Language of document : ECLI:EU:T:2015:498

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 15ης Ιουλίου 2015 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά του προεντεταμένου χάλυβα — Καθορισμός των τιμών, κατανομή της αγοράς και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών εμπορικής φύσεως — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ — Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία»

Στην υπόθεση T‑398/10,

Fapricela — Indústria de Trefilaria, SA, με έδρα το Ançã (Πορτογαλία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους M. Gorjão‑Henriques και S. Roux, δικηγόρους, στη συνέχεια, από τους T. Guerreiro, R. Lopes και S. Alberto, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον F. Castillo de la Torre, την P. Costa de Oliveira και τον V. Bottka, επικουρούμενους από τον M. Marques Mendes, δικηγόρο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως και μεταρρυθμίσεως της αποφάσεως C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38344 — Προεντεταμένος χάλυβας), η οποία τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2010) 6676 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, και με την απόφαση C(2011) 2269 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2011,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Frimodt Nielsen (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και A. M. Collins, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Οκτωβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλειπόμενα]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

56      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Σεπτεμβρίου 2010, η Fapricela άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

57      Με χωριστό έγγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου αυθημερόν, η προσφεύγουσα κατέθεσε αίτηση αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με τη διάταξη της 15ης Ιουλίου 2011, Fapricela κατά Επιτροπής (T‑398/10 R, EU:T:2011:395), και με επιφύλαξη ως προς τα δικαστικά έξοδα. Η προσφεύγουσα άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής, η οποία απορρίφθηκε με τη διάταξη της 20ής Απριλίου 2012, Fapricela κατά Επιτροπής [C‑507/11 P(R), EU:C:2012:231].

58      Με έγγραφο της 12ης Δεκεμβρίου 2010, η Fapricela τροποποίησε τους λόγους ακυρώσεως και τα αιτήματά της μετά την έκδοση της πρώτης τροποποιητικής αποφάσεως και υπέβαλε τροποποιημένο δικόγραφο προσφυγής.

59      Με απόφαση της 6ης Ιουνίου 2011, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει τη δεύτερη τροποποιητική απόφαση. Η Επιτροπή συμμορφώθηκε προς το αίτημα αυτό στις 17 Ιουνίου 2011.

60      Μετά την έκδοση της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως, η Fapricela τροποποίησε εκ νέου τους λόγους ακυρώσεως και τα αιτήματά της με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 29 Ιουλίου 2011.

61      Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2011, με την υποβολή, από την Επιτροπή, του υπομνήματος ανταπαντήσεως στη γλώσσα διαδικασίας.

62      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Σεπτεμβρίου 2013, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση στις 3 Οκτωβρίου 2013.

63      Η προκαταρκτική έκθεση που προβλέπεται από το άρθρο 52, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991 κοινοποιήθηκε στο έκτο τμήμα στις 7 Φεβρουαρίου 2014.

64      Στις 14 Μαρτίου 2014, η προσφεύγουσα απέστειλε στο Γενικό Δικαστήριο έγγραφο σχετικό με την προκαταβολή μέρους του επιβληθέντος από την Επιτροπή προστίμου και με τη διενέργεια συζητήσεων για ένα σχέδιο εξυγιάνσεως.

65      Στις 9 Απριλίου 2014, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το Γενικό Δικαστήριο υπέβαλε στην προσφεύγουσα και στην Επιτροπή δεκαέξι γραπτές ερωτήσεις.

66      Με έγγραφα της 8ης Μαΐου και της 2ας Ιουνίου 2014, αντιστοίχως, η Επιτροπή και η προσφεύγουσα απάντησαν στις εν λόγω ερωτήσεις.

67      Στις 14 Μαΐου 2014, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

68      Η Fapricela ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τα άρθρα 1, 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που την αφορούν·

–        επικουρικώς, να μειώσει ουσιωδώς το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

69      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τη Fapricela στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

70      Προς στήριξη τις προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως.

71      Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, παραβίαση των αρχών της προσωπικής ευθύνης, της εξατομικεύσεως των ποινών, του τεκμηρίου αθωότητας, της ισότητας των όπλων και της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και έλλειψη αιτιολογήσεως. Η Fapricela υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν μετείχε στην ομάδα Ευρώπης, ότι δεν γνώριζε την ύπαρξή της (πρώτο σκέλος) και ότι, συνεπώς, εσφαλμένως η Επιτροπή έκρινε ότι είχε λάβει μέρος σε ενιαία και διαρκή παράβαση όπως ορίζει η προσβαλλόμενη απόφαση (δεύτερο σκέλος). Προβάλλει, επίσης, ότι εσφαλμένως η Επιτροπή δέχτηκε τη συμμετοχή της στη σχετική με το συρματόσχοινο συμφωνία (τρίτο σκέλος).

72      Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών. Η Fapricela προβάλλει κατ’ ουσίαν, αφενός, διαρθρωτική πλημμέλεια των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, έχουσα ως αποτέλεσμα την επιβολή βαρύτερων προστίμων στις μικρές επιχειρήσεις διά της εφαρμογής του ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών και, αφετέρου, ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, βάσει της αναλογικότητας και πέραν του ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών, μια σειρά παραγόντων που θα έπρεπε να επιφέρουν μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε.

73      Ο τρίτος λόγος στηρίζεται σε εσφαλμένο υπολογισμό της διάρκειας συμμετοχής της Fapricela στην ομάδα Ισπανίας, καθόσον η Επιτροπή έλαβε, κατά την άποψή της, εσφαλμένως υπόψη την περίοδο μεταξύ Οκτωβρίου του 2000 και Μαρτίου του 2001 κατά τη διάρκεια της οποίας είχε αποχωρήσει από τη σύμπραξη.

74      Ο τέταρτος λόγος αντλείται από παράβαση των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, στο μέτρο που η Επιτροπή εσφαλμένως δεν μείωσε το ποσό του προστίμου βάσει της ικανότητας καταβολής.

75      Στο πλαίσιο τροποποιήσεως των λόγων ακυρώσεως και των αιτημάτων της κατόπιν εκδόσεως της πρώτης και ακολούθως της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως, η Fapricela προέβαλε, διαδοχικώς, δύο συμπληρωματικούς λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, αφενός, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, παράβαση ουσιώδους τύπου και έλλειψη αιτιολογίας, αφετέρου δε από παράβαση του άρθρου 6 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

76      Κατά την προφορική διαδικασία, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από τον δεύτερο συμπληρωματικό λόγο ακυρώσεως.

77      Τέλος, κατά την προφορική διαδικασία, η προσφεύγουσα προέβαλε έναν νέο λόγο και υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας, διότι δεν της κοινοποίησε την πρώτη τροποποιητική απόφαση, με την οποία τροποποίησε την αρχική απόφαση όσον αφορά την αξία των πωλήσεων που είχε λάβει υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου.

78      Πρέπει να εξεταστούν διαδοχικώς ο λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε κατά την προφορική διαδικασία και στηρίζεται στην προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Fapricela (κοινοποίηση της πρώτης τροποποιητικής αποφάσεως), τα δύο πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως (γνώση της ομάδας Ευρώπης καθώς και ενιαία και διαρκής παράβαση), ο τρίτος λόγος ακυρώσεως (αποστασιοποίηση έναντι της ομάδας Ισπανίας από τον Οκτώβριο του 2000 έως τις 9 Απριλίου 2001), το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως (μη συμμετοχή στη σύμπραξη για το συρματόσχοινο στο πλαίσιο της ομάδας Ισπανίας), ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως (δυσαναλογία μεταξύ προστίμου και σοβαρότητας της παραβάσεως που καταλογίστηκε στην προσφεύγουσα), ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως (η προσφεύγουσα δεν είχε την ικανότητα καταβολής προστίμου) και, τέλος, ο πρώτος συμπληρωματικός λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε με την τροποποίηση των λόγων ακυρώσεως και των αιτημάτων της.

 I – Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος προβλήθηκε κατά την προφορική διαδικασία και αντλείται από προσβολή εκ μέρους της Επιτροπής των δικαιωμάτων άμυνας λόγω μη κοινοποιήσεως στην προσφεύγουσα της πρώτης τροποποιητικής αποφάσεως

79      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματά της άμυνας, τόσο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας όσο και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν της κοινοποίησε την πρώτη τροποποιητική απόφαση, με την οποία τροποποίησε την αρχική απόφαση όσον αφορά την αξία των πωλήσεων που είχε λάβει υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου.

80      Με την επιφύλαξη του γεγονότος ότι το ύψος της αξίας των πωλήσεων κοινοποιήθηκε από την προσφεύγουσα στην Επιτροπή κατόπιν αιτήματος της δεύτερης στις 16 Ιουνίου 2009 (βλ. παράρτημα B1 του υπομνήματος απαντήσεως), γεγονός το οποίο, άλλωστε, παραδέχθηκε η προσφεύγουσα κατά την προφορική διαδικασία, πρέπει να επισημανθεί, αφενός, ότι η πρώτη τροποποιητική απόφαση περιλαμβάνεται στο παράρτημα του υπομνήματος τροποποιήσεως των λόγων ακυρώσεως και αιτημάτων που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 12 Δεκεμβρίου 2010 και, αφετέρου, ότι το έγγραφο της 29ης Οκτωβρίου 2010, με το οποίο η Επιτροπή κοινοποίησε την εν λόγω απόφαση στην προσφεύγουσα, περιλαμβάνεται επίσης στο παράρτημα του ανωτέρω υπομνήματος.

81      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η πρώτη τροποποιητική απόφαση της κοινοποιήθηκε όντως και η προσφεύγουσα άσκησε τα δικαιώματά της άμυνας τροποποιώντας τους λόγους ακυρώσεως και τα αιτήματά της κατόπιν της εν λόγω κοινοποιήσεως.

82      Συνεπώς, ο λόγος αυτός, ο οποίος προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά την προφορική διαδικασία, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος χωρίς να απαιτείται να κριθεί αν είναι παραδεκτός.

 II – Επί των δύο πρώτων σκελών του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, παραβίαση των αρχών της προσωπικής ευθύνης, της εξατομικεύσεως των ποινών, του τεκμηρίου αθωότητας, της ισότητας των όπλων και της ίσης μεταχειρίσεως καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και έλλειψη αιτιολογίας

 A —      Υπόμνηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

83      Κατά την αιτιολογική σκέψη 659 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«Η Fapricela παρίστατο επίσης στη συνάντηση της Μαδρίτης της 17ης Μαΐου 2001 (βλ. παράρτημα 4). Ειδικότερα, αναφερόμενη στη συνάντηση της 6ης Ιουλίου 2001 (πρόκειται πιθανότατα για τη συνάντηση της 17ης Μαΐου 2001), υποστηρίζει ότι σαφώς δεν γίνεται καμία σύγκριση με την ομάδα Ιταλίας. Εντούτοις, η Επιτροπή επισημαίνει ότι από τις σημειώσεις της συναντήσεως αυτής που φέρουν την ίδια ημερομηνία προκύπτει σαφώς ότι “το αντικείμενο της συναντήσεως αυτής ήταν, για τις ισπανικές και πορτογαλικές επιχειρήσεις παραγωγής, να εξηγήσουν στην Tréfileurope ότι η ιβηρική συμφωνία τους για τον APC λειτουργούσε τέλεια (όπως στην Ιταλία: πελατολόγια, ποσότητες ανά πελάτη και συνολικές ποσότητες)”.»

84      Η Επιτροπή συνήγαγε εκ των ανωτέρω ότι η Fapricela πληροφορήθηκε για πρώτη φορά την ύπαρξη της ομάδας Ευρώπης στη συνάντηση της 17ης Μαΐου 2001 (αιτιολογική σκέψη 660 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

85      Η εν λόγω μεταγενέστερη γνώση της ομάδας Ευρώπης ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή για τον καθορισμό του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων στο οποίο στηρίχθηκε προκειμένου να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 949 και 953 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 B —      Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 1. Υπόμνηση των αρχών περί του βάρους και του τρόπου αποδείξεως καθώς και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

86      Κατά πάγια νομολογία περί του βάρους αποδείξεως, αφενός, απόκειται στον διάδικο ή στην αρχή που προβάλλει παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού να προσκομίσει τις σχετικές αποδείξεις αποδεικνύοντας, επαρκώς από νομικής απόψεως, τα στοιχειοθετούντα την παράβαση πραγματικά περιστατικά και, αφετέρου, απόκειται στην επιχείρηση που προβάλλει αμυντικό ισχυρισμό κατά της διαπιστώσεως παραβάσεως να προσκομίσει την απόδειξη ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού του αμυντικού ισχυρισμού ώστε να υποχρεωθεί η εν λόγω αρχή να αναζητήσει άλλα αποδεικτικά στοιχεία (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2006, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, T‑120/04, Συλλογή, EU:T:2006:350, σκέψη 50· βλ., επίσης, συναφώς, αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, C‑185/95 P, Συλλογή, EU:C:1998:608, σκέψη 58, και της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Συλλογή, EU:C:2004:6, σκέψη 78). Η διάρκεια της παραβάσεως αποτελεί εγγενές στοιχείο της κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ παραβάσεως, το βάρος αποδείξεως του οποίου φέρει, κατ’ αρχήν, η Επιτροπή (αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1994, Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, T‑43/92, Συλλογή, EU:T:1994:79, σκέψη 79, και Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:T:2006:350, σκέψη 51).

87      Η εν λόγω κατανομή του βάρους αποδείξεως δύναται, εντούτοις, να διαφοροποιηθεί στο μέτρο που τα επικαλούμενα από έναν διάδικο πραγματικά στοιχεία είναι ικανά να υποχρεώσουν τον έτερο διάδικο να παράσχει εξήγηση ή αιτιολογία, αν δε δεν το πράξει να μπορεί να συναχθεί ότι η απόδειξη έχει συντελεστεί (βλ., συναφώς, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψη 79, και απόφαση Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, EU:T:2006:350, σκέψη 53).

