Language of document : ECLI:EU:C:2017:798

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 25ης Οκτωβρίου 2017 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Απόφαση του Συμβουλίου με την οποία παρέχεται εξουσιοδότηση για την έναρξη διαπραγματεύσεων σχετικά με αναθεωρημένη Συμφωνία της Λισσαβώνας για τις ονομασίες προελεύσεως και τις γεωγραφικές ενδείξεις – Άρθρο 3, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης – Κοινή εμπορική πολιτική – Άρθρο 207, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ – Εμπορικές πτυχές της διανοητικής ιδιοκτησίας»

Στην υπόθεση C-389/15,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 17 Ιουλίου 2015,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους F. Castillo de la Torre, J. Guillem Carrau, B. Hartmann και A. Lewis, καθώς και από την M. Kocjan,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από το

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους J. Etienne, A. Neergaard και R. Passos,

παρεμβαίνον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τη Μ. Μπαλτά και τον F. Florindo Gijón,

καθού,

υποστηριζόμενου από:

την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις M. Hedvábná και K. Najmanová, καθώς και από τους M. Smolek και J. Vláčil,

την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Techert,

την Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τη Μ. Τασσοπούλου,

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον M. A. Sampol Pucurull,

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues, D. Colas, F. Fize, B. Fodda και D. Segoin,

την Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato,

την Ουγγαρία, εκπροσωπούμενη από τους M. Bóra, M. Z. Fehér και G. Koós,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τις M. Bulterman, M. Gijzen και B. Koopman,

τη Δημοκρατία της Αυστρίας, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

την Πορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Figueiredo και L. Inez Fernandes καθώς και από την M. L. Duarte,

τη Σλοβακική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον M. Kianička,

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από την C. Brodie και τον D. Robertson,

παρεμβαίνοντες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, Αντιπρόεδρο, L. Bay Larsen, J. L. da Cruz Vilaça, A. Rosas, J. Malenovský (εισηγητή), προέδρους τμήματος, E. Juhász, M. Safjan, D. Šváby M. Berger, A. Prechal, E. Jarašiūnas και Μ. Βηλαρά, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Ιουνίου 2017,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιουλίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως 8512/15 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 7ης Μαΐου 2015, με την οποία παρέχεται εξουσιοδότηση για την έναρξη διαπραγματεύσεων σχετικά με αναθεωρημένη Συμφωνία της Λισσαβώνας για τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Το νομικό πλαίσιο

 Διεθνές δίκαιο

 Η Σύμβαση των Παρισίων

2        Η Σύμβαση περί προστασίας της βιομηχανικής ιδιοκτησίας υπογράφηκε στο Παρίσι στις 20 Μαρτίου 1883, αναθεωρήθηκε τελευταία στη Στοκχόλμη στις 14 Ιουλίου 1967 και τροποποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1979 (Recueil des traités des Nations Unies, τόμος 828, αριθ. 11851, σ. 305, στο εξής: Σύμβαση των Παρισίων).

3        Η ως άνω Σύμβαση περιείχε αρχικά προοίμιο που δεν επαναλήφθηκε στις μετέπειτα αναθεωρήσεις της, κατά το οποίο τα συμβαλλόμενα σε αυτήν μέρη αποφάσισαν να τη συνάψουν «ωθούμενα από την επιθυμία να εξασφαλίσουν πλήρη και αποτελεσματική προστασία των υπηκόων τους ως προς τη βιομηχανία και το εμπόριο και να συμβάλουν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των εφευρετών και της εμπορικής συναλλακτικής πίστης».

4        Το άρθρο 1 της Συμβάσεως των Παρισίων προβλέπει μεταξύ άλλων ότι τα κράτη στα οποία εφαρμόζεται συνιστούν ένωση για την προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, η οποία περιλαμβάνει τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τα υποδείγματα, τα σχέδια, τα σήματα, τις εμπορικές επωνυμίες και τις ενδείξεις ή ονομασίες προελεύσεως, καθώς και την καταστολή του αθέμιτου ανταγωνισμού.

5        Το άρθρο 2 της ως άνω Συμβάσεως ορίζει μεταξύ άλλων ότι οι υπήκοοι εκάστου κράτους της ως άνω ένωσης θα απολαύουν στα λοιπά κράτη που μετέχουν σε αυτή, όσον αφορά την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας, των πλεονεκτημάτων που οι αντίστοιχοι νόμοι των λοιπών κρατών αναγνωρίζουν υπέρ των υπηκόων τους και ότι, κατά συνέπεια, θα έχουν την ίδια προστασία με αυτούς.

6        Στο ως άνω πλαίσιο, κατά τα άρθρα 10 έως 10τρις της εν λόγω Συμβάσεως, τα κράτη που μετέχουν στην εν λόγω ένωση υποχρεούνται να διασφαλίζουν στους υπηκόους της ένωσης αυτής αποτελεσματική προστασία κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς και κατάλληλα μέσα έννομης προστασίας, και προβλέπουν, σε περίπτωση χρήσεως ψευδούς ενδείξεως σχετικά με την προέλευση, την κατάσχεση των επίμαχων προϊόντων κατά την εισαγωγή τους.

7        Κατά το άρθρο 19 της Συμβάσεως των Παρισίων, τα συμβαλλόμενα στην εν λόγω Σύμβαση κράτη διατηρούν το δικαίωμα να προβαίνουν μεταξύ τους σε χωριστές ειδικές συμφωνίες για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

 Η Συμφωνία της Λισσαβώνας

8        Η Συμφωνία της Λισσαβώνας σχετικά με την προστασία των ονομασιών προελεύσεως και τη διεθνή καταχώρισή τους υπογράφηκε στις 31 Οκτωβρίου 1958, αναθεωρήθηκε στη Στοκχόλμη στις 14 Ιουλίου 1967 και τροποποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1979 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 828, αριθ. 13172, σ. 205, στο εξής: Συμφωνία της Λισσαβώνας). Αποτελεί ειδική συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 19 της Συμβάσεως των Παρισίων, στην οποία μπορούν να προσχωρήσουν όλα τα συμβαλλόμενα στη εν λόγω Σύμβαση κράτη.

9        Κατά τον χρόνο ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, στην ως άνω Συμφωνία μετείχαν εικοσιοκτώ κράτη. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν επτά κράτη μέλη της Ένωσης, ήτοι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, η Τσεχική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Σλοβακική Δημοκρατία. Τρία άλλα κράτη μέλη, δηλαδή η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας και η Ρουμανία, είχαν υπογράψει τη Συμφωνία αυτή χωρίς να την κυρώσουν. Αντιθέτως, η Ένωση δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω Συμφωνία, στην οποία μπορούσαν να προσχωρήσουν μόνο κράτη.

