Language of document : ECLI:EU:C:2016:656

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 (1)

Διαδικασία για την έκδοση γνωμοδοτήσεως 1/15

(αίτηση γνωμοδοτήσεως υποβληθείσα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο)

«Αίτηση γνωμοδοτήσεως – Παραδεκτό – Σχέδιο Συμφωνίας μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και την επεξεργασία δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών – Δεδομένα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών [Passenger Name Record (PNR)] – Συμβατότητα του σχεδίου Συμφωνίας με το άρθρο 16 ΣΛΕΕ και με τα άρθρα 7, 8 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Νομική βάση»






Περιεχόμενα



I – Εισαγωγή

II – Το νομικό πλαίσιο

III – Το ιστορικό της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

V – Επί του παραδεκτού της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως

VI – Επί της προσήκουσας νομικής βάσεως για την πράξη περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας (δεύτερο ερώτημα)

Α – Σύνοψη της επιχειρηματολογίας του Κοινοβουλίου και των λοιπών μετεχόντων στη διαδικασία

Β – Ανάλυση

1. Επί του σκοπού και του περιεχομένου της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας

2. Επί της προσήκουσας νομικής βάσεως

α) Επί της ορθότητας του άρθρου 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ

β) Επί της ανάγκης θεμελιώσεως της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας στο άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

VII – Επί της συμβατότητας της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη (πρώτο ερώτημα)

Α – Σύνοψη της αιτήσεως και των παρατηρήσεων του Κοινοβουλίου καθώς και των παρατηρήσεων των λοιπών μετεχόντων στη διαδικασία

1. Σύνοψη της αιτήσεως και των παρατηρήσεων του Κοινοβουλίου

2. Σύνοψη των παρατηρήσεων των λοιπών μετεχόντων στη διαδικασία

Β – Ανάλυση

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

2. Επί της υπάρξεως επεμβάσεως στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη

3. Επί της δικαιολογήσεως της επεμβάσεως στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη

α) Επέμβαση «που προβλέπεται από το νόμο», κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη

β) Επέμβαση που ανταποκρίνεται σε στόχο γενικού ενδιαφέροντος

γ) Επί της αναλογικότητας της επεμβάσεως την οποία συνεπάγεται η σχεδιαζόμενη Συμφωνία

i) Γενικές σκέψεις

ii) Επί της προσφορότητας της επεμβάσεως για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία σκοπού δημόσιας ασφάλειας

iii) Επί του αυστηρώς αναγκαίου χαρακτήρα της επεμβάσεως

– Επί των κατηγοριών δεδομένων PNR τις οποίες αφορά η σχεδιαζόμενη Συμφωνία

– Επί του αρκούντως ακριβούς χαρακτήρα του σκοπού για τον οποίο επιτρέπεται η επεξεργασία δεδομένων PNR

– Επί του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας

– Επί του καθορισμού της αρμόδιας αρχής για την επεξεργασία δεδομένων PNR

– Επί της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων PNR

– Επί της προσβάσεως στα δεδομένα PNR

– Επί της διατηρήσεως των δεδομένων PNR

– Επί της κοινοποιήσεως και της μεταγενέστερης διαβιβάσεως των δεδομένων PNR

– Επί των μέτρων εποπτείας και διοικητικού και δικαστικού ελέγχου

VIII – Πρόταση


I –    Εισαγωγή

1.        Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση γνωμοδοτήσεως αναφορικά με τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (στο εξής: σχεδιαζόμενη Συμφωνία), προκειμένου να μπορέσει να εξετάσει το αίτημα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο υποβλήθηκε τον Ιούλιο του 2014, για έγκριση από το Κοινοβούλιο της προτάσεως αποφάσεως για τη σύναψη της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας (2).

2.        Συνοπτικά, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία προβλέπει ότι τα δεδομένα από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (Passenger Name Record, στο εξής: δεδομένα PNR), τα οποία συλλέγουν οι αερομεταφορείς από τους επιβάτες ενόψει των κρατήσεων πτήσεων μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαβιβάζονται στις αρμόδιες καναδικές αρχές, οι οποίες ακολούθως τα επεξεργάζονται και τα χρησιμοποιούν με σκοπό την πρόληψη και την ανίχνευση τρομοκρατικών αδικημάτων ή άλλων σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων, ενώ παράλληλα καθιερώνει σειρά εγγυήσεων για τον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των επιβατών.

3.        Η αίτηση γνωμοδοτήσεως, η οποία αφορά, αφενός, τη συμβατότητα της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας με το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης και, αφετέρου, την προσήκουσα νομική βάση για την απόφαση του Συμβουλίου περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, έχει ως εξής:

«Είναι συμβατή η σχεδιαζόμενη Συμφωνία με τις διατάξεις των Συνθηκών (άρθρο 16 ΣΛΕΕ) και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρα 7, 8 και 52, παράγραφος 1), όσον αφορά το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που έχουν τα φυσικά πρόσωπα;

Αποτελούν τα άρθρα 82, παράγραφος 1, [στοιχείο] δʹ, ΣΛΕΕ και 87, παράγραφος 2, [στοιχείο] αʹ, ΣΛΕΕ την προσήκουσα νομική βάση για την πράξη του Συμβουλίου περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας ή η πράξη αυτή πρέπει να έχει ως βάση το άρθρο 16 ΣΛΕΕ;»

4.        Η απάντηση του Δικαστηρίου επί της αιτήσεως αυτής, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της, θα έχει κατ’ ανάγκην συνέπειες για τις λεγόμενες συμφωνίες PNR οι οποίες ισχύουν ήδη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Αυστραλίας (3) και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (4), καθώς και για το μελλοντικό «καθεστώς PNR» εντός της ίδιας της Ένωσης, το οποίο εγκρίθηκε πρόσφατα από το Κοινοβούλιο, ενώ η παρούσα διαδικασία βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη (5).

5.        Η παρούσα αίτηση γνωμοδοτήσεως καθιστά αναγκαία την εξέταση καινοφανών και λεπτών ζητημάτων.

6.        Όσον αφορά τον προσδιορισμό της προσήκουσας νομικής βάσεως για την πράξη περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, με την αίτηση αυτή το Δικαστήριο καλείται, μεταξύ άλλων, να εξετάσει για πρώτη φορά το περιεχόμενο του άρθρου 16, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο εισήχθη δυνάμει της Συνθήκης της Λισσαβώνας, καθώς και τη σχέση του άρθρου αυτού με τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (στο εξής: ΧΕΑΔ). Συναφώς, όπως θα καταδείξω στις παρούσες προτάσεις (6), οι επιδιωκόμενοι με τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία σκοποί και το περιεχόμενο αυτής είναι αλληλένδετα, οπότε έχω τη γνώμη ότι η πράξη περί συνάψεως της εν λόγω Συμφωνίας πρέπει να θεμελιωθεί τόσο στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ όσο και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ.

7.        Το Δικαστήριο καλείται, επίσης για πρώτη φορά, να αποφανθεί επί της συμβατότητας σχεδίου διεθνούς συμφωνίας με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), και ειδικότερα με τα δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, τον οποίο εγγυάται το άρθρο 7, και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την οποία διασφαλίζει το άρθρο 8. Χωρίς αμφιβολία, για την εξέταση του ζητήματος αυτού θα είναι πολύτιμα τα πορίσματα που απορρέουν από τις αποφάσεις της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238), καθώς και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650). Όπως θα εξηγήσω διεξοδικότερα στη συνέχεια, εκτιμώ ότι πρέπει να ακολουθηθεί η οδός την οποία χάραξαν οι ανωτέρω αποφάσεις και να υποβληθεί η σχεδιαζόμενη Συμφωνία σε αυστηρό έλεγχο όσον αφορά την τήρηση των επιταγών των άρθρων 7, 8 και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Παρά ταύτα, δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι το σχέδιο Συμφωνίας επί του οποίου καλείται να αποφανθεί το Δικαστήριο είναι προϊόν διεθνούς διαπραγματεύσεως με τρίτη χώρα, η οποία, ελλείψει ικανοποιητικής συμφωνίας, ενδέχεται να απόσχει από τη σύναψη της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας και θα προτιμήσει, όπως συμβαίνει επί του παρόντος, να εφαρμόζει μονομερώς το δικό της καθεστώς PNR στους αερομεταφορείς που είναι εγκατεστημένοι στην Ένωση και πραγματοποιούν αεροπορικές συνδέσεις με τον Καναδά.

8.        Η ανωτέρω διαπίστωση δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο πρέπει να ελαττώσει τον βαθμό επαγρυπνήσεως που έχει επιδείξει όσον αφορά τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται στο δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, την ώρα που, χάρη στις σύγχρονες τεχνολογίες, οι δημόσιες αρχές μπορούν να αναπτύσσουν ιδιαιτέρως περίπλοκες μεθόδους εποπτείας της ιδιωτικής ζωής των ατόμων και αναλύσεως των προσωπικού χαρακτήρα δεδομένων τους στο όνομα της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και των σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων, το Δικαστήριο οφείλει να βεβαιώνεται ότι τα μελετώμενα μέτρα, ακόμα κι αν πρόκειται για σχεδιαζόμενες διεθνείς συμφωνίες, αποτυπώνουν μια ισόρροπη στάθμιση μεταξύ του νόμιμου σκοπού περιφρουρήσεως της δημόσιας ασφάλειας και του, όχι λιγότερο θεμελιώδους, σκοπού παροχής σε κάθε πρόσωπο της δυνατότητας να απολαύει υψηλού επιπέδου προστασίας της ιδιωτικής του ζωής και των δεδομένων που το αφορούν.

9.        Όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, δεν χωρεί αμφιβολία ότι τα συμβαλλόμενα μέρη προσπάθησαν, ενίοτε ανεπαρκώς, να εξισορροπήσουν αυτούς τους δύο άρρηκτα συνδεδεμένους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία. Κατ’ εμέ, η προσπάθεια αυτή είναι επιδοκιμαστέα. Ωστόσο, χωρίς να αμφισβητώ ούτε τον σκοπό ούτε την αναγκαιότητα της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, έχω τη γνώμη, όπως θα διαφανεί από τις παρούσες προτάσεις, ότι, για να είναι συμβατή με τα άρθρα 7, 8 και με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία πρέπει να διορθωθεί και/ή να απαλλαγεί από ορισμένες από τις διατάξεις που περιλαμβάνει επί του παρόντος, ούτως ώστε να μην υπερβαίνει το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού ασφάλειας τον οποίο επιδιώκει.

II – Το νομικό πλαίσιο

10.      Το άρθρο 16 ΣΛΕΕ ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

2.      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, καθώς και από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Η τήρηση των κανόνων αυτών υπόκειται στον έλεγχο ανεξάρτητων αρχών.

[…]»

11.      Το άρθρο 82 ΣΛΕΕ, το οποίο ανήκει στο τρίτο μέρος, τίτλος V, κεφάλαιο 4, της εν λόγω Συνθήκης, κεφάλαιο επιγραφόμενο «Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις», ορίζει τα εξής:

«1.      Η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ένωση θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών και περιλαμβάνει την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών στους τομείς που προβλέπονται στην παράγραφο 2 […]

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, λαμβάνουν μέτρα που αφορούν:

[…]

δ)      τη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των δικαστικών ή άλλων ισοδύναμων αρχών των κρατών μελών κατά την άσκηση ποινικών διώξεων και την εκτέλεση των αποφάσεων.

[…]».

12.      Το άρθρο 87 ΣΛΕΕ, το οποίο ανήκει στο τρίτο μέρος, τίτλος V, κεφάλαιο 5 της εν λόγω Συνθήκης, κεφάλαιο επιγραφόμενο «Αστυνομική συνεργασία», ορίζει τα εξής:

«1.      Η Ένωση αναπτύσσει αστυνομική συνεργασία στην οποία συμμετέχουν όλες οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών και τελωνειακών αρχών και άλλων αρχών επιβολής του νόμου ειδικευμένων στον τομέα της πρόληψης ή της εξακρίβωσης αξιόποινων πράξεων ή της διερεύνησής τους.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, μπορούν να λαμβάνουν μέτρα που αφορούν:

α)      τη συλλογή, αποθήκευση, επεξεργασία, ανάλυση και ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών,

[…]».

13.      Το άρθρο 7 του Χάρτη ορίζει τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του.»

14.      Το άρθρο 8 του Χάρτη έχει ως εξής:

«1.      Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν.

2.      Η επεξεργασία αυτών των δεδομένων πρέπει να γίνεται νομίμως, για καθορισμένους σκοπούς και με βάση τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για άλλους θεμιτούς λόγους που προβλέπονται από το νόμο. Κάθε πρόσωπο δικαιούται να έχει πρόσβαση στα συλλεγέντα δεδομένα που το αφορούν και να επιτυγχάνει τη διόρθωσή τους.

3.      Ο σεβασμός των κανόνων αυτών υπόκειται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής.»

15.      Το άρθρο 52 του Χάρτη, με τίτλο «Εμβέλεια και ερμηνεία των δικαιωμάτων και των αρχών», ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από το νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

[…]»

16.      Το Πρωτόκολλο (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, στα άρθρα 1, 3 και 6α, ορίζει τα εξής:

«Άρθρο 1

Με την επιφύλαξη του άρθρου 3, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεν συμμετέχουν στη θέσπιση από το Συμβούλιο προτεινόμενων μέτρων βάσει του τρίτου μέρους, τίτλος V, της [Συνθήκης ΛΕΕ]. Για αποφάσεις του Συμβουλίου, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται ομόφωνα, απαιτείται ομοφωνία των μελών του Συμβουλίου, εξαιρουμένων των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η ειδική πλειοψηφία ορίζεται βάσει του άρθρου 238, παράγραφος 3, [ΣΛΕΕ].

[…]

Άρθρο 3

1.      Το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Ιρλανδία μπορούν, εντός τριών μηνών από την υποβολή στο Συμβούλιο πρότασης ή πρωτοβουλίας βάσει του τρίτου μέρους, τίτλος V, της [Συνθήκης ΛΕΕ] να γνωστοποιούν γραπτώς στον Πρόεδρο του Συμβουλίου ότι επιθυμούν να συμμετάσχουν στη θέσπιση και εφαρμογή οποιωνδήποτε τέτοιων προτεινόμενων μέτρων, κατόπιν δε τούτου δικαιούνται να το πράξουν.

[…].

Άρθρο 6α

Το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Ιρλανδία δεσμεύονται από τους κανόνες που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 16 [ΣΛΕΕ] σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους, τίτλος V, κεφάλαια 4 ή 5 της εν λόγω Συνθήκης, μόνο στο βαθμό που το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεσμεύονται από τους κανόνες της Ένωσης οι οποίοι διέπουν μορφές δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις ή αστυνομικής συνεργασίας στα πλαίσια των οποίων πρέπει να τηρούνται οι διατάξεις οι οποίες θεσπίζονται βάσει του άρθρου 16.»

17.      Το Πρωτόκολλο (αριθ. 22) για τη θέση της Δανίας, στα άρθρα 1, 2 και 2α, προβλέπει τα εξής:

«Άρθρο 1

Η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση, από το Συμβούλιο, μέτρων που προτείνονται βάσει του τρίτου μέρους, τίτλος V, της [Συνθήκης ΛΕΕ]. Για αποφάσεις του Συμβουλίου, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται ομόφωνα, απαιτείται ομοφωνία των μελών του Συμβουλίου, εξαιρουμένου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης της Δανίας. Για αποφάσεις του Συμβουλίου, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται ομόφωνα, απαιτείται ομοφωνία των μελών του Συμβουλίου, εξαιρουμένου του αντιπροσώπου της κυβέρνησης της Δανίας.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η ειδική πλειοψηφία ορίζεται βάσει του άρθρου 238, παράγραφος 3, [ΣΛΕΕ].

Άρθρο 2

Διατάξεις του τρίτου μέρους, τίτλος V, της [Συνθήκης ΛΕΕ], μέτρα θεσπιζόμενα δυνάμει του τίτλου αυτού, διατάξεις οιασδήποτε διεθνούς συμφωνίας συναπτομένης από την Ένωση δυνάμει του τίτλου αυτού και αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την ερμηνεία τέτοιων διατάξεων ή μέτρων, και μέτρα τροποποιημένα ή τροποποιήσιμα δυνάμει του τίτλου αυτού δεν έχουν δεσμευτική ισχύ ούτε εφαρμόζονται όσον αφορά τη Δανία. Αυτές οι διατάξεις, μέτρα ή αποφάσεις δεν επηρεάζουν κατά κανένα τρόπο τις αρμοδιότητες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Δανίας, ούτε επηρεάζουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το κοινοτικό κεκτημένο και το κεκτημένο της Ένωσης, ούτε αποτελούν μέρος του δικαίου της Ένωσης, όπως εφαρμόζονται στη Δανία. […]

Άρθρο 2α

Το άρθρο 2 του παρόντος Πρωτοκόλλου εφαρμόζεται επίσης όσον αφορά όσους κανόνες εκ των καθοριζομένων βάσει του άρθρου 16 [ΣΛΕΕ] αφορούν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους, τίτλος V, κεφάλαια 4 ή 5 της εν λόγω Συνθήκης.»

III – Το ιστορικό της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας

18.      Στις 18 Ιουλίου 2005 το Συμβούλιο ενέκρινε τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Καναδικής Κυβερνήσεως σχετικά με την επεξεργασία εκ των προτέρων πληροφοριών σχετικά με τους ταξιδιώτες και των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών (στο εξής: Συμφωνία του 2006) (7).

19.      Κατά το προοίμιό της, η Συμφωνία του 2006 συνήφθη λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως που είχε επιβάλει η Καναδική Κυβέρνηση στους αερομεταφορείς επιβατών προς τον Καναδά να διαθέτουν στις αρμόδιες καναδικές αρχές εκ των προτέρων πληροφορίες σχετικά με τους ταξιδιώτες καθώς και τις καταστάσεις με τους επιβάτες (στο εξής: δεδομένα API/PNR), οι οποίες είναι συγκεντρωμένες και αποθηκευμένες στα ηλεκτρονικά τους συστήματα ελέγχου των κρατήσεων και των αναχωρήσεων.

20.      Κατά το άρθρο της 1, στόχος της Συμφωνίας του 2006 «είναι να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα API/PNR των προσώπων που πραγματοποιούν τα εν λόγω ταξίδια διατίθενται με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και ιδίως του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής». Σύμφωνα με το παράρτημα Ι της συμφωνίας του 2006, αρμόδια αρχή στον Καναδά ήταν η «Canada Border Services Agency (CBSA)».

21.      Λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω δέσμευση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε, βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/46/ΕΚ (8), την απόφαση 2006/253/ΕΚ (9), το άρθρο 1 της οποίας προέβλεπε ότι η CBSA θεωρείται ότι παρέχει επαρκές επίπεδο προστασίας όσον αφορά τα δεδομένα PNR που διαβιβάζονται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα σχετικά με πτήσεις προς τον Καναδά. Καθώς η ισχύς της αποφάσεως 2006/253 έληξε τον Σεπτέμβριο του 2009 (10) και δεδομένου ότι η διάρκεια ισχύος της Συμφωνίας του 2006 συναρτώνταν προς τη διάρκεια ισχύος της εν λόγω αποφάσεως (11), συνεπώς και η Συμφωνία αυτή έπαυσε να ισχύει τον Σεπτέμβριο του 2009.

22.      Στις 5 Μαΐου 2010 το Κοινοβούλιο υιοθέτησε ψήφισμα σχετικά με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για συμφωνίες σχετικά με τα δεδομένα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών (PNR) με τις ΗΠΑ, την Αυστραλία και τον Καναδά (12). Στο ψήφισμα αυτό, το Κοινοβούλιο ζητούσε μεταξύ άλλων να υιοθετηθεί μια συνεκτική προσέγγιση για τη χρήση των δεδομένων PNR για λόγους επιβολής του νόμου και ασφαλείας, με την καθιέρωση ενιαίου συνόλου αρχών που θα χρησιμεύουν ως βάση για συμφωνίες με τρίτες χώρες. Συναφώς, καλούσε την Επιτροπή να παρουσιάσει πρόταση για ένα τέτοιο ενιαίο πρότυπο καθώς και σχέδιο διαπραγματευτικής εντολής με τις τρίτες χώρες, διατυπώνοντας συγχρόνως τις ελάχιστες απαιτήσεις που έπρεπε να ικανοποιούνται (13).

23.      Στις 21 Σεπτεμβρίου 2010 η Επιτροπή εξέδωσε τρεις προτάσεις εξουσιοδοτήσεως για την έναρξη διαπραγματεύσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία και τον Καναδά (14). Στη συνέχεια, υπεγράφησαν και συνήφθησαν συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες και με την Αυστραλία, με την έγκριση του Κοινοβουλίου (15). Οι συμφωνίες αυτές τέθηκαν σε ισχύ το 2012.

24.      Μετά το πέρας των διαπραγματεύσεων με τον Καναδά, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 19 Ιουλίου 2013, τις προτάσεις για αποφάσεις του Συμβουλίου σχετικά με την υπογραφή και τη σύναψη της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

25.      Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων(ΕΕΠΔ) εξέδωσε τη γνωμοδότησή του επί των προτάσεων αυτών στις 30 Σεπτεμβρίου 2013 (16). Στην εν λόγω γνωμοδότηση, ο ΕΕΠΔ έθετε σειρά ερωτημάτων σχετικά με την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα των συστημάτων PNR και της μαζικής διαβιβάσεως δεδομένων PNR προς τρίτες χώρες, αμφισβητούσε την επιλογή της ουσιαστικής νομικής βάσεως και παρέθετε διάφορες παρατηρήσεις και προτάσεις για τις διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

26.      Στις 5 Δεκεμβρίου 2013 το Συμβούλιο εξέδωσε απόφαση για την υπογραφή της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, χωρίς αυτή να έχει υποστεί τροποποιήσεις με βάση τη γνωμοδότηση του ΕΕΠΔ. Η σχεδιαζόμενη Συμφωνία υπεγράφη στις 25 Ιουνίου 2014 υπό την επιφύλαξη της συνάψεώς της σε μεταγενέστερη ημερομηνία.

27.      Με την από 7 Ιουλίου 2014 επιστολή, το Συμβούλιο ζήτησε την έγκριση του Κοινοβουλίου επί του σχεδίου αποφάσεως για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ένωσης, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Κατά το σχέδιο αποφάσεως, νομικές βάσεις είναι το άρθρο 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο v, ΣΛΕΕ.

28.      Στις 25 Νοεμβρίου 2014 το Κοινοβούλιο αποφάσισε να ζητήσει από το Δικαστήριο την παρούσα γνωμοδότηση, τα δε ερωτήματά του αναπαράγονται στο σημείο 3 των παρουσών προτάσεων.

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

29.      Μετά την υποβολή της αιτήσεως του Κοινοβουλίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Βουλγαρική και η Εσθονική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή.

30.      Το Δικαστήριο έθεσε σειρά ερωτημάτων προς γραπτή απάντηση σχετικά, μεταξύ άλλων, με ορισμένες πρακτικές και πραγματικές πτυχές της επεξεργασίας των δεδομένων PNR, τη νομική βάση της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της καθώς και τη συμβατότητα των διατάξεων της Συμφωνίας αυτής με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη, υπό το φως των πορισμάτων της νομολογίας, και ιδίως των αποφάσεων της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238), καθώς και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650). Επιπλέον, με βάση το άρθρο 24, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Δικαστήριο κάλεσε τον ΕΕΠΔ να απαντήσει στα ανωτέρω ερωτήματα. Ο τελευταίος, όπως επίσης και η Ιρλανδία, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή απάντησαν εμπρόθεσμα στα τεθέντα ερωτήματα.

31.      Οι εκπρόσωποι της Εσθονικής Κυβερνήσεως, της Ιρλανδίας, της Ισπανικής και της Γαλλικής Κυβερνήσεως και της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, οι εκπρόσωποι του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής καθώς και ο εκπρόσωπος του ΕΕΠΔ έλαβαν μέρος στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Απριλίου 2016.

V –    Επί του παραδεκτού της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως

32.      Ενώ η Βουλγαρική και η Εσθονική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή συμμερίζονται την άποψη του Κοινοβουλίου ότι η αίτηση γνωμοδοτήσεως είναι παραδεκτή στο σύνολό της, η Γαλλική Κυβέρνηση και το Συμβούλιο διερωτώνται ως προς το παραδεκτό του δεύτερου ερωτήματος που περιλαμβάνεται στην αίτηση του Κοινοβουλίου και που αφορά την προσήκουσα νομική βάση για το σχέδιο αποφάσεως του Συμβουλίου περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

33.      Η Γαλλική Κυβέρνηση και το Συμβούλιο ισχυρίζονται, κατ’ ουσίαν, ότι το ερώτημα αυτό δεν αφορά ούτε την αρμοδιότητα της Ένωσης για τη σύναψη της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας ούτε την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών. Εξάλλου, υποστηρίζουν ότι η τυχόν εσφαλμένη επίκληση των άρθρων 82 και 87 ΣΛΕΕ δεν θα ασκούσε καμία επιρροή επί της ακολουθητέας διαδικασίας για την έκδοση της πράξεως του Συμβουλίου περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Ειδικότερα, η εφαρμογή τόσο του άρθρου 16 ΣΛΕΕ όσο και των άρθρων 82 και 87 ΣΛΕΕ προϋποθέτει την τήρηση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, και μεταξύ άλλων την έγκριση του Κοινοβουλίου με βάση το άρθρο 218, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο v, ΣΛΕΕ.

34.      Προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει την αίτηση γνωμοδοτήσεως παραδεκτή στο σύνολό της.

35.      Εν γένει, πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ και τη νομολογία του Δικαστηρίου, μπορεί να ζητηθεί από το τελευταίο γνωμοδότηση επί του ζητήματος αν μια «σχεδιαζόμενη συμφωνία» (17) είναι συμβατή με τους ουσιαστικούς κανόνες των Συνθηκών ή με τους κανόνες που καθορίζουν την έκταση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και των θεσμικών οργάνων της, συμπεριλαμβανομένων των ζητημάτων που αφορούν την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών για τη σύναψη συγκεκριμένης συμφωνίας με τρίτα κράτη (18), όπως επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 196, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

36.      Άρα είναι αδιαμφισβήτητο, όπως δέχονται άλλωστε όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία, ότι η αίτηση γνωμοδοτήσεως, στο μέτρο που αφορά τη συμβατότητα της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας με τις ουσιαστικού χαρακτήρα διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, και μεταξύ αυτών των διατάξεων του Χάρτη, οι οποίες έχουν την ίδια τυπική ισχύ με τις διατάξεις των Συνθηκών, είναι παραδεκτή (19).

37.      Έχω τη γνώμη ότι το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο ερώτημα, το οποίο αφορά τον καθορισμό της προσήκουσας νομικής βάσεως για την πράξη του Συμβουλίου περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

38.      Βεβαίως, όπως υποστήριξαν η Γαλλική Κυβέρνηση και το Συμβούλιο, κανένας από τους μετέχοντες στη διαδικασία δεν αμφισβητεί το ότι, εν προκειμένω, η Ένωση διαθέτει αρμοδιότητα για την έγκριση της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, ζήτημα που δεν αποτελεί άλλωστε αντικείμενο της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως.

39.      Ωστόσο, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως παλαιότερων αιτήσεων γνωμοδοτήσεως, το Δικαστήριο έχει δεχτεί να απαντήσει στο ερώτημα αναφορικά με την επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσεως για την πράξη συνάψεως των οικείων σχεδίων συμφωνίας (20). Η προσέγγιση αυτή υπαγορεύθηκε, κατ’ ουσίαν, από δύο βασικές εκτιμήσεις, στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους,

40.      Αφενός, η επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσεως για την πράξη περί συνάψεως διεθνούς συμφωνίας ενέχει «σπουδαιότητα συνταγματικού χαρακτήρα» (21), καθώς η Ένωση διαθέτει μόνο κατά παραχώρηση αρμοδιότητες και άρα οφείλει να μπορεί να συνδέσει τις διεθνείς συμφωνίες, οι οποίες θεωρείται ότι εντάσσονται στην έννομη τάξη της, με διάταξη των Συνθηκών η οποία την εξουσιοδοτεί να εγκρίνει τις πράξεις αυτές. Η προσφυγή σε εσφαλμένη νομική βάση μπορεί συνεπώς να καταστήσει ανίσχυρη την ίδια την πράξη περί συνάψεως και, επομένως, να καταστήσει πλημμελή τη συναίνεση της Ένωσης να δεσμεύεται από την οικεία συμφωνία (22).

41.      Αφετέρου, η μη αξιοποίηση της ευκαιρίας να εξεταστεί η επιλογή της προσήκουσας νομικής βάσεως για την πράξη περί συνάψεως σχεδίου συμφωνίας στο πλαίσιο της διαδικασίας προηγούμενης αιτήσεως γνωμοδοτήσεως προς το Δικαστήριο ενδέχεται, εν τέλει, να δημιουργήσει περιπλοκές, τόσο στο επίπεδο της Ένωσης όσο και στη διεθνή έννομη τάξη, σε περίπτωση που η πράξη περί συνάψεως της συμφωνίας κηρυχθεί μεταγενέστερα ανίσχυρη λόγω της εσφαλμένης νομικής της βάσεως. Σκοπός της προληπτικής διαδικασίας του άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ είναι ακριβώς η αποτροπή του κινδύνου δημιουργίας τέτοιων περιπλοκών, προς το συμφέρον των συμβαλλομένων μερών (23).

42.      Χωρίς να αρνούνται την ύπαρξη της ανωτέρω νομολογίας, η Γαλλική Κυβέρνηση και το Συμβούλιο υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι νομικές περιπλοκές στις οποίες αναφέρεται το Δικαστήριο στις παλαιότερες γνωμοδοτήσεις του δεν είναι δυνατόν να ανακύψουν στην παρούσα υπόθεση. Ειδικότερα, κατά τους εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία, η τυχόν επιλογή του άρθρου 16 ΣΛΕΕ ως ουσιαστικής νομικής βάσεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, την οποία υποστηρίζει το Κοινοβούλιο στην αίτησή του γνωμοδοτήσεως, δεν επηρεάζει την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών ούτε οδηγεί σε «νομοθετική διαδικασία διαφορετική», κατά την έννοια των ως άνω γνωμοδοτήσεων, από αυτήν που ακολούθησαν εν προκειμένω το Συμβούλιο και η Επιτροπή.

43.      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι πειστική.

44.      Επιβάλλεται η επισήμανση ότι οι περιπτώσεις που μνημονεύονται από το Δικαστήριο, αντίστοιχα, στη σκέψη 5 της γνωμοδοτήσεως 2/00, της 6ης Δεκεμβρίου 2001 (EU:C:2001:664), και στη σκέψη 110 της γνωμοδοτήσεως 1/08, της 30ής Νοεμβρίου 2009 (EU:C:2009:739), είναι απλώς παραδείγματα στο πλαίσιο των οποίων η προσφυγή σε εσφαλμένη νομική βάση ενδέχεται να καταστήσει πλημμελή τη συναίνεση της Ένωσης να δεσμεύεται από τη συμφωνία στην οποία προσχώρησε ή να δημιουργήσει νομικές δυσχέρειες σε εσωτερικό επίπεδο ή στο επίπεδο των εξωτερικών σχέσεων της Ένωσης. Ειδικότερα, οι δύο περιπτώσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στις ως άνω σκέψεις των δύο γνωμοδοτήσεων –δηλαδή, αφενός, η περίπτωση στην οποία η Ένωση δεσμεύτηκε χωρίς η Συνθήκη να της παρέχει επαρκή αρμοδιότητα για την κύρωση της συμφωνίας στο σύνολό της, πράγμα που επιβάλλει την εξέταση της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, και, αφετέρου, η περίπτωση στην οποία η προσήκουσα νομική βάση για την πράξη περί συνάψεως προβλέπει νομοθετική διαδικασία διαφορετική από εκείνη που ακολούθησαν πράγματι τα θεσμικά όργανα– εισήχθησαν με τη φράση «[α]υτό ισχύει ιδίως όταν». Συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να δημιουργηθούν νομικές δυσχέρειες στο εσωτερικό της Ένωσης ή στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων και σε άλλες περιπτώσεις.

45.      Έπειτα, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η διαδικασία γνωμοδοτήσεως έχει μη δικαιοδοτικό και προληπτικό χαρακτήρα (24). Κατά τη γνώμη μου, ο χαρακτήρας αυτός δικαιολογεί κάποια ευελιξία εκ μέρους του Δικαστηρίου όσον αφορά την εξέταση του παραδεκτού ενός ζητήματος σχετικού με την προσήκουσα νομική βάση για την πράξη περί συνάψεως μιας σχεδιαζόμενης συμφωνίας.

46.      Επομένως, φρονώ ότι, στο στάδιο του παραδεκτού, το Δικαστήριο πρέπει απλώς να διερωτηθεί μήπως, σε περίπτωση που αρνηθεί να απαντήσει στο υποβαλλόμενο ερώτημα, υφίσταται σοβαρός κίνδυνος η πράξη περί συνάψεως της συμφωνίας να κηρυχθεί μεταγενέστερα ανίσχυρη για λόγο όμοιο με αυτόν που προβάλλεται στην αίτηση γνωμοδοτήσεως, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ως εκ τούτου δυσχέρειες στο εσωτερικό της Ένωσης ή στο επίπεδο των εξωτερικών σχέσεων που η διαδικασία γνωμοδοτήσεως μπορούσε να είχε αποτρέψει.

47.      Στην προκειμένη περίπτωση, έχω την πεποίθηση ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η ύπαρξη τέτοιου κινδύνου.

48.      Ειδικότερα, όπως θα αναλύσω κατωτέρω στις παρούσες προτάσεις, οι λόγοι που εκθέτει το Κοινοβούλιο προς στήριξη της απόψεως ότι το άρθρο 16 ΣΛΕΕ συνιστά την προσήκουσα ουσιαστική νομική βάση της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας είναι πολύ σοβαροί και εν μέρει βάσιμοι.

49.      Συνεπώς, τυχόν άρνηση απαντήσεως στην επιχειρηματολογία αυτή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ενδέχεται να οδηγήσει το Κοινοβούλιο στο να προσβάλει το κύρος της πράξεως περί συνάψεως της Συμφωνίας ή, ενδεχομένως, να οδηγήσει εθνικό δικαστήριο, επιλαμβανόμενο προσφυγής ιδιώτη που ζημιώθηκε από τη διαβίβαση των δεδομένων PNR που τον αφορούν στην καναδική αρμόδια αρχή, να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το κύρος της Συμφωνίας και της πράξεως περί συνάψεώς της.

50.      Εξάλλου, φρονώ ότι εσφαλμένως η Γαλλική Κυβέρνηση και το Συμβούλιο υποτιμούν τις συνέπειες της τυχόν κηρύξεως της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας ως ανίσχυρης σε περίπτωση που, κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως ή προδικαστικού ερωτήματος περί κύρους, αποδειχτεί, εν τέλει, ότι η πράξη αυτή έπρεπε να είχε εκδοθεί με αποκλειστική νομική βάση το άρθρο 16 ΣΛΕΕ, όπως υποστηρίζει το Κοινοβούλιο.

51.      Ειδικότερα, όπως θα αναλύσω στη συνέχεια και όπως εκτέθηκε σε κάποιες γραπτές παρατηρήσεις, η τυχόν αποδοχή του άρθρου 16 ΣΛΕΕ ως μοναδικής νομικής βάσεως της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας θα τροποποιούσε το καθεστώς του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, διότι τότε τα συγκεκριμένα κράτη μέλη θα δεσμεύονταν άμεσα και αυτόματα από τη Συμφωνία, αντίθετα προς τα όσα προβλέπει το άρθρο 29 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Όσον αφορά ειδικά το Βασίλειο της Δανίας, οποιαδήποτε διεθνής δέσμευση που αυτό ενδεχομένως θα συνήπτε με τον Καναδά, παράλληλα με τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία, θα ήταν στην περίπτωση αυτή παράνομη, διότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν θα διέθετε πλέον την απαραίτητη αρμοδιότητα για την ανάληψη τέτοιας δεσμεύσεως.

52.      Συνεπώς, έχω τη γνώμη ότι, τηρουμένων των αναλογιών, και κατ’ αναλογίαν προς τα όσα έκανε δεκτά το Δικαστήριο στη σκέψη 47 της γνωμοδοτήσεως 1/13, της 14ης Οκτωβρίου 2014 (EU:C:2014:2303), συντρέχει επιτακτική ανάγκη να απαντηθεί από το Δικαστήριο το δεύτερο ερώτημα της παρούσας αιτήσεως γνωμοδοτήσεως προκειμένου, μεταξύ άλλων, να αποτραπούν οι νομικές περιπλοκές που θα μπορούσαν να ανακύψουν στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κράτος μέλος θα αναλάμβανε διεθνείς δεσμεύσεις χωρίς την απαιτούμενη εξουσιοδότηση, μολονότι, από την άποψη του δικαίου της Ένωσης, δεν έχει πλέον την απαραίτητη νομοθετική αρμοδιότητα για να αναλάβει ή να θέσει σε εφαρμογή μια τέτοια δέσμευση.

