Language of document : ECLI:EU:C:2021:502

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 16ης Ιουνίου 2021 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Οικονομική και νομισματική πολιτική – Κανονισμός (ΕΕ) 1024/2013 – Άρθρο 18, παράγραφος 1 – Προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων – Ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) – Επιβολή διοικητικού χρηματικού προστίμου λόγω παράβασης των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας – Κανονισμός (ΕΕ) 575/2013 – Άρθρο 26, παράγραφος 3 – Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων – Κεφαλαιακά μέσα – Εκδόσεις κοινών μετοχών – Ταξινόμηση κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ως μέσων κεφαλαίου – Έλλειψη προηγούμενης έγκρισης της αρμόδιας αρχής – Παράβαση εξ αμελείας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑456/20 P έως C‑458/20 P,

με αντικείμενο τρεις αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν στις 21 Σεπτεμβρίου 2020,

Crédit agricole SA, με έδρα το Montrouge (Γαλλία) (C‑456/20 P),

Crédit agricole Corporate and Investment Bank, με έδρα το Montrouge (Γαλλία) (C‑457/20 P),

CA Consumer Finance, με έδρα το Massy (Γαλλία) (C‑458/20 P),

αναιρεσείουσες,

εκπροσωπούμενες από τους A. Champsaur και A. Delors, avocats,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενη από τις C. Hernández Saseta και A. Pizzolla και τον D. Segoin,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο του πέμπτου τμήματος, και I. Jarukaitis, δικαστή,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Με τις αιτήσεις αναιρέσεως, οι Crédit agricole SA (C‑456/20 P), Crédit agricole Corporate and Investment Bank (C‑457/20 P) και CA Consumer Finance (C‑458/20 P) ζητούν να αναιρεθούν, αντιστοίχως, οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 8ης Ιουλίου 2020, Crédit agricole κατά EKT (T‑576/18, στο εξής: πρώτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2020:304), Crédit agricole Corporate and Investment Bank κατά ΕΚΤ (T‑577/18, στο εξής: δεύτερη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:305), και CA Consumer Finance κατά ΕΚΤ (T‑578/18, στο εξής: τρίτη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:306) (στο εξής, από κοινού, αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις), με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές τους με αίτημα την ακύρωση των αποφάσεων ECB/SSM/2018‑FRCAG‑75, ECB/SSM/2018-FRCAG‑76 και ECB/SSM/2018‑FRCAG‑77 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της 16ης Ιουλίου 2018 (στο εξής: επίμαχες αποφάσεις), οι οποίες εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63), και με τις οποίες επιβλήθηκε στις αναιρεσείουσες διοικητικό χρηματικό πρόστιμο ύψους 4 300 000 ευρώ, 300 000 ευρώ και 200 000 ευρώ, αντιστοίχως, λόγω συνεχιζόμενης παράβασης των απαιτήσεων περί ιδίων κεφαλαίων οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 26, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1, διορθωτικά ΕΕ 2013, L 208, σ. 68, και ΕΕ 2013, L 321, σ. 6).

 Το νομικό πλαίσιο

 Ο κανονισμός 575/2013

2        Το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, το οποίο φέρει τον τίτλο «Στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1» και περιλαμβάνεται στο σχετικό με τα «Ίδια κεφάλαια» δεύτερο μέρος του εν λόγω κανονισμού, όπως αυτός ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΕ) 2019/876 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019 (ΕΕ 2019, L 150, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 575/2013), και το οποίο υπάγεται ειδικότερα στον τίτλο Ι του δεύτερου αυτού μέρους, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Στοιχεία ιδίων κεφαλαίων», και δη στο κεφάλαιό του 2 που τιτλοφορείται «Κεφάλαιο κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1», όριζε στην παράγραφό του 3 τα εξής:

«Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν κατά πόσον οι εκδόσεις των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29. Αναφορικά με τις εκδόσεις μετά την 28η Ιουνίου 2013, τα ιδρύματα ταξινομούν τα κεφαλαιακά μέσα ως μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 μόνο κατόπιν έγκρισης των αρμοδίων αρχών, οι οποίες δύνανται να ζητήσουν τη γνώμη της [Ευρωπαϊκής Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ)].

Για κεφαλαιακά μέσα, εξαιρουμένης της κρατικής ενίσχυσης, τα οποία εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή ως αποδεκτά για ταξινόμηση ως μέσα Κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 αλλά [για τα οποία], κατά τη γνώμη της ΕΑΤ[, η] διαπίστωση της συμμόρφωσης προς τα κριτήρια του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29 παρουσιάζει ουσιαστικές δυσχέρειες, οι αρμόδιες αρχές εξηγούν τη συλλογιστική τους στην ΕΑΤ.

Βάσει πληροφοριών από κάθε αρμόδια αρχή, η ΕΑΤ καταρτίζει, τηρεί και δημοσιεύει κατάλογο όλων των ειδών κεφαλαιακών μέσων σε έκαστο κράτος μέλος τα οποία κρίνονται ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Η ΕΑΤ καταρτίζει και δημοσιεύει τον εν λόγω κατάλογο έως την 1η Φεβρουαρίου 2015 για πρώτη φορά.

[…]»

3        Το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2019/876 (στο εξής: τροποποιηθείς κανονισμός 575/2013) και ισχύει από την 27η Ιουνίου 2019, ορίζει στην παράγραφό του 3 τα εξής:

«Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν κατά πόσον οι εκδόσεις των κεφαλαιακών μέσων πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29. Τα ιδρύματα ταξινομούν τις εκδόσεις κεφαλαιακών μέσων ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μόνο κατόπιν έγκρισης των αρμοδίων αρχών.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα ιδρύματα μπορούν να ταξινομούν ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μεταγενέστερες εκδόσεις ενός είδους μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για το οποίο έχουν ήδη λάβει έγκριση, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      οι διατάξεις που διέπουν αυτές τις μεταγενέστερες εκδόσεις είναι κατ’ ουσίαν οι ίδιες με τις διατάξεις που διέπουν τις εκδόσεις για τις οποίες τα ιδρύματα έχουν ήδη λάβει έγκριση,

β)      τα ιδρύματα έχουν κοινοποιήσει αυτές τις μεταγενέστερες εκδόσεις στις αρμόδιες αρχές πριν από την ταξινόμησή τους ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

Οι αρμόδιες αρχές συμβουλεύονται την ΕΑΤ πριν από την έγκριση νέων ειδών κεφαλαιακών μέσων που πρόκειται να χαρακτηριστούν ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν δεόντως υπόψη τη γνώμη της ΕΑΤ και, αν αποφασίσουν να αποκλίνουν από αυτήν, αποστέλλουν έγγραφο στην ΕΑΤ εντός τριών μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της γνώμης της ΕΑΤ, στο οποίο εκθέτουν το σκεπτικό για την παρέκκλιση από τη σχετική γνώμη. Το παρόν εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 31.