10      Κατά το άρθρο 1 της Συμφωνίας της Λισσαβώνας, τα κράτη στα οποία αυτή εφαρμόζεται συνιστούν ειδική ένωση στο πλαίσιο της Ένωσης για την Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, η οποία συστήθηκε με τη Σύμβαση των Παρισίων, και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να προστατεύουν, στο έδαφός τους και κατά τους όρους της Συμφωνίας αυτής, τις ονομασίες προελεύσεως των προϊόντων των λοιπών κρατών της ως άνω ειδικής ένωσης, οι οποίες αναγνωρίζονται και προστατεύονται ως τέτοιες στη χώρα προελεύσεως και έχουν καταχωριστεί στο Διεθνές Γραφείο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΠΙ).

11      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της Συμφωνίας της Λισσαβώνας ορίζει ως «ονομασία προέλευσης» τη γεωγραφική ονομασία μιας χώρας, μιας περιοχής ή άλλου τόπου που χρησιμεύει προς προσδιορισμό προϊόντος προερχόμενου από εκεί και του οποίου η ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά οφείλονται αποκλειστικά ή ουσιαστικά στον γεωγραφικό χώρο από τον οποίο αυτό προέρχεται, περιλαμβανομένων των φυσικών και των ανθρώπινων παραγόντων.

12      Τα άρθρα 3 έως 7 της εν λόγω Συμφωνίας ρυθμίζουν το περιεχόμενο και τις προϋποθέσεις προστασίας των ονομασιών προελεύσεως που εμπίπτουν σε αυτήν καθώς και τις πρακτικές λεπτομέρειες της καταχωρίσεώς τους από το Διεθνές Γραφείο της ΠΟΠΙ. Το άρθρο 4 της ίδιας Συμφωνίας διευκρινίζει μεταξύ άλλων ότι η προστασία αυτή δεν αποκλείει την προστασία που απολαύουν ήδη αυτές οι ονομασίες προελεύσεως στα επιμέρους κράτη της ειδικής ένωσης βάσει, μεταξύ άλλων, της Συμβάσεως των Παρισίων.

13      Το άρθρο 8 της Συμφωνίας της Λισσαβώνας προβλέπει ότι τα αναγκαία για τη διασφάλιση της προστασίας των εν λόγω ονομασιών προελεύσεως μέσα έννομης προστασίας ασκούνται, εντός εκάστου των κρατών της ειδικής ένωσης, σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία.

14      Στα άρθρα 9 έως 18 της Συμφωνίας αυτής περιλαμβάνονται οι διατάξεις για το οργανωτικό πλαίσιο και τη διοικητική λειτουργία της εν λόγω ειδικής ένωσης, καθώς και οι τελικές διατάξεις της εν λόγω Συμφωνίας.

 Το δίκαιο της Ένωσης

15      Η Ένωση εξέδωσε προοδευτικά, από τη δεκαετία του 1970, διάφορες πράξεις που ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση και την επισήμανση ορισμένων ειδών προϊόντων με ονομασίες προελεύσεως ή γεωγραφικές ενδείξεις, καθώς και τις προϋποθέσεις αναγνωρίσεως, προστασίας και ελέγχου των ονομασιών και των ενδείξεων αυτών. Τα είδη προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο ρυθμίσεως είναι οι οίνοι, τα αλκοολούχα ποτά, οι αρωματισμένοι οίνοι καθώς και τα λοιπά γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα.

16      Η σχετική νομοθεσία της Ένωσης αποτελείται σήμερα από τον κανονισμό (ΕΚ) 110/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αλκοολούχων ποτών και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1576/89 του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 39, σ. 16), τον κανονισμό (ΕΕ) 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (ΕΕ 2012, L 343, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2013, L 55, σ. 27), τον κανονισμό (ΕΕ) 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) 922/72, (ΕΟΚ) 234/79, (ΕΚ) 1037/2001 και (ΕΚ) 1234/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 671, και διορθωτικά ΕΕ 2014, L 189, σ. 261, και ΕΕ 2016, L 130, σ. 32), καθώς και από τον κανονισμό (ΕΕ) 251/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, για τον ορισμό, την περιγραφή, την παρουσίαση, την επισήμανση και την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων των αρωματισμένων αμπελοοινικών προϊόντων και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1601/91 του Συμβουλίου (ΕΕ 2014, L 84, σ. 14, και διορθωτικό ΕΕ 2014, L 105, σ. 12).

 Το ιστορικό της διαφοράς και η προσβαλλόμενη απόφαση

 Η αναθεώρηση της Συμφωνίας της Λισσαβώνας

17      Τον Σεπτέμβριο του 2008, η συνέλευση της ειδικής ένωσης που συστήθηκε με τη Συμφωνία της Λισσαβώνας συγκρότησε ομάδα εργασίας για την προετοιμασία αναθεωρήσεως της Συμφωνίας με σκοπό αυτή να βελτιωθεί και να γίνει πιο ελκυστική, χωρίς να θίγονται οι αρχές και οι σκοποί της.

18      Τον Οκτώβριο του 2014, η ως άνω ομάδα εργασίας συμφώνησε επί ενός σχεδίου πράξεως προς τον σκοπό αυτόν (στο εξής: σχέδιο αναθεωρημένης Συμφωνίας), το οποίο επαναλαμβάνει τις θεσμικές, διαδικαστικές και ουσιαστικές διατάξεις της Συμφωνίας της Λισσαβώνας, τροποποιώντας εν μέρει τη συστηματική τους κατάταξη και επιφέροντας ορισμένες συμπληρώσεις ή διευκρινίσεις. Οι συμπληρώσεις ή διευκρινίσεις αυτές αφορούσαν, ειδικότερα, το πεδίο εφαρμογής της προβλεπόμενης από τη Συμφωνία αυτή προστασίας, το οποίο προτεινόταν να επεκταθεί και στις γεωγραφικές ενδείξεις (άρθρα 2 και 9), το ουσιαστικό περιεχόμενο της προστασίας αυτής και τα μέσα έννομης προστασίας για την προάσπισή της (άρθρα 4 έως 8 και 11 έως 20), καθώς και την παροχή στους διακυβερνητικούς οργανισμούς της δυνατότητας προσχωρήσεως στην εν λόγω Συμφωνία (άρθρο 28).