53.      Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει παραδεκτό το δεύτερο ερώτημα που υποβλήθηκε από το Κοινοβούλιο στην αίτηση γνωμοδοτήσεως.

54.      Εξάλλου, επειδή το ερώτημα αυτό αφορά το τυπικό κύρος της πράξεως περί συνάψεως και καθιστά αναγκαία την ανάλυση των σκοπών και του περιεχομένου της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, θα το εξετάσω πριν από το ερώτημα που αφορά τη συμβατότητα της εν λόγω Συμφωνίας με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και με τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη.

VI – Επί της προσήκουσας νομικής βάσεως για την πράξη περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας (δεύτερο ερώτημα)

 Α –      Σύνοψη της επιχειρηματολογίας του Κοινοβουλίου και των λοιπών μετεχόντων στη διαδικασία

55.      Το Κοινοβούλιο, καθώς και όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία που κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις, θεωρούν από κοινού ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η επιλογή της νομικής βάσεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια που επιδέχονται δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων καταλέγεται ο σκοπός και το περιεχόμενο της οικείας πράξεως.

56.      Το Κοινοβούλιο τονίζει ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία επιδιώκει δύο σκοπούς, οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο της 1. Ωστόσο, ο κύριος σκοπός της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας είναι η διασφάλιση της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, κατά το Κοινοβούλιο, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία έχει συνέπειες αντίστοιχες με «απόφαση περί επαρκούς προστασίας» και σκοπεί να αντικαταστήσει την απόφαση 2006/253 της Επιτροπής, η οποία εκδόθηκε με βάση το άρθρο 25, παράγραφος 6, της οδηγίας 95/46 και στην οποία το εν λόγω θεσμικό όργανο διαπίστωσε, στο πλαίσιο της Συμφωνίας του 2006, το επαρκές επίπεδο προστασίας των δεδομένων PNR που διαβιβάζονται στη CBSA. Επιπλέον, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν επιδιώκει να επιβάλει στους αερομεταφορείς την υποχρέωση να διαβιβάζουν δεδομένα PNR στις καναδικές ή τις ευρωπαϊκές αστυνομικές αρχές, πράγμα που θα καθιστούσε δυσχερή τη δικαιολόγηση της επιλογής του άρθρου 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ ως ουσιαστικών νομικών βάσεων. Με βάση τη νομολογία, οι ανωτέρω διαπιστώσεις δικαιολογούν, κατά την άποψη του Κοινοβουλίου, τη θεμελίωση της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας στη νομική βάση η οποία αντιστοιχεί στον κύριο σκοπό της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, ήτοι, εν προκειμένω, στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ. Το περιεχόμενο της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας επιβεβαιώνει την εκτίμηση αυτή. Τέλος, το Κοινοβούλιο διευκρινίζει ότι, με βάση το άρθρο 16 ΣΛΕΕ, είναι δυνατή η θέσπιση κανόνων σχετικών με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε όλα τα πεδία εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων αυτών που ανάγονται στον «[ΧΕΑΔ]».

57.      Απαντώντας σε ερώτημα που τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, το Κοινοβούλιο επισήμανε ότι, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία επιδιώκει σκοπούς άρρηκτα συνδεδεμένους μεταξύ τους, δεν βλέπει κανένα εμπόδιο στη θεμελίωση της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας στο άρθρο 16, στο άρθρο 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ.

58.      Εξαιρουμένης της Ισπανικής Κυβερνήσεως και του ΕΕΠΔ καθώς και, επικουρικώς, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, οι λοιποί μετέχοντες στη διαδικασία υποστηρίζουν ότι σκοπός της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας είναι η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων, ενώ η προστασία των δεδομένων αποτελεί, κατ’ ουσίαν, απλό εργαλείο μέσω του οποίου μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός. Συναφώς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, στην απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑317/04 και C‑318/04, EU:C:2006:346, σκέψη 56), το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαβίβαση δεδομένων PNR στις Ηνωμένες Πολιτείες συνιστά επεξεργασία που αφορά τη δημόσια ασφάλεια και τις δραστηριότητες των κρατών μελών σε τομείς του ποινικού δικαίου. Η επιλογή της νομικής βάσεως για την πράξη περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας πρέπει να βασιστεί σε αυτή τη λογική.

59.      Η μεγάλη πλειοψηφία των εν λόγω μετεχόντων στη διαδικασία προσθέτει ότι, αν θεωρηθεί ότι η προστασία των δεδομένων συνιστά σκοπό της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, ο σκοπός αυτός είναι παρεπόμενος σε σχέση με τον κύριο σκοπό, οπότε, ως εκ τούτου, ουδόλως επηρεάζεται η τωρινή επιλογή της νομικής βάσεως της πράξεως περί συνάψεως. Συναφώς, το Συμβούλιο και η Επιτροπή διευκρινίζουν ότι πράξεις με σκοπό την υλοποίηση τομεακών πολιτικών οι οποίες επιβάλλουν ορισμένες μορφές επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να θεμελιώνονται στη νομική βάση που αντιστοιχεί προς την οικεία πολιτική και όχι στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ.

60.      Όσον αφορά τη δυνατότητα σωρεύσεως του άρθρου 16, του άρθρου 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ ως ουσιαστικών νομικών βάσεων για την πράξη περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, επικουρικώς, στις γραπτές παρατηρήσεις της, ότι η σώρευση αυτή είναι πράγματι δυνατή. Η Ιρλανδία και το Συμβούλιο υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι η διαδικασία ψηφοφορίας στους κόλπους του Συμβουλίου, όπως αυτή προκύπτει από τις διατάξεις των Πρωτοκόλλων (αριθ. 21) και (αριθ. 22), δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο.

 Β –      Ανάλυση

61.      Κατά πάγια νομολογία, η επιλογή της νομικής βάσεως των πράξεων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων όσων εκδίδονται ενόψει της συνάψεως διεθνούς συμφωνίας, πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο σκοπός και το περιεχόμενο των πράξεων αυτών. Αν από την εξέταση της πράξεως της Ένωσης προκύπτει ότι αυτή επιδιώκει διττό σκοπό ή ότι απαρτίζεται από δύο συστατικά μέρη και ότι ο ένας από τους σκοπούς ή από τα μέρη αυτά μπορεί να χαρακτηριστεί ως κύριου ή πρωτεύοντος χαρακτήρα, ενώ ο δεύτερος απλώς ως παρεπόμενου χαρακτήρα, η πράξη πρέπει να στηρίζεται σε μία και μόνο νομική βάση, ήτοι εκείνη που απαιτείται από τον κύριο ή πρωτεύοντα σκοπό ή από το κύριο ή πρωτεύον συστατικό μέρος (25).

62.      Ωστόσο, το Δικαστήριο δέχεται, «κατ’ εξαίρεση», ότι μια πράξη μπορεί να στηρίζεται, σωρευτικώς, στις διαφορετικές νομικές βάσεις που αντιστοιχούν στην πολλαπλότητα των σκοπών ή των συνιστωσών της πράξεως αυτής όταν οι εν λόγω σκοποί ή οι συνιστώσες είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους, χωρίς ο ένας να είναι παρεπόμενος σε σχέση με τον άλλο (26). Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο εξακριβώνει περαιτέρω μήπως η χρήση πολλαπλών νομικών βάσεων αποκλείεται για τον λόγο ότι οι διαδικασίες που προβλέπει καθεμία από τις νομικές αυτές βάσεις είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους (27).

63.      Υπό το φως της νομολογίας αυτής, επιβάλλεται να εκτιμηθεί αν, υπό το πρίσμα του σκοπού και του περιεχομένου της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, η πράξη περί συνάψεως της εν λόγω Συμφωνίας πρέπει να θεμελιωθεί αποκλειστικά στο άρθρο 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, ως ουσιαστικές νομικές βάσεις, όπως διαλαμβάνεται στο σχέδιο αποφάσεως του Συμβουλίου και όπως υποστηρίζει η πλειοψηφία των μετεχόντων στη διαδικασία, ή αν πρέπει να θεμελιωθεί στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ, είτε αποκλειστικά είτε ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με τα δύο προαναφερθέντα άρθρα (28).

64.      Επί του τελευταίου αυτού σημείου, διευκρινίζω ότι, αντίθετα προς τα όσα εξέθεσε το Συμβούλιο στις γραπτές παρατηρήσεις του, το Δικαστήριο έχει κατ’ εμέ πλήρη εξουσία, λαμβανομένης υπόψη της μη δικαιοδοτικής και προληπτικής φύσεως της διαδικασίας γνωμοδοτήσεως, να εξετάσει το δεύτερο ερώτημα που υποβλήθηκε από το Κοινοβούλιο υπό τη σκοπιά της σωρεύσεως των ουσιαστικών νομικών βάσεων, μολονότι η διατύπωση του ερωτήματος αυτού δεν κάνει σχετική αναφορά. Προσθέτω δε ότι οι μετέχοντες στη διαδικασία είχαν την ευκαιρία, τόσο κατά το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να τοποθετηθούν επί του ζητήματος αυτού.

65.      Αυτό έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία καθώς η εξέταση του σκοπού και του περιεχομένου της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας οδηγεί, κατά την άποψή μου, στο συμπέρασμα ότι η τελευταία επιδιώκει δύο σκοπούς και απαρτίζεται από δύο συνιστώσες, χωρίς οι δύο αυτοί σκοποί και οι συνιστώσες να μπορούν, εν γένει, να ιεραρχηθούν και να διαχωριστούν. Με βάση τη διαπίστωση αυτή, έχω τη γνώμη ότι δικαιολογείται η επίκληση του άρθρου 16 και του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ ως ουσιαστικών νομικών βάσεων για την πράξη περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, πράγμα που σημαίνει ότι οι διαδικασίες οι οποίες προβλέπονται από τα δύο αυτά άρθρα πρέπει να μπορούν να συνυπάρξουν.

1.      Επί του σκοπού και του περιεχομένου της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας

66.      Από το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν «τη σημασία της πρόληψης, της καταπολέμησης, της καταστολής και της εξάλειψης της τρομοκρατίας και συναφών με την τρομοκρατία αξιόποινων πράξεων και άλλων σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος, σεβόμεν[α] τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες, και ιδίως τα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων», ενώ το τέταρτο εδάφιο προσθέτει ότι η χρήση των δεδομένων PNR έχει καίρια σημασία για την επιδίωξη αυτών των σκοπών.

67.      Η ταυτόχρονη επιδίωξη, αφενός, του σκοπού καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και άλλων σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος, και αφετέρου, του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιβεβαιώνεται από το πέμπτο και το έκτο εδάφιο του προοιμίου, στα οποία υπογραμμίζεται, αντίστοιχα, η βούληση των συμβαλλομένων μερών να «διασφ[αλίσουν] [τη] δημόσι[α] ασφάλει[α]» και το γεγονός ότι αυτά «έχουν κοινές αξίες όσον αφορά την προστασία των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής».

68.      Ομοίως, από το δέκατο πέμπτο εδάφιο του προοιμίου συνάγεται ρητώς η δέσμευση του Καναδά ότι η αρμόδια αρχή του «επεξεργάζεται τα δεδομένα PNR με σκοπό την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και άλλων σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων, εφαρμόζοντας αυστηρά τις διασφαλίσεις όσον αφορά την ιδιωτική ζωή και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως ορίζεται στην [σχεδιαζόμενη Συμφωνία]».

69.      Η σχεδιαζόμενη Συμφωνία επιδιώκει λοιπόν να επιτρέψει στον Καναδά την επεξεργασία των δεδομένων PNR των επιβατών τα οποία διαβιβάζονται από τους αερομεταφορείς που πραγματοποιούν αεροπορικές συνδέσεις μεταξύ της Ένωσης και του Καναδά, ενόψει της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και άλλων σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπό τους όρους που καθορίζει η ίδια η σχεδιαζόμενη Συμφωνία.

70.      Την ανάγκη συγκερασμού των δύο αυτών σκοπών ενισχύει το άρθρο 1 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, το οποίο ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη ορίζουν τους όρους για τη διαβίβαση και τη χρήση δεδομένων PNR «για να διασφαλίσουν την ασφάλεια και προστασία των πολιτών καθώς και τα μέσα προστασίας των δεδομένων».

71.      Αλλά και από την εξέταση του περιεχομένου της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας επιβεβαιώνεται ότι η καταπολέμηση της τρομοκρατίας και άλλων σοβαρών μορφών διεθνικού εγκλήματος μέσω της διαβιβάσεως και της επεξεργασίας δεδομένων PNR επιτρέπεται μόνον αν τα εν λόγω δεδομένα απολαύουν επαρκούς επιπέδου προστασίας.

72.      Έτσι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, ο Καναδάς εγγυάται ότι η καναδική αρμόδια αρχή επεξεργάζεται τα λαμβανόμενα δεδομένα PNR «αυστηρά για τους σκοπούς της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης ή δίωξης τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων ή σοβαρού διεθνικού εγκλήματος», ενώ υπογραμμίζεται ότι η επεξεργασία αυτή πρέπει να πραγματοποιείται «κατ’ εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας». Συνέπεια της διευκρινίσεως αυτής είναι, μεταξύ άλλων, ότι, με βάση το άρθρο 5 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, «[μ]ε την επιφύλαξη της τήρησης της [Συμφωνίας αυτής], η καναδική αρμόδια αρχή θεωρείται ότι παρέχει επαρκές επίπεδο προστασίας, κατά την έννοια της σχετικής νομοθεσίας της ΕΕ για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα».

73.      Περαιτέρω, στο πλαίσιο της διατηρήσεως των δεδομένων PNR και της σταδιακής αποπροσωποποιήσεως των δεδομένων αυτών μέσω της αποκρύψεως διαφόρων στοιχείων, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 16 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, η παράγραφος 4 του άρθρου αυτού επιτρέπει στις καναδικές αρχές τη δημοσιοποίηση μόνο στις περιπτώσεις που, «βάσει διαθέσιμων πληροφοριών, αυτό είναι αναγκαίο για τη διενέργεια ερευνών βάσει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3» της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

74.      Επιπλέον, το άρθρο 18, παράγραφος 1, και το άρθρο 19, παράγραφος 1, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας επιτρέπουν τη μεταγενέστερη δημοσιοποίηση των δεδομένων PNR σε άλλες κυβερνητικές αρχές του Καναδά ή τρίτων χωρών μόνον υπό περιοριστικά απαριθμούμενες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων, αφενός, να πρόκειται για αρχές «οι λειτουργίες των οποίων συνδέονται άμεσα με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 [της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας]» και, αφετέρου, οι αρχές αυτές να παρέχουν προστασία ή να εφαρμόζουν πρότυπα προστασίας ισοδύναμα με τις διασφαλίσεις που προβλέπει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία.

75.      Εντούτοις, και χωρίς έτσι να αποδυναμώνεται η ανάγκη συγκερασμού των δύο επιδιωκόμενων σκοπών, ορισμένες διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας ανάγονται περισσότερο άλλοτε στον σκοπό καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και των σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων και άλλοτε στην ανάγκη διασφαλίσεως επαρκούς προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

76.      Όσον αφορά ειδικά τον πρώτο σκοπό, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας υποχρεώνει τον Καναδά να κοινοποιεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, και κατόπιν αιτήσεως της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol), της Μονάδας Δικαστικής Συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurojust), εντός του πεδίου των αντίστοιχων εντολών τους, ή της αστυνομικής ή δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ένωσης, δεδομένα PNR ή αναλυτικές πληροφορίες που περιέχουν δεδομένα PNR, τα οποία λαμβάνονται βάσει της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας «για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη στο εσωτερικό της […] Ένωσης μιας τρομοκρατικής αξιόποινης πράξης ή σοβαρού διεθνικού εγκλήματος». Εξάλλου, στο άρθρο 23, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προβλέπεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συνεργάζονται για να επιδιώξουν τη συνεκτικότητα των αντίστοιχων καθεστώτων τους επεξεργασίας δεδομένων PNR «κατά τρόπο που να αυξάνει την ασφάλεια των πολιτών του Καναδά, της ΕΕ και [άλλων χωρών]».

77.      Όσον αφορά τις διατάξεις που σχετίζονται μάλλον με τις εγγυήσεις που παρέχει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία για την προστασία των δεδομένων, η Συμφωνία αυτή θεσπίζει σειρά κανόνων σχετικά με την ασφάλεια και την ακεραιότητα των δεδομένων (άρθρο 9 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας), την πρόσβαση, τη διόρθωση και την επισημείωση των δεδομένων κατόπιν αιτήματος των ιδιωτών (άρθρα 12 και 13 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας), την εποπτεία της επεξεργασίας δεδομένων PNR καθώς και τους τρόπους διοικητικής και δικαστικής αποκαταστάσεως που διαθέτουν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα (άρθρα 10 και 14 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας).

78.      Συνεπώς, με βάση τον σκοπό και το περιεχόμενό της, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία επιδιώκει δύο σκοπούς και απαρτίζεται από δύο ουσιώδεις συνιστώσες, πράγμα που, εν τέλει, έγινε δεκτό ή τουλάχιστον συνομολογήθηκε από τη μεγάλη πλειοψηφία των μετεχόντων στη διαδικασία.

79.      Παρά τα όσα προέβαλαν οι μετέχοντες στη διαδικασία προς στήριξη αντίθετων απόψεων, είναι κατ’ εμέ δύσκολο να προσδιοριστεί ποιος από τους δύο αυτούς σκοπούς επικρατεί έναντι του άλλου.

80.      Ειδικότερα, όπως διαφαίνεται από την περιγραφή του σκοπού και του περιεχομένου της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, οι δύο αυτοί σκοποί πρέπει να επιδιώκονται ταυτόχρονα και εμφανίζονται, εν τέλει, άρρηκτα συνδεδεμένοι. Αφενός, όπως τόνισα, η διαβίβαση και η επεξεργασία δεδομένων PNR στην αρμόδια καναδική αρχή για τους σκοπούς που μνημονεύονται στο άρθρο 3 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας επιτρέπεται μόνον αν οι πράξεις αυτές συνοδεύονται από επαρκή προστασία των δεδομένων, κατά την έννοια της σχετικής νομοθεσίας της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 5 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Με άλλα λόγια, αν δεν διασφαλίζεται τέτοια προστασία, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί νομίμως η διαβίβαση δεδομένων PNR που προβλέπεται από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία. Αφετέρου, οι προβλεπόμενες από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία εγγυήσεις όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απαραίτητες ακριβώς λόγω του ότι τα δεδομένα PNR πρέπει να διαβιβάζονται στην αρμόδια καναδική αρχή, με βάση την καναδική νομοθεσία και τις διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Επομένως, όπως προκύπτει από πλείστες διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, όπως τα άρθρα της 16, 18 και 19, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία επιδιώκει να συγκεράσει τον σκοπό της ασφάλειας με τον σκοπό της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων προσώπων, ιδίως δε με τον σκοπό προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

81.      Σε τελική ανάλυση, εκτιμώ ότι οι δύο αυτοί σκοποί και οι δύο συνιστώσες της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, χωρίς ο ένας να είναι δευτερεύων και παρεπόμενος σε σχέση με τον άλλον.

82.      Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Επιτροπής το οποίο αντλείται από τη σκέψη 56 της αποφάσεως της 30ής Μαΐου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑317/04 και C‑318/04, EU:C:2006:346), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαβίβαση δεδομένων PNR στις Ηνωμένες Πολιτείες συνιστά επεξεργασία που αφορά τη δημόσια ασφάλεια και τις δραστηριότητες των κρατών μελών σε τομείς του ποινικού δικαίου.

83.      Ειδικότερα, καταρχάς, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας γνωμοδοτήσεως είναι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία με τον Καναδά και όχι η πρώτη συμφωνία που συνήφθη με τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2004 ούτε η απόφαση περί επαρκούς επιπέδου προστασίας που εκδόθηκε το ίδιο έτος από την Επιτροπή, τις οποίες αφορούσαν οι προσφυγές ακυρώσεως που ασκήθηκαν από το Κοινοβούλιο.

84.      Έπειτα, και αυτό είναι ακόμα σημαντικότερο, η Επιτροπή προβαίνει σε μια αποκομμένη από το ευρύτερο πλαίσιο της διαφοράς ανάγνωση της κρίσεως του Δικαστηρίου που περιλαμβάνεται στην ως άνω σκέψη της αποφάσεως της 30ής Μαΐου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑317/04 και C‑318/04, EU:C:2006:346), η οποία, υπενθυμίζω, εκδόθηκε πριν από την ψήφιση της Συνθήκης της Λισσαβώνας.

85.      Ειδικότερα, το Κοινοβούλιο ζητούσε από το Δικαστήριο να εκτιμήσει, μεταξύ άλλων, κατά πόσον η Επιτροπή είχε την εξουσία να εκδώσει απόφαση περί επαρκούς επιπέδου προστασίας, με βάση το άρθρο 25 της οδηγίας 95/46, σχετικά με την επάρκεια του επιπέδου προστασίας που παρέχεται κατά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στον φάκελο PNR και διαβιβάζονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, μολονότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής εξαιρεί ρητώς από το πεδίο εφαρμογής του τις επεξεργασίες που αφορούν, ιδίως, τη δημόσια ασφάλεια και τις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς του ποινικού δικαίου. Όπως ήταν λογικό, το Δικαστήριο απάντησε αρνητικά. Πράγματι, η επεξεργασία των δεδομένων PNR στο πλαίσιο της συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν συναπτόταν προς κάποια παροχή υπηρεσιών, αλλά εντασσόταν στο πλαίσιο που είχαν εγκαθιδρύσει οι δημόσιες αρχές με σκοπό τη δημόσια ασφάλεια, το οποίο δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46 (29).

86.      Ωστόσο, η εκτίμηση αυτή ουδόλως σημαίνει ότι το Δικαστήριο απεφάνθη οριστικά επί του σκοπού των συμφωνιών PNR, συμπεριλαμβανομένου, για τις ανάγκες της επιχειρηματολογίας, του σκοπού της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας ούτε, κατά μείζονα λόγο, ότι έκρινε οριστικά ότι οι εν λόγω συμφωνίες έχουν ως αποκλειστικό, κύριο ή πρωτεύοντα σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων, όπως εσφαλμένως υπονοεί η Επιτροπή.

87.      Η κρίση του Δικαστηρίου στην απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑317/04 και C‑318/04, EU:C:2006:346), δεν σημαίνει προφανώς ούτε ότι το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί του ουσιαστικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 95/46, οριοθέτησε επίσης, με την ίδια ευκαιρία και προκαταβολικά, και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 16 ΣΛΕΕ.

88.      Προς υποστήριξη της θέσεως ότι ο σκοπός ασφάλειας της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας είναι πρωτεύων και άρα δικαιολογεί την επιλεγείσα νομική βάση, η Επιτροπή επιχειρεί, επιπλέον, να θεμελιώσει αναλογία μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Μαΐου 2014, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑43/12, EU:C:2014:298).

89.      Στην υπόθεση αυτή, η οποία αφορούσε τον καθορισμό της προσήκουσας νομικής βάσεως για την οδηγία 2011/82/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, για τη διευκόλυνση της διασυνοριακής ανταλλαγής πληροφοριών για τροχαίες παραβάσεις που έχουν σχέση με την οδική ασφάλεια (30), το Δικαστήριο, αφού πρώτα διαπίστωσε ότι πρωτεύων σκοπός της πράξεως αυτής είναι η βελτίωση της οδικής ασφάλειας (και άρα και των μεταφορών), έκρινε ότι το σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών το οποίο καθιερώνει η εν λόγω οδηγία συνιστά «ένα εργαλείο μέσω του οποίου η τελευταία [επιδιώκει την επίτευξη του σκοπού αυτού]» (31). Η οδηγία 2011/82 έπρεπε επομένως να εκδοθεί όχι με βάση το άρθρο 87, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (αστυνομική συνεργασία), αλλά με βάση το άρθρο 91, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο ανήκει στον τίτλο σχετικά με την πολιτική των μεταφορών.

90.      Μολονότι μπορώ να δεχτώ την ύπαρξη μερικής αναλογίας μεταξύ των δύο περιπτώσεων, το γεγονός αυτό ουδόλως επηρεάζει τη θέση ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία επιδιώκει δύο άρρηκτα συνδεδεμένους σκοπούς και απαρτίζεται από δύο άρρηκτα συνδεδεμένες συνιστώσες. Επομένως, το ενδεχόμενο η διαβίβαση δεδομένων PNR στην καναδική αρμόδια αρχή να συνιστά το εργαλείο μέσω του οποίου τα συμβαλλόμενα μέρη επιδιώκουν τον σκοπό δημόσιας ασφάλειας της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι ο σκοπός της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, όπως αυτός περιγράφεται μεταξύ άλλων στο άρθρο της 1, είναι διττός. Εξάλλου, η ιδιαιτερότητα της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, η οποία την διαφοροποιεί από την οδηγία 2011/82, έγκειται στο ότι η μέγιστη ζητούμενη αποτελεσματικότητα του εργαλείου το οποίο συνιστά η διαβίβαση των δεδομένων PNR για την επίτευξη των σκοπών που απαριθμούνται στο άρθρο 3 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας πρέπει να σταθμίζεται με τις εγγυήσεις περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται από την εν λόγω Συμφωνία και που ανάγονται ακριβώς στον δεύτερο σκοπό τον οποίο αυτή επιδιώκει.

91.      Τέλος, δεν είναι πειστικά ούτε τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου προς υποστήριξη της θέσεως ότι το «κέντρο βάρους» της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας εντοπίζεται πρωτίστως στις εγγυήσεις που παρέχονται από τις διατάξεις της τελευταίας στους επιβάτες σχετικά με την προστασία των δεδομένων PNR, πράγμα που θα δικαιολογούσε την αποκλειστική θεμελίωση της αποφάσεως περί συνάψεως της εν λόγω πράξεως στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ.

92.      Αφενός, δεν είναι ακριβής ο ισχυρισμός ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν επιβάλλει στις αεροπορικές εταιρίες την υποχρέωση να διαβιβάζουν τα δεδομένα PNR στην καναδική αρμόδια αρχή προκειμένου τα δεδομένα αυτά να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας για τους σκοπούς που απαριθμούνται στο άρθρο 3 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Είναι αλήθεια, όπως παρατήρησε το Κοινοβούλιο στις γραπτές παρατηρήσεις του, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας διευκρινίζει ότι η Ένωση εξασφαλίζει απλώς ότι οι αερομεταφορείς «δεν εμποδίζονται» να διαβιβάζουν δεδομένα PNR στην καναδική αρμόδια αρχή. Ωστόσο, από την ερμηνεία του άρθρου αυτού, το οποίο τιτλοφορείται «Διασφάλιση της παροχής δεδομένων PNR», σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 (32), 20 (33) και 21 (34) της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, προκύπτει, όπως άλλωστε δέχτηκε το Κοινοβούλιο απαντώντας σε γραπτό ερώτημα του Δικαστηρίου, ότι οι αερομεταφορείς υποχρεούνται νομικά και πρακτικά να παρέχουν στην καναδική αρμόδια αρχή συστηματική πρόσβαση στα δεδομένα PNR για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 3 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

93.      Αφετέρου, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν μπορεί, από την άποψη του σκοπού της, να εξομοιωθεί κατ’ ουσίαν με απόφαση περί επαρκούς επιπέδου προστασίας, παρόμοια με αυτήν που είχε εκδώσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της Συμφωνίας του 2006 (35). Αντίθετα, όπως επισημάνθηκε ήδη, τόσο από τον σκοπό όσο και από το περιεχόμενο της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προκύπτει ότι αυτή επιδιώκει να συγκεράσει τους δύο επιδιωκόμενους σκοπούς και ότι οι σκοποί αυτοί συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους.

94.      Ποιες είναι λοιπόν οι συνέπειες της ανωτέρω διαπιστώσεως για τον καθορισμό της νομικής βάσεως της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας;

2.      Επί της προσήκουσας νομικής βάσεως

95.      Όπως σημειώθηκε ήδη, δεν αμφισβητείται ότι το σχέδιο αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας θεμελιώνεται στο άρθρο 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, τα οποία ανήκουν αμφότερα στο τρίτο μέρος, τίτλος V, της Συνθήκης ΛΕΕ, σχετικά με τον «[ΧΕΑΔ]».

96.      Κατ’ εμέ, λαμβανομένων υπόψη των δύο άρρηκτα συνδεδεμένων σκοπών και των δύο άρρηκτα συνδεδεμένων συνιστωσών της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας που περιγράφηκαν ανωτέρω, οι ως άνω ουσιαστικές νομικές βάσεις είναι μεν κρίσιμες, τουλάχιστον εν μέρει, αλλά είναι ανεπαρκείς. Εκτιμώ ειδικότερα ότι, με βάση τη νομολογία, η πράξη περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας ενδείκνυται και είναι δυνατόν να θεμελιωθεί στο άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

 α)      Επί της ορθότητας του άρθρου 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ

97.      Ως προς το πρώτο σημείο, ήτοι την ορθότητα του άρθρου 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, πρέπει καταρχάς να γίνει δεκτό ότι η δημιουργία ΧΕΑΔ προϋποθέτει ότι η Ένωση είναι σε θέση να ασκήσει την εξωτερική της αρμοδιότητα.

98.      Εκτός από την περίπτωση των κατά το άρθρο 79, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ συμφωνιών για επανεισδοχή, η οποία αφορά τη μεταναστευτική πολιτική και δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, δεν απονέμεται στην Ένωση, κατά τρόπο γενικό, ρητή εξωτερική αρμοδιότητα σχετικά με τον ΧΕΑΔ. Ωστόσο, με βάση το άρθρο 216, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επιτρέπεται στην Ένωση να συνάπτει διεθνείς συμφωνίες, μεταξύ άλλων και στο πεδίο της αστυνομικής και/ή δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, ιδίως όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη ενός εκ των σκοπών που καθορίζονται από τις Συνθήκες.

99.      Κανένας από τους μετέχοντες στη διαδικασία δεν αμφισβητεί τη δυνατότητα αυτή. Εντούτοις, το Δικαστήριο δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να αρκεστεί στην ανωτέρω διαπίστωση. Εκτιμώ ότι το Δικαστήριο, στη γνωμοδότηση την οποία καλείται να εκδώσει, πρέπει να αφιερώσει ορισμένες σκέψεις στο συγκεκριμένο ζήτημα.

100. Για να γίνει δεκτή η εξωτερική αρμοδιότητα της Ένωσης στον τομέα του ΧΕΑΔ πρέπει η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις να μπορεί να συνδεθεί με τους σκοπούς που επιδιώκονται από τον ΧΕΑΔ.

101. Οι σκοποί αυτοί διατυπώνονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ και στο άρθρο 67 ΣΛΕΕ. Η πρώτη εκ των διατάξεων αυτών ορίζει ότι «η Ένωση παρέχει στους πολίτες της [ΧΕΑΔ] χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, […] και την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας». Το άρθρο 67 ΣΛΕΕ, με το οποίο αρχίζει το κεφάλαιο 1 του τίτλου V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, προβλέπει, στην παράγραφό του 3, ότι η Ένωση «καταβάλλει προσπάθεια για να εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο ασφάλειας με τη θέσπιση μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της εγκληματικότητας, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, μέτρων συντονισμού και συνεργασίας μεταξύ αστυνομικών και δικαστικών αρχών και των λοιπών αρμοδίων αρχών».

102. Όπως υποστήριξε ορθώς ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot στις προτάσεις του της 30ής Ιανουαρίου 2014 στην υπόθεση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑658/11, EU:C:2014:41, σημεία 111 και 112), η εξωτερική διάσταση του ΧΕΑΔ εξαρτάται λειτουργικά και οργανικά από τους σκοπούς που τίθενται με τις δύο αυτές διατάξεις. Ως εκ τούτου, μολονότι η εγκαθίδρυση του ΧΕΑΔ μπορεί να απαιτεί εξωτερική δράση της Ένωσης, εντούτοις, για να μπορεί μια συμφωνία να χαρακτηριστεί ως εμπίπτουσα στον ΧΕΑΔ, πρέπει να συνδέεται στενά με την ελευθερία, την ασφάλεια και τη δικαιοσύνη στο εσωτερικό της Ένωσης, δηλαδή να υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του σκοπού εσωτερικής ασφάλειας της Ένωσης και της δικαστικής και/ή αστυνομικής συνεργασίας που αναπτύσσεται εκτός της Ένωσης (36).

103. Σε διαφορετικό πλαίσιο αλλά υπό την ίδια έννοια, το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας το άρθρο 87, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ υπό το φως του άρθρου 67 ΣΛΕΕ διευκρίνισε ότι, για να μπορεί πράξη της Ένωσης, με βάση τον σκοπό και το περιεχόμενό της, να θεμελιωθεί στο πρώτο από τα ανωτέρω άρθρα, η πράξη αυτή πρέπει να συνδέεται άμεσα με τους σκοπούς που διατυπώνονται στο άρθρο 67 ΣΛΕΕ (37).

104. Φρονώ ότι αυτό συμβαίνει όντως με τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία.

105. Ειδικότερα, κατά πρώτον, η Συμφωνία αυτή έχει εφαρμογή στη διαβίβαση, την επεξεργασία και τη χρήση δεδομένων PNR οι οποίες αφορούν τη δημόσια ασφάλεια και τις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς του ποινικού δικαίου (38), δηλαδή, πιο συγκεκριμένα, την πρόληψη και την ανίχνευση τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων ή σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων καθώς και τις σχετικές έρευνες ή διώξεις. Κατά το άρθρο της 1, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία επιδιώκει μεταξύ άλλων να «διασφαλίσ[ει] την ασφάλεια και προστασία των πολιτών», πράγμα που σημαίνει προφανώς την ασφάλεια και προστασία των πολιτών της Ένωσης, ιδίως αυτών που χρησιμοποιούν τις αεροπορικές συνδέσεις μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (39). Εξάλλου, το άρθρο 6, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας υποχρεώνει τον Καναδά, κατόπιν αιτήσεως, μεταξύ άλλων, της αστυνομικής ή δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ένωσης, να κοινοποιεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, δεδομένα PNR ή αναλυτικές πληροφορίες που περιέχουν δεδομένα PNR, τα οποία λαμβάνονται βάσει της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας για την πρόληψη ή την ανίχνευση μιας τρομοκρατικής αξιόποινης πράξεως ή σοβαρού διεθνικού εγκλήματος «στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

106. Κατά δεύτερον, μολονότι η συλλογή και η αρχική διαβίβαση των δεδομένων PNR πραγματοποιούνται από τους αερομεταφορείς, οι διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας συνιστούν νομικό πλαίσιο που έχει θεσπιστεί από τις δημόσιες αρχές για σκοπούς κατασταλτικούς (40). Όπως αναφέρθηκε ήδη, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία θεσπίζει κανόνες σχετικά με την πρόσβαση των καναδικών αρμόδιων αρχών στα δεδομένα PNR και/ή στις αναλυτικές πληροφορίες που περιέχουν τέτοια δεδομένα καθώς και σχετικά με τη μεταγενέστερη διαβίβαση τέτοιων δεδομένων, μεταξύ άλλων στις αρμόδιες αστυνομικές και δικαστικές αρχές της Ένωσης και των κρατών μελών της καθώς και στις αρχές τρίτων χωρών, ιδίως για τους σκοπούς που μνημονεύονται στο άρθρο 3 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Εξάλλου, όπως προέκυψε σαφώς από τις συζητήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, η πενταετής διάρκεια διατηρήσεως των δεδομένων PNR, που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 5, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, καθορίστηκε προκειμένου να καταστήσει εφικτές και να διευκολύνει τις έρευνες, τις διώξεις και τις δικαστικές διαδικασίες σχετικά, ιδίως, με τα διεθνή δίκτυα σοβαρών εγκληματικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, με βάση την πολύ ευρεία διατύπωση του άρθρου 16, παράγραφος 5, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, στις εν λόγω έρευνες και διώξεις μπορούν κάλλιστα να περιλαμβάνονται εκείνες οι οποίες διεξάγονται από τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές των κρατών μελών της Ένωσης. Οι κανόνες αυτοί εμπίπτουν, καταρχήν, στον τομέα που καλύπτεται από την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις (41).

