Language of document : ECLI:EU:F:2014:55

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2014 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) — Ημερήσια αποζημίωση — Άρθρο 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ — Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων — Κρατήσεις επί των αποδοχών — Άρθρο 85 του ΚΥΚ — Εκ προθέσεως παραπλάνηση της Διοικήσεως — Εύλογος χρόνος»

Στην υπόθεση F‑28/13,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

José Manuel López Cejudo, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον É. Boigelot, δικηγόρο,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον J. Currall και την C. Ehrbar,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από την M. I. Rofes i Pujol, πρόεδρο, τον K. Bradley και τον J. Svenningsen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: X. Lopez Bancalari, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιανουαρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο προσφυγής, που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) στις 27 Μαρτίου 2013, ο J. M. López Cejudo (στο εξής: προσφεύγων) άσκησε την παρούσα προσφυγή, ζητώντας, κυρίως, να ακυρωθεί το σημείωμα της 6ης Ιουλίου 2012, με το οποίο η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (στο εξής ΑΔΑ) πληροφόρησε τον προσφεύγοντα για την απόφασή της να αναζητήσει, εντόκως, ημερήσιες αποζημιώσεις τις οποίες έλαβε αυτός το 1997 και το 1998, καθώς και να ακυρωθεί η απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2012, με την οποία η ΑΔΑ απέρριψε, ως προς αυτές τις αποζημιώσεις, την υποβληθείσα από τον προσφεύγοντα διοικητική ένσταση (στο εξής: απορριπτική επί της διοικητικής ενστάσεως απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Κατά το γράμμα του άρθρου 20 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), «[ο] υπάλληλος έχει την υποχρέωση να διαμένει στον τόπο της υπηρεσίας του ή σε τόση απόσταση από τον τελευταίο, ώστε να μην παρεμποδίζεται στην άσκηση των καθηκόντων του».

3        Το άρθρο 5, παράγραφος 4, του παραρτήματος VΙΙ του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Αν υπάλληλος, ο οποίος δικαιούται επιδόματος στέγης, δεν εγκατασταθεί μαζί με την οικογένεια του στον τόπο τοποθετήσεώς του, λαμβάνει μόνο το ήμισυ της αποζημιώσεως που δικαιούται κανονικά. Το υπόλοιπο ήμισυ καταβάλλεται. σε αυτόν κατά την εγκατάσταση της οικογενείας του στον τόπο τοποθετήσεώς του, εφόσον η εγκατάσταση αυτή γίνει εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στο κατωτέρω άρθρο 9 παράγραφος 3 [του παραρτήματος VII] […]».

4        Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του KYK:

«Τα έξοδα που πραγματοποιούνται κατά τη μετακόμιση της οικοσκευής, […]επιστρέφονται στον υπάλληλο που υποχρεώνεται να αλλάξει κατοικία, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως και στον οποίο δεν επιστρέφονται τα εν λόγω έξοδα από άλλη πηγή. Το ύψος των επιστρεφομένων εξόδων κυμαίνεται εντός των ορίων που καθορίζονται σε μία προηγουμένως εγκριθείσα προσφορά. […]»

5        Το άρθρο 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, κατά το κείμενό του που έχει εφαρμογή στη διαφορά, ορίζει τα εξής:

«1.      Ο υπάλληλος που αποδεδειγμένα είναι υποχρεωμένος να αλλάξει τόπο διαμονής, για να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του άρθρου 20 του [ΚΥΚ], δικαιούται για περίοδο που καθορίζεται στην παράγραφο 2 ημερησίας αποζημιώσεως [...].

2.      Η διάρκεια χορηγήσεως της ημερησίας αποζημιώσεως καθορίζεται ως εξής:

[…]

β)      για υπαλλήλους που είναι δικαιούχοι οικογενειακού επιδόματος: σε 180 ημέρες […]

[…]

Σε καμία περίπτωση η ημερήσια αποζημίωση δεν χορηγείται πέραν της ημερομηνίας κατά την οποία ο υπάλληλος μετακόμισε προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του άρθρου 20 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως.»

6        Το άρθρο 85 του ΚΥΚ, ως είχε κατά το χρονικό σημείο της λήψεως των επίδικων ημερησίων αποζημιώσεων, όριζε τα εξής:

«Κάθε ποσό που ελήφθη αχρεωστήτως αναζητείται αν ο λαβών γνώριζε την αντικανονικότητα της καταβολής ή αν η αντικανονικότητα ήταν τόσο εμφανής ώστε δεν ηδύνατο να την αγνοεί.»

7        Το εν λόγω άρθρο 85, ως είχε κατά το χρονικό σημείο της συντάξεως του σημειώματος της 6ης Ιουλίου 2012, περιέχει ένα δεύτερο εδάφιο, το περιεχόμενο του οποίου έχει ως ακολούθως:

«Η αίτηση επιστροφής πρέπει να υποβάλλεται το αργότερο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία κατεβλήθη το ποσό. Εάν η [ΑΔΑ] είναι σε θέση να αποδείξει ότι ο ενδιαφερόμενος παραπλάνησε εσκεμμένα τη διοίκηση με σκοπό να επιτύχει την καταβολή του σχετικού ποσού, η προθεσμία αυτή δεν αντιτάσσεται κατά της εν λόγω αρχής.»

 Ιστορικό της διαφοράς

8        Εισελθών στην υπηρεσία της Επιτροπής το 1986, ο προσφεύγων συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντά του στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, υπηρετώντας στο Ελεγκτικό Συνέδριο στο Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο) από την 1η Σεπτεμβρίου 1990. Στη συνέχεια μετατάχθηκε, από την 1η Σεπτεμβρίου 1997, στη μονάδα «Διαχείριση των εσόδων» της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Προϋπολογισμός» της Επιτροπής στις Βρυξέλλες (Βέλγιο). Κατόπιν, ο προσφεύγων μετατάχθηκε στο τμήμα «Οικονομικών και σύναψης συμβάσεων» της αντιπροσωπείας της Επιτροπής στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας το 2002 και, από το 2007, άσκησε εκ νέου καθήκοντα υπαλλήλου διοικήσεως (ΥΔ) με βαθμό AD 13 στη ΓΔ «Προϋπολογισμός» στις Βρυξέλλες.

9        Στις 9 Ιουλίου 1997, ο προσφεύγων υπέγραψε σύμβαση μισθώσεως, αφορώσα μη επιπλωμένο διαμέρισμα, πέντε δωματίων, κείμενο στο Etterbeek (Βέλγιο) (στο εξής: διαμέρισμα στις Βρυξέλλες). Η μίσθωση αυτή συνομολογήθηκε για διάστημα εννέα ετών και με έναρξη ισχύος την 1η Αυγούστου 1997. Από τους όρους της μισθώσεως, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 13 για τον «προορισμό των χώρων» και το άρθρο 14 για την «επιλογή τόπου κατοικίας – προσωπική κατάσταση», προκύπτει ότι ο μισθωτής, συγκεκριμένα ο προσφεύγων, δήλωσε ότι μισθώνει το μίσθιο απλώς ως κατοικία χρησιμεύουσα ως κύρια διαμονή και δήλωσε το μισθωθέν διαμέρισμα ως τόπο κατοικίας για όλη τη διάρκεια της μισθώσεως.

10      Ο προσφεύγων εκμίσθωσε, εξάλλου, από την 1η Αυγούστου 1997, την οικία που κατείχε στο Schuttrange (Λουξεμβούργο) στο οποίο διέμενε προηγουμένως με την οικογένειά του (στο εξής: οικία στο Λουξεμβούργο), συγκεκριμένα μέσω συμβάσεως συναφθείσας στις 11 Ιουλίου 1997 με ζεύγος ενοικιαστών.

11      Την 1η Σεπτεμβρίου 1997, ο προσφεύγων δήλωσε, στο γενικό έντυπο που αφορά τον καθορισμό των υπηρεσιακών του δικαιωμάτων, ότι η νέα του διεύθυνση στον τόπο υπηρεσίας του ήταν η διεύθυνση του διαμερίσματός του στις Βρυξέλλες. Στο έντυπο αυτό, δήλωσε επίσης στην υπηρεσία του ότι η σύζυγός του και τα τέσσερα παιδιά τους εξακολουθούσαν να είναι κάτοικοι Λουξεμβούργου, δηλαδή στη διεύθυνση της οικίας τους στο Λουξεμβούργο.

12      Εντούτοις στο έντυπο για την αποζημίωση εγκαταστάσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 5 του ΚΥΚ, το οποίο έντυπο χρησιμοποιούνταν, τότε, από τη Διοίκηση για τον καθορισμό του δικαιώματος ημερησίων αποζημιώσεων, ο προσφεύγων δήλωσε, στις 9 Σεπτεμβρίου 1997, ότι εγκαταστάθηκε, μαζί με την οικογένειά του, στις Βρυξέλλες. Δήλωσε επίσης, σχετικώς, ότι έλαβε γνώση της σχετικής ρυθμίσεως, ήτοι του άρθρου 5 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

13      Προς στήριξη αυτής της αιτήσεως, ο προσφεύγων προσκόμισε αντίγραφο της συμβάσεως μισθώσεως του διαμερίσματός του στις Βρυξέλλες, χωρίς να υποβάλει αίτηση άδειας διαμονής για τα μέλη της οικογένειάς του. Επομένως, η ΑΔΑ του κατέβαλε μόνο το ήμισυ της αποζημιώσεως, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 4, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, ήτοι μισθό ενός μήνα.

14      Κατόπιν αιτήσεως υποβληθείσας στις 16 Μαρτίου 1998, στην οποία επισύναψε αντίγραφο της αιτήσεως άδειας διαμονής, που είχε υποβάλει στο Βέλγιο για τη σύζυγό του και τα παιδιά τους, η οποία αίτηση βεβαίωνε την εγκατάσταση της οικογένειάς του στον νέο τόπο υπηρεσίας του, του καταβλήθηκε το δεύτερο ήμισυ της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 4, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

15      Εξάλλου, την ίδια ημερομηνία 16 Μαρτίου 1998, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτημα, το οποίο έγινε δεκτό, για απόδοση των εξόδων που συνδέονται με τη μετακόμιση, προσκομίζοντας τιμολόγιο εκδοθέν στις 15 Μαρτίου 1998 από εδρεύουσα στο Λουξεμβούργο επιχείρηση μετακομίσεων. Κατά τη δήλωση της εν λόγω επιχειρήσεως, η μετακόμιση του προσφεύγοντος από το Λουξεμβούργο στις Βρυξέλλες πραγματοποιήθηκε στις 2 Μαρτίου 1998. Συναφώς, ο προσφεύγων δήλωσε, στο έντυπο που προορίζεται για την «[κ]αταβολή των εξόδων μετακομίσεως», ότι «μετέφερε, με τα μέλη της οικογένειάς τ[ου] την κατοικία τ[ου] από το Λουξεμβούργο στον τόπο υπηρεσίας τ[ου] στις 2 Μαρτίου 1998».