88      Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή, η αρχή που ισχύει στο δίκαιο του ανταγωνισμού είναι αυτή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων (αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, C‑407/04 P, Συλλογή, EU:C:2007:53, σκέψη 63, και της 8ης Ιουλίου 2004, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, Συλλογή, EU:T:2004:221, σκέψη 273). Δεδομένου ότι η απαγόρευση συμμετοχής σε πρακτικές και συμφωνίες που θίγουν τον ανταγωνισμό, καθώς και οι κυρώσεις που η παράβαση της απαγορεύσεως αυτής επισύρει είναι ευρέως γνωστές, είναι σύνηθες οι δραστηριότητες που οι εν λόγω πρακτικές και συμφωνίες συνεπάγονται να ασκούνται κατά τρόπο συγκεκαλυμμένο, οι συναντήσεις να διεξάγονται μυστικώς, κατά το πλείστον σε τρίτες χώρες, και ο αριθμός των συναφών με αυτές εγγράφων να περιορίζεται στο ελάχιστο. Ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν κατά τρόπο σαφή παράνομες επαφές μεταξύ επιχειρήσεων, όπως είναι τα πρακτικά συναντήσεως, τα στοιχεία αυτά είναι κατά κανόνα αποσπασματικά και διάσπαρτα, με αποτέλεσμα να είναι συχνά αναγκαία η ανασύνθεση ορισμένων λεπτομερειών διά επαγωγικών συλλογισμών. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η ύπαρξη πρακτικής ή συμφωνίας θίγουσας τον ανταγωνισμό πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, ομού θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, δύνανται να αποτελέσουν απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψεις 55 έως 57). Τέτοιου είδους ενδείξεις και συμπτώσεις καθιστούν δυνατή την αποκάλυψη όχι μόνον της υπάρξεως αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μορφών συμπεριφοράς ή συμφωνιών, αλλά και της διάρκειας μιας αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συνεχούς συμπεριφοράς, καθώς και του χρονικού διαστήματος εφαρμογής συμφωνίας συνομολογηθείσας κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, Technische Unie κατά Επιτροπής, C‑113/04 P, Συλλογή, EU:C:2006:593, σκέψη 166).

89      Προς στήριξη της εδραίας πεποιθήσεώς της περί της υπάρξεως παραβάσεως, η Επιτροπή οφείλει να επικαλείται ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. αποφάσεις της 6ης Ιουλίου 2000, Volkswagen κατά Επιτροπής, T‑62/98, Συλλογή, EU:T:2000:180, σκέψεις 43 και 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 25ης Οκτωβρίου 2005, Groupe Danone κατά Επιτροπής, T‑38/02, Συλλογή, EU:T:2005:367, σκέψη 217 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εντούτοις, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην να πληροί έκαστο των προσκομιζομένων από την Επιτροπή αποδεικτικών στοιχείων τα εν λόγω κριτήρια ως προς έκαστο των στοιχείων της παραβάσεως. Αρκεί, πράγματι, η δέσμη ενδείξεων που επικαλείται το θεσμικό όργανο, σφαιρικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή (αποφάσεις JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, EU:T:2004:221, σκέψη 180, και Groupe Danone κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:T:2005:367, σκέψη 218· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 20ής Απριλίου 1999, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Συλλογή, EU:T:1999:80, σκέψεις 768 έως 778 και, ιδίως, σκέψη 777). Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, η νομολογία απαιτεί, ελλείψει στοιχείων ικανών να αποδείξουν άμεσα τη διάρκεια παραβάσεως, να στηρίζεται η Επιτροπή, τουλάχιστον, σε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί λογικά να γίνει δεκτό ότι η παράβαση αυτή συνεχίστηκε αδιαλείπτως μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών (αποφάσεις Technische Unie κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, EU:C:2006:593, σκέψη 169, Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, EU:T:1994:79, σκέψη 79, και Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, EU:T:2006:350, σκέψη 51).

90      Όσον αφορά την αποδεικτική αξία που πρέπει να αποδοθεί στα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το μόνο πρόσφορο κριτήριο για την εκτίμηση ελεύθερα προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων είναι η αξιοπιστία τους (απόφαση Dalmine κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, EU:C:2007:53, σκέψη 63· βλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2004, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, T‑44/00, Συλλογή, EU:T:2004:218, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, EU:T:2004:221, σκέψη 273). Σύμφωνα με τους γενικώς εφαρμοστέους στο πεδίο των αποδείξεων κανόνες, η αξιοπιστία και, συνεπώς, η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου εξαρτάται από την προέλευσή του, τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνετάχθη, τον αποδέκτη του και το περιεχόμενό του (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2000, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Συλλογή, EU:T:2000:77, σκέψη 1053· προτάσεις του δικαστή B. Vesterdorf ασκούντος καθήκοντα γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση Rhône-Poulenc κατά Επιτροπής, T‑1/89, Συλλογή, EU:T:1991:38). Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι το έγγραφο συνετάχθη σε άμεση συνάφεια με τα πραγματικά περιστατικά (απόφαση της 11ης Μαρτίου 1999, Ensidesa κατά Επιτροπής, T‑157/94, Συλλογή, EU:T:1999:54, σκέψη 312) ή από έχοντα ιδία γνώση των περιστατικών αυτών (βλ., συναφώς, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, EU:T:2004:221, σκέψη 207). Τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκαν επαφές μεταξύ διαφόρων επιχειρήσεων και ότι οι επιχειρήσεις αυτές επιδίωξαν συγκεκριμένα τον σκοπό της εκ των προτέρων εξαλείψεως της αβεβαιότητας που σχετίζεται με τη μελλοντική συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής (βλ., συναφώς, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1975, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Συλλογή, EU:C:1975:174, σκέψεις 175 και 179). Εξάλλου, δηλώσεις αντίθετες προς τα συμφέροντα του δηλούντος πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρούνται ως ιδιαιτέρως αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία (βλ., συναφώς, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, EU:T:2004:221, σκέψεις 207, 211 και 212).

91      Επίσης, έχει παγίως κριθεί ότι η κοινοποίηση στοιχείων προς ανταγωνιστές με σκοπό την προετοιμασία αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμφωνίας αρκεί για να αποδείξει την ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 2008, BPB κατά Επιτροπής, T‑53/03, Συλλογή, EU:T:2008:254, σκέψη 178 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92      Ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ των αποδεκτών της αποφάσεως και, συνεπώς, ο δικαστής δεν δύναται να αποφανθεί ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της επίδικης παραβάσεως, αν διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό (αποφάσεις JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 88 ανωτέρω, EU:T:2004:221, σκέψη 177, και Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:T:2005:367, σκέψη 215). Συγκεκριμένα, στην τελευταία αυτή περίπτωση, είναι απαραίτητο να λαμβάνεται υπόψη το τεκμήριο αθωότητας, όπως απορρέει ιδίως από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το οποίο περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη δικαιώματα που, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου και όπως, εξάλλου, επιβεβαιώνεται από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, προστατεύονται στο πλαίσιο της έννομης τάξεως της Ένωσης. Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των εν προκειμένω παραβάσεων καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των προβλεπομένων κυρώσεων, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται ιδίως επί διαδικασιών σχετικών με παραβιάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού δυνάμενες να καταλήξουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, Hüls κατά Επιτροπής, C‑199/92 P, Συλλογή, EU:C:1999:358, σκέψεις 149 και 150· Montecatini κατά Επιτροπής, C‑235/92 P, Συλλογή, EU:C:1999:362, σκέψεις 175 και 176, και Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 89 ανωτέρω, EU:T:2005:367, σκέψη 216).

93      Εξάλλου, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να αξιολογείται μόνο βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλείται η Επιτροπή στην απόφαση η οποία διαπιστώνει την εν λόγω παράβαση και, συνεπώς, το μόνο καθοριστικής σημασίας ζήτημα είναι εάν, επί της ουσίας, η παράβαση αποδεικνύεται ή όχι με τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία (απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 90 ανωτέρω, σκέψη 726).

94      Τέλος, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και αναμφίβολο η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, Συλλογή, EU:C:1998:154, σκέψη 63, της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑301/96, Συλλογή, EU:C:2003:509, σκέψη 87, και της 22ας Ιουνίου 2004, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑42/01, Συλλογή, EU:C:2004:379, σκέψη 66).

 2. Επί του βασίμου του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως σχετικά με την άγνοια της πανευρωπαϊκής πτυχής της συμπράξεως

95      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή όσον αφορά τόσο την παραβατική περίοδο προ της 17ης Μαΐου 2001 όσο και την παραβατική περίοδο μεταξύ 17ης Μαΐου 2001 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002.

α)       Επί της παραβατικής περιόδου προ της 17ης Μαΐου 2001

96      Η Fapricela αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την αξία των στοιχείων που έλαβε υπόψη η Επιτροπή όσον αφορά δύο συναντήσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν στις 25 Νοεμβρίου 1999 και στις 18 Οκτωβρίου 2000, αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αφήνουν να εννοηθεί ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ήδη από τότε την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως.

97      Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία ούτε αυτές τις δύο συναντήσεις τις οποίες δεν θεώρησε στην πραγματικότητα τόσο καθοριστικής σημασίας ώστε να κρίνει ότι η Fapricela γνώριζε την ευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως προ της 17ης Μαΐου 2001.

98      Το επιχείρημα που προέβαλε η προσφεύγουσα σε σχέση με τις δύο αυτές συναντήσεις είναι συνεπώς αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί.

β)       Επί της περιόδου μεταξύ 17ης Μαΐου 2001 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002

99      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την αξία των αποδεικτικών στοιχείων που έλαβε υπόψη η Επιτροπή, τα οποία πιστοποιούσαν ότι γνώριζε την ευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως από τις 17 Μαΐου 2001.

100    Η Επιτροπή δέχτηκε ότι δύο συναντήσεις αποδεικνύουν την εν λόγω γνώση εκ μέρους της Fapricela της υπάρξεως της ομάδας Ευρώπης. Πρόκειται για τις συναντήσεις της 17ης Μαΐου και της 6ης Ιουλίου 2001.

101    Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Επιτροπή κάνει λόγο, στα δικόγραφά της, για «άλλες συναντήσεις» στις οποίες είχε μετάσχει η προσφεύγουσα και στις οποίες είχε συζητηθεί η πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως, χωρίς να διευκρινίζει ποιες ήταν οι συναντήσεις αυτές. Από την εξέταση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ιδίως, του παραρτήματος 4 δεν μπορεί, εντούτοις, να αποδειχθεί ποιες ήταν οι συναντήσεις αυτές και επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κάνει απλώς λόγο για τις συναντήσεις της 17ης Μαΐου και της 6ης Ιουλίου 2001.

102    Πρέπει, επομένως, να εξεταστούν τα αποδεικτικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή όσον αφορά καθεμία από τις εν λόγω δύο συναντήσεις.

 Επί της συναντήσεως της 17ης Μαΐου 2001

103    Από τον πίνακα ο οποίος περιέχεται στο παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Fapricela έλαβε μέρος στη συνάντηση αυτή, γεγονός το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητεί η ίδια.

104    Προβάλλει αντιθέτως, κατ’ ουσίαν, μια σειρά επιχειρημάτων γενικού περιεχομένου, τα οποία ισχύουν και για τη συνάντηση της 6ης Ιουλίου 2001. Πρώτον, δεν έλαβε μέρος ούτε κλήθηκε να μετάσχει στις συναντήσεις της ομάδας Ευρώπης στην Ιβηρική Χερσόνησο ή σε οποιαδήποτε άλλη διεθνή συνάντηση που πραγματοποιήθηκε εκτός της Ιβηρικής Χερσονήσου. Τούτο μπορεί να επιβεβαιωθεί, αρχικώς, από το γεγονός ότι ουδόλως γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση για συμμετοχή της στις συναντήσεις της ομάδας Ευρώπης ή του Eurostress Information Service (στο εξής: ESIS), της κύριας ενώσεως παραγωγών APC, ή στο περιθώριο της ενώσεως αυτής, ακολούθως, από το γεγονός ότι δεν μνημονεύεται στο τμήμα 9.1.5.1.7. το οποίο αφορά τις διαπραγματεύσεις με αντικείμενο την Ισπανία και την Πορτογαλία και, τέλος, από το γεγονός ότι δεν προβλεπόταν η συμμετοχή της στη διευρυμένη ομάδα Ευρώπης το 2002 (βλ. σκέψη 48 ανωτέρω). Δεύτερον, δεν δραστηριοποιούνταν εκτός της ιβηρικής αγοράς. Τρίτον, εντάχθηκε στη σύμπραξη σε μεταγενέστερο στάδιο. Τέταρτον, τα άλλα μέλη δεν τη θεωρούσαν ως μέλος της πανευρωπαϊκής συμφωνίας. Πέμπτον, όλα και ιδίως το αποδιδόμενο στην Tycsa μοντέλο συντονισμού καταδεικνύουν ότι τα άλλα μέλη επιχείρησαν να την αποκλείσουν από την εν λόγω πανευρωπαϊκή συμφωνία.

105    Η προσφεύγουσα προβάλλει, επίσης, μια σειρά επιχειρημάτων που αφορούν ειδικώς τη συνάντηση της 17ης Μαΐου 2001. Πρώτον, δεν ενθυμείται ότι η Tréfileurope παρέστη στη συνάντηση αυτή και υπογραμμίζει ότι η εν λόγω συμμετοχή δεν έχει καταχωριστεί στις σημειώσεις που κρατήθηκαν κατά τη συνάντηση αυτή (σ. 30044 του διοικητικού φακέλου). Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τις εν λόγω σημειώσεις απλώς συνάγεται μια διμερής συζήτηση μεταξύ της Emesa και της Tréfileurope στην οποία η ίδια δεν ενεπλάκη. Τρίτον, η συμμετοχή της Tréfileurope θα μπορούσε το πολύ να εκληφθεί ως απόπειρα εντάξεώς της στην ομάδα Ισπανίας και εξ αυτού δεν δύναται να συναχθεί ότι συζητήθηκε κάτι άλλο πλην της ιβηρικής συμφωνίας με την επιχείρηση αυτή. Τέταρτον, η διεξαγωγή συζητήσεως για την ομάδα Ιταλίας κατά τη διάρκεια της συναντήσεως αυτής δεν μπορεί να αποδειχθεί από κανένα στοιχείο, ούτε από το έγγραφο που παρατίθεται στη σελίδα 34552 του φακέλου. Πέμπτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, ακόμη κι αν υπήρξε ανταλλαγή πληροφοριών επί του θέματος αυτού, τούτο δεν είναι εντούτοις ικανό να αποδείξει ότι η Fapricela γνώριζε τη διάσταση της συμπράξεως πέραν της Ιβηρικής. Έκτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αξία των αποδεικτικών στοιχείων που παρατίθενται στις σελίδες 30044, 30045, 20008 έως 20011, 20063, 11690, 11691, 11697, 11698 και 34612 του φακέλου. Έβδομον, προβάλλει ότι, εν πάση περιπτώσει, τα έγγραφα αυτά δεν της κοινοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, γεγονός το οποίο συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας και παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Όγδοον, αμφισβητεί ότι κατά τη συνάντηση αυτή συζητήθηκε το μερίδιο αγοράς που είχε στην Ένωση και, ειδικότερα, αμφισβητεί τη σχετική ερμηνεία των στοιχείων που παρατίθενται στη σελίδα 30666 του φακέλου από την Επιτροπή.