107. Από τα παραπάνω συνάγω, αφενός, ότι, καθόσον αυτό αφορά τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με «τη συλλογή, αποθήκευση, επεξεργασία, ανάλυση και ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών» για τους σκοπούς της αστυνομικής συνεργασίας «στον τομέα της πρόληψης ή της εξακρίβωσης αξιόποινων πράξεων ή της διερεύνησής τους», που προβλέπεται στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ συνιστά προσήκουσα νομική βάση για την πράξη περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Διά παν ενδεχόμενο, προσθέτω ότι η εν λόγω συνεργασία και οι εν λόγω ανταλλαγές δεν είναι απαραίτητο να πραγματοποιούνται μεταξύ αρχών ειδικά επιφορτισμένων, στο εθνικό δίκαιο, με αστυνομικές υπηρεσίες stricto sensu. Πράγματι, το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ συνδέει με την αστυνομική συνεργασία, κατά τρόπο ιδιαιτέρως ευρύ, «όλες [τις] αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών και τελωνειακών αρχών και άλλων αρχών επιβολής του νόμου» (42), διατύπωση η οποία ασφαλώς και επιτρέπει, στο πλαίσιο της εξωτερικής διαστάσεως του ΧΕΑΔ, τη συνεργασία με τη CBSA ενόψει της διασφαλίσεως της εσωτερικής ασφάλειας της Ένωσης.

108. Όσον αφορά, αφετέρου, την πτυχή της «δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις» της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, παρά τα στοιχεία που εκτέθηκαν στα σημεία 105 και 106 των παρουσών προτάσεων, ομολογώ ότι διστάζω να δεχτώ ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία μπορεί να αποτελέσει μέτρο που συμβάλλει άμεσα στη «διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των δικαστικών ή άλλων ισοδύναμων αρχών των κρατών μελών κατά την άσκηση ποινικών διώξεων και την εκτέλεση των αποφάσεων», κατά την έννοια του άρθρου 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ. Όπως δέχτηκε μεταξύ άλλων η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στην απάντησή της σε ένα από τα γραπτά ερωτήματα του Δικαστηρίου, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία μπορεί να διευκολύνει την εν λόγω συνεργασία μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις. Ωστόσο, η συνεργασία αυτή εξαρτάται από σειρά παραμέτρων, πραγματικών και νομικών, για τις οποίες δεν υπάρχει πρόβλεψη στις διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Επομένως, η συνεργασία μεταξύ των δικαστικών αρχών των κρατών μελών εμφανίζεται μόνον ως έμμεση συνέπεια του πλαισίου που θεσπίζεται από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία. Βεβαίως, το γεγονός ότι το άρθρο 6 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας επιβάλλει όχι μόνο στην καναδική αρμόδια αρχή, αλλά γενικότερα στον «Καναδά», την υποχρέωση κοινοποιήσεως δεδομένων PNR ή αναλυτικών πληροφοριών στις δικαστικές αρχές των κρατών μελών μπορεί να γίνει κατανοητό υπό την έννοια ότι η ίδια υποχρέωση επιβάλλεται και στις δικαστικές αρχές του τρίτου αυτού κράτους. Ακόμα κι αν υποτεθεί ότι αυτή η ερμηνεία είναι ορθή και ότι είναι δυνατή η ανταλλαγή δεδομένων PNR μεταξύ δικαστικών αρχών, ωστόσο, υπό την παρούσα διατύπωσή της, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν φαίνεται να συμβάλλει πραγματικά στη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των δικαστικών ή άλλων ισοδύναμων αρχών των κρατών μελών. Κατά την άποψή μου, το άρθρο 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ θα μπορούσε να αποτελέσει εγκύρως πρόσθετη νομική βάση για την πράξη περί συνάψεως της εν λόγω Συμφωνίας μόνον αν το Δικαστήριο δεχόταν μια πιο ευρεία ερμηνεία του άρθρου 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το άρθρο 67, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο η Ένωση «καταβάλλει προσπάθεια για να εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο ασφάλειας […] με τη θέσπιση μέτρων συντονισμού και συνεργασίας μεταξύ […] δικαστικών αρχών και των λοιπών αρμοδίων αρχών», ή αν τα συμβαλλόμενα μέρη τροποποιούσαν τις διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας κατά τρόπον ώστε να λαμβάνεται υπόψη πιο άμεσα η δικαστική διάσταση της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

109. Προσθέτω ότι η εκτίμηση ότι το άρθρο 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ δεν δύναται να θεμελιώσει νομίμως την πράξη περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας δεν κλονίζεται από το γεγονός, το οποίο επισημάνθηκε από ορισμένους μετέχοντες στη διαδικασία, ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου για τη σύναψη, αντίστοιχα, των συμφωνιών PNR με την Αυστραλία και με τις Ηνωμένες Πολιτείες θεμελιώνονται στη διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ (43). Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, για τον έλεγχο της νομικής βάσεως της πράξεως περί της συνάψεως της εν προκειμένω σχεδιαζόμενης Συμφωνίας δεν ασκεί επιρροή η νομική βάση που έχει επιλεγεί για την έκδοση άλλων πράξεων της Ένωσης που εμφανίζουν, ενδεχομένως, παρόμοια χαρακτηριστικά (44).

110. Υπό τις συνθήκες αυτές, είμαι της γνώμης ότι το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ συνιστά προσήκουσα νομική βάση για την πράξη περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας όπως αυτή είναι διατυπωμένη επί του παρόντος.

111. Παρά ταύτα, φρονώ ότι αυτή η ουσιαστική νομική βάση, η οποία νομίμως μνημονεύεται στο σχέδιο της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, δεν επαρκεί για τη σύναψη της εν λόγω Συμφωνίας από την Ένωση.

 β)      Επί της ανάγκης θεμελιώσεως της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας στο άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ

112. Ειδικότερα, όπως υποστήριξε ορθώς το Κοινοβούλιο στην αίτησή του, ούτε το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ ούτε εξάλλου, εν γένει, ο τίτλος V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, ο οποίος αφορά τον ΧΕΑΔ, προβλέπουν τη θέσπιση κανόνων στον τομέα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

113. Ωστόσο, όπως κατέδειξα νωρίτερα, ένας από τους δύο βασικούς σκοπούς της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, έγκειται ακριβώς στο «[να διασφαλιστούν] τα μέσα προστασίας των δεδομένων» PNR των επιβατών που χρησιμοποιούν αεροπορικές συνδέσεις μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως τονίστηκε ήδη, ο σκοπός αυτός επιρρωννύεται από το περιεχόμενο της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, και ιδίως από τις διατάξεις του κεφαλαίου σχετικά με τις «Διασφαλίσεις που εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων PNR», το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 7 έως 21 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

114. Στο πλαίσιο αυτό, είμαι της γνώμης ότι η δράση της Ένωσης πρέπει κατ’ ανάγκην να θεμελιώνεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο, υπενθυμίζω, αναθέτει στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο το καθήκον να θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, μεταξύ άλλων από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων. Η θέση αυτή στηρίζεται σε τρεις κυρίως λόγους.

115. Καταρχάς, κατά τη συλλογιστική που αναπτύχθηκε ανωτέρω σχετικά με την εξωτερική διάσταση του ΧΕΑΔ, η Ένωση πρέπει να θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 216, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ως έχουσα την εξουσία να συνάψει με τρίτη χώρα διεθνή συμφωνία με αντικείμενο τη θέσπιση κανόνων σχετικά με την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη κάποιου εκ των σκοπών που καθορίζονται από τις Συνθήκες, και εν προκειμένω των σκοπών του άρθρου 16 ΣΛΕΕ. Αυτό συμβαίνει με τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία, ένας εκ των βασικών σκοπών της οποίας είναι, κατ’ ουσίαν, η διασφάλιση των μέσων προστασίας των δεδομένων PNR των επιβατών που χρησιμοποιούν τις αεροπορικές συνδέσεις μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, δεν χωρεί κατά τη γνώμη μου αμφιβολία ότι οι διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας πρέπει να χαρακτηριστούν ως «κανόνες» που σχετίζονται με την προστασία των δεδομένων φυσικών προσώπων, κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και αποσκοπούν στη δέσμευση των συμβαλλομένων μερών.

116. Έπειτα, και αντίθετα προς τα όσα ίσχυαν για το πρώην άρθρο 286 ΣΕΚ, το άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο ανήκει στο πρώτο μέρος, τίτλος ΙΙ, της Συνθήκης αυτής, ο οποίος επιγράφεται «Διατάξεις γενικής εφαρμογής», συνιστά τη νομική βάση όλων των κανόνων που θεσπίζονται στο επίπεδο της Ένωσης σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των προσωπικών τους δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που εντάσσονται στο πλαίσιο της λήψεως μέτρων τα οποία εμπίπτουν στις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Πράγματι, όπως διευκρινίζεται στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου, μόνον οι κανόνες σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οι οποίοι θεσπίζονται στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας πρέπει να θεμελιώνονται στο άρθρο 39 ΣΕΕ. Η ερμηνεία αυτή του άρθρου 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ επιβεβαιώνεται, αφενός, από την απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στο ενδεχόμενο θεσπίσεως διατάξεων σχετικών με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με βάση το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ. Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, πριν από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβώνας, το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΕΕ προέβλεπε, αντίθετα, ότι η από κοινού δράση στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας μπορούσε να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την επεξεργασία, ανάλυση και ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών «υπό την επιφύλαξη των κατάλληλων διατάξεων για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», διατύπωση βάσει της οποίας εξουσιοδοτήθηκε άλλωστε το Συμβούλιο να εκδώσει την απόφαση-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ, της 27ης Νοεμβρίου 2008, για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις (45). Αφετέρου, ζήτημα στο οποίο θα επανέλθω κατωτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι οι διατάξεις των Πρωτοκόλλων (αριθ. 21) και (αριθ. 22) προέβλεψαν πράγματι τη δυνατότητα θεσπίσεως κανόνων με βάση το άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στα κεφάλαια της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις.

117. Επομένως, και για να εξαλειφθεί κάθε αμφιβολία αναφορικά με την αμφίσημη θέση που υποστηρίζει η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, το άρθρο 16 ΣΛΕΕ, αφενός, και το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ καθώς και το άρθρο 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, αφετέρου, δεν μπορούν να έχουν μεταξύ τους ιεραρχική σχέση «lex generalis – lex specialis». Ειδικότερα, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από τα προαναφερθέντα Πρωτόκολλα, τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη είχαν υπόψη τους το ενδεχόμενο μια πράξη της Ένωσης να μπορεί να θεμελιωθεί στα τρία αυτά άρθρα ταυτόχρονα, λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι οι διατάξεις αυτές έχουν διαφορετικά πεδία εφαρμογής.

118. Τέλος, όπως υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων από το Κοινοβούλιο, την Επιτροπή και τον ΕΕΠΔ στις αντίστοιχες απαντήσεις τους σε γραπτό ερώτημα του Δικαστηρίου, η ορθότητα του άρθρου 16 ΣΛΕΕ ως νομικής βάσεως της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω επειδή τα μέτρα προστασίας τη λήψη των οποίων επιτρέπει το άρθρο αυτό αφορούν την επεξεργασία δεδομένων από αρχές των κρατών μελών και όχι, όπως εν προκειμένω, τη διαβίβαση δεδομένων που είχαν προηγουμένως συλλεγεί από ιδιωτικούς φορείς (τους αερομεταφορείς) και προορίζονταν για τρίτη χώρα.

119. Πράγματι, αφενός, για να παραφράσω τον γενικό εισαγγελέα Ph. Léger, η υποχρέωση με την οποία βαρύνεται μια αεροπορική εταιρία, με βάση τον συνδυασμό των άρθρων 4, 5, 20 και 21 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, να διαβιβάζει άμεσα σειρά δεδομένων PNR στον Καναδά δεν «απέχει πολύ […] από το να συνιστά άμεση ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ δημοσίων αρχών» (46). Αφετέρου, δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει ότι η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από ιδιωτικό φορέα που βρίσκεται σε κράτος μέλος προς τρίτη χώρα εμπίπτει στον ορισμό της «επεξεργασίας δεδομένων» κατά την έννοια της οδηγίας 95/46 (47), η αυστηρώς γραμματική ερμηνεία της νέας νομικής βάσεως την οποία συνιστά το άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ θα οδηγούσε σε διάσπαση του καθεστώτος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Μια τέτοια ερμηνεία δεν φαίνεται να συνάδει με την πρόθεση των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών να καθιερώσουν μία ενιαία, καταρχήν, νομική βάση που εξουσιοδοτεί ρητώς την Ένωση να θεσπίζει κανόνες σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων. Θα επρόκειτο για δυσχερώς δικαιολογήσιμη αναδίπλωση σε σχέση με το προγενέστερο καθεστώς, το οποίο θεμελιωνόταν στις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την εσωτερική αγορά. Αυτή η αυστηρώς γραμματική ερμηνεία του άρθρου 16 ΣΛΕΕ θα οδηγούσε επομένως στην αποστέρηση της εν λόγω διατάξεως από μεγάλο μέρος της πρακτικής της αποτελεσματικότητας.

120. Κατά συνέπεια, με βάση τους σκοπούς και τις συνιστώσες της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, οι οποίοι συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, φρονώ ότι η πράξη περί συνάψεως της Συμφωνίας αυτής πρέπει να θεμελιωθεί στο άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ ως ουσιαστικές νομικές βάσεις.

121. Κατά τη νομολογία, η αποδοχή της χρήσεως πολλαπλών νομικών βάσεων για την έκδοση μιας πράξεως της Ένωσης προϋποθέτει ότι οι διαδικασίες που προβλέπονται από τις διάφορες νομικές αυτές βάσεις είναι συμβατές μεταξύ τους (48).

122. Εν προκειμένω, τόσο το άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ όσο και το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ ορίζουν ότι, για τη λήψη των μέτρων που προβλέπονται από τα δύο αυτά άρθρα, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Επιπλέον, το ίδιο ισχύει και για τα μέτρα που θεμελιώνονται στο άρθρο 82, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο αυτό συνιστά προσήκουσα ουσιαστική νομική βάση της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

123. Επομένως, οι διαδικασίες που προβλέπονται ειδικά από τα ανωτέρω άρθρα είναι συμβατές μεταξύ τους κατά την έννοια της νομολογίας. Δεν εμποδίζουν, κατά συνέπεια, την αποδοχή, εκ μέρους του Δικαστηρίου, πολλαπλών νομικών βάσεων για την πράξη περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

124. Ωστόσο, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Ιρλανδία, προέβαλε ότι, πέρα από την ως άνω διαπίστωση, επιβάλλεται να εξεταστούν οι λεπτομέρειες της συμμετοχής του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου στους κόλπους του Συμβουλίου, όπως αυτές καθορίζονται αντίστοιχα από τις διατάξεις των Πρωτοκόλλων (αριθ. 21) και (αριθ. 22). Κατά τους εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία, οι εν λόγω λεπτομέρειες συμμετοχής αντιτίθενται στην ταυτόχρονη χρήση του άρθρου 16 ΣΛΕΕ και του άρθρου 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ ως ουσιαστικών νομικών βάσεων. Ειδικότερα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, το Συμβούλιο υποστήριξε, αν και με ορισμένες αντιφάσεις και ασυνέπειες (49), ότι οι διατάξεις των Πρωτοκόλλων αυτών διακρίνουν το ζήτημα του μη δεσμευτικού χαρακτήρα των κανόνων που θεσπίζονται με βάση το άρθρο 16 ΣΛΕΕ σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που ανάγονται στην αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, από το ζήτημα της συμμετοχής των τριών αυτών κρατών στην ψηφοφορία στους κόλπους του Συμβουλίου, όταν το τελευταίο καλείται να θεσπίσει τέτοιους κανόνες. Ως εκ τούτου, ενώ τα τρία αυτά κράτη μέλη δεν συμμετέχουν στη θέσπιση των μέτρων που εμπίπτουν στο πεδίο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν αποφασίσει να ασκήσουν το δικαίωμα opt-in, ωστόσο συμμετέχουν πάντοτε στη θέσπιση κανόνων που έχουν ως νομική βάση το άρθρο 16 ΣΛΕΕ, παρά το γεγονός ότι, βάσει των αντίστοιχων Πρωτοκόλλων, δεν δεσμεύονται από τα μέτρα αυτά.

125. Μολονότι η επιχειρηματολογία αυτή είναι αξιοπρόσεκτη, εκτιμώ ότι εν τέλει πρέπει να απορριφθεί.

126. Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα δύο εν λόγω Πρωτόκολλα δεν μπορούν να ασκήσουν «καμία απολύτως επιρροή επί του ζητήματος της ορθής νομικής βάσης» για την έκδοση μιας πράξεως της Ένωσης (50). Άρα, εάν από την εξέταση του σκοπού και του περιεχομένου της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, και αντίθετα προς τα όσα υποστήριξα ανωτέρω, προκύψει ότι η πράξη περί συνάψεως της Συμφωνίας πρέπει να θεμελιωθεί αποκλειστικά στο άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τότε, σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, τα δύο εν λόγω Πρωτόκολλα, παρά το γράμμα του άρθρου 29 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, δεν μπορούν να «εξουδετερώσουν» τη διαπίστωση αυτή. Με άλλα λόγια, τα τρία εν λόγω κράτη μέλη θα πρέπει να συμμετάσχουν στην έκδοση της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας και να δεσμεύονται από αυτήν.

127. Πιο περίπλοκη εμφανίζεται η εφαρμογή της νομολογίας αυτής στην περίπτωση που υφίστανται ταυτόχρονα δύο νομικές βάσεις, οι οποίες προβλέπουν την ίδια διαδικασία εκδόσεως (συνήθης νομοθετική διαδικασία και ψηφοφορία με αυξημένη πλειοψηφία στο Συμβούλιο), αλλά ρυθμίζουν διαφορετικά τη συμμετοχή, στους κόλπους του Συμβουλίου, των εν λόγω τριών κρατών μελών στην έκδοση της επίμαχης πράξεως.

128. Στο μέτρο που ζητούμενο εν προκειμένω είναι να καθοριστεί η προσήκουσα νομική βάση συγκεκριμένης πράξεως, δηλαδή της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, το ως άνω ζήτημα δεν χρειάζεται να επιλυθεί όσον αφορά την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 21), τα δύο αυτά κράτη μέλη γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να δεσμεύονται από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία, και επομένως θα συμμετάσχουν στην έκδοση της πράξεως περί της συνάψεώς της. Συνεπώς, κανένα επιχείρημα διαδικαστικής φύσεως σχετικά με τα δύο αυτά κράτη μέλη δεν εμποδίζει τη θεμελίωση της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας από κοινού στο άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ.

129. Όσον αφορά τη θέση του Βασιλείου της Δανίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 2α του Πρωτοκόλλου (αριθ. 22), το άρθρο 2 του τελευταίου, κατά το οποίο, μεταξύ άλλων, κανένα μέτρο και καμία διεθνής συμφωνία δυνάμει του τρίτου μέρους, τίτλος V, της Συνθήκης ΛΕΕ δεν δεσμεύει το Βασίλειο της Δανίας, εφαρμόζεται επίσης όσον αφορά τους εκ των θεσπιζομένων με νομική βάση το άρθρο 16 ΣΛΕΕ κανόνες που αφορούν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του τρίτου μέρους, τίτλος V, κεφάλαια 4 ή 5, της εν λόγω Συνθήκης, ήτοι ανάγονται στην αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις.

130. Συνεπώς, το Βασίλειο της Δανίας δεν θα δεσμεύεται από τις διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Εντούτοις, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι, δεδομένου ότι παραπέμπει μόνο στο άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 22) και όχι στο άρθρο 1 αυτού, το οποίο ορίζει ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν συμμετέχει στη θέσπιση, από το Συμβούλιο, μέτρων που προτείνονται βάσει του τρίτου μέρους, τίτλος V, της Συνθήκης ΛΕΕ, το άρθρο 2α του εν λόγω Πρωτοκόλλου συνεπάγεται, a contrario, ότι το Βασίλειο της Δανίας θα συμμετείχε στην έκδοση της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας αν αυτή θεμελιωνόταν στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ.

131. Η συλλογιστική αυτή δεν με πείθει και, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει τις συνέπειες τις οποίες της αποδίδει το Συμβούλιο όσον αφορά την επιλογή της νομικής βάσεως για την πράξη περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

132. Ειδικότερα, δεν νομίζω ότι τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη είχαν την πρόθεση να επιτρέψουν στο Βασίλειο της Δανίας να μη δεσμεύεται από πράξη η οποία έχει ως νομική βάση τόσο το άρθρο 16 ΣΛΕΕ όσο και κάποια διάταξη της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, μολονότι συμμετέχει στην έκδοση της πράξεως αυτής, οπότε υφίσταται εγγενής κίνδυνος να μπορεί το Βασίλειο της Δανίας να προσχωρεί σε ενδεχόμενη ομάδα κρατών που αντιτίθενται στην έκδοση της εν λόγω πράξεως, με αποτέλεσμα να παρακωλύεται η δυνατότητα διαμορφώσεως ειδικής πλειοψηφίας στους κόλπους του Συμβουλίου. Φρονώ ότι κάτι τέτοιο αντιβαίνει προς τον σκοπό του Πρωτοκόλλου (αριθ. 22), ο οποίος συνίσταται στην αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ της ανάγκης να ρυθμιστεί η ειδική θέση του Βασιλείου της Δανίας και της ανάγκης να καταστεί εφικτό για τα άλλα κράτη μέλη (συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου) να αναπτύξουν τη συνεργασία τους στον τομέα του ΧΕΑΔ.

133. Βεβαίως, κατά της ερμηνείας αυτής θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι, κατά το προοίμιο του Πρωτοκόλλου (αριθ. 22), τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη σημειώνουν ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν θα εμποδίσει τα άλλα κράτη μέλη να αναπτύξουν περαιτέρω τη συνεργασία τους όσον αφορά μέτρα που δεν δεσμεύουν το συγκεκριμένο κράτος μέλος. Επομένως, κατά την άποψη αυτή, μολονότι του επιτρέπεται να συμμετέχει στην έκδοση πράξεων που εμπίπτουν στο άρθρο 2α του εν λόγω Πρωτοκόλλου και δεν το δεσμεύουν, το Βασίλειο της Δανίας έχει δεσμευτεί να μην αντιτάσσεται ποτέ στην έκδοση των πράξεων αυτών.

134. Αν η ως άνω ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του Πρωτοκόλλου (αριθ. 22) ήταν ακριβής, η συνέπεια θα ήταν ότι η πράξη περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας δεν θα μπορούσε να θεμελιωθεί σωρευτικά στο άρθρο 16 και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, λόγω μιας υποτιθέμενης ασυμβατότητας μεταξύ των διαδικασιών που οδηγούν στην έκδοση της πράξεως αυτής, για τον απλό λόγο ότι το Βασίλειο της Δανίας θα συμμετείχε κατά τρόπο αμιγώς τυπικό στην έκδοση της πράξεως αυτής. Ως εκ τούτου, αυτή η αμιγώς τυπική συμμετοχή του Βασιλείου της Δανίας στην έκδοση της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας θα «εξουδετέρωνε» την αντικειμενική εξέταση της νομικής βάσεως της πράξεως αυτής, εξέταση η οποία, υπενθυμίζω, στηρίζεται στη διερεύνηση των σκοπών και των συνιστωσών της εν λόγω Συμφωνίας. Η συνέπεια αυτή θα προσέκρουε προδήλως στη νομολογία κατά την οποία δεν καθορίζει η διαδικασία τη νομική βάση μιας πράξεως, αλλά, αντιστρόφως, η νομική βάση καθορίζει τη διαδικασία εκδόσεως της πράξεως (51). Κατά την άποψή μου, η νομολογία αυτή εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο όταν η φερόμενη ως ακολουθητέα διαδικασία συνεπάγεται, στους κόλπους του Συμβουλίου, την αμιγώς τυπική συμμετοχή του Βασιλείου της Δανίας στην έκδοση πράξεως από την οποία το συγκεκριμένο κράτος μέλος ούτως ή άλλως δεν θα δεσμεύεται.

135. Με βάση όλες τις ανωτέρω σκέψεις, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο δεύτερο ερώτημα που υποβλήθηκε από το Κοινοβούλιο την απάντηση ότι η πράξη περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών και των συνιστωσών της Συμφωνίας αυτής, που συνδέονται μεταξύ τους άρρηκτα, χωρίς οι μεν να είναι παρεπόμενοι των δε, πρέπει να θεμελιωθεί στο άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο v, ΣΛΕΕ (52).

VII – Επί της συμβατότητας της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και του Χάρτη (πρώτο ερώτημα)

 Α –      Σύνοψη της αιτήσεως και των παρατηρήσεων του Κοινοβουλίου καθώς και των παρατηρήσεων των λοιπών μετεχόντων στη διαδικασία

1.      Σύνοψη της αιτήσεως και των παρατηρήσεων του Κοινοβουλίου

136. Το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι, με βάση ιδίως τη νομολογία του Δικαστηρίου, υφίσταται νομική αβεβαιότητα ως προς το αν η σχεδιαζόμενη Συμφωνία συνάδει προς το άρθρο 16 ΣΛΕΕ, τα άρθρα 7 και 8 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

137. Κατά το Κοινοβούλιο, είναι προφανές ότι η συλλογή, η διαβίβαση, η ανάλυση, η διατήρηση και η μεταγενέστερη διαβίβαση δεδομένων PNR, οι οποίες προβλέπονται από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία, συνιστούν διάφορα είδη «επεξεργασίας» και διάφορες μορφές επεμβάσεως στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη. Υπό τις διάφορες αυτές μορφές της, η εν λόγω επέμβαση είναι σημαντικού εύρους και ιδιαιτέρως σοβαρή (53).

138. Το Κοινοβούλιο τονίζει ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, μια τέτοια επέμβαση μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εάν «προβλέπεται από το νόμο» και εάν είναι αναγκαία και τελεί σε σχέση αναλογίας με στόχο γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση.

139. Ως προς το πρώτο σημείο, το Κοινοβούλιο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν μια διεθνής συμφωνία συνιστά «νόμο» κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως και αν μπορεί να προβλέψει περιορισμούς στην άσκηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη. Επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) σχετικά με την έκφραση «προβλέπεται υπό του νόμου» του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, υπογραφείσας στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), κάθε επέμβαση πρέπει να διαθέτει έρεισμα «στο εσωτερικό δίκαιο». Δεδομένου ωστόσο ότι η Συνθήκη της Λισσαβώνας τροποποίησε ουσιωδώς την έννομη τάξη της Ένωσης εισάγοντας την έννοια της «νομοθετικής πράξεως», η έκφραση «προβλέπεται υπό του νόμου» συμπίπτει, στο δίκαιο της Ένωσης, με την έννοια της «νομοθετικής πράξεως». Μια διεθνής συμφωνία δεν μπορεί να υπαχθεί στον χαρακτηρισμό αυτό.

140. Ως προς το δεύτερο σημείο, δηλαδή την αναγκαιότητα της επεμβάσεως, το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι απόκειται στο Συμβούλιο και την Επιτροπή να αποδείξουν, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ότι η σύναψη της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας είναι πράγματι αναγκαία κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Τέτοιου είδους στοιχεία δεν φαίνεται να υπάρχουν.

141. Τέλος, ως προς το τρίτο σημείο, το οποίο αφορά την αναλογικότητα της προβλεπόμενης στη σχεδιαζόμενη Συμφωνία επεμβάσεως, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η εξουσία εκτιμήσεως του νομοθέτη της Ένωσης είναι περιορισμένη, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται αυστηρός έλεγχος της τηρήσεως των απαιτήσεων που καθιερώνονται από τον Χάρτη, ακόμα και στο πλαίσιο της συνάψεως διεθνούς συμφωνίας. Συναφώς, η σχεδιαζόμενη συμφωνία ανήκει στην κατηγορία των «γενικότερου χαρακτήρα κανονιστικών ρυθμίσεων εποπτείας», κατά την έννοια της νομολογίας του ΕΔΔΑ (54), με συνέπεια η συλλογιστική που ακολούθησε το Δικαστήριο στην απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238), να έχει εφαρμογή και εν προκειμένω.

142. Πρώτον, κατά την άποψη του Κοινοβουλίου, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία αφορά συνολικά τα πρόσωπα που ταξιδεύουν προς τον Καναδά, χωρίς να υφίσταται κάποια σχέση μεταξύ των προσώπων περί των οποίων πρόκειται, των δεδομένων PNR των προσώπων αυτών και ενδεχόμενης απειλής για τη δημόσια ασφάλεια.

143. Δεύτερον, το Κοινοβούλιο διερωτάται αν η σχεδιαζόμενη Συμφωνία καθορίζει αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί πράγματι να οριοθετηθεί η πρόσβαση των καναδικών αρχών στα δεδομένα PNR και η μεταγενέστερη χρήση των δεδομένων αυτών για την πρόληψη, την ανίχνευση ή την ποινική δίωξη αδικημάτων που μπορούν, αυτά καθεαυτά, να θεωρηθούν ως αρκούντως σοβαρά. Εντούτοις, τα κριτήρια που απαριθμούνται στο σχέδιο Συμφωνίας είναι αόριστα. Ειδικότερα, το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν προσδιορίζει την «καναδική αρμόδια αρχή» η οποία έχει πρόσβαση στα δεδομένα και ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας παραπέμπει, όσον αφορά τον όρο «σοβαρά εγκλήματα», στην καναδική νομοθεσία, χωρίς συναφώς να αναγνωρίζονται όρια με βάση το δίκαιο της Ένωσης και χωρίς να εξειδικεύονται οι αξιόποινες πράξεις που καλύπτονται από τον όρο αυτό. Ομοίως, το άρθρο 3, παράγραφος 5, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας επιτρέπει στον «Καναδά» την επεξεργασία των δεδομένων PNR σε τομείς άλλους από αυτόν του ποινικού δικαίου και ενδέχεται να καταστήσει δυνατή τη διαβίβαση των δεδομένων PNR από την «καναδική αρμόδια αρχή» σε άλλες καναδικές αρχές, ή ακόμα και σε ιδιώτες. Εξάλλου, το άρθρο 16, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας δεν διευκρινίζει τον αριθμό των προσώπων που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα PNR, ενώ η πρόσβαση των καναδικών αρχών στα δεδομένα αυτά δεν υπόκειται σε προηγούμενο έλεγχο διενεργούμενο από δικαστήριο ή από ανεξάρτητη διοικητική αρχή.

144. Τρίτον, το Κοινοβούλιο καλεί το Δικαστήριο να κρίνει ότι η πενταετής διάρκεια διατηρήσεως των δεδομένων PNR, που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 5, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, δεν δικαιολογείται. Η διάρκεια αυτή δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια ούτε παρασχέθηκε σχετική δικαιολόγηση. Εξάλλου, η διάρκεια αυτή επιμηκύνθηκε, χωρίς καμία εξήγηση, σε σχέση με εκείνη που προβλεπόταν υπό το καθεστώς της Συμφωνίας του 2006.

145. Τέταρτον, το Κοινοβούλιο προβάλλει ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν απαιτεί να διατηρούνται τα δεδομένα PNR στο έδαφος της Ένωσης. Συνεπώς, δεν διασφαλίζεται πλήρως ο έλεγχος της τηρήσεως των απαιτήσεων περί προστασίας και ασφάλειας από ανεξάρτητη αρχή, τον οποίο επιβάλλει ρητώς το άρθρο 8, παράγραφος 3, του Χάρτη και το άρθρο 16, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, υφίστανται σοβαρές αμφιβολίες ως προς το αν τα ληφθησόμενα από τις καναδικές αρχές μέτρα ικανοποιούν τις βασικές απαιτήσεις των ανωτέρω άρθρων. Ειδικότερα, το άρθρο 10 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας δεν εγγυάται έλεγχο από ανεξάρτητη καναδική αρχή και δεν εξειδικεύει με πλήρη νομική επάρκεια τις εξουσίες, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών προληπτικού ελέγχου, που διαθέτει η αρχή αυτή ούτως ώστε να μπορεί να εξακριβωθεί κατά πόσον οι εν λόγω εξουσίες είναι «επαρκείς» κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης.

146. Απαντώντας στα γραπτά ερωτήματα του Δικαστηρίου, το Κοινοβούλιο διευκρίνισε μεταξύ άλλων ότι τα πορίσματα που απορρέουν από την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650), έχουν εφαρμογή mutatis mutandis στην εκτίμηση της συμβατότητας της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Προσθέτει ότι η αποτελεσματική τήρηση των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων για την αρχική πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να εφαρμόζεται και για τη μεταγενέστερη διαβίβαση των δεδομένων αυτών και για την πρόσβαση σε αυτά άλλων καναδικών αρχών ή αρχών τρίτων χωρών. Αυτό δεν συμβαίνει όσον αφορά τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 18 και 19 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Εξάλλου, κατά το Κοινοβούλιο, η διατύπωση του άρθρου 14, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας είναι αμφίσημη.

2.      Σύνοψη των παρατηρήσεων των λοιπών μετεχόντων στη διαδικασία

147. Όσον αφορά τους λοιπούς μετέχοντες στη διαδικασία, ενώ ο ΕΕΠΔ, στις απαντήσεις του στα γραπτά ερωτήματα του Δικαστηρίου και στις προφορικές παρατηρήσεις του, συμμερίζεται, κατ’ ουσίαν, τις αμφιβολίες και τους προβληματισμούς του Κοινοβουλίου, οι κυβερνήσεις που μετείχαν στην παρούσα διαδικασία καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή θεωρούν ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία είναι συμβατή με το άρθρο 16 ΣΛΕΕ και με τα άρθρα 7, 8 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Οι παρατηρήσεις τους αφορούν κατά βάση την επέμβαση την οποία συνεπάγονται οι προβλεπόμενοι από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία κανόνες στο θεμελιώδες δικαίωμα των προσώπων στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την τήρηση των κριτηρίων του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη (επέμβαση «που προβλέπεται από το νόμο», για την επίτευξη στόχου γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζεται από την Ένωση και που είναι αναγκαίος και αναλογικός για την επίτευξη του εν λόγω στόχου).

148. Πρώτον, η Εσθονική και η Γαλλική Κυβέρνηση δέχονται ρητώς ότι οι διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας συνιστούν επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 του Χάρτη. Ωστόσο, η Γαλλική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι η υποχρέωση που επιβάλλεται στους αερομεταφορείς να διαβιβάζουν τα δεδομένα PNR δεν συνιστά τέτοιου είδους επέμβαση, διότι δεν προβλέπεται από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία αλλά από την καναδική νομοθεσία. Όμως, δεν μπορεί να ζητηθεί από το Δικαστήριο γνωμοδότηση σχετικά με τη συμβατότητα της νομοθεσίας τρίτου κράτους με τις Συνθήκες. Εξάλλου, η ίδια κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι επεμβάσεις που προβλέπονται στη σχεδιαζόμενη Συμφωνία είναι μικρότερου εύρους από αυτές τις οποίες αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238). Ειδικότερα, κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία συνεπάγεται τη διαβίβαση λιγότερων δεδομένων και αφορά λιγότερα πρόσωπα από ό,τι η επίμαχη στην απόφαση αυτή οδηγία. Επιπλέον, με βάση τα δεδομένα PNR δεν μπορούν να συναχθούν ιδιαιτέρως ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή των επιβατών. Τέλος, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία καθιερώνει, στο άρθρο της 11, υποχρέωση διαφάνειας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η συλλογή των δεδομένων PNR και η μεταγενέστερη χρήση τους ενδέχεται να δημιουργήσουν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα την αίσθηση ότι η ιδιωτική τους ζωή αποτελεί αντικείμενο διαρκούς εποπτείας.

149. Δεύτερον, ως προς το ζήτημα του νομικού ερείσματος της επεμβάσεως, η Εσθονική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή εκτιμούν ότι η επέμβαση αυτή πληροί την προϋπόθεση του να «προβλέπεται από το νόμο» κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

150. Τρίτον, όσον αφορά τον επιδιωκόμενο με την επέμβαση αυτή σκοπό, η Βουλγαρική και η Εσθονική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η διαβίβαση και η μεταγενέστερη χρήση των δεδομένων PNR αποβλέπουν μεταξύ άλλων στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας και, ως εκ τούτου, ανταποκρίνονται σε στόχο γενικού ενδιαφέροντος.

