Language of document : ECLI:EU:T:2023:51

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 8ης Φεβρουαρίου 2023 (*)

[Κείμενο όπως διορθώθηκε με διάταξη της 13ης Ιουλίου 2023]

«Κρατικές ενισχύσεις – Αερομεταφορές – Μέτρα που έθεσε σε εφαρμογή η Ρουμανία υπέρ του αερολιμένα της Τιμισοάρα – Μέτρα που έθεσε σε εφαρμογή ο αερολιμένας της Τιμισοάρα υπέρ της Wizz Air και των αεροπορικών εταιριών που τον χρησιμοποιούν – Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται εν μέρει ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση υπέρ του αερολιμένα της Τιμισοάρα και των αεροπορικών εταιριών που τον χρησιμοποιούν – Αερολιμενικά τέλη – Προσφυγή ακυρώσεως – Κανονιστική πράξη – Ατομικός επηρεασμός – Ουσιώδης επηρεασμός της ανταγωνιστικής θέσης – Άμεσος επηρεασμός – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Επιλεκτικός χαρακτήρας – Πλεονέκτημα – Κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία»

Στην υπόθεση T‑522/20,

Carpatair SA, με έδρα την Τιμισοάρα (Ρουμανία), εκπροσωπούμενη από τους J. Rivas Andrés και A. Manzaneque Valverde, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τις F. Tomat και C. Georgieva,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Wizz Air Hungary Légiközlekedési Zrt. (Wizz Air Hungary Zrt.), με έδρα τη Βουδαπέστη (Ουγγαρία), εκπροσωπούμενη από τους E. Vahida, S. Rating και Ι.‑Γ. Μεταξά-Μαραγκίδη, δικηγόρους,

και από την

[Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 13ης Ιουλίου 2023] Societatea Națională «Aeroportul Internaţional Timişoara Traian Vuia» SA (AITTV), με έδρα τη Ghiroda (Ρουμανία), εκπροσωπούμενη από τους V. Power και R. Hourihan, solicitors,

παρεμβαίνουσες,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, J. Svenningsen, M. Jaeger, C. Mac Eochaidh και T. Pynnä (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ η προσφεύγουσα, Carpatair SA, ζητεί την ακύρωση της απόφασης (ΕΕ) 2021/1428 της Επιτροπής, της 24ης Φεβρουαρίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA. 31662 – C/2011 (πρώην NN/2011) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ρουμανία για τον Διεθνή Αερολιμένα της Τιμισοάρα – Wizz Air (ΕΕ 2021, L 308, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), κατά το μέρος που κρίθηκε με αυτήν ότι ορισμένα μέτρα δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        [Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 13ης Ιουλίου 2023] Ο διεθνής αερολιμένας της Τιμισοάρα (στο εξής: αερολιμένας) βρίσκεται στη δυτική Ρουμανία, σε απόσταση 50 χιλιομέτρων (χλμ.) από τον αερολιμένα του Arad (Ρουμανία), ο οποίος έχει πολύ περιορισμένη κίνηση. O αερολιμένας τελεί υπό την εκμετάλλευση της δεύτερης παρεμβαίνουσας, ήτοι της Societatea Națională «Aeroportul Internaţional Timişoara – Traian Vuia» SA (AITTV), ανώνυμης εταιρίας της οποίας το ρουμανικό κράτος κατέχει το 80 %.

3        Η προσφεύγουσα, Carpatair SA, είναι ρουμανική περιφερειακή αεροπορική εταιρία. Το 2000, η προσφεύγουσα δημιούργησε τον οικείο κόμβο στον αερολιμένα, παρέχοντας υπηρεσίες κομβικών γραμμών και ακτινικών συνδέσεων. Μεταξύ 2007 και 2009, η δραστηριότητα του αερολιμένα επικεντρωνόταν στις δραστηριότητες της προσφεύγουσας, η οποία λειτουργούσε ως αερομεταφορέας «πλήρους εξυπηρέτησης» που εκτελούσε πτήσεις προς περίπου 32 εγχώριους και ευρωπαϊκούς προορισμούς.

4        Ενόψει της αύξησης της κίνησης που επρόκειτο να προκύψει λόγω της ένταξης της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2007 και προκειμένου να πληρωθούν οι προϋποθέσεις ένταξης στον χώρο Σένγκεν από πλευράς ασφαλείας, η AITTV έλαβε χρηματοδότηση από το ρουμανικό κράτος ώστε να κατασκευαστεί τερματικός σταθμός για τις πτήσεις εκτός Σένγκεν και να αγοραστεί εξοπλισμός ασφαλείας.

5        Επιπροσθέτως, στο πλαίσιο στρατηγικής με σκοπό την προσέλκυση αεροπορικών εταιριών χαμηλού κόστους και την ενίσχυση της συνολικής κερδοφορίας του αερολιμένα, η AITTV υπέγραψε το 2008 με την πρώτη παρεμβαίνουσα, ήτοι τη Wizz Air Hungary Légiközlekedési Zrt. (στο εξής: Wizz Air), ουγγρική αεροπορική εταιρία χαμηλού κόστους, συμφωνίες οι οποίες καθόριζαν τις αρχές της συνεργασίας μεταξύ τους και τους γενικούς όρους χρήσης των υποδομών και των αερολιμενικών υπηρεσιών από τη Wizz Air (στο εξής: συμφωνίες του 2008). Δύο από τις συμφωνίες αυτές τροποποιήθηκαν στις 25 Ιουνίου 2010 από ένα νέο καθεστώς μειώσεων που συμφωνήθηκε μεταξύ της Wizz Air και της AITTV, το οποίο κάλυπτε την περίοδο έως τις 6 Φεβρουαρίου 2011 (στο εξής: τροποποιητικές συμφωνίες του 2010). Η Wizz Air ξεκίνησε να εκτελεί πτήσεις με αναχώρηση από τον αερολιμένα τον Οκτώβριο του 2008.

6        Στις 30 Σεπτεμβρίου 2010 η προσφεύγουσα υπέβαλε καταγγελία ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για παράνομη κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε από τις ρουμανικές αρχές στον αερολιμένα υπέρ της Wizz Air.

7        Στις 24 Μαΐου 2011 η Επιτροπή ενημέρωσε τη Ρουμανία για την απόφασή της να κινήσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημη διαδικασία έρευνας (στο εξής: απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας) σχετικά με την ετήσια χρηματοδότηση λειτουργίας που χορηγήθηκε στην AITTV το 2007, το 2008 και το 2009, τις εκπτώσεις και μειώσεις στα αεροπορικά τέλη που χορηγήθηκαν σύμφωνα με τα Εγχειρίδια Αεροναυτικών Πληροφοριών (στο εξής: ΕΑΠ) το 2007, το 2008 και το 2010, τις συμφωνίες του 2008 καθώς και τη μη είσπραξη των χρεωθέντων στη Wizz Air αερολιμενικών τελών για την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2009 έως τον Φεβρουάριο του 2010. Με τη δημοσίευση της απόφασης αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 13 Σεπτεμβρίου 2011 (ΕΕ 2011, C 270, σ. 11), η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το εν λόγω μέτρο.

8        Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή διατύπωσε την προκαταρκτική άποψη ότι δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι μειώσεις και εκπτώσεις που προβλέπονταν από τα ΕΑΠ για το 2007, το 2008 και το 2010, καθώς και οι συμφωνίες του 2008, να ενέχουν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά.

9        Οι ρουμανικές αρχές και οι ενδιαφερόμενοι, περιλαμβανομένης της AITTV, της προσφεύγουσας και της Wizz Air, υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων στις ρουμανικές αρχές οι οποίες διατύπωσαν τις δικές τους παρατηρήσεις επί αυτών.

10      Με επιστολές που εστάλησαν μεταξύ 2011 και 2018, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από τις ρουμανικές αρχές οι οποίες ανταποκρίθηκαν στα αιτήματα αυτά.

11      Με επιστολές που εστάλησαν μεταξύ 2011 και 2018, η προσφεύγουσα υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες.

12      Με επιστολές που εστάλησαν μεταξύ 2011 και 2016, η AITTV υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες.

13      Στις 14 Μαρτίου 2014 η Επιτροπή ενημέρωσε τις ρουμανικές αρχές και τους ενδιαφερόμενους σχετικά με την έκδοση των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες και αεροπορικές εταιρίες (ΕΕ 2014, C 99, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2014) και τους κάλεσε να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Στην Επιτροπή υπέβαλαν παρατηρήσεις η προσφεύγουσα, η Wizz Air και η AITTV.

14      Στις 11 Φεβρουαρίου 2015 και στις 3 Ιουλίου 2015, η Wizz Air υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες.

15      Από το 2014 η προσφεύγουσα σταμάτησε τις δραστηριότητές της στον αερολιμένα και υποβλήθηκε σε διαδικασία δικαστικής αναδιάρθρωσης. Η κύρια επιχειρησιακή της βάση βρίσκεται πλέον στον αερολιμένα του Arad, από τον οποίο προσφέρει κυρίως ναυλωμένες πτήσεις. Η προσφεύγουσα δεν προσφέρει πλέον προγραμματισμένες πτήσεις.

16      Στις 24 Φεβρουαρίου 2020 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

17      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός, η Επιτροπή εξέτασε την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όσον αφορά, πρώτον, την ετήσια χρηματοδότηση που χορηγήθηκε στην AITTV από το 2007 έως το 2009 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 38, 39 και 171 έως 235 της προσβαλλόμενης απόφασης), δεύτερον, τα αερολιμενικά τέλη που δημοσιεύθηκαν στο ΕΑΠ του 2007, το ΕΑΠ του 2008 και το ΕΑΠ του 2010 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 40 έως 49 και 267 έως 299 της προσβαλλόμενης απόφασης), τρίτον, τις συμφωνίες του 2008 και τις τροποποιητικές συμφωνίες του 2010 (στο εξής: τρίτο μέτρο) (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 50 έως 76 και 300 έως 440 της προσβαλλόμενης απόφασης) και, τέταρτον, τη μη είσπραξη των χρεωθέντων στη Wizz Air αερολιμενικών τελών για την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2009 έως τον Φεβρουάριο του 2010 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 77, 78 και 441 έως 443 της προσβαλλόμενης απόφασης). Αφετέρου, αφού έκρινε ότι ορισμένες από τις χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στην AITTV συνιστούσαν κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή εξέτασε αν αυτές ήταν συμβατές με την εσωτερική αγορά (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 236 έως 266 της προσβαλλόμενης απόφασης).

18      Όσον αφορά τα αερολιμενικά τέλη που μνημονεύονται στο ΕΑΠ του 2007, το ΕΑΠ του 2008 και το ΕΑΠ του 2010, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο βασικός συντελεστής, οι μειώσεις και οι εκπτώσεις των τελών που προβλέπονταν από τα εν λόγω ΕΑΠ δεν ήταν επιλεκτικές, καθόσον εφαρμόζονταν χωρίς διακρίσεις. Η Επιτροπή κατέληξε συνεπώς στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω μέτρο δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

19      Όσον αφορά το τρίτο μέτρο, η Επιτροπή επισήμανε ότι αυτό αναμενόταν να είναι πρόσθετα αποδοτικό για την AITTV. Συνεπώς, η Επιτροπή έκρινε ότι ένας συνετός ιδιώτης επενδυτής στην οικονομία της αγοράς θα είχε συνομολογήσει τέτοιες συμφωνίες. Επίσης, το τρίτο μέτρο ήταν μέρος μιας συνολικής στρατηγικής και μιας μακροπρόθεσμης προσπάθειας για τη συνολική αποδοτικότητα του αερολιμένα. Επομένως, η Επιτροπή κατάληξε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω συμφωνίες δεν παρείχαν οικονομικό πλεονέκτημα στη Wizz Air το οποίο αυτή δεν θα είχε λάβει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς και δεν συνιστούσαν κρατική ενίσχυση.

20      Το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

1. Η δημόσια χρηματοδότηση που χορήγησε η Ρουμανία την περίοδο 2007-2009 [στην AITTV] για την ανάπτυξη τερματικού σταθμού εκτός Σένγκεν, τη βελτίωση του τροχοδρόμου και την επέκταση του χώρου στάθμευσης αεροσκαφών και του εξοπλισμού φωτισμού, ύψους 29 194 600 [ρουμανικών λέι (RON)], συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ]. Χορηγήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της [ΣΛΕΕ].

2. Η κρατική ενίσχυση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) [ΣΛΕΕ].

Άρθρο 2

Η δημόσια χρηματοδότηση της οδού πρόσβασης και της ανάπτυξης του χώρου στάθμευσης το 2007 και για τον εξοπλισμό ασφάλειας το 2008, τα αερολιμενικά τέλη του ΕΑΠ του 2007, του ΕΑΠ του 2008 και του ΕΑΠ του 2010 και οι συμφωνίες του 2008 με τη Wizz Air (συμπεριλαμβανομένων των τροποποιητικών συμφωνιών του 2010) δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ].

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Ρουμανία.»

 Αιτήματα των διαδίκων

21      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που κρίθηκε με αυτήν ότι ούτε το ΕΑΠ του 2010 (στο εξής: δεύτερο μέτρο), ούτε το τρίτο μέτρο (στο εξής, από κοινού: επίμαχα μέτρα) συνιστούν παράνομη και μη συμβατή με την εσωτερική αγορά κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στη Wizz Air·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

22      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τις παρεμβαίνουσες, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

23      Χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την AITTV, υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη επειδή η προσφεύγουσα, αφενός, δεν νομιμοποιείται ενεργητικώς και, αφετέρου, δεν έχει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής κατά της προσβαλλόμενης απόφασης.

24      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της Επιτροπής.

 Επί του εννόμου συμφέροντος

25      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν έχει ενεστώς και άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής κατά της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά την άποψή της, τα επίμαχα μέτρα δεν επηρέασαν δυσμενώς τις υφιστάμενες υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών της προσφεύγουσας οι οποίες ήταν διαφορετικής φύσεως από τις υπηρεσίες που η Wizz Air παρείχε κατά τα έτη που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας της Επιτροπής (και εξακολουθούν να είναι ακόμη και σήμερα). Η δε φερόμενη βούληση της προσφεύγουσας να επανεκκινήσει τις δραστηριότητές της στον αερολιμένα, η οποία εξάλλου δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, δεν δύναται να θεμελιώσει την ύπαρξη έννομου συμφέροντος.

26      Επιπροσθέτως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η υπό κρίση προσφυγή δεν δύναται να ωφελήσει άμεσα την προσφεύγουσα. Ειδικότερα, η θετική έκβαση της υπό κρίση προσφυγής δεν θα ασκούσε επιρροή ούτε επί της αγωγής αποζημιώσεως ούτε επί της προσφυγής με αίτημα την ανάκτηση των ενισχύσεων που έχει ασκήσει η προσφεύγουσα ενώπιον των ρουμανικών δικαστηρίων. Σε περίπτωση που τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης ακυρώσουν την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον αυτή αφορά τα επίμαχα μέτρα, τότε η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάσει τα εν λόγω μέτρα και ιδίως τη συμβατότητά τους με την εσωτερική αγορά. Δεδομένου ότι η Επιτροπή διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα όσον αφορά την εκτίμηση της συμβατότητας των κρατικών ενισχύσεων, κανένα εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει, αυτόνομα, ότι ένα μέτρο είναι μη συμβατό με την εσωτερική αγορά και να διατάξει την ανάκτηση της ενίσχυσης.