 – Επί της κοινοποιήσεως αποδεικτικών στοιχείων στη Fapricela

106    Η Fapricela, ερωτηθείσα εγγράφως από το Γενικό Δικαστήριο, παραδέχτηκε ότι έλαβε το DVD που της είχε αποστείλει η Επιτροπή στις 8 Οκτωβρίου 2008.

107    Παραδέχτηκε, επίσης, στο πλαίσιο αυτό, ότι η Επιτροπή την ενημέρωσε ότι τα εμπιστευτικού χαρακτήρα έγγραφα που συνδέονταν με τις αιτήσεις επιείκειας, όπως τα περιεχόμενα στο DVD που της είχε αποστείλει στις 8 Οκτωβρίου 2008, μπορούσαν να μελετηθούν στα γραφεία της Επιτροπής.

108    Η Fapricela παραδέχτηκε στη συνέχεια, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Οκτωβρίου 2014, ότι όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή, στα οποία υποστήριζε, με τα δικόγραφά της, ότι δεν είχε πρόσβαση, είτε βρίσκονταν στην κατοχή της και επισυνάπτονταν σε παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής της είτε ήταν διαθέσιμα στο DVD που της είχε αποστείλει η Επιτροπή είτε ήταν προσβάσιμα προς μελέτη στα γραφεία της Επιτροπής.

109    Η Fapricela παραιτήθηκε, κατόπιν τούτου, από την αιτίαση περί προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας.

 – Επί της παρουσίας της Tréfileurope στη συνάντηση της 17ης Μαΐου 2001

110    Πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή υποστηρίζει, χωρίς αντίλογο από τη Fapricela, ότι η παρουσία της Tréfileurope, στη συνάντηση της 17ης Μαΐου 2001, επιβεβαιώνεται από την ίδια την Tréfileurope στις δηλώσεις της 11ης Ιουνίου 2003 (που παρατίθενται στη σελίδα 34552 του φακέλου) καθώς και από τις σημειώσεις της Emesa και τα στοιχεία που προσκόμισε η Tycsa (βλ. παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σημείο που αφορά τη συνάντηση της 17ης Μαΐου 2001).

111    Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, ότι αποδεικνύεται, συνεπώς, επαρκώς κατά νόμον ότι η επιχείρηση αυτή παρίστατο στη συγκεκριμένη συνάντηση και ότι πρέπει, επομένως, να απορριφθούν οι συναφείς αντιρρήσεις της προσφεύγουσας.

 – Επί του περιεχομένου της συζητήσεως που πραγματοποιήθηκε με την Tréfileurope στη συνάντηση της 17ης Μαΐου 2001

112    Η Fapricela και η Επιτροπή διαφωνούν τόσο ως προς το περιεχόμενο της συναντήσεως της 17ης Μαΐου 2001, όπως τούτο εκτίθεται από την Επιτροπή στο παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσο και ως προς την ερμηνεία που πρέπει να αποδοθεί σ’ αυτό.

113    Βεβαίως, συμφωνούν ως προς το γεγονός ότι ειπώθηκε ότι η ομάδα Ισπανίας «λειτουργούσε άψογα», αλλά η προσφεύγουσα εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι εσφαλμένως η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού το συμπέρασμα ότι συζητήθηκε η πανευρωπαϊκή πτυχή της συμπράξεως με την Tréfileurope. Εκτιμά, επίσης, ότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι έγινε οποιαδήποτε αναφορά στην ομάδα Ιταλίας κατά τη συνάντηση αυτή.

114    Πρέπει, εξαρχής, να επισημανθεί ότι η Επιτροπή δεν δέχεται, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι έγιναν συζητήσεις για την ομάδα Ευρώπης ή για τη σύμπραξη στο σύνολό της. Η μόνη συζήτηση για την οποία γίνεται λόγος στο παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά την ομάδα Ιταλίας, γεγονός που οδηγεί την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι οι μετέχοντες στη συνάντηση αυτή πρέπει, από το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, να πληροφορήθηκαν την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως.

115    Πριν εξεταστεί αν μια συζήτηση με θέμα την ομάδα Ιταλίας είναι δυνατό να επιτρέψει στην Επιτροπή να καταλογίσει ευθύνη σε όλους τους μετέχοντες στη συνάντηση για τη σύμπραξη στο σύνολό της και, ιδίως, για την πανευρωπαϊκή πτυχή της, πρέπει εντούτοις να εξακριβωθεί κατά πόσο η Επιτροπή αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον το περιεχόμενο της διεξαχθείσης συζητήσεως.

116    Από τα δικόγραφα της Επιτροπής προκύπτει ότι η έγγραφη απόδειξη στην οποία στηρίζεται όσον αφορά το περιεχόμενο της συζητήσεως που διεξήχθη μεταξύ των μελών της ομάδας Ισπανίας και της Tréfileurope είναι η δήλωση της δεύτερης στο πλαίσιο της διαδικασίας επιείκειας (σελίδα 34552 του διοικητικού φακέλου, παράρτημα E2).

117    Από τη δήλωση αυτή προκύπτει ότι:

«Αντικείμενο της συναντήσεως αυτής είναι να εξηγηθεί από τις ισπανικές και πορτογαλικές επιχειρήσεις παραγωγής στην Tréfileurope ότι η ιβηρική συμφωνία τους σχετικά με το συρματόσχοινο λειτουργούσε άψογα (όπως στην Ιταλία: πελατολόγια, ποσότητες ανά πελάτη, μερίδια καθενός ανά πελάτη). Ανακοίνωσαν, επίσης, στην Tréfileurope τις μεταξύ τους συμφωνηθείσες αυξήσεις τιμών.»

118    Η μνεία «όπως στην Ιταλία» θα μπορούσε να αφήσει να εννοηθεί ότι η Tréfileurope επισήμανε κατά τη συνάντηση ότι η ομάδα Ισπανίας λειτουργούσε με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούσε η ομάδα Ιταλίας. Αυτή είναι η θέση της Επιτροπής.

119    Εντούτοις, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η ένδειξη αυτή είναι απλή αναφορά συγκρίσεως μεταξύ της ομάδας Ισπανίας και της ομάδας Ιταλίας, την οποία περιέλαβε ο εκπρόσωπος της Tréfileurope στην παράγραφο αυτή, χωρίς όμως να έχει γίνει κατά τη συνάντηση η εν λόγω σύγκριση των δύο ομάδων.

120    Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, επομένως, το συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο δεν αρκεί από μόνο του για να αποδείξει ότι οι μετέχοντες στη συνάντηση της 17ης Μαΐου 2001 είχαν όντως ως θέμα συζητήσεως την ομάδα Ιταλίας στο πλαίσιο της συναντήσεως αυτής.

121    Εξάλλου, η Επιτροπή παραθέτει, στις υποσημειώσεις του παραρτήματος 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα προερχόμενα από την Emesa και την Tycsa αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία προσκόμισε απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου (παράρτημα E3).

122    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτά τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου του μηνύματος του P., απλώς και μόνον επιβεβαιώνουν την πραγματοποίηση συναντήσεως στις 17 Μαΐου 2001, στην οποία παρέστη η Tréfileurope, αλλά δεν είναι ικανά να αποδείξουν επαρκώς κατά νόμον το περιεχόμενο συζητήσεως με θέμα την ομάδα Ιταλίας που μπορεί να διεξήχθη στο πλαίσιο της συναντήσεως αυτής.

123    Πρέπει, επίσης, να απορριφθεί το επιχείρημα που προέβαλε η Επιτροπή κατά την προφορική διαδικασία, ότι από τις σημειώσεις αυτές συνάγεται ότι κατά τη συνάντηση αυτή συζητήθηκαν οι τιμές στην Ιταλία, γεγονός το οποίο ουδόλως προκύπτει από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία.

124    Υπάρχουν, συνεπώς, αμφιβολίες προς όφελος της προσφεύγουσας ως προς το περιεχόμενο της συναντήσεως.

125    Πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνει δεκτό ότι δεν αποδεικνύεται επαρκώς κατά νόμον από την Επιτροπή ότι η προσφεύγουσα πρέπει οπωσδήποτε να γνώριζε την ομάδα Ευρώπης ήδη από τη συνάντηση της 17ης Μαΐου 2001.

 Επί της συναντήσεως της 6ης Ιουλίου 2001

126    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διευκρινίζεται μεταξύ άλλων σε σχέση με τη συνάντηση αυτή:

«Στις σημειώσεις αυτής της συναντήσεως περιλαμβάνεται, επίσης, πίνακας στον οποίο αναγράφονται οι ποσότητες συρματόσχοινου και η κατανομή μεριδίων αγοράς στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση για τις GSW, Aceralia και Fapricela (το δε σύνολο των μεριδίων τους ανέρχεται σε ποσοστό 100 % και, όπως καταδεικνύεται τουλάχιστον αυτή την περίοδο, μόνον οι GSW και Aceralia εξήγαγαν στην υπόλοιπη Ευρώπη ενώ η Fapricela πωλούσε συρματόσχοινο μόνο στις χώρες της Ιβηρικής).»

127    Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στις σημειώσεις, οι οποίες ανευρέθηκαν στις εγκαταστάσεις της Tycsa (σελίδα 30066 του διοικητικού φακέλου, στο παράρτημα VII του δικογράφου της προσφυγής, σελίδα 895) δεν αφήνουν καμία αμφιβολία όσον αφορά το περιεχόμενο της συναντήσεως αυτής.

128    Τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή αφορούν, εντούτοις, τα μερίδια αγοράς στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση των GSW, Aceralia και Fapricela και περιέχονται στον πίνακα που παρατίθεται στην κάτω αριστερή πλευρά του εγγράφου.

129    Στην πραγματικότητα όμως από τα στοιχεία αυτά απλώς αποδεικνύεται ότι ορισμένα μέλη της ομάδας Ισπανίας πραγματοποιούσαν πωλήσεις εκτός της Ισπανίας, γεγονός το οποίο αντιθέτως δεν αποδεικνύει τη διεξαγωγή συζητήσεως κατά τη συνάντηση αυτή με θέμα την ομάδα Ευρώπης, καθόσον οι εν λόγω δύο πτυχές της συμπράξεως ήταν σαφώς διακριτές.

130    Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι δεν αποδείχθηκε από την Επιτροπή ότι η προσφεύγουσα γνώριζε οπωσδήποτε ήδη από τις 6 Ιουλίου 2001 την πανευρωπαϊκή πτυχή της συμπράξεως.

131    Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτό το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 3. Επί του βασίμου του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από εσφαλμένο χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως ενιαίας και διαρκούς εκ μέρους της Επιτροπής

132    Η Fapricela εκτιμά, κατ’ ουσίαν, στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ότι, στο μέτρο που δεν γνώριζε την πανευρωπαϊκή πτυχή της συμπράξεως, δεν μπορεί να κατηγορηθεί για συμμετοχή σε ενιαία και διαρκή παράβαση μεταξύ 2ας Δεκεμβρίου 1998 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002.

133    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι συμπράξεις μπορούν να θεωρηθούν συστατικά στοιχεία μιας ενιαίας συμφωνίας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό, μόνον εάν αποδειχθεί ότι εντάσσονται σε συνολικό σχέδιο με το οποίο επιδιώκεται κοινός σκοπός. Εξάλλου, μόνον εάν η επιχείρηση γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, όταν μετείχε σ’ αυτές τις συμπράξεις, ότι, διά της συμμετοχής της αυτής, εντασσόταν στην ενιαία συμφωνία, μπορεί η συμμετοχή της στις εν λόγω συμπράξεις να αποτελεί την έκφραση της προσχωρήσεώς της στη συμφωνία αυτή (αποφάσεις Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 90 ανωτέρω, EU:T:2000:77, σκέψεις 4027 και 4112, και της 16ης Ιουνίου 2011, Putters International κατά Επιτροπής, T‑211/08, Συλλογή, EU:T:2011:289, σκέψεις 31 επ.).

134    Επομένως, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι πρέπει να συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις προκειμένου να αποδειχθεί η συμμετοχή σε ενιαία και διαρκή παράβαση, ήτοι η ύπαρξη συνολικού σχεδίου με το οποίο επιδιώκεται κοινός σκοπός, η εν γνώσει συμμετοχή της επιχειρήσεως στο σχέδιο αυτό και το γεγονός ότι αυτή τελούσε σε (αποδεδειγμένη ή τεκμαιρόμενη) γνώση των παραβατικών συμπεριφορών των άλλων επιχειρήσεων (απόφαση Putters International κατά Επιτροπής, σκέψη 133 ανωτέρω, EU:T:2011:289, σκέψη 35).

135    Αντιθέτως, εάν μια επιχείρηση μετείχε άμεσα σε μία ή περισσότερες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειες που συνθέτουν ενιαία και διαρκή παράβαση, αλλά δεν αποδεικνύεται ότι, με τη δική της συμπεριφορά, ήθελε να συμβάλει σε όλους τους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκαν οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη, ούτε ότι ήταν ενήμερη και για όλες τις άλλες παράνομες ενέργειες τις οποίες αυτοί σχεδίαζαν ή στις οποίες προέβησαν προς επίτευξη των ίδιων σκοπών ούτε ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει, αποδεχόμενη τον σχετικό κίνδυνο, η Επιτροπή δικαιούται να της καταλογίζει ευθύνη μόνο για τις συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες αυτή μετείχε άμεσα και για τις ενέργειες τις οποίες σχεδίαζαν ή στις οποίες προέβησαν οι άλλοι μετέχοντες επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς με εκείνους που επιδίωκε η ίδια, τις οποίες αποδεικνύεται ότι γνώριζε ή ότι μπορούσε ευλόγως να προβλέψει, αποδεχόμενη τον σχετικό κίνδυνο (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, C‑441/11 P, Συλλογή, EU:C:2012:778, σκέψη 44).

136    Τούτο δεν μπορεί, εντούτοις, να οδηγήσει στην απαλλαγή της επιχειρήσεως αυτής από την ευθύνη της για τις ενέργειες στις οποίες δεν αμφισβητείται η συμμετοχή της ή για τις οποίες μπορεί πράγματι να της καταλογιστεί ευθύνη. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι η επιχείρηση δεν συμμετείχε σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως ή διαδραμάτισε ελάσσονα ρόλο σε όσες πτυχές συμμετείχε δεν ασκεί επιρροή για τη στοιχειοθέτηση παραβάσεως, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, ενδεχομένως δε και της επιμετρήσεως του προστίμου (απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 135 ανωτέρω, EU:C:2012:778, σκέψη 45).