151. Τέταρτον, όσον αφορά την αναγκαιότητα της επεμβάσεως, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπογραμμίζουν, καταρχάς, ότι υφίσταται αυξανόμενη ζήτηση από τρίτες χώρες, οι οποίες θεωρούν απαραίτητη τη διαβίβαση δεδομένων PNR για σκοπούς δημόσιας ασφάλειας. Η Επιτροπή δέχεται ότι δεν υφίστανται ακριβείς στατιστικές που να απεικονίζουν τη συμβολή των δεδομένων αυτών στην πρόληψη και την ανίχνευση της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας ούτε στις έρευνες και τις διώξεις στον ίδιο τομέα. Ωστόσο, ο απαραίτητος χαρακτήρας της χρήσεως δεδομένων PNR επιβεβαιώνεται από πληροφορίες που προέρχονται από τρίτες χώρες και από κράτη μέλη που χρησιμοποιούν ήδη τα εν λόγω δεδομένα για σκοπούς καταστολής. Η εμπειρία που έχει αποκτηθεί στις χώρες αυτές αποδεικνύει ότι η χρήση δεδομένων PNR συνέτεινε, μεταξύ άλλων, στην πρόοδο της καταπολεμήσεως της διακινήσεως ναρκωτικών, της εκμεταλλεύσεως ανθρωπίνων όντων και της τρομοκρατίας, ενώ καθιστά δυνατή την καλύτερη κατανόηση της συνθέσεως και της λειτουργίας των τρομοκρατικών και των άλλων εγκληματικών δικτύων. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή προσθέτουν ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τη CBSA αποδεικνύουν ότι τα δεδομένα PNR συνέβαλαν αποφασιστικά στον εντοπισμό και στην ταυτοποίηση εν δυνάμει υπόπτων για πράξεις τρομοκρατίας ή σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων.

152. Πέμπτον, ως προς τον αναλογικό χαρακτήρα της επίμαχης επεμβάσεως, η Εσθονική Κυβέρνηση, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπενθυμίζουν, κατ’ αρχάς, τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, και ιδίως αυτές που διατυπώνονται στην απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238). Ειδικότερα, η Εσθονική Κυβέρνηση είναι της γνώμης ότι τα πορίσματα της αποφάσεως αυτής όσον αφορά την έκταση της εξουσίας εκτιμήσεως του νομοθέτη και του δικαστικού ελέγχου των ορίων της εξουσίας αυτής έχουν εφαρμογή και στην προκειμένη περίπτωση. Αντίθετα, η Ιρλανδία ισχυρίζεται ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ο διεθνής χαρακτήρας της επίμαχης πράξεως καθώς και το γεγονός ότι αυτή αποτελεί προϊόν διαπραγματεύσεων, ενώ η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η εξουσία εκτιμήσεως του νομοθέτη της Ένωσης δεν πρέπει να περιορίζεται υπέρμετρα, καθώς η επίμαχη εν προκειμένω επέμβαση δεν είναι ιδιαίτερα σοβαρή. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εκτιμά ότι η δημόσια ασφάλεια εγείρει, από τη φύση της, ζητήματα για τα οποία πρέπει να αναγνωρίζεται στον νομοθέτη «εύλογο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας» για την εκτίμηση του προδήλως απρόσφορου χαρακτήρα ενός μέτρου. Η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «γενική κανονιστική ρύθμιση εποπτείας», αλλά αφορά μάλλον τις συνήθεις διαδικασίες συνοριακών ελέγχων.

153. Εν συνεχεία, η Βουλγαρική και η Εσθονική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν περαιτέρω ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προβάλλει καταρχάς ότι υπάρχει κίνδυνος, χωρίς τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία, τα μέτρα έναντι των επιβατών που προέρχονται από την Ένωση να είναι λιγότερο εστιασμένα και περισσότερο επεμβατικά. Με βάση τα δεδομένα PNR μπορούν να εντοπιστούν αποτελεσματικότερα τα «πρόσωπα ενδιαφέροντος» που ταξιδεύουν με προορισμό συγκεκριμένες εκδηλώσεις ή συγκεκριμένους τόπους, με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτή η μείωση των ελέγχων ασφαλείας και του χρόνου αναμονής για τους υπόλοιπους επιβάτες. Έπειτα, οι εν λόγω κυβερνήσεις και τα εν λόγω θεσμικά όργανα είναι της γνώμης, κατ’ ουσίαν, ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία διαφέρει από την οδηγία την οποία αφορούσε η υπόθεση Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238). Ειδικότερα, αντίθετα προς την οδηγία αυτή, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία περιέχει αυστηρούς κανόνες σχετικά με τις προϋποθέσεις προσβάσεως στα δεδομένα και χρήσεως αυτών, καθώς και κανόνες σχετικά με την ασφάλεια των δεδομένων και τον έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή. Επιπλέον, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία προβλέπει εποπτεία της τηρήσεως των ανωτέρω κανόνων, την ενημέρωση των ενδιαφερόμενων προσώπων για τη διαβίβαση και την επεξεργασία των δεδομένων τους, διαδικασία προσβάσεως στα δεδομένα και διορθώσεώς τους καθώς και μέσα διοικητικής και δικαστικής αποκαταστάσεως για τη διασφάλιση του σεβασμού των ανωτέρω δικαιωμάτων.

154. Όσον αφορά το επιχείρημα του Κοινοβουλίου κατά το οποίο η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν απαιτεί κάποια σχέση μεταξύ των δεδομένων PNR και απειλής για τη δημόσια ασφάλεια, η Εσθονική και η Γαλλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η χρήση των δεδομένων PNR αποσκοπεί στην ταυτοποίηση προσώπων έως τώρα άγνωστων στις αρμόδιες αρχές ως ενδεχομένως επικίνδυνων για την ασφάλεια, ενώ τα πρόσωπα που είναι γνωστά από την άποψη αυτή μπορούν να εντοπιστούν με βάση τις εκ των προτέρων πληροφορίες σχετικά με τους επιβάτες (ΑΡΙ). Συνεπώς, ο σκοπός της προλήψεως δεν μπορεί να επιτευχθεί αν διαβιβάζονται μόνο τα δεδομένα PNR ύποπτων προσώπων που είναι ήδη καταχωρισμένα.

155. Περαιτέρω, κατά τους ίδιους μετέχοντες στη διαδικασία, οι επικρίσεις που διατυπώνονται από το Κοινοβούλιο και από τον ΕΕΠΔ όσον αφορά τη διατύπωση και τις παραλείψεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας πρέπει επίσης να απορριφθούν.

156. Ειδικότερα, κατά το Συμβούλιο και την Επιτροπή, από το γεγονός ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας παραπέμπει στο καναδικό δίκαιο δεν μπορεί να συναχθεί ότι το άρθρο αυτό είναι υπερβολικά αόριστο. Θα ήταν δύσκολο να περιληφθεί σε διεθνή συμφωνία ορισμός για τις πράξεις που εμπίπτουν στον χαρακτηρισμό «σοβαρό έγκλημα» προερχόμενος αποκλειστικά από το δίκαιο της Ένωσης. Ομοίως, όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, τα ανωτέρω θεσμικά όργανα παρατηρούν ότι η διάταξη αυτή αποτυπώνει την υποχρέωση που επιβάλλεται από το καναδικό Σύνταγμα σε όλες τις καναδικές δημόσιες αρχές να συμμορφώνονται προς τις δικαστικές διαταγές. Επιπλέον, σε μια τέτοια περίπτωση, η τυχόν δυνατότητα προσβάσεως στα δεδομένα PNR θα είχε εξεταστεί από τη δικαστική αρχή υπό το πρίσμα των κριτηρίων της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και θα αιτιολογούνταν στη διάταξη του δικαστηρίου.

157. Επιπλέον, όσον αφορά τους περιορισμούς σχετικά με τις αρχές και τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα PNR, το Συμβούλιο και η Επιτροπή θεωρούν ότι το γεγονός ότι στη σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν καθορίζεται η καναδική αρμόδια αρχή συνιστά διαδικαστικής φύσεως ζήτημα, το οποίο δεν επηρεάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εν πάση περιπτώσει, η καναδική αρμόδια αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή κατά τον μήνα Ιούνιο του 2014. Πρόκειται για τη CBSA, η οποία έχει την αποκλειστική εξουσία να λαμβάνει και να επεξεργάζεται δεδομένα PNR. Ο «περιορισμένο[ς] αριθμό[ς] υπαλλήλων ειδικά εξουσιοδοτημένων», κατά το άρθρο 16, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, σημαίνει ότι πρέπει να πρόκειται για υπαλλήλους της CBSA και ότι αυτοί πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένοι να επεξεργάζονται τα δεδομένα PNR. Πρόσθετες εγγυήσεις περιλαμβάνονται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ και βʹ, και παράγραφοι 4 και 5, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

158. Εξάλλου, όσον αφορά την απουσία προηγούμενου ελέγχου της προσβάσεως στα δεδομένα PNR, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το ίδιο το αντικείμενο της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας έγκειται στο να επιτραπεί η διαβίβαση δεδομένων PNR στη CBSA ενόψει της προσβάσεως στα δεδομένα αυτά, οπότε ο προηγούμενος έλεγχος θα μετέβαλλε το αντικείμενο αυτό. Η Ιρλανδία προσθέτει ότι τέτοιος προηγούμενος έλεγχος δεν επιβάλλεται, δεδομένου ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία προβλέπει τον περιορισμό στο αυστηρώς αναγκαίο μέτρο του αριθμού των προσώπων που εξουσιοδοτούνται να έχουν πρόσβαση και να χρησιμοποιούν τα εν λόγω δεδομένα, ενώ καθιερώνει σειρά πρόσθετων εγγυήσεων στα άρθρα 11 έως 14, 16, 18 και 20.

159. Επιπροσθέτως, όσον αφορά το ζήτημα της διατηρήσεως των δεδομένων PNR, η Ιρλανδία παρατηρεί καταρχάς ότι, λαμβανομένου υπόψη του ότι, κατά το άρθρο 5 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, η καναδική αρμόδια αρχή θεωρείται ότι παρέχει επαρκές επίπεδο προστασίας των δεδομένων PNR και του ότι υφίσταται εποπτεία από ανεξάρτητη αρχή, δεν είναι απαραίτητο, αντίθετα προς την οδηγία που ρύθμιζε την περίπτωση την οποία αφορούσε η απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238), τα δεδομένα να διατηρούνται στο έδαφος της Ένωσης. Έπειτα, κατά το Συμβούλιο και την Επιτροπή, η πενταετής διάρκεια διατηρήσεως, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 16 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, δεν υπερβαίνει το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού δημόσιας ασφάλειας και, κατά συνέπεια, δεν πρέπει να εκτιμάται αφηρημένα. Η διάρκεια των τρεισήμισι ετών, την οποία προέβλεπε η Συμφωνία του 2006, θα παρακώλυε ουσιωδώς την αποτελεσματική χρήση των δεδομένων PNR από τις καναδικές αρχές για την ανίχνευση περιπτώσεων υψηλού κινδύνου τρομοκρατίας ή οργανωμένου εγκλήματος, δεδομένου ότι οι σχετικές έρευνες χρειάζονται χρόνο. Εξάλλου, κατά το Συμβούλιο, η διάρκεια διατηρήσεως των δεδομένων PNR καθορίστηκε λαμβανομένης υπόψη της μέσης διάρκειας των ποινικών ερευνών, της μέσης διάρκειας ζωής των δικτύων σοβαρών εγκλημάτων και του γεγονότος ότι οι τρομοκρατικοί θύλακες είναι δυνατόν για κάποια χρόνια να υπνώττουν. Η Εσθονική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία και η Γαλλική Κυβέρνηση προσθέτουν ότι, δεδομένης της πολύπλοκης φύσεως και των δυσχερειών των ερευνών που αφορούν πράξεις τρομοκρατίας και σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ του ταξιδιού και της στιγμής κατά την οποία οι αρχές καταστολής χρειάζονται την πρόσβαση στα δεδομένα PNR προκειμένου να ανιχνεύσουν, να διερευνήσουν και να διώξουν τέτοιου είδους εγκλήματα μπορεί ενίοτε να ανέρχεται σε πολλά χρόνια. Στις αντίστοιχες απαντήσεις τους προς τα ερωτήματα του Δικαστηρίου, η Ισπανική και η Γαλλική Κυβέρνηση παρέχουν και σειρά συγκεκριμένων παραδειγμάτων στο πλαίσιο των οποίων η διαδικασία εξακριβώσεως και διασταυρώσεως πληροφοριών διαρκεί πέντε περίπου έτη και για τα οποία τα δεδομένα PNR ήταν ή θα μπορούσαν να ήταν πολύ χρήσιμα. Η Εσθονική Κυβέρνηση, η Ιρλανδία, η Γαλλική Κυβέρνηση, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή τονίζουν επίσης, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο 16 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας θέτει αυστηρούς όρους όσον αφορά την απόκρυψη (ή την αποπροσωποποίηση) και τη δημοσιοποίηση των δεδομένων, ενόψει της περαιτέρω προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών.

160. Τέλος, όσον αφορά τον έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή της τηρήσεως των κανόνων προστασίας των δεδομένων, τον οποίο απαιτεί το άρθρο 8, παράγραφος 3, του Χάρτη και το άρθρο 16, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εκτιμούν ότι το γεγονός ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν καθορίζει την καναδική αρμόδια αρχή δεν θέτει εν αμφιβόλω την επάρκεια των μέτρων που πρόκειται να λάβει ο Καναδάς. Η ταυτότητα των κατά τα άρθρα 10 και 14 αρμοδίων αρχών έχει γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή. Πρόκειται για τον Καναδό Επίτροπο για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και για τη Διεύθυνση προσφυγών της CBSA. Οι αρχές αυτές πληρούν την προϋπόθεση της ανεξαρτησίας, χάρη στην οποία είναι σε θέση να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους χωρίς να υπόκεινται σε εξωτερικές επιρροές, μολονότι η Διεύθυνση προσφυγών της CBSA είναι «αρχή που συγκροτείται με διοικητικά μέσα», κατά την έννοια των άρθρων 10 και 14 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Κατά τις εξηγήσεις που παρασχέθηκαν από τις καναδικές αρχές, η Διεύθυνση προσφυγών της CBSA είναι ανεξάρτητη αρχή επιφορτισμένη με την εξέταση καταγγελιών και των διοικητικών προσφυγών που ασκούνται από αλλοδαπούς που δεν είναι κάτοικοι Καναδά. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, οι αποφάσεις της εν λόγω αρχής μπορούν να προσβληθούν ενώπιον του Καναδού Επιτρόπου για την προστασία της ιδιωτικής ζωής διαμέσου προσώπου που κατοικεί στον Καναδά.

161. Έκτον, στις απαντήσεις τους στα γραπτά ερωτήματα του Δικαστηρίου καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το Συμβούλιο και η Επιτροπή παρείχαν ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με το περιεχόμενο των 19 κατηγοριών δεδομένων PNR που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Ειδικότερα, κατά την Επιτροπή, μόνον η 17η στήλη, η οποία τιτλοφορείται «γενικές παρατηρήσεις, περιλαμβανομένων των άλλων συμπληρωματικών πληροφοριών (OSI), ειδικών υπηρεσιακών πληροφοριών (SSI) και πληροφοριών από αιτήσεις ειδικών υπηρεσιών (SSR)» περιέχει ευαίσθητα δεδομένα κατά την έννοια της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Τα εν λόγω δεδομένα διαβιβάζονται μόνο προαιρετικά, καθώς μπορούν να κοινοποιηθούν μόνο στο πλαίσιο της κρατήσεως πρόσθετων υπηρεσιών που ζητεί ο ταξιδιώτης και, κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι προσιτά μόνο σε έκτακτες περιστάσεις, κατά τις διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Επιπλέον, η Γαλλική Κυβέρνηση επισήμανε ότι τα πορίσματα της αποφάσεως της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650), δεν έχουν εφαρμογή στην εξέταση της συμβατότητας της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας με τις Συνθήκες, ενώ η Ιρλανδία εκτιμά ότι η απόφαση αυτή παρέχει σημαντικά στοιχεία σχετικά με το επαρκές επίπεδο προστασίας το οποίο πρέπει να παρέχεται από τρίτη χώρα. Το δε Συμβούλιο και η Επιτροπή πρεσβεύουν την άποψη ότι στο πλαίσιο της εξετάσεως της συμβατότητας της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας έχουν εφαρμογή μόνον οι σκέψεις 91 έως 93 και 95 της εν λόγω αποφάσεως, οι οποίες αφορούν την ερμηνεία του Χάρτη. Αντίθετα, τα θεσμικά αυτά όργανα έχουν τη γνώμη ότι η εξέταση της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας πρέπει να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα σε σχέση με αυτό που έγινε δεκτό από το Δικαστήριο στην εν λόγω απόφαση. Τέλος, όσον αφορά τη μεταγενέστερη δημοσιοποίηση που προβλέπεται στα άρθρα 18 και 19 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, η Ιρλανδία, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπενθυμίζουν ότι η δημοσιοποίηση αυτή υπόκειται σε αυστηρές προϋποθέσεις και στον σεβασμό των σκοπών που προβλέπονται στο άρθρο 3 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Εξάλλου, η Επιτροπή τονίζει ότι το άρθρο 19 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της σχετικής καναδικής νομοθεσίας.

 Β –      Ανάλυση

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

162. Προτού προσεγγίσω τον πυρήνα του πρώτου ερωτήματος που υποβλήθηκε στο πλαίσιο της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως του Κοινοβουλίου, εκτιμώ ότι επιβάλλονται τρεις προκαταρκτικές παρατηρήσεις όσον αφορά το περιεχόμενο της εξετάσεως που πρόκειται να ακολουθήσει.

163. Καταρχάς, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις τους, οι μετέχοντες στη διαδικασία αναφέρθηκαν επανειλημμένως στην καναδική νομοθεσία και πρακτική κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ιδίως για να εξηγήσουν ή και να συμπληρώσουν ορισμένες από τις διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Είναι ωστόσο προφανές ότι, ενόψει της εξετάσεως της συμβατότητας σχεδιαζόμενης συμφωνίας με το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δεν δύναται να αποφανθεί επί της νομοθεσίας ή της πρακτικής τρίτης χώρας. Η εξέταση του Δικαστηρίου μπορεί να αφορά μόνο τις διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας όπως αυτές υποβλήθηκαν ενώπιόν του.

164. Το ως άνω ουσιαστικό όριο του δικαστικού ελέγχου στο πλαίσιο της διαδικασίας γνωμοδοτήσεως, μολονότι είναι κατανοητό και λογικό, δημιουργεί ορισμένες δυσχέρειες. Ειδικότερα, ενώ δεν αμφισβητείται ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία σκοπεί μεταξύ άλλων να προσφέρει στις καναδικές αρχές ένα νομικό πλαίσιο που θα καθιστά δυνατή, χάρη στην ανάλυση των δεδομένων PNR, την εφαρμογή μεθόδων εντοπισμού επιβατών άγνωστων έως τώρα στις αρχές καταστολής, με βάση μοντέλα συμπεριφορών «που προκαλούν προβληματισμό» ή που παρουσιάζουν «ενδιαφέρον» (55), καμία από τις διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας δεν πραγματεύεται τη διαμόρφωση των μεθόδων αυτών ούτε το δικαίωμα κάθε «εντοπιζόμενου» επιβάτη να ενημερώνεται για τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους και να λαμβάνει την εγγύηση ότι οι εν λόγω μέθοδοι «εντοπισμού» υπόκεινται σε διοικητικό και/ή δικαστικό έλεγχο, ζητήματα τα οποία φαίνεται ότι εναπόκεινται όλα στην αποκλειστική ευχέρεια των καναδικών αρχών (56). Εντούτοις, φρονώ ότι ανακύπτει εύλογα το ερώτημα μήπως, υπό το πρίσμα του σεβασμού των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, τα εν λόγω ζητήματα και οι εγγυήσεις πρέπει να ρυθμίζονται από τις διατάξεις της ίδιας της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Το παράδειγμα αυτό φανερώνει ότι μία από τις δυσκολίες της παρούσας υποθέσεως έγκειται στο γεγονός ότι, στο πλαίσιό της, επιβάλλεται να εξακριβωθούν, μεταξύ άλλων υπό το πρίσμα του δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όχι μόνο τα όσα προβλέπει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία, αλλά επίσης, και κυρίως, τα όσα αυτή δεν προέβλεψε.

165. Έπειτα, πρέπει να επισημανθεί ότι η αίτηση γνωμοδοτήσεως του Κοινοβουλίου περιορίστηκε στην ανάδειξη ορισμένων διατάξεων της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας οι οποίες, κατά το εν λόγω θεσμικό όργανο, εμφανίζουν στοιχεία ασυμβατότητας, λιγότερο ή περισσότερο σαφή και έντονα, με το άρθρο 16 ΣΛΕΕ και με τα άρθρα 7, 8 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Λαμβανομένου υπόψη του προληπτικού σκοπού και του μη δικαιοδοτικού χαρακτήρα της διαδικασίας γνωμοδοτήσεως, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να σεβαστεί την ως άνω οριοθέτηση της αιτήσεως, είτε αυτή είναι ηθελημένη είτε όχι. Χαρακτηριστικά παραδείγματα προς τούτο συνιστούν ήδη η γνωμοδότηση 1/00, της 18ης Απριλίου 2002 (EU:C:2002:231, σκέψη 1), στην οποία το Δικαστήριο συμπεριέλαβε στην εξέταση της συμβατότητας μιας σχεδιαζόμενης συμφωνίας πλείστους κανόνες της συμφωνίας αυτής οι οποίοι δεν αποτελούσαν ρητώς αντικείμενο της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως που είχε υποβληθεί από την Επιτροπή, και η γνωμοδότηση 1/08, της 30ής Νοεμβρίου 2009 (EU:C:2009:739, σκέψεις 96 έως 105), στην οποία το Δικαστήριο απέρριψε την πρόταση του αιτούντος περί περιορισμού της εξετάσεως σε ορισμένα μόνο μέρη του επίμαχου σχεδίου συμφωνίας τα οποία αποτελούσαν το αντικείμενο της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως.

166. Θεωρώ ότι, στην παρούσα διαδικασία, το Δικαστήριο πρέπει να συμπεριλάβει στην εξέτασή του τη συμβατότητα διατάξεων της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, όπως των άρθρων 18 και 19, οι οποίες δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικών επικρίσεων εκ μέρους του Κοινοβουλίου στην αίτηση γνωμοδοτήσεως, αλλά χρήζουν της προσοχής του Δικαστηρίου. Προσθέτω ότι το Κοινοβούλιο και οι λοιποί μετέχοντες στη διαδικασία είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν παρατηρήσεις επί των άρθρων αυτών, είτε στο πλαίσιο των απαντήσεών τους στα γραπτά ερωτήματα του Δικαστηρίου είτε κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία ενώπιον του τελευταίου.

167. Τέλος, με βάση τις συζητήσεις που διεξήχθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου, θεωρώ χρήσιμο να υπενθυμίσω ότι, σύμφωνα με το άρθρο 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, οι κανόνες υπό το πρίσμα των οποίων μπορεί να διεξαχθεί η εξέταση της συμβατότητας της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας περιλαμβάνουν μόνο τους κανόνες του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης, δηλαδή, εν προκειμένω, τις Συνθήκες και τα δικαιώματα που απαριθμούνται στον Χάρτη (57), αποκλειομένου του παράγωγου δικαίου. Συναφώς, τίποτε δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να συμπεριλάβει στην εξέταση του ουσιαστικού κύρους της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου που δεν μνημονεύονται στο ερώτημα που υποβλήθηκε από το Κοινοβούλιο, όπως το άρθρο 47 του Χάρτη, εάν αυτό είναι απαραίτητο για τους σκοπούς της διαδικασίας γνωμοδοτήσεως και εάν οι μετέχοντες στη διαδικασία είχαν την ευκαιρία να εκθέσουν τις παρατηρήσεις τους επί των διατάξεων αυτών. Αυτό ισχύει πράγματι όσον αφορά τον σεβασμό του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, ο οποίος κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη.

168. Κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων, οι αναπτύξεις που ακολουθούν εστιάζονται κυρίως στα κριτήρια εφαρμογής των άρθρων 7 και 8 και του άρθρου 52, παράγραφος 1,του Χάρτη. Μολονότι αυτό κατά βάση δεν αμφισβητείται, θα εξετάσω κατά πόσον οι διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας συνιστούν επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και κατά πόσον η επέμβαση αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί. Προφανώς, αμφιλεγόμενη αποδεικνύεται η δικαιολόγηση της επεμβάσεως, και ιδίως η αναλογικότητά της.

2.      Επί της υπάρξεως επεμβάσεως στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη

169. Οι 19 κατηγορίες δεδομένων PNR που απαριθμούνται στο παράρτημα της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξεταστούν μία προς μία και εξαντλητικά, δεν αμφισβητείται ότι αφορούν μεταξύ άλλων την ταυτότητα, την εθνικότητα και τη διεύθυνση των επιβατών, όλα τα στοιχεία επικοινωνίας (διεύθυνση κατοικίας, ηλεκτρονική διεύθυνση, τηλέφωνο) του επιβάτη που πραγματοποίησε την κράτηση, τις πληροφορίες σχετικά με τον χρησιμοποιηθέντα τρόπο πληρωμής, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του αριθμού της πιστωτικής κάρτας που χρησιμοποιήθηκε για την κράτηση της πτήσεως, τις πληροφορίες σχετικά με τις αποσκευές, τις ταξιδιωτικές συνήθειες των επιβατών καθώς και τις πληροφορίες σχετικά με πρόσθετες υπηρεσίες που αυτοί ζήτησαν σε σχέση με τα ενδεχόμενα προβλήματα υγείας τους, μεταξύ αυτών και των προβλημάτων κινητικότητας, ή με τις διατροφικές τους επιθυμίες κατά την πτήση, οι οποίες είναι ικανές να παράσχουν ενδείξεις, μεταξύ άλλων, για την κατάσταση της υγείας ενός ή περισσοτέρων ταξιδιωτών, την εθνική τους καταγωγή ή τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.

170. Τα δεδομένα αυτά, στο σύνολό τους, αγγίζουν τη σφαίρα της ιδιωτικής ή και της προσωπικής ζωής των προσώπων και αφορούν, αναμφισβήτητα, ένα ή περισσότερα «φυσικ[ά] πρόσωπ[α] η ταυτότητα τ[ων] οποί[ων] είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί» (58). Συνεπώς, με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η συστηματική διαβίβαση των δεδομένων PNR στις καναδικές δημόσιες αρχές, η πρόσβαση στα δεδομένα αυτά και η χρήση και διατήρηση των δεδομένων αυτών από τις ίδιες δημόσιες αρχές για διάρκεια πέντε ετών καθώς και, ενδεχομένως, η μεταγενέστερη διαβίβασή τους σε άλλες δημόσιες αρχές, ακόμα και σε άλλες τρίτες χώρες, δυνάμει των διατάξεων της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, αποτελούν πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του θεμελιώδους δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, καθώς και του «ευθέως [συνδεόμενου]» με αυτό (59), αλλά παρά ταύτα διακριτού, δικαιώματος στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη, και συνιστούν επέμβαση στα θεμελιώδη αυτά δικαιώματα.

171. Πράγματι, όσον αφορά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, στο οποίο βασίζονται τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη (60), το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ανακοίνωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτον, εν προκειμένω σε δημόσια αρχή, συνιστά επέμβαση κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου (61) και ότι η υποχρέωση διατηρήσεως των δεδομένων η οποία επιβάλλεται στις δημόσιες αρχές καθώς και η μεταγενέστερη πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών στα δεδομένα σχετικά με την ιδιωτική ζωή συνιστούν επίσης, αυτές καθεαυτές, επέμβαση στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη (62). Ομοίως, πράξη της Ένωσης η οποία προβλέπει οποιαδήποτε μορφή επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα συνιστά επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων αυτών, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 του Χάρτη (63). Το συμπέρασμα αυτό ισχύει, mutatis mutandis, και για πράξη της Ένωσης που έχει τη μορφή διεθνούς συμφωνίας συναπτόμενης από αυτήν, όπως η σχεδιαζόμενη Συμφωνία, η οποία σκοπεί, ειδικότερα, να επιτρέψει σε μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές τρίτης χώρας να επεξεργάζονται και να διατηρούν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών. Ειδικότερα, η νομιμότητα μιας τέτοιας πράξεως εξαρτάται από τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται στην έννομη τάξη της Ένωσης (64), και ιδίως των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.

172. Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί μια τέτοια επέμβαση, ελάχιστη σημασία έχει το γεγονός, το οποίο προβλήθηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι τα πρόσωπα τα οποία αφορά η σχεδιαζόμενη Συμφωνία ή, τουλάχιστον, η μεγάλη πλειοψηφία τους, δεν υφίστανται δυσμενείς συνέπειες λόγω της επεμβάσεως αυτής (65).

173. Παρομοίως, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι γνωστοποιούμενες πληροφορίες ή, έστω, το μεγαλύτερο μέρος τους, ενδέχεται να μην είναι ευαίσθητου χαρακτήρα (66).

174. Επιπλέον, επισημαίνω ότι τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν πλήρη επίγνωση της επεμβάσεως την οποία συνεπάγεται η προβλεπόμενη από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία διαβίβαση, χρήση, διατήρηση και μεταγενέστερη χρήση των δεδομένων PNR, καθώς, όπως προκύπτει ρητώς από το προοίμιο της εν λόγω Συμφωνίας, η τελευταία επιχειρεί, ακριβώς λόγω της επεμβάσεως αυτής, να συγκεράσει τις απαιτήσεις σχετικά με τη δημόσια ασφάλεια και με τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

175. Είναι αλήθεια ότι η επιδίωξη του συγκερασμού αυτού από τα συμβαλλόμενα μέρη ενδέχεται να μειώνει την ένταση ή τη βαρύτητα της επεμβάσεως την οποία συνεπάγεται η σχεδιαζόμενη Συμφωνία στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.

176. Παρά ταύτα, η επέμβαση την οποία συνεπάγεται η σχεδιαζόμενη Συμφωνία έχει σημαντικό εύρος και η βαρύτητά της δεν είναι αμελητέα. Ειδικότερα, αφενός, αφορά κατά τρόπο συστηματικό όλους τους επιβάτες που χρησιμοποιούν τις αεροπορικές συνδέσεις μεταξύ του Καναδά και της Ένωσης, δηλαδή πολλές δεκάδες εκατομμύρια άτομα ετησίως (67). Αφετέρου, όπως επιβεβαίωσε η πλειοψηφία των μετεχόντων στη διαδικασία, είναι γνωστό τοις πάσι ότι η διαβίβαση μεγάλου όγκου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και ευαίσθητα δεδομένα, τα οποία εξ ορισμού απαιτούν αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και η διατήρηση των δεδομένων αυτών για διάρκεια πέντε ετών, σκοπεί να καταστήσει δυνατή τη σύγκριση, ενδεχομένως και αναδρομικά, των δεδομένων αυτών με εκ των προτέρων διαμορφωμένα μοντέλα συμπεριφορών «επικίνδυνων» ή «που προκαλούν προβληματισμό», σε συσχετισμό με δραστηριότητες τρομοκρατικές και/ή δραστηριότητες σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων, προκειμένου να εντοπιστούν πρόσωπα άγνωστα έως τώρα στις αστυνομικές υπηρεσίες ή μη ύποπτα. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά αυτά, τα οποία είναι προφανώς σύμφυτα με το καθεστώς PNR που καθιερώνει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία, είναι δυνατόν να δημιουργήσουν την αλγεινή εντύπωση ότι όλοι οι ταξιδιώτες περί των οποίων πρόκειται μετατρέπονται σε εν δυνάμει υπόπτους (68).

177. Πρέπει ωστόσο να προσθέσω ότι, αντίθετα με το Κοινοβούλιο, φρονώ ότι η ανωτέρω διαπίστωση δεν ισχύει για τη συλλογή δεδομένων PNR από τους αερομεταφορείς.

178. Ειδικότερα, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν διέπει τη συλλογή των δεδομένων αυτών, αλλά βασίζεται στη νομική και πραγματική υπόθεση ότι οι αερομεταφορείς συλλέγουν ούτως ή άλλως τα δεδομένα PNR για δική τους εμπορική χρήση. Βεβαίως, είναι αναμφίβολο ότι ορισμένες διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας αναφέρονται στη συλλογή των δεδομένων PNR. Έτσι, στο άρθρο 4, παράγραφος 2, διευκρινίζεται ότι ο Καναδάς δεν απαιτεί από αερομεταφορείς την παροχή στοιχείων από δεδομένα PNR τα οποία δεν έχουν συλλεγεί ήδη ή δεν είναι ακόμα στην κατοχή του αερομεταφορέα. Ομοίως, το άρθρο 11 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας επιβάλλει στον Καναδά να εγγυάται ότι η καναδική αρμόδια αρχή αναφέρει στον ιστότοπό της, μεταξύ άλλων, «τον λόγο της συλλογής δεδομένων PNR», ενώ και τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν να συνεργάζονται, ιδίως με τον κλάδο των αεροπορικών μεταφορών, για την προάσπιση της διαφάνειας εκθέτοντας στους επιβάτες, «κατά προτίμηση κατά τον χρόνο των κρατήσεων» των πτήσεων, «τους λόγους για τη συλλογή δεδομένων PNR». Μολονότι η υποχρέωση διαφάνειας θα ήταν σκόπιμο, κατά τη γνώμη μου, να ενισχυθεί με την πρόβλεψη περί συστηματικής παροχής, κατά τη στιγμή της κρατήσεως των πτήσεων, ατομικής ενημερώσεως σχετικά με τους λόγους της συλλογής, εντούτοις, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν ρυθμίζει την πράξη της συλλογής αυτή καθεαυτή ούτε τις ειδικές λεπτομέρειές της, αντικείμενα που εμπίπτουν όλα στην αρμοδιότητα των αερομεταφορέων, οι οποίοι οφείλουν, συναφώς, να δρουν τηρώντας τις σχετικές εθνικές διατάξεις και τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

179. Επομένως, η συλλογή των δεδομένων PNR δεν συνιστά επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συνεπάγεται επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη η οποία απορρέει από την ίδια τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία. Συνεπώς, λαμβανομένης υπόψη της περιορισμένης αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαδικασίας γνωμοδοτήσεως, η πράξη αυτή δεν θα αποτελέσει αντικείμενο των αναπτύξεων που ακολουθούν.

180. Ωστόσο, παρά την ανωτέρω διαπίστωση σχετικά με τη συλλογή των δεδομένων PNR, για τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 170 έως 176 των παρουσών προτάσεων, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία συνεπάγεται, κατά την άποψή μου, σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη. Για να είναι νόμιμη, η επέμβαση αυτή πρέπει να είναι δικαιολογημένη.

3.      Επί της δικαιολογήσεως της επεμβάσεως στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη

181. Ούτε το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής ούτε το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχουν απόλυτο χαρακτήρα.

182. Στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη γίνεται δεκτό ότι μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην άσκηση δικαιωμάτων όπως αυτά που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

183. Εξάλλου, κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, του Χάρτη, η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται «για καθορισμένους σκοπούς και με βάση τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για άλλους θεμιτούς λόγους που προβλέπονται από το νόμο».

184. Επισημαίνω ευθύς, σε σχέση με μία από τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, του Χάρτη, ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν επιδιώκει να θεμελιώσει την επεξεργασία των δεδομένων PNR που διαβιβάζονται στην καναδική αρμόδια αρχή στη συγκατάθεση των αεροπορικών επιβατών (69). Λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως που επιβάλλεται στους αερομεταφορείς να διαβιβάζουν τις κατηγορίες δεδομένων PNR που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, οι εν λόγω επιβάτες, εάν επιθυμούν να μεταβούν αεροπορικώς στον Καναδά, δεν μπορούν να αντιταχθούν στη διαβίβαση των δεδομένων αυτών. Επιπροσθέτως, το γεγονός, το οποίο επισημάνθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι ορισμένα δεδομένα PNR που περιέχουν, ενδεχομένως, ευαίσθητα δεδομένα μπορούν να κοινοποιηθούν στον αερομεταφορέα μόνον όταν ο ταξιδιώτης ζητεί την παροχή ειδικών υπηρεσιών ουδόλως σημαίνει ότι ο ταξιδιώτης αυτός έχει συναινέσει στην επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων εκ μέρους της καναδικής αρμόδιας αρχής για τους σκοπούς του άρθρου 3 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

185. Επιπλέον, δεν υποστηρίχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά ούτε και προκύπτει ότι η επέμβαση την οποία συνεπάγεται η σχεδιαζόμενη Συμφωνία ενδέχεται να θίξει το «βασικό περιεχόμενο», κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη.

186. Ειδικότερα, αφενός, δεν είναι δυνατόν να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα σχετικά με το βασικό περιεχόμενο της ιδιωτικής ζωής των προσώπων περί των οποίων πρόκειται, λόγω της φύσεως των δεδομένων PNR που αποτελούν αντικείμενο της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Τα δεδομένα περιορίζονται στις συνήθειες του αεροπορικού ταξιδιού μεταξύ του Καναδά και της Ένωσης. Επιπλέον, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία προβλέπει στα άρθρα της 8, 16, 18 και 19 σειρά εγγυήσεων σχετικών με την απόκρυψη των στοιχείων και τη σταδιακή αποπροσωποποίηση των δεδομένων PNR που διαβιβάστηκαν στις καναδικές αρχές, χρησιμοποιήθηκαν και διατηρήθηκαν από αυτές και, ενδεχομένως, διαβιβάστηκαν μεταγενέστερα, εγγυήσεις οι οποίες σκοπούν κατ’ ουσίαν να διασφαλίσουν την προστασία της ιδιωτικής ζωής.