19      Από τις 11 έως τις 21 Μαΐου 2015 συνεκλήθη στη Γενεύη διπλωματική συνδιάσκεψη ενόψει της εξετάσεως και της υιοθετήσεως του σχεδίου αναθεωρημένης Συμφωνίας. Εκλήθησαν να συμμετάσχουν, σύμφωνα με το σχέδιο κανονισμού διαδικασίας που εγκρίθηκε από την προπαρασκευαστική επιτροπή, οι αντιπροσωπείες των 28 συμβαλλομένων κρατών στη Συμφωνία της Λισσαβώνας, καθώς και δύο αντιπροσωπείες χαρακτηριζόμενες ως «ειδικές», μεταξύ των οποίων και εκείνη της Ένωσης, και ορισμένες αντιπροσωπείες που χαρακτηρίζονταν ως «παρατηρητές».

20      Στις 20 Μαΐου 2015, η εν λόγω διπλωματική συνδιάσκεψη υιοθέτησε την πράξη της Γενεύης περί της Συμφωνίας της Λισσαβώνας σχετικά με τις ονομασίες προελεύσεως και τις γεωγραφικές ενδείξεις, η οποία τέθηκε προς υπογραφή την επόμενη ημέρα.

 Η σύσταση της Επιτροπής και η προσβαλλόμενη απόφαση

21      Ενόψει της εν λόγω διπλωματικής συνδιασκέψεως, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 30 Μαρτίου 2015, σύσταση για απόφαση του Συμβουλίου που επιτρέπει την έναρξη διαπραγματεύσεων για μια αναθεωρημένη Συμφωνία της Λισσαβώνας σχετικά με τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις.

22      Με τη σύσταση αυτή, η Επιτροπή, πρώτον, κάλεσε το Συμβούλιο να στηρίξει την απόφασή του στο άρθρο 207 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 218, παράγραφοι 3 και 4, ΣΛΕΕ, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της αποκλειστικής αρμοδιότητας που απονέμει στην Ένωση το άρθρο 3, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, αφετέρου, του σκοπού και του περιεχομένου της Συμφωνίας της Λισσαβώνας.

23      Δεύτερον, η Επιτροπή πρότεινε στο Συμβούλιο να της παράσχει εξουσιοδότηση για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για λογαριασμό της Ένωσης, να αποφασίσει τις συναφείς διαπραγματευτικές οδηγίες και να ορίσει την ειδική επιτροπή με την οποία θα έπρεπε η ίδια να διαβουλεύεται στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων.

24      Στις 7 Μαΐου 2015, το Συμβούλιο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Σε αντίθεση προς τη σύσταση της Επιτροπής, η απόφαση αυτή στηρίζεται στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ, καθώς και στο άρθρο 218, παράγραφοι 3 και 4, ΣΛΕΕ.

25      Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3 της εν λόγω αποφάσεως αιτιολογούν την επιλογή αυτή ως εξής:

«(2)      Το διεθνές σύστημα της Συμφωνίας της Λισσαβώνας αναθεωρείται επί του παρόντος με σκοπό τη βελτίωσή του, ώστε να μπορεί να προσελκύσει μεγαλύτερο αριθμό μελών, ενώ παράλληλα θα διαφυλάσσει τις αρχές και τους στόχους της Συμφωνίας. […]

(3)      [Το σχέδιο] αναθεωρημένη[ς] Συμφωνία[ς] καθιερώνει σύστημα προστασίας για τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις εντός των συμβαλλόμενων μερών μέσω ενιαίας καταχώρισης. Το αντικείμενο αυτό εναρμονίζεται μέσω εσωτερικής νομοθεσίας της [Ένωσης] όσον αφορά τις γεωργικές ονομασίες και ενδείξεις και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στην κοινή αρμοδιότητα της Ένωσης (όσον αφορά τις γεωργικές ονομασίες και ενδείξεις) και των κρατών μελών της (όσον αφορά τις μη γεωργικές ονομασίες και ενδείξεις και τα τέλη).»

26      Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να συμμετάσχει, από κοινού με τα επτά κράτη μέλη που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας της Λισσαβώνας, στη Διπλωματική Διάσκεψη για την έγκριση [του σχεδίου αναθεωρημένης Συμφωνίας], όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ένωσης.»

27      Το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής ορίζει τα εξής:

«Προς το συμφέρον της Ένωσης, τα επτά κράτη μέλη, συμβαλλόμενα μέρη της Συμφωνίας της Λισσαβώνας θα ασκήσουν τα δικαιώματα ψήφου τους βάσει κοινής θέσης όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ένωσης.»

28      Κατά το άρθρο 3 της εν λόγω αποφάσεως:

«Οι διαπραγματεύσεις θα διεξαχθούν βάσει των διαπραγματευτικών οδηγιών του Παραρτήματος.»

29      Το άρθρο 4 της ίδιας αποφάσεως προβλέπει τα εξής:

«Κατά τη Διπλωματική Διάσκεψη θα υπάρξει ο κατάλληλος συντονισμός όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ένωσης. Μετά τη Διάσκεψη, οι διαπραγματευτές θα ενημερώσουν ταχέως την Ομάδα “Διανοητική Ιδιοκτησία” του Συμβουλίου.»

30      Κατόπιν της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προέβη σε δήλωση με την οποία εξέφρασε, κατ’ ουσίαν, τη διαφωνία της τόσο με τις νομικές βάσεις επί των οποίων στηρίχθηκε το Συμβούλιο όσο και με τον ορισμό κρατών μελών ως διαπραγματευτών για λογαριασμό της Ένωσης.

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

31      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να διατηρήσει τα αποτελέσματά της μέχρι την έναρξη ισχύος νέας αποφάσεως του Συμβουλίου, εντός εύλογης προθεσμίας από τη δημοσίευση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, και

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα·

32      Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή, και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

33      Με αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2015, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στην Τσεχική Δημοκρατία, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην Ελληνική Δημοκρατία, στο Βασίλειο της Ισπανίας, στη Γαλλική Δημοκρατία, στην Ιταλική Δημοκρατία, στην Ουγγαρία, στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών, στη Δημοκρατία της Αυστρίας, στην Πορτογαλική Δημοκρατία και στη Σλοβακική Δημοκρατία να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

34      Με απόφαση της ίδιας ημέρας, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

35      Με απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2016, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου, στην περίπτωση που θα διεξαγόταν επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

 Επί της προσφυγής

36      Προς στήριξη του αιτήματός της, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Κοινοβούλιο, προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά παράβαση του άρθρου 3 ΣΛΕΕ, επειδή οι διαπραγματεύσεις στις οποίες αυτή αναφέρεται αφορούν σχέδιο συμφωνίας που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης. Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται ότι το Συμβούλιο παρέβη το άρθρο 207, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και το άρθρο 218, παράγραφοι 3, 4 και 8, ΣΛΕΕ, επειδή όρισε κράτη μέλη ως διαπραγματευτές σε τομέα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ένωσης και δεν έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ειδικής πλειοψηφίας.