137    Ωστόσο, η απόφαση της Επιτροπής που χαρακτηρίζει μία συνολική σύμπραξη ως ενιαία και διαρκή παράβαση είναι εφικτό να διαιρεθεί μόνον εάν, αφενός, η εν λόγω επιχείρηση ήταν σε θέση, κατά τη διοικητική διαδικασία, να αντιληφθεί ότι κατηγορείται και για κάθε μία από τις ενέργειες που συνθέτουν τη σύμπραξη, και επομένως να τις αντικρούσει, και εάν, αφετέρου, η εν λόγω απόφαση είναι αρκούντως σαφής επ’ αυτού (απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 135 ανωτέρω, EU:C:2012:778, σκέψη 46).

138    Κατά συνέπεια, όταν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, εάν ο δικαστής της Ένωσης διαπιστώσει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η επιχείρηση, κατά τη συμμετοχή της σε μία από τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές που συνθέτουν ενιαία και διαρκή παράβαση, γνώριζε τις άλλες αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές που ακολουθούσαν οι λοιποί συμμετέχοντες στη σύμπραξη προς επιδίωξη των ίδιων σκοπών ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο, πρέπει να συναγάγει ως μόνο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη στην επιχείρηση αυτή για τις εν λόγω άλλες συμπεριφορές και, συνεπώς, για την ενιαία και διαρκή παράβαση στο σύνολό της και ότι κατά το μέτρο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να θεωρηθεί αβάσιμη (απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 135 ανωτέρω, EU:C:2012:778, σκέψη 47).

139    Εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον ότι η Fapricela γνώριζε την εκτεινόμενη πέραν της Ιβηρικής Χερσονήσου πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως και το συνολικό σχέδιο που τη χαρακτήριζε από τις 17 Μαΐου 2001 (βλ. σκέψη 125 ανωτέρω) ή από τις 6 Ιουλίου 2001 (βλ. σκέψη 130 ανωτέρω).

140    Επιπροσθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν στηρίζεται, στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε κανένα άλλο μεταγενέστερο της 6ης Ιουλίου 2001 αποδεικτικό στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η Fapricela γνώριζε την ύπαρξη της ομάδας Ευρώπης προ της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η παράβαση.

141    Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ότι η Fapricela γνώριζε την ύπαρξη της ομάδας Ευρώπης κατά την παραβατική περίοδο που ελήφθη υπόψη εις βάρος της.

142    Επομένως, εσφαλμένως η Επιτροπή εκτιμά ότι η προσφεύγουσα διέπραξε ενιαία και διαρκή παράβαση μεταξύ 2ας Δεκεμβρίου 1998 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002 χαρακτηριζόμενη, αφενός, από τη συμμετοχή της στην ομάδα Ισπανίας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο και, αφετέρου, από την ασφαλώς μεταγενέστερη, και δη από τον Μάιο του 2001, γνώση της για την ύπαρξη της ομάδας Ευρώπης, καθόσον στην πραγματικότητα δεν αποδείχθηκε αυτό το δεύτερο συστατικό στοιχείο της ενιαίας παραβάσεως.

 4. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

143    Καθόσον επιβάλλεται να γίνουν δεκτά το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να ακυρωθεί εν μέρει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που διαπιστώνει ότι η προσφεύγουσα παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μετέχοντας όχι μόνο σε παράβαση των εν λόγω διατάξεων στην ιβηρική αγορά, αλλά και σε σύμπραξη καλύπτουσα την εσωτερική αγορά και στη συνέχεια τον ΕΟΧ.

 III – Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από πλάνη ως προς τη διάρκεια της παραβάσεως που ελήφθη υπόψη εις βάρος της Fapricela σε σχέση με τη συμμετοχή της στην ομάδα Ισπανίας

144    Η Fapricela προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι εσφαλμένως η Επιτροπή δέχτηκε τη διαρκή συμμετοχή της στην ομάδα Ισπανίας από τις 2 Δεκεμβρίου 1998 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002. Υποστηρίζει δε ότι αποστασιοποιήθηκε από την εν λόγω ομάδα μεταξύ του Οκτωβρίου του 2000 και της 9ης Απριλίου 2001 και ότι κατά την περίοδο αυτή ενεργούσε σύμφωνα με τους κανόνες του ανταγωνισμού.

 A —      Υπόμνηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

145    Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 529 και 530 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«(529) Η Fapricela διατείνεται [...] ότι συμμετείχε στην παράβαση μόνο μεταξύ του 1999 και του Φεβρουαρίου του 2000, και μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου του 2001 (καίτοι παραδέχεται ότι στις 18 Απριλίου 2001 άρχισε πάλι να λαμβάνει μέρος στις δραστηριότητες της συμπράξεως, υποστηρίζει εντούτοις ότι δεν αποτελούσε η ίδια μέλος της, γεγονός το οποίο γνώριζαν τα άλλα μέλη), και κατά την περίοδο (αλλά μόνον τυπικώς) από τον Αύγουστο του 2001 έως τον Σεπτέμβριο του 2002. Η Fapricela επικαλείται, επίσης, την προβαλλόμενη ρητή άρνηση συμμετοχής της στη συνάντηση της 28ης Μαρτίου 2001 και το γεγονός ότι δεν κατέβαλε την εισφορά της στο ESIS το 2000. Η Fapricela καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ευθύνη της έπρεπε να αποκλειστεί από τον Μάρτιο του 2001 και ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι όντως δεν μετείχε στη σύμπραξη κατά την περίοδο μεταξύ Αυγούστου 2001 και Σεπτεμβρίου 2002.

(530) Από τις αποδείξεις που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 4 της αποφάσεως και στα τμήματα 9.2.2.1 έως 9.2.2.5 προκύπτει ότι, από τις 2 Δεκεμβρίου 1998 έως την ημερομηνία των ελέγχων της Επιτροπής, η Fapricela είχε τακτική και αδιάλειπτη συμμετοχή στις συναντήσεις της ομάδας Ισπανίας και ότι, όταν απουσίαζε, η περίπτωσή της αποτελούσε θέμα συζητήσεως. Η προβαλλόμενη άρνηση της Fapricela να μετάσχει στη συνάντηση της 28ης Μαρτίου 2001 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποστασιοποίηση από τη σύμπραξη (βλ. την αιτιολογική σκέψη 589). Αντιθέτως, η Fapricela εξακολουθούσε να συμμετέχει στις συναντήσεις της συμπράξεως τουλάχιστον ένα μήνα αργότερα (ήτοι στις 18 Απριλίου 2001, βλ. την αιτιολογική σκέψη 529 και το παράρτημα 4 της αποφάσεως). Επίσης, η προβαλλόμενη απουσία της Fapricela από τις συναντήσεις κατά την περίοδο μεταξύ Οκτωβρίου 2000 και Απριλίου 2001 αντικρούεται από τις αποδείξεις που περιλαμβάνονται στο παράρτημα 4 της αποφάσεως, από τις οποίες αποδεικνύεται η συμμετοχή της Fapricela στις συναντήσεις της 18ης Οκτωβρίου 2000, της 23ης Μαρτίου 2001, της 9ης Απριλίου 2001 και της 18ης Απριλίου 2001. Η Fapricela δεν προσκόμισε άλλα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αποστασιοποιήθηκε, οποτεδήποτε, δημοσίως από τα συμφωνηθέντα κατά τη διάρκεια των συναντήσεων και επομένως από τη σύμπραξη (βλ. την αιτιολογική σκέψη 588). Η Fapricela παραδέχεται, επίσης, ότι έλαβε μέρος στη συνάντηση της 9ης Απριλίου 2001, κατά την οποία συμφωνήθηκε η αύξηση των τιμών ανά κατηγορία πελατών από τον Ιούνιο του 2001 και ότι έως τον Σεπτέμβριο του 2002, είχε τακτική και αδιάλειπτη συμμετοχή στις συναντήσεις της ομάδας Ισπανίας. Η Επιτροπή καταλήγει, συνεπώς, στο συμπέρασμα ότι η Fapricela συμμετείχε αδιαλείπτως στην ομάδα Ισπανίας από τις 2 Δεκεμβρίου 1998 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002.»

 B —      Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 1. Υπόμνηση των αρχών που αφορούν την αποστασιοποίηση

146    Κατά πάγια νομολογία, όταν αποδεικνύεται ότι μια επιχείρηση συμμετέσχε σε συναντήσεις μεταξύ ανταγωνιστριών επιχειρήσεων που είχαν επιζήμιο για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα, εναπόκειται στην επιχείρηση αυτή να προβάλει στοιχεία ικανά να στοιχειοθετήσουν ότι η συμμετοχή της ουδόλως στρεφόταν κατά του ανταγωνισμού, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συναντήσεις αυτές υπό διαφορετικό έναντι αυτών πρίσμα. Προκειμένου η συμμετοχή επιχειρήσεως σε μια τέτοια συνάντηση να μην μπορεί να θεωρηθεί σιωπηρή έγκριση παράνομης πρωτοβουλίας ή αποδοχή του αποτελέσματός της, πρέπει η επιχείρηση αυτή να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από την πρωτοβουλία αυτή κατά τρόπον ώστε οι λοιποί μετέχοντες να θεωρήσουν ότι θέτει τέλος στη συμμετοχή της ή να καταγγείλει την πρωτοβουλία αυτή στις διοικητικές αρχές (βλ. αποφάσεις της 3ης Μαΐου 2012, Comap κατά Επιτροπής, C‑290/11 P, EU:C:2012:271, σκέψεις 74 και 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Slovenská sporiteľňa, C‑68/12, Συλλογή, EU:C:2013:71, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 2. Επί του βασίμου του τρίτου λόγου

α)       Υπόμνηση των αποδεικτικών στοιχείων που έλαβε υπόψη η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση

147    Πρέπει να υπομνησθούν τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τη συμμετοχή της Fapricela στην ομάδα Ισπανίας μεταξύ 18ης Οκτωβρίου 2000 και 9ης Απριλίου 2001.

148    Η Επιτροπή λαμβάνει, κατ’ αρχάς, υπόψη τη συμμετοχή της Fapricela στη συνάντηση της 18ης Οκτωβρίου 2000 και διευκρινίζει:

«Tycsa [...]. Συζητήσεις με θέμα την εφαρμοστέα στρατηγική για το συρματόσχοινο. Μια από τις ανεπίσημες συναντήσεις με πορτογαλικές και ισπανικές επιχειρήσεις παραγωγής, κατά τις οποίες διεξάγονταν συχνά συζητήσεις με θέμα τις τιμές, τους περιορισμούς πωλήσεως και τους πελάτες, κατά την Emesa [...]. Επίσης η Arcelor España κ.λπ.: κατανομή ποσοστώσεων: Fapricela 20 %, Tycsa 40 %, Emesa 40 %. Συζήτηση και για την κατανομή ποσοτήτων σε τόνους: “Tréfilunion 3 000 τόνοι Πορτογαλία… Συνολικώς, συρματόσχοινο = 88 000 τόνοι… Η Fapricela δηλώνει 300T/… στην Ισπανία” (πρωτότυπο στα ισπανικά).»

149    Όσον αφορά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2001, η Επιτροπή εκθέτει, χωρίς να έχει στη διάθεσή της κατάλογο συμμετεχόντων:

«[Σ]τις σημειώσεις της Emesa, αντίγραφα των συνολικών πωλήσεων σύρματος στην ιβηρική αγορά κατά το πρώτο τρίμηνο, σημειώνοντας: “Proderac, GSW (Tycsa + TQ), Aceralia (Emesa + Galycas), Socitrel και Fapricela”, καθώς και οι υπολογισθείσες αποκλίσεις μεταξύ των πραγματικών πωλήσεων και των συμφωνημένων ποσοστώσεων (“πραγματικό % και συμφωνηθέν %.” — πρωτότυπο στα ισπανικά).»

150    Όσον αφορά τη συνάντηση της 15ης Μαρτίου 2001, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τη συμμετοχή της Fapricela, αλλά επισημαίνει εντούτοις:

«[Κ]ατά τη συνάντηση διανεμήθηκαν τέσσερα αντίγραφα, τα οποία αφορούσαν αντιστοίχως: 1) τις πωλήσεις στην “ιβηρική αγορά” κατά τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2001 των Proderac, GSW (Tycsa + CTQ), Aceralia (Emesa + Galycas), Socitrel και Fapricela [...]».

151    Όσον αφορά τη συνάντηση της 23ης Μαρτίου 2001, η Επιτροπή αναφέρει ότι παρέστη η Socitrel, «η οποία εκπροσωπεί και τη Fapricela», σημειώνει δε, για τη συνάντηση αυτή, ότι, «κατόπιν επιλύσεως μιας διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ των Fapricela, Tycsa και Emesa σχετικά με το ζήτημα ποια επιχείρηση θα προμήθευε ορισμένο πελάτη, η Fapricela “υποσχέθηκε να τηρήσει τη συμφωνία η οποία απέδιδε τόσο καλά αποτελέσματα” (πρωτότυπο στα ισπανικά) (υποσημείωση)» και ότι, «στο τέλος συζητήθηκαν οι παραδόσεις και οι τιμές συρματόσχοινου των Fapricela, Emesa και Tycsa προς συγκεκριμένο πελάτη».

152    Όσον αφορά τον Απρίλιο του 2001, η Επιτροπή επισημαίνει ότι «έγγραφο, το οποίο ανευρέθηκε στα γραφεία της Tycsa (υποσημείωση) και αφορά τις πωλήσεις στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, περιέχει αποκλίσεις από τις συμφωνηθείσες ποσοστώσεις για τις Emesa, Galycas, GSW, Socitrel, Fapricela και Proderac κατά τον Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο και όλο το πρώτο τρίμηνο του 2001 (υποσημείωση)».

153    Τέλος, δεν αμφισβητείται η συμμετοχή της Fapricela στη συνάντηση της 9ης Απριλίου 2001.

β)       Επιχειρήματα των διαδίκων

154    Η Fapricela υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν:

–        ότι από τον Οκτώβριο του 2000 αποστασιοποιήθηκε προοδευτικώς από τη συμφωνία και ότι από τότε αρνήθηκε δημοσίως να συμμετάσχει στις συναντήσεις έως τον Μάρτιο του 2001,

–        ότι κατά την περίοδο αυτή ενεργούσε αυτοτελώς και σύμφωνα με τους κανόνες του ανταγωνισμού, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από την αύξηση των πωλήσεών της κατά 400 % τον Μάρτιο του 2001,

–        ότι στις 9 Απριλίου 2001 άρχισε να λαμβάνει πάλι μέρος στις συναντήσεις, αλλά υπό την πίεση των άλλων μελών της συμπράξεως.

155    Επίσης, αμφισβητεί κατ’ ουσίαν:

–        ότι εκπροσωπήθηκε από τη Socitrel στη συνάντηση της 23ης Μαρτίου 2001,

–        τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέστηκε η Επιτροπή:

–        όσον αφορά το γεγονός ότι οι τιμές της αποτέλεσαν θέμα συζητήσεως τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2001,

–        όσον αφορά το περιεχόμενο των συζητήσεων που διεξήχθησαν στις συναντήσεις της 15ης και της 23ης Μαρτίου 2001,

–        και υποστηρίζει ότι ορισμένα από αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία δεν της κοινοποιήθηκαν από την Επιτροπή.