16      Εκτός από τους μισθούς δύο μηνών ως αποζημίωση εγκαταστάσεως, που καταβλήθηκε σε δύο δόσεις, και την απόδοση των εξόδων που συνδέονται με τη μετακόμισή του, ο προσφεύγων έλαβε επίσης ημερήσιες αποζημιώσεις, βάσει του άρθρου 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, αυτό δε για τη μέγιστη περίοδο των 180 ημερών μετά τη νέα του ανάληψη καθηκόντων στην Επιτροπή (στο εξής: επίδικες ημερήσιες αποζημιώσεις), ήτοι από την 1η Σεπτεμβρίου 1997 έως την 1η Μαρτίου 1998, δεδομένου ότι η Διοίκηση έλαβε συναφώς υπόψη ότι η οικογένειά του ήλθε προς συγκατοίκηση στον νέο του τόπο υπηρεσίας μόλις στις 2 Μαρτίου 1998, ημερομηνία που είχε δηλώσει στο έντυπο για την «[κ]αταβολή των εξόδων μετακομίσεως».

17      Στις 19 Ιουλίου 2007, στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) περιήλθε, μέσω της ΓΔ «Εξωτερικές σχέσεις», έγγραφο απευθυνόμενο στην εν λόγω γενική διεύθυνση από μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το έγγραφο αυτό συνοδευόταν από δηλώσεις και πολυάριθμα έγγραφα, προερχόμενα, μεταξύ άλλων, από την πρώην σύζυγο του προσφεύγοντος. Η OLAF, κατόπιν αυτού, κίνησε έρευνα με αντικείμενο, ιδίως, τις επίδικες ημερήσιες αποζημιώσεις, καθώς και ορισμένες ιατρικές δαπάνες, οι οποίες είχαν αποδοθεί από το Κοινό Σύστημα Υγειονομικής Ασφάλισης (στο εξής: ΚΣΥΑ).

18      Η έρευνα της OLAF επεκτάθηκε επίσης σε άλλα στοιχεία της καταγγελίας της πρώην συζύγου του προσφεύγοντος, τα οποία όμως δεν αφορούν την παρούσα υπόθεση.

19      Ο προσφεύγων ενημερώθηκε από την OLAF για την έναρξη εσωτερικής έρευνας και, στο πλαίσιο σχετικής ακροάσεως από την εν λόγω υπηρεσία, η οποία έλαβε χώρα στις 28 Μαρτίου 2008 και στις 6 Μαΐου 2010, παρέσχε εξηγήσεις, μεταξύ άλλων, επί της ημερομηνίας της πραγματικής του μετακομίσεως από το Λουξεμβούργο στο Βέλγιο, επί της φοιτήσεως των τέκνων του στις Βρυξέλλες από της ενάρξεως του σχολικού έτους 1997, καθώς και επί του τιμολογίου με ημερομηνία 15 Μαρτίου 1998, που αφορά τη μετακόμισή του. Ο προσφεύγων δήλωσε σχετικώς ότι η μεταφορά της οικοσκευής του, που όπως ισχυριζόταν είχε παραμείνει στο Λουξεμβούργο, πραγματοποιήθηκε μόλις τον Μάρτιο του 1998 «για να μπορέσει έτσι να τύχει καλοπίστως […] του ευεργετήματος των ημερησίων αποζημιώσεων».

20      Στις 30 Μαρτίου 2012, η OLAF γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα την περάτωση των ερευνών. Παράλληλα, την ίδια ημέρα, η υπηρεσία αυτή κοινοποίησε στην Επιτροπή συστάσεις, καθώς και την τελική έκθεση της εσωτερικής της έρευνας (στο εξής: έκθεση της OLAF). Στο επιγραφόμενο «Συμπεράσματα και συστάσεις» μέρος αυτής της εκθέσεως, η OLAF κατέληγε ότι ο προσφεύγων είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει ως μόνιμος υπάλληλος, καθόσον διαπιστώθηκε ότι, προκειμένου να εισπράξει τις ημερήσιες αποζημιώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, δημιούργησε τεχνητά την εντύπωση ότι η μετακόμισή του από το Λουξεμβούργο στις Βρυξέλλες, η οποία στην πραγματικότητα χρονολογείται από τον Αύγουστο του 1997, πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1998.

21      Η OLAF σημειώνει συναφώς ότι είναι επίσης πιθανό ότι, προκειμένου να καταστήσει πλέον αξιόπιστη τη δήλωσή του, ο προσφεύγων ζήτησε και έλαβε μεταχρονολογημένο τιμολόγιο από την εταιρία εκτελέσεως μεταφορών. Επ’ αυτής της βάσεως, η OLAF συνέστησε στην ΑΔΑ να προβεί στην αναζήτηση του ποσού των 7 902 ευρώ που αντιστοιχεί, αφενός, στις ημερήσιες αποζημιώσεις που εισπράχθηκαν αχρεωστήτως από την 1η Σεπτεμβρίου 1997 έως την 1η Μαρτίου 1998, ήτοι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, 223 080 βελγικών φράγκων (5 530 ευρώ), καθώς και, αφετέρου, στην αναζήτηση 2 372 ευρώ που αντιστοιχούν σε απόδοση δαπανών για σκελετούς ομματοϋαλίων χωρίς διορθωτικούς φακούς. Η σύσταση αυτή περιείχε επίσης την προτροπή να διεξαχθεί έλεγχος των αιτήσεων αποδόσεως των ιατρικών δαπανών, στις οποίες υποβλήθηκε ο προσφεύγων κατά τη διάρκεια της περιόδου 2002/2007, όταν υπηρετούσε στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στη Βραζιλία.

22      Με το σημείωμα της 6ης Ιουλίου 2012 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι, λαμβανομένης υπόψη της συστάσεως της OLAF, όφειλε να ζητήσει την επιστροφή 7 902 ευρώ. Κατ’ αρχάς, ποσό 5 530 ευρώ έπρεπε να εισπραχθεί από τον μισθό του Ιουνίου 2012, καθώς και τόκοι 3 822,80 ευρώ επ’ αυτού του ποσού, οι οποίοι θα παρακρατούνταν από τον μισθό του Ιουλίου 2012, αλλά τελικώς καταλογίσθηκαν μόλις τον Οκτώβριο αυτού του έτους. Κατόπιν, ποσό 2 372 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αχρεωστήτως αποδοθέντα ιατρικά έξοδα, θα παρακρατούνταν από τον μισθό του Αυγούστου 2012, καθώς και 699,20 ευρώ ως τόκοι επ’ αυτού του ποσού.

23      Στις 12 Σεπτεμβρίου 2012, ο προσφεύγων υπέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση με την οποία ζήτησε από την ΑΔΑ να ακυρώσει το σημείωμα της 6ης Ιουλίου 2012 και τις διενεργηθείσες κρατήσεις επί του μισθού του των μηνών Ιουνίου έως και Σεπτεμβρίου 2012, καθώς και το σημείωμα της 10ης Ιουλίου 2012 του Γραφείου Διαχείρισης και Εκκαθάρισης Ατομικών Δικαιωμάτων (στο εξής: PMO), το οποίο ζητούσε να εισπραχθεί το ποσό των 3 071,20 ευρώ από τον μισθό του Αυγούστου 2012, και το σημείωμα της 20ής Ιουλίου 2012 του PMO, που προέβλεπε την είσπραξη τόκων 3 822,80 ευρώ από τον μισθό του Οκτωβρίου 2012. Όσον αφορά ειδικότερα τις επίδικες ημερήσιες αποζημιώσεις, ο προσφεύγων προέβαλε ότι ενήργησε καλοπίστως, νομίζοντας ότι το δικαίωμα γι’ αυτές τις αποζημιώσεις υφίστατο για όσο χρόνο δεν είχε γίνει πράγματι και εξ ολοκλήρου η μεταφορά της οικοσκευής του. Επιπλέον, κατά τον προσφεύγοντα, «καμία κακόβουλη πρόθεση δεν μπορούσε να γίνει δεκτή έναντί του», δοθέντος ότι «η ρύθμιση ως προς αυτό το σημείο —που τ[ου] εκτέθηκε με τρόπο που δεν καταλάβαινε— ήταν κατ’ [αυτόν] υπερβολικά τεχνικού χαρακτήρα και περίπλοκη από απόψεως κατανοήσεως». Παράλληλα, ο προσφεύγων προέβαλε ότι, εφόσον δεν παραπλάνησε εσκεμμένα τη Διοίκηση, μπορεί να αντιταχθεί στην ΑΔΑ ο χρόνος παραγραφής των πέντε ετών που προβλέπεται στο άρθρο 85 του ΚΥΚ.

24      Με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2012, η ΑΔΑ διαπίστωσε, ως προς το σκέλος της διοικητικής προσφυγής που αφορά την απόδοση των ιατρικών εξόδων, ότι δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι ο προσφεύγων την παραπλάνησε εσκεμμένα, προκειμένου να τύχει του ευεργετήματος της αποδόσεως των εξόδων για σκελετούς ομματοϋαλίων χωρίς διορθωτικούς φακούς. Επομένως, ως προς αυτό, η ΑΔΑ αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ, να παραιτηθεί από την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων για τα ιατρικά αυτά έξοδα. Αντιθέτως, όσον αφορά τις επίδικες ημερήσιες αποζημιώσεις, εκτίμησε ότι ο προσφεύγων την παραπλάνησε εσκεμμένα, οπότε, κατ’ εφαρμογήν της δεύτερης περιόδου του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, δεν μπορεί να της αντιταχθεί ο χρόνος παραγραφής των πέντε ετών. Εκτιμώντας εξάλλου ότι ο προσφεύγων είχε μετακομίσει στις Βρυξέλλες με την οικογένειά του ήδη τον Αύγουστο του 1997 και επομένως δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις λήψεως των εν λόγω αποζημιώσεων, η ΑΔΑ απέρριψε τη διοικητική του ένσταση ως προς αυτό το σημείο.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

25      Ο προσφεύγων ζητεί κατ’ ουσίαν από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει το υπηρεσιακό σημείωμα της 6ης Ιουλίου 2012,

–        να ακυρώσει τις διενεργηθείσες κρατήσεις επί του μισθού του κατά τους μήνες Ιούνιο 2012 (5 530 ευρώ), Αύγουστο 2012 (1 535,60 ευρώ), Σεπτέμβριο (1 535,60 ευρώ) και Οκτώβριο 2012 (3 822,80 ευρώ) και, ενδεχομένως, οποιαδήποτε άλλη που μπορεί να προκύπτει κατ’ εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως,

–        να ακυρώσει το υπηρεσιακό σημείωμα της 10ης Ιουλίου 2012 του PMO,

–        να ακυρώσει το υπηρεσιακό σημείωμα της 20ής Ιουλίου 2012 του PMO,

–        να ακυρώσει εν μέρει την απορριπτική επί της διοικητικής του ενστάσεως απόφαση, καθόσον αυτή απορρίπτει τη διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος ως προς τις ημερήσιες αποζημιώσεις και τους επίδικους τόκους υπερημερίας,

–        να υποχρεώσει την καθής να καταβάλει τόκους υπερημερίας από τους μήνες Ιούνιο 2012 επί ποσού 5 530 ευρώ, Αύγουστο 2012 επί κατ’ αρχάς ποσού 1 535,60 ευρώ, Σεπτέμβριο 2012 επί συμπληρωματικού ποσού 1 535,60 ευρώ και Οκτώβριο 2012 επί ποσού 3 822,80 ευρώ, αυτό δε έως ότου τα ποσά αυτά θα του έχουν επιστραφεί, εξυπακουομένου ότι μέχρι του ποσού της επιστροφής των 3 071,20 ευρώ που θα διενεργηθεί με την πληρωμή του μισθού του Ιανουαρίου 2013, δεν οφείλονται πλέον από αυτής της επιστροφής οι τόκοι υπερημερίας,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

1.     Επί του αντικειμένου της προσφυγής

27      Εκ προοιμίου, το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι, καθόσον η ΑΔΑ δέχθηκε εν μέρει τη διοικητική του ένσταση ως προς την απόδοση των ιατρικών εξόδων και καθόσον στον προσφεύγοντα επιστράφηκαν, τον Ιανουάριο του 2013, οι κρατήσεις που είχαν διενεργηθεί επί του μισθού των μηνών Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2012 σε σχέση με αυτά τα ιατρικά έξοδα, τα αιτήματα της προσφυγής-αγωγής που αφορούν τα εν λόγω ιατρικά έξοδα είναι άνευ αντικειμένου, όπως εξάλλου επιβεβαίωσε και ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

2.     Επί των αιτημάτων ακυρώσεως

28      Όσον αφορά τα αιτήματα ακυρώσεως, πρέπει να τονισθεί ότι αυτά κατ’ ουσίαν αφορούν, ως προς τις επίδικες ημερήσιες αποζημιώσεις, το υπηρεσιακό σημείωμα της 6ης Ιουλίου 2012, τις βάσει αυτού διενεργηθείσες τον Ιούνιο, τον Αύγουστο, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο 2012 κρατήσεις, καθώς και την απορριπτική επί της διοικητικής ενστάσεως απόφαση.