Βάσει πληροφοριών που συλλέγονται από τις αρμόδιες αρχές, η ΕΑΤ καταρτίζει, τηρεί και δημοσιεύει κατάλογο όλων των ειδών κεφαλαιακών μέσων σε έκαστο κράτος μέλος τα οποία κρίνονται ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής, την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2010, L 331, σ. 12)], η ΕΑΤ μπορεί να συλλέγει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τα μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, σχετικά με τα οποία κρίνει αναγκαίο να διαπιστώσει τη συμμόρφωση με τα κριτήρια του άρθρου 28 ή, κατά περίπτωση, του άρθρου 29 του παρόντος κανονισμού και για τον σκοπό της τήρησης και της ενημέρωσης του καταλόγου που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο.

[…]»

 O κανονισμός 1024/2013

4        Το κεφάλαιο ΙΙΙ του κανονισμού 1024/2013, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξουσίες της ΕΚΤ», περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το τμήμα 2, το οποίο αφορά τις «Ειδικές εποπτικές εξουσίες» και περιλαμβάνει τα άρθρα 14 έως 18 του εν λόγω κανονισμού. Το άρθρο 18 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διοικητικές κυρώσεις», ορίζει τα εξής:

«1.      Για τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, σε περίπτωση που πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παραβούν μια απαίτηση βάσει σχετικών άμεσα εφαρμοστέων νομοθετικών πράξεων της Ένωσης, για την οποία οι αρμόδιες αρχές έχουν στη διάθεσή τους διοικητικά χρηματικά πρόστιμα βάσει της σχετικής ενωσιακής νομοθεσίας, η ΕΚΤ δύναται να επιβάλει διοικητικά χρηματικά πρόστιμα που ανέρχονται έως και στο διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, εάν το εν λόγω ποσό μπορεί να προσδιοριστεί, ή μέχρι και 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών, όπως ορίζεται στη σχετική νομοθεσία της Ένωσης, ενός νομικού προσώπου κατά την προηγούμενη χρήση ή άλλες χρηματικές κυρώσεις που μπορεί να προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης.

[…]

3.      Οι επιβαλλόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. […]

[…]»

 Το ιστορικό της διαφοράς

5        Με τις επίμαχες αποφάσεις, η ΕΚΤ επέβαλε σε καθεμία από τις αναιρεσείουσες, οι οποίες είναι πιστωτικά ιδρύματα που τελούν υπό την άμεση προληπτική της εποπτεία, διοικητικό χρηματικό πρόστιμο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, επειδή έκρινε ότι οι αναιρεσείουσες παρέβησαν, τουλάχιστον εξ αμελείας, το άρθρο 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013, κατά το μέτρο που ταξινόμησαν ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (στο εξής: μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1) κεφαλαιακά μέσα που είχαν προκύψει από περισσότερες εκδόσεις κοινών μετοχών (επίμαχες εκδόσεις μετοχών), χωρίς όμως να έχουν εξασφαλίσει την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής.

6        Συναφώς, η ΕΚΤ δεν έκανε δεκτή, μεταξύ άλλων, την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών σχετικά με το ότι οι κοινές μετοχές περιλαμβάνονται στον κατάλογο που δημοσιεύει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 26, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 575/2013 (στο εξής: κατάλογος που δημοσιεύει η ΕΑΤ). Η ΕΚΤ έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι το γεγονός ότι ένα μέσο περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτόν δεν απαλλάσσει το πιστωτικό ίδρυμα από την υποχρέωση εξασφάλισης προηγούμενης έγκρισης της αρμόδιας αρχής, κατ’ εφαρμογήν του πρώτου εδαφίου του εν λόγω άρθρου 26, παράγραφος 3.

 Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και οι αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις

7        Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Σεπτεμβρίου 2018, καθεμία από τις αναιρεσείουσες άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της επίμαχης απόφασης που την αφορά.

8        Προς στήριξη των προσφυγών τους, οι νυν αναιρεσείουσες προέβαλαν δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίον προβαλλόταν πλημμέλεια των επίμαχων αποφάσεων λόγω υπέρβασης εξουσίας, περιλάμβανε τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορούσε παράβαση του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013. Το δεύτερο σκέλος αφορούσε παράβαση του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013. Το τρίτο σκέλος αφορούσε τον αναλογικό χαρακτήρα του διοικητικού χρηματικού προστίμου που επιβλήθηκε στις νυν αναιρεσείουσες. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβαλλόταν προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως.

9        Με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τους ανωτέρω λόγους ακυρώσεως καθόσον με αυτούς αμφισβητούνταν η νομιμότητα των επίμαχων αποφάσεων, στο μέτρο που διαπίστωναν παράβαση εκ μέρους των νυν αναιρεσειουσών του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013.

10      Στο πλαίσιο, ωστόσο, της προκαταρκτικής και αυτεπάγγελτης εξέτασης της τήρησης της υποχρέωσης αιτιολόγησης όσον αφορά τα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα που επιβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, ιδίως στις σκέψεις 144 και 156 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις σκέψεις 127 και 139 της δεύτερης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και στις σκέψεις 130 και 141 της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι επίμαχες αποφάσεις, κατά το μέτρο που επέβαλαν διοικητικά χρηματικά πρόστιμα, ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένες επειδή, κατ’ ουσίαν, δεν περιείχαν διευκρινίσεις όσον αφορά τη μεθοδολογία που εφάρμοσε η ΕΚΤ προκειμένου να καθορίσει το ύψος των εν λόγω επιβληθέντων προστίμων. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα επιβληθέντα πρόστιμα πρέπει να ακυρωθούν χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων των νυν αναιρεσειουσών με τα οποία προβαλλόταν, μεταξύ άλλων, ότι η επιβολή των εν λόγω προστίμων αντιβαίνει στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας.