37      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως έχει δύο σκέλη. Με το πρώτο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη την αποκλειστική αρμοδιότητα που το άρθρο 3, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απονέμει στην Ένωση στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής. Με το δεύτερο προβάλλεται, επικουρικώς, παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

38      Η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο επισημαίνουν, κατ’ αρχάς, ότι η αποκλειστική αρμοδιότητα που το άρθρο 3, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απονέμει στην Ένωση στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής περιλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 207, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ τις εμπορικές πτυχές της διανοητικής ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, η Ένωση είναι η μόνη αρμόδια να διαπραγματευθεί διεθνείς συμφωνίες που αφορούν τη διανοητική ιδιοκτησία, εφόσον είναι σαφές, λαμβανομένων υπόψη του σκοπού και του περιεχομένου τους, ότι εμφανίζουν ειδικό σύνδεσμο με τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές, για παράδειγμα, διευκολύνοντας τις συναλλαγές αυτές μέσω ομοιόμορφων κανόνων. Κατά συνέπεια, η αποκλειστική αυτή αρμοδιότητα όχι μόνο δεν περιορίζεται στις συμφωνίες σχετικά με την εναρμόνιση της προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας που αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), αλλά περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και άλλες συμφωνίες, των οποίων η περιπτωσιολογική ανάλυση καταδεικνύει ότι προορίζονται κυρίως να προάγουν, επί τη βάσει της αμοιβαιότητας, τις εμπορευματικές συναλλαγές και τις συναλλαγές υπηρεσιών με τρίτα κράτη, διασφαλίζοντας για τα ως άνω εμπορεύματα ή υπηρεσίες τον ίδιο βαθμό προστασίας με αυτόν που απολαύουν ήδη στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς.

39      Εν συνεχεία, η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο υποστηρίζουν ότι, εν προκειμένω, το σχέδιο αναθεωρημένης Συμφωνίας εμφανίζει ειδικό σύνδεσμο με τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές ομοίως προς τη Συμφωνία της Λισσαβώνας. Βεβαίως, το σχέδιο αυτό Συμφωνίας δεν έχει προοίμιο το οποίο να εκθέτει ρητώς τον σκοπό του. Εντούτοις, η ανάλυση των όρων του σχεδίου και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καταδεικνύει ότι αντικείμενο και αποτέλεσμά του είναι η εφαρμογή, υπέρ των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων εκάστου συμβαλλομένου μέρους, συστήματος διεθνούς καταχωρίσεως, το οποίο διασφαλίζει τη νομική προστασία τους, στο έδαφος όλων των συμβαλλομένων μερών, κατά ενδεχόμενων χρήσεων που θα μπορούσαν να θίξουν την ακεραιότητά τους ή τη φήμη τους και, συνακολούθως, να βλάψουν τη διάθεση των αντίστοιχων προϊόντων στο εμπόριο στην αλλοδαπή. Με τον τρόπο αυτό, το εν λόγω σχέδιο βελτιώνει την προστασία των εξαγωγών των ως άνω προϊόντων από την Ένωση προς τρίτα κράτη, η οποία, ελλείψει αυτού, θα εξηρτάτο από καταχώριση σε κάθε χώρα και, κατά συνέπεια, από μεταβλητές νομικές εγγυήσεις. Επομένως, ένα τέτοιο σχέδιο εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής, τούτο δε ακόμη και αν το σύστημα προστασίας που πρόκειται να εγκαθιδρύσει θα εφαρμόζεται από τις αρχές των κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 291, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Εξάλλου, η Ένωση έχει ήδη συνάψει μόνη, επί τη βάσει του άρθρου 207 ΣΛΕΕ, ορισμένες διεθνείς συμφωνίες σχετικά με την προστασία των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων, το δε Συμβούλιο, το οποίο δεν αμφισβητεί την ύπαρξη της πρακτικής αυτής, δεν τεκμηριώνει τους λόγους για τους οποίους απέκλινε από αυτήν εν προκειμένω.

40      Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο υποστηρίζουν, τέλος, ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο ότι το σχέδιο αναθεωρημένης Συμφωνίας ενέπιπτε στην προσέγγιση των νομοθεσιών στην εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 114 ΣΛΕΕ, και, ως εκ τούτου, σε συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών. Υποστηρίζουν ότι, από αυτήν την άποψη, το Συμβούλιο προέβη σε εσφαλμένο παραλληλισμό της εξωτερικής και της εσωτερικής αρμοδιότητας της Ένωσης. Ειδικότερα, η αρμοδιότητα της Ένωσης να διαπραγματευθεί το σχέδιο αναθεωρημένης Συμφωνίας μπορεί να θεμελιωθεί στην κοινή εμπορική πολιτική μολονότι, αφενός, οι κοινοί κανόνες της Ένωσης στον τομέα της προστασίας των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων στηρίζονται, από την πλευρά τους, στην κοινή γεωργική πολιτική, καθώς και στην προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, και, αφετέρου, οι αρμοδιότητες της Ένωσης στον τομέα αυτό έχουν ασκηθεί, στο παρόν στάδιο, μόνον όσον αφορά τις ονομασίες προελεύσεως και τις γεωγραφικές ενδείξεις για τα γεωργικά προϊόντα, σε αντίθεση προς εκείνες που αφορούν τα μη γεωργικά προϊόντα.

41      Το Συμβούλιο και το σύνολο των παρεμβαινόντων κρατών μελών υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι το σχέδιο αναθεωρημένης Συμφωνίας δεν εμπίπτει στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και ότι η Ένωση δεν έχει, ως εκ τούτου, αποκλειστική αρμοδιότητα για να το διαπραγματευθεί.

42      Συναφώς, το Συμβούλιο και όλα τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι μια διεθνής συμφωνία, της οποίας η διαπραγμάτευση πρόκειται να γίνει σε πλαίσιο διαφορετικό από αυτό του ΠΟΕ και η οποία έχει ως αντικείμενο ζητήματα διανοητικής ιδιοκτησίας που δεν εμπίπτουν στη Συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1Γ της Συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ που υπογράφηκε στο Μαρακές στις 15 Απριλίου 1994 και εγκρίθηκε με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με την εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σύναψη των συμφωνιών που απέρρευσαν από τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις του Γύρου της Ουρουγουάης (1986-1994) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 1), αφορά τις εμπορικές πτυχές της διανοητικής ιδιοκτησίας, κατά την έννοια του άρθρου 207, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, πρέπει η εν λόγω διεθνής συμφωνία να εμφανίζει ειδικό σύνδεσμο με τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές.