29      Συναφώς, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης, ο δικαστής δύναται να ορίσει ότι η δίκη καταργείται ειδικά όσον αφορά το αίτημα που στρέφεται κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως όταν διαπιστώνει ότι το αίτημα αυτό δεν είναι αυτοτελές και, στην πραγματικότητα, συγχέεται με το αίτημα που στρέφεται κατά της αποφάσεως κατά της οποίας βάλλει η διοικητική ένσταση. Τα πράγματα μπορεί να έχουν έτσι ιδίως όταν διαπιστώνει ότι η απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, ενδεχομένως επειδή είναι σιωπηρή, είναι αμιγώς επιβεβαιωτική της αποφάσεως που αποτέλεσε αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως και ότι, επομένως, η ακύρωση της μεν δεν θα παρήγε στη νομική κατάσταση του ενδιαφερομένου χωριστά αποτελέσματα από εκείνα που απορρέουν από την ακύρωση της (απόφαση Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑325/09 P, EU:T:2011:506, σκέψη 3 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Εν προκειμένω, εντούτοις, στον βαθμό κατά τον οποίο, αφενός, οι κρατήσεις επί του μισθού έγιναν κατ’ εκτέλεση του υπηρεσιακού σημειώματος της 6ης Ιουλίου 2012 και, αφετέρου, η απορριπτική επί της διοικητικής ενστάσεως απόφαση περιέχει επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος κατόπιν νέων νομικών στοιχείων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα αιτήματα ακυρώσεως αφορούν το υπηρεσιακό σημείωμα της 6ης Ιουλίου 2012 και την απορριπτική επί της διοικητικής ενστάσεως απόφαση.

31      Το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι ο προσφεύγων, προς στήριξη των αιτημάτων του ακυρώσεως, προβάλλει σε τελευταία ανάλυση τέσσερις λόγους που αντλούνται αντιστοίχως από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, παράβαση του άρθρου 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, παράβαση του άρθρου 85 του ΚΥΚ και παραβίαση της αρχής του εύλογου χρόνου δράσεως για την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων, καθώς και παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοικήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

32      Ο προσφεύγων προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν του ανακοίνωσε το περιεχόμενο της εκθέσεως της OLAF, ούτε κατά το χρονικό σημείο της συντάξεως του σημειώματος της 6ης Ιουλίου 2012 ούτε κατά το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως. Περιορίσθηκε σε μια παραπομπή στο περιεχόμενο αυτής της εκθέσεως με το υπηρεσιακό σημείωμα της 6ης Ιουλίου 2012 και με την απορριπτική επί της διοικητικής ενστάσεως απόφαση, χωρίς καν να γνωστοποιήσει στον προσφεύγοντα τα ουσιαστικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη ως προς αυτόν. Επομένως, δοθέντος ότι, κατ’ αυτόν, δεν ήταν σε θέση να λάβει επωφελώς γνώση του περιεχομένου αυτής της εκθέσεως που χρησίμευσε ως βάση για την έκδοση των αποφάσεων ανακτήσεως των επίδικων ημερησίων αποζημιώσεων, το υπηρεσιακό σημείωμα της 6ης Ιουλίου 2012 και η απορριπτική επί της διοικητικής ενστάσεως απόφαση πάσχουν έλλειψη αιτιολογίας.

33      Η Επιτροπή, μολονότι παραδέχεται ότι η έκθεση της OLAF ανακοινώθηκε στον προσφεύγοντα μόλις την 1η Φεβρουαρίου 2013, προβάλλει ότι το υπηρεσιακό σημείωμα της 6ης Ιουλίου 2012 συντάχθηκε στο πλαίσιο μιας πολύ γνωστής στον προσφεύγοντα καταστάσεως, μεταξύ άλλων, κατόπιν των δύο του ακροάσεων ενώπιον της OLAF. Τα νομικά στοιχεία που παρέθεσε ο προσφεύγων με τη διοικητική του ένσταση, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι ενήργησε καλοπίστως και ότι η αποζημίωση του οφειλόταν για όσο χρόνο δεν είχε ακόμη διενεργηθεί πράγματι και εξ ολοκλήρου η μεταφορά της οικοσκευής του, μαρτυρούν ότι είχε σαφή αντίληψη των σε βάρος του στοιχείων που έκανε δεκτά η ΑΔΑ. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή παρέσχε κατάλληλη αιτιολογία με την απάντησή της στη διοικητική ένσταση, αιτιολογία που λογίζεται εφεξής ότι συμπίπτει με την αιτιολογία του σημειώματος της 6ης Ιουλίου 2012, κατά του οποίου βάλλει αυτή η διοικητική ένσταση.

34      Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι η απαίτηση που θέτει το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οποία υφίσταται ομοίως στο άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, έχει ως σκοπό να παράσχει στο Δικαστήριο ΔΔ τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας των αποφάσεων πού προξενούν βλάβη και να παράσχει στους ενδιαφερομένους επαρκείς ενδείξεις ώστε να γνωρίζουν αν οι αποφάσεις αυτές είναι επαρκώς αιτιολογημένες ή αν πάσχουν ελάττωμα πού επιτρέπει την αμφισβήτηση της νομιμότητάς τους. Συνεπώς, η αιτιολογία πρέπει, κατ’ αρχήν, να ανακοινώνεται στον ενδιαφερόμενο ταυτοχρόνως με την απόφαση που τον βλάπτει (βλ. τις αποφάσεις Michel κατά Κοινοβουλίου, 195/80, EU:C:1981:284, σκέψη 22, Neirinck κατά Επιτροπής, C‑17/07 P, EU:C:2008:134, σκέψη 50, και Tzirani κατά Επιτροπής, F‑46/11, EU:F:2013:115, σκέψεις 138 έως 140).

35      Βεβαίως, το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι στο υπηρεσιακό σημείωμα της 6ης Ιουλίου 2012 περιέχονται ελάχιστα μόνο στοιχεία αιτιολογίας, εφόσον παραπέμπει στις συστάσεις της OLAF της 30ής Μαρτίου 2012 για να δικαιολογήσει την ανάκτηση των επίδικων ημερησίων αποζημιώσεων, και ότι, ελλείψει προηγούμενης ανακοινώσεως στον προσφεύγοντα του περιεχομένου της εκθέσεως της OLAF, το εν λόγω σημείωμα περιείχε επομένως αιτιολογία σχετικώς λακωνική.

36      Εντούτοις, αφενός, η ΑΔΑ προέβη σε κατάλληλη αιτιολόγηση με την απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώνει έτσι το υπηρεσιακό σημείωμα της 6ης Ιουλίου 2012, διευκρινίζοντας τους λόγους που το στηρίζουν. Σε μια τέτοια περίπτωση, η νομιμότητα της αρχικής βλαπτικής πράξεως πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που περιέχεται στην απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση, καθώς η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι συμπίπτει με αυτή της αρχικής ως άνω πράξεως (απόφαση Infante Garcia-Consuegra κατά Επιτροπής, F‑10/12, EU:F:2013:38, σκέψη 14 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, μια απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη εφόσον, όπως εν προκειμένω, η πράξη που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο, όπως αυτό προκύπτει από τις διάφορες ακροάσεις του προσφεύγοντος ενώπιον της OLAF, και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος εις βάρος του μέτρου (απόφαση Hecq κατά Επιτροπής, C‑116/88 και C‑149/88, EU:C:1990:98, σκέψη 26, διάταξη Marcuccio κατά Επιτροπής, F‑118/11, EU:F:2014:23, σκέψη 73).

38      Το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά επιπλέον ότι ο χαρακτήρας της διοικητικής ενστάσεως του προσφεύγοντος ως λεπτομερώς καταρτισθέντος εγγράφου δείχνει την εκ μέρους του αντίληψη των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή αποφάσισε, με το σημείωμα της 6ης Ιουλίου 2012, να προβεί στην ανάκτηση των επίδικων ημερησίων αποζημιώσεων. Επομένως, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν κατανόησε τους λόγους στους οποίους στηρίζεται αυτή η απόφαση της ΑΔΑ. Επιπλέον, το γεγονός ότι έλαβε την έκθεση της OLAF μόλις την 1η Φεβρουαρίου 2013 δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το ότι ο προσφεύγων είχε κατανοήσει, όταν έλαβε γνώση του σημειώματος της 6ης Ιουλίου 2012, τους λόγους για τους οποίους το θεσμικό του όργανο προέβαινε στις εν προκειμένω επίμαχες ανακτήσεις.

39      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ

40      Προς στήριξη αυτού του λόγου, ο προσφεύγων ισχυρίζεται κατά βάση ότι οι επίδικες ημερήσιες αποζημιώσεις τού οφείλονταν για όσο χρόνο δεν είχε προβεί στην πραγματική και οριστική μεταφορά του συνόλου των επίπλων του από το Λουξεμβούργο προς τον νέο του τόπο υπηρεσίας. Επομένως, το γεγονός ότι η σύζυγός του και τα παιδιά του είχαν μετακομίσει στο διαμέρισμα στις Βρυξέλλες από τον Αύγουστο του 1997 και το ότι τα παιδιά του είχαν εγγραφεί σε σχολείο στις Βρυξέλλες από το σχολικό έτος 1997/1998 δεν αρκούν για να εκπέσει του δικαιώματός του για τις κατά το άρθρο 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ ημερήσιες αποζημιώσεις.