187. Αφετέρου, όσον αφορά το βασικό περιεχόμενο της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει να επισημανθεί ότι, με βάση το άρθρο 9 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, ο Καναδάς πρέπει μεταξύ άλλων να «εξασφαλίζει […] την προστασί[α], τη[ν] ασφάλει[α], τη[ν] εμπιστευτικότητ[α] και ακεραιότητ[α] των δεδομένων», καθώς και να εφαρμόζει «κανονιστικά, διαδικαστικά και τεχνικά μέτρα για την προστασία των δεδομένων PNR έναντι τυχαίας, παράνομης ή μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης, επεξεργασίας ή απώλειας». Επιπλέον, κάθε παραβίαση της ασφάλειας των δεδομένων πρέπει να υπόκειται σε αποτελεσματικές και αποτρεπτικές κυρώσεις.

188. Συνεπώς, πρέπει να εξακριβωθεί αν πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις δικαιολογήσεως που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, του Χάρτη καθώς και οι προϋποθέσεις που καθιερώνονται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι οποίες άλλωστε εν μέρει αλληλοεπικαλύπτονται.

189. Δύο από τις προϋποθέσεις αυτές, οι οποίες είναι κατά τη γνώμη μου πρόδηλο ότι πληρούνται, δεν θα με απασχολήσουν ιδιαίτερα, ήτοι, αφενός, η προϋπόθεση κατά την οποία η επέμβαση πρέπει να«προβλέπεται από το νόμο» (τίτλος α) και, αφετέρου, να ανταποκρίνεται σε στόχο γενικού ενδιαφέροντος (ή σε «θεμιτ[ό] λόγ[ο]», κατά την έκφραση του άρθρου 8, παράγραφος 2, του Χάρτη) (τίτλος β). Αντίθετα, θα αφιερώσω εκτενέστερες σκέψεις στο ζήτημα της αναλογικότητας της επεμβάσεως (τίτλος γ).

 α)      Επέμβαση «που προβλέπεται από το νόμο», κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη

190. Ως προς το πρώτο σημείο, οι κατά βάση τυπικού χαρακτήρα αμφιβολίες που εξέφρασε το Κοινοβούλιο όσον αφορά τη «νόμιμη» προέλευση της επεμβάσεως, είναι προφανές ότι μπορούν να παραμεριστούν. Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η έκφραση «προβλέπεται υπό του νόμου» του άρθρου 8, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ, σημαίνει μεταξύ άλλων ότι το επίμαχο μέτρο έχει έρεισμα στο εσωτερικό δίκαιο (70), πρέπει δε να γίνεται κατανοητή υπό ουσιαστική και όχι υπό τυπική έννοια (71). Το ΕΔΔΑ δέχεται επίσης ότι ακόμα και άγραφοι κανόνες πληρούν την προϋπόθεση αυτή (72). Επιπλέον, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι στην εν λόγω απαίτηση ανταποκρίνεται ακόμα και διεθνής σύμβαση που έχει ενσωματωθεί στο εθνικό εσωτερικό δίκαιο (73).

191. Όπως και το ΕΔΔΑ, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει την ουσιαστική και όχι τυπική πρόσληψη της εκφράσεως «που προβλέπεται από το νόμο», η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Έτσι, έκρινε ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούται στην περίπτωση περιορισμών που επιβάλλονται στα κατοχυρούμενα από τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη δικαιώματα δυνάμει διατάξεων κανονισμών της Ένωσης, οι οποίοι εκδόθηκαν αντίστοιχα από την Επιτροπή (74) και από το Συμβούλιο (75), χωρίς συνεπώς τη σύμπραξη του Κοινοβουλίου στην έκδοση των εν λόγω πράξεων ως «συννομοθέτη».

192. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι το Συμβούλιο μπορεί να εκδώσει την πράξη περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας μόνο εάν, με βάση το άρθρο 218, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο v, ΣΛΕΕ, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία εγκριθεί προηγουμένως από το Κοινοβούλιο, δεδομένου ότι η Συμφωνία αυτή καλύπτει τομείς στους οποίους έχει εφαρμογή η συνήθης νομοθετική διαδικασία, ήτοι τους τομείς της αστυνομικής συνεργασίας και της διατηρήσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Μόλις ολοκληρωθούν οι διαδικασίες αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η Συμφωνία θα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξεως της Ένωσης και θα κατισχύει των πράξεων του παράγωγου δικαίου (76). Επομένως, φρονώ ότι η επέμβαση που απορρέει από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία πράγματι «προβλέπεται από το νόμο», κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

193. Συναφώς, και μολονότι αυτό δεν αποτέλεσε αντικείμενο αντιδικίας μεταξύ των μετεχόντων στην παρούσα διαδικασία, επιθυμώ να προσθέσω ότι, εν γένει, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία ανταποκρίνεται, κατά τη γνώμη μου, και στο δεύτερο σκέλος της εκφράσεως «προβλέπεται υπό του νόμου» του άρθρου 8 ΕΣΔΑ, όπως το άρθρο αυτό έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ, ήτοι το σκέλος που αφορά την «ποιότητα του νόμου». Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η έκφραση αυτή επιβάλλει, κατ’ ουσίαν, το επίμαχο μέτρο να είναι προσιτό και αρκούντως προβλέψιμο, δηλαδή, με άλλα λόγια, να χρησιμοποιεί αρκούντως σαφείς όρους προκειμένου να καθίστανται επαρκώς γνωστές σε όλους οι περιστάσεις και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η δημόσια εξουσία εξουσιοδοτείται να λαμβάνει μέτρα που θίγουν τα κατοχυρούμενα από την ΕΣΔΑ δικαιώματα (77). Ωστόσο, άπαξ και συναφθεί, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία θα δημοσιευτεί ολόκληρη στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πράγμα που ικανοποιεί προφανώς το κριτήριο της προσιτότητας. Όσον αφορά το κριτήριο της προβλεψιμότητας, ανεξάρτητα από τους ειδικότερους προβληματισμούς σχετικά με το περιεχόμενο και τον βαθμό ακριβείας και σαφήνειας διαφόρων διατάξεων της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, οι οποίοι είναι μάλλον αρκετοί και θα αναπτυχθούν στη συνέχεια (78), εκτιμώ και πάλι ότι, εν γένει, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία είναι διατυπωμένη κατά τρόπο αρκετά σαφή, ώστε όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να είναι σε θέση να κατανοήσουν, με επάρκεια, τις προϋποθέσεις και τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα δεδομένα PNR διαβιβάζονται στις καναδικές αρχές, γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας, διατηρούνται και ενδεχομένως δημοσιοποιούνται μεταγενέστερα από τις αρχές αυτές, και να ρυθμίσουν αναλόγως τη συμπεριφορά τους. Επιπλέον, στο άρθρο 11 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προβλέπεται σειρά πρόσθετων μέτρων τα οποία πρέπει να ληφθούν από τα συμβαλλόμενα μέρη για τη διασφάλιση της ενημερώσεως του κοινού και τα οποία αφορούν, ειδικότερα, τους λόγους της συλλογής των δεδομένων PNR καθώς και τη χρήση και τη δημοσιοποίηση των δεδομένων αυτών.

 β)      Επέμβαση που ανταποκρίνεται σε στόχο γενικού ενδιαφέροντος

194. Κατά την άποψή μου, είναι βέβαιο ότι η επέμβαση που απορρέει από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία ανταποκρίνεται σε στόχο γενικού ενδιαφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, δηλαδή στον σκοπό της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και των σοβαρών (διεθνικών) εγκλημάτων, ενόψει της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, όπως διευκρινίζεται ιδίως στο προοίμιο και στα άρθρα 1 και 3 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Κανένας από τους μετέχοντες στη διαδικασία δεν αμφισβήτησε τη νομιμότητα της επιδιώξεως του σκοπού αυτού από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει στη νομολογία του τον γενικού συμφέροντος χαρακτήρα του σκοπού αυτού, αν και με ελαφρώς διαφορετική διατύπωση, για τις ανάγκες της εφαρμογής του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη (79).

195. Επιβάλλεται να εξακριβωθεί εφεξής αν η επέμβαση στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη τελεί σε σχέση αναλογίας προς τον νομίμως επιδιωκόμενο σκοπό.

 γ)      Επί της αναλογικότητας της επεμβάσεως την οποία συνεπάγεται η σχεδιαζόμενη Συμφωνία

i)      Γενικές σκέψεις

196. Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί να είναι οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρόσφορες για την υλοποίηση των νομίμως επιδιωκόμενων από την οικεία ρύθμιση σκοπών και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρο (80).

197. Συναφώς, οι μετέχοντες στη διαδικασία αντιδίκησαν καταρχάς αναφορικά με την έκταση του δικαστικού ελέγχου της τηρήσεως των προϋποθέσεων αυτών. Ενώ το Κοινοβούλιο, η Εσθονική Κυβέρνηση και ο ΕΕΠΔ υποστηρίζουν την ανάγκη αυστηρού ελέγχου της τηρήσεως των εν λόγω προϋποθέσεων, με βάση τα όσα έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο στις αποφάσεις της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238), καθώς και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650), η Ιρλανδία, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, μεταξύ άλλων, υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Δικαστήριο πρέπει να περιορίσει την έκταση του ελέγχου του παραχωρώντας ευρύτερο περιθώριο εκτιμήσεως στα θεσμικά όργανα όταν πρόκειται για την έκδοση πράξεως που εντάσσεται στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων και λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου εύρους της επεμβάσεως την οποία συνεπάγεται η πράξη αυτή.

198. Δεν θεωρώ πειστική τη θέση των τελευταίων ως άνω μετεχόντων στη διαδικασία.

199. Δέχομαι βεβαίως ότι το εύρος του περιθωρίου εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το αν επίκειται η έκδοση πράξεως του παράγωγου δικαίου της Ένωσης ή η σύναψη διεθνούς συμφωνίας, η οποία συνεπάγεται, εξ ορισμού, διαπραγμάτευση με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες. Είναι προφανές ότι, στο ειδικό πλαίσιο των δεδομένων PNR που κοινοποιούνται σε τρίτες χώρες προς επεξεργασία, είναι ασφαλώς πιο σκόπιμη η σύναψη διεθνούς συμφωνίας, η οποία διασφαλίζει στους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών, πολίτες της Ένωσης, προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επαρκή και ανταποκρινόμενη, στο μέτρο του δυνατού, στις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης, παρά να καταλειφθεί στη βούληση κάθε τρίτης ενδιαφερόμενης χώρας πλήρης ελευθερία μονομερούς εφαρμογής της δικής της εθνικής νομοθεσίας.

200. Μολονότι τα ανωτέρω δεν πρέπει να λησμονούνται, ωστόσο το Δικαστήριο δεν μπορεί να απόσχει από την άσκηση αυστηρού ελέγχου επί της τηρήσεως των επιταγών που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας, και, ειδικότερα, επί της επάρκειας του επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία εγγυάται η Ένωση κατά την επεξεργασία και χρήση, από τον Καναδά, δεδομένων PNR με βάση τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία.

201. Πράγματι, η ανάγκη διενέργειας τέτοιας φύσεως δικαστικού ελέγχου οφείλεται, αφενός, στη σημασία που έχει η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα υπό το πρίσμα του θεμελιώδους δικαιώματος του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και, αφετέρου, στην έκταση και τη σοβαρότητα της επεμβάσεως στο εν λόγω δικαίωμα (81), λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού προσώπων τα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων ενδέχεται να προσβληθούν σε περίπτωση διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτη χώρα (82). Όπως επισήμανα, φρονώ ότι η επέμβαση την οποία συνεπάγεται η σχεδιαζόμενη Συμφωνία στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη έχει σημαντικό εύρος και η βαρύτητά της δεν είναι αμελητέα.

202. Στο ίδιο πνεύμα, από την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψεις 72 και 78), προκύπτει ότι τα θεσμικά όργανα διαθέτουν περιορισμένη εξουσία εκτιμήσεως ως προς την επάρκεια του επιπέδου προστασίας που εξασφαλίζει τρίτη χώρα προς την οποία διαβιβάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, με συνέπεια να επιβάλλεται αυστηρός έλεγχος της συνέχειας της υψηλού επιπέδου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την οποία προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης.

203. Μολονότι, όπως επισήμανα ήδη, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν μπορεί να εξομοιωθεί με απλή απόφαση που διαπιστώνει ότι η καναδική αρμόδια αρχή διασφαλίζει επαρκές επίπεδο προστασίας, το άρθρο 5 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προβλέπει πράγματι ότι, με την επιφύλαξη της τηρήσεως της εν λόγω Συμφωνίας, η καναδική αρμόδια αρχή θεωρείται ότι παρέχει επαρκές επίπεδο προστασίας, κατά την έννοια της νομοθεσίας της Ένωσης για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για την επεξεργασία και χρήση δεδομένων PNR. Πρόθεση των συμβαλλομένων μερών είναι ακριβώς να διασφαλίσουν ότι το υψηλό επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που επιτυγχάνεται στην Ένωση μπορεί να εξασφαλίζεται και όταν διαβιβάζονται δεδομένα PNR στον Καναδά. Λαμβανομένης υπόψη της προθέσεως αυτής, δεν βλέπω κανένα λόγο για τον οποίο το Δικαστήριο οφείλει να απόσχει από τη διενέργεια αυστηρού ελέγχου της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας.

204. Βεβαίως, με βάση τα όσα έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 74 της αποφάσεως της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650), δέχομαι ότι τα μέσα που χρησιμοποιεί ο Καναδάς για να εξασφαλίσει επαρκές επίπεδο προστασίας μπορούν να διαφέρουν από αυτά που εφαρμόζονται εντός της Ένωσης. Ωστόσο, όπως διευκρίνισε επίσης το Δικαστήριο στην ίδια σκέψη της αποφάσεως αυτής, τα μέσα αυτά πρέπει να αποδεικνύονται στην πράξη αποτελεσματικά, ώστε να εξασφαλίζουν προστασία «ουσιαστικά ισοδύναμη» με αυτή που παρέχεται εντός της Ένωσης. Άρα, ο έλεγχος του Δικαστηρίου επί του «ουσιαστικά ισοδύναμου» χαρακτήρα του επιπέδου προστασίας που απορρέει από τις διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας σε σχέση με το επίπεδο προστασίας το οποίο εγγυάται το δίκαιο της Ένωσης δεν πρέπει να περιορίζεται.

ii)    Επί της προσφορότητας της επεμβάσεως για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία σκοπού δημόσιας ασφάλειας

205. Αφού διευκρινίστηκε το ανωτέρω σημείο, δεν νομίζω ότι υφίστανται ιδιαίτερα εμπόδια ώστε να αναγνωριστεί ότι η επέμβαση την οποία συνεπάγεται η σχεδιαζόμενη Συμφωνία είναι πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού δημόσιας ασφάλειας, και ειδικότερα της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και των σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων, τον οποίο επιδιώκει η Συμφωνία αυτή. Πράγματι, όπως υποστήριξαν μεταξύ άλλων η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, η διαβίβαση δεδομένων PNR προς ανάλυση και διατήρηση παρέχει στις καναδικές αρχές πρόσθετες δυνατότητες εντοπισμού επιβατών, έως τώρα αγνώστων και όχι υπόπτων, οι οποίοι ενδέχεται να συνδέονται με άλλα πρόσωπα και/ή επιβάτες που εμπλέκονται σε τρομοκρατικό δίκτυο ή συμμετέχουν σε δραστηριότητες σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων. Τα δεδομένα αυτά, όπως προκύπτει από τις στατιστικές που προσκόμισαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή αναφορικά με την πρακτική των καναδικών αρχών κατά το παρελθόν, αποτελούν χρήσιμα εργαλεία για τις ποινικές έρευνες (83), τα οποία είναι επίσης ικανά να συμβάλουν, ιδίως με βάση την αστυνομική συνεργασία που καθιερώνει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία, στην πρόληψη και την ανίχνευση τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων ή πράξεων σοβαρού διεθνικού εγκλήματος στο εσωτερικό της Ένωσης.

206. Η μη συμμετοχή του Βασιλείου της Δανίας, μολονότι ενδέχεται να μειώσει την ικανότητα των προβλεπόμενων από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία μέτρων να συμβάλουν στην ενίσχυση της ασφάλειας στο εσωτερικό της Ένωσης, δεν φαίνεται να μπορεί, από μόνη της, να καταστήσει την επέμβαση απρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού δημόσιας ασφάλειας που επιδιώκει η εν λόγω Συμφωνία. Ειδικότερα, αφενός, όλοι οι αερομεταφορείς που πραγματοποιούν συνδέσεις με τον Καναδά υπόκεινται στην υποχρέωση να διαβιβάζουν στην καναδική αρμόδια αρχή τα δεδομένα PNR τα οποία συλλέγουν (84) και, αφετέρου, η καναδική αρμόδια αρχή εξουσιοδοτείται, με βάση το άρθρο 19 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, και υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως αυστηρών όρων, να δημοσιοποιεί δεδομένα PNR εκτός Καναδά, κατά περίπτωση, σε κυβερνητικές αρχές οι λειτουργίες των οποίων συνδέονται άμεσα με τον σκοπό που προβλέπεται στο άρθρο 3 της εν λόγω Συμφωνίας (85).

iii) Επί του αυστηρώς αναγκαίου χαρακτήρα της επεμβάσεως

207. Όσον αφορά τον αυστηρώς αναγκαίο χαρακτήρα της επεμβάσεως την οποία συνεπάγεται η σχεδιαζόμενη Συμφωνία, φρονώ ότι στο πλαίσιο της σχετικής εκτιμήσεως πρέπει να εξακριβωθεί αν τα συμβαλλόμενα μέρη προέβησαν σε «ισόρροπη στάθμιση» μεταξύ, αφενός, του σκοπού καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και του σοβαρού διεθνικού εγκλήματος και, αφετέρου, του σκοπού προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των ενδιαφερόμενων προσώπων (86).

208. Κατά τη γνώμη μου, η ισόρροπη αυτή στάθμιση πρέπει να αποτυπώνεται στις διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Οι εν λόγω διατάξεις πρέπει, συνεπώς, να θεσπίζουν σαφείς και ακριβείς κανόνες που να διέπουν την έκταση και την εφαρμογή του οικείου μέτρου επεμβάσεως στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη και να επιβάλλουν έναν ελάχιστο αριθμό απαιτήσεων ούτως ώστε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να έχουν επαρκείς εγγυήσεις για την αποτελεσματική προστασία των προσωπικού χαρακτήρα δεδομένων τους από κινδύνους καταχρήσεως καθώς και από οποιαδήποτε αθέμιτη πρόσβαση και αθέμιτη χρήση των δεδομένων αυτών (87). Οι διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας πρέπει επίσης να προβλέπουν τα μέτρα τα οποία θίγουν στον μικρότερο βαθμό τα προστατευόμενα στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη δικαιώματα, συμβάλλοντας συγχρόνως αποτελεσματικά στην εκπλήρωση του επιδιωκόμενου από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία σκοπού δημόσιας ασφάλειας (88). Εκ των ανωτέρω έπεται ότι δεν αρκεί να υποτίθεται, αφηρημένα, η ύπαρξη εναλλακτικών μέτρων που θίγουν λιγότερο τα επίμαχα θεμελιώδη δικαιώματα. Τα εναλλακτικά αυτά μέτρα πρέπει επιπλέον να είναι αρκούντως αποτελεσματικά (89), δηλαδή να έχουν, κατά την άποψή μου, παρόμοια αποτελεσματικότητα με εκείνη των μέτρων που προβλέπονται από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτήν σκοπού δημόσιας ασφάλειας.

209. Συναφώς, οι μετέχοντες στη διαδικασία αντιδίκησαν τόσο σχετικά με τον αυστηρώς αναγκαίο χαρακτήρα των συμφωνιών PNR εν γένει όσο και σχετικά με ορισμένες διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Δεδομένου ότι οι δύο αυτές πτυχές είναι, κατά τη γνώμη μου, άρρηκτα συνδεδεμένες, εκτιμώ ότι πρέπει να τις προσεγγίσω κατά την εξέταση των διαφόρων σημείων της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

210. Συνεπώς, θα εστιάσω στα ακόλουθα οκτώ σημεία, τα οποία αποτέλεσαν ειδικά αντικείμενο της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως ή συζητήθηκαν από τους μετέχοντες στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι τις κατηγορίες δεδομένων PNR τις οποίες αφορά η σχεδιαζόμενη Συμφωνία, τον αρκούντως ακριβή χαρακτήρα του σκοπού για τον οποίο επιτρέπεται η επεξεργασία δεδομένων PNR, τον καθορισμό της αρμόδιας αρχής που είναι επιφορτισμένη με την επεξεργασία δεδομένων PNR, την αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων PNR, την πρόσβαση στα δεδομένα PNR, τη διατήρηση των δεδομένων PNR, τη μεταγενέστερη διαβίβαση των δεδομένων PNR και, τέλος, τα μέτρα εποπτείας και δικαστικού ελέγχου που προβλέπονται από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία.

–       Επί των κατηγοριών δεδομένων PNR τις οποίες αφορά η σχεδιαζόμενη Συμφωνία

211. Όπως σημειώθηκε, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία προβλέπει τη διαβίβαση στην καναδική αρμόδια αρχή 19 κατηγοριών δεδομένων PNR που συλλέγονται από τους αερομεταφορείς ενόψει της κρατήσεως πτήσεων, κατηγορίες οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα της Συμφωνίας.

212. Οι μετέχοντες στη διαδικασία παρουσίασαν ενώπιον του Δικαστηρίου παρατηρήσεις για τη σημασία ορισμένων από τις ανωτέρω κατηγορίες, για την ενδεχόμενη αλληλοεπικάλυψή τους με τα δεδομένα που συλλέγονται από τις καναδικές αρχές για τους σκοπούς των συνοριακών ελέγχων ή, από τις 15 Μαρτίου 2016, για τη χορήγηση ηλεκτρονικής άδειας ταξιδίου (Electronic Travel Authority, στο εξής: ΕΤΑ), καθώς επίσης και για τον προσδιορισμό των δεδομένων PNR που ενδέχεται να περιέχουν ευαίσθητα δεδομένα. Συναφώς, κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, η Επιτροπή βεβαίωσε ότι μόνον η στήλη 17 του παραρτήματος της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, υπό τον τίτλο «γενικές παρατηρήσεις, περιλαμβανομένων των άλλων συμπληρωματικών πληροφοριών (OSI), ειδικών υπηρεσιακών πληροφοριών (SSI) και πληροφοριών από αιτήσεις ειδικών υπηρεσιών (SSR)», ενδέχεται να περιέχει ευαίσθητα δεδομένα κατά την έννοια της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Επιπλέον, από τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου προέκυψε ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στη στήλη 17 διαβιβάζονται μόνον όταν το πρόσωπο που πραγματοποιεί την κράτηση πτήσεως ζητεί ορισμένες υπηρεσίες εντός του αεροπλάνου, όπως βοηθητικές υπηρεσίες οι οποίες συνδέονται, κατά περίπτωση, με προβλήματα υγείας ή με κινητικά προβλήματα ή με ειδικές διατροφικές απαιτήσεις και οι οποίες μπορούν ενδεχομένως να παράσχουν ενδείξεις σχετικά με την κατάσταση της υγείας ή να αποκαλύψουν την εθνική καταγωγή ή τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του προσώπου αυτού ή των επιβατών που το συνοδεύουν.

213. Δεν αμφισβητείται ότι οι 19 κατηγορίες δεδομένων PNR, η διαβίβαση των οποίων στην καναδική αρμόδια αρχή προβλέπεται από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία, αντιστοιχούν στις κατηγορίες που εμφανίζονται στα συστήματα κρατήσεων των αεροπορικών εταιριών. Οι κατηγορίες αυτές ανταποκρίνονται επίσης στα στοιχεία δεδομένων PNR τα οποία απαριθμούνται στο παράρτημα Ι των κατευθυντήριων γραμμών για τα δεδομένα που περιέχονται στους φακέλους επιβατών, οι οποίες εκδόθηκαν από τη Διεθνή Οργάνωση Πολιτικής Αεροπορίας (ΔΟΠΑ) και δημοσιεύθηκαν το 2010 (90). Συνεπώς, τα στοιχεία που περιέχονται στις εν λόγω κατηγορίες είναι πλήρως γνωστά στους φορείς που δραστηριοποιούνται στον αεροπορικό τομέα. Τα στοιχεία αυτά αφορούν, σε τελική ανάλυση, όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την κράτηση αεροπορικού ταξιδιού, είτε πρόκειται για τα μέσα κρατήσεως και πληρωμής που χρησιμοποιήθηκαν είτε για την επιλεγείσα διαδρομή είτε για τις τυχόν ζητηθείσες υπηρεσίες εντός του αεροπλάνου.

214. Εξάλλου, όπως τονίστηκε από την Ιρλανδία, την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και την Επιτροπή, τα δεδομένα PNR, συνολικά, περιέχουν πρόσθετες πληροφορίες σε σχέση με τα δεδομένα που συλλέγουν οι αρμόδιες για τη μετανάστευση καναδικές αρχές ενόψει των συνοριακών ελέγχων. Ειδικότερα, οι εκ των προτέρων πληροφορίες σχετικά με τον ταξιδιώτη (IPV), οι οποίες είναι βιογραφικού χαρακτήρα και αφορούν την ακολουθούμενη διαδρομή, συλλέγονται δε από τους αερομεταφορείς, έχουν ως κύριο σκοπό να διευκολύνουν και να επιταχύνουν τους ελέγχους ταυτότητας των επιβατών στα σύνορα, αποτρέποντας, κατά περίπτωση, την επιβίβαση προσώπων σε βάρος των οποίων έχει εκδοθεί, για παράδειγμα, απαγόρευση διαμονής ή την υπαγωγή ήδη ταυτοποιημένων επιβατών σε ενισχυμένο συνοριακό έλεγχο (91). Ομοίως, στον Καναδά, η νέα απαίτηση περί ΕΤΑ εντάσσεται στο πλαίσιο της διατηρήσεως του μεταναστευτικού προγράμματος της εν λόγω χώρας, δεδομένου ότι επιβάλλει σε κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να μεταβεί αεροπορικώς στον Καναδά και δεν υπόκειται σε υποχρέωση θεωρήσεως εισόδου να λάβει ηλεκτρονικώς, με βάση βιογραφικές πληροφορίες σχετικές με την είσοδο και την παραμονή στον Καναδά, προηγούμενη άδεια ταξιδίου με μέγιστη διάρκεια ισχύος πέντε έτη (92). Ωστόσο, με βάση αυτό το είδος δεδομένων δεν είναι δυνατή η λήψη πληροφοριών σχετικά με τα μέσα κρατήσεως και πληρωμής που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και σχετικά με τις ταξιδιωτικές συνήθειες, η διασταύρωση των οποίων είναι χρήσιμη για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των λοιπών δραστηριοτήτων σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων. Συνεπώς, ανεξάρτητα από τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους επεξεργασίας των δεδομένων αυτών, οι IPV και τα δεδομένα που απαιτούνται για τη χορήγηση ΕΤΑ δεν επαρκούν για την εξίσου αποτελεσματική επίτευξη του σκοπού δημόσιας ασφάλειας τον οποίο επιδιώκει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία.

215. Είναι αλήθεια ότι αυτές οι κατηγορίες δεδομένων PNR διαβιβάζονται στις καναδικές αρχές για όλους τους ταξιδιώτες που χρησιμοποιούν αεροπορική σύνδεση μεταξύ του Καναδά και της Ένωσης, χωρίς να υπάρχει κάποια ένδειξη ότι η συμπεριφορά των ταξιδιωτών αυτών ενδέχεται να σχετίζεται με τρομοκρατική δραστηριότητα ή δραστηριότητα σοβαρού διεθνικού εγκλήματος.

216. Ωστόσο, όπως εξήγησαν οι μετέχοντες στη διαδικασία, ο ίδιος ο σκοπός των καθεστώτων PNR, είτε αυτά θεσπίζονται μονομερώς είτε αποτελούν αντικείμενο διεθνούς συμφωνίας, έγκειται ακριβώς στη διασφάλιση της μαζικής διαβιβάσεως δεδομένων, ώστε να δίδεται στις αρμόδιες αρχές η δυνατότητα να εντοπίζουν, με τη βοήθεια εργαλείων αυτοματοποιημένης επεξεργασίας και προδιατυπωμένων σεναρίων ή κριτηρίων εκτιμήσεως, πρόσωπα τα οποία είναι άγνωστα στις υπηρεσίες καταστολής, αλλά παρουσιάζουν «ενδιαφέρον» ή κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, και τα οποία, ως εκ τούτου, ενδέχεται να υποβληθούν μεταγενέστερα σε πιο ενδελεχείς ατομικούς ελέγχους.

217. Παρά ταύτα, διατηρώ σοβαρές αμφιβολίες ως προς τον αρκούντως σαφή και ακριβή χαρακτήρα της διατυπώσεως ορισμένων κατηγοριών δεδομένων PNR οι οποίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Ειδικότερα, κάποιες από αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο πολύ, αν όχι υπερβολικά, ευρύ, με αποτέλεσμα ένα ευλόγως ενημερωμένο πρόσωπο να μην μπορεί να προσδιορίσει τη φύση ή το περιεχόμενο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που ενδέχεται να περιλαμβάνονται στις κατηγορίες αυτές. Συναφώς, αναφέρομαι κυρίως στη στήλη 5 σχετικά με τις «διαθέσιμες πληροφορίες “τακτικού ταξιδιώτη” και σχετικές παροχές (όπως δωρεάν εισιτήρια, προνόμια κ.λπ.)», στη στήλη 7, η οποία τιτλοφορείται «κάθε διαθέσιμο στοιχείο επικοινωνίας (και πληροφορίες για τον εντολέα)», καθώς και στη στήλη 17, για την οποία έγινε ήδη λόγος, σχετικά με τις «γενικές παρατηρήσεις». Οι εξηγήσεις που παρείχε η Επιτροπή στις απαντήσεις της στα γραπτά ερωτήματα του Δικαστηρίου δεν εξάλειψαν τις αμφιβολίες αυτές. Ειδικότερα, αναφορικά με τη στήλη 7, το εν λόγω θεσμικό όργανο δέχτηκε ότι αυτή αφορά, όχι εξαντλητικά, «όλα τα στοιχεία επικοινωνίας που σχετίζονται με την κράτηση, και μεταξύ άλλων την ταχυδρομική ή την ηλεκτρονική διεύθυνση και τον αριθμό τηλεφώνου του ταξιδιώτη, του προσώπου ή και του πρακτορείου που προέβη στην κράτηση της πτήσεως». Ομοίως, αναφορικά με τη στήλη 17, η Επιτροπή επισήμανε ότι αυτή αφορά όλες τις «πρόσθετες πληροφορίες, πέραν αυτών που απαριθμούνται σε άλλα σημεία του παραρτήματος της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας».

218. Βεβαίως, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία προβλέπει ορισμένες εγγυήσεις προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα διαβιβαζόμενα δεδομένα δεν υπερβαίνουν τα στοιχεία που απαριθμούνται στο παράρτημα της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, και τα οποία βρίσκονται στην κατοχή των αερομεταφορέων. Πράγματι, από το άρθρο 4, παράγραφος 3, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προκύπτει ότι δεν πρέπει να διαβιβάζεται στην καναδική αρμόδια αρχή κανένα άλλο δεδομένο, καθώς ο Καναδάς οφείλει να διαγράφει, μόλις τα παραλάβει, όλα τα δεδομένα που του διαβιβάζονται εάν αυτά τα στοιχεία δεδομένων δεν απαριθμούνται στις κατηγορίες του παραρτήματος της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Επομένως, μολονότι οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την πληρωμή της πτήσεως πρέπει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη στήλη 8 του εν λόγω παραρτήματος, να διαβιβάζονται στην καναδική αρμόδια αρχή, αυτές δεν πρέπει να περιέχουν τις πληροφορίες που σχετίζονται με τον τρόπο πληρωμής άλλων υπηρεσιών οι οποίες δεν συνδέονται άμεσα με την πτήση, όπως η ενοικίαση αυτοκινήτου κατά την άφιξη.

219. Ωστόσο, λόγω της μεγάλης, ή και υπερβολικής, ευρύτητας ορισμένων στηλών, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γίνει κατανοητό ποια δεδομένα θεωρείται ότι δεν πρέπει να διαβιβάζονται στον Καναδά και πρέπει, κατά συνέπεια, να διαγράφονται από αυτόν, με βάση το άρθρο 4, παράγραφος 3, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Προσθέτω ότι οι αερομεταφορείς, για λόγους ευκολίας και μείωσης του κόστους, είναι πιθανόν να επιλέξουν να διαβιβάζουν όλα τα δεδομένα που έχουν προηγουμένως συλλέξει, είτε αυτά απαριθμούνται στις στήλες του παραρτήματος της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας είτε όχι.

220. Συνεπώς, εκτιμώ ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου υπέρ των προσώπων των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαβιβάζονται και γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας με βάση τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία, και λόγω της ανάγκης θεσπίσεως σαφών και ακριβών κανόνων που να διέπουν το ουσιαστικό περιεχόμενο της εν λόγω Συμφωνίας, οι κατηγορίες δεδομένων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας πρέπει να διατυπωθούν κατά τρόπο πιο ευσύνοπτο και ακριβή, χωρίς να καταλείπεται περιθώριο εκτιμήσεως ούτε στους αερομεταφορείς ούτε στις καναδικές αρμόδιες αρχές όσον αφορά το συγκεκριμένο περιεχόμενο των κατηγοριών αυτών.

221. Τέλος, φρονώ ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία υπερβαίνει το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο καθόσον συμπεριλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τη διαβίβαση δεδομένων PNR που ενδέχεται να περιέχουν ευαίσθητα δεδομένα, τα οποία μπορούν, in concreto, να παράσχουν ενδείξεις για την κατάσταση της υγείας ή να αποκαλύψουν την εθνική καταγωγή ή τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του οικείου επιβάτη και/ή αυτών που τον συνοδεύουν.

222. Συναφώς, από τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι τα δεδομένα PNR που ενδέχεται να περιέχουν τέτοια ευαίσθητα δεδομένα διαβιβάζονται μόνο προαιρετικά, δηλαδή μόνον όταν ένας επιβάτης ζητεί κάποια πρόσθετη υπηρεσία εντός του αεροπλάνου. Κατά τη γνώμη μου, είναι προφανές ότι ένα πρόσωπο που δεν έχει ακόμα «εντοπιστεί», αλλά συνεργάζεται ή συμμετέχει σε διεθνές τρομοκρατικό δίκτυο ή σε δίκτυο σοβαρών εγκλημάτων θα αποφεύγει, για λόγους προφυλάξεως, να καταφεύγει σε τέτοιες υπηρεσίες από τις οποίες μπορούν να συναχθούν μεταξύ άλλων πληροφορίες για την εθνική του καταγωγή ή τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Δεδομένου ότι, κατά τις εξηγήσεις που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο, οι σύγχρονες μέθοδοι έρευνας που χρησιμοποιούνται από τις καναδικές αρμόδιες αρχές συνίστανται στη διασταύρωση των δεδομένων PNR που αποκτώνται βάσει σεναρίων ή βάσει στερεότυπων προφίλ επικίνδυνων προσώπων και που είναι δυνατόν να στηρίζονται σε τέτοια ευαίσθητα δεδομένα, εφόσον η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν το απαγορεύει, οι μέθοδοι αυτές θα καθιστούν, εν τέλει, εφικτή μόνο την επεξεργασία των ευαίσθητων δεδομένων προσώπων που νομίμως ζήτησαν να λάβουν κάποια βοηθητική υπηρεσία εντός του αεροπλάνου και για τα οποία δεν υφίσταται, και πιθανόν θα συνεχίσει να μην υφίσταται, καμία υποψία. Εντούτοις, ο κίνδυνος στιγματισμού μεγάλου αριθμού ατόμων, που ωστόσο δεν είναι ύποπτα για καμία αξιόποινη πράξη, τον οποίο συνεπάγεται η χρήση ευαίσθητων δεδομένων είναι κατ’ εμέ ιδιαίτερα ανησυχητικός και, για τον λόγο αυτό, προτείνω στο Δικαστήριο να εξαιρέσει τα εν λόγω δεδομένα από το πεδίο εφαρμογής της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Επιπλέον, παρατηρώ ότι το άρθρο 8 της Συμφωνίας PNR η οποία συνήφθη με την Αυστραλία απαγορεύει, από την πλευρά του, κάθε επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων PNR. Βάσει αυτού, και ελλείψει εκτενέστερων εξηγήσεων στη σχεδιαζόμενη Συμφωνία όσον αφορά την αυστηρή αναγκαιότητα επεξεργασίας των ευαίσθητων δεδομένων, συνάγεται ότι ο σκοπός καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και των σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων μπορεί να επιτευχθεί εξίσου αποτελεσματικά χωρίς τη διαβίβαση τέτοιων δεδομένων στον Καναδά.