156    Εκτιμά ότι προσκόμισε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για την αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, το οποίο μετακυλίεται στην Επιτροπή.

157    Τέλος προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν απάντησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στα επιχειρήματα που είχε προβάλει στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και αμφισβητεί, παρεμπιπτόντως, το έτος αναφοράς στο οποίο στηρίχθηκε η Επιτροπή όσον αφορά την αξία των πωλήσεων που έπρεπε να ληφθεί υπόψη, δεδομένης της προβαλλόμενης αποχωρήσεώς της από τη σύμπραξη μεταξύ Οκτωβρίου του 2000 και Απριλίου του 2001.

158    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά.

γ)       Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας

159    Όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Fapricela για τον λόγο ότι δεν της κοινοποιήθηκαν από την Επιτροπή ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία, γίνεται παραπομπή στις σκέψεις 106 έως 109 ανωτέρω και πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την προφορική διαδικασία, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από την προβολή της αιτιάσεως αυτής.

δ)       Επί της συναντήσεως της 18ης Οκτωβρίου 2000

160    Όσον αφορά τη συνάντηση της 18ης Οκτωβρίου 2000, η Fapricela παραδέχτηκε τη συμμετοχή της στη συνάντηση αυτή, κατόπιν γραπτών ερωτήσεων που είχε υποβάλει το Γενικό Δικαστήριο καθώς και ακόμη μια φορά κατά την προφορική διαδικασία.

161    Επιπροσθέτως πρέπει να διαπιστωθεί ότι η Fapricela ουδόλως αποδεικνύει τη δημόσια αποστασιοποίησή της κατά τη συνάντηση της 18ης Οκτωβρίου 2000.

162    Επικαλείται, κατ’ ουσίαν, μόνο στοιχεία μεταγενέστερα της συναντήσεως αυτής (οι σελίδες 20058 έως 20060 του διοικητικού φακέλου στις οποίες παραπέμπει στο σημείο 172 του δικογράφου της προσφυγής της αφορούν στην πραγματικότητα τη «διαφορά» που είχε ανακύψει στη συνάντηση της 23ης Μαρτίου 2001) με σκοπό να καταλήξει εξ αυτών στο συμπέρασμα ότι η «απουσία» της από τις συναντήσεις μετά τη συνάντηση της 18ης Οκτωβρίου 2000 και έως τη συνάντηση της 9ης Απριλίου 2001 σημαίνει την αποστασιοποίησή της, αρχής γενομένης από τη συνάντηση της 18ης Οκτωβρίου 2000.

163    Επίσης από το παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά τη συνάντηση αυτή, συζητήθηκαν η εφαρμοστέα στρατηγική για το συρματόσχοινο καθώς και η κατανομή ποσοστώσεων, ιδίως στη Fapricela, και οι κατανεμηθέντες ιδίως σ’ αυτήν τόνοι (βλ. σκέψη 148 ανωτέρω), χωρίς η προσφεύγουσα να έχει προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που να αναιρούν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής.

164    Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν.

ε)       Επί των συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2001

165    Όσον αφορά τις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2001, πρέπει να διαπιστωθεί ότι από το παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Emesa είχε στην κατοχή της στοιχεία για τις «συνολικές πωλήσεις σύρματος στην ιβηρική αγορά κατά το πρώτο τρίμηνο» καθώς και για τις «αποκλίσεις που είχαν υπολογισθεί μεταξύ των πραγματικών πωλήσεων και των συμφωνημένων ποσοστώσεων» διαφόρων επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων και η Fapricela. Το παράρτημα 4 παραπέμπει στις σελίδες 27946, 28544 έως 28549 και 33622 του διοικητικού φακέλου.

166    Πρώτον, η Fapricela υποστηρίζει ότι η σελίδα 27946 είναι ένα απλό φύλλο άνευ περιεχομένου και ότι δεν είχε πρόσβαση στη σελίδα 33622. Δεύτερον, η σελίδα 28544 περιέχει πίνακα με στοιχεία πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν τον Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2001, ο οποίος δεν θα μπορούσε όμως να έχει καταρτιστεί τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο του 2001, αλλά μόνον εκ των υστέρων, θα μπορούσε δε να περιέχει μόνο στοιχεία τα οποία παρέσχε η Fapricela μετά την επιστροφή της στην ομάδα Ισπανίας. Τρίτον, οι σελίδες 28546 και 28547 περιέχουν στοιχεία που αφορούν την ίδια περίοδο, χωρίς αναγραφή της ημερομηνίας επεξεργασίας τους, αλλά καταχωρούνται αμέσως μετά τον πίνακα ο οποίος περιέχει ήδη στοιχεία του μηνός Μαρτίου. Τέταρτον, όσον αφορά τον πίνακα προβλέψεων για τις πωλήσεις του Μαρτίου (σελίδα 28548), ο οποίος φέρεται να καταρτίστηκε στις 15 Μαρτίου 2001, ο πίνακας αυτός εμφανίζει λιγότερο σημαντικές πωλήσεις της Fapricela από εκείνες που περιέχονται στον πίνακα της σελίδας 28544 του φακέλου. Αυτή η διαφορά μεταξύ του αριθμού των προβλέψεων της 15ης Μαρτίου 2001 και του αριθμού των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν στην πραγματικότητα επιβεβαιώνει την άποψη ότι, κατά την περίοδο αυτή, η προσφεύγουσα είχε αποστασιοποιηθεί από την ομάδα Ισπανίας. Τα μέλη της ομάδας Ισπανίας δεν είχαν, κατ’ ουσίαν, πρόσβαση σε πραγματικά δεδομένα σχετικά με τις πωλήσεις της Fapricela και υποστήριζαν ότι τα συγκεκριμένα αριθμητικά αποτελέσματα είχαν υποστεί σημαντική μείωση, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο στο πλαίσιο απόπειρας αποκλεισμού από την αγορά μιας επιχειρήσεως που είχε αρνηθεί να συμμετέχει στην ομάδα Ισπανίας.

167    Πρώτον, διαπιστώνεται ότι οι σελίδες 27946 και 33622 είναι άνευ σημασίας για την περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 2001, καθόσον αποτελούν αντιστοίχως λευκή σελίδα φέρουσα απλώς την ένδειξη «notebook» και την πρώτη σελίδα της αιτήσεως επιείκειας που υπέβαλαν η Arcelor España, SA, η Mittal Steel Company NV και οι θυγατρικές της καθώς και η Tréfileurope και οι θυγατρικές της, η οποία δεν περιέχει καμία ένδειξη σχετική με την περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2001.

168    Δεύτερον, από την απάντηση στις γραπτές ερωτήσεις που υπέβαλε το Γενικό Δικαστήριο στην Επιτροπή προκύπτει ότι οι σελίδες 28544 έως 28549 του διοικητικού φακέλου είχαν όντως σχέση με τη συνάντηση της 15ης Μαρτίου 2001 (σημείο 15 της απαντήσεως της Επιτροπής). Πρέπει, συνεπώς, να διαπιστωθεί ότι οι περιεχόμενες στο παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπομπές στις εν λόγω σελίδες του φακέλου είναι εσφαλμένες.

169    Τρίτον, οι σελίδες 28544 έως 28549 του διοικητικού φακέλου περιέχουν διάφορους πίνακες σχετικούς με τις πωλήσεις των διαφόρων μελών της ομάδας Ισπανίας κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2001, με τις αυξομειώσεις τους, καθώς και έναν πίνακα (σελίδα 28548) σχετικό με τις προβλεπόμενες πωλήσεις στις 15 Μαρτίου 2001.

170    Όπως επισημαίνει η Fapricela, εμφανίζεται μια διαφορά μεταξύ του πίνακα των προβλεπόμενων πωλήσεων στις 15 Μαρτίου 2001 και του πίνακα (σελίδα 28544) των πωλήσεων του Μαρτίου του 2001.

171    Επιβάλλεται, εντούτοις, η διαπίστωση ότι από τις σελίδες 28544 έως 28549 ουδόλως μπορεί να συναχθεί η πραγματοποίηση συναντήσεων κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 2001.

172    Είναι δυνατή το πολύ η διαπίστωση ότι τα ευαίσθητα δεδομένα που αφορούν τις πωλήσεις της Fapricela κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2001 ήταν στη διάθεση της Emesa, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί πότε ακριβώς τα δεδομένα αυτά περιήλθαν στην κατοχή της. Η ταυτόχρονη ύπαρξη πινάκων προβλέψεων αλλά και άλλων πινάκων που αφορούν τον μήνα Μάρτιο του 2001 επιτρέπει, εξάλλου, να υποτεθεί ότι τα δεδομένα αυτά συγκεντρώθηκαν μετά τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2001.

173    Εντούτοις, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τα δεδομένα αυτά θα μπορούσαν να έχουν παρασχεθεί από την ίδια μετά την επιστροφή της στην ομάδα Ισπανίας.

174    Πρέπει, συνεπώς, να διαπιστωθεί ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή δεν αποδεικνύεται ότι τα δεδομένα αυτά κοινοποιήθηκαν στην Emesa κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2001, ακόμη και αν είναι πολύ πιθανό ότι κοινοποιήθηκαν στα άλλα μέλη της συμπράξεως από την ίδια την προσφεύγουσα σε απροσδιόριστο χρονικό σημείο, το οποίο όμως, για ορισμένα εξ αυτών, μπορεί να τοποθετηθεί στα μέσα Μαρτίου, διότι τα δεδομένα που αφορούν τις «προβλεπόμενες» πωλήσεις της Fapricela στις 15 Μαρτίου 2001 βρίσκονταν στην κατοχή της Emesa, από δε το γεγονός ότι επρόκειτο για προβλέψεις συνάγεται ότι τα δεδομένα αυτά κοινοποιήθηκαν πριν από την εν λόγω ημερομηνία.

 στ) Επί της συναντήσεως της 15ης Μαρτίου 2001

175    Πρώτον, η Fapricela αρνείται τη συμμετοχή της στη συνάντηση αυτή. Πρέπει να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή δεν δέχτηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι η Fapricela είχε λάβει μέρος στη συνάντηση αυτή, αλλά μόνον ότι στο πλαίσιο αυτής διεξήχθησαν συζητήσεις που αφορούσαν ευαίσθητα δεδομένα της Fapricela. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν όσα υποστηρίζει η Fapricela ως αβάσιμα.

176    Δεύτερον, η Fapricela αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, ότι ορισμένες σελίδες του διοικητικού φακέλου (33622, 11690 και 11691, 11485, 11492 και 11493, 20061), στις οποίες γίνεται παραπομπή στο παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έχουν σχέση με τη συνάντηση αυτή, καθόσον δεν αφορούν συγκεκριμένα τη συνάντηση της 15ης Μαρτίου 2001.

177    Πρέπει να επισημανθεί ότι, πράγματι, οι σελίδες 33622, 11690 και 11691, 11485, 11492 και 11493 και 20061 δεν αφορούν συγκεκριμένα τη συνάντηση της 15ης Μαρτίου 2001 και δεν είναι σε θέση να αποδείξουν το περιεχόμενο των συζητήσεων που διεξήχθησαν στη συνάντηση αυτή.

178    Τρίτον, η Fapricela αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, ότι η ίδια παρέσχε τα ευαίσθητα δεδομένα που την αφορούσαν και συζητήθηκαν κατά τη συνάντηση της 15ης Μαρτίου 2001 (σελίδες 20062, 30035 και 30036 του διοικητικού φακέλου) και προβάλλει ότι τα δεδομένα αυτά ήταν ανακριβή.

179    Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι ορθώς η Fapricela υποστηρίζει ότι πριν από την αναφορά των δεδομένων που αφορούν τις πωλήσεις της στη σελίδα 20062 του διοικητικού φακέλου —τα οποία προέρχονται από τις σημειώσεις της Emesa— αναγράφονται οι λέξεις «είναι γνωστό ότι».

180    Η φράση αυτή δεν αποκλείει, εντούτοις, το ενδεχόμενο οι συγκεκριμένες πληροφορίες να προέρχονται από την ίδια (βλ. σκέψεις 173 και 174 ανωτέρω).

181    Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι οι σελίδες 30035 και 30036 του διοικητικού φακέλου —οι οποίες προέρχονται από την Tycsa— αναγράφουν τις πωλήσεις της Fapricela (και, μεταξύ άλλων, τις πωλήσεις Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου του 2001 και τις προβλεπόμενες πωλήσεις για τον Μάρτιο του 2001: σελίδα 30036) καθώς και την ποσόστωση που αντιστοιχούσε στην εταιρία αυτή (σελίδα 30035).

182    Τρίτον, πρέπει, επίσης, να ληφθούν υπόψη οι σελίδες 28544 έως 28549 του διοικητικού φακέλου —έγγραφα τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή της Emesa— στις οποίες επίσης παραπέμπει το παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως σε σχέση με τη συνάντηση της 15ης Μαρτίου 2001.

183    Παρατηρείται ότι υπάρχουν ορισμένες διαφορές μεταξύ των αριθμητικών στοιχείων που περιέχονται στους πίνακες που είχε στη διάθεσή της η Emesa και εκείνων που αναγράφονται στις σημειώσεις της Tycsa της ίδιας περιόδου:

–        Ιανουάριος Ισπανία: Emesa: πίνακας σελίδα 28544: 157, πίνακας σελίδα 28547: 157, Tycsa σελίδα 30066: 157·

–        Ιανουάριος Πορτογαλία: Emesa: πίνακας σελίδα 28544: 582, πίνακας σελίδα 28547: 582, Tycsa σελίδα 30066: 582·

–        Φεβρουάριος Ισπανία: Emesa: πίνακας σελίδα 28544: 168, πίνακας σελίδα 28547: 168, Tycsa σελίδα 30066: 166·

–        Φεβρουάριος Πορτογαλία: Emesa: πίνακας σελίδα 28544: 628, πίνακας σελίδα 28547: 628, Tycsa σελίδα 30066: 686·

–        Emesa: πρόβλεψη Μαρτίου — στις 15 Μαρτίου 2001 Ισπανία: πίνακας σελίδα 28548: 100, Tycsa: πρόβλεψη Μαρτίου: σελίδα 30066: 200·

–        Emesa: πρόβλεψη Μαρτίου — στις 15 Μαρτίου 2001 Πορτογαλία: πίνακας σελίδα 28548: 200, Tycsa: πρόβλεψη Μαρτίου σελίδα 30066: 600·

–        Μάρτιος Ισπανία: Emesa: πίνακας σελίδα 28544: 636, Tycsa σελίδα 30066: καμία ένδειξη·

–        Μάρτιος Πορτογαλία: πίνακας σελίδα 28544: 1709, Tycsa σελίδα 30066: καμία ένδειξη.