27      Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθεαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

28      Επιπλέον, το έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς και εκτιμάται κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής (βλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2018, BPC Lux 2 κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-544/17 P, EU:C:2018:880, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατ’ αρχήν, ένας διάδικος διατηρεί το έννομο συμφέρον του να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, εφόσον αυτή μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ενδεχόμενη άσκηση αγωγής αποζημιώσεως (βλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2018, BPC Lux 2 κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-544/17 P, EU:C:2018:880, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Το ενδεχόμενο μελλοντικής ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως αρκεί για τη θεμελίωση τέτοιου εννόμου συμφέροντος, υπό τον όρο ότι το ενδεχόμενο αυτό δεν είναι εντελώς υποθετικό (βλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2018, BPC Lux 2 κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-544/17 P, EU:C:2018:880, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Επιπροσθέτως, το έννομο συμφέρον δύναται να θεμελιωθεί σε κάθε ένδικη διαδικασία κινούμενη ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων στο πλαίσιο της οποίας η ενδεχόμενη ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης μπορεί να ωφελήσει τον προσφεύγοντα (βλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2018, BPC Lux 2 κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-544/17 P, EU:C:2018:880, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Δεν απόκειται στον δικαστή της Ένωσης, στο πλαίσιο εξετάσεως του εννόμου συμφέροντος προσώπου να προσφύγει ενώπιόν του, να εκτιμά την πιθανότητα του βασίμου ενδίκου βοηθήματος ασκουμένου ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων βάσει του εσωτερικού δικαίου και, ως εκ τούτου, να υποκαθιστά τα δικαστήρια αυτά στο πλαίσιο τέτοιας εκτιμήσεως. Αντιθέτως, απαιτείται, αλλά και αρκεί, η ασκούμενη ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προσφυγή ακυρώσεως να είναι σε θέση, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την ασκεί (βλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2018, BPC Lux 2 κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑544/17 P, EU:C:2018:880, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Εν προκειμένω, στις 28 Ιανουαρίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Tribunalul București (πρωτοδικείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία), κατά της AITTV, των ρουμανικών αρχών και της Wizz Air, σχετικά με τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στη Wizz Air μέσω, μεταξύ άλλων, των επίμαχων μέτρων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε απόφαση σε πρώτο βαθμό από το Tribunalul București (πρωτοδικείο Βουκουρεστίου) και σε δεύτερο βαθμό από το Curtea de Apel București (εφετείο Βουκουρεστίου, Ρουμανία). Η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η προσφεύγουσα κατά τη δευτεροβάθμιας απόφασης εκκρεμεί ενώπιον του Înalta Curte de Casație şi Justiție (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ρουμανία).

34      Επιπροσθέτως, κατόπιν της έκδοσης της απόφασης του Tribunalul Timiș (πρωτοδικείου Timiș, Ρουμανία), της 30ής Αυγούστου 2011, με την οποία κρίθηκε ότι συνιστούσε παράνομη κρατική ενίσχυση η μείωση που προβλεπόταν στο σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου και την οποία επικύρωσε το Curtea de Apel Pitești (εφετείο Pitești, Ρουμανία) στις 14 Νοεμβρίου 2012, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή, το 2015, ζητώντας να ανακτηθεί η εν λόγω ενίσχυση. Η προσφυγή αυτή εκκρεμεί ενώπιον του Curtea de Apel Alba Iulia (εφετείου Alba Iulia, Ρουμανία), το οποίο αποφάσισε, στις 21 Δεκεμβρίου 2020, να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης στην παρούσα υπόθεση.

35      Συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης να δύναται να επηρεάσει το αποτέλεσμα των εκκρεμών ένδικων διαδικασιών ενώπιον των ρουμανικών δικαστηρίων.

36      Επιπλέον, όσον αφορά τη δεύτερη καταγγελία που υπέβαλε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή την ενημέρωσε, την 1η Ιουλίου 2020, ότι δεν θα κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας για τη δεύτερη αυτή υπόθεση διότι τα επίμαχα μέτρα είναι παρεμφερή με εκείνα που εξετάζονται στο πλαίσιο της προσβαλλόμενης απόφασης. Η προσφεύγουσα προβάλλει εξάλλου ότι η προκαταρκτική εξέταση της Επιτροπής που αφορά τη δεύτερη αυτή καταγγελία είναι ακόμη εν εξελίξει.

37      Συνεπώς, τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης δύναται να οδηγήσει στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας η οποία θα αφορά τη δεύτερη αυτή υπόθεση και στο πλαίσιο της οποίας η προσφεύγουσα θα έχει, κατ’ αρχήν, τη δυνατότητα να ασκήσει τα διαδικαστικά δικαιώματά της διατυπώνοντας παρατηρήσεις.

38      Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης δύναται να την ωφελήσει. Η προσφεύγουσα έχει συνεπώς έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της προσβαλλόμενης απόφασης.

 Επί της ενεργητικής νομιμοποίησης

39      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι η προσβαλλόμενη πράξη την αφορά ατομικά.

40      Πρώτον, η προσφεύγουσα έχει σταματήσει τις δραστηριότητές της στον αερολιμένα από το 2013, ενώ η κύρια επιχειρησιακή της βάση βρίσκεται πλέον στον αερολιμένα του Arad. Η προσφεύγουσα έχει επίσης αλλάξει το επιχειρηματικό της μοντέλο καθώς προσφέρει πλέον ναυλωμένες πτήσεις. Η προσφεύγουσα δεν παρέσχε καμία συγκεκριμένη πληροφορία όσον αφορά τη ανταγωνιστική σχέση της με τη Wizz Air κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής.

41      Δεύτερον, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η προσφεύγουσα ήταν μία μόνον μεταξύ των πολλών ανταγωνιστών της Wizz Air στον αερολιμένα και ανταγωνιζόταν την τελευταία άμεσα μόνον όσον αφορά έναν ιδιαίτερα περιορισμένο αριθμό προορισμών. Δύο ακόμη αεροπορικές εταιρίες, η Blue Air και η Malev, ανταγωνίζονταν επίσης άμεσα τη Wizz Air στην αγορά των τακτικών επιβατικών πτήσεων από και προς τον αερολιμένα.

42      Τρίτον, η προσφεύγουσα δεν παρέσχε καμία πληροφορία όσον αφορά το μέγεθος των εν λόγω αγορών, ούτε όσον αφορά τα μερίδια που κατείχαν στην αγορά η ίδια, η Wizz Air και οι λοιποί πιθανοί ανταγωνιστές, ούτε ακόμη όσον αφορά την εξέλιξη των μεριδίων αυτών κατόπιν της χορήγησης των επίμαχων μέτρων. Η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η μείωση της δραστηριότητάς της σε ορισμένες αεροπορικές συνδέσεις, η επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης και η μετεγκατάσταση των δραστηριοτήτων της το 2013, ή ακόμη και το μερίδιο στις εν λόγω αγορές που φέρεται να κέρδισε η Wizz Air, ήταν συνέπεια των επίμαχων μέτρων. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε ούτε την έκθεση του δικαστικού διαχειριστή, ούτε τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων τις οποίες επικαλείται. Επιπλέον, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων η χρήση αεροσκαφών μικρής χωρητικότητας, η εφαρμογή του μοντέλου κομβικών γραμμών και ακτινικών συνδέσεων, καθώς και η χρηματοπιστωτική κρίση, οι οποίοι μπορούν να εξηγήσουν τις οικονομικές δυσκολίες της προσφεύγουσας.

43      Η Wizz Air υποστηρίζει και αυτή ότι οι δυσκολίες που αντιμετώπισε η προσφεύγουσα δεν ήταν απόρροια της ενίσχυσης που φέρεται ότι έλαβε η Wizz Air, αλλά της απαξίωσης την οποία υπέστη το μοντέλο δραστηριότητας της προσφεύγουσας κατά τα έτη που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας και την οποία επισήμανε ο δικαστικός διαχειριστής στο σχέδιο αναδιοργάνωσης. Εξάλλου, η ίδια η προσφεύγουσα αποκόμισε πλεονεκτήματα από τον αερολιμένα δυνάμει του δεύτερου μέτρου και, επομένως, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φερόμενης ενίσχυσης υπέρ της Wizz Air και της επιδείνωσης της θέσης της φερόμενης ως ουδόλως ωφελημένης προσφεύγουσας.

44      Με τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο στις 11 Μαρτίου 2022, η Επιτροπή υποστηρίζει, όσον αφορά τη φύση των επίμαχων μέτρων, ότι αυτά πρέπει να εξεταστούν χωριστά, περιλαμβανομένων των ζητημάτων παραδεκτού. Ομοίως, η Wizz Air υποστηρίζει, με τις απαντήσεις της στις ίδιες ερωτήσεις, ότι το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο αφορά το τρίτο μέτρο συνιστά μεμονωμένο μέτρο, ενώ το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο αφορά το δεύτερο μέτρο συνιστά κανονιστική πράξη. Συνεπώς, η ενεργητική νομιμοποίηση όσον αφορά το μέρος της προσβαλλόμενης πράξης το οποίο έχει χαρακτήρα κανονιστικής πράξης πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 236, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά τις κανονιστικές πράξεις.

45      Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά, όσον αφορά το δεύτερο μέτρο, κανονιστική πράξη για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα, το μέτρο αυτό θα πρέπει, επιπροσθέτως, να αφορά την προσφεύγουσα άμεσα, κάτι το οποίο δεν ισχύει. Ομοίως, η Wizz Air υποστηρίζει ότι η ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας ως προς το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο αφορά το δεύτερο μέτρο προϋποθέτει ότι η προσφεύγουσα θίγεται άμεσα, κάτι το οποίο δεν ισχύει καθώς το εν λόγω μέτρο δεν είχε εφαρμογή επί της Wizz Air. Ειδικότερα, κατά την άποψή της, τα αερολιμενικά τέλη που ίσχυαν για τη Wizz Air καθορίζονταν από το τρίτο μέτρο.

46      Με τις απαντήσεις της στις ίδιες ερωτήσεις, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής (C‑453/19 P, EU:C:2021:608), ασκεί επιρροή μόνον όσον αφορά το τρίτο μέτρο. Τόσο η Επιτροπή όσο και η Wizz Air υποστηρίζουν ότι η συμβολή της εν λόγω απόφασης στην έννοια «ορισμός της αγοράς» δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω και δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή, καθώς απαιτείται, εν πάση περιπτώσει, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προβαλλόμενης ενίσχυσης και των επιπτώσεων στη θέση της προσφεύγουσας στην αγορά. Εν προκειμένω, ένας τέτοιος σύνδεσμος δεν υφίσταται. Για παράδειγμα, η Επιτροπή θεωρεί ότι η διακοπή της εξυπηρέτησης του δρομολογίου Τιμισοάρα-Φρανκφούρτη (Γερμανία) από την προσφεύγουσα οφείλεται στην έλλειψη διαθέσιμων χρονοθυρίδων στον αερολιμένα της Φρανκφούρτης και δεν είναι απόρροια του τρίτου μέτρου.

47      Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, για να κριθεί παραδεκτή μια προσφυγή ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά πράξεως της οποίας το εν λόγω πρόσωπο δεν είναι αποδέκτης, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προϋποτίθεται η αναγνώριση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως του προσφεύγοντος, η οποία υφίσταται σε δύο περιπτώσεις. Αφενός, η εν λόγω προσφυγή μπορεί να ασκηθεί υπό την προϋπόθεση ότι η πράξη αυτή αφορά το οικείο πρόσωπο άμεσα και ατομικά. Αφετέρου, το πρόσωπο αυτό μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά κανονιστικής πράξεως για την εφαρμογή της οποίας δεν απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα εφόσον η πράξη αυτή το αφορά άμεσα (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψεις 59 και 91, και της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C‑453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 31).

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της φύσης των επίμαχων μέτρων

48      Το άρθρο 1, στοιχείο δʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), ορίζει ότι ως «καθεστώς ενισχύσεων» νοείται «κάθε πράξη βάσει της οποίας, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω μέτρα εκτέλεσης, μπορούν να χορηγούνται ατομικές ενισχύσεις σε επιχειρήσεις οι οποίες ορίζονται στην εν λόγω πράξη κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο και κάθε πράξη βάσει της οποίας μπορεί να χορηγείται ενίσχυση μη συνδεόμενη με συγκεκριμένο σχέδιο σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις για αόριστο χρονικό διάστημα ή/και για απροσδιόριστο ποσό».

49      Κατά πάγια νομολογία, οι αποφάσεις της Επιτροπής για την έγκριση ή την απαγόρευση ενός «καθεστώτος ενισχύσεων» είναι γενικής εφαρμογής και μπορούν, κατά συνέπεια, να χαρακτηριστούν ως «κανονιστικές πράξεις», κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2022, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C‑594/19 P, EU:C:2022:40, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Εν προκειμένω, από την σκέψη 21 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή ακυρώσεως αφορά τα επίμαχα μέτρα.

51      Όσον αφορά το δεύτερο μέτρο, το σύστημα μειώσεων των αερολιμενικών τελών που αυτό προέβλεπε είχε εφαρμογή, κατά την αιτιολογική σκέψη 290 της προσβαλλόμενης απόφασης, επί όλων των αεροπορικών εταιριών που χρησιμοποιούσαν τον αερολιμένα. Οι εταιρίες αυτές δεν προσδιορίζονται ονομαστικά στο δεύτερο μέτρο.

52      Επομένως, το σύστημα αερολιμενικών τελών που προβλεπόταν στο δεύτερο μέτρο είχε εφαρμογή επί αντικειμενικώς καθοριζόμενων καταστάσεων και παρήγαγε έννομα αποτελέσματα έναντι κατηγοριών προσώπων οι οποίες καθορίζονταν κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι το σύστημα αυτό, αν γίνει δεκτό ότι ενείχε κρατικές ενισχύσεις, συνιστούσε καθεστώς ενισχύσεων. Ως εκ τούτου, το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο αφορά το δεύτερο μέτρο έχει γενική ισχύ και μπορεί, κατά συνέπεια, να χαρακτηριστεί ως κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ.

53      Αντιθέτως, όπως επισήμανε και η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 340 της προσβαλλόμενης απόφασης, οι συμφωνίες που συνέθεταν το τρίτο μέτρο και τις οποίες επίσης αφορά η προσφυγή προέκυψαν κατόπιν ατομικής διαπραγμάτευσης και ίσχυαν μόνο μεταξύ των δύο συμβαλλομένων μερών. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω συμφωνίες πρέπει να χαρακτηριστούν ως ατομικά μέτρα. Εφόσον λοιπόν το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο αφορά τις συμφωνίες αυτές δεν συνιστά κανονιστική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι δεν αποτελεί πράξη γενικής ισχύος, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξακριβώσει αν το εν λόγω μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης αφορά άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα κατά την έννοια της ίδιας διάταξης (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C-453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

–       Επί του ζητήματος αν το τρίτο μέτρο αφορά την προσφεύγουσα ατομικά

54      Από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι άλλα υποκείμενα δικαίου πλην των αποδεκτών μιας αποφάσεως μπορούν να ισχυρίζονται ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά μόνον αν αυτή τα επηρεάζει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς τον αποδέκτη (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, EU:C:1963:17, σ. 940, και της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C‑453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 33).

55      Αν ο προσφεύγων αμφισβητεί το βάσιμο αποφάσεως περί εκτιμήσεως της ενισχύσεως ληφθείσας βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ή, όπως εν προκειμένω, κατά το πέρας της επίσημης διαδικασίας έρευνας, το γεγονός και μόνον ότι μπορεί να θεωρηθεί «ενδιαφερόμενος» κατά την έννοια της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου δεν αρκεί για να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή. Οφείλει, επομένως, να αποδείξει ότι η περίπτωσή του είναι ιδιαίτερη, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 54 ανωτέρω. Τούτο ισχύει ιδιαιτέρως όταν η θέση του προσφεύγοντος στην αγορά επηρεάζεται ουσιωδώς από την ενίσχυση που αποτελεί αντικείμενο της επίμαχης αποφάσεως (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 97, και της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C‑453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 37).