11      Το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στη σκέψη 157 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στη σκέψη 140 της δεύτερης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και στη σκέψη 142 της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ όσον αφορά το ύψος των διοικητικών χρηματικών προστίμων μπορούσαν να διαχωριστούν από τα λοιπά σκέλη των επίμαχων αποφάσεων, αφενός, ακύρωσε, στο σημείο 1 του διατακτικού των εν λόγω αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων, τις εν λόγω επίμαχες αποφάσεις, κατά το μέρος που επέβαλλαν στις νυν αναιρεσείουσες τέτοια πρόστιμα και, αφετέρου, απέρριψε στο σημείο 2 του διατακτικού, τις προσφυγές κατά τα λοιπά.

 Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

12      Με τις αιτήσεις αναιρέσεως, καθεμία από τις αναιρεσείουσες ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το σημείο 2 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης που την αφορά·

–        να κάνει δεκτή την προσφυγή που άσκησε η ίδια πρωτοδίκως και

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

13      Η ΕΚΤ ζητεί να απορριφθούν οι αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

14      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 30ής Οκτωβρίου 2020, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑456/20 P έως C‑458/20 P προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

15      Κατά το άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την ολική ή μερική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως με αιτιολογημένη απόφαση.

16      Η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμοστεί στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C456/20 P

 Επί του πρώτου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

17      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Crédit agricole υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον έκρινε ότι η ίδια διέπραξε παράβαση κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2016 στο πλαίσιο των δύο πρώτων επίμαχων εκδόσεων μετοχών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις 23 Ιουνίου και στις 12 Νοεμβρίου 2015, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013, την οποία έκανε δεκτή στις σκέψεις 41 έως 63 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και σύμφωνα με την οποία ένα πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να ταξινομήσει ένα κεφαλαιακό μέσο του ως μέσο κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, εφόσον έχει προηγουμένως εξασφαλίσει σχετική έγκριση της αρμόδιας αρχής.

18      Ειδικότερα, στις 26 Ιουλίου 2016 η Crédit agricole έλαβε έγκριση από την ΕΚΤ για να ταξινομήσει τις δύο επίμαχες εκδόσεις ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1. Ωστόσο, οι εν λόγω εκδόσεις, τις οποίες η Crédit agricole είχε ταξινομήσει στις 30 Ιουνίου 2016 ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 στις ενοποιημένες τριμηνιαίες δηλώσεις της σχετικά με τα ίδια κεφάλαια και τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, καθώς και στις δημοσιεύσεις πληροφοριών που πραγματοποίησε δυνάμει του τρίτου πυλώνα, είχαν κοινοποιηθεί στην ΕΚΤ και είχαν δημοσιευθεί στις 12 Αυγούστου 2016. Ως εκ τούτου, ουδεμία παράβαση μπορεί να της καταλογιστεί.

19      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία αυτή αυτό είναι αλυσιτελής και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμη.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

20      Από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζονται με ακρίβεια τα βαλλόμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν ειδικώς την αίτηση αυτή, επί ποινή απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως ή του οικείου λόγου αναιρέσεως (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Ιταλίας κ.λπ., C‑425/19 P, EU:C:2021:154, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 92 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι τρεις επίμαχες εκδόσεις ταξινομήθηκαν ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, για το δεύτερο τρίμηνο του 2016, στις 30 Ιουνίου 2016, δηλαδή προτού η ΕΚΤ εγκρίνει στις 26 Ιουλίου 2016 την ταξινόμηση αυτή.

22      Εφόσον όμως η Crédit agricole προβάλλει το εν λόγω επιχείρημα προς στήριξη του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, ενώ συγχρόνως αναγνωρίζει ρητώς ότι η εν λόγω ταξινόμηση έλαβε πράγματι χώρα στις 30 Ιουνίου 2016, τότε υποστηρίζει εμμέσως ότι η κρίσιμη ημερομηνία βάσει της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί αν υπήρξε εκ μέρους της παράβαση της προβλεπόμενης στο άρθρο 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013 υποχρέωσης εξασφάλισης προηγούμενης έγκρισης της ΕΚΤ δεν είναι η 30ή Ιουνίου 2016, αλλά η 12η Αυγούστου 2016, δηλαδή η ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω ταξινόμηση κοινοποιήθηκε στην ΕΚΤ και δημοσιεύθηκε.

23      Διαπιστώνεται εντούτοις ότι η Crédit agricole ουδόλως εξηγεί γιατί το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε συναφώς σε πλάνη περί το δίκαιο κατά το μέτρο που έλαβε υπόψη, στη σκέψη 92 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την ημερομηνία της 30ής Ιουνίου 2016, προκειμένου να διαπιστώσει αν υφίσταται παράβαση της εν λόγω διάταξης.

24      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑456/20 P πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτο.

 Επί του δεύτερου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

25      Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Crédit agricole υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο συνιστάμενη σε παραβίαση της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου ποινικού νόμου, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και της νομολογίας του Δικαστηρίου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθόσον δέχθηκε ότι η Crédit agricole είχε διαπράξει παράβαση εντός του δεύτερου τριμήνου του 2016 και απέκλεισε την εφαρμογή του άρθρου 26, παράγραφος 3, του τροποποιηθέντος κανονισμού 575/2013, ενώ, αντιθέτως, αποδέχθηκε ότι υφίστατο παράβαση που διαπράχθηκε στο πλαίσιο της τρίτης επίμαχης έκδοσης, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 21 Ιουνίου 2016. Ειδικότερα, η εν λόγω νέα διάταξη αποτελεί ηπιότερο ποινικό νόμο, καθόσον προβλέπει ότι, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, για τις μεταγενέστερες εκδόσεις που πραγματοποιούνται με τους ίδιους όρους με τις εκδόσεις που έχουν ήδη εγκριθεί, δεν απαιτείται πλέον προηγούμενη έγκριση αλλά απλώς κοινοποίηση.