184    Εντούτοις, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα δεδομένα που αφορούν τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο είναι παρόμοια ή συγκλίνοντα και ότι ενδεχομένως διορθώθηκαν βάσει των τελευταίων διαθέσιμων δεδομένων, καθόσον οι πίνακες καταρτίστηκαν πιθανότατα εκ των προτέρων ενώ τα δεδομένα που περιέχονται στις σημειώσεις της Tycsa είναι τα επικαιροποιημένα δεδομένα.

185    Αφετέρου, όσον αφορά ενδεχόμενη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 15 Μαρτίου 2001, από τις διαφορές μεταξύ των αριθμητικών στοιχείων των προβλεπομένων πωλήσεων κατά τον μήνα Μάρτιο που περιέχονται στους πίνακες της Emesa και στις σημειώσεις της Tycsa της ίδιας περιόδου δεν μπορεί να συναχθεί κανένα συμπέρασμα, καθόσον, εν πάση περιπτώσει, η Fapricela δεν έλαβε μέρος στη συνάντηση αυτή.

186    Επιπροσθέτως δεν έχει καμία συνέπεια το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορές, τις οποίες επισημαίνει η προσφεύγουσα, μεταξύ των προβλεπομένων πωλήσεων στις 15 Μαρτίου 2001 για την Ισπανία και την Πορτογαλία (οι οποίες παρατίθενται στη σελίδα 28548 του διοικητικού φακέλου) και των πωλήσεων που υπολογίστηκε ότι πραγματοποιήθηκαν τον μήνα Μάρτιο του 2001 στην Ισπανία και στην Πορτογαλία (οι οποίες παρατίθενται στη σελίδα 28544 του διοικητικού φακέλου), και οι οποίες περιέχονται σε πίνακα που δεν είναι δυνατό να καταρτίστηκε πριν από τα τέλη Μαρτίου του 2001.

187    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά τη συνάντηση της 15ης Μαρτίου 2001, διεξήχθησαν συζητήσεις για ευαίσθητα και συγκεκριμένα δεδομένα της Fapricela, των οποίων την ανακρίβεια δεν απέδειξε η προσφεύγουσα.

188    Υπό τις περιστάσεις αυτές, στο μέτρο που διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν παρέχει καμία άλλη βάσιμη εξήγηση του γεγονότος ότι τα άλλα μέλη της ομάδας Ισπανίας είχαν στη διάθεσή τους τόσο σαφή δεδομένα που την αφορούσαν, η πιο εύλογη εξήγηση, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, είναι ότι τα δεδομένα αυτά κοινοποιήθηκαν από την ίδια την προσφεύγουσα.

189    Η προσφεύγουσα αδυνατεί, συνεπώς, να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναγνωρισθεί οποιαδήποτε, έστω και περιορισμένη, αποδεικτική αξία στα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή σχετικά με τη συνάντηση της 15ης Μαρτίου 2001.

ζ)       Επί της συναντήσεως της 23ης Μαρτίου 2001

190    Όσον αφορά τη συνάντηση της 23ης Μαρτίου 2001, στην οποία η Επιτροπή αναφέρει ότι παρέστη η Socitrel «η οποία εκπροσωπεί και τη Fapricela», πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, «κατόπιν επιλύσεως μιας διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ των Fapricela, Tycsa και Emesa σχετικά με το ζήτημα ποια επιχείρηση θα προμήθευε ορισμένο πελάτη, η Fapricela “υποσχέθηκε να τηρήσει τη συμφωνία η οποία απέδιδε τόσο καλά αποτελέσματα” (πρωτότυπο στα ισπανικά) (υποσημείωση)» και ότι, «στο τέλος συζητήθηκαν οι παραδόσεις και οι τιμές συρματόσχοινου των Fapricela, Emesa και Tycsa προς συγκεκριμένο πελάτη».

191    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι εκπροσωπήθηκε από τη Socitrel και εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι τα πρακτικά της συναντήσεως αυτής αποδεικνύουν μια διαφωνία που ανέκυψε μεταξύ αυτής και των άλλων μελών της ομάδας Ισπανίας και, επομένως, την αποστασιοποίησή της από την ομάδα αυτή.

192    Πρέπει, εντούτοις, να απορριφθεί το επιχείρημα αυτό.

193    Συγκεκριμένα, κατά τις σημειώσεις της Emesa που περιέχονται στη σελίδα 20060 του διοικητικού φακέλου:

«Η συνάντηση αρχίζει και ο S. προτείνεται ως “εκπρόσωπος” του T. [της Fapricela], ο οποίος αρνήθηκε να παραστεί στη συνάντηση. Ο S. αποφασίζει να τον καλέσει για να του ζητήσει ειλικρινώς συγγνώμη εκ μέρους των Tycsa και Emesa, των οποίων η συμπεριφορά ενόχλησε ιδιαιτέρως τον διευθυντή της Fapricela· αυτός προφανώς αποδέχεται τη συγγνώμη και υπόσχεται να τηρήσει τη συμφωνία, η οποία απέδιδε τόσο καλά αποτελέσματα. Διαβεβαιώνει δε ότι ο [J. C.] θα παραστεί στις επόμενες συναντήσεις.»

194    Από το εν λόγω πρακτικό της συναντήσεως το Γενικό Δικαστήριο συνάγει ότι, κατόπιν διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ της Fapricela, αφενός, και των Emesa και Tycsa, αφετέρου, η Fapricela αποφάσισε να μην παραστεί στη συνάντηση. Εντούτοις παρενέβη ο S. για να εξομαλύνει τη διαφορά μεταξύ των εταιριών αυτών. Ο T., αφού αποδέχθηκε εκ μέρους της Fapricela τη συγγνώμη των Emesa και Tycsa, δήλωσε ότι η Fapricela σκόπευε να τηρήσει τη συμφωνία που υπήρχε μεταξύ των μελών της ομάδας Ισπανίας και ότι θα μετείχε στις επόμενες συναντήσεις της ομάδας αυτής, όπως και έπραξε μετά από ένα δεκαπενθήμερο, και δη στις 9 Απριλίου 2001.

195    Συνεπώς, ακόμη κι αν δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Fapricela εκπροσωπήθηκε τυπικώς από τη Socitrel στη συνάντηση αυτή, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Fapricela ότι η συμπεριφορά της κατά την εν λόγω συνάντηση αποδείκνυε την αποστασιοποίησή της από την ομάδα Ισπανίας.

η)       Επί της συναντήσεως της 9ης Απριλίου 2001

196    Δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα έλαβε μέρος στη συνάντηση της 9ης Απριλίου 2001 και η ίδια δεν αμφισβητεί ότι είχε ενεργό συμμετοχή στις συζητήσεις που διεξήχθησαν κατά τη συνάντηση αυτή.

197    Η Fapricela προβάλλει, κατ’ ουσίαν, μόνον ότι ναι μεν επέστρεψε στην ομάδα Ισπανίας στο πλαίσιο αυτό, αλλά ότι τούτο έγινε υπό την πίεση των άλλων μελών της ομάδας, γεγονός το οποίο θα εξεταστεί στις σκέψεις 204 επ.

θ)       Ενδιάμεσο συμπέρασμα επί των συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 18ης Οκτωβρίου 2000 και 9ης Απριλίου 2001

198    Συμπερασματικά, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή:

–        ότι η Fapricela έλαβε μέρος στη συνάντηση της 18ης Οκτωβρίου 2000 και ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται οποιαδήποτε αποστασιοποίησή της στο πλαίσιο αυτό·

–        ότι η Fapricela δεν παρέστη στις συναντήσεις της ομάδας Ισπανίας που πραγματοποιήθηκαν τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2000·

–        ότι μεταξύ Ιανουαρίου και 15ης Μαρτίου 2001, ευαίσθητες πληροφορίες που την αφορούσαν αντηλλάγησαν ή τουλάχιστον συζητήθηκαν από τα άλλα μέλη της ομάδας Ισπανίας κατά τη συνάντηση της 15ης Μαρτίου 2001 και ότι είναι πολύ πιθανό ότι οι πληροφορίες αυτές κοινοποιήθηκαν από την ίδια τη Fapricela·

–        ότι η διαφορά που ανέκυψε μεταξύ της Fapricela και δύο άλλων μελών της ομάδας Ισπανίας επιλύθηκε κατά τη συνάντηση της 23ης Μαρτίου 2001, κατά την οποία η Fapricela γνωστοποίησε ότι θα συμμετείχε στις επόμενες συναντήσεις·

–        ότι από τις 9 Απριλίου 2001 άρχισε πάλι να συμμετέχει πλήρως στις συναντήσεις της ομάδας Ισπανίας.

ι)       Επί της αυτοτελούς και σύμφωνης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς της προσφεύγουσας μεταξύ 18ης Οκτωβρίου 2000 και 9ης Απριλίου 2001

199    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η συμπεριφορά της μεταξύ 18ης Οκτωβρίου 2000 και 9ης Απριλίου 2001 ήταν αυτοτελής και σύμφωνη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Fapricela δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να τεκμηριώνει τη βασιμότητα του επιχειρήματος αυτού.

200    Βεβαίως, οι πωλήσεις της αυξήθηκαν τον Μάρτιο του 2001 σε σχέση με τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2001 (βλ. παράρτημα VII του δικογράφου της προσφυγής, σελίδα 33900) και υπερέβησαν τις προβλέψεις (βλ. παράρτημα VII του δικογράφου της προσφυγής, σελίδα 33903).

201    Το στοιχείο αυτό δεν αρκεί, όμως, από μόνο του, για να αποδειχθεί ότι η Fapricela είχε αποχωρήσει από τη σύμπραξη και, μάλιστα, για περίοδο περίπου έξι μηνών, από τον Οκτώβριο του 2000 έως τις 9 Απριλίου 2001.

202    Συγκεκριμένα, το στοιχείο αυτό πρέπει να εξεταστεί εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται —η Fapricela παρίστατο στη συνάντηση της 18ης Οκτωβρίου 2000, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2001 αντηλλάγησαν πληροφορίες που την αφορούσαν, δέχθηκε να θέσει τέλος σε μια διαφορά που είχε με δύο άλλα μέλη της ομάδας Ισπανίας κατά τη συνάντηση της 23ης Μαρτίου 2001 και να αρχίσει να λαμβάνει πάλι μέρος στις συναντήσεις που επακολούθησαν, όπως και έπραξε αρχής γενομένης από τη συνάντηση της 9ης Απριλίου 2001— και η άποψη της Επιτροπής ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μέσο πιέσεως για τη διαπραγμάτευση μεγαλύτερης ποσοστώσεως προς όφελός της συνιστά πιο εύλογη εξήγηση των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών από την εξήγηση που προβάλλει η προσφεύγουσα, λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού περιεχομένου της συναντήσεως της 23ης Μαρτίου 2001 (βλ. σκέψεις 190 έως 195 ανωτέρω).

203    Πρέπει, επίσης, να απορριφθεί το επιχείρημα που προβάλλει επικουρικώς η προσφεύγουσα, ότι η εν λόγω προβαλλόμενη πρόθεση να έχει αυτοτελή και ανταγωνιστική θέση στην αγορά διήρκεσε τουλάχιστον ένα μήνα, το οποίο είναι προφανώς ακόμη λιγότερο πειστικό, αλλά αντιθέτως μάλλον επιβεβαιώνει την άποψη της Επιτροπής ότι η συγκεκριμένη αύξηση των πωλήσεων εκφράζει τη στάση που ακολούθησε η Fapricela με την οποία επιδίωκε την αναδιαπραγμάτευση της ποσοστώσεώς της.

κ)       Επί των επιχειρημάτων που αφορούν την πίεση που ασκήθηκε στην προσφεύγουσα για την επιστροφή της στη σύμπραξη

204    Πρέπει, επίσης, να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι επέστρεψε στη σύμπραξη τον Απρίλιο του 2011 μόνον υπό την πίεση των ανταγωνιστών της.

205    Πράγματι, αφενός, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη της απόψεώς της.

206    Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι προσκόμισε σχετικά στοιχεία, πρέπει να υπομνησθεί ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι οι πιέσεις που ασκούνται από επιχειρήσεις και έχουν ως σκοπό να ωθήσουν άλλες επιχειρήσεις να μετάσχουν σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού δεν απαλλάσσουν, όσο σημαντικές και αν είναι, την ενδιαφερόμενη επιχείρηση από την ευθύνη της για τη διαπραχθείσα παράβαση, ουδόλως τροποποιούν τη σοβαρότητα της συμπράξεως και δεν μπορούν να αποτελούν ελαφρυντική περίσταση για τον υπολογισμό των ποσών των προστίμων, καθόσον η ενδιαφερόμενη επιχείρηση μπορούσε να καταγγείλει τις ενδεχόμενες πιέσεις στις αρμόδιες αρχές και να υποβάλει καταγγελία ενώπιόν τους (βλ. απόφαση της 19ης Μαΐου 2010, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, T‑21/05, Συλλογή, EU:T:2010:205, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

λ)       Συμπέρασμα επί του βασίμου του τρίτου λόγου ακυρώσεως

207    Το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, συνεπώς και βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που έχει στη διάθεσή του, ότι η Fapricela δεν αποστασιοποιήθηκε από την ομάδα Ισπανίας μεταξύ 18ης Οκτωβρίου 2000 και 9ης Απριλίου 2001.

208    Αποδείχθηκε μόνον ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρξε διαφωνία με τη Fapricela, η οποία ήρθη στις 23 Μαρτίου 2001, γεγονός το οποίο οδήγησε στη συνέχιση της τακτικής συμμετοχής της προσφεύγουσας στις επόμενες συναντήσεις της ομάδας Ισπανίας.

209    Όμως το γεγονός και μόνον ότι μια επιχείρηση πέρασε περίοδο διαφωνίας ή κρίσεως στο πλαίσιο συμπράξεως δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί ως αποστασιοποίηση εκ μέρους της έναντι της συμπράξεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 5ης Απριλίου 2006, Degussa κατά Επιτροπής, T‑279/02, Συλλογή, EU:T:2006:103, σκέψεις 127 έως 137, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, T‑329/01, Συλλογή, EU:T:2006:268, σκέψεις 246 έως 248).

210    Το επιχείρημα της Fapricela ότι αποστασιοποιήθηκε από την ομάδα Ισπανίας μεταξύ 18ης Οκτωβρίου 2000 και 9ης Απριλίου 2001 πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

211    Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ως εκ τούτου, ούτε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ως προς το έτος αναφοράς που όφειλε να λάβει υπόψη η Επιτροπή σε σχέση με την αξία των πωλήσεων στην οποία έπρεπε να στηριχθεί για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου.