56      H απόδειξη του ουσιώδους επηρεασμού της θέσεως του προσφεύγοντος στην αγορά δεν σημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί οριστικώς επί των σχέσεων ανταγωνισμού μεταξύ του συγκεκριμένου προσφεύγοντος και των δικαιούχων επιχειρήσεων, αλλά απαιτεί μόνον από τον εν λόγω προσφεύγοντα να καταδείξει κατά τρόπο πειστικό τους λόγους για τους οποίους η απόφαση της Επιτροπής μπορεί να θίξει τα θεμιτά συμφέροντά του, επηρεάζοντας ουσιωδώς τη θέση του στη συγκεκριμένη αγορά (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 1986, Cofaz κ.λπ. κατά Επιτροπής, 169/84, EU:C:1986:42, σκέψη 28, και της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C-453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 57).

57      O ουσιαστικός επηρεασμός της ανταγωνιστικής θέσεως του προσφεύγοντος προκύπτει όχι από τη διεξοδική ανάλυση των διαφόρων σχέσεων ανταγωνισμού στην οικεία αγορά, ανάλυση μέσω της οποίας θα μπορούσε να αποδειχθεί με ακρίβεια η έκταση του επηρεασμού της ανταγωνιστικής του θέσεως, αλλά, κατ’ αρχήν, από την prima facie διαπίστωση ότι η χορήγηση του μέτρου το οποίο αφορά η απόφαση της Επιτροπής έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζεται ουσιωδώς η θέση αυτή (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C-453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 58).

58      Εντεύθεν συνάγεται ότι η εν λόγω προϋπόθεση είναι δυνατόν να πληρούται εφόσον ο προσφεύγων προσκομίζει στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι το επίμαχο μέτρο μπορεί να επηρεάσει ουσιωδώς τη θέση του στη σχετική αγορά (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C‑487/06 P, EU:C:2008:757, σκέψη 38, και της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C-453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 59).

59      Ο ουσιώδης επηρεασμός της θέσεως ανταγωνιστή στην αγορά δεν αποδεικνύεται μόνο από την ύπαρξη ορισμένων στοιχείων ενδεικτικών μιας ελαττώσεως των εμπορικών ή οικονομικών επιδόσεων του προσφεύγοντος, όπως είναι η σημαντική μείωση του κύκλου εργασιών, μη αμελητέες οικονομικές απώλειες ή ακόμη σημαντική μείωση των μεριδίων αγοράς κατόπιν της χορηγήσεως της εν λόγω ενισχύσεως. Η χορήγηση κρατικής ενισχύσεως μπορεί να θίγει την ανταγωνιστική κατάσταση ενός επιχειρηματία και με άλλους τρόπους, ιδίως συνεπαγόμενη διαφυγόν κέρδος ή λιγότερο ευνοϊκή εξέλιξη από εκείνη που θα μπορούσε να σημειωθεί ελλείψει μιας τέτοιας ενισχύσεως (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2007, Ισπανία κατά Lenzing, C‑525/04 P, EU:C:2007:698, σκέψεις 34 και 35, και της 15ης Ιουλίου 2021, Deutsche Lufthansa κατά Επιτροπής, C-453/19 P, EU:C:2021:608, σκέψη 61).

60      Αυτές είναι οι αρχές με βάση τις οποίες πρέπει να εξεταστούν τα στοιχεία που επικαλείται η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την επηρεάζει ατομικά και, ιδίως, ότι το τρίτο μέτρο μπορεί να επηρεάσει ουσιωδώς τη θέση της στη σχετική αγορά.

61      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα είχε ενεργό ρόλο στη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας. Υπέβαλε καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής και διατύπωσε τις παρατηρήσεις της στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει επίσης ότι η προσφεύγουσα παρέσχε επανειλημμένως πληροφορίες στην Επιτροπή.

62      Ωστόσο, επισημαίνεται ότι δεν μπορεί να συναχθεί εκ μόνης της συμμετοχής του προσφεύγοντος στη διοικητική διαδικασία ότι η προσβαλλόμενη απόφαση τον αφορά ατομικά (πρβλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2007, Sniace κατά Επιτροπής, C‑260/05 P, EU:C:2007:700, σκέψη 60, και διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2016, Greenpeace Energy κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑382/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:589, σκέψη 39), ακόμη και αν, όπως εν προκειμένω, αυτός έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διοικητική διαδικασία, καταθέτοντας παραδείγματος χάριν την καταγγελία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, 3F κατά Επιτροπής, C‑319/07 P, EU:C:2009:435, σκέψεις 94 και 95)

63      Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσκόμισε στοιχεία σχετικά με τις αγορές στις οποίες είχε ανταγωνιστική σχέση με τη Wizz Air και εντός των οποίων επηρεάστηκε ουσιωδώς. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία αυτά, η προσφεύγουσα και η Wizz Air εκτελούσαν αμφότερες πτήσεις από τον αερολιμένα από τον Οκτώβριο του 2008, ήτοι από τότε που η Wizz Air εγκαταστάθηκε στον αερολιμένα, έως τον Ιανουάριο του 2014, ημερομηνία κατά την οποία η προσφεύγουσα σταμάτησε τις δραστηριότητές της στον αερολιμένα.

64      Ειδικότερα, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης του 2011 για την κίνηση της διαδικασίας, η προσφεύγουσα και η Wizz Air ανταγωνίζονταν για πέντε δρομολόγια από και προς τον αερολιμένα, ήτοι, όσον αφορά τη Γερμανία, για την αεροπορική σύνδεση με το Ντίσελντορφ (η προσφεύγουσα προσέφερε αεροπορική σύνδεση με το Ντίσελντορφ και η Wizz Air με το Ντόρτμουντ, ενώ οι δύο πόλεις απέχουν οδικώς 70 χιλιόμετρα) και, όσον αφορά την Ιταλία, για τις αεροπορικές συνδέσεις με τη Βενετία (η προσφεύγουσα προσέφερε αεροπορική σύνδεση με τη Βενετία και η Wizz Air με το Τρεβίζο, ενώ οι δύο πόλεις απέχουν οδικώς 41 χιλιόμετρα), την αεροπορική σύνδεση Μπέργκαμο-Μιλάνο, την αεροπορική σύνδεση με τη Μπολόνια (η προσφεύγουσα προσέφερε αεροπορική σύνδεση με τη Μπολόνια και η Wizz Air με το Forli, ενώ οι δύο πόλεις απέχουν οδικώς 73 χιλιόμετρα) και την αεροπορική σύνδεση με τη Ρώμη.

65      Βάσει των ανωτέρω, και ακολουθώντας την πρακτική που εφαρμόζει για τη λήψη αποφάσεων επί ζητημάτων ανταγωνισμού, η Επιτροπή, στην απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας, όρισε ως σχετική αγορά προϊόντων το ζεύγος των πόλεων που συνδέονταν αεροπορικά, θεωρώντας εμμέσως ως εναλλάξιμους τους αερολιμένες που βρίσκονται σε κοντινή μεταξύ τους απόσταση, όπως είναι οι αερολιμένες του Ντίσελντορφ και του Ντόρτμουντ ή της Μπολόνια και του Forli. Σύμφωνα συνεπώς με αυτόν τον ορισμό της αγοράς, η προσφεύγουσα και η Wizz Air ανταγωνίζονταν στις εξής πέντε αγορές: Ντίσελντορφ/Τιμισοάρα, Βενετία/Τιμισοάρα, Μπέργκαμο-Μιλάνο/Τιμισοάρα, Μπολόνια/Τιμισοάρα και Ρώμη/Τιμισοάρα.

66      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επιπλέον ότι βρισκόταν σε έμμεσο ανταγωνισμό με τη Wizz Air για πέντε επιπλέον αεροδρομικές συνδέσεις, οι οποίες ορίζονταν από μια ζώνη επιρροής 200 χιλιομέτρων. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ειδικότερα ότι η Wizz Air, κατά το μέτρο που εκτελούσε πτήσεις προς το Ντόρτμουντ, τη Βενετία, το Μπέργκαμο-Μιλάνο και το Forli, ήταν ανταγωνίστρια σε σχέση με τις πτήσεις που εκτελούσε η προσφεύγουσα προς τη Φρανκφούρτη (Γερμανία) (η οποία απέχει οδικώς 222 χιλιόμετρα από το Ντόρτμουντ), τη Βερόνα (Ιταλία) (η οποία απέχει οδικώς 121 χιλιόμετρα από τη Βενετία), το Τορίνο (Ιταλία) (το οποίο απέχει οδικώς 185 χιλιόμετρα από το Μπέργκαμο), τη Φλωρεντία (Ιταλία) (η οποία απέχει οδικώς 109 χιλιόμετρα από το Forli) και την Ανκόνα (η οποία απέχει οδικώς 166 χιλιόμετρα από το Forli).

67      Συναφώς, επισημαίνεται, όσον αφορά το Ντόρτμουντ και τη Φρανκφούρτη, ότι η οδική απόσταση μεταξύ των δύο αυτών πόλεων είναι μεγαλύτερη των 200 χιλιομέτρων, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτός ο ορισμός της αγοράς που υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι πόλεις αυτές δεν εμπίπτουν στην ίδια αγορά.

68      Όσον αφορά τις υπόλοιπες τέσσερις αεροπορικές συνδέσεις, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί για ποιο λόγο η κρίσιμη εν προκειμένω ζώνη επιρροής (ακτίνας 200 χιλιομέτρων) είναι, κατά την άποψή της, σημαντικά μεγαλύτερη από τη ζώνη επιρροής (ακτίνας 100 χιλιομέτρων) την οποία η Επιτροπή χρησιμοποιεί παραδοσιακά στο πλαίσιο της πρακτικής που ακολουθεί για τη λήψη αποφάσεων επί ζητημάτων ανταγωνισμού. Εξάλλου, η ίδια η προσφεύγουσα εξυπηρετούσε συγχρόνως το Τορίνο και το Μπέργκαμο, το Μπέργκαμο και τη Βερόνα, τη Βερόνα και τη Βενετία, καθώς και τη Μπολόνια και τη Φλωρεντία, ήτοι ζεύγη πόλεων οι οποίες βρίσκονται εντός της ίδιας ζώνης επιρροής ακτίνας 200 χιλιομέτρων, μολονότι η ίδια υποστηρίζει ότι οι προορισμοί αυτοί είναι μεταξύ τους εναλλάξιμοι. Το στοιχείο αυτό είναι ικανό να θέσει εν αμφιβόλω το επιχείρημα περί της ύπαρξης ενός «έμμεσου ανταγωνισμού», μεταξύ της προσφεύγουσας και της Wizz Air, για τα εν λόγω ζεύγη προορισμών.

69      Επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα και η Wizz Air ανταγωνίζονταν όσον αφορά πέντε αεροπορικές συνδέσεις (όπως αυτές προσδιορίζονται στη σκέψη 65 ανωτέρω) με πτήσεις από και προς τον αερολιμένα, καθώς η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι η Wizz Air ήταν, εμμέσως, ανταγωνίστριά της όσον αφορά πέντε επιπλέον προορισμούς (οι οποίοι προσδιορίζονται στη σκέψη 66 ανωτέρω).

70      Τρίτον, υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η θέση της προσφεύγουσας στην αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς. Στις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλε στην Επιτροπή στις 7 Ιουνίου και στις 8 Αυγούστου 2011, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι το 2010 υπέστη απώλεια εσόδων ύψους άνω των εννέα εκατομμυρίων ευρώ καθώς και ότι προσάρμοσε το επιχειρηματικό της μοντέλο ώστε να ελαχιστοποιήσει τις λειτουργικές της ζημίες. Στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, μεταξύ 2008 και 2010, ο αριθμός των επιβατών, οι αποδόσεις καθώς και τα έσοδα της προσφεύγουσας, όσον αφορά τις πέντε αεροπορικές συνδέσεις για τις οποίες ανταγωνιζόταν τη Wizz Air, σημείωσαν σημαντική μείωση. Το 2014, η προσφεύγουσα σταμάτησε τις δραστηριότητές της στον αερολιμένα και υποβλήθηκε σε διαδικασία δικαστικής αναδιάρθρωσης.

71      Τέταρτον, από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα προκύπτει ότι η περίπτωσή της ήταν ιδιαίτερη, γεγονός που τη διέκρινε έναντι των λοιπών αεροπορικών εταιριών που δραστηριοποιούνταν στον αερολιμένα, κατά το μέτρο που η δραστηριότητα του αερολιμένα ήταν επικεντρωμένη στις δραστηριότητες της προσφεύγουσας η οποία αποτελούσε, το 2008, τον κύριο αερομεταφορέα από άποψη αεροπορικής κίνησης. Κατά το έτος αυτό, το 38 % των εσόδων της AITTV προερχόταν από τις δραστηριότητες της προσφεύγουσας. Αντιστοίχως, από το 2000 έως και το 2013, ένα ποσοστό άνω του 90 % του κύκλου εργασιών της προσφεύγουσας προερχόταν από τις υπηρεσίες κομβικών γραμμών και ακτινικών συνδέσεων που παρείχε από και προς τον αερολιμένα.

72      Η περίπτωση της προσφεύγουσας ήταν ιδιαίτερη και κατά το μέτρο που αποτελούσε τη μόνη αεροπορική εταιρία η οποία ανταγωνιζόταν ευθέως τη Wizz Air για πέντε αεροπορικές συνδέσεις. Ειδικότερα, μόνο δύο από τις λοιπές αεροπορικές εταιρίες που δραστηριοποιούνταν στον αερολιμένα, η Blue Air και η Malev, αντιμετώπιζαν ευθέως τον ανταγωνισμό της Wizz Air. Ο ανταγωνισμός αυτός αφορούσε, κατά την προσφεύγουσα, μόνον έναν προορισμό για κάθε μία από τις εν λόγω δύο εταιρίες, ήτοι τη Ρώμη και τη Βουδαπέστη (Ουγγαρία) αντιστοίχως.

73      Πέμπτον, η προσφεύγουσα απέδειξε ότι το τρίτο μέτρο αποτελούσε μία από τις αιτίες του επηρεασμού της ανταγωνιστικής της θέσης.

74      Όπως προκύπτει ειδικότερα από το παράρτημα Α.7 του δικογράφου της προσφυγής, η καθαρή απόδοση της προσφεύγουσας μειώθηκε στο μισό, μεταξύ 2008 και 2010, όσον αφορά τις πέντε αεροπορικές συνδέσεις για τις οποίες ανταγωνιζόταν άμεσα τη Wizz Air.

75      Όσον αφορά τη Γερμανία, από το παράρτημα Α.7 του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι, μεταξύ 2008 και 2010, η καθαρή απόδοση της προσφεύγουσας όσον αφορά την αεροπορική σύνδεση με το Ντίσελντορφ μειώθηκε κατά 57 %.

76      Όσον αφορά την Ιταλία, από το παράρτημα Α.7 του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι, μεταξύ 2008 και 2010, η καθαρή απόδοση της προσφεύγουσας μειώθηκε κατά 52 % όσον αφορά την αεροπορική σύνδεση με τη Βενετία, το Μπέργκαμο-Μιλάνο, τη Μπολόνια και τη Ρώμη.

77      Από τις παρατηρήσεις που η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή στις 7 Ιουνίου 2011 προκύπτει επίσης ότι δεν προβάλλει μόνον ότι μειώθηκε ο αριθμός των επιβατών της προς όφελος της Wizz Air, αλλά επιπλέον ότι δεν μπόρεσε να επωφεληθεί, μετά την αποχώρηση της Alitalia και της Alpi Eagles από τον αερολιμένα, το 2008, από το επιβατικό κοινό που πετούσε με τις εταιρίες αυτές προς τον νότο της Ιταλίας, καθώς η επιβατική αυτή κίνηση περιήλθε στη Wizz Air.