26      Ωστόσο, εν προκειμένω, η τρίτη επίμαχη έκδοση πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 26, παράγραφος 3, του τροποποιηθέντος κανονισμού 575/2013, και τούτο δεδομένου ότι διέπεται από τις ίδιες διατάξεις που διείπαν και τις δύο πρώτες επίμαχες εκδόσεις, των οποίων η ταξινόμηση ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών κατηγορίας 1 είχε εγκριθεί στις 26 Ιουλίου 2016, αλλά και ότι οι όροι της εν λόγω τρίτης έκδοσης είχαν κοινοποιηθεί στην ΕΚΤ στις 22 Ιουνίου 2016, δηλαδή δύο σχεδόν μήνες πριν την ταξινόμησή της, στις 12 Αυγούστου 2016, ως μέσου κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

27      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως, στη σκέψη 72 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου ποινικού νόμου δεν ασκεί επιρροή για τον έλεγχο της νομιμότητας πράξης η οποία εκδόθηκε πριν από την τροποποίηση του νομικού πλαισίου. Ειδικότερα, από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι, οσάκις υπάρχουν διαφορές μεταξύ του ποινικού νόμου που ισχύει κατά τον χρόνο τελέσεως του αδικήματος και των μεταγενέστερων ποινικών νόμων που εκδόθηκαν πριν από την έκδοση οριστικής αποφάσεως, το δικαστήριο υποχρεούται να εφαρμόσει τον νόμο του οποίου οι διατάξεις είναι οι πλέον ευνοϊκές για τον κατηγορούμενο (απόφαση του ΕΔΔΑ της 18ης Ιουλίου 2013, Maktouf και Damjanović κατά Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, ECHR:2013:0718JUD 000231208 § 65). Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, στο μέτρο που η επιβολή του προστίμου δεν είχε καταστεί οριστική κατά το στάδιο της προσφυγής ενώπιόν του, να λάβει υπόψη την εν λόγω τροποποίηση, δεδομένου ότι, δυνάμει αυτής, τα κρίσιμα για την τρίτη επίμαχη έκδοση γεγονότα έπαψαν να στοιχειοθετούν παράβαση, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται πλέον η επιβολή προστίμου.

28      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι όλως αβάσιμη.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

29      Πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 69 και 70 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου ποινικού νόμου συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 11ης Μαρτίου 2008, Jager, C‑420/06, EU:C:2008:152, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η οποία κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 49, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Clergeau κ.λπ., C‑115/17, EU:C:2018:651, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η Crédit agricole, κατά τον χρόνο στον οποίο ταξινόμησε την τρίτη επίμαχη έκδοση ως μέσο κεφαλαίου κοινών μετοχών κατηγορίας 1, δεν είχε εξασφαλίσει την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής που απαιτείται από το άρθρο 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, δηλαδή δεν είχε εξασφαλίσει προηγούμενη έγκριση που να αφορά ειδικώς την ταξινόμηση καθεαυτήν της εν λόγω τρίτης έκδοσης, δεδομένου ότι η έγκριση αυτή δόθηκε μεταγενέστερα, ήτοι στις 29 Αυγούστου 2016, με αποτέλεσμα η ΕΚΤ να κρίνει ορθώς ότι η εν λόγω προσφεύγουσα παρέβη τη συγκεκριμένη διάταξη.

31      Είναι ωστόσο αληθές, όπως διαπίστωσε εξάλλου και το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 67 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το άρθρο 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013 τροποποιήθηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στον πρώτο βαθμό.

32      Ειδικότερα, το άρθρο 26, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του τροποποιηθέντος κανονισμού 575/2013 προβλέπει πλέον ότι, κατά παρέκκλιση του κανόνα του πρώτου εδαφίου της ίδιας διάταξης, ο οποίος θέτει την αρχή κατά την οποία τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να εξασφαλίσουν προηγούμενη έγκριση προκειμένου να ταξινομήσουν εκδόσεις μέσων κεφαλαίου ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, τα εν λόγω ιδρύματα μπορούν να ταξινομούν ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μεταγενέστερες εκδόσεις ενός είδους κεφαλαιακών μέσων για το οποίο έχουν ήδη εξασφαλίσει την εν λόγω έγκριση, υπό την προϋπόθεση ότι, αφενός, οι διατάξεις που διέπουν τις μεταγενέστερες αυτές εκδόσεις είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημες με εκείνες που διέπουν τις εκδόσεις για τις οποίες έχουν ήδη εξασφαλίσει την έγκριση και, αφετέρου, ότι τα εν λόγω πιστωτικά ιδρύματα έχουν κοινοποιήσει τις εν λόγω μεταγενέστερες εκδόσεις στις αρμόδιες αρχές σε εύλογο χρονικό διάστημα προτού τις ταξινομήσουν ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

33      Πλην όμως, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία που προβάλλει η Crédit agricole προς στήριξη του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως στηρίζεται σε μια εσφαλμένη παραδοχή, δηλαδή στην παραδοχή ότι την έγκριση για να ταξινομήσει ως μέσα κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 τις δύο πρώτες επίμαχες εκδόσεις η Crédit agricole την είχε ήδη εξασφαλίσει, σύμφωνα με τα όσα ορίζει η νέα εν λόγω διάταξη, κατά τον χρόνο στον οποίο προέβη σε αντίστοιχη ταξινόμηση της τρίτης επίμαχης έκδοσης, ήτοι στις 12 Αυγούστου 2016, σύμφωνα με την ίδια.

34      Ειδικότερα, η παραδοχή αυτή, η οποία, όπως προκύπτει από τη σκέψη 18 της παρούσας διατάξεως, αναιρεί όσα η ίδια η Crédit agricole ισχυρίζεται προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 21 έως 24 της παρούσας διάταξης, δεδομένου ότι η εν λόγω αναιρεσείουσα δεν διευκρινίζει περαιτέρω, στο πλαίσιο του δεύτερου αυτού σκέλους, γιατί το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον δέχθηκε, στη σκέψη 92 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η εν λόγω ταξινόμηση πραγματοποιήθηκε, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2016, ήτοι στις 30 Ιουνίου 2016.