212    Επιβάλλεται, περαιτέρω, η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση φέρει αιτιολογία, η οποία καθιστά αντιληπτούς τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή απέρριψε την άποψη που προέβαλε η προσφεύγουσα περί δήθεν αποστασιοποιήσεώς της.

213    Επιπροσθέτως πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξακριβώνει και να απαντά, στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε όσα προέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, αλλά ότι απόκειται στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και αναμφίβολο τη συλλογιστική της, κατά τρόπον ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να πληροφορηθούν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του σχετικού μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Koninklijke Wegenbouw Stevin κατά Επιτροπής, T‑357/06, Συλλογή, EU:T:2012:488, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

214    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 IV – Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου σχετικά με την έκταση της αγοράς των προϊόντων που αφορά η συμφωνία στην οποία συμμετείχε η Fapricela στο πλαίσιο της ομάδας Ισπανίας

215    Η Fapricela υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τη συμμετοχή της στην ομάδα Ισπανίας μεταξύ 2ας Δεκεμβρίου 1998 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002, όσον αφορά την αγορά συρματόσχοινου και αμφισβητεί τις αποδείξεις στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή όσον αφορά τις συναντήσεις της 23ης Μαρτίου και της 7ης Ιουνίου 2001.

 A —      Επί του παραδεκτού του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου, κατά το οποίο δεν αποδεικνύεται η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη όσον αφορά το συρματόσχοινο μεταξύ, αφενός, 2ας Δεκεμβρίου 1998 και 7ης Ιουνίου 2001 ή, εναλλακτικώς, μεταξύ 2ας Δεκεμβρίου 1998 και 23ης Μαρτίου 2001 και, αφετέρου, μεταξύ 7ης Ιουνίου 2001 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002

216    Η Επιτροπή προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί μη συμμετοχής της στην ιβηρική σύμπραξη που αφορούσε το συρματόσχοινο είναι απαράδεκτο, διότι προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως.

217    Πρέπει να επισημανθεί ότι από το σημείο 15 του δικογράφου της προσφυγής, το οποίο περιλαμβάνεται στο εισαγωγικό μέρος, και από το σημείο 54 του δικογράφου αυτού, το οποίο αφορά το ζήτημα της συμμετοχής ή της γνώσεως εκ μέρους της Fapricela της ομάδας Ευρώπης, προκύπτει παρεμπιπτόντως, ότι η προσφεύγουσα έχει επίσης πρόθεση να αμφισβητήσει την κρίση περί των προϊόντων που αποτέλεσαν αντικείμενο της ιβηρικής συμφωνίας στο μέτρο που την αφορά.

218    Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το επιχείρημα αυτό προβάλλεται, επίσης, στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, σε σχέση με τον καθορισμό του ποσοστού σοβαρότητας της παραβάσεως και την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (σημεία 133 και 145 του δικογράφου της προσφυγής).

219    Η προσφεύγουσα προέβαλε το επιχείρημά της, μόνο μετά την πιο δομημένη συναφή απάντηση της Επιτροπής, κατά τρόπο που να το εμφανίζει ως διακριτό σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σημεία 49 έως 54 του υπομνήματος απαντήσεως).

220    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, βεβαίως, κατά πάγια νομολογία, δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ωστόσο, η αιτίαση που αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού ή λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, ευθέως ή εμμέσως, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτή (απόφαση της 28ης Απριλίου 2010, Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, T‑456/05 και T‑457/05, Συλλογή, EU:T:2010:168, σκέψη 199).

221    Εξάλλου, τα επιχειρήματα που κατ’ ουσίαν συνδέονται στενά με λόγο ο οποίος περιελήφθη στο εισαγωγικό δικόγραφο δεν μπορούν να θεωρηθούν νέοι ισχυρισμοί και επιτρέπεται να προβληθούν το πρώτον είτε με το υπόμνημα απαντήσεως είτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ., συναφώς, απόφαση της 12ης Ιουνίου 1958, Compagnie des hauts fourneaux de Chasse κατά Ανωτάτης Αρχής, 2/57, Συλλογή, EU:C:1958:5).

222    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, και λαμβανομένου υπόψη του δικογράφου της προσφυγής, το πιο δομημένο επιχείρημα που προέβαλε η Fapricela με το υπόμνημά της απαντήσεως σε σχέση με τη μη συμμετοχή της στην ομάδα Ισπανίας με αντικείμενο το συρματόσχοινο δεν αποτελεί νέο λόγο, αλλά εμπίπτει στην έννοια της αναπτύξεως προβληθείσας αιτιάσεως.

223    Ως εκ τούτου, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτό.

 B —      Υπόμνηση των αποδεικτικών στοιχείων που έλαβε υπόψη η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση

224    Πρώτον, η Επιτροπή στηρίζεται στις συζητήσεις που διεξήχθησαν κατά τη συνάντηση της 23ης Μαρτίου 2001. Επισημαίνει δε τα εξής:

«[Μ]εταξύ των Tycsa και Emesa διεξήχθη συζήτηση με θέμα τις πωλήσεις και τις τιμές του συρματόσχοινου, με την επισήμανση ότι η Fapricela παραπονιόταν για τη δυσχέρεια πωλήσεως συρματόσχοινου στην Ισπανία. Υπογραμμίστηκε ότι οι δύο εταιρίες είχαν ορίσει την τιμή σε 98 εσκούδος έως τον Ιούνιο και στη συνέχεια σε 102 εσκούδος (υποσημείωση σελίδας 785). Αυτοτελείς χειρόγραφες σημειώσεις που ανευρέθηκαν στα γραφεία της Tycsa επιβεβαιώνουν τις κύριες συζητήσεις (μεταξύ άλλων σχετικά με τις παραγγελίες που κλείστηκαν, ποσότητα/τιμή, ανά πελάτη στην Πορτογαλία) οι οποίες διεξήχθησαν κατά τη συνάντηση αυτή (υποσημείωση σελίδας 786)» (αιτιολογική σκέψη 512 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

225    Δεύτερον, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, κατά τη συνάντηση της 7ης Ιουνίου 2001, το πρώτο μέρος της συναντήσεως αυτής που διεξήχθη το πρωί και στο οποίο παρέστη η Fapricela, ήταν πλήρως αφιερωμένο στην αναδιαπραγμάτευση της ιβηρικής αγοράς συρματόσχοινου [αιτιολογική σκέψη 515 της προσβαλλομένης αποφάσεως και παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως· η Επιτροπή παραπέμπει ιδίως στις σελίδες 19997 και 19998 (πληροφορίες που παρέσχε η Emesa) καθώς και στις σελίδες 30046 και 30047 (χειρόγραφες σημειώσεις της Tycsa) του διοικητικού φακέλου].

226    Τρίτον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 484 και 491 της προσβαλλομένης αποφάσεως και του παραρτήματός της 4, και ιδίως από τα στοιχεία που αφορούν τις συναντήσεις της 1ης Ιουνίου 1993, της 20ής Απριλίου 1995, του Σεπτεμβρίου, του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου του 1995, της 3ης και της 9ης Σεπτεμβρίου 1996, της 22ας Ιανουαρίου και της 18ης Νοεμβρίου 1997, των τελών Δεκεμβρίου του 1997 και της 28ης Ιανουαρίου 1998, προκύπτει ότι, εξαρχής, οι επιχειρήσεις που μετείχαν στην ομάδα Ισπανίας αντάλλαξαν πληροφορίες και συμφώνησαν στην κατανομή των μεριδίων αγοράς και στον καθορισμό των τιμών που αφορούσαν το συρματόσχοινο.

227    Τέλος, τέταρτον, από το παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και ιδίως από τα στοιχεία που αφορούν τις συναντήσεις της 14ης Απριλίου και της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, της 8ης Σεπτεμβρίου, της 18ης Οκτωβρίου, των 15ης, 20ής και 22ας Δεκεμβρίου 2000, της 23ης Μαρτίου, της 17ης Μαΐου, της 18ης Ιουνίου και της 6ης Ιουλίου 2001, και της 31ης Μαΐου 2002, καθώς και από τις αιτιολογικές σκέψεις 502, 504, 506, 508, 510, 512, 515 έως 517 και 521 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την περίοδο συμμετοχής της Fapricela στην ομάδα Ισπανίας, διεξήχθησαν διαπραγματεύσεις και αντηλλάγησαν ευαίσθητες πληροφορίες που αφορούσαν το συρματόσχοινο. Από το παράρτημα 4 προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η Fapricela μετείχε στη συνάντηση της 8ης Σεπτεμβρίου 2000, κατά τη διάρκεια της οποίας καθορίστηκε η ελάχιστη τιμή του συρματόσχοινου για το έτος 2001, και στη συνάντηση της 18ης Οκτωβρίου 2000, κατά τη διάρκεια της οποίας κατανεμήθηκαν τα μερίδια αγοράς για το συρματόσχοινο.

 Γ —      Επί του βασίμου του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

228    Πρώτον, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η Fapricela απλώς αμφισβητεί τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή όσον αφορά δύο μόνο συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν αντιστοίχως στις 23 Μαρτίου και στις 7 Ιουνίου 2001.

229    Εντούτοις δεν βάλλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά το περιεχόμενο των σχετικών με το συρματόσχοινο συζητήσεων που διεξήχθησαν κατά τις συναντήσεις της 14ης Απριλίου και της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, της 8ης Σεπτεμβρίου, της 18ης Οκτωβρίου, των 15ης, 20ής και 22ας Δεκεμβρίου 2000, της 17ης Μαΐου, της 18ης Ιουνίου και της 6ης Ιουλίου 2001 καθώς και της 31ης Μαΐου 2002.

230    Πρέπει βεβαίως να επισημανθεί ότι η Επιτροπή, στο παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν κατονομάζει τους μετέχοντες στις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν στις 14 Απριλίου και στις 21 Σεπτεμβρίου 1999, στις 15, 20 και 22 Δεκεμβρίου 2000, και στις 31 Μαΐου 2002, αλλά απλώς αναφέρει ότι διεξήχθησαν συζητήσεις που αφορούσαν το συρματόσχοινο στο πλαίσιο των συναντήσεων αυτών.

231    Αντιθέτως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση τη συμμετοχή της Fapricela στις συναντήσεις της 8ης Σεπτεμβρίου και της 18ης Οκτωβρίου 2000 (η Fapricela επιβεβαίωσε, επίσης, κατά την προφορική διαδικασία, ότι έλαβε μέρος στην εν λόγω δεύτερη συνάντηση), της 17ης Μαΐου, της 18ης Ιουνίου και της 6ης Ιουλίου 2001. Εξάλλου, η Επιτροπή επικαλείται διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία μνημονεύει στο παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως και τα οποία αποδεικνύουν ότι το συρματόσχοινο αποτέλεσε αντικείμενο των συζητήσεων κατά τις συναντήσεις αυτές.

232    Η Fapricela δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα προς αμφισβήτηση της συμμετοχής της στις εν λόγω συναντήσεις ή του περιεχομένου των συζητήσεων που διεξήχθησαν κατά τις συναντήσεις αυτές.

233    Δεύτερον, όσον αφορά τη συνάντηση της 23ης Μαρτίου 2001, η Fapricela επαναλαμβάνει το επιχείρημά της ότι δεν έλαβε μέρος και αμφισβητεί το γεγονός ότι εκπροσωπήθηκε από τη Socitrel στη συνάντηση αυτή.

234    Ακόμη κι αν δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Socitrel εκπροσώπησε τη Fapricela κατά τη συνάντηση αυτή, εντούτοις, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 194 και 195 ανωτέρω.

235    Στη συνέχεια, από το παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως και από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η Επιτροπή, τα οποία μνημονεύονται στο παράρτημα αυτό, προκύπτει ότι κατά τη συνάντηση της 23ης Μαρτίου 2001:

«Οι μετέχοντες συζήτησαν επίσης, ανά πελάτη, τις προσφορές που είχαν γίνει ή επρόκειτο να γίνουν, μεταξύ άλλων και για το συρματόσχοινο [...] Τέλος συζητήθηκαν οι παραδόσεις και οι τιμές συρματόσχοινου από τις Fapricela, Emesa και Tycsa σε ορισμένο πελάτη.»

236    Με την αιτιολογική σκέψη 512 της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζονται, επιπλέον, τα εξής:

«Μεταξύ των Tycsa και Emesa διεξήχθη συζήτηση με θέμα τις πωλήσεις και τις τιμές του συρματόσχοινου, με την επισήμανση ότι η Fapricela παραπονιόταν για τη δυσχέρεια πωλήσεως συρματόσχοινου στην Ισπανία. Υπογραμμίστηκε ότι οι δύο εταιρίες είχαν ορίσει την τιμή σε 98 εσκούδος έως τον Ιούνιο και στη συνέχεια σε 102 εσκούδος [...] Αυτοτελείς χειρόγραφες σημειώσεις που ανευρέθηκαν στα γραφεία της Tycsa επιβεβαιώνουν τις κύριες συζητήσεις (μεταξύ άλλων σχετικά με τις παραγγελίες που κλείστηκαν, ποσότητα/τιμή, ανά πελάτη στην Πορτογαλία) οι οποίες διεξήχθησαν κατά τη συνάντηση αυτή [...]».

237    Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Fapricela, από τις ενδείξεις αυτές ουδόλως αποδεικνύεται ότι δεν μετείχε στη σύμπραξη που αφορούσε το συρματόσχοινο, αλλά διαπιστώνεται ότι υπήρξε ανταλλαγή πληροφοριών προερχομένων ιδίως από τη Fapricela με αντικείμενο το συρματόσχοινο, όπως επιβεβαιώνεται από δύο διαφορετικές πηγές, δηλαδή την Tycsa και την Emesa.

238    Τρίτον, όσον αφορά τη συνάντηση της 7ης Ιουνίου 2001 πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι το περιεχόμενο της συναντήσεως περιγράφεται στο παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως εξής:

«Συνάντηση για το συρματόσχοινο το πρωί και για το σύρμα το απόγευμα. Συζητήθηκαν ποσοστώσεις και τιμές για τις Aceralia, Tycsa και Fapricela (“Acer, Tyc, Fabr”), καθώς και η κατανομή πελάτη στις Tycsa, Fapricela, Aceralia και Trefilerías Quijano (“Tyc, Fab, Acer, TQ”). Διεξήχθη, επίσης, συζήτηση για την κατανομή πελατών στον τομέα των δημοσίων έργων.