78      Τα στοιχεία που παρατίθενται ανωτέρω στις σκέψεις 75 έως 77 αποδεικνύουν, όσον αφορά τα δρομολόγια που πραγματοποιούσε η προσφεύγουσα προς τη Γερμανία και την Ιταλία, όχι μόνο μείωση του κύκλου εργασιών της προσφεύγουσας, αλλά επίσης διαφυγόν κέρδος ή λιγότερο ευνοϊκή εξέλιξη από εκείνη που θα είχε σημειωθεί ελλείψει του τρίτου μέτρου. Κατ’ εφαρμογή της νομολογίας που μνημονεύεται ανωτέρω στη σκέψη 58, τα εν λόγω στοιχεία είναι επαρκή για να αποδειχθεί ότι επηρεάζεται ουσιωδώς η θέση ενός ανταγωνιστή στην αγορά

79      Η προσφεύγουσα προσκόμισε συνεπώς στοιχεία σχετικά με τις αγορές στις οποίες τελούσε σε σχέση ανταγωνισμού με τη Wizz Air και στις οποίες η θέση της επηρεάστηκε ουσιωδώς. Η προσφεύγουσα προσκόμισε επίσης στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η θέση της στις αγορές επηρεάστηκε ουσιωδώς, είτε λόγω επιδείνωσης των επιδόσεών της είτε λόγω διαφυγόντος κέρδους, καθώς και ότι η περίπτωσή της ήταν ιδιαίτερη σε σχέση με τις λοιπές αεροπορικές εταιρίες που ασκούσαν τις δραστηριότητές τους στον αερολιμένα. Τέλος, η προσφεύγουσα απέδειξε ότι το τρίτο μέτρο αποτελούσε μία από τις αιτίες του επηρεασμού της ανταγωνιστικής της θέσης.

80      Τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι το τρίτο μέτρο ήταν ικανό να επηρεάσει ουσιωδώς την ανταγωνιστική της θέση στις σχετικές αγορές δεν τίθενται εν αμφιβόλω από την επιχειρηματολογία της Επιτροπής η οποία υποστηρίζει, αφενός, ότι η προσφεύγουσα δεν παρέσχε καμία πληροφορία όσον αφορά το μέγεθος των σχετικών αγορών και το μερίδια που η ίδια ή η Wizz Air κατείχε στις αγορές αυτές, ούτε προσκόμισε κάποιο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η μείωση της δραστηριότητάς της σε ορισμένες αεροπορικές συνδέσεις και η επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης ήταν συνέπεια των επίμαχων μέτρων και, αφετέρου, ότι οι οικονομικές δυσκολίες της προσφεύγουσας μπορούν να εξηγηθούν από άλλους παράγοντες, μεταξύ των οποίων η χρήση ενός μοντέλου κομβικών γραμμών και ακτινικών συνδέσεων (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω).

81      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 56 ανωτέρω προκύπτει ότι η απόδειξη του ουσιώδους επηρεασμού της θέσεως του προσφεύγοντος στην αγορά δεν σημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί οριστικώς επί των σχέσεων ανταγωνισμού μεταξύ του συγκεκριμένου προσφεύγοντος και των δικαιούχων επιχειρήσεων, αλλά απαιτεί μόνον από τον εν λόγω προσφεύγοντα να καταδείξει κατά τρόπο πειστικό τους λόγους για τους οποίους η απόφαση της Επιτροπής μπορεί να θίξει τα θεμιτά συμφέροντά του, επηρεάζοντας ουσιωδώς τη θέση του στη συγκεκριμένη αγορά.

82      Ειδικότερα, δεν μπορεί να ζητηθεί από τον προσφεύγοντα να αποδείξει ότι οι οικονομικές του δυσκολίες οφείλονται αποκλειστικώς στα επίμαχα μέτρα (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2019, Air France κατά Επιτροπής, T-894/16, EU:T:2019:508, σκέψη 65).

83      Εν προκειμένω, μολονότι είναι πιθανό στις οικονομικές δυσκολίες της προσφεύγουσας να συνέβαλε ένα πλήθος παραγόντων, εντούτοις η προσφεύγουσα, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που προσκόμισε στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, απέδειξε επαρκώς ότι το τρίτο μέτρο ήταν ικανό να επηρεάσει ουσιωδώς την ανταγωνιστική της θέση στις σχετικές αγορές.

84      Τέλος, όσον αφορά την επιχειρηματολογία με την οποία η Επιτροπή επικαλείται το γεγονός ότι η προσφεύγουσα έχει σταματήσει τις δραστηριότητές της στον αερολιμένα από το 2013, ότι μετέβαλε το επιχειρηματικό της μοντέλο, καθώς και ότι η προσφεύγουσα δεν παρέσχε καμία συγκεκριμένη πληροφορία όσον αφορά τη σχέση ανταγωνισμού με τη Wizz Air κατά τον χρόνο άσκησης της προσφυγής (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω), αρκεί η διαπίστωση ότι η εκτίμηση του ουσιώδους επηρεασμού πρέπει να γίνεται με βάση την κατάσταση που υπήρχε κατά τον χρόνο που τα επίμαχα μέτρα χορηγήθηκαν και ήταν ικανά να έχουν επιπτώσεις, όπως αναγνώρισε εξάλλου και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

85      Διαπιστώνεται συνεπώς ότι το τρίτο μέτρο ήταν ικανό να επηρεάσει ουσιωδώς την ανταγωνιστική θέση της προσφεύγουσας στις σχετικές αγορές.

86      Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι η προσφεύγουσα απέδειξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά ατομικά ως προς το τρίτο μέτρο.

–       Επί του ζητήματος αν τα επίμαχα μέτρα αφορούν την προσφεύγουσα άμεσα

87      Κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση να αφορά η απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής άμεσα ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, την οποία θέτει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, απαιτεί να συντρέχουν σωρευτικώς δύο κριτήρια, ήτοι το προσβαλλόμενο μέτρο πρέπει, αφενός, να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη και, αφετέρου, να μην καταλείπει εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, δεδομένου ότι αυτή έχει καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων (βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C-622/16 P έως C-624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

88      Όσον αφορά ειδικότερα τους σχετικούς με τις κρατικές ενισχύσεις κανόνες, υπογραμμίζεται ότι αυτοί αποσκοπούν στη διατήρηση του ανταγωνισμού. Επομένως, στον τομέα αυτό, το γεγονός ότι μια απόφαση της Επιτροπής αφήνει ανέπαφες τις συνέπειες εθνικών μέτρων τα οποία ο προσφεύγων, στο πλαίσιο καταγγελίας που υπέβαλε στο θεσμικό αυτό όργανο, υποστήριξε ότι δεν ήταν σύμφωνα με τον ως άνω σκοπό και τον έθεταν σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού, μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση αυτή επηρεάζει άμεσα τη νομική του κατάσταση, ιδίως το απορρέον από τις σχετικές με τις κρατικές ενισχύσεις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ δικαίωμά του να μην υφίσταται τις συνέπειες της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού λόγω των επίμαχων μέτρων (βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C-622/16 P έως C-624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

89      Στο μέτρο που η προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού απαιτεί η προσβαλλόμενη πράξη να παράγει άμεσα αποτελέσματα επί της νομικής καταστάσεως του προσφεύγοντος, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξακριβώσει αν ο προσφεύγων εξέθεσε κατά τρόπο πειστικό τους λόγους για τους οποίους η απόφαση της Επιτροπής είναι ικανή να τον θέσει σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, να έχει συνέπειες επί της νομικής καταστάσεώς του (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2018, Scuola Elementare Maria Montessori κατά Επιτροπής, Επιτροπή κατά Scuola Elementare Maria Montessori και Επιτροπή κατά Ferracci, C-622/16 P έως C-624/16 P, EU:C:2018:873, σκέψη 47).

90      Εν προκειμένω, όσον αφορά το πρώτο εκ των δύο κριτηρίων που μνημονεύονται στη σκέψη 87 ανωτέρω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ασκούσε δραστηριότητες παρόμοιες με αυτές της Wizz Air καθώς και ότι δραστηριοποιούταν στην ίδια αγορά υπηρεσιών και στην ίδια γεωγραφική αγορά με τη Wizz Air. Κατά το μέτρο που η Wizz Air ήταν η φερόμενη δικαιούχος των επίμαχων μέτρων τα οποία αξιολόγησε η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα δικαιολόγησε κατά τρόπο πειστικό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν ικανή να την θέσει σε μειονεκτική θέση από απόψεως ανταγωνισμού και ότι, επομένως, η εν λόγω απόφαση επηρέαζε άμεσα τη νομική της κατάσταση, ιδίως το δικαίωμά της να μην υφίσταται στην αγορά αυτή τις συνέπειες της στρέβλωσης του ανταγωνισμού λόγω των επίμαχων μέτρων.

91      Όσον αφορά το δεύτερο εκ των δύο κριτηρίων που μνημονεύονται στη σκέψη 87 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφήνει ανέπαφες τις συνέπειες τόσο του δεύτερου όσο και του τρίτου μέτρου, που έχουν καθαρώς αυτόματο χαρακτήρα και απορρέουν αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων.

92      Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε άμεσα την προσφεύγουσα, τόσο ως προς το δεύτερο όσο και ως προς τρίτο μέτρο.

93      Συνεπώς, η προσφεύγουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της προσβαλλόμενης απόφασης.

94      Ως εκ τούτου, η προσφυγή κρίνεται παραδεκτή.

 Επί του παραδεκτού των παραρτημάτων

 Επί του παραδεκτού των αποσπασμάτων της έκθεσης του δικαστικού διαχειριστή

95      Η προσφεύγουσα προσκόμισε αποσπάσματα της έκθεσης του δικαστικού διαχειριστή ως παράρτημα στις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως της AITTV.

96      Η AITTV υποστηρίζει ότι τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη καθόσον η προσφεύγουσα προσκόμισε αποσπάσματα μόνον της εν λόγω έκθεσης. Η Επιτροπή και η Wizz Air υποστηρίζουν ότι το εν λόγω έγγραφο είναι απαράδεκτο και πρέπει να αφαιρεθεί από τη δικογραφία επειδή, αφενός, έχει συνταχθεί στη ρουμανική γλώσσα, και όχι στη γλώσσα της διαδικασίας, χωρίς να συνοδεύεται από μετάφραση και, αφετέρου, επειδή προσκομίστηκε εκπρόθεσμα.

97      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 85, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται και τα αποδεικτικά μέσα προτείνονται στο πλαίσιο της πρώτης ανταλλαγής υπομνημάτων. Εν προκειμένω, μολονότι γίνεται μνεία της έκθεσης του δικαστικού διαχειριστή στο δικόγραφο της προσφυγής, εντούτοις η προσφεύγουσα δεν παρέσχε καμία πειστική εξήγηση όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους προσκόμισε εκπρόθεσμα τα αποσπάσματα της εν λόγω έκθεσης απαντώντας στο υπόμνημα παρέμβασης της AITTV.

98      Τα αποσπάσματα της έκθεσης του δικαστικού διαχειριστή πρέπει συνεπώς να θεωρηθούν απαράδεκτα.

 Επί του παραδεκτού του παραρτήματος Q.2

99      Στο παράρτημα Q.2 της απάντησής της στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 2022, η προσφεύγουσα προσκόμισε τιμολόγια τα οποία είχε εκδώσει η AITTV προς τη Wizz Air, από την 30ή Νοεμβρίου 2010 έως την 31η Μαΐου 2011, και από τα οποία, κατά την άποψή της, προκύπτει ότι οι προβλεπόμενες στο σημείο 7.3 του τρίτου μέτρου μειώσεις (από 72 % έως 85 %) ίσχυαν για όλα τα αερολιμενικά τέλη και όχι μόνον για τα τέλη προσγείωσης.

100    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή αμφισβήτησε το παραδεκτό των εν λόγω τιμολογίων και ζήτησε να αφαιρεθούν από τη δικογραφία επειδή, πρώτον, έχουν συνταχθεί στη ρουμανική γλώσσα και, δεύτερον, προσκομίστηκαν εκπροθέσμως. Η Επιτροπή ζήτησε, επικουρικώς, να κατατεθεί στη δικογραφία μετάφραση των εν λόγω τιμολογίων στην αγγλική γλώσσα.

101    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 46, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα προσκομιζόμενα ή επισυναπτόμενα στοιχεία που έχουν συνταχθεί σε άλλη γλώσσα πρέπει να συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα διαδικασίας. Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου ορίζει ωστόσο ότι, σε περίπτωση μακροσκελών στοιχείων, μπορούν να προσκομίζονται μεταφράσεις αποσπασμάτων. Επιπλέον, από το σημείο 99 των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων σχετικών με την εκτέλεση του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι, οσάκις στοιχεία συνημμένα σε διαδικαστικό έγγραφο δεν συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα της διαδικασίας, ο γραμματέας ζητεί την τακτοποίησή τους από τον οικείο διάδικο, αν η μετάφραση κρίνεται απαραίτητη για την ομαλή διεξαγωγή της δίκης.

102    Επομένως, η μετάφραση προς τη γλώσσα διαδικασίας των συνημμένων στο εισαγωγικό δικόγραφο στοιχείων δεν συνιστά απαίτηση που πρέπει να πληρούται συστηματικά. Κατά συνέπεια, η έλλειψη μετάφρασης δεν μπορεί να συνεπάγεται αυτεπαγγέλτως το απαράδεκτο των στοιχείων αυτών [πρβλ. αποφάσεις της 23ης Μαΐου 2019, Steinhoff κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T-107/17, EU:T:2019:353, σκέψεις 35 έως 38, της 9ης Ιουνίου 2021, HIM κατά Επιτροπής, T-235/19, EU:T:2021:343, σκέψεις 84 έως 89 (μη δημοσιευθείσες), και της 6ης Οκτωβρίου 2021, Allergan Holdings France κατά EUIPO – Dermavita Company (JUVEDERM), T-397/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:653, σκέψεις 24 έως 26].

103    Εν προκειμένω, αφενός, η Επιτροπή επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι τα επίμαχα τιμολόγια είχαν ήδη περιληφθεί στον φάκελο που είχε καταρτίσει στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Αφετέρου, η γλώσσα στην οποία έχουν συνταχθεί τα εν λόγω τιμολόγια είναι η ίδια με τη γλώσσα επικοινωνίας της Επιτροπής με τις ρουμανικές αρχές και με τη γλώσσα στην οποία συντάχθηκε το πρωτότυπο της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας και το πρωτότυπο της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι τη ρουμανική γλώσσα. Μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί ότι το περιεχόμενο των εν λόγω τιμολογίων ήταν κατανοητό για την Επιτροπή.

104    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα προέβη αυτοβούλως στην τακτοποίηση του παραρτήματος Q.2 προσκομίζοντας μετάφρασή του στη γλώσσα της διαδικασίας, επισημαίνοντας συγχρόνως ότι μια τέτοια μετάφραση δεν είναι αναγκαία καθώς η αποδεικτική ισχύς των εν λόγω τιμολογίων έγκειται στους αριθμούς και στα ποσοστά που αποτυπώνονται σε αυτά καθώς και σε όρους που είναι ευχερώς κατανοητοί.

105    Επισημαίνεται εξάλλου ότι η προσφεύγουσα προσκόμισε τα εν λόγω τιμολόγια, με τα οποία εφαρμόζεται μείωση στην τιμολόγηση του συνόλου των υπηρεσιών που η AITTV παρείχε στη Wizz Air, προκειμένου να καταδείξει το πεδίο εφαρμογής της μείωσης που προέβλεπε το σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου. Το πεδίο εφαρμογής της μείωσης αυτής αποτελούσε αντικείμενο μίας εκ των ερωτήσεων που το Γενικό Δικαστήριο έθεσε στους διαδίκους, στις 19 Ιουλίου 2022, δυνάμει του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας το οποίο δίνει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να θέτει ερωτήσεις στους διαδίκους προς αποσαφήνιση ορισμένων πτυχών της διαφοράς.

106    Πρέπει συνεπώς το παράρτημα Q.2 να θεωρηθεί παραδεκτό και να απορριφθεί το αίτημα της Επιτροπής για αφαίρεσή του από τη δικογραφία.