41      Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων εκτιμά ότι, εφόσον δεν προέβη στην πραγματική μεταφορά της οικοσκευής του, η ΑΔΑ δεν μπορεί να του καταλογίζει πρόωρη βούληση να προσδώσει οριστικό χαρακτήρα στην εγκατάστασή του στο διαμέρισμά του στις Βρυξέλλες, διότι αυτό αποτελούσε αντιθέτως, έως τις 2 Μαρτίου 1998, πρόσκαιρο τόπο κατοικίας, με προσωρινές ανέσεις εφόσον ήταν εφοδιασμένο μόνο με μερικά είδη πρώτης ανάγκης, όπως στρώματα, τραπέζια και καρέκλες, και διότι κατά την περίοδο που καλύπτεται από τις ημερήσιες αποζημιώσεις επωφελούνταν από μεταβάσεις που πραγματοποιούσε προς το Λουξεμβούργο για να ρυθμίσει προβλήματα που συνδέονταν με την εκμίσθωση της οικίας του στο Λουξεμβούργο, προκειμένου να μεταφέρει σταδιακά μερικά χαρτοκιβώτια με το αυτοκίνητο στον νέο του τόπο υπηρεσίας. Εξάλλου, μολονότι η νομολογία που έχει διαμορφωθεί σε σχέση με το άρθρο 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ φαίνεται να εξαρτά τη χορήγηση ημερησίων αποζημιώσεων από τον όρο ότι ο δικαιούχος πρέπει να διατηρεί προσωρινά δύο κατοικίες, ο προσφεύγων προβάλλει ότι το γεγονός ότι δεν διατήρησε την προηγούμενη κατοικία του στο Λουξεμβούργο δεν αποτελούσε εμπόδιο, στην περίπτωσή του, για τη χορήγηση των επίδικων ημερησίων αποζημιώσεων. Τέλος, κατά τον προσφεύγοντα, η ΑΔΑ υπέπεσε ποικιλοτρόπως σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

42      Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 71 του ΚΥΚ, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι ο υπάλληλος δικαιούται επιστροφής των εξόδων, στα οποία υπεβλήθη λόγω της αναλήψεως των καθηκόντων του, της μεταθέσεως ή της λήξεως των καθηκόντων του, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ προβλέπει τη χορήγηση μιας τέτοιας ημερήσιας αποζημιώσεως στον «υπάλληλο[ ] ο οποίος αποδεικνύει ότι είναι υποχρεωμένος να αλλάξει τόπο διαμονής για να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει του άρθρου 20 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης». Το τελευταίο αυτό άρθρο υποχρεώνει τον υπάλληλο να κατοικεί στον τόπο υπηρεσίας του ή σε τέτοια απόσταση από αυτόν που να μην εμποδίζεται κατά την άσκηση των καθηκόντων του (απόφαση Benzler κατά Επιτροπής, T‑63/91, EU:T:1992:88, σκέψη 19).

43      Σε μια κατάσταση όπως αυτή του προσφεύγοντος, η ημερήσια αποζημίωση αποσκοπεί κυρίως στο να αντισταθμίσει τα έξοδα και τα προβλήματα που προκαλούνται στον υπάλληλο από την ανάγκη να μετακινηθεί και να εγκατασταθεί προσωρινά στον νέο τόπο υπηρεσίας του. Ο σκοπός αυτός έχει τονιστεί παγίως από την υφιστάμενη κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση Μουζουράκης κατά Κοινοβουλίου, 280/85, EU:C:1987:66, σκέψη 9, την απόφαση Benzler κατά Επιτροπής, EU:T:1992:88, σκέψη 20, και την απόφαση Baniel-Kubinova κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, F‑131/07, EU:F:2008:159, σκέψη 17).

44      Επομένως, η χορήγηση των ημερησίων αποζημιώσεων εξαρτάται από δύο προϋποθέσεις, ήτοι, αφενός, από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος μετέβαλε κατοικία για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 20 του ΚΥΚ και, αφετέρου, από την προϋπόθεση ότι υποβλήθηκε σε έξοδα ή αντιμετώπισε προβλήματα που προκλήθηκαν από την ανάγκη να μετακινηθεί και να εγκατασταθεί προσωρινά στον τόπο υπηρεσίας. Δεδομένου ότι οι δύο αυτές προϋποθέσεις ισχύουν σωρευτικώς, η ημερήσια αποζημίωση δεν μπορεί, ιδίως, να χορηγείται στον υπάλληλο που δεν αποδεικνύει ότι υποβλήθηκε σε τέτοια έξοδα ή αντιμετώπισε τέτοια προβλήματα (βλ. την απόφαση Infante Garcia-Consuegra κατά Επιτροπής, EU:F:2013:38, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Εξάλλου, έχει επίσης κριθεί ότι η χορήγηση των ημερησίων αποζημιώσεων αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στην παροχή δυνατότητας στους δικαιούχους να ανεύρουν κατάλυμα κατάλληλο για τις ανάγκες τους στον τόπο υπηρεσίας και να ρυθμίσουν τα ζητήματα που αφορούν την προηγούμενη κατοικία, παραδείγματος χάριν εκμισθώνοντας η υπεκμισθώνοντας την (διάταξη Collins κατά Επιτροπής των Περιφερειών, T‑132/97, EU:T:1998:193, σκέψη 43).

46      Μολονότι το δικαίωμα για ημερήσια αποζημίωση γεννάται βεβαίως πριν ακόμη ο ενδιαφερόμενος μεταφέρει την κατοικία του στον νέο του τόπο υπηρεσίας (απόφαση Baniel-Kubinova κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2008:159, σκέψη 24), το άρθρο 10, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ προβλέπει πάντως ότι σε καμία περίπτωση η αποζημίωση αυτή δεν χορηγείται πέραν της ημερομηνίας κατά την οποία ο υπάλληλος μετακόμισε προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του άρθρου 20 του ΚΥΚ.

47      Επομένως, η ημερομηνία μετακομίσεως συνιστά την καταληκτική ημερομηνία που θέτει αυτομάτως τέλος στη χορήγηση της ημερήσιας αποζημιώσεως. Εντούτοις, αυτός ο λόγος εκπτώσεως από το εν λόγω δικαίωμα αποζημιώσεως ουδόλως αποδυναμώνει το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος, προκειμένου να μπορεί να τύχει αυτής της αποζημιώσεως, πρέπει να πληροί, τουλάχιστον, τις δύο προϋποθέσεις που υπομνήσθηκαν ανωτέρω στη σκέψη 44 αυτής της αποφάσεως. Τουτέστιν, μολονότι ο νομοθέτης εκτίμησε ότι, από την ημερομηνία της μετακομίσεως, ο ενδιαφερόμενος δεν υποβάλλεται πλέον σε έξοδα ούτε αντιμετωπίζει προβλήματα που προκαλούνται από την ανάγκη να μετακινηθεί και να εγκατασταθεί προσωρινά στον τόπο υπηρεσίας, γεγονός παραμένει ότι η δεύτερη προϋπόθεση που υπομνήσθηκε στην εν λόγω σκέψη 44 μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν πληρούται ή δεν πληρούται πλέον, ακόμη και αν δεν υπάρχει πραγματική μεταφορά του συνόλου της οικοσκευής του ενδιαφερομένου.

48      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι ο προσφεύγων είχε εκμισθώσει την οικία του στο Λουξεμβούργο από την 1η Αυγούστου 1997 και δεν αποδεικνύει την ύπαρξη καμίας άλλης κατοικίας που διατηρούσε ενδεχομένως στο Λουξεμβούργο. Ούτε, επιπλέον, ισχυρίζεται ότι εξακολούθησε να κατοικεί σ’ αυτό το κράτος μέλος, εφόσον, αντιθέτως, εκθέτει, μεταξύ άλλων, στο δικόγραφο της προσφυγής και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι είχε εγκατασταθεί στις Βρυξέλλες από την 1η Σεπτεμβρίου 1997 και ότι δεν διατήρησε την προηγούμενη κατοικία του. Η μόνη ιδιαιτερότητα που υφίσταται εν προκειμένω κατά τα λεγόμενά του είναι ότι, αφενός, δεν εγκαταστάθηκε «ο ίδιος» «οριστικά» κατ’ αυτή την ημερομηνία και, αφετέρου, ότι είχε αφήσει ακόμη προσωπικά αντικείμενα και έπιπλα στο γκαράζ της οικίας του στο Λουξεμβούργο, τα οποία μετέφερε σταδιακά επ’ ευκαιρία των μετακινήσεών του προς το Λουξεμβούργο που σκοπό είχαν να ρυθμίσει τα προβλήματα που συνδέονταν με την εκμίσθωση αυτής της οικίας, όπως προβλήματα θερμάνσεως.

49      Εξάλλου, προκειμένου για τα μέλη της οικογένειάς του, αναγνωρίζει ότι εγκαταστάθηκαν στο διαμέρισμα στις Βρυξέλλες που είχε μισθωθεί από τον Αύγουστο του 1997 και ότι τα τέκνα του γράφτηκαν στο σχολείο στις Βρυξέλλες για το σχολικό έτος 1997/1998. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων προέβαλε σχετικώς ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του γεγονότος της αποκτήσεως διευθύνσεως ή κατοικίας στις Βρυξέλλες και της μεταφοράς της κατοικίας σ’ αυτόν τον νέο τόπο υπηρεσίας. Στην πραγματικότητα, έχει εγκατασταθεί, μαζί με την οικογένειά του, στις Βρυξέλλες από τον Αύγουστο του 1997. Εντούτοις, προβάλλει ότι, λόγω του ότι δεν υπήρξε πραγματική μεταφορά του συνόλου της οικοσκευής του, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι δεν είχε ακόμη μεταφέρει την κατοικία του.

50      Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας (απόφαση Ineichen κατά Επιτροπής, T‑293/01, EU:T:2003:55, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), εξ όλων αυτών των στοιχείων προκύπτει αντιθέτως ότι ο προσφεύγων είχε, από την 1η Σεπτεμβρίου 1997, μεταφέρει το κέντρο των ενδιαφερόντων του στον νέο του τόπο υπηρεσίας με πρόθεση να προσδώσει σ’ αυτόν σταθερό και μόνιμο χαρακτήρα.

51      Επομένως, ο προσφεύγων δεν κράτησε την προηγούμενη κατοικία του και δεν απέδειξε άλλα έξοδα συνδεόμενα με προβαλλόμενη προσωρινή κατάσταση. Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία, η χορήγηση των ημερήσιων αποζημιώσεων στον προσφεύγοντα δεν δικαιολογούνταν ήδη εξ αυτού και μόνον του λόγου (βλ. την απόφαση Lozano Palacios κατά Επιτροπής, T‑33/95, EU:T:1996:196, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52      Το μόνο επιχείρημα που προβάλλει ο προσφεύγων, για να αποδείξει ότι η μεταφορά στις Βρυξέλλες των προσωπικών και οικογενειακών του ενδιαφερόντων, δεν είχε ολοκληρωθεί κατά την ημερομηνία αναλήψεως των καθηκόντων του, ήτοι την 1η Σεπτεμβρίου 1997, συνίσταται στο γεγονός ότι, κατά τα λεγόμενά του, δεν είχε ακόμη μεταφερθεί το σύνολο της οικοσκευής του στον νέο του τόπο υπηρεσίας, οπότε δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε μεταφέρει την κατοικία του.

53      Ως προς αυτό, όμως, ο προσφεύγων παραδέχεται ότι το διαμέρισμα στις Βρυξέλλες, το οποίο είναι πέντε δωματίων, ήταν επιπλωμένο με είδη πρώτης ανάγκης, όπως τραπέζια, καρέκλες, στρώματα και κρεβάτια μετά κλινοστρωμνής. Επομένως, είχε όντως μεταφέρει την κατοικία του στον νέο του τόπο υπηρεσίας από την 1η Σεπτεμβρίου 1997. Εξάλλου, ο προσφεύγων ουδόλως διευκρινίζει ποια άλλα είδη οικιακού εξοπλισμού, που φέρονται ότι παρέμειναν στο Λουξεμβούργο, θα ήταν αναγκαία σ’ αυτόν και την οικογένειά του, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε ολοκληρώσει την εγκατάστασή του στον νέο του τόπο υπηρεσίας.