35      Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι, κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία αυτή, η Crédit agricole δεν είχε εξασφαλίσει την έγκριση για να ταξινομήσει τις δύο πρώτες επίμαχες εκδόσεις ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, δεδομένου ότι η έγκριση αυτή δόθηκε μεταγενέστερα, ήτοι στις 26 Ιουλίου 2016.

36      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Crédit agricole δεν τήρησε, εν πάση περιπτώσει, την υποχρέωση εξασφάλισης προηγούμενης έγκρισης, την οποία προβλέπει τόσο το άρθρο 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013, όπως αυτός ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, όσο και το άρθρο 26, παράγραφος 3, του τροποποιηθέντος κανονισμού 575/2013, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ανεπανόρθωτα πλημμελή την ταξινόμηση του συνόλου των επίμαχων εκδόσεων, ανεξαρτήτως της διάταξης που έχει ratione temporis εφαρμογή.

37      Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑456/20 P πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο και, κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C456/20 P και επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως στις υποθέσεις C457/20 P και C458/20 P

 Επί του πρώτου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

38      Με το πρώτο σκέλος των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, στις σκέψεις 119, 121 και 122 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις σκέψεις 102, 104 και 105 της δεύτερης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθώς και στις σκέψεις 106, 108 και 109 της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθόσον δεν απάντησε στον λόγο ακυρώσεως με τον οποίον προβαλλόταν παραβίαση, εκ μέρους της ΕΚΤ, της αρχής της ασφάλειας δικαίου, και τούτο επειδή εκτίμησε ότι ήταν αναγκαίο να κατανοήσει προηγουμένως τους λόγους στους οποίους στηρίζονταν οι επίμαχες αποφάσεις και να εξετάσει, κατά συνέπεια, την επάρκεια της αιτιολογίας των αποφάσεων αυτών. Ειδικότερα, η τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου είναι ανεξάρτητη της τήρησης της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, δεδομένου ότι η αρχή αυτή επιτάσσει να υφίσταται απλώς μια σαφής νομική βάση στην οποία στηρίζεται η επιβολή μιας κύρωσης. Συναφώς, δεν είναι απαραίτητο να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι βάσει των οποίων η ΕΚΤ αποφάσισε να επιβάλει το επίμαχο πρόστιμο και καθόρισε το ύψος του.

39      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι αβάσιμη.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

40      Υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 10 και 11 της παρούσας διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις επίμαχες αποφάσεις λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, κατά το μέρος που αυτές επέβαλλαν διοικητικό χρηματικό πρόστιμο σε καθεμία από τις αναιρεσείουσες.

41      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στη σκέψη 156 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στη σκέψη 139 της δεύτερης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και στη σκέψη 141 της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν ήταν πλέον αναγκαίο να εξετάσει τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες, συμπεριλαμβανομένου εκείνου που αφορούσε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

42      Ειδικότερα, δεν αμφισβητείται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 119 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τη σκέψη 102 της δεύτερης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και τη σκέψη 106 της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι αναιρεσείουσες προέβαλαν το εν λόγω επιχείρημα με μόνο σκοπό να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων που επέβαλε η ΕΚΤ με τις επίμαχες αποφάσεις.

43      Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις αποφάσεις αυτές, στο μέτρο που επέβαλλαν τέτοιες κυρώσεις, λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, ενδεχόμενη παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου δεν θα μπορούσε να έχει καμία συνέπεια ως προς την έκταση της ακύρωσης των εν λόγω αποφάσεων από το Γενικό Δικαστήριο. Συνεπώς, το τελευταίο δεν όφειλε να αποφανθεί επί του λόγου ακυρώσεως που αφορούσε παραβίαση, εκ μέρους της ΕΚΤ, της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

44      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑456/20 P, καθώς και των πρώτων λόγων αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑457/20 P και C‑458/20 P, πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

45      Με το δεύτερο σκέλος των υπό κρίση λόγων αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε, στις σκέψεις 47, 49, 88, 89, 94 και 95 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθώς και στις σκέψεις 44, 74, 75, 81 και 72 της δεύτερης και της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τον διφορούμενο χαρακτήρα του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013. Αυτή την έλλειψη σαφήνειας είχε επισημάνει και η EΑΤ σε μια γνωμοδότησή της που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπό της στις 23 Μαΐου 2017, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του εν λόγω κανονισμού. O νομοθέτης της Ένωσης έκρινε επομένως ότι η τροποποίηση του εν λόγω άρθρου 26, παράγραφος 3, ήταν αναγκαία.

46      Ωστόσο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί, μεταξύ άλλων, με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1990, Vandemoortele κατά Επιτροπής (C‑172/89, EU:C:1990:457, σκέψη 9), μια κύρωση, έστω και αν δεν έχει ποινικό χαρακτήρα, μπορεί να επιβληθεί μόνο αν θεμελιώνεται σε σαφή και μη διφορούμενη νομική βάση. Δεδομένου ότι το άρθρο 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013 δεν αποτελούσε σαφή και μη διφορούμενη νομική βάση, η ΕΚΤ δεν μπορούσε να διαπιστώσει την ύπαρξη παράβασης της διάταξης αυτής χωρίς να παραβιάσει την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Για τον λόγο αυτόν, οι επίμαχες αποφάσεις έπρεπε να ακυρωθούν.