 Επί της ουσίας

107    Η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής της. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει νομικό σφάλμα όσον αφορά τον μη επιλεκτικό χαρακτήρα του δεύτερου μέτρου. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, νομικό σφάλμα και έλλειψη αιτιολογίας καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ότι το τρίτο μέτρο δεν απέφερε αθέμιτο πλεονέκτημα στη Wizz Air. Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και αθέτησε το καθήκον μέριμνας που υπέχει όσον αφορά τις διακρίσεις ως προς τις τιμές τις οποίες εισήγαγε το τρίτο μέτρο μεταξύ των αερομεταφορέων που δραστηριοποιούνταν στον αερολιμένα. Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει νομικό σφάλμα καθόσον με την απόφαση αυτή δεν ελήφθη υπόψη η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στη Wizz Air με το τρίτο μέτρο υπό τη μορφή μείωσης στο τέλος ασφάλειας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται νομικό σφάλμα όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του δεύτερου μέτρου

108    Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα βάλλει μόνο κατά του δεύτερου μέτρου, δεδομένου ότι το ΕΑΠ του 2007 και το ΕΑΠ του 2008 είναι προγενέστερα της άφιξης της Wizz Air.

109    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η νέα μείωση στα αερολιμενικά τέλη την οποία προέβλεπε το σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου και η οποία μπορούσε να φθάσει μέχρι και το 85 % είχε σχεδιαστεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στη Wizz Air, τη μόνη αεροπορική εταιρία του αερολιμένα που χρησιμοποιούσε αεροσκάφη μέγιστου βάρους απογείωσης (στο εξής: MTOW) άνω των 70 τόνων και η οποία μετέφερε περισσότερους από 10 000 επιβάτες ανά μήνα.

110    Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι και άλλες αεροπορικές εταιρίες επωφελούνταν ή θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τις εν λόγω μειώσεις όπως και το γεγονός ότι το δεύτερο μέτρο είχε εφαρμογή επί όλων των αεροπορικών εταιριών οι οποίες δραστηριοποιούνταν στον αερολιμένα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι προβλεπόμενες στο μέτρο αυτό μειώσεις να είχαν σχεδιαστεί ώστε να ευνοούν τη Wizz Air κατά τρόπο επιλεκτικό, ενδεχόμενο το οποίο η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει.

111    Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει σφάλματα όσον αφορά την ανάλυση, αφενός, του ζητήματος αν το δεύτερο μέτρο εισήγαγε διακρίσεις μεταξύ επιχειρήσεων που βρίσκονταν σε συγκρίσιμες καταστάσεις και, αφετέρου, του ζητήματος αν η διάκριση αυτή μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη υπό το πρίσμα των σκοπών του συστήματος αναφοράς. Ειδικότερα, η μείωση που προβλεπόταν στο σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου συνιστούσε παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς η οποία εισήγαγε διακρίσεις μεταξύ των αεροπορικών εταιριών που χρησιμοποιούσαν τον αερολιμένα και οι οποίες βρίσκονταν σε συγκρίσιμη κατάσταση.

112    Επιπλέον, το ποσοστό των μειώσεων (το οποίο κυμαινόταν μεταξύ 72 % και 85 %) δεν δικαιολογούνταν από οικονομικής απόψεως, κατά το μέτρο που από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η χρήση αεροσκαφών μεγαλύτερου μεγέθους θα οδηγούσε σε μείωση μεγαλύτερη του 70 % των αερολιμενικών δαπανών, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 164 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας. Επιπροσθέτως, κατά τον χρόνο λήψης του δεύτερου μέτρου, οι υποδομές του αερολιμένα δεν ήταν επαρκείς για την εξυπηρέτηση αεροσκαφών μεγάλου μεγέθους. Η υπερφόρτωση του οδοστρώματος που προκλήθηκε από τις δραστηριότητες της Wizz Air δημιούργησε αντιθέτως αυξημένα έξοδα για τον αερολιμένα.

113    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του δεύτερου μέτρου το οποίο, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, είναι επιλεκτικό de facto. Πρώτον, η Wizz Air ήταν ο μόνος αερομεταφορέας ο οποίος πληρούσε τις προϋποθέσεις για να επωφεληθεί από την εν λόγω μείωση των αερολιμενικών τελών και ο μόνος ο οποίος έτυχε πράγματι της μείωσης αυτής, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 154 και 226 της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας. Ειδικότερα, κατά την προσφεύγουσα, η Tarom διέθετε ένα μόνον αεροσκάφος MTOW άνω των 70 τόνων και δεν ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει επιβατική κίνηση μεγαλύτερη των 10 000 επιβατών ανά μήνα (το 2009, ο μέσος μηνιαίος αριθμός αναχωρούντων επιβατών της Tarom ήταν 5 480).

114    Δεύτερον, η τροποποίηση των αεροπορικών τελών μέσω του δεύτερου μέτρου ήταν μια απόπειρα εκ μέρους της AITTV να εμφανίσει ως δικαιολογημένες τις μειώσεις που επίσης χορηγήθηκαν στη Wizz Air μέσω των τροποποιητικών συμφωνιών του 2010.

115    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την AITTV, υποστηρίζει, κατά πρώτον, ότι ο αριθμός των επιχειρήσεων που είναι εν τοις πράγμασι σε θέση να επωφεληθούν από τις μειώσεις δεν θεωρήθηκε καθοριστικό στοιχείο για να διαπιστωθεί η έλλειψη επιλεκτικού χαρακτήρα του μέτρου. Η Επιτροπή επισημαίνει επιπλέον ότι το δεύτερο μέτρο δεν προέβλεπε μόνο μειώσεις για τα αεροσκάφη βάρους άνω των 70 MTOW, αλλά και άλλες μειώσεις, μεταξύ των οποίων μειώσεις για αεροσκάφη μικρότερου μεγέθους, όπως αυτά που χρησιμοποιούσε η προσφεύγουσα.

116    Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι αποτελεί νέο, και συνεπώς απαράδεκτο, λόγο ακυρώσεως το επιχείρημα που η προσφεύγουσα προέβαλε με υπόμνημα απαντήσεως και σύμφωνα με το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει σφάλματα όσον αφορά την ανάλυση σχετικά με το αν το δεύτερο μέτρο εισήγαγε διάκριση μεταξύ επιχειρήσεων που βρίσκονταν σε συγκρίσιμες καταστάσεις, καθώς και το αν η διάκριση αυτή μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη υπό το πρίσμα των σκοπών του συστήματος αναφοράς.

117    Εν πάση περιπτώσει, η μείωση που προβλεπόταν στο σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου δεν συνιστούσε παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς, ήτοι από το ΕΑΠ συνολικά εξεταζόμενο. Η δε οικονομική λογική της εν λόγω μείωσης εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 101 και 102 της προσβαλλόμενης απόφασης. Η απόφαση να αυξηθεί η κίνηση του αερολιμένα μέσω της μείωσης των τελών που εφαρμόζονταν στα μεγάλου μεγέθους αεροσκάφη στηριζόταν στην οικονομική συλλογιστική ότι με τον τρόπο αυτό θα αυξάνονταν τα συνολικά έσοδα που θα εισέπραττε ο αερολιμένας.

118    Κατά δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το δεύτερο μέτρο που αποτελούσε αντικείμενο της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας περιελάμβανε το σύνολο των συστημάτων μειώσεων που προβλέπονταν στο ΕΑΠ του 2007, στο ΕΑΠ του 2008 και στο ΕΑΠ του 2010. Ο πρώτος, ωστόσο, λόγος ακυρώσεως βάλλει αποκλειστικά κατά της μείωσης που προβλεπόταν στο σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου, κατά μιας μείωσης, δηλαδή, η οποία αποτελεί διαφορετικό μέτρο από εκείνο που εξετάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, γεγονός που καθιστά τον πρώτο λόγο ακυρώσεως αλυσιτελή.

119    Εν πάση περιπτώσει, η Wizz Air δεν ήταν η μόνη αεροπορική εταιρία που χρησιμοποιούσε αεροσκάφη MTOW άνω των 70 τόνων. Το ίδιο ίσχυε και για την Tarom η οποία θα μπορούσε να έχει αυξήσει τη χρήση τέτοιων αεροσκαφών ώστε να επωφεληθεί από τη μείωση που προβλεπόταν στο σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου. Συναφώς, η Wizz Air και η AITTV υποστηρίζουν ότι η εν λόγω μείωση αποσκοπούσε στην παροχή κινήτρου και σε άλλες αεροπορικές εταιρίες χαμηλού κόστους να χρησιμοποιήσουν τον αερολιμένα ως βάση για αεροσκάφη MTOW άνω των 70 τόνων, θέτοντας προς τούτο έναν εφικτό στόχο αεροπορικής κίνησης (κατά τη Wizz Air, το όριο των 10 000 επιβατών μπορούσε να επιτευχθεί με λιγότερο από δύο απογειώσεις ανά ημέρα).

120    Η Επιτροπή σημειώνει, τέλος, ότι ένα μέτρο μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάγει de facto διάκριση μόνον εφόσον εισάγει διάκριση μεταξύ εταιριών που βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση υπό το πρίσμα του σκοπού του πλαισίου αναφοράς. Καμία ωστόσο πτυχή του δεύτερου μέτρου δεν εισάγει διάκριση μεταξύ αεροπορικών εταιριών που βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση.

–       Επί της εκτιμήσεως του δεύτερου μέτρου στην προσβαλλόμενη απόφαση

121    Η Επιτροπή εξέτασε στις αιτιολογικές σκέψεις 267 έως 299 της προσβαλλόμενης απόφασης το ζήτημα αν συνιστούσαν κρατική ενίσχυση τα αερολιμενικά τέλη που δημοσιεύθηκαν με το ΕΑΠ του 2007, το ΕΑΠ του 2008 και το ΕΑΠ του 2010. Την προϋπόθεση της επιλεκτικότητας την εξέτασε στις αιτιολογικές σκέψεις 284 έως 299 της προσβαλλόμενης απόφασης.

122    Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 289 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι το σχετικό πλαίσιο αναφοράς για την εξέταση του κατά πόσον το ΕΑΠ του 2007, το ΕΑΠ του 2008 και το ΕΑΠ του 2010 είχαν ως αποτέλεσμα να ευνοούνται ορισμένες αεροπορικές εταιρείες έναντι άλλων που βρίσκονταν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση ήταν το καθεστώς που εφαρμοζόταν στον αερολιμένα. Συναφώς, η Επιτροπή σημείωσε, στην αιτιολογική σκέψη 290 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το σύστημα των αερολιμενικών τελών και οι εκπτώσεις και μειώσεις εφαρμόζονταν σε όλες τις αεροπορικές εταιρείες που χρησιμοποιούσαν ή ήταν πιθανό να χρησιμοποιήσουν τον αερολιμένα, εφόσον πληρούσαν τους όρους που περιγράφονταν στο ΕΑΠ του 2007, στο ΕΑΠ του 2008 ή στο ΕΑΠ του 2010 αντίστοιχα.

123    Στην αιτιολογική σκέψη 292 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι «[ο]ι εφαρμοζόμενες εκπτώσεις ακολουθούσαν αναλογική κλίμακα, με τη χαμηλότερη έκπτωση να ξεκινά στο 10 % για 250-500 προσγειώσεις ετησίως, δηλαδή περίπου [πέντε] προσγειώσεις εβδομαδιαίως», καθώς και ότι «κατά την υπό εξέταση περίοδο, εκτός από τη Wizz Air, υπήρχαν και ορισμένες άλλες αεροπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στον [αερολιμένα], οι οποίες είχαν στον στόλο τους αεροσκάφη των σχετικών μεγεθών και/ή επαρκούς συχνότητας δρομολογίων και, ως εκ τούτου, επωφελούνταν ή θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τις σχετικές εκπτώσεις».

124    Στις αιτιολογικές σκέψεις 293 και 294 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή συμπέρανε ότι ο βασικός συντελεστής, οι εκπτώσεις και οι μειώσεις που καθορίζονταν στο ΕΑΠ του 2007, στο ΕΑΠ του 2008 και στο ΕΑΠ του 2010 δεν ήταν επιλεκτικές, καθώς εφαρμόζονταν χωρίς διακρίσεις. Η Επιτροπή κατέληξε συνεπώς στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω μέτρο δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

–       Επί του βασίμου της εκτίμησης σχετικά με το δεύτερο μέτρο

125    Το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ορίζει ότι «[ε]νισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές».

126    Ως εκ τούτου, στην έννοια «ενίσχυση» εμπίπτουν μόνον τα μέτρα τα οποία παρέχουν πλεονέκτημα κατά τρόπο επιλεκτικό σε ορισμένες επιχειρήσεις ή κατηγορίες επιχειρήσεων ή ακόμη σε ορισμένους τομείς της οικονομίας.

127    Εντούτοις, η νομολογία έχει διευκρινίσει ότι ακόμη και παρεμβάσεις οι οποίες, εκ πρώτης όψεως, αφορούν γενικώς τις επιχειρήσεις ενδέχεται, αναλόγως των συνεπειών τους, να εμφανίζουν ορισμένο επιλεκτικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, να θεωρηθούν ως μέτρα που προορίζονται να ευνοήσουν ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑127/99, T‑129/99 και T‑148/99, EU:T:2002:59, σκέψη 149 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

128    Ο de facto επιλεκτικός χαρακτήρας μπορεί να στοιχειοθετείται σε περιπτώσεις στις οποίες, παρ’ όλο που τα τυπικά κριτήρια για την εφαρμογή του μέτρου διατυπώνονται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, η δομή του μέτρου είναι τέτοια, ώστε τα αποτελέσματά του να ευνοούν σημαντικά μια συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων [πρβλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψεις 101 έως 107· βλ., επίσης, ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, C 262, σ. 1), σημείο 121].

129    Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι κατά την εκτίμηση του επιλεκτικού χαρακτήρα του πλεονεκτήματος, πρέπει να εξετάζεται αν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα εθνικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που βρίσκονται, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση. Η έννοια «κρατική ενίσχυση» δεν καταλαμβάνει τα κρατικά μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων και τα οποία είναι συνεπώς εξ ορισμού επιλεκτικά, όταν η διαφοροποίηση προκύπτει από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος στο οποίο εντάσσονται τα μέτρα αυτά (βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C-524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

130    Κατά πάγια επίσης νομολογία, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν κάνει διάκριση μεταξύ των αιτιών ή των σκοπών των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C-524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2002, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-92/00 και T-103/00, EU:T:2002:61, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

131    Επομένως, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας μέτρου με το οποίο μια δημόσια επιχείρηση καθορίζει τους όρους χρησιμοποιήσεως των αγαθών ή των υπηρεσιών της, έστω και αν το μέτρο αυτό έχει γενική εφαρμογή στο σύνολο των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν τα οικεία αγαθά ή τις οικείες υπηρεσίες, για να προσδιοριστεί αν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο πρέπει να λαμβάνεται ως βάση όχι η φύση του μέτρου, αλλά τα αποτελέσματά του και να εξετάζεται αν το πλεονέκτημα που λογίζεται ότι παρέχει το επίμαχο μέτρο ωφελεί στην πραγματικότητα ορισμένες μόνον επιχειρήσεις σε σχέση με άλλες, ενώ, από πλευράς του επιδιωκόμενου με το σχετικό καθεστώς σκοπού, το σύνολο των εν λόγω επιχειρήσεων βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 49).

132    Ο προσδιορισμός του συνόλου των επιχειρήσεων οι οποίες βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση εξαρτάται από τον προηγούμενο καθορισμό του νομικού καθεστώτος υπό το πρίσμα του σκοπού του οποίου πρέπει ενδεχομένως να εξεταστεί η συγκρισιμότητα της πραγματικής και νομικής καταστάσεως των επιχειρήσεων που ευνοούνται από το ως άνω μέτρο και των λοιπών επιχειρήσεων (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C-524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψη 60).