43      Εν προκειμένω όμως το σχέδιο αναθεωρημένης Συμφωνίας δεν εντάσσεται σε πλαίσιο βάσει του οποίου θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι εμφανίζει τέτοιο ειδικό σύνδεσμο. Ειδικότερα, κατ’ αρχάς, την ευθύνη για τη διαχείρισή του έχει η ΠΟΠΙ, ενώ από τη Σύμβαση που ίδρυσε την Οργάνωση αυτή προκύπτει ότι πρωταρχικός σκοπός της ΠΟΠΙ είναι η προώθηση της λήψεως μέτρων για τη βελτίωση της προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας καθώς και την εναρμόνιση των εθνικών ρυθμίσεων στον τομέα αυτόν. Εν συνεχεία, το ίδιο το σχέδιο αναθεωρημένης Συμφωνίας έχει ως σκοπό όχι να διευκολύνει τις εμπορικές συναλλαγές, επεκτείνοντας τις κανονιστικές ρυθμίσεις της Ένωσης σε τρίτα κράτη, αλλά, όπως οι κοινοί κανόνες που θεσπίζει η Ένωση επί τη βάσει του άρθρου 114 ΣΛΕΕ σχετικά με τις ονομασίες προελεύσεως και τις γεωγραφικές ενδείξεις, να εγκαθιδρύσει μηχανισμό διατηρήσεως των παραδοσιακών μεθόδων παραγωγής και ενημερώσεως των καταναλωτών, εφαρμοστέο στο σύνολο των συμβαλλομένων μερών, περιλαμβανομένης και της Ένωσης, εφόσον αυτή προσχωρήσει. Τέλος, η εξέταση του περιεχομένου του σχεδίου αυτού επιβεβαιώνει ότι το σχέδιο εμπίπτει στην αρμοδιότητα που προβλέπεται στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ, καθόσον αποσκοπεί στην καθιέρωση ενιαίου διαδικαστικού πλαισίου προστασίας των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων, η δε καθιέρωση του πλαισίου αυτού μόνο δευτερογενώς και εμμέσως μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές με αντικείμενο προϊόντα για τα οποία έχει καταχωριστεί ονομασία προελεύσεως ή γεωγραφική ένδειξη.

44      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι κατάλληλη ουσιαστική νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι το άρθρο 207 ΣΛΕΕ και όχι το άρθρο 114 ΣΛΕΕ, η εσφαλμένη αναφορά του εν λόγω άρθρου θα πρέπει να θεωρηθεί τυπική πλημμέλεια που δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ακύρωση της αποφάσεως αυτής. Ειδικότερα, και στις δύο περιπτώσεις, το Συμβούλιο θεωρεί ότι, αφενός, ορθώς επέλεξε το άρθρο 218 ΣΛΕΕ ως διαδικαστική νομική βάση της εν λόγω αποφάσεως και, αφετέρου, ότι τήρησε τις συναφείς διαδικαστικές απαιτήσεις εκδίδοντας την απόφαση αυτή με ειδική πλειοψηφία.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

45      Για την επίλυση της διαφοράς μεταξύ της Επιτροπής, που υποστηρίζεται από το Κοινοβούλιο, και του Συμβουλίου, που υποστηρίζεται από τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη, πρέπει να εξεταστεί αν το σχέδιο αναθεωρημένης Συμφωνίας εμπίπτει στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής.

46      Στον τομέα αυτό, το άρθρο 3, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απονέμει στην Ένωση αποκλειστική αρμοδιότητα.

47      Κατά το άρθρο 207, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η κοινή εμπορική πολιτική διαμορφώνεται βάσει ενιαίων αρχών, μεταξύ άλλων όσον αφορά τις εμπορικές πτυχές της διανοητικής ιδιοκτησίας, και ασκείται στο πλαίσιο των αρχών και των στόχων της εξωτερικής δράσης της Ένωσης.

48      Από την ως άνω διάταξη, κατά την οποία η κοινή εμπορική πολιτική εντάσσεται στην εξωτερική δράση της Ένωσης προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω πολιτική αφορά τις εμπορικές συναλλαγές με τα τρίτα κράτη και όχι τις συναλλαγές στην εσωτερική αγορά [απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Daiichi Sankyo και Sanofi-Aventis Deutschland, C-414/11, EU:C:2013:520, σκέψη 50, και γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών με τη Σινγκαπούρη), της 16ης Μαΐου 2017, EU:C:2017:376, σκέψη 35].

49      Ως προς το ζήτημα αυτό, κατά πάγια νομολογία, οι διεθνείς δεσμεύσεις που αναλαμβάνει η Ένωση στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας εμπίπτουν στην κοινή εμπορική πολιτική οσάκις εμφανίζουν ειδικό σύνδεσμο με τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές, υπό την έννοια ότι προορίζονται κυρίως να προάγουν, να διευκολύνουν ή να διέπουν τις ως άνω συναλλαγές και έχουν ευθείες και άμεσες συνέπειες επ’ αυτών [γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών με τη Σινγκαπούρη), της 16ης Μαΐου 2017, EU:C:2017:376, σκέψη 112 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

50      Εμπίπτει ιδίως στην πολιτική αυτή διεθνής συμφωνία με αντικείμενο τη διασφάλιση και την οργάνωση της προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στο έδαφος των συμβαλλομένων μερών, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως [απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Daiichi Sankyo και Sanofi-Aventis Deutschland, C-414/11, EU:C:2013:520, σκέψεις 58 έως 61, και γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών με τη Σινγκαπούρη), της 16ης Μαΐου 2017, EU:C:2017:376, σκέψεις 116, 121, 122, 125 και 127]

51      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι σκοπός της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως προκύπτει από τον τίτλο της, είναι να παράσχει εξουσιοδότηση για την έναρξη διαπραγματεύσεων σχετικά με το σχέδιο αναθεωρημένης Συμφωνίας, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί αν το σχέδιο αυτό προορίζεται κυρίως να προάγει, να διευκολύνει ή να διέπει τις εμπορικές συναλλαγές της Ένωσης με τρίτα κράτη και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, αν έχει ευθείες και άμεσες συνέπειες επ’ αυτών.

52      Όσον αφορά, πρώτον, τον σκοπό του σχεδίου αναθεωρημένης Συμφωνίας, διαπιστώνεται ευθύς εξαρχής ότι αυτός δεν εξαγγέλλεται ρητώς ούτε σε προοίμιο ούτε σε άρθρο στο σώμα της Συμφωνίας.