223. Επιπροσθέτως, φρονώ ότι οι εγγυήσεις που παρέχει το άρθρο 8 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, σχετικά με τη «χρήση ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», δεν επαρκούν ώστε να δικαιολογηθεί κάποια άλλη προσέγγιση πλην της προτάσεως εξαιρέσεως των ευαίσθητων δεδομένων από το πεδίο εφαρμογής της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

224. Ειδικότερα, παρά τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 έως 4, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, η παράγραφος 5, in fine, του άρθρου αυτού επιτρέπει στον «Καναδά» (και όχι μόνο στην καναδική αρμόδια αρχή) να διατηρεί τα ευαίσθητα δεδομένα, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 5, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Ωστόσο, από τη διάταξη αυτή προκύπτει μεταξύ άλλων ότι τα εν λόγω δεδομένα μπορούν να διατηρηθούν για διάρκεια που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη όταν αυτά είναι «αναγκαία για κάθε ειδική ενέργεια, επανεξέταση, έρευνα, μέτρο επιβολής του νόμου, δικαστική διαδικασία, άσκηση δίωξης ή επιβολή της εφαρμογής ποινών, μέχρι να ολοκληρωθούν». Επιπλέον, το άρθρο 16, παράγραφος 5, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, σε αντίθεση προς την αμέσως προηγούμενη παράγραφο, δεν παραπέμπει στους σκοπούς που μνημονεύονται στο άρθρο 3 της εν λόγω Συμφωνίας. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ευαίσθητα δεδομένα πολίτη της Ένωσης ο οποίος ταξίδεψε αεροπορικώς στον Καναδά ενδέχεται να διατηρηθούν επί πέντε έτη (και, κατά περίπτωση, να δημοσιοποιηθούν και να αναλυθούν κατά το χρονικό αυτό διάστημα) από οποιαδήποτε καναδική δημόσια αρχή, για κάθε «ειδική ενέργεια» ή «επανεξέταση» ή «δικαστική διαδικασία», χωρίς καμία σχέση με τον επιδιωκόμενο από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία σκοπό, για παράδειγμα, όπως προέβαλε το Κοινοβούλιο, σε περίπτωση διαδικασίας που αφορά το δίκαιο των συμβάσεων ή το οικογενειακό δίκαιο. Το ενδεχόμενο να ανακύψει μια τέτοια περίπτωση οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν προέβησαν, στο σημείο αυτό, σε ισόρροπη στάθμιση των επιδιωκόμενων από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία σκοπών.

225. Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, φρονώ ότι οι κατηγορίες δεδομένων PNR που απαριθμούνται στο παράρτημα της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας πρέπει να διατυπωθούν κατά τρόπο σαφέστερο και ακριβέστερο και ότι, εν πάση περιπτώσει, τα ευαίσθητα δεδομένα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Ως εκ τούτου, η προβλεπόμενη στο άρθρο 8 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας χρήση των ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αντιβαίνει, κατά την άποψή μου, στα άρθρα 7, 8 και στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.

–       Επί του αρκούντως ακριβούς χαρακτήρα του σκοπού για τον οποίο επιτρέπεται η επεξεργασία δεδομένων PNR

226. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προβλέπει ότι η καναδική αρμόδια αρχή επεξεργάζεται τα δεδομένα PNR που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν της Συμφωνίας αυτής αυστηρά για τους σκοπούς της πρόληψης, της ανίχνευσης, της διερεύνησης ή δίωξης τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων ή σοβαρού διεθνικού εγκλήματος.

227. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας παρέχει ακριβή ορισμό του όρου «τρομοκρατική αξιόποινη πράξη», ενώ η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού ορίζει το «σοβαρό διεθνικό έγκλημα» ως «κάθε αξιόποινη πράξη για την οποία προβλέπεται στερητική της ελευθερίας ποινή στον Καναδά, με ανώτατη ποινή στέρησης της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων ετών ή σοβαρότερη ποινή, όπως ορίζονται από το καναδικό δίκαιο, εάν το έγκλημα έχει διεθνικό χαρακτήρα». Εξάλλου, στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως εʹ, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας απαριθμούνται επίσης οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα έγκλημα θεωρείται ότι έχει διεθνικό χαρακτήρα.

228. Το άρθρο 3, παράγραφος 5, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας παρέχει στον Καναδά το δικαίωμα να επεξεργάζεται δεδομένα PNR κατά περίπτωση, είτε για να εγγυάται την εποπτεία ή τη λογοδοσία της δημόσιας διοίκησης (παράγραφος 5, στοιχείο αʹ) είτε για να συμμορφώνεται με κλήτευση ή με ένταλμα σύλληψης που εκδίδεται από δικαστήριο, ή με διάταξη δικαστηρίου (παράγραφος 5, στοιχείο βʹ).

229. Στην αίτησή του, το Κοινοβούλιο δέχεται μεν ότι το άρθρο 3 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας παρέχει ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια, εκτιμά όμως ότι η παραπομπή στη νομοθεσία τρίτης χώρας δυνάμει της παραγράφου 3 και η δυνατότητα πρόσθετης επεξεργασίας που αναγνωρίζεται στην παράγραφο 5 προκαλούν αβεβαιότητα ως προς το αν η εν λόγω Συμφωνία περιορίζεται στο αυστηρώς αναγκαίο μέτρο.

230. Συμμερίζομαι την επιχειρηματολογία αυτή μόνον εν μέρει.

231. Καταρχάς, εκτιμώ ότι, σε αντίθεση με την πράξη την οποία αφορούσε η υπόθεση Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238), το άρθρο 3 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προβλέπει αντικειμενικά κριτήρια σχετικά με τη φύση και τη βαρύτητα των αξιόποινων πράξεων στην περίπτωση των οποίων επιτρέπεται η επεξεργασία δεδομένων PNR από τις καναδικές αρχές. Ειδικότερα, η τρομοκρατική αξιόποινη πράξη ορίζεται ευθέως στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, ενώ γίνεται παραπομπή και στις δραστηριότητες που συνιστούν αξιόποινες πράξεις σύμφωνα με τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις και τα πρωτόκολλα σχετικά με την τρομοκρατία. Η φύση και η βαρύτητα αξιόποινης πράξεως που συνιστά «σοβαρό διεθνικό έγκλημα» προκύπτει επίσης πλήρως από το άρθρο 3, παράγραφος 3, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, πρόκειται δε για αξιόποινη πράξη η οποία αφορά περισσότερες της μίας χώρες και για την οποία προβλέπεται στον Καναδά στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τεσσάρων ετών. Προφανώς δεν πρόκειται για αξιόποινες πράξεις ήσσονος σημασίας ή η βαρύτητα των οποίων ενδέχεται να ποικίλλει ανάλογα με το εσωτερικό δίκαιο περισσοτέρων κρατών, όπως συνέβαινε με την πράξη την οποία αφορούσε η απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238), με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει δεκτό ότι η επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη περιοριζόταν στο αυστηρώς αναγκαίο μέτρο.

232. Ωστόσο, δέχομαι ότι η παραπομπή στο εσωτερικό καναδικό δίκαιο δεν καθιστά δυνατό τον ακριβή προσδιορισμό των αξιόποινων πράξεων που μπορούν να καλύπτονται από το άρθρο 3, παράγραφος 3, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, εφόσον επιπλέον έχουν διεθνικό χαρακτήρα.

233. Συναφώς, η Επιτροπή κοινοποίησε στο Δικαστήριο έγγραφο που διαβιβάστηκε από τις καναδικές αρχές και περιλαμβάνει μη εξαντλητικό κατάλογο των αξιόποινων πράξεων που εμπίπτουν στον ορισμό του άρθρου 3, παράγραφος 3, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, κατάλογος ο οποίος, κατά τις εν λόγω αρχές, αποτυπώνει τη μεγάλη πλειοψηφία των αξιόποινων πράξεων που είναι δυνατόν να εμπίπτουν στον ανωτέρω ορισμό.

234. Από τον κατάλογο αυτό προκύπτει σαφώς η βαρύτητα των αξιόποινων πράξεων περί των οποίων πρόκειται, οι οποίες αφορούν τη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών, εκρηκτικών και ανθρώπων, τη διανομή ή την κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας, το ξέπλυμα προϊόντων εγκλήματος, την παραχάραξη και την πλαστογραφία νομισμάτων, την ανθρωποκτονία, την απαγωγή, τη δολιοφθορά, την ομηρεία ή την αεροπειρατεία.

235. Ωστόσο, προκειμένου να περιοριστούν στο αυστηρώς αναγκαίο μέτρο οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες μπορεί να επιτραπεί η επεξεργασία δεδομένων PNR και προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου υπέρ των επιβατών των οποίων τα δεδομένα διαβιβάζονται στις καναδικές αρχές, φρονώ ότι οι αξιόποινες πράξεις που εμπίπτουν στον ορισμό του άρθρου 3, παράγραφος 3, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας πρέπει να απαριθμούνται εξαντλητικά, για παράδειγμα σε κάποιο παράρτημα της ίδιας της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

236. Επιπλέον, συμμερίζομαι τις ανησυχίες του Κοινοβουλίου όσον αφορά τη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, το οποίο διευρύνει τους σκοπούς για τους οποίους επιτρέπεται η επεξεργασία των δεδομένων PNR. Ειδικότερα, κατά το άρθρο αυτό, η επεξεργασία δεδομένων PNR επιτρέπεται «επίσης», κατά περίπτωση, για τη συμμόρφωση προς κλήτευση ή προς ένταλμα σύλληψης που εκδίδεται από δικαστήριο, ή προς διάταξη δικαστηρίου, χωρίς να αναφέρεται ότι το οικείο δικαστήριο δρα στο πλαίσιο των σκοπών της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Συνεπώς, το άρθρο αυτό φαίνεται να επιτρέπει την επεξεργασία δεδομένων PNR για σκοπούς διαφορετικούς από αυτούς που επιδιώκει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία και/ή ενδεχομένως αναφορικά με καταστάσεις, συμπεριφορές ή αξιόποινες πράξεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Συμφωνίας.

237. Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, εκτιμώ ότι, προκειμένου να περιορίζεται στο αυστηρώς αναγκαίο μέτρο και να διασφαλίζει την ασφάλεια δικαίου υπέρ των επιβατών, ιδίως των πολιτών της Ένωσης, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία πρέπει να συνοδεύεται από εξαντλητικό κατάλογο των αξιόποινων πράξεων που εμπίπτουν στον ορισμό του «σοβαρού διεθνικού εγκλήματος», ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της Συμφωνίας αυτής. Επιπλέον, υπό την παρούσα διατύπωσή του, το άρθρο 3, παράγραφος 5, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας είναι ασύμβατο με τα άρθρα 7, 8 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, καθόσον επιτρέπει, πέραν του αυστηρώς αναγκαίου μέτρου, τη διεύρυνση των δυνατοτήτων επεξεργασίας δεδομένων PNR, ανεξάρτητα από τους σκοπούς που επιδιώκει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία.

–       Επί του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας

238. Δεν αμφισβητείται ότι τα δεδομένα PNR που διαβιβάζονται στο πλαίσιο της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας αφορούν το σύνολο των ταξιδιωτών που χρησιμοποιούν αεροπορικές συνδέσεις μεταξύ του Καναδά και της Ένωσης, χωρίς να υφίσταται ένδειξη από την οποία να συνάγεται ότι η συμπεριφορά των ταξιδιωτών αυτών ενδέχεται να συνδέεται με τρομοκρατική δραστηριότητα ή δραστηριότητα σοβαρού διεθνικού εγκλήματος. Συνεπώς, η διαβίβαση των δεδομένων αυτών στην καναδική αρμόδια αρχή, η αυτοματοποιημένη επεξεργασία τους και στη συνέχεια η διατήρησή τους πραγματοποιούνται χωρίς καμία διάκριση ανάλογα με τον ενδεχόμενο κίνδυνο που είναι δυνατόν να παρουσιάζουν ορισμένες κατηγορίες ταξιδιωτών.

239. Στην απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238), το Δικαστήριο έκρινε ότι ειδικά η χωρίς διαφοροποίηση και γενικευμένη διατήρηση των δεδομένων κάθε προσώπου που χρησιμοποιεί υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Ένωση, ανεξάρτητα από τον σκοπό καταπολεμήσεως των σοβαρών αξιόποινων πράξεων, τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (93), υπερβαίνει το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο.

240. Μολονότι η επέμβαση την οποία συνεπάγεται η σχεδιαζόμενη Συμφωνία είναι μικρότερου εύρους από εκείνη που προβλέπεται από την οδηγία 2006/24, ενώ συγχρόνως θίγει σε μικρότερο βαθμό την καθημερινή ζωή κάθε προσώπου, ο αδιαφοροποίητος και γενικευμένος χαρακτήρας της προκαλεί αμφιβολίες.

241. Ωστόσο, όπως παρατήρησα στο σημείο 216 των παρουσών προτάσεων, ο ίδιος ο σκοπός των καθεστώτων PNR έγκειται στη διασφάλιση της μαζικής διαβιβάσεως δεδομένων, ώστε να δίδεται στις αρμόδιες αρχές η δυνατότητα να εντοπίζουν, με τη βοήθεια εργαλείων αυτοματοποιημένης επεξεργασίας και προδιατυπωμένων σεναρίων ή κριτηρίων, πρόσωπα τα οποία είναι άγνωστα έως τώρα στις υπηρεσίες καταστολής, αλλά παρουσιάζουν «ενδιαφέρον» ή κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, και τα οποία, ως εκ τούτου, ενδέχεται να υποβληθούν μεταγενέστερα σε πιο ενδελεχείς ατομικούς ελέγχους. Η διενέργεια των ελέγχων αυτών πρέπει να είναι δυνατή και για ορισμένο χρονικό διάστημα αφότου οι οικείοι επιβάτες πραγματοποίησαν το ταξίδι.

242. Επιπλέον, αντίθετα προς τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα αποτελούσαν αντικείμενο της επεξεργασίας που προβλέπεται στην οδηγία 2006/24, όλα τα πρόσωπα που εμπίπτουν στη σχεδιαζόμενη Συμφωνία χρησιμοποιούν οικειοθελώς ένα διεθνές μέσο μεταφοράς με προορισμό ή με προέλευση τρίτη χώρα, μέσο μεταφοράς το οποίο, δυστυχώς επανειλημμένως, καθίσταται το ίδιο όχημα ή αντικείμενο πράξεων τρομοκρατίας ή σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων, πράγμα που καθιστά αναγκαία τη λήψη μέτρων για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας όλων των επιβατών.

243. Είναι βεβαίως εφικτό ένα καθεστώς διαβιβάσεως και επεξεργασίας δεδομένων PNR που να διακρίνει τους επιβάτες ανάλογα, για παράδειγμα, με γεωγραφικές ζώνες προελεύσεως (σε περίπτωση μετεπιβιβάσεως στην Ένωση) ή με βάση την ηλικία των επιβατών, οπότε θα μπορούσε, για παράδειγμα, να θεωρείται ότι οι ανήλικοι συνιστούν a priori μικρότερο κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια. Ωστόσο, μόλις θα γίνονταν γνωστά τέτοιου είδους μέτρα, και εφόσον θεωρηθεί ότι αυτά δεν συνεπάγονται απαγορευμένη διάκριση, θα δημιουργούνταν κίνδυνος καταστρατηγήσεως των διατάξεων της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, πράγμα που θα έθιγε, σε κάθε περίπτωση, την αποτελεσματική επίτευξη ενός εκ των σκοπών της.

244. Όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, δεν αρκεί να υποτίθεται in abstracto η ύπαρξη εναλλακτικών μέτρων λιγότερο περιοριστικών των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων. Κατά την άποψή μου, τα μέτρα αυτά πρέπει, επιπλέον, να παρέχουν εγγυήσεις παρόμοιας αποτελεσματικότητας με τα μέτρα των οποίων σχεδιάζεται η θέσπιση με σκοπό την καταπολέμηση των τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων και του σοβαρού διεθνικού εγκλήματος. Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας δεν τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου κανένα άλλο μέτρο ικανό να οδηγήσει εξίσου αποτελεσματικά στην επίτευξη του σκοπού δημόσιας ασφάλειας τον οποίο επιδιώκουν τα συμβαλλόμενα μέρη, περιορίζοντας ταυτόχρονα τον αριθμό των προσώπων των οποίων τα δεδομένα PNR γίνονται αντικείμενο αυτοματοποιημένης επεξεργασίας από την καναδική αρμόδια αρχή.

245. Επομένως, φρονώ συνολικά ότι, εν γένει, το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας δεν δύναται να περιοριστεί περαιτέρω, με κίνδυνο ειδάλλως να θιγεί ο ίδιος ο σκοπός των καθεστώτων PNR.

–       Επί του καθορισμού της αρμόδιας αρχής για την επεξεργασία δεδομένων PNR

246. Κατά το άρθρο 5 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, μόνον «η καναδική αρμόδια αρχή» θεωρείται ότι παρέχει επαρκές επίπεδο προστασίας για την επεξεργασία και χρήση δεδομένων PNR, με την επιφύλαξη της τηρήσεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

247. Όπως επισήμανε το Κοινοβούλιο, η ταυτότητα της αρχής αυτής δεν μνημονεύεται στη σχεδιαζόμενη Συμφωνία. Είναι ωστόσο αδιαμφισβήτητο, με βάση τη Συμφωνία του 2006, και όπως επιβεβαιώνει η από 25 Ιουνίου 2014 επιστολή ανάθεσης αποστολής του Καναδά προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 30, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας και διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ότι πρόκειται για τη CBSA.

248. Πιο πολύ κι από την ταυτότητα της αρχής αυτής, αμφιβολίες όσον αφορά τις αρχές που μπορούν να επεξεργάζονται δεδομένα PNR προκαλεί, υπό το πρίσμα της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, η συχνή έλλειψη ακριβείας των διατάξεων της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

249. Πράγματι, πολλές διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας αναφέρονται γενικώς στον «Καναδά» και όχι στην «καναδική αρμόδια αρχή», η οποία είναι ωστόσο η μόνη αρχή που θεωρείται ότι παρέχει επαρκές επίπεδο προστασίας για την επεξεργασία και χρήση δεδομένων PNR κατ’ εφαρμογήν της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει με το άρθρο 3, παράγραφος 5, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, το οποίο επιπλέον, όπως ανέλυσα ανωτέρω (94), διευρύνει τους σκοπούς για τους οποίους μπορεί να γίνει επεξεργασία των δεδομένων PNR, με το άρθρο 8 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, με το άρθρο 12, παράγραφος 3, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας σχετικά με τη δημοσιοποίηση σε κάθε πρόσωπο, καθώς και με το άρθρο 16 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας σχετικά με τη διατήρηση των δεδομένων PNR (95).

250. Αντίθετα προς τα όσα υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η αντικατάσταση του όρου «καναδική αρμόδια αρχή» με τον γενικό όρο «Καναδάς» δημιουργεί αμφιβολία ως προς τον αριθμό των αρχών στις οποίες επιτρέπεται η επεξεργασία δεδομένων, πολλώ δε μάλλον που το άρθρο 18 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας επιτρέπει στην καναδική αρμόδια αρχή, υπό τις απαριθμούμενες στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις, να δημοσιοποιεί δεδομένα PNR σε άλλες κυβερνητικές αρχές στον Καναδά (96).

251. Συνεπώς, φρονώ ότι οι διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας δεν είναι αρκούντως σαφείς και ακριβείς όσον αφορά τον καθορισμό της αρχής που είναι επιφορτισμένη με την επεξεργασία των δεδομένων PNR, κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η προστασία και η ασφάλεια των δεδομένων αυτών.

–       Επί της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων PNR

252. Από τις παρατηρήσεις που παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η κύρια προστιθέμενη αξία από την επεξεργασία δεδομένων PNR είναι η αντιπαραβολή των συλλεγόμενων δεδομένων με προδιατυπωμένα σενάρια ή κριτήρια εκτιμήσεως του κινδύνου ή με βάσεις δεδομένων που καθιστούν δυνατό, με τη βοήθεια της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, τον εντοπισμό «στόχων», οι οποίοι ενδέχεται μεταγενέστερα να αποτελέσουν αντικείμενο πιο ενδελεχούς ελέγχου. Στην πράξη, κατά τα δεδομένα που κοινοποιήθηκαν από τη CBSA στην Επιτροπή και στην Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και διαβιβάστηκαν στο Δικαστήριο από τους εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία, με την εφαρμογή των ανωτέρω τεχνικών εντοπίστηκαν, ανάμεσα στα 28 εκατομμύρια επιβατών που πραγματοποίησαν πτήση μεταξύ του Καναδά και της Ένωσης μεταξύ του Απριλίου του 2014 και του Μαρτίου του 2015, περίπου 9 500 «στόχοι» μέσω της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων PNR.

253. Ωστόσο, καμία διάταξη της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας δεν αφορά συγκεκριμένα ούτε τις εν λόγω βάσεις δεδομένων ούτε τα σενάρια ή τα κριτήρια εκτιμήσεως, τα οποία εξακολουθούν συνεπώς να διαμορφώνονται και να χρησιμοποιούνται κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια των καναδικών αρχών.

254. Βεβαίως, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία ορίζει ότι ο Καναδάς εξασφαλίζει ότι εφαρμόζονται σε όλους τους επιβάτες σε ισότιμη βάση και χωρίς παράνομη διάκριση οι εφαρμοστέες διασφαλίσεις για την επεξεργασία δεδομένων PNR (άρθρο 7 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας) και ότι δεν λαμβάνει καμία απόφαση με σημαντικά δυσμενή επίπτωση για κάποιον επιβάτη αποκλειστικά βάσει αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων PNR (άρθρο 15 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας).

255. Ωστόσο, έχω την πεποίθηση ότι, με βάση την ισόρροπη στάθμιση των δύο σκοπών που επιδιώκει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία και την μεγάλη πρακτική σημασία της εν λόγω πτυχής, δεδομένου ότι η αντιπαραβολή των δεδομένων PNR προς τα ως άνω προδιατυπωμένα σενάρια ή κριτήρια εκτιμήσεως ενδέχεται να οδηγήσει, όπως δέχτηκαν ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία, στον εντοπισμό φαινομενικών μόνο «στόχων», η σχεδιαζόμενη Συμφωνία πρέπει να περιλαμβάνει σειρά ρητών αρχών και κανόνων σε σχέση τόσο με τα προδιατυπωμένα σενάρια ή τα κριτήρια εκτιμήσεως όσο και με τις βάσεις δεδομένων προς τα οποία αντιπαραβάλλονται τα δεδομένα PNR.

256. Η ακριβής οριοθέτηση και ο καθορισμός των προδιατυπωμένων σεναρίων και των κριτηρίων εκτιμήσεως πρέπει να καθιστούν εφικτό, σε μεγάλο βαθμό, τον εντοπισμό ατόμων που μπορεί να βαρύνονται με «εύλογη υποψία» συμμετοχής σε τρομοκρατικές αξιόποινες πράξεις ή σε πράξεις σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων (97).

257. Δεν είναι κατ’ ανάγκην απαραίτητο να υποδειχθούν από το Δικαστήριο οι αρχές που πρέπει να διέπουν τον καθορισμό των εν λόγω σεναρίων και κριτηρίων εκτιμήσεως ή τις βάσεις δεδομένων προς τα οποία αντιπαραβάλλονται τα δεδομένα PNR.

258. Από την πλευρά μου, εκτιμώ ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία πρέπει να ορίζει ρητώς, τουλάχιστον, ότι ούτε τα προδιατυπωμένα σενάρια και τα κριτήρια εκτιμήσεως ούτε οι χρησιμοποιούμενες βάσεις δεδομένων μπορούν να βασίζονται στη φυλετική ή εθνική καταγωγή κάποιου προσώπου, τις πολιτικές του απόψεις, τη θρησκεία του ή τις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις, τη συμμετοχή του σε συνδικαλιστική οργάνωση, την κατάσταση της υγείας του ή τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Εξάλλου, τα κριτήρια, τα σενάρια και οι βάσεις δεδομένων πρέπει ρητώς να αντιστοιχούν μόνο προς τους σκοπούς και τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

259. Επιπλέον, έχω τη γνώμη ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία πρέπει να εξειδικεύει σαφέστερα από ό,τι πράττει επί του παρόντος το άρθρο 15 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας ότι, όταν η αντιπαραβολή δεδομένων PNR προς τα προδιατυπωμένα κριτήρια και τα σενάρια οδηγεί σε θετικό αποτέλεσμα, το αποτέλεσμα αυτό πρέπει να εξετάζεται με μη αυτοματοποιημένα μέσα. Χάρη στην εγγύηση αυτή, μπορεί να περιοριστεί ο αριθμός των προσώπων που ενδέχεται να υποβληθούν μεταγενέστερα σε πιο ενδελεχή σωματικό έλεγχο.

260. Εξάλλου, προκειμένου να περιορίζονται στο αυστηρώς αναγκαίο μέτρο, τα σχετικά κριτήρια, τα σενάρια και οι βάσεις δεδομένων καθώς και η επανεξέτασή τους πρέπει κατά τη γνώμη μου να ελέγχονται από την ανεξάρτητη δημόσια αρχή την οποία προβλέπει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία, ήτοι από τον Καναδό Επίτροπο για την προστασία της ιδιωτικής ζωής (98) και να αποτελούν, όσον αφορά την εφαρμογή τους, αντικείμενο εκθέσεως διαβιβαζόμενης στα αρμόδια θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης, στο πλαίσιο του άρθρου 26 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, το οποίο διέπει την από κοινού εξέταση και αξιολόγηση της εφαρμογής της Συμφωνίας αυτής.

261. Εκτιμώ συνεπώς ότι, παραλείποντας να καθιερώσει ρητές αρχές και κανόνες σχετικά με την διαμόρφωση και τη χρήση των προδιατυπωμένων σεναρίων και των κριτηρίων καθώς και των βάσεων δεδομένων προς τα οποία αντιπαραβάλλονται, μέσω αυτοματοποιημένης επεξεργασίας, τα δεδομένα PNR, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν προέβησαν σε ισόρροπη κατανομή των δύο σκοπών τους οποίους επιδιώκει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία.

–       Επί της προσβάσεως στα δεδομένα PNR

262. Όταν εντοπιστούν οι επιβάτες των οποίων τα δεδομένα PNR αποτέλεσαν αντικείμενο αυτοματοποιημένης επεξεργασίας και των οποίων το προφίλ αντιστοιχεί στα προδιατυπωμένα σενάρια ή κριτήρια, τότε, κατά τις εξηγήσεις που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο, οι υπάλληλοι της CBSA αποκτούν πρόσβαση στα δεδομένα των εν λόγω επιβατών προκειμένου να κρίνουν αν οι τελευταίοι πρέπει να υποβληθούν σε πιο ενδελεχή έλεγχο. Στην πράξη, κατά τις πληροφορίες που παρασχέθηκαν από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και την Επιτροπή, ανάμεσα στους 9 500 «στόχους» που εντοπίστηκαν μεταξύ του μηνός Απριλίου του 2014 και του μηνός Μαρτίου του 2015, 1 765 πρόσωπα αποτέλεσαν αντικείμενο ενδελεχούς ελέγχου για λόγους σχετικούς με την εθνική δημόσια ασφάλεια ή για λόγους σχετικούς με αξιόποινη πράξη σοβαρού διεθνικού εγκλήματος. Μεταξύ αυτών, 178 πρόσωπα συνελήφθησαν για αξιόποινη πράξη σοβαρού διεθνικού εγκλήματος, σχετιζόμενη ιδίως με τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών.

263. Στην απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψεις 62 και 66), το Δικαστήριο επισήμανε, αφενός, ότι η οδηγία 2006/24 δεν προβλέπει κανένα αντικειμενικό κριτήριο για τον καθορισμό του αριθμού των προσώπων στα οποία επιτρέπεται η πρόσβαση στα επίμαχα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και δεν εξαρτά την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά από προηγούμενο έλεγχο διενεργούμενο είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή. Αφετέρου, η εν λόγω οδηγία δεν καθιερώνει ούτε κανόνες κατά των κινδύνων καταχρήσεως και κατά κάθε αθέμιτης προσβάσεως και χρήσεως των δεδομένων αυτών.

264. Αντίθετα, παρατηρείται ότι οι διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας ικανοποιούν εν μέρει τις ανωτέρω απαιτήσεις.

265. Όπως επισημάνθηκε, το άρθρο 9, παράγραφοι 1 και 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας απαιτεί από τον Καναδά να θεσπίζει κανονιστικά, διαδικαστικά και τεχνικά μέτρα για την προστασία των δεδομένων PNR έναντι τυχαίας, παράνομης ή μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης, επεξεργασίας ή απώλειας και να εξασφαλίζει μεταξύ άλλων την ασφάλεια, την εμπιστευτικότητα και την ακεραιότητα των δεδομένων, ιδίως με την εφαρμογή διαδικασιών κρυπτογραφήσεως και διατηρήσεως των δεδομένων σε ασφαλές φυσικό περιβάλλον που προστατεύεται με ελέγχους πρόσβασης.

266. Επιπλέον, τόσο το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, όσο και το άρθρο 16, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προβλέπουν ότι ο Καναδάς περιορίζει την πρόσβαση στα δεδομένα PNR σε υπαλλήλους ειδικά εξουσιοδοτημένους. Σχετικά με τη διατήρηση των δεδομένων PNR, το άρθρο 16, παράγραφος 4, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας ορίζει επίσης ότι τα αποπροσωποποιημένα μέσω της αποκρύψεως στοιχείων δεδομένα μπορούν να δημοσιοποιηθούν μόνον εάν αυτό είναι αναγκαίο για τη διενέργεια ερευνών βάσει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας και, ανάλογα με το χρονικό διάστημα διατηρήσεως των οικείων δεδομένων PNR, είτε από περιορισμένο αριθμό ειδικά εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων είτε μόνο με προηγούμενη άδεια του προϊσταμένου της καναδικής αρμόδιας αρχής ή ενός υψηλόβαθμου υπαλλήλου ειδικά εντεταλμένου από τον προϊστάμενο.

267. Ωστόσο, όπως και η οδηγία 2006/24, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν εξειδικεύει τα αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων προσδιορίζονται οι υπάλληλοι που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα PNR ούτε διευκρινίζει αν οι υπάλληλοι αυτοί ανήκουν όλοι στις υπηρεσίες της CBSA. Τα στοιχεία αυτά έχουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία καθώς η ομάδα των υπαλλήλων που έχουν πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα στο πλαίσιο του άρθρου 9, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας είναι, καθώς φαίνεται, ευρύτερη από την χαρακτηριζόμενη ως «περιορισμένη» ομάδα των υπαλλήλων που μπορούν να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα τα οποία διατηρούνται πέραν των 30 ημερών στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 16, παράγραφος 2, της εν λόγω Συμφωνίας. Ωστόσο, τα κριτήρια διαφοροποιήσεως των δύο ομάδων υπαλλήλων που εξουσιοδοτούνται να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα PNR δεν συνάγονται από τις διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας και επομένως επαφίενται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια του Καναδά. Κατά τη γνώμη μου, η ελευθερία αυτή δεν ικανοποιεί την απαίτηση που καθιερώθηκε με την απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238), η οποία υπομνήσθηκε στο σημείο 263 των παρουσών προτάσεων.

268. Ομοίως, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία ουδόλως προβλέπει ότι η πρόσβαση στα δεδομένα PNR εξαρτάται από προηγούμενο έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή, όπως ο Καναδός Επίτροπος για την προστασία της ιδιωτικής ζωής (99), ή από δικαστήριο η απόφαση του οποίου θα μπορούσε να περιορίσει την πρόσβαση στα δεδομένα ή τη χρήση τους και θα εκδιδόταν κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως της CBSA.

269. Ωστόσο, η προσήκουσα στάθμιση μεταξύ της αποτελεσματικής επιδιώξεως της καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και των σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων και της τηρήσεως υψηλού επιπέδου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ενδιαφερόμενων επιβατών δεν επιβάλλει οπωσδήποτε να προβλεφθεί προηγούμενος έλεγχος της προσβάσεως στα δεδομένα PNR.

270. Ειδικότερα, χωρίς να χρειάζεται καν να εξακριβωθεί κατά πόσον ένας τέτοιος έλεγχος θα ήταν στην πράξη εφικτός και αρκούντως αποτελεσματικός και λαμβανομένου ιδίως υπόψη του όγκου των προς εξέταση δεδομένων και των πόρων που διαθέτουν οι ανεξάρτητες αρχές ελέγχου, επισημαίνω ότι, στο πλαίσιο του σεβασμού του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ από τις δημόσιες αρχές που έχουν θεσπίσει μέτρα παρακολουθήσεως και εποπτείας των ιδιωτικών επικοινωνιών, το ΕΔΔΑ δέχτηκε ότι, πλην ειδικών περιστάσεων που σχετίζονται ιδίως με την εμπιστευτικότητα των πηγών των δημοσιογραφικών πληροφοριών ή με την επικοινωνία των δικηγόρων με τους πελάτες τους, ο ex ante έλεγχος των μέτρων αυτών από ανεξάρτητη αρχή ή από δικαστή δεν συνιστά απόλυτη απαίτηση, εφόσον διασφαλίζεται, a posteriori, εκτεταμένος δικαστικός έλεγχος των εν λόγω μέτρων (100).

271. Συναφώς, ανεξάρτητα από τις αμφιβολίες τις οποίες προκαλεί η κατανομή των αρμοδιοτήτων εποπτείας και ελέγχου της CBSA μεταξύ της «ανεξάρτητης δημόσιας αρχής» και της «αρχής που συγκροτείται με διοικητικά μέσα, η οποία ασκεί τα καθήκοντά της αντικειμενικά και με αποδεδειγμένο ιστορικό ανεξαρτησίας», επί των οποίων θα επανέλθω αργότερα (101), επιβάλλεται η επισήμανση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προβλέπει ότι ο Καναδάς οφείλει να εγγυάται ότι κάθε πρόσωπο που πιστεύει ότι έχουν προσβληθεί τα δικαιώματά του με απόφαση ή πράξη σε σχέση με τα δεδομένα του PNR μπορεί να ζητήσει αποτελεσματική ένδικη προστασία, σύμφωνα με την καναδική νομοθεσία. Με βάση το γράμμα του άρθρου 14, παράγραφος 1, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας και τις εξηγήσεις των μετεχόντων στη διαδικασία, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ένδικη αυτή προστασία μπορεί να ζητηθεί κατά κάθε αποφάσεως που αφορά την πρόσβαση στα δεδομένα PNR των ενδιαφερόμενων προσώπων, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους, την κατοικία τους ή την παρουσία τους στο καναδικό έδαφος. Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας προληπτικής εξετάσεως της συμβατότητας των διατάξεων της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, φρονώ ότι αυτή η εγγύηση ένδικης προστασίας, η αποτελεσματικότητα της οποίας δεν αμφισβητήθηκε από κανένα μετέχοντα στη διαδικασία, πληροί την προϋπόθεση την οποία θέτουν οι ως άνω διατάξεις, ερμηνευόμενες υπό το φως της ερμηνείας που δέχεται το ΕΔΔΑ για το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

272. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι η παράλειψη της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας να προβλέψει ότι η πρόσβαση στα δεδομένα PNR από τους εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της CBSA εξαρτάται από προηγούμενο έλεγχο ανεξάρτητης διοικητικής αρχής ή δικαστηρίου δεν είναι ασύμβατη με τα άρθρα 7, 8 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, στο μέτρο που, όπως πράγματι συμβαίνει, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία επιβάλλει στον Καναδά να εγγυάται σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο το δικαίωμα να απολαύει αποτελεσματικού a posteriori δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων ή των μέτρων που αφορούν την πρόσβαση στα δεδομένα PNR που το αφορούν.