54      Το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι το μόνο στοιχείο που υποδηλώνει την αληθοφάνεια μιας μεταφοράς μέρους της οικοσκευής του προσφεύγοντος από το Λουξεμβούργο στις Βρυξέλλες είναι, σε τελευταία ανάλυση, μια βεβαίωση παραλαβής της οικοσκευής και των προσωπικών ειδών σε καλή κατάσταση, καθώς και ένα τιμολόγιο, αμφότερα περιέχοντα ρητώς ως ημερομηνία τη 15η Μαρτίου 1998, όπου στην πρώτη αναφέρεται ότι διενεργήθηκε μια μετακόμιση στις 2 Μαρτίου του ίδιου έτους από την οικία στο Λουξεμβούργο, της οποίας η διεύθυνση διευκρινίζεται, προς τις Βρυξέλλες, χωρίς μνεία συγκεκριμένης διευθύνσεως.

55      Εντούτοις, βάσει όλων των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχονται στη δικογραφία, προκύπτει ότι, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν όντως πραγματοποιήθηκε στις 2 Μαρτίου 1998 μεταφορά ορισμένων επίπλων, που φέρονται ότι παρέμειναν στο Λουξεμβούργο, η Επιτροπή μπόρεσε να διαπιστώσει εγκύρως ότι εν πάση περιπτώσει ο προσφεύγων είχε ήδη, κατά την ημερομηνία της 1ης Σεπτεμβρίου 1997, μεταφέρει διαρκώς και μονίμως το κέντρο των ενδιαφερόντων του στον νέο του τόπο υπηρεσίας και επομένως είχε οριστικώς εγκατασταθεί σ’ αυτόν κατά την έννοια του άρθρου 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Ως εκ τούτου, δεν πληρούσε πλέον τη δεύτερη προϋπόθεση που υπομνήσθηκε στη σκέψη 44 αυτής της αποφάσεως.

56      Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 85 του ΚΥΚ

57      Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, υπό το πρίσμα των δικογράφων του προσφεύγοντος, αποτελείται κατ’ ουσίαν από δύο σκέλη που αφορούν, αντιστοίχως, την έλλειψη προθέσεως του προσφεύγοντος να παραπλανήσει τη Διοίκηση, κατά την έννοια του άρθρου 85 του ΚΥΚ, και διαστρέβλωση της έννοιας του εύλογου χρόνου δράσεως προς αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά την έλλειψη προθέσεως του προσφεύγοντος να παραπλανήσει τη Διοίκηση, κατά την έννοια του άρθρου 85 του ΚΥΚ

58      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ΑΔΑ, αποφασίζοντας να προβεί στην ανάκτηση των επίδικων ημερησίων αποζημιώσεων, δεν έλαβε ορθώς υπόψη το άρθρο 85 του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι δεν παραπλάνησε εσκεμμένα τη Διοίκηση, ούτε είχε τέτοια πρόθεση. Κατά συνέπεια, η ΑΔΑ, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ, μπορούσε να προβεί στην ανάκτηση των επίδικων ημερησίων αποζημιώσεων μόνο διαρκούντος του χρονικού διαστήματος των πέντε ετών από της καταβολής αυτών των αποζημιώσεων. Υπογραμμίζει ιδίως ότι το γεγονός και μόνο μιας εξ ατυχούς συγκυρίας παραπλανήσεως της Διοικήσεως δεν αρκεί, διότι θα απαιτούνταν μια πραγματική πρόθεση εξαπατήσεώς της, η οποία ελλείπει εν προκειμένω.

59      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων την παραπλάνησε εσκεμμένα ως προς την ημερομηνία της εγκαταστάσεώς του στον νέο του τόπο υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, διασπώντας την αίτησή του για αποζημίωση εγκαταστάσεως σε δύο αιτήσεις, ο προσφεύγων της έδωσε την εντύπωση ότι η οικογένειά του δεν είχε ακόμη εγκατασταθεί στο διαμέρισμα στις Βρυξέλλες, προκειμένου να λάβει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 4, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, το ήμισυ αυτής της αποζημιώσεως. Κατόπιν, ζητώντας, μετά τη φερόμενη μεταφορά της οικοσκευής του από το Λουξεμβούργο στις Βρυξέλλες στις 2 Μαρτίου 1998, την καταβολή του δεύτερου ημίσεος αυτής της αποζημιώσεως, ο προσφεύγων δήλωσε, προσκομίζοντας προς επιβεβαίωση μια αίτηση τίτλων διαμονής για τα μέλη της οικογένειάς του, ότι μόλις κατ’ αυτή την ημερομηνία η οικογένειά του ήλθε προς συγκατοίκηση στον τόπο υπηρεσίας του, βεβαίωση προς την οποία αντιφάσκει ο ίδιος ο προσφεύγων. Η Επιτροπή υπογραμμίζει επιπλέον ότι ο προσφεύγων προσκόμισε το μεταχρονολογημένο τιμολόγιο στις 15 Μαρτίου 1998, προκειμένου να τακτοποιηθεί, κατ’ επίφαση, η καταβολή των ημερήσιων αποζημιώσεων για το μέγιστο χρονικό διάστημα των 180 ημερών που προβλέπεται από το άρθρο 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

60      Εκ προοιμίου, το Δικαστήριο ΔΔ τονίζει ότι το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 85 του ΚΥΚ, που προστέθηκε μετά την ημερομηνία των πραγματικών περιστατικών, έχει εφαρμογή εν προκειμένω, καθόσον η διαδικασία επιβολής κυρώσεων λόγω της επίμαχης παρατυπίας κινήθηκε μετά την έναρξη ισχύος της νέας αυτής διατάξεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά τη δίωξη για παρατυπίες σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, την απόφαση Josef Vosding Schlacht‑, Kühl- und Zerlegebetrieb κ.λπ., C‑278/07 έως C‑280/07, EU:C:2009:38, σκέψεις 29 και 34). Εξάλλου, εν προκειμένω, η Επιτροπή εφάρμοσε τη νέα αυτή διάταξη διότι δέχθηκε να παραιτηθεί από την αναζήτηση των αχρεωστήτως αποδοθέντων ιατρικών εξόδων, λόγω του ότι, σε αντίθεση προς αυτό που απαιτεί αυτή η διάταξη, δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι ο προσφεύγων την παραπλάνησε εσκεμμένα ως προς αυτά τα έξοδα.

61      Το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει στη συνέχεια ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 85, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, για να μπορεί να αναζητηθεί ένα αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό, είναι αναγκαίο να αποδεικνύεται ότι ο λήπτης είχε πράγματι γνώση του παράτυπου χαρακτήρα της πληρωμής ή ότι η παρατυπία ήταν τόσο πρόδηλη, ώστε ο λήπτης να μη μπορούσε να την αγνοεί (απόφαση Berghmans κατά Επιτροπής, 142/78, EU:C:1979:233, σκέψη 9, απόφαση Ritto κατά Επιτροπής, F‑18/08, EU:F:2008:110, σκέψη 29).

62      Συναφώς, από τις ανωτέρω διαπιστώσεις, κατά τις οποίες ο προσφεύγων είχε εγκατασταθεί οριστικά από την 1η Σεπτεμβρίου 1997 στον νέο του τόπο υπηρεσίας, προκύπτει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, ουδεμία ημερήσια αποζημίωση του οφειλόταν, πράγμα που δεν μπορούσε να αγνοεί, εφόσον, κατά τη νομολογία, κάθε υπάλληλος που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια λογίζεται ότι γνωρίζει τον ΚΥΚ (απόφαση Connolly κατά Επιτροπής, T‑34/96 και T‑163/96, EU:T:1999:102, σκέψη 168· απόφαση CR κατά Κοινοβουλίου, F‑128/12, EU:F:2014:38, σκέψη 45· βλ., εξάλλου, προκειμένου περί επιδόματος αποδημίας, την απόφαση Γκούβρας κατά Επιτροπής, T‑180/02 και T‑113/03, EU:T:2004:238, σκέψη 111).

63      Όσον αφορά την επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος για να καταδειχθεί ότι οι διατάξεις του άρθρου 10 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ είναι «προφανώς» περίπλοκες, ότι η παρατυπία δεν ήταν τόσο πρόδηλη, εφόσον διέλαθε της προσοχής της Διοικήσεως, και ότι ο ίδιος δεν είναι ειδικός στο υπαλληλικό δίκαιο, το Δικαστήριο ΔΔ δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι, λαμβανομένων υπόψη της ομάδας καθηκόντων στην οποία ανήκει, του υψηλού του βαθμού, της μεγάλης του αρχαιότητας και της ουσιαστικής του πείρας, τόσο σε θέματα προϋπολογισμού όσο και σε θέματα μεταβολής τόπου υπηρεσίας, ο προσφεύγων, καλώς γνωρίζοντας τα πράγματα εν προκειμένω, δεν μπορεί λογικά να ισχυρίζεται ότι μια τέτοια ρύθμιση του φαινόταν περίπλοκη και ότι δεν ήταν σε θέση να προβεί στις επιβαλλόμενες εξακριβώσεις. Εξάλλου, η κατάσταση μιας διοικητικής υπηρεσίας η οποία είναι επιφορτισμένη με την καταβολή χιλιάδων μισθών και επιδομάτων κάθε είδους δεν μπορεί να συγκριθεί με την κατάσταση του υπαλλήλου, ο οποίος έχει προσωπικό συμφέρον να ελέγχει τα ποσά που του καταβάλλονται μηνιαίως (βλ., σχετικώς, την απόφαση F κατά Επιτροπής, T‑324/04, EU:T:2007:140, σκέψεις 144 και 145 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64      Επομένως, πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις του άρθρου 85, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, που καθιστούν δυνατή την αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων.

65      Όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες διενεργείται η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων, το άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει ότι η απαίτηση επιστροφής πρέπει να προβάλλεται κατ’ αρχήν το αργότερο εντός πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία κατεβλήθη το ποσό. Επομένως, προκειμένου περί των επίδικων ημερησίων αποζημιώσεων που καταβάλλονταν μηνιαίως, η ανάκτησή τους έπρεπε κατ’ αρχήν να γίνει εντός πέντε ετών από τις επίμαχες καταβολές. Από τη δεύτερη περίοδο του εν λόγω άρθρου 85, την οποία επικαλείται εν προκειμένω η Επιτροπή, προκύπτει όμως ότι η προθεσμία αυτή των πέντε ετών δεν μπορεί να αντιτάσσεται στην ΑΔΑ, όταν αυτή είναι σε θέση να αποδείξει ότι ο ενδιαφερόμενος την παραπλάνησε εσκεμμένα με σκοπό να επιτύχει την καταβολή των σχετικών ποσών.

66      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, γενικώς, ο σκοπός που επιδιώκει το άρθρο 85 του ΚΥΚ είναι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο ειδικό πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των υπαλλήλων της, δηλαδή των προσώπων που συνδέονται με αυτά τα όργανα με το ειδικό καθήκον πίστεως, όπως πλέον ρητώς υπενθυμίζεται στο άρθρο 11 του ΚΥΚ, το οποίο επιτάσσει, ιδίως, να ρυθμίζει ο υπάλληλος τη συμπεριφορά του, «λαμβάνοντας αποκλειστικά υπόψη τα συμφέροντα της Ένωσης» και να εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται, «τηρώντας το καθήκον του πίστεως έναντι της Ένωσης» (απόφαση CR κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:38, σκέψη 61).

