλώς παθητικά τα επίμαχα άυλα στοιχεία ενεργητικού, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η ανάλυση αυτή είναι εσφαλμένη. Πιο συγκεκριμένα, κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν έλαβε δεόντως υπόψη τα καθήκοντα που ασκούσε η LuxSCS για την εκμετάλλευση των επίμαχων άυλων στοιχείων ενεργητικού ούτε τους κινδύνους τους οποίους αναλάμβανε η εν λόγω εταιρία στο πλαίσιο αυτό. Επίσης, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι ήταν ευχερέστερο να βρεθούν επιχειρήσεις συγκρίσιμες με τη LuxSCS απ’ ό,τι επιχειρήσεις συγκρίσιμες με τη LuxOpCo, ούτε ότι χάρη στην επιλογή της LuxSCS ως εξεταστέας εταιρίας θα προέκυπταν πιο αξιόπιστα δεδομένα σύγκρισης. Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς τα όσα έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή δεν απέδειξε, κατά το Γενικό Δικαστήριο, ότι εσφαλμένως οι λουξεμβουργιανές φορολογικές αρχές επέλεξαν τη LuxOpCo ως «εξεταστέα εταιρία» για τον καθορισμό του ποσού των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το ποσό των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης «πλήρους ανταγωνισμού» έπρεπε να υπολογιστεί με σημείο αναφοράς τη LuxSCS ως «εξεταστέα εταιρία» στο πλαίσιο εφαρμογής της ΤΝΜΜ, η Επιτροπή δεν κατόρθωσε να αποδείξει την ύπαρξη πλεονεκτήματος, δεδομένου ότι δεν ήταν βάσιμη η διαπίστωσή της ότι η αμοιβή της LuxSCS μπορούσε να υπολογιστεί βάσει απλής μετακύλισης του κόστους της ανάπτυξης των άυλων στοιχείων ενεργητικού όπως αυτό προέκυπτε από τις συμβάσεις εισόδου και τη σύμβαση επιμερισμού του κόστους, χωρίς να ληφθεί καθόλου υπόψη η μεταγενέστερη αύξηση της αξίας των άυλων αυτών στοιχείων του ενεργητικού.

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει επίσης εσφαλμένη την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με την αμοιβή την οποία μπορούσε να αξιώσει η LuxSCS, υπό το πρίσμα της αρχής του πλήρους ανταγωνισμού, λόγω των καθηκόντων που συνδέονταν με τη διατήρηση της κυριότητάς της επί των επίμαχων άυλων στοιχείων του ενεργητικού. Πράγματι, αντιθέτως προς το σχετικό συμπέρασμα το οποίο συνήγαγε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, τέτοια καθήκοντα δεν μπορούν να εξομοιωθούν με παροχή υπηρεσιών «χαμηλής προστιθέμενης αξίας», οπότε η εφαρμογή, από την Επιτροπή, του συντελεστή απόδοσης που παρατηρείται συνηθέστερα στις παροχές ενδοομιλικών υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας δεν είναι κατάλληλη εν προκειμένω.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία που επικαλέστηκε η Επιτροπή προς στήριξη της κύριας διαπίστωσης δεν αποδείκνυαν ότι η φορολογική επιβάρυνση της LuxOpCo είχε μειωθεί τεχνητά λόγω υπερτίμησης της αμοιβής.

Αφετέρου, κατόπιν εξέτασης των τριών επικουρικών διαπιστώσεων περί ύπαρξης πλεονεκτήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η Επιτροπή δεν κατόρθωσε επίσης να αποδείξει, στο πλαίσιο αυτό, ότι τα εντοπισθέντα μεθοδολογικά σφάλματα είχαν κατ’ ανάγκην οδηγήσει σε υποτίμηση της αμοιβής που θα εισέπραττε η LuxOpCo υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, στην ύπαρξη πλεονεκτήματος συνιστάμενου σε μείωση της φορολογικής επιβάρυνσής της. Ειδικότερα, μολονότι βασίμως η Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένα καθήκοντα που ασκούσε η LuxOpCo, σε σχέση με τα άυλα στοιχεία ενεργητικού, έβαιναν πέραν των απλών καθηκόντων «διαχείρισης», εντούτοις δεν δικαιολόγησε επαρκώς κατά νόμον τη μεθοδολογική επιλογή στην οποία κατέληξε λόγω των ανωτέρω. Δεν εξήγησε επιπλέον για ποιον λόγο και, συνεπώς, δεν απέδειξε ότι τα καθήκοντα της LuxOpCo, όπως προσδιορίστηκαν από την Επιτροπή, θα έπρεπε κατ’ ανάγκην να οδηγήσουν σε υψηλότερη αμοιβή της LuxOpCo. Ομοίως, τόσο ως προς την επιλογή του καταλληλότερου δείκτη κέρδους όσο και ως προς τον μηχανισμό ανώτατου ορίου που εγκρίθηκε με την επίμαχη φορολογική απόφαση προέγκρισης για τον καθορισμό του φορολογητέου εισοδήματος της LuxOpCo, έστω και αν ενείχαν σφάλματα, η Επιτροπή δεν τήρησε τις υποχρεώσεις τις οποίες υπείχε από πλευράς απόδειξης.

Για τους λόγους αυτούς, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι καμία από τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οπότε η απόφαση αυτή πρέπει να ακυρωθεί στο σύνολό της.


1      Απόφαση (ΕΕ) 2018/859, της 4ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.38944 (2014/C) (πρώην 2014/NN) που έθεσε σε εφαρμογή το Λουξεμβούργο για την Amazon (ΕΕ 2018, L 153, σ. 1).