53      Ελλείψει τέτοιας ρητής αναφοράς, ο σκοπός αυτός πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του συμβατικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το εν λόγω σχέδιο.

54      Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται, αφενός, ότι το σχέδιο αναθεωρημένης Συμφωνίας αποβλέπει, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην τροποποίηση της Συμφωνίας της Λισσαβώνας. Αφετέρου, η ίδια η Συμφωνία της Λισσαβώνας αποτελεί συμφωνία βάσει του άρθρου 19 της Συμβάσεως των Παρισίων, η οποία συνήφθη, όπως προκύπτει από τα άρθρα 1 και 4 αυτής, για να συμπληρώσει τη Σύμβαση αυτή.

55      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο σκοπός του σχεδίου αναθεωρημένης Συμφωνίας πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένης υπόψη, πρωτίστως, της Συμβάσεως των Παρισίων, η οποία αποτελεί πηγή και θεμέλιο δέσμης συμβατικών κειμένων, της οποίας το ως άνω σχέδιο αποτελεί απλώς το πλέον πρόσφατο στοιχείο.

56      Όπως προκύπτει από τα άρθρα 1 και 2 της Συμβάσεως αυτής, αντικείμενο της είναι η σύσταση ένωσης για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας και η προάσπιση της προστασίας των διαφόρων μορφών βιομηχανικής ιδιοκτησίας που αναγνωρίζονται στους υπηκόους των κρατών που συμμετέχουν στην ένωση αυτή, συμπεριλαμβανομένων των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων, με τη διασφάλιση αμοιβαίας εθνικής μεταχειρίσεώς τους.

57      Επιπλέον, η Σύμβαση των Παρισίων προορίζεται κυρίως να προάγει και να διευκολύνει τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές. Πράγματι, η Σύμβαση αυτή, όπως προκύπτει από το προοίμιό της, συνήφθη με σκοπό την προστασία της βιομηχανίας και του εμπορίου και την ενίσχυση της συναλλακτικής πίστεως στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλομένων σε αυτήν κρατών. Συνεπώς, η ισοδύναμη και ομοιογενής προστασία των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας την οποία παρέχει η ως άνω Σύμβαση στους υπηκόους των κρατών αυτών έχει εν τέλει ως σκοπό να τους παράσχει τη δυνατότητα να συμμετέχουν επί ίσοις όροις στο διεθνές εμπόριο.

58      Λαμβανομένου υπόψη του συμβατικού πλαισίου για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει, εν συνεχεία, να ληφθεί υπόψη η Συμφωνία της Λισσαβώνας, η οποία συστήνει μια ειδική ένωση με σκοπό τη συμπλήρωση της Συμβάσεως των Παρισίων στον ειδικό τομέα των ονομασιών προελεύσεως.

59      Ειδικότερα, η Συμφωνία αυτή έχει ως αντικείμενο τη θέσπιση, επιπλέον της γενικής προστασίας που εγγυάται η Σύμβαση των Παρισίων, ειδικού συστήματος βάσει του οποίου οι ονομασίες προελεύσεως που προστατεύονται σε ένα κράτος της ειδικής ένωσης δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο διεθνούς καταχωρίσεως με την οποία διασφαλίζεται η προστασία τους από κάθε αθέμιτη χρήση ή παραποίηση σε όλα τα λοιπά κράτη της ως άνω ειδικής ένωσης.

60      Όσον αφορά τον σκοπό της και όπως εξέθεσε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 79 των προτάσεών του, επισημαίνεται ότι η ειδική προστασία των ονομασιών προελεύσεως που προβλέπει η Συμφωνία της Λισσαβώνας δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά μέσο που υπηρετεί τον σκοπό αναπτύξεως καλόπιστων εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Πράγματι, το ομοιογενές επίπεδο προστασίας που θεσπίζει η Συμφωνία αυτή στο έδαφος όλων των συμβαλλομένων κρατών έχει σκοπό να προαγάγει την επί ίσοις όροις συμμετοχή των οικονομικών φορέων που αυτή αφορά στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των εν λόγω κρατών.

61      Τέλος, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 17 και 18 της παρούσας αποφάσεως, το σχέδιο αναθεωρημένης Συμφωνίας έχει σκοπό να διατηρήσει τους σκοπούς και τις αρχές της Συμφωνίας της Λισσαβώνας, συμπληρώνοντάς την σε ορισμένα σημεία ώστε να τη βελτιώσει και να την καταστήσει πιο ελκυστική. Προς τούτο, το ως άνω σχέδιο προβλέπει ιδίως την επέκταση του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής της εν λόγω Συμφωνίας στις γεωγραφικές ενδείξεις, τη διευκρίνιση ουσιαστικών και διαδικαστικών πτυχών της διασφαλιζόμενης προστασίας των ενδείξεων αυτών και των ονομασιών προελεύσεως, καθώς και την παροχή στην Ένωση της δυνατότητας να προσχωρήσει στη Συμφωνία.

62      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το σχέδιο αναθεωρημένης συμφωνίας, κατά το μέτρο που έχει ως κύριο σκοπό να ενισχύσει το σύστημα που θεσπίστηκε με τη Συμφωνία της Λισσαβώνας και να επεκτείνει, στο πλαίσιο της ειδικής ένωσης που συστάθηκε με αυτήν, την εκεί προβλεπόμενη ειδική προστασία και στις γεωγραφικές ενδείξεις, ως συμπλήρωμα της προστασίας που διασφαλίζει η Συμφωνία των Παρισίων στις διάφορες μορφές βιομηχανικής ιδιοκτησίας, εντάσσεται στο πλαίσιο του γενικού σκοπού της δέσμης συμβατικών κειμένων στην οποία ανήκει, όπως αυτός διευκρινίστηκε στις σκέψεις 57 και 60 της παρούσας αποφάσεως, ειδικότερα δε πρέπει να γίνει δεκτό ότι έχει ως σκοπό, από την άποψη του δικαίου της Ένωσης, να διευκολύνει και να διέπει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της ιδίας και των τρίτων κρατών που είναι συμβαλλόμενα μέρη στην εν λόγω Συμφωνία.

63      Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να κλονιστεί από το επιχείρημα του Συμβουλίου ότι την ευθύνη διαχειρίσεως του σχεδίου αναθεωρημένης Συμφωνίας, από την έναρξη ισχύος του και μετά, θα έχει η ΠΟΠΙ, όπως ήδη συμβαίνει με τη Συμφωνία της Λισσαβώνας.