67      Όσον αφορά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 85 του ΚΥΚ, οι δύο περίοδοι που περιέχει διακρίνουν μεταξύ δύο καταστάσεων. Συγκεκριμένα, η πρώτη περίοδος αφορά την περίπτωση κατά την οποία στον υπάλληλο καταβλήθηκε αχρεωστήτως ένα ποσό, μολονότι ενδεχομένως είχε παράσχει στη Διοίκησή του τα στοιχεία που επέτρεπαν σ’ αυτή να εξακριβώσει το αχρεώστητο αυτής της πληρωμής. Σε μια τέτοια κατάσταση, όπου ενδέχεται να έχει η ΑΔΑ παραπλανηθεί απλώς τυχαίως, ο νομοθέτης της Ένωσης εκτίμησε ότι η ΑΔΑ, μετά την πάροδο προθεσμίας πέντε ετών από της πληρωμής, δεν μπορεί πλέον να προβάλει αξίωση επιστροφής του αχρεωστήτως παρασχεθέντος οφέλους. Αντιθέτως, η δεύτερη περίοδος αφορά την κατάσταση, όπου ο υπάλληλος, ενεργώντας με σκοπό να του καταβληθεί αχρεωστήτως ένα ποσό, παραπλανεί εσκεμμένα την ΑΔΑ, μεταξύ άλλων, είτε παραλείποντας να της παράσχει όλες τις πληροφορίες που αφορούν την προσωπική του κατάσταση είτε παραλείποντας να φέρει σε γνώση τις μεταβολές που επήλθαν στην προσωπική του κατάσταση, είτε ακόμη ενεργώντας πλαγίως για να καταστήσει πιο δύσκολη την εξακρίβωση, από την ΑΔΑ, του αχρεωστήτου της πληρωμής της οποίας έτυχε, περιλαμβανομένης της παροχής εσφαλμένων ή ανακριβών πληροφοριών.

68      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των σκέψεων πρέπει να εξετασθεί αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή ήταν σε θέση να αποδείξει ότι ο προσφεύγων την παραπλάνησε εσκεμμένα, κατά την έννοια του άρθρου 85, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, με σκοπό να λάβει τις επίδικες ημερήσιες αποζημιώσεις.

69      Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι η ημερήσια αποζημίωση είναι μια χρονικώς επαναλαμβανόμενη παροχή. Κατά συνέπεια, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις της χορηγήσεώς της όχι μόνο κατά την αρχική αίτηση, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτεται από τέτοιες αποζημιώσεις. Επομένως, έχει την υποχρέωση, μεταξύ άλλων λόγω του καθήκοντος πίστεως, να πληροφορεί τη Διοίκησή του για κάθε μεταβολή που μπορεί να επηρεάζει το εν λόγω δικαίωμά του παροχής.

70      Εν προκειμένω, αφού εκμίσθωσε την οικία του στο Λουξεμβούργο και μίσθωσε το διαμέρισμα στις Βρυξέλλες, ο προσφεύγων δήλωσε, αρχικά, ήτοι την 1η Σεπτεμβρίου 1997, με το γενικό έντυπο για τον καθορισμό των υπηρεσιακών δικαιωμάτων του, ότι η οικογένειά του δεν είχε έρθει ακόμη για συγκατοίκηση στον νέο του τόπο υπηρεσίας, ενώ, μεταγενεστέρως, τόσο με το δικόγραφο της προσφυγής του όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επιβεβαίωσε ότι τα τέκνα του είχαν στην πραγματικότητα εγγραφεί στο σχολείο στις Βρυξέλλες από το σχολικό έτος 1997/1998 και ότι, ήδη από τότε, είχε εγκατασταθεί με τη σύζυγό του και τα τέκνα τους σ’ αυτό το διαμέρισμα, καίτοι σπαρτιατικά επιπλωμένο, κατά τα λεγόμενά του. Το Δικαστήριο ΔΔ τονίζει εξάλλου ότι, όταν συμπλήρωνε αυτό το έντυπο, ο προσφεύγων πρώτα δήλωσε τις Βρυξέλλες ως τόπο κατοικίας των τέκνων του, στη συνέχεια δε επανήλθε, αναγράφοντας και πάλι στο ίδιο σημείο τη μνεία Λουξεμβούργο.

71      Βεβαίως, δήλωσε στη συνέχεια, στις 9 Σεπτεμβρίου 1997, με το έντυπο για την αποζημίωση εγκαταστάσεως που επίσης χρησιμοποιείται από τη Διοίκηση για τον καθορισμό του δικαιώματος ημερησίων αποζημιώσεων, ότι είχε εγκατασταθεί, μαζί με την οικογένειά του, στις Βρυξέλλες. Εντούτοις, το Δικαστήριο ΔΔ επισημαίνει ότι, με το ίδιο αυτό έντυπο, δήλωσε ότι «έλαβε γνώση της ανωτέρω ρυθμίσεως», ήτοι του άρθρου 20 του ΚΥΚ, καθώς και του άρθρου 5 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

72      Η παράγραφος 4 του εν λόγω άρθρου 5 ορίζει ότι, [α]ν «υπάλληλος, ο οποίος δικαιούται επιδόματος στέγης, δεν εγκατασταθεί μαζί με την οικογένεια του στον τόπο τοποθετήσεως του, λαμβάνει μόνο το ήμισυ της αποζημιώσεως που δικαιούται κανονικά». Επομένως, υποβάλλοντας δύο διαφορετικές αιτήσεις αποζημιώσεως εγκαταστάσεως, από τις οποίες η πρώτη, στις 9 Σεπτεμβρίου 1997, είχε ως αποτέλεσμα να λάβει μισθό ενός μήνα μέσω προσκομίσεως της συμβάσεώς του μισθώσεως και η δεύτερη, τον Μάρτιο του 1998, είχε ως αποτέλεσμα να λάβει το δεύτερο ήμισυ αυτής της αποζημιώσεως μέσω προσκομίσεως της άδειας διαμονής που αφορά τα μέλη της οικογένειάς του, ο προσφεύγων θέλησε να δημιουργήσει στην αρμόδια διοίκηση την πεποίθηση, στη συνέχεια αυτού που είχε αρχικά δηλώσει την 1η Σεπτεμβρίου 1997, ότι η οικογένειά του δεν είχε έρθει ακόμη προς συγκατοίκηση στον νέο του τόπο υπηρεσίας, πράγμα που ήταν αναληθές, και ότι ήλθε προς συγκατοίκηση μόλις κατά την ημερομηνία της 2ας Μαρτίου 1998, πράγμα που επίσης ήταν αναληθές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, παραπλάνησε εσκεμμένα την αρμόδια διοίκηση, ενισχύοντας την εντύπωσή της ότι εξακολουθούσε να πληροί τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των επίδικων ημερήσιων αποζημιώσεων.

73      Εφόσον ο προσφεύγων επιβεβαίωσε, με το δικόγραφο της προσφυγής του και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η οικογένειά του είχε έρθει προς συγκατοίκηση στις Βρυξέλλες από την 1η Σεπτεμβρίου 1997, δεν ενέπιπτε στην περίπτωση, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 5, παράγραφος 4, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Επομένως, θα έπρεπε κανονικά να έχει υποβάλει μία μόνο αίτηση για το σύνολο της αποζημιώσεως, προσκομίζοντας ήδη από τον Σεπτέμβριο τη σύμβαση μισθώσεως και μια αίτηση άδειας διαμονής. Η Διοίκηση θα του είχε τότε καταβάλει αυτή την αποζημίωση με μία μόνο πληρωμή, όχι όμως και ημερήσιες αποζημιώσεις. Επομένως, ζητώντας και λαμβάνοντας μόνο το ήμισυ της αποζημιώσεως εγκαταστάσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 4, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, ο προσφεύγων παραπλάνησε την αρμόδια διοίκηση, προκειμένου να εξασφαλίσει ότι θα του καταβληθούν οι επίδικες ημερήσιες αποζημιώσεις, με βάση την ημερομηνία κατά την οποία η οικογένεια ήλθε όντως προς συγκατοίκηση στον νέο του τόπο υπηρεσίας.

74      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων εξέθεσε βεβαίως ότι είχε δηλώσει στην αρμόδια διοίκηση, ήτοι στις 9 Σεπτεμβρίου 1997, ότι η οικογένεια ήλθε προς συγκατοίκηση στον νέο του τόπο υπηρεσίας, οπότε δεν μπορεί να του προσάπτεται ότι της απέκρυψε αυτή την πραγματική κατάσταση. Εντούτοις, ερωτηθείς σχετικώς, απάντησε ότι δεν είχε προβάλει αντιρρήσεις για την καταβολή από την ΑΔΑ, τον Σεπτέμβριο του 1997, ενός μόνο μήνα μισθού κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 4, του παραρτήματος VII, πράγμα που επιβεβαιώνει σαφώς ότι ο προσφεύγων είχε προνοήσει, διασπώντας την αίτησή του για την αποζημίωση εγκαταστάσεως, να δημιουργήσει, έναντι της αρμόδιας διοικήσεως επίφαση αλήθειας στις δηλώσεις του που επιβεβαίωναν την εγκατάσταση της οικογένειάς του μόνον από τις 2 Μαρτίου 1998, ήτοι από την επομένη της καταληκτικής ημερομηνίας καταβολής των προβλεπομένων στην περίπτωσή του ημερήσιων αποζημιώσεων.

75      Εξάλλου, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή, ο προσφεύγων, δηλώνοντας στις 16 Μαρτίου 1998, με το έντυπο αποδόσεως των εξόδων της μετακομίσεώς του, ότι είχε «μεταφέρει μαζί με την οικογένειά του την κατοικία του από το Λουξεμβούργο στον τόπο του υπηρεσίας […] στις 2 Μαρτίου 1998», έδωσε, εκ νέου, στη Διοίκηση την εντύπωση ότι η οικογένειά του συγκατοικούσε μόλις από αυτής της ημερομηνίας, πράμα που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, όπως αυτή εκτέθηκε λεπτομερώς στο πλαίσιο επίσης της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Εξάλλου, προκειμένου, όπως το αναγνωρίζει ο ίδιος, «να λάβει καλοπίστως την ημερήσια αποζημίωση» προσκόμισε ένα τιμολόγιο για μια μετακόμιση που φέρεται ότι πραγματοποιήθηκε στις 2 Μαρτίου 1998, του οποίου η αυθεντικότητα τέθηκε υπό αμφισβήτηση τόσο από την OLAF όσο και από την Επιτροπή.

76      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, τόσο στο πλαίσιο των δύο αιτήσεών του που αφορούν την αποζημίωση εγκαταστάσεως όσο και στο πλαίσιο της αιτήσεώς του αποδόσεως των εξόδων μετακομίσεως, ο προσφεύγων παρέσχε εσκεμμένα στην αρμόδια διοίκηση ψευδείς πληροφορίες ως προς την ημερομηνία εγκαταστάσεως της οικογένειάς του στον νέο του τόπο υπηρεσίας και ενήργησε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή να παραπλανηθεί από τα διαβήματα του προσφεύγοντος και επομένως να μη μπορέσει να εξακριβώσει η ίδια το αχρεώστητο των επίδικων ημερήσιων αποζημιώσεων.