47      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι αβάσιμη.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

48      Όσον αφορά το επιχείρημα που οι αναιρεσείουσες προβάλλουν προς στήριξη του δεύτερου σκέλους των υπό κρίση λόγων αναιρέσεως και με σκοπό να προσάψουν στην ΕΚΤ ότι παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον, με τις επίμαχες αποφάσεις, διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013, μολονότι η νομική αυτή βάση είχε διφορούμενο χαρακτήρα, υπενθυμίζεται ότι, κατά την νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 20 της παρούσας διατάξεως, αντικείμενο της αίτησης αναιρέσεως δεν μπορεί να είναι η ακύρωση της απόφασης που είχε αμφισβητηθεί πρωτοδίκως, αλλά η αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με την προβολή επιχειρηματολογίας που αποσκοπεί ειδικώς στον προσδιορισμό της πλάνης περί το δίκαιο που προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

49      Ως εκ τούτου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ένας λόγος αναιρέσεως με τον οποίον απλώς αναπαράγονται οι λόγοι και τα επιχειρήματα που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποτελεί, στην πραγματικότητα, αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2020, Αυστρία κατά Επιτροπής, C‑594/18 P, EU:C:2020:742, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η υπό κρίση επιχειρηματολογία, κατά το μέτρο που με αυτήν οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου καθόσον διαπίστωσε, με τις επίμαχες αποφάσεις, παράβαση του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013, δεν προβάλλεται παραδεκτώς στην παρούσα αναιρετική δίκη.

51      Κατά τα λοιπά, καθόσον οι αναιρεσείουσες προσάπτουν με το ίδιο σκέλος στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον απέρριψε τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι ίδιες προς αμφισβήτηση της διαπίστωσης από την ΕΚΤ παράβασης του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013, επισημαίνεται ότι οι επικρίσεις που διατυπώνουν οι αναιρεσείουσες στηρίζονται εξ ολοκλήρου στην παραδοχή ότι το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε, με τις σκέψεις των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων που παρατίθενται στη σκέψη 45 της παρούσας διατάξεως, ότι η εν λόγω διάταξη έχει αμφίσημο χαρακτήρα.

52      Η παραδοχή αυτή είναι ωστόσο εσφαλμένη.

53      Κατ’ αρχάς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως αναγνώρισε, στη σκέψη 47 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ή στη σκέψη 44 της δεύτερης και της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το άρθρο 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013 είχε διφορούμενο χαρακτήρα, αλλά επισήμανε απλώς, διατυπώνοντας στις σκέψεις αυτές μια προκαταρκτικού χαρακτήρα παρατήρηση προτού προβεί στην ερμηνεία την εν λόγω διάταξης, ότι ο τρόπος με τον οποίον παρέχεται από την αρμόδια αρχή η έγκριση στην οποία αναφέρεται εν λόγω διάταξη, και η οποία είναι απαραίτητη για να μπορέσει ένα πιστωτικό ίδρυμα να ταξινομήσει τα κεφαλαιακά μέσα του ως μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, δεν μπορούσε να συναχθεί από το γράμμα και μόνον της εν λόγω διάταξης.

54      Εφαρμόζοντας την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, την οποία υπενθύμισε στη σκέψη 45 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και στη σκέψη 42 της δεύτερης και της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά την οποία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι στόχοι που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, το Γενικό Δικαστήριο, προβαίνοντας, στις σκέψεις 51 έως 60 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και στις σκέψεις 48 έως 57 της δεύτερης και τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σε μια συστηματική και τελεολογική ερμηνεία του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προηγούμενη έγκριση την οποία επιβάλλει η διάταξη αυτή πρέπει να παρέχεται για κάθε επιμέρους κεφαλαιακό μέσο και όχι συνολικά ανά κατηγορία κεφαλαιακών μέσων, όπως υποστήριζαν οι αναιρεσείουσες.

55      Στη συνέχεια, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 88 και 89 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και στις σκέψεις 75 και 76 της δεύτερης και της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, δεν εξέτασε τη νομιμότητα της συμπεριφοράς που καταλογίζεται στις αναιρεσείουσες ως παράβαση του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013, αλλά τα επιχειρήματα με τα οποία οι αναιρεσείουσες υποστήριζαν ότι η συμπεριφορά τους δεν υπήρξε αμελής, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο, στα σημεία αυτά των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων, δεν αποφάνθηκε επί της διατύπωσης του άρθρου 26, παράγραφος 3, αλλά επί του περιεχομένου μιας ρήτρας που περιείχε o κατάλογος τον οποίον είχε δημοσιεύσει η ΕΑΤ.

56      Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 94 και 95 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και στις σκέψεις 80 και 81 της δεύτερης και της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, περιορίστηκε απλώς στη διαπίστωση, επίσης στο πλαίσιο της απάντησής του στα ίδια πάντοτε επιχειρήματα των αναιρεσειουσών περί της παράβασης λόγω αμέλειας που τους προσαπτόταν, ότι ορισμένες επιχειρήσεις είχαν αντιμετωπίσει δυσχέρειες κατά την ερμηνεία του περιεχομένου του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013.

57      Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να επισημανθεί ότι, στις σκέψεις 89 έως 92 και 95 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθώς και στις σκέψεις 75 έως 78 και 81 της δεύτερης και της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο παρέθεσε λεπτομερώς, και τούτο αποσιωπάται από τις αναιρεσείουσες, τους λόγους για τους οποίους οι περιστάσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 55 και 56 της παρούσας διατάξεως δεν μπορούσαν να θέσουν εν αμφιβόλω το συμπέρασμα ότι μια προσεκτική ερμηνεία του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013 θα μπορούσε να άρει τυχόν ερμηνευτικές δυσχέρειες τις διάταξης αυτής, απορρίπτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα προς ένα τα επιχειρήματα με τα οποία οι αναιρεσείουσες υποστήριζαν ότι η συμπεριφορά τους δεν υπήρξε αμελής, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013.

58      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των αναιρεσιβαλλόμενων αποφάσεων και είναι, συνεπώς, όλως αβάσιμη.