133    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι τα σημεία 1 έως 4 του δεύτερου μέτρου όριζαν τους συντελεστές των διαφόρων αερολιμενικών τελών (ήτοι, του τέλους προσγείωσης, του τέλους φωτισμού, του τέλους χρήσης σταθμού και των τελών εξυπηρέτησης επιβατών, περιλαμβανομένου του τέλους ασφαλείας). Επί των πράγματι χρεωθέντων τελών μπορούσαν να χορηγηθούν διάφορα είδη μειώσεων. Στα σημεία 7.1, 7.2 και 7.3 του δεύτερου μέτρου προβλέπονταν, αντιστοίχως, τρία είδη μη σωρευτικών μειώσεων:

–        πρώτον, μειώσεις ύψους 10 % έως 70 % ανάλογα με τον αριθμό των προσγειώσεων πτήσεων εξωτερικού που είχαν πραγματοποιηθεί το προηγούμενο έτος·

–        δεύτερον, χορήγηση για περίοδο δώδεκα μηνών έκπτωσης ύψους 50 % στους νέους αερομεταφορείς που πραγματοποιούσαν τουλάχιστον τρεις πτήσεις ανά εβδομάδα με αεροσκάφος 70 τουλάχιστον θέσεων. Για κάθε νέο προορισμό που εξυπηρετούνταν, η έκπτωση που εφαρμοζόταν στα τέλη προσγείωσης ήταν 50 % για περίοδο έξι μηνών· πέραν των μειώσεων αυτών η AITTV επέστρεφε το 10 έως 30 % των ποσών που εισέπραττε από τα τέλη επιβίβασης, ανάλογα με τον αριθμό επιβιβαζόμενων επιβατών ανά έτος·

–        τρίτον, χορήγηση έκπτωσης 72 % έως 85 % για αεροσκάφη MTOW άνω των 70 τόνων στα οποία επιβιβάζονταν περισσότεροι από 10 000 επιβάτες ανά μήνα.

134    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 46 έως 49 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι οι μειώσεις που περιγράφονται στην πρώτη και τη δεύτερη περίπτωση ανωτέρω προβλέπονταν ήδη από το ΕΑΠ του 2008. Από τις μειώσεις που προβλέπονταν από το δεύτερο μέτρο, οι μειώσεις του σημείου 7.3, όπως περιγράφονται στην τρίτη περίπτωση ανωτέρω, αποτελούσαν το μόνο νέο στοιχείο σε σχέση με το ΕΑΠ του 2008.

135    Κατά δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι αλυσιτελής καθόσον βάλλει αποκλειστικά κατά της μείωσης που προβλεπόταν στο σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου (ήτοι, κατά της έκπτωσης ύψους 72 % έως 85 % για αεροσκάφη MTOW άνω των 70 τόνων στα οποία επιβιβάζονταν περισσότεροι από 10 000 επιβάτες ανά μήνα), ενώ το δεύτερο μέτρο που αποτελούσε αντικείμενο της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας περιελάμβανε το σύνολο των διαφόρων ειδών μειώσεων που προβλέπονταν στο ΕΑΠ του 2007, στο ΕΑΠ του 2008 και στο ΕΑΠ του 2010.

136    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Είναι βέβαια αληθές ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εξέτασε συνολικά τις μειώσεις που προβλέπονταν στο δεύτερο μέτρο, χωρίς να εξετάσει χωριστά τη μείωση που προβλεπόταν στο σημείο 7.3. Εντούτοις, η προσβαλλόμενη απόφαση καλύπτει και την εν λόγω μείωση και η προσφεύγουσα προσάπτει ακριβώς στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε αν η συγκεκριμένη αυτή μείωση είχε, αυτοτελώς, επιλεκτικό χαρακτήρα υπέρ της Wizz Air.

137    Κατά τρίτον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε επιπροσθέτως ότι το σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου δεν είχε εφαρμογή επί της Wizz Air λόγω των συμφωνιών που αυτή είχε συνάψει με τον αερολιμένα. Συναφώς, υπενθυμίζεται εντούτοις ότι, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, το σύστημα αερολιμενικών τελών καθώς και οι μειώσεις και εκπτώσεις είχαν εφαρμογή επί όλων των αεροπορικών εταιριών που χρησιμοποιούσαν τον αερολιμένα, περιλαμβανομένης της Wizz Air.

138    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι θεώρησε ως μη επιλεκτικές τις μειώσεις του σημείου 7.3 του δεύτερου μέτρου με την αιτιολογία ότι και άλλες αεροπορικές εταιρίες επωφελούνταν ή θα μπορούσαν να έχουν επωφεληθεί από τις εν λόγω μειώσεις και ότι το δεύτερο μέτρο είχε εφαρμογή επί όλων των αεροπορικών εταιριών που ασκούσαν τις δραστηριότητές τους στον αερολιμένα.

139    Συναφώς, πρώτον, η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 290 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το σύστημα των αερολιμενικών τελών καθώς και οι εκπτώσεις και μειώσεις εφαρμόζονταν σε όλες τις αεροπορικές εταιρείες που χρησιμοποιούσαν ή ήταν πιθανό να χρησιμοποιήσουν τον αερολιμένα, εφόσον πληρούσαν τις προϋποθέσεις που περιγράφονταν στο ΕΑΠ του 2007, στο ΕΑΠ του 2008 ή στο ΕΑΠ του 2010 αντίστοιχα.

140    Πλην όμως, η φύση του δεύτερου μέτρου, το οποίο είχε τη μορφή ενός «γενικού» καθεστώτος που στηριζόταν σε κριτήρια τα οποία ήταν, αυτά καθεαυτά, επίσης γενικής φύσης, δεν αποκλείει τη διαπίστωση περί επιλεκτικού χαρακτήρα του συγκεκριμένου μέτρου. Ειδικότερα, η προϋπόθεση σχετικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα έχει ευρύτερο περιεχόμενο καθόσον συμπεριλαμβάνει μέτρα τα οποία, μέσω των αποτελεσμάτων τους, ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις λόγω των ιδιαίτερων και συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που αυτές παρουσιάζουν. Ομοίως, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι η ενίσχυση δεν αφορά έναν ή περισσότερους εκ των προτέρων εξατομικευμένους δικαιούχους, αλλά υπόκειται σε σειρά αντικειμενικών κριτηρίων κατ’ εφαρμογήν των οποίων μπορεί να χορηγηθεί σε απροσδιόριστο αριθμό δικαιούχων, δεν αρκεί για να τεθεί υπό αμφισβήτηση ο επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου και, κατ’ επέκταση, ο χαρακτηρισμός του ως κρατικής ενίσχυσης υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Πράγματι, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό της δημόσιας αυτής παρέμβασης ως μέτρου επιλεκτικού χαρακτήρα εφόσον, λόγω των κριτηρίων εφαρμογής του, παρέχει πλεονέκτημα σε ορισμένες επιχειρήσεις, αποκλείοντας άλλες (πρβλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, CETM κατά Επιτροπής, T-55/99, EU:T:2000:223, σκέψη 40). Συνεπώς, η γενική φύση του ΕΑΠ δεν απέκλειε, αυτή καθεαυτήν, ενδεχόμενη de facto διάκριση μεταξύ των αερομεταφορέων που χρησιμοποιούσαν τον αερολιμένα.

141    Δεύτερον, στην αιτιολογική σκέψη 292 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή σημείωσε ότι «[ο]ι εφαρμοζόμενες εκπτώσεις ακολουθούσαν αναλογική κλίμακα, με τη χαμηλότερη έκπτωση να ξεκινά στο 10 % για 250-500 προσγειώσεις ετησίως, δηλαδή περίπου [πέντε] προσγειώσεις εβδομαδιαίως», καθώς και ότι «κατά την υπό εξέταση περίοδο, εκτός από τη Wizz Air, υπήρχαν και ορισμένες άλλες αεροπορικές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στον [αερολιμένα], οι οποίες είχαν στον στόλο τους αεροσκάφη των σχετικών μεγεθών και/ή επαρκούς συχνότητας δρομολογίων και, ως εκ τούτου, επωφελούνταν ή θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τις σχετικές εκπτώσεις».

142    Ωστόσο, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή, κατά πρώτον, εξέτασε από κοινού τα τρία είδη μειώσεων που προβλέπονταν από το δεύτερο μέτρο χωρίς να εξηγήσει γιατί η από κοινού αυτή εξέταση ήταν ενδεδειγμένη προκειμένου να προσδιορισθεί αν το εν λόγω μέτρο είχε επιλεκτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι κάθε είδος μειώσεων υπαγόταν σε διαφορετικές προϋποθέσεις ενώ οι διάφορες μειώσεις δεν ήταν σωρευτικές. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει αν το συγκεκριμένο είδος μείωσης που προβλεπόταν ειδικά στο σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου ευνοούσε, αυτοτελώς, τη Wizz Air, λόγω των κριτηρίων εφαρμογής του, αποκλείοντας τις λοιπές αεροπορικές εταιρίες που δραστηριοποιούνταν στον αερολιμένα.

143    Κατά δεύτερον, η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε, όσον αφορά ειδικά το είδος μείωσης που προβλεπόταν στο σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου, επί του ζητήματος αν άλλες αεροπορικές εταιρίες πλην της Wizz Air είχαν στον στόλο τους αεροσκάφη κατάλληλου μεγέθους και επαρκούς συχνότητας δρομολογίων, ώστε να μπορούν στην πράξη να επωφεληθούν από το εν λόγω είδος μείωσης.

144    Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, βεβαίως, ότι η Wizz Air ισχυρίστηκε, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, ότι και άλλες αεροπορικές εταιρίες χρησιμοποιούσαν αεροσκάφη MTOW άνω των 70 τόνων και μπορούσαν, ως εκ τούτου, να επωφεληθούν από το είδος μείωσης που προβλεπόταν στο σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου (βλ. αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλόμενης απόφασης). Στα δικόγραφά της, η Επιτροπή επισήμανε ότι η Tarom χρησιμοποιούσε τέτοια αεροσκάφη και θα μπορούσε να είχε επιδιώξει να αυξήσει την κίνησή της στον αερολιμένα ώστε να επωφεληθεί από τις εν λόγω μειώσεις.

145    Στην πράξη ωστόσο, το είδος μειώσεων που προβλεπόταν στο σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου ωφέλησε μόνον τη Wizz Air καθώς καμία άλλη εταιρία, περιλαμβανομένης της Tarom, δεν είχε εξυπηρετήσει τον ελάχιστο αριθμό επιβιβασθέντων επιβατών που έθετε ως προϋπόθεση το σημείο 7.3.

146    Όσον αφορά δε το επιχείρημα της Wizz Air και της AITTV ότι οι εν λόγω μειώσεις θα μπορούσαν να αυξήσουν την κίνηση στον αερολιμένα και άρα και το ύψος των εσόδων, υπογραμμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 130 ανωτέρω, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν κάνει διάκριση μεταξύ των αιτιών ή των σκοπών των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι οι σχετικοί με την κίνηση και τα έσοδα του αερολιμένα σκοποί δεν ασκούν επιρροή κατά την εκτίμηση του επιλεκτικού χαρακτήρα των μειώσεων που προβλέπονταν στο σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου. Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να καταδεικνύει τους εν λόγω σκοπούς.

147    Κατά τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι αν ληφθούν υπόψη, όπως ζητεί η Επιτροπή, και οι άλλες δύο μειώσεις που προβλέπονταν στο δεύτερο μέτρο, τότε τίθεται ακόμη περισσότερο εν αμφιβόλω ο μη επιλεκτικός χαρακτήρας των μειώσεων του σημείου 7.3 του μέτρου αυτού. Ειδικότερα, τα άλλα δύο μέτρα μείωσης των αερολιμενικών τελών προέβλεπαν μειώσεις που μπορούσαν να κυμανθούν από 10 % έως 70 % και από 10 % έως 30 %, ενώ το σημείο 7.3 προέβλεπε μειώσεις των οποίων ο συντελεστής ήταν υψηλότερος και σαφώς λιγότερο προοδευτικός καθώς ξεκινούσε από 72 % και μπορούσε να φθάσει έως 85 %.

148    Κατά συνέπεια, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον παρέλειψε να εξετάσει αν η μείωση που προβλεπόταν στο σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου ήταν, αυτοτελώς, επιλεκτικής εφαρμογής, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί αν προβάλλεται εκπρόθεσμα ή αν είναι βάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας σύμφωνα με οποίο οι μειώσεις που προβλέπονταν στο σημείο 7.3 του δεύτερου μέτρου συνιστούσαν παρέκκλιση από το σύστημα αναφοράς που όριζε το εν λόγω μέτρο.

149    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης, νομικό σφάλμα και έλλειψη αιτιολογίας καθόσον με την προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνεται ότι το τρίτο μέτρο δεν παρέσχε αθέμιτο πλεονέκτημα στη Wizz Air

150    Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως έχει δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος, το οποίο αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρέλειψε να λάβει υπόψη αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προέκυπτε ότι η συμπεριφορά της AITTV δεν ήταν συγκρίσιμη με εκείνη ενός ιδιώτη επιχειρηματία σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

151    Ειδικότερα, η AITTV δεν πραγματοποίησε καμία ex ante ανάλυση προκειμένου να εκτιμήσει αν οι συμφωνίες του 2008 ήταν ικανές να έχουν θετική απόδοση για την ίδια ή, τουλάχιστον, να καλύψουν τις λειτουργικές δαπάνες της Wizz Air, και τούτο μολονότι η συμφωνία εμπορικής προώθησης προέβλεπε τη χορήγηση στη Wizz Air μείωσης για όλα τα αερολιμενικά τέλη η οποία μπορούσε να φθάσει μέχρι το 85 %. Πλην όμως, ένας συνετός ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε πραγματοποιήσει μια ex ante ανάλυση αποδοτικότητας προτού προβεί σε μία τέτοια αλλαγή της εμπορικής στρατηγικής του.

152    Με το δεύτερο σκέλος, με το οποίο προβάλλεται νομικό σφάλμα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε εσφαλμένη εφαρμογή, όσον αφορά το τρίτο μέτρο, του κριτήριου του ιδιώτη επιχειρηματία σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη το γενικότερο πλαίσιο του τρίτου μέτρου αλλά και τις προβλέψιμες εξελίξεις, όπως του κόστους της ενίσχυσης του αριθμού κατάταξης οδοστρώματος, λόγω του μέτρου αυτού, καθώς και τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες του μέτρου. Ειδικότερα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη, εσφαλμένα, μια περίοδο διάρκειας τριών μόνο ετών προκειμένου να εκτιμήσει την οικονομική αποδοτικότητα των συμφωνιών του 2008.

153    Από την πλευρά της, η Επιτροπή υποστηρίζει, προκαταρκτικώς, ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ανάλυση της Επιτροπής που αφορά την οικονομική απόδοση των τροποποιητικών συμφωνιών του 2010, αλλά μόνον την ανάλυση που αφορά την οικονομική απόδοση των συμφωνιών του 2008. Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσφεύγουσα πρέπει να αποδείξει, προκειμένου να αμφισβητήσει επιτυχώς την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ότι η εκτίμηση της Επιτροπής ήταν όχι μόνον εσφαλμένη, αλλά και μη εύλογη.

154    Ως προς το πρώτο σκέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει, όσον αφορά την απουσία ex ante ανάλυσης, ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μπορεί να γίνει δεκτή μια εκ των υστέρων ανάλυση της αναμενόμενης πρόσθετης αποδοτικότητας μιας συμφωνίας μεταξύ ενός αερολιμένα και μιας αεροπορικής εταιρίας, η οποία όμως στηρίζεται σε δεδομένα διαθέσιμα κατά τον χρόνο υπογραφής της συμφωνίας αυτής.