77      Προκειμένου περί της προβαλλόμενης καλής πίστεως του προσφεύγοντος, την οποία επιδίωξε να ισχυροποιήσει προβαίνοντας στην πραγματική μετακόμισή του μόλις στις 2 Μαρτίου 1998, ήτοι την επομένη της περιόδου που καλύπτεται από τις επίδικες ημερήσιες αποζημιώσεις, τις οποίες ήθελε να λάβει, κατ’ αυτόν, «καλοπίστως», επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, σε μια τέτοια κατάσταση, ο προσφεύγων έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να έχει αμφιβολίες ως προς το βάσιμο των εν λόγω πληρωμών. Επομένως, ήταν κατ’ ανάγκην υποχρεωμένος να επικοινωνήσει με την αρμόδια διοίκηση, προκειμένου αυτή να προβεί στις αναγκαίες επαληθεύσεις (βλ. την απόφαση Τσιριμιάγκος κατά Επιτροπής των Περιφερειών, F‑100/07, EU:F:2009:21, σκέψη 75).

78      Εξάλλου, σε περίπτωση αμφιβολιών, θα μπορούσε να ερωτήσει την αρμόδια διοίκηση και να υποβάλει στην κρίση της την ερμηνεία αυτού του κειμένου, στην οποία προέβη αυτός αυτοτελώς, προκειμένου να εξασφαλίσει, παρά την αντίθετη νομολογία, την καταβολή του ουσιώδους μέρους των προβλεπόμενων αποζημιώσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 71 του ΚΥΚ. Εντούτοις, οι ενέργειες στις οποίες προέβη ο προσφεύγων καταδεικνύουν αντιθέτως ότι αυτός κατανοούσε άριστα το νόημα των διατάξεων που διέπουν το δικαίωμα αποζημιώσεως εγκαταστάσεως και ότι είχε πλήρως γνώση της υποχρεώσεως που υπείχε να αναφέρει και να αποδείξει σε ποια ημερομηνία η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες (βλ., με αυτό το πνεύμα, την απόφαση Thommes κατά Επιτροπής, T‑195/03, EU:T:2005:344, σκέψη 126).

79      Τέλος, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι, κατ’ ουσίαν, η Διοίκηση πρέπει, για να επικαλεσθεί το άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ, να είναι σε θέση να αποδείξει, εντός πέντε ετών από της διαπράξεως της παρατυπίας, ότι παραπλανήθηκε από την εκ προθέσεως βούληση του ενδιαφερομένου και ότι, ελλείψει προσκομίσεως αυτής της αποδείξεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει επέλθει παραγραφή. Πράγματι, ένα τέτοιο επιχείρημα παρορά το ίδιο το γράμμα αυτής της διατάξεως και, αν γινόταν δεκτό, θα καθιστούσε τη διάταξη αυτή άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας.

80      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά στρέβλωση της έννοιας του εύλογης προθεσμίας για την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων

81      Ο προσφεύγων προβάλλει ότι η Επιτροπή, προβαίνοντας στην ανάκτηση των επίδικων ημερήσιων αποζημιώσεων δεκατέσσερα έτη μετά την καταβολή τους, παρέβη την υποχρέωση δράσεως εντός ευλόγου χρόνου, κατ’ απαξίωση επίσης της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Προσάπτει ιδίως στην OLAF ότι άρχισε την έρευνά της μόλις το 2007, ήτοι δέκα έτη μετά τις προσαπτόμενες πράξεις.

–       Επί του παραδεκτού

82      Η Επιτροπή εκτιμά ότι αυτό το σκέλος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει πλέον από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Επιτροπή κατά Μοσχονάκη (T‑476/11 P, EU:T:2013:557), εφόσον ο προσφεύγων δεν προέβαλε έναν τέτοιο ισχυρισμό με τη διοικητική του ένσταση, στερείται της δυνατότητας να το πράξει για πρώτη φορά κατά το στάδιο της ένδικης διαδικασίας.

83      Το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά πάντως ότι αυτή η ένσταση απαραδέκτου πρέπει εξαρχής να απορριφθεί. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, στις προσφυγές υπαλλήλων, τα αιτήματα που προβάλλονται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης δεν μπορούν βεβαίως να περιέχουν παρά μόνον αμφισβητήσεις που στηρίζονται στην ίδια αιτία με αυτή στην οποία στηρίζονται οι αμφισβητήσεις που αποτελούν το αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως. Εντούτοις, οι αμφισβητήσεις αυτές μπορούν να αναπτυχθούν, ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, με την προβολή λόγων ακυρώσεως και επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται, οπωσδήποτε, στη διοικητική ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτή. Επιπλέον, αφενός, εφόσον η διαδικασία που προηγείται της δίκης έχει άτυπο χαρακτήρα, οι δε ενδιαφερόμενοι ενεργούν γενικά στο στάδιο αυτό χωρίς την επικουρία δικηγόρου, η Διοίκηση δεν πρέπει να ερμηνεύει τις διοικητικές ενστάσεις κατά τρόπο συσταλτικό, αλλά πρέπει αντιθέτως να τις ερευνά με ευρύτητα πνεύματος. Αφετέρου, το άρθρο 91 του ΚΥΚ δεν έχει ως σκοπό να δεσμεύει, άκαμπτα και οριστικά, το ενδεχόμενο στάδιο της ένδικης διαδικασίας, εφόσον η προσφυγή δεν μεταβάλλει ούτε την αιτία ούτε το αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως (απόφαση Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, EU:T:2013:557, σκέψεις 73 και 76).

84      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων επικαλέσθηκε με τη διοικητική του ένσταση την παραγραφή που επήλθε, κατ’ αυτόν, δυνάμει του άρθρου 85 του ΚΥΚ, η οποία εμποδίζει την αναζήτηση των επίδικων ημερήσιων αποζημιώσεων, και τον χρόνο κατά τον οποίο διαπράχθηκε η εικαζόμενη παρατυπία. Επομένως, η ΑΔΑ ήταν σε θέση να γνωρίζει με επαρκώς συγκεκριμένο τρόπο την κριτική που άσκησε ο προσφεύγων κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία η απόφαση αυτή ελήφθη όψιμα και χωρίς να ληφθούν υπόψη οι εν προκειμένω χρόνοι παραγραφής.

–       Επί της ουσίας

85      Εκ προοιμίου, το Δικαστήριο ΔΔ διαπιστώνει ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι έχει εφαρμογή εν προκειμένω το άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ, δεν έχει εφαρμογή η προθεσμία των πέντε ετών που προβλέπεται στην πρώτη περίοδο αυτής της διατάξεως. Επομένως, η υπό κρίση υπόθεση υπόκειται στην ίδια ρύθμιση με αυτές, ανάλογες, που τελούσαν υπό το κράτος του άρθρου 85 του ΚΥΚ, ως ίσχυε πριν από την 1η Μαΐου 2004, δηλαδή ότι κανένας χρόνος παραγραφής εκ των προτέρων καθορισμένος δεν έχει εφαρμογή στη δράση της ΑΔΑ για την αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων.

86      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν απόκειται στον δικαστή της Ένωσης να καθορίζει τις προθεσμίες, την έκταση ή τις λεπτομέρειες εφαρμογής της παραγραφής σε σχέση με μια παραβατική συμπεριφορά, είτε κατά γενικό τρόπο είτε ως προς τη συγκεκριμένη περίπτωση που ήχθη ενώπιόν του. Ωστόσο, η έλλειψη προβλεπομένης από τον νόμο παραγραφής δεν αποκλείει το ότι η νομιμότητα ενέργειας της Επιτροπής, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί να αμφισβητηθεί με γνώμονα την αρχή της ασφαλείας δικαίου. Πράγματι, ελλείψει διατάξεως προβλέπουσας χρόνο παραγραφής, η θεμελιώδης επιταγή της ασφάλειας δικαίου αντιτίθεται στη δυνατότητα της Επιτροπής να καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των εξουσιών της (απόφαση Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, T‑22/02 και T‑23/02, EU:T:2005:349, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

87      Κατά συνέπεια, ο δικαστής της Ένωσης, κατά την εξέταση αιτιάσεως που αντλείται από την όψιμη δράση της Επιτροπής, δεν πρέπει να περιορίζεται στη διαπίστωση ότι δεν υφίσταται χρόνος παραγραφής, αλλά πρέπει να εξακριβώνει αν η Επιτροπή ενήργησε με εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση (απόφαση Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, EU:T:2005:349, σκέψη 88· καθώς και, κατ’ αναλογίαν, απόφαση François κατά Επιτροπής, T‑307/01, EU:T:2004:180, σκέψη 46).

88      Γενικώς, όταν η διάρκεια της διαδικασίας δεν καθορίζεται από διάταξη του δικαίου της Ένωσης, ο «εύλογος» χαρακτήρας του χρόνου που παρήλθε μέχρι το θεσμικό όργανο να εκδώσει την επίμαχη πράξη πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά των διαδίκων (απόφαση Réexamen Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕπ, C‑334/12 RX‑II, EU:C:2013:134, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

89      Στον ειδικότερο τομέα της αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθέντων που προβλέπεται από το άρθρο 85 του ΚΥΚ, ο εύλογος ή όχι χαρακτήρας του χρόνου για την κίνηση της σχετικής διαδικασίας εκτιμάται, μεταξύ άλλων, με γνώμονα τον βαθμό του προδήλου της παρατυπίας των επίδικων πληρωμών και τον ευκαιριακό ή συνεχή χαρακτήρα των αχρεωστήτως καταβαλλομένων ποσών. Επομένως, ο χρόνος υπεισέρχεται απλώς ως στοιχείο εκτιμήσεως του βασίμου της ασκήσεως του δικαιώματος αναζητήσεως, λαμβανομένης, ιδίως, υπόψη, αφενός, του προδήλου της διαπραχθείσας από τη Διοίκηση παρατυπίας και, αφετέρου, του συνόλου των περιστάσεων που μπορούν να ληφθούν υπόψη, όπως είναι το ύψος των ζητουμένων ποσών, η παραβατική συμπεριφορά της Διοικήσεως, η καλή πίστη του υπαλλήλου και η συνήθης επιμέλεια που μπορεί να αναμένεται από αυτόν, λαμβανομένης υπόψη της καταρτίσεώς του, του βαθμού του και της επαγγελματικής του πείρας (βλ., με αυτό το πνεύμα, τις αποφάσεις Acton κ.λπ. κατά Επιτροπής, 44/74, 46/74 και 49/74, EU:C:1975:42, σκέψη 29, White κατά Επιτροπής, T‑107/92, EU:T:1994:17, σκέψη 47, και Ronsse κατά Επιτροπής, T‑205/01, EU:T:2002:269, σκέψη 52).

90      Εντούτοις, ο εικαζόμενος όψιμος χαρακτήρας της δράσεως της Επιτροπής δεν πρέπει να εκτιμάται μόνο σε συνάρτηση με τον χρόνο που διέρρευσε μεταξύ των ένδικων περιστατικών και την ανάληψη αυτής της δράσεως. Αντιθέτως, η δράση της Επιτροπής δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εξαιρετικά όψιμη όταν δεν υπάρχει καθυστέρηση ή άλλη αμέλεια δυνάμενη να καταλογισθεί στο θεσμικό όργανο και, συναφώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ιδίως, το χρονικό σημείο κατά το οποίο το θεσμικό όργανο έλαβε γνώση της υπάρξεως των παραβάσεων και ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διοικητικής διαδικασίας (αποφάσεις Ronsse κατά Επιτροπής, EU:T:2002:269, σκέψη 53, και Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, EU:T:2005:349, σκέψη 89, καθώς και, με αυτό το πνεύμα, απόφαση Nencini κατά Κοινοβουλίου, T‑431/10 και T‑560/10, EU:T:2013:290, σκέψεις 48 έως 50, που αποτελεί το αντικείμενο αναιρέσεως εκκρεμούσας ενώπιον του Δικαστηρίου, υπόθεση C‑447/13 P). Στον τομέα ιδίως της κινήσεως διαδικασίας έρευνας, η τήρηση του εύλογου χρόνου εκτιμάται κατά περίπτωση και από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η Διοίκηση έλαβε γνώση των περιστατικών και των συμπεριφορών που μπορούν να συνιστούν παράβαση των εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεων ενός υπαλλήλου (βλ. την απόφαση François κατά Επιτροπής, EU:T:2004:180, σκέψη 48).