64      Ομολογουμένως, το ως άνω σχέδιο αναθέτει στο Διεθνές Γραφείο της ΠΟΠΙ τη διαχείριση ενός από τα συστατικά στοιχεία της προτεινόμενης διεθνούς συμφωνίας, ήτοι του θεσπιζόμενου συστήματος διεθνούς καταχωρίσεως των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων. Αληθεύει επίσης ότι τη γενικότερη διαχείριση της διεθνούς αυτής συμφωνίας θα έχει η Οργάνωση αυτή. Εντούτοις, οι ειδικότερες ρυθμίσεις που προβλέπει μια διεθνής συμφωνία για τη διασφάλιση της μελλοντικής εφαρμογής και διαχειρίσεώς της πρέπει να εξετάζονται βάσει των σκοπών που οδήγησαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη σύναψη της συμφωνίας αυτής και όχι το αντίστροφο.

65      Όσον αφορά, δεύτερον, τις συνέπειες του σχεδίου αναθεωρημένης Συμφωνίας, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός και μόνον ότι πράξη της Ένωσης, όπως μια διεθνής συμφωνία την οποία έχει συνάψει, ενδέχεται να έχει ορισμένες συνέπειες για τις διεθνείς συναλλαγές δεν αρκεί ώστε να συναχθεί ότι η πράξη αυτή πρέπει να ενταχθεί στην κατηγορία των πράξεων εκείνων που εμπίπτουν στην κοινή εμπορική πολιτική. Μια τέτοια πράξη, εκτός από την εξετασθείσα στις σκέψεις 52 έως 64 της παρούσας αποφάσεως προϋπόθεση περί του να προορίζεται κυρίως να προάγει, να διευκολύνει ή να διέπει τις ως άνω συναλλαγές, πρέπει επίσης να έχει ευθείες και άμεσες συνέπειες επί των συναλλαγών αυτών [αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Daiichi Sankyo και Sanofi-Aventis Deutschland, C-414/11, EU:C:2013:520, σκέψη 51, καθώς και της 22ας Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C-137/12, EU:C:2013:675, σκέψη 57, και γνωμοδότηση 3/15 (Συνθήκη του Μαρακές για την πρόσβαση σε δημοσιευμένα έργα), της 14ης Φεβρουαρίου 2017, EU:C:2017:114, σκέψη 61].

66      Ως προς το ζήτημα αυτό, διαπιστώνεται ότι το προβλεπόμενο στο σχέδιο αναθεωρημένης Συμφωνίας σύστημα αμοιβαίας προστασίας των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε τρία σύνολα διατάξεων.

67      Κατ’ αρχάς, κάθε συμβαλλόμενο μέρος υποχρεούται να θεσπίσει σύνολο ουσιαστικών κανόνων οι οποίοι, αφενός, να απαγορεύουν χρήση των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων που προστατεύονται ήδη στο έδαφος ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη η οποία να είναι βλαπτική των συμφερόντων των δικαιούχων των ονομασιών ή των ενδείξεων αυτών ή της φήμης των προϊόντων για τα οποία αυτές έχουν αναγνωριστεί (άρθρο 11) και, αφετέρου, να εμποδίζουν τη μετάπτωση των ονομασιών ή των ενδείξεων αυτών σε κοινές (άρθρο 12).

68      Εν συνεχεία, προβλέπεται υποχρέωση των συμβαλλομένων μερών να θεσπίσουν, στο πλαίσιο της έννομης τάξεώς τους, διαδικαστικούς ή δικονομικούς κανόνες οι οποίοι να παρέχουν τη δυνατότητα σε κάθε ενδιαφερόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ζητεί από τις αρμόδιες διοικητικές ή δικαστικές αρχές να επιβάλουν τη τήρηση της προστασίας που προβλέπει το σχέδιο αναθεωρημένης Συμφωνίας για τις ως άνω ονομασίες προελεύσεως ή γεωγραφικές ενδείξεις, καθώς και να στρέφεται κατά των προσώπων που προσβάλλουν τις ονομασίες ή ενδείξεις αυτές ή να ζητεί τη δίωξή τους (άρθρο 14).

69      Τέλος, βάσει του σχεδίου αναθεωρημένης Συμφωνίας, οι δικαιούχοι των εν λόγω ονομασιών προελεύσεως και γεωγραφικών ενδείξεων μπορούν να τυγχάνουν της προστασίας που διασφαλίζουν οι διάφορες διατάξεις των οποίων έγινε αναφορά στις δύο προηγούμενες σκέψεις χάρη σε μηχανισμό ενιαίας καταχωρίσεως, ο οποίος ισχύει για ολόκληρη την ειδική ένωση την οποία συστήνει η Συμφωνία της Λισσαβώνας (άρθρα 5 έως 8).

70      Λαμβανομένου υπόψη του μηχανισμού ενιαίας καταχωρίσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διεθνής συμφωνία την οποία προαναγγέλλει το σχέδιο αναθεωρημένης Συμφωνίας θα έχει ως ευθεία και άμεση συνέπεια την τροποποίηση των όρων υπό τους οποίους οργανώνονται οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της Ένωσης και των λοιπών συμβαλλομένων μερών στη διεθνή αυτή συμφωνία, απαλλάσσοντας τους συναλλασσόμενους κατασκευαστές από την επί του παρόντος υποχρεωτική, προς αντιμετώπιση των συνδεόμενων με τις συναλλαγές αυτές νομικών και οικονομικών κινδύνων, κατάθεση, σε κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, αιτήσεως καταχωρίσεως των ονομασιών προελεύσεως και των γεωγραφικών ενδείξεων που χρησιμοποιούν.

71      Επιπλέον, οι διατάξεις που περιγράφηκαν στις σκέψεις 67 και 68 της παρούσας αποφάσεως θα έχουν ευθείες και άμεσες συνέπειες επί των συναλλαγών μεταξύ της Ένωσης και των αντίστοιχων τρίτων κρατών, παρέχοντας στο σύνολο των κατασκευαστών, αλλά και σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τα αναγκαία μέσα για να επιτύχουν, υπό ομοιογενείς ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις, την αποτελεσματική τήρηση της προστασίας που διασφαλίζει το σχέδιο αναθεωρημένης Συμφωνίας για τα δικαιώματά τους βιομηχανικής ιδιοκτησίας σε περίπτωση βλαπτικής ή αθέμιτης χρήσεως ονομασίας προελεύσεως ή γεωγραφικής ενδείξεως στην αλλοδαπή.