155    Ως προς το δεύτερο σκέλος που αφορά, μεταξύ άλλων, το χρονικό διάστημα που λήφθηκε υπόψη για την εκτίμηση της αποδοτικότητας των συμφωνιών του 2008, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η επιλογή της να λάβει υπόψη ένα διάστημα διάρκειας τριών ετών, το οποίο αντιστοιχεί στην αρχική περίοδο εφαρμογής της συμφωνίας εμπορικής προώθησης, στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στην εκτίμηση ότι ένας συνετός ιδιώτης επιχειρηματίας στην οικονομία της αγοράς δεν θα βασιζόταν στην ανανέωση των συμφωνιών μετά τη λήξη ισχύος τους, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 334 έως 336 της προσβαλλόμενης απόφασης.

156    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Wizz Air έλαβε κρατική ενίσχυση μέσω των τροποποιητικών συμφωνιών του 2010 καθώς, κατ’ ουσίαν, το δεύτερο μέτρο και οι τροποποιητικές συμφωνίες του 2010 χορηγούσαν στη Wizz Air το ίδιο πλεονέκτημα.

157    Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, ότι οι τροποποιητικές συμφωνίες του 2010 και το δεύτερο μέτρο δεν συνιστούν ένα ενιαίο μέτρο και ότι προέβη σε χωριστή εξέτασή τους.

–       Επί της εκτιμήσεως του τρίτου μέτρου στην προσβαλλόμενη απόφαση

158    Οι συμφωνίες του 2008 περιελάμβαναν ένα μνημόνιο συμφωνίας, μία συμφωνία εμπορικής προώθησης, μία συμφωνία επιχειρησιακής εκμετάλλευσης και μία συμφωνία υπηρεσιών εδάφους.

159    Βάσει του μνημονίου συμφωνίας και της συμφωνίας εμπορικής προώθησης, που είχαν συναφθεί για αρχική περίοδο τριών ετών, η AITTV δεσμεύτηκε μεταξύ άλλων να επεκτείνει τον τερματικό σταθμό επιβατών, ώστε να υπάρχει δυνατότητα εξυπηρέτησης έως τριών εκατομμυρίων επιβατών ετησίως έως την 1η Ιανουαρίου 2011 το αργότερο, να αναβαθμίσει την κατηγορία προσγείωσης και απογείωσης του αερολιμένα έως το τέλος του 2009 και να διαθέσει χρονοθυρίδες σύμφωνα με το αίτημα της Wizz Air. Η τελευταία συμφώνησε να αναλάβει δραστηριότητες εμπορικής προώθησης για την AITTV.

160    Στη συμφωνία επιχειρησιακής εκμετάλλευσης και στη συμφωνία υπηρεσιών εδάφους, που είχαν υπογραφεί για αρχική περίοδο ενός έτους, καθορίζονταν τα αερολιμενικά τέλη που έπρεπε να καταβάλλει η Wizz Air, καθώς και οι εκπτώσεις και οι απαλλαγές από τα τέλη. Τα τέλη ήταν ουσιαστικά τα ίδια με αυτά που καθορίζονταν στο ΕΑΠ του 2008. Στις 25 Ιουνίου 2010, η συμφωνία επιχειρησιακής εκμετάλλευσης και η συμφωνία υπηρεσιών εδάφους τροποποιήθηκαν με τις τροποποιητικές συμφωνίες του 2010, ήτοι με ένα νέο σύστημα μειώσεων το οποίο ήταν αντίστοιχο με το σύστημα που καθοριζόταν από το δεύτερο μέτρο (βλ. σκέψη 5 ανωτέρω).

161    Η Επιτροπή εξέτασε την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης όσον αφορά το τρίτο μέτρο στις αιτιολογικές σκέψεις 300 έως 440 της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξέτασε δε την προϋπόθεση περί ύπαρξης οικονομικού πλεονεκτήματος στις αιτιολογικές σκέψεις 322 έως 415 της προσβαλλόμενης απόφασης, όσον αφορά τις συμφωνίες του 2008, οι οποίες εξετάστηκαν από κοινού, και στις αιτιολογικές σκέψεις 416 έως 439, όσον αφορά τις τροποποιητικές συμφωνίες του 2010.

162    Όσον αφορά τις συμφωνίες του 2008, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα αν τα πρόσθετα έσοδα τα οποία προέκυψαν από τη δραστηριότητα της Wizz Air κατόπιν της σύναψης των εν λόγω συμφωνιών (ήτοι, τα επιπρόσθετα έσοδα από αεροναυτικές δραστηριότητες από αερολιμενικά τέλη που κατέβαλε η Wizz Air και τα επιπρόσθετα έσοδα από μη αεροναυτικές δραστηριότητες) υπερέβαιναν τις πρόσθετες δαπάνες (ήτοι, τις λειτουργικές δαπάνες, τις δαπάνες εμπορικής προώθησης και τις επενδυτικές δαπάνες) που μπορούσαν να αποδοθούν στην παρουσία της Wizz Air στον αερολιμένα (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 341 έως 343 της προσβαλλόμενης απόφασης).

163    Προς τούτο, η Επιτροπή εξέτασε διαδοχικά τις ex ante αναλύσεις αποδοτικότητας, όπως καταρτίστηκαν εκ των υστέρων με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα πριν από τη σύναψη των συμφωνιών του 2008, τις οποίες υπέβαλαν η Ρουμανία, στις 9 Δεκεμβρίου 2014 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 344 έως 356 της προσβαλλόμενης απόφασης), και η Wizz Air, στις 10 Φεβρουαρίου 2015 (στο εξής: έκθεση της Oxera του 2015) (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 357 έως 381 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή εξέτασε επίσης μελέτη που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 10 Νοεμβρίου 2014 (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 382 έως 392 της προσβαλλόμενης απόφασης).

164    Η Επιτροπή επισήμανε ότι η ανάλυση που υπέβαλε η Ρουμανία παρουσίαζε διάφορα μειονεκτήματα. Κυρίως, η εν λόγω ανάλυση δεν περιείχε κάποιον υπολογισμό των πρόσθετων δαπανών, παρά μόνον των πρόσθετων εσόδων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω ανάλυση δεν αποδείκνυε τη συμμόρφωση των συμφωνιών του 2008 με το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 355 και 356 της προσβαλλόμενης απόφασης).

165    Η δε έκθεση της Oxera του 2015 προέβλεπε ότι οι συμφωνίες του 2008 θα είχαν καθαρή παρούσα αξία (στο εξής: ΚΠΑ) ύψους 7,6 εκατομμυρίων ρουμανικών λέι (περίπου 1,5 εκατομμύριο ευρώ). Η Επιτροπή δέχθηκε τις περισσότερες από τις βασικές παραδοχές της έκθεσης της Oxera του 2015. Αναθεώρησε ωστόσο ορισμένες από αυτές, εκτιμώντας ότι οι πρόσθετες δαπάνες ήταν χαμηλότερες, και συνεπώς τα πρόσθετα κέρδη υψηλότερα, στηριζόμενη κυρίως στην διαπίστωση ότι καμία από τις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν, ιδίως αυτές που αφορούσαν τον τερματικό σταθμό επιβατών και τον διάδρομο προσαπογείωσης, δεν οφειλόταν στην παρουσία της Wizz Air στον αερολιμένα (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 362 και 372 έως 379 της προσβαλλόμενης απόφασης). Αφού υπολόγισε εκ νέου τις πρόσθετες δαπάνες, τα πρόσθετα έξοδα και τα πρόσθετα κέρδη, με βάση την έκθεση της Oxera του 2015, η Επιτροπή δέχθηκε ότι με βάση την έκθεση αυτή μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες του 2008 αναμένονταν να είναι πρόσθετα αποδοτικές για την AITTV (βλ. αιτιολογική σκέψη 381 της προσβαλλόμενης απόφασης).

166    Όσον αφορά την υποβληθείσα από την προσφεύγουσα μελέτη η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες του 2008 δεν ήταν αποδοτικές, η Επιτροπή απέρριψε τις περισσότερες από τις βασικές παραδοχές της μελέτης αυτής, περιλαμβανομένης της παραδοχής ότι οι επενδύσεις για τις εργασίες ενίσχυσης του αριθμού κατάταξης οδοστρώματος και για τις εργασίες στον τερματικό σταθμό επιβατών αποτελούσαν πρόσθετες δαπάνες που σχετίζονταν με την παρουσία της Wizz Air στο αερολιμένα. Η Επιτροπή έκρινε ότι η εν λόγω μελέτη δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη για τη μη συμμόρφωση των συμφωνιών του 2008 με το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 388 έως 392 της προσβαλλόμενης απόφασης).

167    Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τις εκ των υστέρων μελέτες που εκπόνησαν η Oxera και η RBB στις 27 Οκτωβρίου 2011, θεωρώντας ότι οι μελέτες αυτές επιβεβαίωναν τα συμπεράσματα της έκθεσης της Oxera του 2015. Η εκ των υστέρων μελέτη που εκπόνησε η Oxera εκτιμούσε ότι οι συμφωνίες του 2008 είχαν θετική ΚΠΑ ύψους 145 249 ευρώ κατά την τριετή περίοδο των συμφωνιών αυτών (βλ. αιτιολογική σκέψη 398 της προσβαλλόμενης απόφασης).

168    Όσον αφορά τις τροποποιητικές συμφωνίες του 2010, η έκθεση της Oxera του 2015 προέβλεπε ΚΑΠ ύψους 2,3 εκατομμυρίων RON, ήτοι περίπου 469 852 ευρώ (βλ. αιτιολογική σκέψη 417 της προσβαλλόμενης απόφασης). Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη την εκ των υστέρων μελέτη που εκπόνησε η Oxera στην οποία γινόταν η εκτίμηση ότι οι τροποποιητικές συμφωνίες του 2010 είχαν θετική ΚΠΑ ύψους 483 147 ευρώ κατά τους εννέα μήνες που διήρκεσε η ισχύς τους (βλ. αιτιολογική σκέψη 429 της προσβαλλόμενης απόφασης).

169    Η Επιτροπή κατέληξε συνεπώς στο συμπέρασμα, με βάση την έκθεση της Oxera του 2015, κατόπιν των εκ νέου υπολογισμών του θεσμικού αυτού οργάνου και την τεκμηρίωση από τις εκ των υστέρων μελέτες της Oxera και της RBB, ότι το τρίτο μέτρο αναμενόταν να είναι πρόσθετα αποδοτικό για την AITTV. Επιπλέον, το μέτρο αυτό ήταν μέρος μιας συνολικής στρατηγικής και μιας μακροπρόθεσμης προσπάθειας για τη συνολική αποδοτικότητα του αερολιμένα. Συνεπώς, η Επιτροπή έκρινε ότι ένας συνετός ιδιώτης επιχειρηματίας στην οικονομία της αγοράς θα είχε συνομολογήσει τέτοιες συμφωνίες. Η Επιτροπή έκρινε κατά συνέπεια ότι οι εν λόγω συμφωνίες δεν παρείχαν οικονομικό πλεονέκτημα στη Wizz Air το οποίο δεν θα είχε ληφθεί υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς και δεν συνιστούσαν κρατική ενίσχυση (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 413 έως 415 και 437 έως 440 της προσβαλλόμενης απόφασης).

–       Επί του βασίμου της εκτίμησης σχετικά με το τρίτο μέτρο

170    Κατά τη νομολογία, οι προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ δεν πληρούνται όταν η επωφελούμενη επιχείρηση θα μπορούσε, υπό συνθήκες που αντιστοιχούν στους συνήθεις όρους της αγοράς, να τύχει του ίδιου πλεονεκτήματος με εκείνο που τέθηκε στη διάθεσή της μέσω κρατικών πόρων, τούτου εκτιμωμένου κατ’ αρχήν κατ’ εφαρμογήν του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, T-305/13, EU:T:2015:435, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

171    Για να εξακριβωθεί αν το κράτος μέλος ή η οικεία δημόσια οντότητα επέδειξε συμπεριφορά συνετού ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, το ζήτημα κατά πόσον η συμπεριφορά του κράτους μέλους ή της δημόσιας οντότητας ήταν ορθολογική από οικονομική άποψη πρέπει να κρίνεται εντός του χρονικού πλαισίου κατά το οποίο ελήφθησαν τα επίμαχα μέτρα και, συνεπώς, να αποφεύγεται οποιαδήποτε εκτίμηση με βάση μια μεταγενέστερη κατάσταση (αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2002, Γαλλία κατά Επιτροπής, C-482/99, EU:C:2002:294, σκέψη 71, και της 25ης Ιουνίου 2015, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, T-305/13, EU:T:2015:435, σκέψη 93).

172    Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στο κράτος μέλος ή στην ενδιαφερόμενη δημόσια οντότητα να παράσχουν στην Επιτροπή τα αντικειμενικά και εξακριβώσιμα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η απόφαση που έλαβαν στηρίχθηκε σε προηγηθείσες οικονομικές εκτιμήσεις παρόμοιες με εκείνες στις οποίες, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, θα είχε προβεί ορθολογικώς ενεργών ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια με εκείνη του εν λόγω κράτους ή της εν λόγω οντότητας, προτού λάβει το επίμαχο μέτρο, προκειμένου να προσδιορίσει τη μελλοντική αποδοτικότητα του μέτρου αυτού (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, T-305/13, EU:T:2015:435, σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

173    Συνεπώς, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, κρίσιμα είναι μόνο τα στοιχεία που ήταν διαθέσιμα και οι εξελίξεις που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως για τη διενέργεια της επίμαχης πράξεως (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C-124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 105). Αυτό ισχύει, ειδικότερα, όταν, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή εξετάζει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως σε σχέση με μέτρο που δεν της έχει κοινοποιηθεί και το οποίο έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή από τη συγκεκριμένη δημόσια οντότητα κατά τον χρόνο που αυτή προβαίνει στην εξέτασή της (απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, T-305/13, EU:T:2015:435, σκέψη 94).

174    Κατά συνέπεια, όταν προκύπτει ότι υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, απόκειται στην Επιτροπή να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να της παράσχει όλες τις σχετικές πληροφορίες οι οποίες θα της δώσουν τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις τόσο της εφαρμοσιμότητας όσο και της εφαρμογής του κριτηρίου αυτού και δεν μπορεί να αρνηθεί την εξέταση τέτοιων πληροφοριών παρά μόνο αν τα υποβαλλόμενα αποδεικτικά στοιχεία είναι μεταγενέστερα της λήψεως της αποφάσεως για πραγματοποίηση της επίμαχης επενδύσεως (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C-124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 104, και της 25ης Ιουνίου 2015, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, T-305/13, EU:T:2015:435, σκέψη 96).

175    Εναπόκειται στο κράτος μέλος ή, στην προκείμενη περίπτωση, στην ενδιαφερόμενη δημόσια επιχείρηση να παράσχει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι προέβη σε εκ των προτέρων οικονομική εκτίμηση της αποδοτικότητας του επίμαχου μέτρου, συγκρίσιμη με την εκτίμηση στην οποία θα είχε προβεί ένας ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε παραπλήσια κατάσταση (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, T‑305/13, EU:T:2015:435, σκέψη 184).

176    Ωστόσο, αν η δημόσια επιχείρηση αποστείλει στην Επιτροπή τα απαιτούμενα στοιχεία, στη δεύτερη εναπόκειται να προβεί σε συνολική εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη, πέραν των στοιχείων που παρέσχε η επιχείρηση αυτή, και κάθε άλλο κρίσιμο στοιχείο που επιτρέπει να καθοριστεί κατά πόσον το επίμαχο μέτρο είναι σύμφωνο με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Η ενδιαφερόμενη δημόσια επιχείρηση έχει, συνεπώς, τη δυνατότητα, κατά τη διοικητική διαδικασία, να προσκομίσει συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ανέκυψαν μετά τη λήψη του μέτρου, αλλά τα οποία στηρίζονται στα στοιχεία τα οποία ήταν διαθέσιμα και στις εξελίξεις που ήταν προβλέψιμες κατά τον χρόνο της λήψεως του μέτρου (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, T-305/13, EU:T:2015:435, σκέψη 186).