91      Σε μια κατάσταση όπου η διαπραχθείσα παρατυπία εμφανιζόταν ή έπρεπε να εμφανίζεται ως πρόδηλη για τον οικείο υπάλληλο έχει ήδη κριθεί ότι χρόνος περίπου επτά ετών μεταξύ της ενάρξεως των αχρεωστήτως καταβαλλομένων και της ημερομηνίας κατά την οποία η Διοίκηση κινήθηκε για την αναζήτησή τους δεν κρίθηκε ότι δεν είναι εύλογος (βλ. την απόφαση Ronsse κατά Επιτροπής, EU:T:2002:269, σκέψη 53· βλ., επίσης ως προς πλάνη αποκαλυφθείσα επτά έτη μετά την αχρεωστήτως καταβολή ποσού, την απόφαση Ritto κατά Επιτροπής, EU:F:2008:110).

92      Εξάλλου, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή, στην περίπτωση υπαλλήλου η συμπεριφορά του οποίου ήταν απλώς αμελής και δεν εκδήλωνε, σε αντίθεση προς την εν προκειμένω περίπτωση, εκ προθέσεως βούληση παραπλανήσεως της Διοικήσεως, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει κρίνει ότι η ανάληψη δράσεως για την ανάκτηση ωφελημάτων, που αχρεωστήτως ελάμβανε ένας υπάλληλος πλέον των δέκα ετών μετά την επίμαχη καταβολή, έγινε μεν κατόπιν της παρελεύσεως σημαντικού χρόνου, αλλά δεν προέκυπτε ότι αυτός ήταν υπέρμετρος, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, μέχρι του σημείου να θίγει την ίδια την άσκηση του δικαιώματος αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων (βλ. την απόφαση White κατά Επιτροπής, EU:T:1994:17, σκέψη 48).

93      Το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι η λύση που έγινε δεκτή με τη σκέψη 48 της αποφάσεως White κατά Επιτροπής (EU:T:1994:17) επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτής της υποθέσεως, μεταξύ άλλων, της βουλήσεως του προσφεύγοντος να παραπλανήσει την αρμόδια διοίκηση. Επομένως, παρόλο που η ΑΔΑ κίνησε τη διαδικασία ελέγχου του νομότυπου των πληρωμών των επίδικων ημερήσιων αποζημιώσεων περίπου δέκα έτη μετά τις πληρωμές αυτές και δεν ήταν σε θέση να αποδείξει την παρατυπία αυτών των πληρωμών και, επομένως, να απαιτήσει την επιστροφή τους παρά δεκατέσσερα έτη μετά την καταβολή τους, τέτοια χρονικά διαστήματα, καίτοι πολύ σημαντικά, δεν ήταν υπέρμετρα μέχρι του σημείου να θίγουν την ίδια την άσκηση του δικαιώματος αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων.

94      Πράγματι, εν προκειμένω, ενώ οι επίδικες αποζημιώσεις του καταβλήθηκαν για το χρονικό διάστημα των 180 ημερών μεταξύ της 1ης Σεπτεμβρίου 1997 και της 1ης Μαρτίου 1998, οι έρευνες για την εξακρίβωση του υποστατού των στοιχείων που δήλωσε ο προσφεύγων για να μπορέσει να λάβει αυτές τις αποζημιώσεις, όπως και άλλα χρηματικά οφέλη, κινήθηκαν από την OLAF κατόπιν καταγγελίας που ελήφθη στις 19 Ιουλίου 2007. Ο προσφεύγων πληροφορήθηκε για την έναρξη αυτής της έρευνας στις 13 Μαρτίου 2008 και, αφού έτυχε ακροάσεως δύο φορές, η OLAF σύστησε, στις 30 Μαρτίου 2012, στην Επιτροπή να προβεί στην ανάκτηση, πράγμα που αυτή έπραξε στις 6 Ιουλίου του ίδιου έτους.

95      Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ σημειώνει ότι μόνον κατόπιν καταδόσεως η Διοίκηση, συγκεκριμένα μέσω της OLAF, μπορούσε να λάβει γνώση της επίμαχης εν προκειμένω παρατυπίας. Πράγματι, η OLAF, μόλις έλαβε γνώση αυτής της πληροφορίας, τη διαβίβασε αμέσως στην ΑΔΑ και κίνησε μια διαδικασία για να της δώσει τη δυνατότητα να ασκήσει δίωξη γι’ αυτή την παρατυπία, ανταποκρινόμενη κατά τούτο στην επιταγή που υπενθυμίζεται στη σκέψη 90 της παρούσας αποφάσεως.

96      Στη συνέχεια, το Δικαστήριο ΔΔ τονίζει ότι η Διοίκηση, προκειμένου να διαλύσει την επίφαση νομιμότητας των εγγράφων και αιτήσεων που παρουσίασε ο προσφεύγων, χρειαζόταν οπωσδήποτε χρόνο για να προβεί στις απαιτούμενες έρευνες. Οι έρευνες αυτές ήταν όμως ιδιαιτέρως πολύπλοκες, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού εγγράφων και καταγγελιών που περιήλθαν σε γνώση της Διοικήσεως από την πρώην σύζυγο του προσφεύγοντος. Ήταν επίσης αναγκαίο για την OLAF να εξετάσει περισσότερα πρόσωπα και να ερωτήσει διάφορες υπηρεσίες του PMO που εμπλέκονταν στις πληρωμές που διενεργήθηκαν υπέρ του προσφεύγοντος, όχι μόνο το 1997/1998, αλλά και σε μεταγενέστερες ημερομηνίες.

97      Με δεδομένες αυτές τις περιστάσεις, δεν προκύπτει ότι η σύνταξη της εκθέσεως της OLAF τέσσερα έτη μετά την έναρξη της έρευνας δεν ήταν εύλογη. Ενδείκνυται εξάλλου να υπογραμμισθεί ότι, αφενός, δεν μπορεί να προσαφθεί στην ΑΔΑ ότι ανέμενε τα αποτελέσματα της έρευνας της OLAF και ότι, αφετέρου, άπαξ η έκθεση αυτή ολοκληρώθηκε και της ανακοινώθηκε, απαίτησε την επιστροφή των επίδικων ημερήσιων αποζημιώσεων εντός των επομένων τριών μηνών.

98      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος που αντλείται από παράβαση του εύλογου χρόνου και, επομένως, να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοικήσεως

99      Στο πλαίσιο αυτού του λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων προβάλλει ότι η ΑΔΑ, προβαίνοντας στην ανάκτηση των επίδικων ημερήσιων αποζημιώσεων δεν τήρησε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι, εφόσον αυτός παρέσχε ορθώς τις πληροφορίες που του ζητήθηκαν τότε, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι δεν μπορούσε πλέον να υπάρξει αξίωση για τις πληρωμές που είχαν διενεργηθεί μεταξύ 1997 και 1998. Για τους ίδιους λόγους, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, όψιμα και άκαιρα, η ΑΔΑ παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, καθώς και την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

100    Συναφώς, το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 85 του ΚΥΚ αποτελεί καθεαυτό έκφραση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η ανυπαρξία παραβάσεως αυτού του άρθρου, όπως διαπιστώθηκε προηγουμένως, συνεπάγεται ως εξ αυτού του λόγου την απόρριψη επίσης της αιτιάσεως που αντλείται από παραβίαση αυτής της αρχής (απόφαση F κατά Επιτροπής, EU:T:2007:140, σκέψη 167).

101    Επιπλέον, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι το άρθρο 85, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ υποχρεώνει τη Διοίκηση να ανακτά πλήρως ποσά καταβληθέντα αχρεωστήτως στην ιδιαίτερη περίπτωση όπου είναι σε θέση να αποδείξει ότι ο οικείος υπάλληλος την παραπλάνησε εσκεμμένα, αυτό δε κατά παράβαση του ειδικού καθήκοντος πίστεως που υπέχει αυτός ο υπάλληλος (βλ. την απόφαση CR κατά Κοινοβουλίου, EU:F:2014:38, σκέψη 62).

102    Ως προς τα επιχειρήματα που επικαλείται ο προσφεύγων για να αποδείξει παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, αυτά συγχέονται σε μεγάλο βαθμό με αυτά που επικαλείται προς στήριξη της παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου, τα οποία εξετάσθηκαν και απορρίφθηκαν προηγουμένως ως αβάσιμα στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

103    Προκειμένου περί του επιχειρήματος του προσφεύγοντος ότι αποτέλεσε το αντικείμενο μεταχειρίσεως συνιστώσας δυσμενή διάκριση, εκτός του ότι αυτός είναι εξ ολοκλήρου αστήρικτος, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται, το γεγονός ότι όντως η Διοίκηση προέβη παράτυπα σε παροχές προς άλλους υπαλλήλους δεν μπορεί να καθιστά δυνατό στον προσφεύγοντα να απολαύει του ευεργετήματος παροχών εκ του ΚΥΚ ως προς το οποίο δεν πληροί τις προϋποθέσεις χορηγήσεως. Ομοίως, λαμβανομένης υπόψη της βουλήσεώς του παραπλανήσεως, δεν μπορεί ο προσφεύγων να προσάπτει στην ΑΔΑ ότι δεν εκπλήρωσε το καθήκον αρωγής που υπέχει, όταν ακριβώς ο ίδιος ο υπάλληλος παρέβη το καθήκον του πίστεως, όπως πλέον αυτό ρητώς υπενθυμίζεται με το άρθρο 11 του ΚΥΚ.

104    Επομένως, και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

3.     Επί των αιτημάτων αποζημιώσεως

105    Προκειμένου περί των αιτημάτων αποζημιώσεως, αρκεί να υπομνησθεί ότι τα αιτήματα με τα οποία επιδιώκεται η ανόρθωση υλικής ζημίας ή η ικανοποίηση ηθικής βλάβης πρέπει να απορρίπτονται, οσάκις εμφανίζουν, όπως εν προκειμένω, στενό σύνδεσμο με τα αιτήματα ακυρώσεως που και τα ίδια έχουν απορριφθεί ως αβάσιμα (απόφαση A κατά Επιτροπής, F‑12/09, EU:F:2011:136, σκέψη 232 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

106    Καθόσον οι λόγοι ακυρώσεως απορρίφθηκαν στο σύνολό τους, πρέπει, ομοίως, να απορριφθούν τα αιτήματα αποζημιώσεως ως αβάσιμα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

107    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα δικαστικά έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί για τους ως άνω λόγους.

108    Από το σκεπτικό της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι ο προσφεύγων είναι ο ηττηθείς διάδικος. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή ζήτησε ρητώς, με τα αιτήματά της, να καταδικαστεί ο προσφεύγων στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο προσφεύγων φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Ο J. M. López Cejudo φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Rofes i Pujol

Bradley

Svenningsen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 30 Απριλίου 2014.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      M. I. Rofes i Pujol


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.