273. Αντίθετα, εκτιμώ ότι, προκειμένου να περιορίζεται στο αυστηρώς αναγκαίο μέτρο, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία πρέπει να διευκρινίζει σαφώς ότι μόνον οι υπάλληλοι της CBSA εξουσιοδοτούνται να έχουν πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα και να προβλέπει αντικειμενικά κριτήρια προσδιορισμού των υπαλλήλων αυτών, ανάλογα με τις διάφορες περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 9 και 16 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

–       Επί της διατηρήσεως των δεδομένων PNR

274. Οι μετέχοντες στη διαδικασία αντιδίκησαν διά μακρών ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238), όσον αφορά τον αυστηρώς αναγκαίο χαρακτήρα του καθεστώτος διατηρήσεως των δεδομένων PNR το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 16 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

275. Αφενός, στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο προσήψε στον νομοθέτη της Ένωσης ότι δεν είχε επιβάλει τη διατήρηση των επίμαχων στην υπόθεση αυτή δεδομένων εντός των εδαφικών ορίων της Ένωσης, με αποτέλεσμα να μη διασφαλίζεται πλήρως ο έλεγχος από ανεξάρτητη αρχή της τηρήσεως των απαιτήσεων προστασίας και ασφάλειας των δεδομένων, τον οποίο απαιτεί ρητώς το άρθρο 8, παράγραφος 3, του Χάρτη (102).

276. Αφετέρου, όσον αφορά τη μέγιστη διάρκεια διατηρήσεως δύο ετών που προβλέπεται στην οδηγία 2006/24, το Δικαστήριο επέκρινε το γεγονός ότι η οδηγία αυτή δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των κατηγοριών δεδομένων αναλόγως της χρησιμότητάς τους για τον επιδιωκόμενο σκοπό ή των θιγομένων προσώπων, καθώς και το ότι η χρονική αυτή διάρκεια δεν στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια (103).

277. Ως προς το πρώτο σημείο, είναι προφανές ότι τα δεδομένα PNR που εμπίπτουν στις διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας δεν θα διατηρούνται στο έδαφος της Ένωσης. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί αφ’ εαυτής ώστε να κλονίσει το κύρος του καθεστώτος διατηρήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 16 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, εκτός αν η Συμφωνία αυτή δεν διασφαλίζει πλήρως τον έλεγχο της τηρήσεως των απαιτήσεων προστασίας και ασφάλειας από ανεξάρτητη αρχή. Όπως θα αναλύσω κατωτέρω, ενώ πρόθεση των συμβαλλομένων μερών είναι όντως να τηρείται πλήρως η απαίτηση που επιβάλλεται από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του Χάρτη, το άρθρο 10, παράγραφος 1, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας είναι διατυπωμένο κατά τρόπο υπερβολικά αμφίσημο ώστε να εγγυάται, σε κάθε περίπτωση, την ύπαρξη τέτοιου ελέγχου (104).

278. Ως προς τη διάρκεια διατηρήσεως των δεδομένων PNR, από το άρθρο 16, παράγραφος 1, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προκύπτει ότι αυτή είναι κατ’ ανώτατο όριο πέντε ετών από την ημερομηνία που λαμβάνονται τα δεδομένα (105), ενώ η παράγραφος 6 του ίδιου άρθρου επιβάλλει στον Καναδά την καταστροφή των δεδομένων PNR κατά τη λήξη της εν λόγω περιόδου.

279. Δεν αμφισβητείται ότι η διάρκεια διατηρήσεως επιμηκύνθηκε κατά ενάμισι έτος σε σχέση με τη διάρκεια που προβλεπόταν στη Συμφωνία του 2006. Εξάλλου, πέρα από τις εξηγήσεις και τα παραδείγματα που παρασχέθηκαν από ορισμένους μετέχοντες στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, και που αφορούν, κατ’ ουσίαν, τη μέση διάρκεια ζωής των διεθνών δικτύων σοβαρών εγκλημάτων και την πολυπλοκότητα των ερευνών που αφορούν τα δίκτυα αυτά, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν εκθέτει τους αντικειμενικούς λόγους για τους οποίους να συμβαλλόμενα μέρη καθόρισαν τη μέγιστη διάρκεια διατηρήσεως των δεδομένων PNR σε πέντε έτη.

280. Εκτιμώ ότι οι αντικειμενικοί αυτοί λόγοι πρέπει να εκτίθενται στη σχεδιαζόμενη Συμφωνία, ούτως ώστε να μπορεί, a priori, να διασφαλίζεται ότι η εν λόγω διάρκεια είναι απαραίτητη για τους σκοπούς που επιδιώκονται από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία. Για να είμαι απολύτως σαφής στο σημείο αυτό, η ανωτέρω σκέψη ισχύει και για το άρθρο 16, παράγραφος 5, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, η εμβέλεια του οποίου, όπως επισήμανα ήδη στις εκτιμήσεις μου σχετικά με τα ευαίσθητα δεδομένα που πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας, πρέπει, όσον αφορά τη μέγιστη πενταετή διάρκεια διατηρήσεως των λοιπών δεδομένων PNR, να αντιστοιχεί αποκλειστικά στον σκοπό που περιγράφεται στο άρθρο 3 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας (106).

281. Επιβάλλεται συνεπώς η διαπίστωση ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν δικαιολόγησαν την ανάγκη διατηρήσεως όλων των δεδομένων PNR για μέγιστη διάρκεια πέντε ετών.

282. Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, το Δικαστήριο δύναται να περιοριστεί στη διαπίστωση αυτή, χωρίς να εξακριβώσει αν η πενταετής διάρκεια διατηρήσεως όλων των δεδομένων PNR του συνόλου των αεροπορικών μεταφορών επιβατών μεταξύ του Καναδά και της Ένωσης υπερβαίνει το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού ασφάλειας της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

283. Ας μου επιτραπούν ωστόσο οι ακόλουθες παρατηρήσεις, για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να αφιερώσει μερικές σκέψεις στο ζήτημα αυτό.

284. Καταρχάς, όσον αφορά τον όγκο των διατηρούμενων δεδομένων PNR, φρονώ ότι εύλογα ανακύπτει το ερώτημα αν, μετά το πέρας πολλών ετών, δικαιολογείται η διατήρηση ορισμένων κατηγοριών από τα δεδομένα αυτά, καθώς η καναδική αρμόδια αρχή διαθέτει ή μπορεί να διαθέτει, μέσω της δημοσιοποιήσεως, και κατά τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 16, παράγραφος 3, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, δεδομένα PNR που αποκαλύπτουν ουσιώδεις πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του επιβάτη ή των επιβατών της καταστάσεως PNR, την ημερομηνία του ταξιδιού, τα χρησιμοποιηθέντα μέσα πληρωμής, όλα τα διαθέσιμα στοιχεία επικοινωνίας, τη διαδρομή του ταξιδιού, τα στοιχεία επικοινωνίας του ταξιδιωτικού πρακτορείου ή του ταξιδιωτικού πράκτορα καθώς και πληροφορίες σχετικά με τις αποσκευές. Ειδικότερα, διερωτώμαι αν οι πληροφορίες σχετικά με το καθεστώς τακτικού ταξιδιώτη και τις σχετικές παροχές (στήλη 5 του παραρτήματος της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας), την κατάσταση ελέγχου εισιτηρίου του ταξιδιώτη (στήλη 13 του παραρτήματος), την έκδοση ή την τιμή του εισιτηρίου (στήλη 14 του παραρτήματος) και τον κοινό κωδικό (στήλη 11 του παραρτήματος), ο οποίος, κατά την Επιτροπή, διαφωτίζει μόνον ως προς τον πραγματικό μεταφορέα, συνιστούν, μετά από κάποια έτη διατηρήσεως, πληροφορίες με αληθινή προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα υπόλοιπα δεδομένα PNR τα οποία επίσης διατηρούνται και μπορούν να δημοσιοποιηθούν, προς τον σκοπό καταπολεμήσεως της τρομοκρατίας και του σοβαρού διεθνικού εγκλήματος.

285. Έπειτα, πέρα από τις αμφιβολίες που ενδέχεται να δημιουργηθούν ως προς τον αυστηρώς αναγκαίο χαρακτήρα της διάρκειας διατηρήσεως όλων των δεδομένων PNR η οποία προβλέπεται από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία, φρονώ ότι οι εγγυήσεις που παρέχει το άρθρο 16, παράγραφος 3, της Συμφωνίας αυτής σχετικά με την «αποπροσωποποίηση» μέσω της αποκρύψεως στοιχείων είναι, εν πάση περιπτώσει, ανεπαρκείς ώστε να διασφαλίσουν την προστασία και την ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των ενδιαφερόμενων επιβατών.

286. Βεβαίως, το άρθρο αυτό προβλέπει όντως την απόκρυψη των ονομάτων όλων των επιβατών 30 ημέρες μετά την παραλαβή τους. Διευκρινίζει επίσης ότι τα στοιχεία δεδομένων PNR των κατηγοριών 6, 7, 17 και 18, οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας (107), αποπροσωποποιούνται δύο έτη μετά την παραλαβή των δεδομένων αυτών αν τα τελευταία, όσον αφορά τις δύο τελευταίες κατηγορίες, καθιστούν δυνατή την ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου.

287. Με ανησυχεί ακριβώς ο εξαντλητικός χαρακτήρας της απαριθμήσεως αυτής. Ειδικότερα, κι άλλες στήλες του παραρτήματος της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας μπορούν επίσης να καταστήσουν δυνατή την άμεση ταυτοποίηση φυσικού προσώπου, ενώ δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 16, παράγραφος 3, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Συναφώς, αναφέρομαι κυρίως στις διαθέσιμες πληροφορίες τακτικού ταξιδιώτη και τις σχετικές παροχές (στήλη 5 του παραρτήματος) και σε κάθε διαθέσιμη πληροφορία πληρωμών και διακανονισμών του εισιτηρίου (στήλη 8), οι οποίες περιέχουν, μεταξύ άλλων, τις λεπτομέρειες σχετικά με το χρησιμοποιηθέν μέσο ή τα μέσα πληρωμής.

288. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι, καθόσον παρέλειψαν να διασφαλίσουν την διά της αποκρύψεως στοιχείων «αποπροσωποποίηση» όλων των δεδομένων PNR που μπορούν να καταστήσουν δυνατή την άμεση ταυτοποίηση επιβάτη, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν προέβησαν σε ισόρροπη στάθμιση των σκοπών τους οποίους επιδιώκει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία.

289. Τέλος, όσον αφορά τους κανόνες και τις λεπτομέρειες της δημοσιοποιήσεως των δεδομένων PNR, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το άρθρο 16, παράγραφος 4, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας διευκρινίζει ότι η ενέργεια αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον εάν, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, αυτό είναι αναγκαίο για τη διενέργεια ερευνών βάσει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, είτε, σε διάστημα έως δύο έτη μετά την αρχική παραλαβή των δεδομένων PNR, από περιορισμένο αριθμό ειδικά εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων, είτε, σε διάστημα από δύο έως πέντε έτη από την παραλαβή, μόνο με προηγούμενη άδεια του προϊσταμένου της καναδικής αρμόδιας αρχής ή ενός υψηλόβαθμου υπαλλήλου ειδικά εντεταλμένου από τον προϊστάμενο.

290. Υπό την επιφύλαξη των παρατηρήσεων που διατύπωσα ανωτέρω σχετικά με τα αντικειμενικά κριτήρια προσδιορισμού των υπαλλήλων που εξουσιοδοτούνται να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα (108) και των παρατηρήσεων που θα ακολουθήσουν σχετικά με την εποπτεία της καναδικής αρμόδιας αρχής από ανεξάρτητη δημόσια αρχή (109), εκτιμώ ότι το άρθρο 16, παράγραφος 4, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, αυτό καθεαυτό, δεν υπερβαίνει το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο.

–       Επί της κοινοποιήσεως και της μεταγενέστερης διαβιβάσεως των δεδομένων PNR

291. Τα άρθρα 12, 18 και 19 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας αφορούν άμεσα την κοινοποίηση των δεδομένων PNR.

292. Εκ πρώτης όψεως, το άρθρο 12 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, το οποίο τιτλοφορείται «πρόσβαση φυσικών προσώπων», φαίνεται να μη χρήζει κριτικής, διότι σκοπεί να διασφαλίσει την πρόσβαση κάθε προσώπου στα δεδομένα PNR που το αφορούν.

293. Ωστόσο, φρονώ ότι η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού διευρύνει υπερβολικά, σε κάθε πρόσωπο, τη δυνατότητα προσβάσεως στα δεδομένα PNR και στις συναγόμενες από αυτά πληροφορίες, χωρίς την πρόβλεψη ειδικών εγγυήσεων. Ειδικότερα, το άρθρο 12, παράγραφος 3, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας χορηγεί στον Καναδά το δικαίωμα να «προβεί σε οποιαδήποτε δημοσιοποίηση στοιχείων με την επιφύλαξη των εύλογων νομικών απαιτήσεων και περιορισμών […], λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το νόμιμο συμφέρον του κάθε προσώπου». Εντούτοις, στη σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν οριοθετούνται ούτε οι παραλήπτες των «στοιχείων» αυτών ούτε η χρήση τους. Επομένως, τα εν λόγω στοιχεία μπορούν κάλλιστα να κοινοποιούνται σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, όπως για παράδειγμα σε τραπεζικό οργανισμό, εφόσον ο Καναδάς εκτιμά ότι η δημοσιοποίηση των στοιχείων αυτών δεν υπερβαίνει τους «εύλογους» νομικούς περιορισμούς, οι οποίοι, επιπλέον, δεν ορίζονται στη σχεδιαζόμενη Συμφωνία.

294. Συνεπώς, έχω την γνώμη ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, λόγω της ιδιαίτερα αόριστης και ευρείας διατυπώσεώς του, υπερβαίνει το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού δημόσιας ασφάλειας τον οποίο επιδιώκει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία.

295. Όσο για τα άρθρα 18 και 19 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, αυτά αφορούν, αντίστοιχα, τη δημοσιοποίηση δεδομένων PNR από την καναδική αρμόδια αρχή σε άλλες κυβερνητικές αρχές στον Καναδά και σε άλλες κυβερνητικές αρχές άλλων χωρών, μη κρατών μελών της Ένωσης.

296. Όπως και το Κοινοβούλιο, θεωρώ ότι, στο μέτρο που το «επαρκές επίπεδο προστασίας», το οποίο θεωρείται ότι ικανοποιεί το επίπεδο προστασίας που διασφαλίζεται στο δίκαιο της Ένωσης, αφορά μόνο την τήρηση των διατάξεων της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας από την καναδική αρμόδια αρχή, τα συμβαλλόμενα μέρη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι το εν λόγω επίπεδο προστασίας δεν μπορεί να παρακαμφθεί μέσω της διαβιβάσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε άλλες καναδικές δημόσιες αρχές ή προς τρίτες χώρες (110).

297. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα άρθρα 18 και 19 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας εξαρτούν τη μεταγενέστερη διαβίβαση τέτοιων δεδομένων ή των αναλυτικών πληροφοριών που περιλαμβάνουν δεδομένα PNR από αυστηρές σωρευτικές προϋποθέσεις, τέσσερις εκ των οποίων είναι πανομοιότυπες. Ειδικότερα, τα εν λόγω δεδομένα και οι πληροφορίες δημοσιοποιούνται μόνον αν οι λειτουργίες των οικείων κυβερνητικών αρχών συνδέονται άμεσα με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, μόνο κατά περίπτωση και υπό την επιφύλαξη ότι οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως καθιστούν αναγκαία τη δημοσιοποίηση για τους σκοπούς που αναφέρονται στο προαναφερθέν άρθρο 3. Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι δημοσιοποιούνται μόνο τα ελάχιστα δεδομένα PNR ή οι ελάχιστες αναλυτικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες (111).

298. Εντούτοις, οι διασφαλίσεις που παρέχονται από τις δύο αυτές διατάξεις διαφέρουν ως προς τις υπόλοιπες προϋποθέσεις.

299. Καταρχάς, ενώ κατά το άρθρο 18 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας οι υπόλοιπες καναδικές κυβερνητικές αρχές που είναι παραλήπτριες δεδομένων PNR πρέπει να παρέχουν «προστασία ισοδύναμη με τις διασφαλίσεις που ορίζονται στην [σχεδιαζόμενη Συμφωνία]», το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, της εν λόγω Συμφωνίας ορίζει ότι η καναδική αρμόδια αρχή πρέπει να είναι «πεπεισμένη» ότι η παραλήπτρια ξένη αρχή εφαρμόζει είτε πρότυπα προστασίας των δεδομένων PNR ισοδύναμα με τα οριζόμενα στη σχεδιαζόμενη Συμφωνία, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις και τις διατάξεις που ενσωματώνουν τα εν λόγω πρότυπα, είτε τα πρότυπα προστασίας των δεδομένων αυτών τα οποία έχει συμφωνήσει από κοινού με την Ένωση.

300. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, δεν αμφισβητείται ότι απόκειται αποκλειστικά στην καναδική αρμόδια αρχή, ήτοι στη CBSA, να εξακριβώσει την επάρκεια της προστασίας που παρέχεται από την παραλήπτρια δημόσια αρχή. Ούτε η εξέταση στην οποία προβαίνει η CBSA ούτε η ενδεχόμενη απόφαση περί δημοσιοποιήσεως των δεδομένων PNR υπόκεινται σε ex ante έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή ή από δικαστήριο. Επιπλέον, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν προβλέπει ότι για την πρόθεση διαβιβάσεως των δεδομένων PNR πολίτη κράτους μέλους της Ένωσης πρέπει, τουλάχιστον, να ενημερώνονται προηγουμένως οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους και/ή η Επιτροπή, πριν από την πραγματοποίηση οποιασδήποτε διαβιβάσεως. Πράγματι, το άρθρο 18 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας δεν περιέχει καμία τέτοια πρόβλεψη, ενώ το άρθρο 19, παράγραφος 2, της Συμφωνίας αυτής προβλέπει μόνο την a posteriori, «το συντομότερο δυνατό», ενημέρωση των αρμόδιων αρχών του οικείου κράτους μέλους.

301. Εντούτοις, οι πρόσθετες εγγυήσεις που μνημονεύθηκαν στο προηγούμενο σημείο πρέπει, κατά την άποψή μου, να διασφαλίζονται.

302. Αφενός, ο απλός a posteriori έλεγχος της διαβιβάσεως των εν λόγω δεδομένων δεν καθιστά δυνατή ούτε τη διόρθωση της τυχόν εσφαλμένης εκτιμήσεως σχετικά με το επίπεδο προστασίας το οποίο παρέχει η παραλήπτρια δημόσια αρχή ούτε την αποκατάσταση του ιδιωτικού και εμπιστευτικού χαρακτήρα των δεδομένων άπαξ και αυτά διαβιβαστούν στην παραλήπτρια δημόσια αρχή και χρησιμοποιηθούν από αυτήν (112). Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για τη δημοσιοποίηση δεδομένων προς τρίτη χώρα, καθώς η μεταγενέστερη χρήση τους θα διαφεύγει τόσο της αρμοδιότητας όσο και του ex post ελέγχου των καναδικών αρχών και δικαστηρίων.

303. Αφετέρου, η προηγούμενη ενημέρωση της Επιτροπής και των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους του οποίου είναι πολίτης το πρόσωπο του οποίου τα δεδομένα PNR αποτελούν αντικείμενο διαβιβάσεως, παρέχει σε αυτές τη δυνατότητα να βεβαιωθούν ότι όντως εξετάστηκε η ύπαρξη «ισοδύναμου επιπέδου προστασίας». Επιπλέον, από μια άλλη σκοπιά, η προηγούμενη αυτή ενημέρωση –στο μέτρο που η διαβίβαση δεδομένων PNR με βάση τα άρθρα 18 και 19 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις και υπό ειδικές περιστάσεις προσηκόντως αιτιολογημένες, και άρα όταν μπορεί να υποτεθεί ότι υπάρχουν σημαντικές υποψίες σε βάρος του ενδιαφερόμενου προσώπου–, είναι ικανή, μεταξύ άλλων, να συμβάλει στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών του Καναδά, της Ένωσης και των κρατών μελών της, κατά τρόπο συνεπή προς τον σκοπό της προλήψεως και ανιχνεύσεως τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων και πράξεων σοβαρών διεθνικών εγκλημάτων, τον οποίο επιδιώκει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία.

304. Έπειτα, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας απαγορεύει στην παραλήπτρια καναδική κυβερνητική αρχή να αποκαλύψει μεταγενέστερα τα δεδομένα PNR σε άλλη οντότητα, εκτός εάν η δημοσιοποίηση επιτρέπεται από τη CBSA με την τήρηση των όρων που ορίζονται στην ίδια παράγραφο. Αντίθετα, το άρθρο 19 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας ουδόλως επιβάλλει στην τελευταία αυτή αρχή να βεβαιώνεται, πριν από κάθε διαβίβαση δεδομένων PNR, ότι η παραλήπτρια κυβερνητική αρχή τρίτης χώρας δεν θα μπορεί μεταγενέστερα να κοινοποιήσει τα δεδομένα αυτά σε άλλη οντότητα, ενδεχομένως κάποιας άλλης τρίτης χώρας.

305. Ωστόσο, επειδή δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ανακύψει μια τέτοια περίπτωση, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια την παράκαμψη του επιπέδου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα το οποίο διασφαλίζεται από το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 19 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας επιτρέπει αδικαιολόγητες επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη (113).

–       Επί των μέτρων εποπτείας και διοικητικού και δικαστικού ελέγχου

306. Ο έλεγχος από ανεξάρτητη αρχή, τον οποίο απαιτεί τόσο το άρθρο 8, παράγραφος 3, του Χάρτη όσο και το άρθρο 16, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της προστασίας των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στην Ένωση (114).

307. Από τις διατάξεις της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν επίγνωση της απαιτήσεως αυτής, μολονότι η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν την ικανοποιεί πλήρως, όπως θα εξηγήσω κατωτέρω.

308. Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το επίπεδο προστασίας που παρέχει η καναδική αρμόδια αρχή κατά την επεξεργασία και χρήση δεδομένων PNR είναι, κατά το άρθρο 5 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, «επαρκές […], κατά την έννοια της σχετικής νομοθεσίας της [Ένωσης,] για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», η αρχή αυτή πρέπει, μεταξύ άλλων, να συμμορφώνεται με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας μέτρα, ήτοι τον έλεγχο από «εποπτεύουσα αρχή». Η αρχή αυτή πρέπει να διαθέτει «πραγματικές εξουσίες διερεύνησης της συμμόρφωσης με τους κανόνες σχετικά με τη συλλογή, τη χρήση, τη δημοσιοποίηση, τη διατήρηση ή τη διάθεση δεδομένων PNR». Στις εξουσίες αυτές συγκαταλέγεται και η εξουσία της εποπτεύουσας αρχής να διενεργεί ελέγχους συμμόρφωσης, να υποβάλλει συστάσεις στην καναδική αρμόδια αρχή και να παραπέμπει στα αρμόδια όργανα τις παραβιάσεις της νομοθεσίας σε σχέση με τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία για την άσκηση δίωξης ή τη λήψη πειθαρχικών μέτρων. Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, η εποπτεύουσα αρχή παραλαμβάνει και διερευνά τις καταγγελίες που υποβάλλονται από ιδιώτες όσον αφορά αίτησή τους για πρόσβαση, διόρθωση ή επισημείωση των δεδομένων τους PNR και απαντά στις αιτήσεις αυτές.

309. Επομένως, πρόθεση των συμβαλλομένων μερών είναι πράγματι να διασφαλίσουν ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τη CBSA υπόκειται σε αποτελεσματικό μηχανισμό ανιχνεύσεως και ελέγχου των ενδεχόμενων παραβιάσεων των κανόνων της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας που εγγυώνται την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των επιβατών, προκειμένου να διασφαλίζεται επίπεδο προστασίας «κατ’ ουσίαν ισοδύναμο» προς αυτό του οποίου θα απήλαυαν τα εν λόγω πρόσωπα αν τα δεδομένα τους γίνονταν αντικείμενο επεξεργασίας και διατηρούνταν στο έδαφος της Ένωσης.

310. Εκ των ανωτέρω έπεται ότι ο έλεγχος από ανεξάρτητη αρχή, τον οποίο απαιτεί μεταξύ άλλων το άρθρο 8, παράγραφος 3, του Χάρτη, εφαρμόζεται πλήρως στην προκειμένη περίπτωση.

311. Ωστόσο, η καθιερούμενη από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία εποπτεύουσα αρχή εμφανίζει την ιδιαιτερότητα ότι είναι δικέφαλη, γεγονός που προκαλεί επικρίσεις εκ μέρους του Κοινοβουλίου και του ΕΕΠΔ όσον αφορά την πλήρη ανεξαρτησία της αρχής. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 10 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, η εν λόγω αρχή είναι είτε «ανεξάρτητη δημόσια αρχή» είτε «αρχή που συγκροτείται με διοικητικά μέσα, η οποία ασκεί τα καθήκοντά της αντικειμενικά και με αποδεδειγμένο ιστορικό ανεξαρτησίας».

312. Η πρώτη από τις αρχές αυτές, όπως προκύπτει από την από 25 Ιουνίου 2014 επιστολή ανάθεσης αποστολής του Καναδά προς την Ευρωπαϊκή Ένωση (115) και από τις εξηγήσεις της Επιτροπής κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι ο Καναδός Επίτροπος για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, του οποίου το καθεστώς, ο τρόπος διορισμού, η διάρκεια της θητείας, η οποία είναι επταετής με εγγύηση μονιμότητας, και οι εξουσίες έρευνας, ενίοτε εξ ιδίας πρωτοβουλίας, και συστάσεων εξειδικεύονται περαιτέρω στον καναδικό νόμο του 1985 σχετικά με την προστασία των προσωπικών πληροφοριών (116). Επιβάλλεται η επισήμανση ότι κανένας από τους μετέχοντες στη διαδικασία δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι ο Καναδός Επίτροπος για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, ο οποίος δίνει αναφορά αποκλειστικά στα σώματα του καναδικού Κοινοβουλίου, απολαύει ανεξαρτησίας και αμεροληψίας χάρη στις οποίες είναι σε θέση να εκπληρώνει την αποστολή του χωρίς να υπόκειται σε καμία εξωτερική επιρροή ή οδηγία, ιδίως εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας (117).

313. Από τις εξηγήσεις που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, με βάση τον νόμο σχετικά με την προστασία των προσωπικών πληροφοριών, οι αρμοδιότητες του Καναδού Επιτρόπου για την προστασία της ιδιωτικής ζωής αφορούν τις καταγγελίες οποιουδήποτε ατόμου για παραβίαση των κανόνων σχετικά με την ιδιωτική ζωή και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από ομοσπονδιακό δημόσιο θεσμικό φορέα του Καναδά.

314. Ωστόσο, από τη διαζευκτική διατύπωση του άρθρου 10, παράγραφος 1, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας μπορεί να συναχθεί ότι τον έλεγχο επί της επεξεργασίας δεδομένων PNR από τη CBSA μπορεί να αναλάβει εξ ολοκλήρου η «αρχή που συγκροτείται με διοικητικά μέσα, η οποία ασκεί τα καθήκοντά της αντικειμενικά και με αποδεδειγμένο ιστορικό ανεξαρτησίας», δηλαδή η Διεύθυνση προσφυγών της CBSA, η οποία ιδρύθηκε υπό την ισχύ της Συμφωνίας του 2006.

315. Ανεξάρτητα όμως από τις εγγυήσεις που μνημονεύονται στην από 25 Ιουνίου 2014 επιστολή ανάθεσης αποστολής του Καναδά προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά τις οποίες η Διεύθυνση προσφυγών της CBSA δεν λαμβάνει καμία οδηγία από τις άλλες λειτουργικές ενότητες της τελευταίας, η Διεύθυνση αυτή, όπως και όλες οι υπόλοιπες ενότητες της CBSA, εξακολουθεί να υπόκειται ευθέως στην εποπτεία του υπουργού, από τον οποίο και μπορεί να λαμβάνει οδηγίες (118). Η Διεύθυνση προσφυγών της CBSA, δεδομένου ότι είναι δυνατόν να υπόκειται στην, πολιτικής ιδίως φύσεως, επιρροή της αρχής εποπτείας της ή γενικότερα της εκτελεστικής εξουσίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ανεξάρτητη αρχή ελέγχου κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, του Χάρτη.

316. Κατά συνέπεια, στο μέτρο που το άρθρο 10 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι εποπτική αρχή μπορεί να είναι, διαζευκτικώς, είτε ο Καναδός Επίτροπος για την προστασία της ιδιωτικής ζωής είτε η Διεύθυνση προσφυγών της CBSA, η διάταξη αυτή δεν αποτελεί σαφή και ακριβή κανόνα που εγγυάται κατά τρόπο συστηματικό τον έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, του Χάρτη, του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των προσώπων τα οποία αφορά η προβλεπόμενη από τη σχεδιαζόμενη Συμφωνία επεξεργασία δεδομένων PNR. Απόκειται στα συμβαλλόμενα μέρη να εξαλείψουν την αμφισημία που απορρέει από τη διατύπωση του άρθρου 10, παράγραφος 1, της εν λόγω Συμφωνίας και να φροντίσουν ώστε ο έλεγχος του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη να ανατίθεται σε ανεξάρτητη αρχή ελέγχου, κατά την έννοια της παραγράφου 3 της τελευταίας αυτής διατάξεως.

317. Όσον αφορά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, το οποίο αναφέρεται στις διοικητικές προσφυγές, από τις εξηγήσεις της Επιτροπής προκύπτει ότι, με βάση τον καναδικό νόμο του 1985 σχετικά με την προστασία των προσωπικών πληροφοριών, ο Καναδός Επίτροπος για την προστασία της ιδιωτικής ζωής δεν είναι αρμόδιος να επιλαμβάνεται των αιτήσεων προσβάσεως, διορθώσεως και επισημειώσεως των δεδομένων PNR εκ μέρους προσώπων τα οποία δεν βρίσκονται στον Καναδά, δηλαδή των αιτήσεων που υποβάλλονται από τα πρόσωπα αυτά με βάση τα άρθρα 12 και 13 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.

318. Κατά τις εξηγήσεις που παρασχέθηκαν από την Επιτροπή, η διερεύνηση των αιτήσεων προσβάσεως, διορθώσεως ή επισημειώσεως καθώς και η απάντηση στις αιτήσεις αυτές οι οποίες υποβάλλονται από πρόσωπα μη ευρισκόμενα στον Καναδά, όπως συμβαίνει χωρίς αμφιβολία με τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών της Ένωσης, ανήκει στη Διεύθυνση προσφυγών της CBSA.

319. Στις παρατηρήσεις της καθώς επίσης και στις απαντήσεις της στα ερωτήματα του Δικαστηρίου, η Επιτροπή επισήμανε ότι ένα πρόσωπο του οποίου η αίτηση προσβάσεως στα δεδομένα PNR ή διορθώσεως ή επισημειώσεως των δεδομένων αυτών απορρίπτεται από τη Διεύθυνση προσφυγών της CBSA θα μπορούσε, διαμέσου εντολέως ευρισκόμενου στο καναδικό έδαφος, να υποβάλει καταγγελία ενώπιον του Καναδού Επιτρόπου για την προστασία της ιδιωτικής ζωής.

320. Ωστόσο, αυτή η δυνατότητα ασκήσεως διοικητικής προσφυγής ενώπιον του Καναδού Επιτρόπου για την προστασία της ιδιωτικής ζωής δεν μνημονεύεται στη σχεδιαζόμενη Συμφωνία ούτε προκύπτει από κάποια διάταξη του καναδικού δικαίου που έχει τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου. Η δυνατότητα αυτή, εφόσον υφίσταται πράγματι, πρέπει κατά την εκτίμησή μου να επισημαίνεται σαφώς στη σχεδιαζόμενη Συμφωνία, ούτως ώστε κάθε πρόσωπο να είναι σε θέση να γνωρίζει το περιεχόμενο των διαδικαστικών δικαιωμάτων που του αναγνωρίζει η εν λόγω πράξη. Αν αποδειχθεί εν τέλει ότι η δυνατότητα αυτή δεν υφίσταται, έχω τη γνώμη ότι ο Καναδός Επίτροπος για την προστασία της ιδιωτικής ζωής πρέπει να είναι σε θέση να αναλαμβάνει άμεσα το καθήκον απαντήσεως στις αιτήσεις προσβάσεως, διορθώσεως ή επισημειώσεως που υποβάλλονται από ιδιώτες μη ευρισκόμενους στον Καναδά. Πράγματι, αν δεν προβλεφθεί καμία από τις ανωτέρω λύσεις, τότε καμία ανεξάρτητη αρχή ελέγχου δεν θα είναι αρμόδια για την εξέταση τέτοιου είδους αιτήσεων, ενώ πρόκειται ακριβώς για αιτήσεις υποβαλλόμενες αποκλειστικά από πολίτες της Ένωσης αναφορικά με τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τους αφορούν. Το γεγονός ότι δεν αποκλείεται να προκύψει μια τέτοια περίπτωση σημαίνει, κατ’ εμέ, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν προέβησαν σε ισόρροπη στάθμιση των δύο σκοπών τους οποίους επιδιώκει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία.

321. Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 14, παράγραφος 1, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας πρέπει να διευκρινίζει σαφώς ότι οι αιτήσεις προσβάσεως, διορθώσεως και επισημειώσεως οι οποίες υποβάλλονται από επιβάτες που δεν βρίσκονται στο καναδικό έδαφος μπορούν να άγονται, είτε ευθέως είτε μέσω διοικητικής προσφυγής, ενώπιον ανεξάρτητης δημόσιας αρχής.

322. Αντίθετα, και για λόγους πληρότητας, φρονώ ότι δεν είναι βάσιμες οι αιτιάσεις του Κοινοβουλίου κατά τις οποίες το άρθρο 14, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας ενδέχεται να αντιβαίνει προς το άρθρο 47 του Χάρτη.

323. Ειδικότερα, το άρθρο 14, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προβλέπει ότι ο Καναδάς εγγυάται ότι κάθε πρόσωπο που πιστεύει ότι έχουν προσβληθεί τα δικαιώματά του με απόφαση ή πράξη σε σχέση με τα δεδομένα του PNR μπορεί να ζητήσει αποτελεσματική ένδικη προστασία, σύμφωνα με το καναδικό δίκαιο, με μέσα δικαστικού ελέγχου ή άλλο μέσο προστασίας, περιλαμβανομένης της αποζημιώσεως.

324. Όπως προέβαλε το Συμβούλιο, η διάταξη αυτή διασφαλίζει ότι οι ιδιώτες, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους, την κατοικία τους ή την παρουσία τους ή όχι στον Καναδά, έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματική δικαστική προστασία, κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη. Από το γεγονός ότι, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, η «αποτελεσματική ένδικη προστασία» μπορεί να συμπληρωθεί με αγωγή αποζημιώσεως συνάγεται ότι ο Καναδάς δεσμεύεται να διασφαλίσει ότι όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα θα μπορούν να ασκήσουν ένδικα βοηθήματα κατά τρόπο αποτελεσματικό.

325. Προσθέτω ότι από το άρθρο 14, παράγραφος 1, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προκύπτει ότι η αρχή η οποία απέρριψε αίτηση προσβάσεως, διορθώσεως ή επισημειώσεως οφείλει να ενημερώνει τον καταγγέλλοντα σχετικά με τα μέσα επιδιώξεως της δικαστικής αποκαταστάσεως που ορίζονται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, πράγμα το οποίο διασφαλίζει την επαρκή και εξατομικευμένη πληροφόρηση των πολιτών της Ένωσης.

326. Αντίθετα προς τα όσα υπονοεί το Κοινοβούλιο αναφερόμενο στη σκέψη 95 της αποφάσεως της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650), η περίπτωση αυτή δεν είναι συγκρίσιμη με την περίπτωση αναφορικά με την οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε, στην εν λόγω υπόθεση, προσβολή του ουσιαστικού περιεχομένου του θεμελιώδους δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Ειδικότερα, η εν λόγω υπόθεση αφορούσε τη νομοθεσία τρίτης χώρας, για την οποία η Επιτροπή είχε εκτιμήσει ότι αυτή διασφάλιζε επαρκές επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αλλά η οποία, με βάση τις πληροφορίες που ελήφθησαν μεταγενέστερα, δεν προέβλεπε κανένα ένδικο βοήθημα προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να έχει πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν ή να επιτύχει την τροποποίηση ή την κατάργηση τέτοιων δεδομένων.

327. Η σχεδιαζόμενη Συμφωνία, η οποία αποτελεί διεθνή δέσμευση για τον Καναδά, του επιβάλλει πράγματι να διασφαλίσει ότι τέτοια ένδικα βοηθήματα προβλέπονται και είναι αποτελεσματικά. Στο μέτρο αυτό, και λαμβανομένης υπόψη της προληπτικής φύσεως της διαδικασίας γνωμοδοτήσεως, η ανωτέρω διαπίστωση αρκεί, κατά τη γνώμη μου, ώστε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας είναι συμβατό με το άρθρο 47 του Χάρτη (119).