59      Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑456/20 P και του πρώτου λόγου αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑457/20 P και C‑458/20 P πρέπει να απορριφθούν ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτοι και ως εν μέρει προδήλως αβάσιμοι. Ως εκ τούτου, οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C456/20 P και επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στις υποθέσεις C457/20 P και C458/20 P

 Επιχειρήματα των διαδίκων

–       Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C456/20 P, επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C457/20 P και επί του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C458/20 P

60      Με τους συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως και τα σχετικά επιχειρήματα, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013 καθώς και την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, καθόσον δεν απέδειξε ότι οι αναιρεσείουσες επέδειξαν αμελή συμπεριφορά. Το γεγονός και μόνον ότι η ΕΚΤ και το Γενικό Δικαστήριο έκαναν δεκτή μια ερμηνεία του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013 η οποία διαφέρει από την ερμηνεία που υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες δεν σημαίνει ότι αυτές επέδειξαν πλημμελή συμπεριφορά. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε, στις σκέψεις 87 έως 89 και 93 έως 95 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθώς και στις σκέψεις 73 έως 75 και 79 έως 81 της δεύτερης και της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι ορισμένες εθνικές αρχές, καθώς και πολλά πιστωτικά ιδρύματα, ακολούθησαν μια ερμηνεία της εν λόγω διάταξης που βασιζόταν στην επίσημη θέση που έλαβε η ΕΑΤ σε ένα έγγραφο που δημοσίευσε. Το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε κατ’ αυτόν τον τρόπο ότι ο κατάλογος που δημοσίευσε η ΕΑΤ περιείχε ένα στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει την ερμηνεία που υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν απέδειξε για ποιον λόγο ήταν προβλέψιμη, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η ερμηνεία που έγινε δεκτή από την ΕΚΤ, δεδομένου ότι δεν είχε δημοσιευθεί ακόμη καμία τοποθέτηση διοικητικών ή δικαστικών αρχών που να υποστηρίζει την ερμηνεία αυτή.

61      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι αβάσιμη.

–       Επί του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C458/20 P

62      Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η CA Consumer Finance υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης, καθόσον απέρριψε, στη σκέψη 85 της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το επιχείρημα με το οποίο η CA Consumer Finance τόνιζε, προκειμένου να καταδείξει την απουσία πλημμελούς συμπεριφοράς εκ μέρους της, τον αντιφατικό χαρακτήρα των απαιτήσεως της ΕΚΤ και την προδήλως μη εύλογη διάρκεια της προθεσμίας εντός της οποίας η ΕΚΤ εξέτασε τα στοιχεία που της είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο της χορήγησης έγκρισης για την ταξινόμηση των επίμαχων εκδόσεων ως κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

63      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι η εν λόγω αναιρεσείουσα θα μπορούσε μεν να προβάλει τη μεγάλη καθυστέρηση με την οποία της απάντησε η ΕΚΤ αν η τελευταία της είχε επιβάλει κύρωση για παράβαση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων προς τις οποίες όφειλε να έχει συμμορφωθεί έως τις 30 Ιουνίου 2016, αλλά ότι η εν λόγω μεγάλη καθυστέρηση δεν αποτελούσε κρίσιμο στοιχείο για την εκτίμηση της νομιμότητας της κύρωσης που της επιβλήθηκε για παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013. Ειδικότερα, η εν λόγω αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ δεν μπορούσε να επιβάλει την τήρηση μια απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και να καθυστερεί η ίδια την υλοποίηση της απαίτησης αυτής με το να παρέχει μετά από επτά μήνες, στις 4 Ιανουαρίου 2017, την έγκριση για την ταξινόμηση των επίμαχων εκδόσεων ως μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.

64      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι απαράδεκτη.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

65      Επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ δύναται, για τον σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που τις αναθέτει ο κανονισμός αυτός, να επιβάλλει διοικητικά χρηματικά πρόστιμα σε περίπτωση που πιστωτικά ιδρύματα παραβούν, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, μια υποχρέωση που απορρέει από σχετικές άμεσα εφαρμοστέες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης, παράβαση για την οποία οι αρμόδιες αρχές έχουν δικαίωμα να επιβάλλουν διοικητικά χρηματικά πρόστιμα βάσει των σχετικών διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.

66      Όπως προκύπτει, συνεπώς, από την ίδια τη διατύπωση της διάταξης αυτής, η ύπαρξη «αμέλειας», κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, εκ μέρους ενός πιστωτικού ιδρύματος αποτελεί προϋπόθεση για την επιβολή διοικητικού χρηματικού προστίμου σε περίπτωση παράβασης του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013.

67      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 10 και 11 της παρούσας διατάξεως, να ακυρώσει, με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, τις επίμαχες αποφάσεις λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, κατά το μέτρο που αυτές επέβαλαν χρηματικό διοικητικό πρόστιμο σε καθεμία από τις αναιρεσιβαλλόμενες, συνάγεται ότι το σκεπτικό βάσει του οποίου το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στις σκέψεις 79 έως 96 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις σκέψεις 63 έως 82 της δεύτερης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και στις σκέψεις 65 έως 86 της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα επιχειρήματα με τα οποία οι αναιρεσείουσες υποστήριζαν ότι δεν υπήρχε αμελής συμπεριφορά εκ μέρους τους, διατυπώνεται ως επάλληλη αιτιολογία.

68      Ωστόσο, οι αιτιάσεις που στρέφονται κατά επαλλήλως παρατιθεμένου μέρους του σκεπτικού απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου δεν επισύρουν την αναίρεση της απόφασης αυτής και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορρίπτονται ως αλυσιτελείς (απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, achtung! κατά EUIPO, C‑214/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:632, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως στην υπόθεση C‑456/20 P και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑457/20 P και C‑458/20 P πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς.

 Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C456/20 P και επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως στις υποθέσεις C457/20 P και C458/20 P

 Επί του πρώτου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

70      Με το πρώτο σκέλος των υπό κρίση λόγων αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, καθόσον δεν απάντησε στον λόγο ακυρώσεως που αφορούσε παραβίαση από την ΕΚΤ της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

71      Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως, στη σκέψη 122 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και στη σκέψη 109 της δεύτερης και της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι για να είναι σε θέση να αποφανθεί επί της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, ήταν αναγκαίο να εξετάσει προηγουμένως την επάρκεια της αιτιολογίας των επίμαχων αποφάσεων όσον αφορά τον καθορισμό του ποσού του επιβληθέντος προστίμου. Συγκεκριμένα, το ζήτημα της ελλιπούς αιτιολογίας όσον αφορά το ύψος μιας κύρωσης είναι ανεξάρτητο από την εκτίμηση του αν η ίδια η απόφαση επιβολής της κύρωσης είναι κατ’ αρχήν συμβατή με τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης. Επιπλέον, οι αναιρεσείουσες υπογραμμίζουν ότι αμφισβήτησαν ρητώς, με το υπόμνημα αντικρούσεως που κατέθεσαν στο Γενικό Δικαστήριο, την ίδια τη δυνατότητα να τους επιβληθεί πρόστιμο, ανεξαρτήτως ποσού, καθόσον μια τέτοια κύρωση δεν είναι αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός 575/2013 και παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