72      Η ως άνω εκτίμηση των αποτελεσμάτων του σχεδίου αναθεωρημένης Συμφωνίας επιρρωννύεται από το σκεπτικό με βάση το οποίο το Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής θέσεως που κατέχει η προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, εν γένει, και στην πάταξη του παράνομου εμπορίου, ειδικότερα, ένα σχέδιο διεθνούς συμφωνίας το οποίο προέβλεπε τη θέσπιση μηχανισμού καταχωρίσεως και συστήματος αμοιβαίας προστασίας των γεωγραφικών ενδείξεων των συμβαλλομένων μερών κατά πράξεων αθέμιτου ανταγωνισμού, ανάλογου προς τα επίμαχα εν προκειμένω, δύναται να έχει ευθείες και άμεσες συνέπειες επί των εμπορικών συναλλαγών [γνωμοδότηση 2/15 (Συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών με τη Σινγκαπούρη), της 16ης Μαΐου 2017, EU:C:2017:376, σκέψη 127].

73      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα αποτελέσματα του σχεδίου αναθεωρημένης Συμφωνίας επί των συναλλαγών μεταξύ της Ένωσης και των τρίτων κρατών που θα προσχωρήσουν σε αυτό πληρούν τις απαιτήσεις της νομολογίας που εκτέθηκε στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως.

74      Συνεπώς, από την εξέταση του ως άνω σχεδίου προκύπτει, αφενός, ότι προορίζεται κυρίως να διευκολύνει και να διέπει τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της Ένωσης και τρίτων κρατών και, αφετέρου, ότι δύναται να έχει ευθείες και άμεσες συνέπειες επί των συναλλαγών αυτών, οπότε η διαπραγμάτευσή του εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα που το άρθρο 3, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απονέμει στην Ένωση στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής κατά το άρθρο 201, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

75      Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο, αφενός, έκρινε εσφαλμένως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέπιπτε στην προσέγγιση των νομοθεσιών στον τομέα της εσωτερικής αγοράς και, άρα, σε συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης και των κρατών μελών της και, αφετέρου, κακώς στήριξε την απόφαση αυτή στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ, καθώς και στο άρθρο 218, παράγραφοι 3 και 4, ΣΛΕΕ.

76      Το σφάλμα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί απλή τυπική πλημμέλεια, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο. Πράγματι, αυτό είχε ιδίως ως αποτέλεσμα το Συμβούλιο να μη λάβει υπόψη τις διαδικαστικές ρυθμίσεις που προβλέπει το άρθρο 207, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ειδικά για τη διαπραγμάτευση διεθνών συμφωνιών στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής και, πρωτίστως, εκείνες που αφορούν τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων από την Επιτροπή, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 86 και 89 των προτάσεών του.

77      Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που προέβαλε η Επιτροπή προς στήριξη της προσφυγής της.

 Επί του αιτήματος διατηρήσεως των αποτελεσμάτων της προσβαλλομένης αποφάσεως

78      Κατά το άρθρο 264, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αν η προσφυγή είναι βάσιμη, το Δικαστήριο κηρύσσει την προσβαλλόμενη απόφαση άκυρη.

79      Σύμφωνα με το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

80      Πάντως, κατά το άρθρο 264, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, τα αποτελέσματα της ακυρωτέας πράξεως που θεωρούνται οριστικά.

81      Το Δικαστήριο μπορεί να κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής, για λόγους ασφάλειας δικαίου, ιδίως στην περίπτωση που η ακύρωση πράξεως του Συμβουλίου, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης στο άρθρο 218 ΣΛΕΕ διαδικασίας για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη διεθνών συμφωνιών, θα είχε ως συνέπεια να αμφισβητηθεί η συμμετοχή της Ένωσης στην οικεία διεθνή συμφωνία ή στην εφαρμογή της συμφωνίας αυτής, ενώ η συναφής αρμοδιότητα της Ένωσης ουδέποτε τέθηκε εν αμφιβόλω (βλ., όσον αφορά αποφάσεις για την υπογραφή διεθνών συμφωνιών, αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C-137/12, EU:C:2013:675, σκέψεις 80 και 81, της 24ης Ιουνίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C-658/11, EU:C:2014:2025, σκέψη 90, καθώς και της 28ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C-28/12, EU:C:2015:282, σκέψεις 61 και 62).

82      Εν προκειμένω, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διατηρήσει, σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα αποτελέσματά της προκειμένου να μην τεθεί υπό αμφισβήτηση το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ενόψει των οποίων εκδόθηκε, τούτο δε μέχρι τη θέση σε ισχύ αποφάσεως του Συμβουλίου βάσει των άρθρων 207 και 218 ΣΛΕΕ, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

83      Κατά το μέτρο που, αφενός, οι διαπραγματεύσεις αυτές κατέληξαν, μετά τη θέση σε ισχύ της εν λόγω αποφάσεως, στην υιοθέτηση της πράξεως της Γενεύης περί της Συμφωνίας της Λισσαβώνας σχετικά με τις ονομασίες προελεύσεως και τις γεωγραφικές ενδείξεις και, αφετέρου, δεν τίθεται εν αμφιβόλω η αρμοδιότητα της Ένωσης για συμμετοχή στην υιοθέτηση της πράξεως αυτής, το αίτημα της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτό.

84      Κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να διατηρηθούν μέχρι τη θέση σε ισχύ αποφάσεως του Συμβουλίου βάσει των άρθρων 207 και 218 ΣΛΕΕ, εντός ευλόγου προθεσμίας μη δυνάμενης να υπερβεί τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

85      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Συμβουλίου στα δικαστικά έξοδα και το Συμβούλιο ηττήθηκε, επιβάλλεται η καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα.

86      Εξάλλου, το άρθρο 140, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού ορίζει ότι τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Εν προκειμένω, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Σλοβακική Δημοκρατία, το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και το Κοινοβούλιο φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση 8512/15 του Συμβουλίου, της 7ης Μαΐου 2015, με την οποία παρέχεται εξουσιοδότηση για την έναρξη διαπραγματεύσεων σχετικά με αναθεωρημένη Συμφωνία της Λισσαβώνας για τις ονομασίες προέλευσης και τις γεωγραφικές ενδείξεις όσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2)      Τα αποτελέσματα της αποφάσεως 8512/15 διατηρούνται μέχρι τη θέση σε ισχύ αποφάσεως του Συμβουλίου βάσει των άρθρων 207 και 218 ΣΛΕΕ, εντός εύλογης προθεσμίας μη δυνάμενης να υπερβεί τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας αποφάσεως.

3)      Καταδικάζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

4)      Η Τσεχική Δημοκρατία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Σλοβακική Δημοκρατία, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, καθώς και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.