177    Η αδυναμία πραγματοποιήσεως λεπτομερών και πλήρων προβλέψεων δεν μπορεί να απαλλάξει έναν δημόσιο επενδυτή από την υποχρέωση να προβεί σε προσήκουσα εκ των προτέρων εκτίμηση της αποδοτικότητας της επενδύσεώς του, συγκρίσιμη με εκείνη στην οποία θα είχε προβεί ένας ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε παραπλήσια κατάσταση, βάσει των διαθέσιμων και προβλέψιμων στοιχείων (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, T-305/13, EU:T:2015:435, σκέψη 182).

178    Υπό το πρίσμα ακριβώς της νομολογίας αυτής πρέπει να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα και με τον οποίο ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η AITTV δεν πραγματοποίησε καμία ex ante ανάλυση της αποδοτικότητας των συμφωνιών του 2008.

179    Συναφώς, κατά πρώτον, στην προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα στην αιτιολογική της σκέψη 147, υπό το σημείο 6.3 όπου γίνεται σύνοψη των σχετικών με το τρίτο μέτρο παρατηρήσεων που διατύπωσε η AITTV, και όχι στο σημείο όπου η Επιτροπή προβαίνει σε αξιολόγηση του μέτρου αυτού, αναφέρονται τα εξής:

«[Η AITTV] επισήμανε ότι είχε πραγματοποιήσει υπολογισμούς πριν από τη σύναψη των συμφωνιών του 2008. Σύμφωνα με [την AITTV], [η ίδια] δεν υπείχε νομική υποχρέωση κατάρτισης επιχειρηματικού σχεδίου. Κατά [την AITTV], δεν υπήρχε κανένας λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να διατηρεί οποιαδήποτε έγγραφα τεκμηρίωσης.»

180    Επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι οι υπολογισμοί τους οποίους η AITΤV ισχυρίζεται ότι πραγματοποίησε πριν από τη σύναψη των συμφωνιών του 2008 δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή, καθώς και ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, στους εν λόγω υπολογισμούς προκειμένου να αξιολογήσει την αποδοτικότητα των συμφωνιών υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

181    Συνεπώς, αντιθέτως προς τις επιταγές της νομολογίας που μνημονεύεται ανωτέρω στις σκέψεις 175 και 177, από την προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως προκύπτει ότι η απόφαση της AITTV να προβεί στη σύναψη των συμφωνιών με τη Wizz Air βασιζόταν σε προγενέστερες οικονομικές εκτιμήσεις συγκρίσιμες προς εκείνες στις οποίες θα είχε προβεί, βάσει των διαθέσιμων και προβλέψιμων στοιχείων, ένας ιδιώτης επιχειρηματίας ευρισκόμενος σε παραπλήσια κατάσταση.

182    Η AITTV, ακόμη και αν είχε πραγματοποιήσει μια ex ante ανάλυση της αναμενόμενης αποδοτικότητας των συμφωνιών του 2008, παρέβη, εν πάση περιπτώσει, την υποχρέωσή της να κοινοποιήσει στην Επιτροπή τα προσήκοντα για την πραγματοποίηση μιας εκ των προτέρων ανάλυσης στοιχεία τα οποία θα επέτρεπαν στην Επιτροπή να ελέγξει αν η στάση της εν λόγω επιχείρησης ήταν συγκρίσιμη με εκείνη ενός ορθολογικώς ενεργούντως ιδιώτη επιχειρηματία (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, T-305/13, EU:T:2015:435, σκέψεις 182 και 185).

183    Βεβαίως, στην έκθεση της Oxera του 2015 γίνεται αναφορά σε ένα «επιχειρηματικό σχέδιο» που η AITTV είχε καταρτίσει στο πλαίσιο των συμφωνιών του 2008 και το οποίο είχε παραδώσει στην Oxera ενόψει της σύνταξης της εν λόγω έκθεσης. Εντούτοις, από τις απαντήσεις της Wizz Air και της AITTV στις από 19 Ιουλίου 2022 ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου επιβεβαιώθηκε ότι το εν λόγω «επιχειρηματικό σχέδιο» δεν είχε συνταχθεί το 2008, αλλά καταρτίστηκε εκ των υστέρων κατά τη διοικητική διαδικασία, βάσει των πληροφοριών που ήταν διαθέσιμες στην AITTV το 2008.

184    Επομένως, η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της κανένα έγγραφο στοιχείο που να είχε καταρτισθεί πριν από τη σύναψη των συμφωνιών του 2008 όταν εξέτασε το ζήτημα αν η AITTV είχε ενεργήσει όπως θα είχε ενεργήσει, βάσει των διαθέσιμων και προβλέψιμων στοιχείων, ένας ιδιώτης επιχειρηματίας ευρισκόμενος σε παραπλήσια κατάσταση.

185    Περαιτέρω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η ex ante ανάλυση αποδοτικότητας, όπως καταρτίστηκε εκ των υστέρων με βάση τα δεδομένα που ήταν διαθέσιμα πριν από τη σύναψη των συμφωνιών του 2008, την οποία υπέβαλε η Ρουμανία στις 9 Δεκεμβρίου 2014, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, παρουσίαζε ορισμένα μειονεκτήματα και δεν αποδείκνυε τη συμμόρφωση των συμφωνιών του 2008 με το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 344 και 356 της προσβαλλόμενης απόφασης και σκέψεις 163 και 164 ανωτέρω). Συνεπώς, το ότι οι εν λόγω συμφωνίες θα είχαν υγιείς εκ των προτέρων προοπτικές κερδοφορίας είναι μάλλον απίθανο να μπορούσε να αποδειχθεί από τους υπολογισμούς, που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 147 της προσβαλλόμενης απόφασης και τους οποίους υποτίθεται ότι είχε πραγματοποιήσει η AITTV πριν από τη σύναψη των συμφωνιών του 2008.

186    Κατά δεύτερον, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες του 2008 ήταν αποδοτικές στηριζόμενη στην έκθεση της Oxera του 2015, ήτοι σε μία ex ante ανάλυση αποδοτικότητας η οποία καταρτίστηκε εκ των υστέρων με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα πριν από τη σύναψη των συμφωνιών του 2008, υποβλήθηκε από τη Wizz Air στις 10 Φεβρουαρίου 2015 και αναδιαμορφώθηκε ως προς ορισμένους υπολογισμούς από την Επιτροπή (βλ. σκέψεις 163 και 165 ανωτέρω).

187    Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η έκθεση της Oxera του 2015, μολονότι εκπονήθηκε σχεδόν επτά έτη μετά τη σύναψη των συμφωνιών του 2008, εντούτοις στηρίζεται σε δεδομένα που ήταν διαθέσιμα πριν από τη σύναψη των συμφωνιών αυτών.

188    Ωστόσο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν μπορεί να θεωρηθεί, απλώς και μόνον επειδή η εν λόγω έκθεση στηρίζεται στα στοιχεία που ήταν διαθέσιμα και στις εξελίξεις που ήταν προβλέψιμες κατά τον χρόνο λήψης, το 2008, του τρίτου μέτρου, ότι η έκθεση αυτή συνιστά en ante ανάλυση ικανή να τεκμηριώσει ότι τηρήθηκε το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

189    Βεβαίως, κατά τη νομολογία, απόκειται στην Επιτροπή να προβεί σε συνολική εκτίμηση λαμβάνουσα υπόψη κάθε κρίσιμο εν προκειμένω στοιχείο το οποίο της παρέχει τη δυνατότητα να κρίνει αν ένας τέτοιος ιδιώτης επιχειρηματίας προδήλως δεν θα παρείχε παρεμφερείς διευκολύνσεις στη δικαιούχο επιχείρηση. Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι κρίσιμο κάθε στοιχείο δυνάμενο να επηρεάσει σε μη αμελητέο βαθμό τον τρόπο λήψεως αποφάσεων ενός συνήθως συνετού και επιμελούς ιδιώτη επιχειρηματία, ευρισκομένου σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του Δημοσίου (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C-244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψεις 29 και 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ. επίσης απόφαση της 20ης Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C-300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 60).

190    Ωστόσο, στοιχεία μεταγενέστερα του χρόνου λήψεως του επίμαχου μέτρου δεν επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επιχειρηματία (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C-124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 104, και της 25ης Ιουνίου 2015, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, T-305/13, EU:T:2015:435, σκέψεις 93 και 94).

191    Συναφώς, μολονότι είναι αληθές ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται ανωτέρω στη σκέψη 176, η ενδιαφερόμενη δημόσια επιχείρηση έχει τη δυνατότητα, κατά τη διοικητική διαδικασία, να προσκομίσει συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ανέκυψαν μετά τη λήψη του μέτρου, εντούτοις η δυνατότητα αυτή δεν απαλλάσσει την επιχείρηση αυτή από την υποχρέωση πραγματοποιήσεως οικονομικής εκτιμήσεως βάσει αναλύσεως των διαθέσιμων στοιχείων και των προβλέψιμων εξελίξεων η οποία να είναι κατάλληλη από πλευράς της φύσεως, της πολυπλοκότητας, της σημασίας και του όλου πλαισίου της πράξεως (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, SACE και Sace BT κατά Επιτροπής, T-305/13, EU:T:2015:435, σκέψεις 186 και 188).

192    Εν προκειμένω, η έκθεση της Oxera του 2015, καίτοι στηρίζεται σε δεδομένα τα οποία ήταν διαθέσιμα πριν από τη σύναψη των συμφωνιών του 2008, συνιστά εντούτοις μια εκ των υστέρων καταγραφή της πραγματικής αποδοτικότητας των εν λόγω συμφωνιών. Για τον λόγο αυτό, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 190 ανωτέρω, η εν λόγω έκθεση δεν συνιστά στοιχείο πρόσφορο για την εκτίμηση σχετικά με το αν τηρήθηκε το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς.

193    Κατά τρίτον, η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τις εκ των υστέρων μελέτες που εκπόνησαν η Oxera και η RBB στις 27 Οκτωβρίου 2011, θεωρώντας ότι οι μελέτες αυτές επιβεβαίωναν τα συμπεράσματα της έκθεσης της Oxera του 2015 (βλ. σκέψεις 167 και 169 ανωτέρω).

194    Κατά τη νομολογία, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτίμησή της σχετικά με το αν ο δικαιούχος του επίμαχου μέτρου έχει πράγματι τύχει πλεονεκτήματος, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρόσθετες οικονομικές αναλύσεις που υποβάλλει το κράτος μέλος κατά τη διοικητική διαδικασία και οι οποίες δύνανται να αποσαφηνίσουν τα στοιχεία που υπήρχαν κατά τον χρόνο λήψης της επενδυτικής απόφασης και πρέπει να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή (απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-319/12 και T-321/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:604, σκέψη 134).

195    Εν προκειμένω, ωστόσο, τα εκ των υστέρων καταρτισθέντα αποδεικτικά στοιχεία που η Επιτροπή έλαβε υπόψη, τόσο αυτά που υπέβαλε η Ρουμανία όσο και αυτά που υπέβαλε η Wizz Air, δεν συμπλήρωναν προϋπάρχοντα της σύναψης των συμφωνιών του 2008 στοιχεία που η AITTV είχε υποβάλει στην Επιτροπή. Επρόκειτο, αντιθέτως, για τα μοναδικά στοιχεία που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή, όπως και για τα μοναδικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με τις συμφωνίες του 2008.

196    Κατά τέταρτον και τελευταίον, η Επιτροπή, στο συμπέρασμά της σχετικά με το οικονομικό πλεονέκτημα όσον αφορά τις συμφωνίες του 2008, έλαβε επίσης υπόψη το γεγονός ότι «υπ[ήρχαν] ενδείξεις, ιδίως με βάση το σχέδιο ανάπτυξης της περιόδου 2006-2015, ότι οι συμφωνίες του 2008 με τη Wizz Air ήταν μέρος μιας συνολικής στρατηγικής και μιας μακροπρόθεσμης προσπάθειας για τη συνολική αποδοτικότητα του αερολιμένα» (βλ. αιτιολογική σκέψη 414 της προσβαλλόμενης απόφασης και σκέψη 169 ανωτέρω).

197    Εντούτοις, τέτοια αόριστα στοιχεία, χωρίς καμία περαιτέρω τεκμηρίωση, δεν συνιστούν επαρκή απόδειξη του ότι πραγματοποιήθηκε μια εκ των προτέρων οικονομική αξιολόγηση αποδοτικότητας πριν από τη σύναψη των συμφωνιών του 2008.

198    Επομένως, διαπιστώνεται ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι ένας συνετός ιδιώτης επιχειρηματίας σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς θα είχε συνάψει τις συμφωνίες του 2008 στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν εκ των υστέρων, σε αντίθεση προς τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 170 έως 177 ανωτέρω.

199    Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι είναι νομικώς αβάσιμο το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι το τρίτο μέτρο δεν απέφερε στη Wizz Air οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο η ίδια θα αδυνατούσε να αποκτήσει υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς και ότι, κατά συνέπεια, δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

200    Επομένως, χωρίς να απαιτείται εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων που προβάλλει η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός καθόσον με αυτόν προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει νομικό σφάλμα κατά το μέρος που κρίθηκε με αυτήν ότι το τρίτο μέτρο δεν απέφερε αθέμιτο πλεονέκτημα στη Wizz Air.

201    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ αποδοχή του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, χωρίς να απαιτείται εξέταση του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

202    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας. Η Wizz Air και η AITTV φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      [Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 13ης Ιουλίου 2023] Ακυρώνει το άρθρο 2 της απόφασης (ΕΕ) 2021/1428 της Επιτροπής, της 24ης Φεβρουαρίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA. 31662 – C/2011 (πρώην NN/2011) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ρουμανία για τον Διεθνή Αερολιμένα της Τιμισοάρα – Wizz Air, κατά το μέρος που κρίθηκε με αυτό ότι τα αερολιμενικά τέλη τα οποία έχουν δημοσιευθεί στο εγχειρίδιο αεροναυτικών πληροφοριών του 2010 και οι συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ της Societatea Națională «Aeroportul Internaţional Timişoara – Traian Vuia» SA (AITTV) και της Wizz Air Hungary Légiközlekedési Zrt. (Wizz Air Hungary Zrt.) το 2008 (συμπεριλαμβανομένων των τροποποιητικών συμφωνιών του 2010), δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Carpatair SA.

3)      Η Wizz Air Hungary και η AITTV φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Παπασάββας

Svenningsen

Jaeger

Mac Eochaidh

 

      Pynnä

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Φεβρουαρίου 2023.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του παραδεκτού

Επί του εννόμου συμφέροντος

Επί της ενεργητικής νομιμοποίησης

– Προκαταρκτικές παρατηρήσεις επί της φύσης των επίμαχων μέτρων

– Επί του ζητήματος αν το τρίτο μέτρο αφορά την προσφεύγουσα ατομικά

– Επί του ζητήματος αν τα επίμαχα μέτρα αφορούν την προσφεύγουσα άμεσα

Επί του παραδεκτού των παραρτημάτων

Επί του παραδεκτού των αποσπασμάτων της έκθεσης του δικαστικού διαχειριστή

Επί του παραδεκτού του παραρτήματος Q.2

Επί της ουσίας

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται νομικό σφάλμα όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του δεύτερου μέτρου

– Επί της εκτιμήσεως του δεύτερου μέτρου στην προσβαλλόμενη απόφαση

– Επί του βασίμου της εκτίμησης σχετικά με το δεύτερο μέτρο

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης, νομικό σφάλμα και έλλειψη αιτιολογίας καθόσον με την προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνεται ότι το τρίτο μέτρο δεν παρέσχε αθέμιτο πλεονέκτημα στη Wizz Air

– Επί της εκτιμήσεως του τρίτου μέτρου στην προσβαλλόμενη απόφαση

– Επί του βασίμου της εκτίμησης σχετικά με το τρίτο μέτρο

Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.