72      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι αβάσιμη.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

73      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η επιχειρηματολογία που προβάλλουν οι αναιρεσείουσες προς στήριξη του πρώτου σκέλους των υπό κρίση λόγων αναιρέσεως, και κατά το μέτρο που με αυτήν οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν απάντησε στα επιχειρήματά τους που αφορούσαν παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, πρέπει να απορριφθεί ως όλως αβάσιμη, επειδή δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως. Ειδικότερα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι ίδιες, το υπόμνημα αντικρούσεως που οι αναιρεσείουσες κατέθεσαν στο Γενικό Δικαστήριο ουδόλως περιέχει τέτοιο επιχείρημα.

74      Κατά τα λοιπά, η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών πρέπει να απορριφθεί, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 40 έως 44 της παρούσας διατάξεως, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας τις επίμαχες αποφάσεις, κατά το μέτρο που αυτές επέβαλλαν διοικητικό χρηματικό πρόστιμο σε καθεμία από τις αναιρεσείουσες.

75      Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στη σκέψη 156 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στη σκέψη 139 της δεύτερης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και στη σκέψη 141 της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, δεδομένης της ακύρωσης αυτής, δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει τα λοιπά επιχειρήματα, όπως το επιχείρημα που αφορούσε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, που οι αναιρεσείουσες προέβαλλαν προκειμένου να αμφισβητήσουν το ποσό του εν λόγω προστίμου, καθώς τα επιχειρήματα αυτά είχαν καταστεί πλέον αλυσιτελή.

76      Συναφώς, επισημαίνεται ειδικότερα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 135 και 136 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις σκέψεις 118 και 119 της δεύτερης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και στις σκέψεις 122 και 123 της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, για να μπορέσει να ελέγξει αν τα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα που επιβλήθηκαν με τις επίμαχες αποφάσεις συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας και με τα κριτήρια του άρθρου 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1024/2013, το οποίο απαιτεί, μεταξύ άλλων, η κύρωση να είναι αναλογική, πρέπει στην αιτιολογία των επίμαχων αποφάσεων να εκτίθεται επαρκώς κατά νόμον η μεθοδολογία που εφάρμοσε η ΕΚΤ προκειμένου να καθορίσει το ύψος των εν λόγω προστίμων. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στις σκέψεις 121 και 122 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στις σκέψεις 104 και 105 της δεύτερης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και στις σκέψεις 108 και 109 της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, για να είναι σε θέση να εξετάσει τις σχετικές αιτιάσεις των αναιρεσειουσών, έπρεπε να εξετάσει προηγουμένως αν ήταν επαρκής η αιτιολογία των επίμαχων αποφάσεων.

77      Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑456/20 P και του τρίτου λόγου αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑457/20 P και C‑458/20 P πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου σκέλους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

78      Με το δεύτερο σκέλος των υπό κρίση λόγων αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον ακύρωσε τις επίμαχες αποφάσεις κατά το μέτρο επέβαλαν στις αναιρεσείουσες πρόστιμο ορισμένου ποσού και απέρριψε τα λοιπά αιτήματα των αναιρεσειουσών, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων με τα οποία οι αναιρεσείουσες αμφισβητούσαν επί της αρχής την ίδια την επιβολή του προστίμου, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε έστω και εμμέσως ότι η επιβολή του εν λόγω προστίμου ήταν καταρχήν βάσιμη και σύμφωνη προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει, μεταξύ άλλων, τις περιπτώσεις άλλων τραπεζικών ιδρυμάτων έναντι των οποίων η ΕΚΤ είχε ακολουθήσει ερμηνεία του άρθρου 26, παράγραφος 3, του κανονισμού 575/2013 η οποία ήταν σύμφωνη με την ερμηνεία που προτείνουν οι αναιρεσείουσες.

79      H EKT υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι βάσιμη.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

80      Διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην παραδοχή ότι, με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, εμμέσως πλην σαφώς, επί του αν ήταν συμβατά με τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης τα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα που επιβλήθηκαν στις αναιρεσείουσες με τις επίμαχες αποφάσεις, αναγνωρίζοντας ότι η επιβολή των εν λόγω προστίμων ήταν βάσιμη «καταρχήν».

81      Υπενθυμίζεται ωστόσο ότι, αφενός, οι αναιρεσείουσες, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 73 της παρούσας διατάξεως, δεν προέβαλαν την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, ότι το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις επίμαχες αποφάσεις λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, κατά το μέτρο που αυτές επέβαλαν διοικητικό χρηματικό πρόστιμο σε καθεμία από τις αναιρεσείουσες.

82      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, με τις αναιρεσιβαλλόμενες αποφάσεις, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ούτε επί της παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης της ούτε επί της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, όπως εξάλλου προκύπτει σαφώς, όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, από τη σκέψη 156 της πρώτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, από τη σκέψη 139 της δεύτερης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και από τη σκέψη 141 της τρίτης αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

83      Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου αναιρέσεως στην υπόθεση C‑456/20 P και του τρίτου λόγου αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑457/20 P και C‑458/20 P πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο. Οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθούν στο σύνολό τους.

84      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους, εν μέρει ως προδήλως απαράδεκτες και εν μέρει ως προδήλως αβάσιμες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

85      Κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το Δικαστήριο αποφασίζει για τα δικαστικά έξοδα με τη διάταξη που περατώνει τη δίκη.

86      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, το οποίο εφαρμόζεται επίσης στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της ΕΚΤ.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως, εν μέρει ως προδήλως απαράδεκτες και εν μέρει ως προδήλως αβάσιμες.

2)      Καταδικάζει την Crédit agricole SA, την Crédit agricole Corporate and Investment Bank και την CA Consumer Finance στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.