VIII – Πρόταση

328. Με βάση τα ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την εξής απάντηση στην αίτηση γνωμοδοτήσεως που υποβλήθηκε από το Κοινοβούλιο:

1)      Η πράξη του Συμβουλίου περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (PNR), η οποία υπεγράφη στις 25 Ιουνίου 2014, πρέπει να θεμελιωθεί στο άρθρο 16, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 218, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο v, ΣΛΕΕ.

2)      Η σχεδιαζόμενη Συμφωνία είναι συμβατή με το άρθρο 16 ΣΛΕΕ και με τα άρθρα 7, 8 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την προϋπόθεση:

–        να διατυπωθούν κατά τρόπο σαφή και ακριβή οι κατηγορίες δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (PNR) των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, και να εξαιρεθούν τα ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κατά την έννοια της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, από το πεδίο εφαρμογής της·

–        να απαριθμηθούν κατά τρόπο εξαντλητικό στην εν λόγω Συμφωνία ή σε παράρτημα αυτής οι αξιόποινες πράξεις που εμπίπτουν στον ορισμό του σοβαρού διεθνικού εγκλήματος, ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας·

–        η σχεδιαζόμενη Συμφωνία να καθορίσει κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή την αρχή που είναι επιφορτισμένη με την επεξεργασία των δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η προστασία και η ασφάλεια των δεδομένων αυτών·

–        η σχεδιαζόμενη Συμφωνία να εξειδικεύσει ρητώς τις αρχές και τους κανόνες που έχουν εφαρμογή τόσο στα προδιατυπωμένα σενάρια ή στα κριτήρια εκτιμήσεως όσο και στις βάσεις δεδομένων προς τα οποία αντιπαραβάλλονται τα δεδομένα από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών στο πλαίσιο της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας τους, ούτως ώστε να καθίσταται δυνατόν, σε μεγάλο βαθμό και κατά τρόπο που να μη δημιουργεί διακρίσεις, τα «εντοπιζόμενα» πρόσωπα να περιορίζονται στα πρόσωπα για τα οποία υφίσταται εύλογη υποψία συμμετοχής σε τρομοκρατική αξιόποινη πράξη ή σε πράξη σοβαρού διεθνικού εγκλήματος·

–        η σχεδιαζόμενη Συμφωνία να διευκρινίσει ότι μόνον οι υπάλληλοι της καναδικής αρμόδιας αρχής εξουσιοδοτούνται να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών και να προβλέψει αντικειμενικά κριτήρια για τον προσδιορισμό των υπαλλήλων αυτών·

–        η σχεδιαζόμενη Συμφωνία να εκθέσει, κατά τρόπο αιτιολογημένο, τους αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν την ανάγκη διατηρήσεως όλων των δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών για μέγιστη περίοδο πέντε ετών·

–        σε περίπτωση που η μέγιστη πενταετής διάρκεια διατηρήσεως των δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών θεωρηθεί αναγκαία, η σχεδιαζόμενη Συμφωνία να διασφαλίσει την μέσω της αποκρύψεως στοιχείων «αποπροσωποποίηση» όλων των δεδομένων PNR που μπορούν να καταστήσουν δυνατή την άμεση ταυτοποίηση επιβάτη αεροπορικών μεταφορών·

–        η σχεδιαζόμενη Συμφωνία να υπαγάγει στον ex ante έλεγχο ανεξάρτητης αρχής ή δικαστηρίου την εξέταση που διενεργεί η καναδική αρμόδια αρχή σχετικά με το επίπεδο προστασίας το οποίο παρέχουν άλλες καναδικές δημόσιες αρχές και οι αρχές τρίτων χωρών καθώς και την τυχόν απόφαση κοινοποιήσεως των δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών, κατά περίπτωση, στις εν λόγω αρχές·

–        για την πρόθεση διαβιβάσεως των δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών πολίτη κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε άλλη καναδική δημόσια αρχή ή σε δημόσια αρχή τρίτης χώρας να ενημερώνονται προηγουμένως οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους και/ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πριν από την πραγματοποίηση οποιασδήποτε διαβιβάσεως·

–        η σχεδιαζόμενη Συμφωνία να διασφαλίσει κατά τρόπο συστηματικό, βάσει σαφούς και ακριβούς κανόνα, τον έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των επιβατών των οποίων τα δεδομένα από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας, και

–        η σχεδιαζόμενη Συμφωνία να διευκρινίσει σαφώς ότι των αιτήσεων προσβάσεως, διορθώσεως και επισημειώσεως που υποβάλλονται από επιβάτες μη ευρισκόμενους στο καναδικό έδαφος επιλαμβάνεται, είτε ευθέως είτε μέσω διοικητικής προσφυγής, ανεξάρτητη δημόσια αρχή.

3)      Η σχεδιαζόμενη Συμφωνία δεν είναι συμβατή με τα άρθρα 7, 8 και το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο μέτρο που:

–        το άρθρο 3, παράγραφος 5, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας επιτρέπει, πέρα από το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο, τη διεύρυνση των δυνατοτήτων επεξεργασίας δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών, ανεξάρτητα από τον σκοπό προλήψεως και ανιχνεύσεως των τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων και των πράξεων σοβαρού διεθνικού εγκλήματος, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 3 της εν λόγω Συμφωνίας·

–        το άρθρο 8 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προβλέπει την επεξεργασία, τη χρήση και τη διατήρηση από τον Καναδά δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών τα οποία περιέχουν ευαίσθητα δεδομένα·

–        το άρθρο 12, παράγραφος 3, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας χορηγεί στον Καναδά, πέρα από το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο, το δικαίωμα να προβαίνει σε οποιαδήποτε δημοσιοποίηση στοιχείων με την επιφύλαξη των εύλογων νομικών απαιτήσεων και περιορισμών·

–        το άρθρο 16, παράγραφος 5, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας επιτρέπει στον Καναδά να διατηρεί δεδομένα από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών για μέγιστη περίοδο πέντε ετών, μεταξύ άλλων για κάθε ειδική ενέργεια, επανεξέταση, έρευνα ή δικαστική διαδικασία, χωρίς να απαιτείται οποιοσδήποτε σύνδεσμος με τον σκοπό προλήψεως και ανιχνεύσεως των τρομοκρατικών αξιόποινων πράξεων και των πράξεων σοβαρού διεθνικού εγκλήματος, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 3 της εν λόγω Συμφωνίας, και

–        το άρθρο 19 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας δέχεται τη δυνατότητα διαβιβάσεως δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών σε δημόσια αρχή τρίτης χώρας χωρίς η καναδική αρμόδια αρχή να έχει προηγουμένως βεβαιωθεί, υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, ότι η παραλήπτρια δημόσια αρχή της οικείας τρίτης χώρας δεν θα μπορεί μεταγενέστερα να διαβιβάσει η ίδια τα δεδομένα αυτά σε άλλη οντότητα, ενδεχομένως κάποιας άλλης τρίτης χώρας.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Πρόταση αποφάσεως του Συμβουλίου για τη σύναψη της Συμφωνίας μεταξύ του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών [COM(2013) 528 τελικό].


3      Βλ. απόφαση 2012/381/ΕΕ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, για τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Αυστραλίας για την επεξεργασία και τη διαβίβαση, από τους αερομεταφορείς, δεδομένων από τις καταστάσεις με τα ονόματα των επιβατών (PNR) προς την Υπηρεσία Τελωνείων και Προστασίας των Συνόρων της Αυστραλίας (ΕΕ 2012, L 186, σ. 3).


4      Βλ. απόφαση 2012/472/ΕΕ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2012, σχετικά με τη σύναψη της συμφωνίας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη χρήση και τη διαβίβαση των φακέλων ονομάτων επιβατών στο Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών (ΕΕ 2012, L 215, σ. 4).


5      Βλ. θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 14 Απριλίου 2016 ενόψει της έγκρισης οδηγίας (ΕΕ) 2016/... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων [EP‑PETC1-COD(2011)0023].


6      Βλ. σημεία 66 έως 135 των παρουσών προτάσεων. Σημειωτέον ότι, επίσης για πρώτη φορά, της αποφάνσεως του Δικαστηρίου θα προηγηθούν «προτάσεις», οι οποίες θα παρουσιαστούν και θα δημοσιευθούν πριν από την έκδοση της γνωμοδοτήσεως του Δικαστηρίου.


7      Βλ. απόφαση 2006/230/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2005, σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Κυβέρνησης του Καναδά για την επεξεργασία των δεδομένων API/PNR (ΕΕ 2006, L 82, σ. 14).


8      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31).


9      Απόφαση της Επιτροπής, της 6ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την επαρκή προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στο φάκελο PNR (Passenger Name Record) των επιβατών αεροπορικών μεταφορών ο οποίος διαβιβάζεται στο Γραφείο συνοριακών υπηρεσιών του Καναδά (Canada Border Services Agency) (ΕΕ 2006, L 91, σ. 49).


10      Με βάση το άρθρο της 7, η απόφαση 2006/253 έπαυσε να ισχύει μετά την πάροδο 3 ετών και 6 μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησής της. Θα μπορούσε να είχε παραταθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 31, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/46, πράγμα όμως που δεν συνέβη.


11      Βλ. άρθρο 5 της Συμφωνίας του 2006.


12      ΕΕ 2011, C 81 E, σ. 70.


13      Βλ. σημεία 7 και 9 του εν λόγω ψηφίσματος.


14      Αντίστοιχα, SEC(2010) 1082, SEC(2010) 1083 και SEC(2010) 1084.


15      Βλ., αντίστοιχα, υποσημειώσεις 3 και 4 των παρουσών προτάσεων.


16      Το πλήρες κείμενο της γνωμοδοτήσεως του ΕΕΠΔ στην αγγλική, γαλλική και γερμανική γλώσσα είναι διαθέσιμο στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: https://secure.edps.europa.eu/EDPSWEB/webdav/site/mySite/shared/Documents/Consultation/Opinions/2013/13-09-30_Canada_FR.pdf.


17      Μολονότι αυτό ουδόλως αμφισβητείται, διευκρινίζω, διά παν ενδεχόμενο, ότι αντικείμενο της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως είναι όντως μια «σχεδιαζόμενη συμφωνία», κατά την έννοια του άρθρου 218, παράγραφος 11, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η επίμαχη εν προκειμένω Συμφωνία, μολονότι είχε ήδη υπογραφεί από το Συμβούλιο κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως στο Δικαστήριο, δεν έχει ακόμα συναφθεί μέχρι σήμερα. Βλ., συναφώς, γνωμοδότηση 3/94, της 13ης Δεκεμβρίου 1995 (EU:C:1995:436, σκέψεις 18 και 19).


18      Βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδότηση 1/75, της 11ης Νοεμβρίου 1975 (EU:C:1975:145)· γνωμοδότηση 1/08, της 30ής Νοεμβρίου 2009 (EU:C:2009:739, σκέψεις 108 και 109), καθώς και γνωμοδότηση 1/13, της 14ης Οκτωβρίου 2014 (EU:C:2014:2303, σκέψη 43).


19      Διά παν ενδεχόμενο, και χωρίς αυτό να αμφισβητείται, προσθέτω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το γεγονός ότι κατά της πράξεως υπογραφής μιας συμφωνίας δεν ασκήθηκε προσφυγή ακυρώσεως δεν καθιστά απαράδεκτη την αίτηση γνωμοδοτήσεως με την οποία εγείρεται το ζήτημα του συμβατού της σχεδιαζόμενης συμφωνίας με το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης. Βλ., υπό την έννοια αυτή, γνωμοδότηση 2/00, της 6ης Δεκεμβρίου 2001 (EU:C:2001:664, σκέψη 11).


20      Βλ. γνωμοδότηση 2/00, της 6ης Δεκεμβρίου 2001 (EU:C:2001:664), και γνωμοδότηση 1/08, της 30ής Νοεμβρίου 2009 (EU:C:2009:739).


21      Γνωμοδότηση 2/00, της 6ης Δεκεμβρίου 2001 (EU:C:2001:664, σκέψη 5), και γνωμοδότηση 1/08, της 30ής Νοεμβρίου 2009 (EU:C:2009:739, σκέψη 110).


22      Βλ., υπό την έννοια αυτή, γνωμοδότηση 2/00, της 6ης Δεκεμβρίου 2001 (EU:C:2001:664, σκέψη 5), και γνωμοδότηση 1/08, της 30ής Νοεμβρίου 2009 (EU:C:2009:739, σκέψη 110).


23      Βλ., υπό την έννοια αυτή, γνωμοδότηση 2/00, της 6ης Δεκεμβρίου 2001 (EU:C:2001:664, σκέψη 6).


24      Βλ. γνωμοδότηση 1/75, της 11ης Νοεμβρίου 1975 (EU:C:1975:145, σ. 1362).


25      Βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2014, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑377/12, EU:C:2014:1903, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


26      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2008, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑155/07, EU:C:2008:605, σκέψη 36)· της 19ης Ιουλίου 2012, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑130/10, EU:C:2012:472, σκέψη 44)· της 24ης Ιουνίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑658/11, EU:C:2014:2025, σκέψη 43), και της 14ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑263/14, EU:C:2016:453, σκέψη 44). Σημειωτέον ότι, επ’ αυτού, η νομολογία του Δικαστηρίου δεν εμφανίζεται απολύτως ομοιόμορφη, καθώς ορισμένες αποφάσεις αρκούνται, μάλλον περιέργως, στη μνεία περί της επιδιώξεως πολλών σκοπών που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, χωρίς να αναφέρονται στις συνιστώσες της υπό εξέταση πράξεως. Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑338/01, EU:C:2004:253, σκέψη 56), και της 11ης Ιουνίου 2014, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑377/12, EU:C:2014:1903, σκέψη 34).


27      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2008, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑155/07, EU:C:2008:605, σκέψεις 76 έως 79), και της 19ης Ιουλίου 2012, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑130/10, EU:C:2012:472, σκέψεις 45 έως 49).


28      Η επιλεγείσα διαδικαστική νομική βάση, ήτοι το άρθρο 218, παράγραφος 6, στοιχείο αʹ, σημείο v, ΣΛΕΕ, σύμφωνα με το οποίο το Συμβούλιο δεν μπορεί να εκδώσει την απόφαση για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας χωρίς προηγούμενη έγκριση του Κοινοβουλίου όταν η συμφωνία αυτή καλύπτει «τομείς στους οποίους εφαρμόζεται η συνήθης νομοθετική διαδικασία», δεν αποτελεί αντικείμενο της αιτήσεως που υποβλήθηκε από το Κοινοβούλιο ούτε αντικείμενο αντιδικίας μεταξύ των μετεχόντων στη διαδικασία. Πράγματι, η διάταξη αυτή φαίνεται να συνιστά την προσήκουσα διαδικαστική νομική βάση της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.


29      Βλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑317/04 και C‑318/04, EU:C:2006:346, σκέψεις 57 έως 59).


30      ΕΕ 2011, L 288, σ. 1.


31      Απόφαση της 6ης Μαΐου 2014, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑43/12, EU:C:2014:298, σκέψη 42).


32      Κατά τη δεύτερη φράση του συγκεκριμένου άρθρου της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας «[έ]νας αερομεταφορέας που παρέχει δεδομένα PNR στον Καναδά βάσει της παρούσας συμφωνίας θεωρείται ότι συμμορφώνεται με τις νομικές απαιτήσεις της ΕΕ για τη διαβίβαση δεδομένων από την Ευρωπαϊκή Ένωση στον Καναδά».


33      Το άρθρο 20 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη «εξασφαλίζουν ότι οι αερομεταφορείς διαβιβάζουν δεδομένα PNR στην καναδική αρμόδια αρχή αποκλειστικά με βάση τη μέθοδο προώθησης» (η υπογράμμιση δική μου).


34      Το άρθρο 21, παράγραφος 1, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας ορίζει, σχετικά με τη συχνότητα των διαβιβάσεων δεδομένων PNR, ότι «[ο] Καναδάς εγγυάται ότι η καναδική αρμόδια αρχή απαιτεί από έναν αερομεταφορέα να διαβιβάζει τα δεδομένα PNR» (η υπογράμμιση δική μου).


35      Βλ. σημείο 21 των παρουσών προτάσεων.


36      Βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑263/14, EU:C:2015:729, σημείο 67).


37      Βλ. απόφαση της 6ης Μαΐου 2014, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑43/12, EU:C:2014:298, σκέψεις 48 και 49).


38      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑317/04 και C‑318/04, EU:C:2006:346, σκέψη 56).


39      Το άρθρο 23, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας επιβεβαιώνει τη σημασία που αποδίδεται στην ασφάλεια των πολιτών της Ένωσης, τονίζοντας ότι τα συμβαλλόμενα μέρη συνεργάζονται για να επιδιώξουν τη συνεκτικότητα των αντίστοιχων καθεστώτων τους επεξεργασίας δεδομένων PNR, κατά τρόπο «που να αυξάνει την ασφάλεια των πολιτών του Καναδά [και] της ΕΕ».


40      Βλ. υπό την έννοια αυτή, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 30ής Μαΐου 2006, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑317/04 και C‑318/04, EU:C:2006:346, σκέψη 59).


41      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Ιρλανδία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑301/06, EU:C:2009:68, σκέψη 83).


42      Η υπογράμμιση δική μου.


43      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως 2012/381 και της αποφάσεως 2012/472, οι οποίες μνημονεύθηκαν, αντίστοιχα, στις υποσημειώσεις 3 και 4 των παρουσών προτάσεων.


44      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 2006, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑94/03, EU:C:2006:2, σκέψη 50)· της 24ης Ιουνίου 2014, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑658/11, EU:C:2014:2025, σκέψη 48), και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (C‑81/13, EU:C:2014:2449, σκέψη 36).


45      ΕΕ 2008, L 350, σ. 60.


46      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ph. Léger στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑317/04 και C‑318/04, EU:C:2005:710, σημείο 160).


47      Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψεις 28 και 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


48      Βλ. παρατιθέμενη στην υποσημείωση 27 των παρουσών προτάσεων νομολογία.


49      Ειδικότερα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, και απαντώντας σε μια σειρά ερωτημάτων του Δικαστηρίου, ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου δέχτηκε ότι τα τρία αυτά κράτη μέλη δεν μπορούν να ψηφίσουν επί της εκδόσεως πράξεως που δεν τα δεσμεύει. Εξάλλου, είμαι της γνώμης ότι είναι ασυνεπές εκ μέρους του εν λόγω θεσμικού οργάνου να υποστηρίζει, όπως εξέθεσα ανωτέρω, το απαράδεκτο του δεύτερου ερωτήματος της αιτήσεως γνωμοδοτήσεως για τον λόγο ότι η επιλογή του άρθρου 16 ΣΛΕΕ ως ουσιαστικής νομικής βάσεως της πράξεως περί συνάψεως της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας ουδόλως ασκεί επιρροή, καθώς η διαδικασία θεσπίσεως των μέτρων που θεμελιώνονται στη διάταξη αυτή είναι ίδια με τις διαδικασίες που προβλέπονται, αντίστοιχα, από το άρθρο 82, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 87, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, ενώ, όσον αφορά την εξέταση της ουσίας του ερωτήματος αυτού, να υποστηρίζει την ασυμβατότητα των ίδιων διαδικασιών.


50      Βλ. αποφάσεις της 22ας Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑137/12, EU:C:2013:675, σκέψη 73), και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (C‑81/13, EU:C:2014:2449, σκέψη 37).


51      Βλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου (C‑130/10, EU:C:2012:472, σκέψη 80).


52      Για το τελευταίο αυτό άρθρο, βλ. υποσημείωση 28 των παρουσών προτάσεων.


53      Συναφώς, το Κοινοβούλιο προβαίνει σε παραλληλισμό με την προσέγγιση που έγινε δεκτή στην απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 37).


54      ΕΔΔΑ, 1 Ιουλίου 2008, Liberty κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2008:0701JUD005824300, σημείο 63).


55      Οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται, αντίστοιχα, από την Ιρλανδία και από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στις απαντήσεις τους στα γραπτά ερωτήματα του Δικαστηρίου.


56      Ομοίως, προκειμένου να εξακριβωθεί ο βαθμός ανεξαρτησίας της «εποπτεύουσας αρχής» την οποία καθιερώνει η σχεδιαζόμενη Συμφωνία, πρέπει να ληφθεί υπόψη η καναδική νομοθεσία. Βλ. σημεία 311 έως 316 των παρουσών προτάσεων.


57      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΣΕΕ, ο Χάρτης έχει «το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες».


58      Βλ., για το συγκεκριμένο κριτήριο εφαρμογής των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert (C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψη 52)· της 24ης Νοεμβρίου 2011, Asociación Nacional de Establecimientos Financieros de Crédito (C‑468/10 και C‑469/10, EU:C:2011:777, σκέψη 42), καθώς και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Schwarz (C‑291/12, EU:C:2013:670, σκέψη 26).


59      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert (C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψη 47), καθώς και της 24ης Νοεμβρίου 2011, Asociación Nacional de Establecimientos Financieros de Crédito (C‑468/10 και C‑469/10, EU:C:2011:777, σκέψη 41).


60      Κατά τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη «αντιστοιχούν» στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ενώ το άρθρο 8 του Χάρτη «βασίζεται» τόσο στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ όσο και στη Σύμβαση (αριθ. 108) του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των προσώπων έναντι της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, της 28ης Ιανουαρίου 1981, η οποία έχει κυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη.


61      Απόφαση της 20ής Μαΐου 2003, Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (C‑465/00, C‑138/01 και C‑139/01, EU:C:2003:294, σκέψη 74).


62      Απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψεις 34 και 35).


63      Απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψεις 29 και 36).


64      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (C‑402/05 P και C‑415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψεις 284 και 285).


65      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2003, Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (C‑465/00, C‑138/01 και C‑139/01, EU:C:2003:294, σκέψη 75)· της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 33), καθώς και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 87).


66      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 20ής Μαϊου 2003, Österreichischer Rundfunk κ.λπ. (C‑465/00, C‑138/01 και C‑139/01, EU:C:2003:294, σκέψη 75)· της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 33), καθώς και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 87).


67      Κατά τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν στο Δικαστήριο, 28 εκατομμύρια επιβάτες χρησιμοποίησαν, μεταξύ του Απριλίου 2014 και του Μαρτίου 2015, αεροπορικές συνδέσεις μεταξύ του Καναδά και της Ένωσης.


68      Σημειωτέον ότι, στην απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 37), το Δικαστήριο έκρινε ότι η εντύπωση ή η αίσθηση την οποία δημιουργεί στο οικείο κοινό κανονιστική ρύθμιση σχετικά με την επεξεργασία και τη διατήρηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα έχουν κάποια σημασία στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της βαρύτητας της επεμβάσεως στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη.


69      Όπως επισημάνθηκε, το άρθρο 11, παράγραφος 1, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας αναφέρεται μόνο σε πληροφορίες που αναρτώνται στον ιστότοπο της καναδικής αρμόδιας αρχής, ενώ η παράγραφός του 2 μνημονεύει μία σχετικά αόριστη υποχρέωση περί συνεργασίας για την προάσπιση της διαφάνειας, κατά προτίμηση κατά τον χρόνο των κρατήσεων, η οποία συνίσταται στην ενημέρωση των επιβατών, μεταξύ άλλων, σχετικά με τους λόγους για τη συλλογή και τη χρήση των δεδομένων PNR.


70      Βλ., μεταξύ άλλων, ΕΔΔΑ, 24 Απριλίου 1990, Kruslin κατά Γαλλίας (CE:ECHR:1990:0424JUD001180185, σημείο 27), καθώς και ΕΔΔΑ, 1η Ιουλίου 2008, Liberty κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2008:0701JUD005824300, σημείο 59).


71      Βλ. ΕΔΔΑ, 1η Δεκεμβρίου 2015, Brito Ferrinho Bexiga Villa-Nova κατά Πορτογαλίας (CE:ECHR:2015:1201JUD006943610, σημείο 47).


72      Βλ. ΕΔΔΑ, 2 Αυγούστου 1984, Malone κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:0802JUD000869179, σημείο 66).


73      Βλ. ΕΔΔΑ, 6 Ιουλίου 2010, Neulinger και Shuruk κατά Ελβετίας (CE:ECHR:2010:0706JUD004161507, σημείο 99), καθώς και ΕΔΔΑ, 12 Ιουνίου 2014, Fernández Martínez κατά Ισπανίας (CE:ECHR:2014:0612JUD005603007, σημείο 118).


74      Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert (C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψη 66).


75      Απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Schwarz (C‑291/12, EU:C:2013:670, σκέψη 35).


76      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 2008, Intertanko κ.λπ. (C‑308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 42), καθώς και της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht (C‑401/12 P έως C 403/12 P, EU:C:2015:4, σκέψη 52).


77      Βλ., μεταξύ άλλων, υπό την έννοια αυτή, ΕΔΔΑ, 12 Ιουνίου 2014, Fernández Martínez κατά Ισπανίας (CE:ECHR:2014:0612JUD005603007, σημείο 117 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


78      Βλ., εν γένει, τις αναπτύξεις που περιλαμβάνονται στα σημεία 217 έως 320 των παρουσών προτάσεων.


79      Βλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 42).


80      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert (C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψη 74), καθώς και της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 46).


81      Βλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 48).


82      Βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 78).


83      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 49).


84      Κατά τους μετέχοντες στη διαδικασία, αεροπορικές συνδέσεις μεταξύ της Δανίας και του Καναδά πραγματοποιεί μόνον η Air Canada.


85      Το Βασίλειο της Δανίας, δεδομένου ότι δεν μετέχει στη σχεδιαζόμενη Συμφωνία, πρέπει συνεπώς να θεωρείται ως τρίτη χώρα για τους σκοπούς της Συμφωνίας αυτής, ενώ οι σχέσεις συνεργασίας μεταξύ της καναδικής αρμόδιας αρχής και των αρχών της χώρας αυτής διέπονται από το άρθρο 19 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας.


86      Βλ. υπό την έννοια αυτή, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert (C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψη 77).


87      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 54), καθώς και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 91).


88      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2010, Volker und Markus Schecke και Eifert (C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψη 86), καθώς και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Schwarz (C‑291/12, EU:C:2013:670, σκέψη 46).


89      Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Schwarz (C‑291/12, EU:C:2013:670, σκέψη 53).


90      Βλ. έγγραφο 9944, το οποίο εγκρίθηκε από την Γενικό Γραμματέα της ΔΟΠΑ και δημοσιεύθηκε υπό την εξουσία του. Η απόδοση του εγγράφου αυτού στην αγγλική γλώσσα είναι διαθέσιμη στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: www.iata.org/iata/passenger-data-toolkit/assets/doc_library/04-pnr/New Doc 9944 1st Edition PNR.pdf.


91      Βλ., συναφώς, σημείο 3.8 των Guidelines on Advance Passenger Information (API) που καταρτίστηκαν το 2010 υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Τελωνείων, της Διεθνούς Ένωσης Αερομεταφορών και της ΔΟΠΑ, προσβάσιμων στην ακόλουθη διεύθυνση: http://www.icao.int/Security/FAL/Documents/2010 %20API%20Guidelines%20Final%20Version.ICAO.2011 %20full%20x2.pdf. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η συλλογή των API διέπεται από την οδηγία 2004/82/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την υποχρέωση των μεταφορέων να κοινοποιούν τα στοιχεία των επιβατών (ΕΕ 2004, L 261, σ. 24).


92      Βλ., μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην ιστοσελίδα του καναδικού Υπουργείου Ιθαγένειας και Μεταναστεύσεως (Citizenship and Immigration Canada): www.cic.gc.ca/francais/visiter/demande-qui.asp


93      ΕΕ 2006, L 105, σ. 54.


94      Βλ. σημείο 236 των παρουσών προτάσεων.


95      Αυτές τις δύο τελευταίες διατάξεις θα τις εξετάσω διεξοδικότερα κατωτέρω. Βλ., αντίστοιχα, σημεία 292 έως 294 και σημεία 274 έως 290 των παρουσών προτάσεων.


96      Βλ., σχετικά με το άρθρο 18 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, σημεία 295 έως 304 των παρουσών προτάσεων.


97      Στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ δέχεται το κριτήριο της υπάρξεως «εύλογης υποψίας» η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την παρακολούθηση των ιδιωτικών επικοινωνιών των προσώπων για λόγους περιφρουρήσεως της δημόσιας ασφάλειας. Βλ., συναφώς, ΕΔΔΑ, 4 Δεκεμβρίου 2015, Zakharov κατά Ρωσίας (CE:ECHR:2015:1204JUD004714306, σημείο 260).


98      Βλ., σχετικά με την αρχή αυτή, σημεία 311 έως 313 των παρουσών προτάσεων.


99      Βλ., σχετικά με την αρχή αυτή, σημεία 311 έως 313 των παρουσών προτάσεων.


100      Βλ. ΕΔΔΑ, 12 Ιανουαρίου 2016, Szabó και Vissy κατά Ουγγαρίας (CE:ECHR:2016:0112JUD003713814, σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


101      Βλ. σημεία 306 έως 321 των παρουσών προτάσεων.


102      Απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 68).


103      Απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψεις 62 έως 64).


104      Βλ. σημεία 306 έως 316 των παρουσών προτάσεων.


105      Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι το άρθρο 16, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προβλέπει ότι η διατήρηση μπορεί να παραταθεί για «πρόσθετο διάστημα δύο ετών, μόνο για να διασφαλιστεί η λογοδοσία της δημόσιας διοίκησης ή η εποπτεία σε αυτήν, ώστε να είναι δυνατό να κοινοποιηθούν στον επιβάτη, σε περίπτωση που αυτός το ζητήσει». Η παράταση αυτή της διάρκειας διατηρήσεως, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο παρατηρήσεων εκ μέρους των μετεχόντων στη διαδικασία, δεν φαίνεται, αυτή καθεαυτή, να εγείρει ιδιαίτερα προβλήματα, δεδομένου ότι αποσκοπεί αποκλειστικά στην προστασία των δικαιωμάτων του επιβάτη τον οποίο αφορά η επεξεργασία των δεδομένων PNR.


106      Βλ. σημείο 224 των παρουσών προτάσεων.


107      Δηλαδή, αντίστοιχα, τα «άλλα ονόματα στα PNR, περιλαμβανομένου του αριθμού ταξιδιωτών στα PNR», «κάθε διαθέσιμο στοιχείο επικοινωνίας (και πληροφορίες για τον εντολέα)», «γενικές παρατηρήσεις, περιλαμβανομένων των άλλων συμπληρωματικών πληροφοριών (OSI), ειδικών υπηρεσιακών πληροφοριών (SSI) και πληροφοριών από αιτήσεις ειδικών υπηρεσιών (SSR), εφόσον αυτές περιέχουν στοιχεία ικανά για την ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου» και «όλες οι εκ των προτέρων πληροφορίες για επιβάτες (ΑΡΙ) που συλλέγονται για τους σκοπούς κρατήσεων, εφόσον αυτές περιέχουν στοιχεία ικανά για την ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου».


108      Βλ. σημείο 267 των παρουσών προτάσεων.


109      Βλ. σημεία 306 έως 316 των παρουσών προτάσεων.


110      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 73).


111      Βλ., αντίστοιχα, άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, και άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως δʹ, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Από το άρθρο 18, παράγραφος 2, και από το άρθρο 19, παράγραφος 3, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας προκύπτει ότι οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις αυτές διασφαλίσεις έχουν εφαρμογή και κατά τη διαβίβαση αναλυτικών πληροφοριών που περιλαμβάνουν δεδομένα PNR.


112      Βλ., κατ’ αναλογίαν, ΕΔΔΑ, 12 Ιανουαρίου 2016, Szabó και Vissy κατά Ουγγαρίας, (CE:ECHR:2016:0112JUD003713814, σκέψη 77).


113      Για κάθε περίπτωση, επισημαίνω ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, της Συμφωνίας PNR που συνήφθη με την Αυστραλία ορίζει ότι διαβίβαση, κατά περίπτωση, δεδομένων PNR προς αρχή τρίτης χώρας μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον εφόσον η αυστραλιανή υπηρεσία τελωνείων και προστασίας των συνόρων έχει βεβαιωθεί ότι η παραλήπτρια αρχή δέχτηκε να μην προβεί σε μεταγενέστερη διαβίβαση των δεδομένων PNR.


114      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2012, Επιτροπή κατά Αυστρίας (C‑614/10, EU:C:2012:631, σκέψεις 36 και 37)· της 8ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (C‑288/12, Συλλογή, EU:C:2014:237, σκέψεις 47 και 48), καθώς και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 68).


115      Κατά το άρθρο 30, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας, η επιστολή αυτή αποτελεί την κοινοποίηση διά της διπλωματικής οδού των δύο αρχών του άρθρου 10 και του άρθρου 14, παράγραφος 1, της εν λόγω Συμφωνίας.


116      L.R.C., 1985, κεφ. P‑21. Η ενοποιημένη απόδοση του νόμου αυτού, ενημερωμένη έως τις 16 Μαρτίου 2016, είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του καναδικού Υπουργείου Δικαιοσύνης: http://lois-laws.justice.gc.ca.


117      Στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ επιμένει στην ανεξαρτησία της οποίας πρέπει να απολαύει η ελεγκτική αρχή έναντι της εκτελεστικής εξουσίας. Βλ., σχετικά με τον έλεγχο των παρακολουθήσεων των ιδιωτικών επικοινωνιών, ΕΔΔΑ, 4 Δεκεμβρίου 2015, Zakharov κατά Ρωσίας, (CE:ECHR:2015:1204JUD004714306, σημεία 278 και 279).


118      Ειδικότερα, από τις διατάξεις του νόμου σχετικά με την Canada Border Services Agency (L.C 2005, κεφ. 38) προκύπτει ότι ο υπουργός έχει την ευθύνη της CBSA (άρθρο 6, παράγραφος 1), ότι ο πρόεδρος της CBSA είναι επιφορτισμένος με τη διοίκησή της «υπό την καθοδήγηση του υπουργού» (άρθρο 8, παράγραφος 1) και ότι η CBSA ασκεί τις νόμιμες αρμοδιότητές της σχετικά με τη συνοριακή νομοθεσία «υπό την επιφύλαξη των ενδεχόμενων οδηγιών του υπουργού» (άρθρο 12, παράγραφος 1). Καμία διάταξη του εν λόγω νόμου δεν μνημονεύει τη Διεύθυνση προσφυγών της CBSA ούτε, a fortiori, της απονέμει ειδικό καθεστώς στους κόλπους της CBSA. Το κείμενο του νόμου, ενημερωμένο έως τις 16 Μαρτίου 2016, είναι προσβάσιμο στην ιστοσελίδα του καναδικού Υπουργείου Δικαιοσύνης: http://lois laws.justice.gc.ca


119      Προσθέτω ότι, από τη στιγμή που θα συναφθεί η σχεδιαζόμενη Συμφωνία, το άρθρο της 26 προβλέπει την από κοινού επανεξέταση της εκτελέσεώς της ένα έτος μετά τη θέση της σε ισχύ και, στη συνέχεια, σε τακτά διαστήματα, και σε κάθε περίπτωση τέσσερα έτη μετά την έναρξη ισχύος της. Επομένως, αν η εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 2, της Συμφωνίας δημιουργήσει δυσκολίες, αυτές μπορούν να αξιολογηθούν από τα συμβαλλόμενα μέρη και, ενδεχομένως, να διευθετηθούν με βάση το άρθρο 25, παράγραφος 1, της Συμφωνίας αυτής ή, ειδάλλως, μπορούν να οδηγήσουν την Ένωση στην αναστολή της εφαρμογής της εν λόγω Συμφωνίας, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 25, παράγραφος 2, της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας. Εξάλλου, άπαξ και η σχεδιαζόμενη Συμφωνία εισαχθεί στην έννομη τάξη της Ένωσης, έχω τη γνώμη ότι καμία από τις ανωτέρω διαδικασίες δεν θίγει τη δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου κράτους μέλους, το οποίο τυχόν θα επιληφθεί διαφοράς σχετικής με την εφαρμογή της Συμφωνίας αυτής, να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με το κύρος της αποφάσεως περί συνάψεως της εν λόγω Συμφωνίας, βάσει του άρθρου 5 της σχεδιαζόμενης Συμφωνίας και των τυχόν μεταγενέστερων της εν λόγω αποφάσεως περιστάσεων, κατ’ αναλογίαν προς τα όσα δέχτηκε το Δικαστήριο στη σκέψη 77 της αποφάσεως της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems (C‑362/14, EU:C:2015:650), σχετικά με την εξέταση του κύρους αποφάσεως της Επιτροπής περί της υπάρξεως επαρκούς επιπέδου προστασίας. Το ζήτημα ποια επιρροή θα ασκούσε η γνωμοδότηση την οποία θα εκδώσει το Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση επί της απαντήσεως που θα έπρεπε να δοθεί σε μια τέτοια προδικαστική παραπομπή περί κύρους υπερβαίνει το πλαίσιο των παρουσών προτάσεων.