Πρωί: οι τρεις μετέχουσες επιχειρήσεις διαπραγματεύονται εκ νέου τη συμφωνία τους και κατανέμουν την ιβηρική αγορά συρματόσχοινου. Το ποσοστό της Fapricela αυξάνεται (από 20 %, βλ. 18.10.2000) σε 25 %, εις βάρος των άλλων δύο ομάδων [μείωση (από 40 %, βλ. 18.10.2000) σε 37,5 %]. Λεπτομερής συζήτηση για την κατανομή πελατών με κατάρτιση καταλόγου των κύριων επιχειρήσεων παραγωγής προκατασκευασμένων εξαρτημάτων στην Πορτογαλία και στην Ισπανία βάσει της καταναλώσεως συρματόσχοινου (κατά φθίνουσα σειρά), προσδιορίζοντας τον ή τους πραγματικούς προμηθευτές των επιχειρήσεων αυτών (/καταναλωτές) με σκοπό την κατανομή των εν λόγω πελατών μεταξύ των Tycsa, Emesa και Fapricela. Εφαρμογή ειδικού τύπου κατανομής των πελατών για ορισμένα έργα που απαιτούν σημαντικές ποσότητες συρματόσχοινου και τα οποία αναλαμβάνει μια κοινοπραξία διαφόρων επιχειρήσεων (πρωτότυπο στα ισπανικά): UTES (Unión Temporal de Empresas): η πρώτη προσφορά την οποία είχε ζητήσει μια UTES κατακυρώθηκε στη Fapricela, με καθορισμένη τιμή ανά τόνο, για τον λόγο ότι οι άλλες επιχειρήσεις είχαν υποβάλει προσφορές με υψηλότερες τιμές· η δεύτερη προσφορά παραχωρήθηκε τεχνηέντως στην Tycsa, η τρίτη στην Emesa, και η σειρά αυτή επαναλαμβανόταν διαδοχικώς. Σημειώνεται επίσης: “η Proderac πρέπει να κοινοποιήσει τον κατάλογο των πελατών της, διαφορετικά δεν θα της παρασχεθεί καμία πληροφορία” (πρωτότυπο στα ισπανικά).»

239    Πρώτον, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η Fapricela δεν αμφισβητεί τη συμμετοχή της στη συνάντηση αυτή.

240    Δεύτερον, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή (έγγραφα προερχόμενα από τις GSW, Tycsa/Celsa, Emesa και Galycas) αποδεικνύουν ότι η συνάντηση είχε ως θέμα το συρματόσχοινο το πρωί και το σύρμα το απόγευμα και ότι η Fapricela παρέστη στο μέρος της συναντήσεως που ήταν αφιερωμένο στη συζήτηση για το συρματόσχοινο.

241    Τρίτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα, απαντώντας στα επιχειρήματα της Επιτροπής, απλώς υποστηρίζει ότι η συμμετοχή της στη συνάντηση αυτή δεν αρκεί ως απόδειξη της συμμετοχής της στη σύμπραξη για τη συγκεκριμένη αγορά πριν και μετά την ημερομηνία αυτή.

242    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Fapricela δεν αρνείται ότι κατά τη συνάντηση αυτή υπήρξε ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών που την αφορούσαν.

243    Τέταρτον, ορθώς η Επιτροπή προβάλλει ότι, κατά την περίοδο συμμετοχής της Fapricela στην ομάδα Ισπανίας, ήταν διαρκής η τήρηση συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών και η ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών σχετικών με το συρματόσχοινο (παραπέμπει συναφώς στο παράρτημα 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως και ειδικότερα στα στοιχεία που αφορούν τις συναντήσεις της 14ης Απριλίου και της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, των 15ης, 20ής και 22ας Δεκεμβρίου 2000, και της 31ης Μαΐου 2002, καθώς και στις αιτιολογικές σκέψεις 502, 504, 506, 508, 510, 512, 515 έως 517, 521 και 530 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

244    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι υφίσταται μια δέσμη αρκούντως συγκεκριμένων και συγκλινόντων στοιχείων, τα οποία αποδεικνύουν ότι, στο πλαίσιο της συμμετοχής της στην ομάδα Ισπανίας, η Fapricela, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει, έλαβε μέρος στη συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένου του τομέα που αφορούσε το συρματόσχοινο.

245    Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 V – Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και του προσωποπαγούς των ποινών

 A —      Υπόμνηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

246    Κατά την αιτιολογική σκέψη 949 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«(949)      [...] Όσον αφορά τις Socitrel, Proderac, Fapricela και Fundia, επιχειρήσεις οι οποίες μετείχαν μόνο στην ομάδα [Ισπανίας] (η οποία κάλυπτε μόνον την Ισπανία και την Πορτογαλία) ή, στην περίπτωση της τελευταίας επιχειρήσεως, στη συνεννόηση σχετικά με την Addtek, και ως προς τις οποίες αποδείχθηκε ότι πληροφορήθηκαν την ενιαία και διαρκή παράβαση σε πολύ μεταγενέστερο στάδιό της (17 Μαΐου 2001 και 14 Μαΐου 2001 αντιστοίχως, βλ. τμήμα 12.2.2.4), η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της μια πολύ μικρότερη γεωγραφική εμβέλεια κατά τον προσδιορισμό της αξίας των πωλήσεων. Είναι διαφορετική η περίπτωση των λοιπών μελών της ομάδας [Ισπανίας] (Emesa/Galycas, Tycsa/Trefilerías Quijano), τα οποία μετείχαν ταυτοχρόνως σε διάφορα επίπεδα της συμπράξεως και/ή αποδείχθηκε ότι γνώριζαν πολύ νωρίτερα την ενιαία και διαρκή παράβαση. Ομοίως, η περίπτωση των μελών της ομάδας Ιταλίας διαφέρει από εκείνη των Socitrel, Proderac και Fapricela, δεδομένου ότι η γεωγραφική εμβέλεια της ομάδας Ιταλίας επικαλύπτει σε μεγάλο βαθμό εκείνη των πανευρωπαϊκών συμφωνιών και εκτείνεται συνεπώς πέρα από τη γεωγραφική εμβέλεια της ομάδας [Ισπανίας] (Ισπανία και Πορτογαλία).»

247    Κατά την αιτιολογική σκέψη 953 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«(953)      Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως και των ανωτέρω εκτιθέμενων κριτηρίων σε σχέση με τη φύση της παραβάσεως (βλ. τμήμα 19.1.3.1) και τη γεωγραφική εμβέλεια (βλ. τμήμα.1.3.3), το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη πρέπει να είναι 16 % για την επιχείρηση Fundia, 18 % για τις επιχειρήσεις Socitrel, Fapricela και Proderac και 19 % για όλες τις άλλες επιχειρήσεις.»

248    Εξάλλου, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 987 και 988 της προσβαλλομένης αποφάσεως:

«(987) Η Fapricela [… επικαλείται] επίσης την περιορισμένη συμμετοχή [της] στη σύμπραξη και [κάνει] λόγο για συμμετοχή [της] σε περιορισμένο αριθμό συναντήσεων και/ή για διακοπή της συμμετοχής [της] στις συναντήσεις της συμπράξεως σε διάφορες χρονικές περιόδους. Η Fapricela προβάλλει, επίσης, ότι ουδέποτε άσκησε οποιαδήποτε δραστηριότητα συντονισμού.

(988) Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Fapricela παρέστη και έλαβε συστηματικά μέρος σε περισσότερες από τριάντα συναντήσεις της ομάδας [Ισπανίας] μεταξύ του 1998 και του 2002 κατά τη διάρκεια των οποίων είχε πλήρη συμμετοχή στις συμφωνίες για την κατανομή ποσοστών και πελατών και στον καθορισμό των τιμών και αντάλλαξε ευαίσθητες εμπορικές πληροφορίες με τα άλλα μέλη της ομάδας [Ισπανίας], όπως παραδέχεται η ίδια. Το 2001, η Fapricela υποσχέθηκε επίσης ρητώς “να τηρήσει τις συμφωνίες που απέδωσαν τόσο καλά αποτελέσματα”, εκφράζοντας την ικανοποίησή της με τη σύμπραξη μετά την επίλυση διαφοράς (βλ. την αιτιολογική σκέψη 509). Ο ρόλος της δεν μπορεί, συνεπώς, να χαρακτηριστεί ούτε “ιδιαίτερα περιορισμένος” κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 2006 ούτε παθητικός ή μιμητικός κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1998, ακόμη και αν δεν είχε ποτέ την ιδιότητα της συντονίστριας. Τέλος, όπως έχει ήδη εκτεθεί στις αιτιολογικές σκέψεις 527 επ. και, ιδίως, στην αιτιολογική σκέψη 530, η επικαλούμενη από τη Fapricela διακοπή της συμμετοχής της στη σύμπραξη κατά τη διάρκεια ορισμένων περιόδων αντικρούεται από τις αποδείξεις περί του αντιθέτου.»

249    Τέλος, όσον αφορά τον ιδιαίτερα περιορισμένο ρόλο της Fapricela, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής:

«(1016) [...] Η Fapricela δηλώνει ότι, τουλάχιστον σε μία περίπτωση, κατάφερε να κερδίσει πελάτη της Emesa εφαρμόζοντας χαμηλότερη τιμή από εκείνη της Emesa. [...] και η Fapricela αναφέρουν επίσης τις διαφωνίες με τα άλλα μέλη της συμπράξεως [...].

[...]

(1018) Η Επιτροπή επισημαίνει, κατ’ αρχάς, ότι η πλειονότητα των αποδείξεων που έχουν προσκομισθεί συνίσταται κυρίως σε δεδομένα τα οποία πιστοποιούνται μόνον από την εταιρία που τα υποβάλλει. Εν πάση περιπτώσει, η περιστασιακή εξαπάτηση όσον αφορά τις καθορισμένες τιμές και/ή την κατανομή των πελατών δεν αποδεικνύει από μόνη της ότι ένας μετέχων σε σύμπραξη δεν εφάρμοσε τις αθέμιτες συμφωνίες. Οι εσωτερικές διαφωνίες, αντιπαλότητες και εξαπατήσεις ενυπάρχουν σε όλες τις συμπράξεις, ιδίως όταν αυτές έχουν μεγάλη διάρκεια (βλ. επίσης τις αιτιολογικές σκέψεις 604 και 680). Το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν τήρησε ορισμένες συμφωνίες δεν σημαίνει συνεπώς ότι δεν εφάρμοσε καμία αθέμιτη συμφωνία και ότι υιοθέτησε μια απολύτως ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά.

(1019) Η εφαρμογή αθέμιτων συμφωνιών διασφαλιζόταν με ένα σύστημα ελέγχου (βλ. τα τμήματα 9.1.6, 9.2.1.7 και 9.2.2.5) και τις πολύ συχνές συναντήσεις της συμπράξεως μεταξύ ανταγωνιστών κατά τη διάρκεια των οποίων ανταλλάσσονταν τακτικώς εμπιστευτικές πληροφορίες, που παρείχαν στους μετέχοντες τη δυνατότητα να συγκρίνουν τα αριθμητικά στοιχεία τους και να συμφωνήσουν και/ή να αναθεωρήσουν τις ποσοστώσεις, τις τιμές και την κατανομή των πελατών. Αποδεικνύεται ότι [...] η Fapricela [...] όπως και όλοι οι άλλοι αποδέκτες της παρούσας αποφάσεως, [είχε] τακτική συμμετοχή στις συναντήσεις κατά τις οποίες συζητούνταν και ελέγχονταν οι τιμές, οι ποσοστώσεις και οι πελάτες (βλ. επίσης το τμήμα 9, το τμήμα 14 και τα παραρτήματα 2, 3 και 4 της αποφάσεως) [...].

[...]

(1022) Εκ των ανωτέρω είναι σαφές ότι κανένας από τους μετέχοντες δεν απέδειξε ότι απείχε κατ’ ουσίαν από την εφαρμογή παραβατικών συμφωνιών υιοθετώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά ή, τουλάχιστον, ότι παρέβη σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που υπείχε για τη θέση σε εφαρμογή της συμπράξεως, σε σημείο που να έχει διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της. Επομένως δεν μπορεί να γίνει δεκτή καμία ελαφρυντική περίσταση λόγω αποχής από την εφαρμογή των συμφωνηθέντων ή λόγω ιδιαίτερα περιορισμένου ρόλου.

(1023) Η Επιτροπή είναι, εντούτοις, έτοιμη να αποδεχτεί ότι η συμμετοχή στην παράβαση των Proderac και Trame ήταν περιορισμένη. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι οι μετέχοντες αυτοί δραστηριοποιήθηκαν σε περιφερειακό επίπεδο της συμπράξεως, είχαν πιο περιορισμένο αριθμό επαφών με τα άλλα μέλη της συμπράξεως και είχαν μόνον περιορισμένη συμμετοχή στην παράβαση.»

 B —      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

250    Η Fapricela αφιερώνει μακροσκελείς αναλύσεις στα δικόγραφά της στην προβαλλόμενη διαρθρωτική πλημμέλεια των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, η οποία οδηγεί κατ’ ουσίαν, κατά την άποψή της, στην επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων στις μικρές επιχειρήσεις (που παράγουν ένα μόνο προϊόν) απ’ ό,τι στις μεγάλες επιχειρήσεις (που παράγουν διάφορα προϊόντα).

251    Εντούτοις, ερωτηθείσα κατά την προφορική διαδικασία σχετικά με την έννοια του σημείου 57 του υπομνήματός της απαντήσεως, η Fapricela επιβεβαίωσε ότι δεν προετίθετο να αμφισβητήσει τη νομιμότητα των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, αλλά μόνον την εφαρμογή τους από την Επιτροπή στη συγκεκριμένη περίπτωση.

252    Ο δεύτερος λόγος υποδιαιρείται επομένως σε δύο σκέλη, τα οποία αντλούνται, το μεν πρώτο από τον δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου και τη μη συνεκτίμηση διαφόρων στοιχείων κατά τον καθορισμό του ποσοστού σοβαρότητας της παραβάσεως και του πρόσθετου ποσού που επιβλήθηκε με σκοπό την αποτροπή, και το δεύτερο από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

 Γ —      Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από τον δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου και τη μη συνεκτίμηση διαφόρων στοιχείων κατά τον καθορισμό του ποσοστού σοβαρότητας της παραβάσεως και του πρόσθετου ποσού που επιβλήθηκε με σκοπό την αποτροπή

 1. Υπόμνηση των αρχών

253    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006:

«13.      Για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα, στον σχετικό γεωγραφικό χώρο εντός του ΕΟΧ. Η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί κατά κανόνα τις πωλήσεις της επιχειρήσεως κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους της συμμετοχής της στην παράβαση.

[...]

19.      Το βασικό ποσό του προστίμου θα συνδέεται με ορισμένο ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα καθορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό σοβαρότητας της παραβάσεως, πολλαπλασιασμένο με τον αριθμό των ετών της παραβάσεως.

20.      Η εκτίμηση της σοβαρότητας θα γίνεται κατά περίπτωση για κάθε είδος παραβάσεως, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών συνθηκών της υποθέσεως.

21.      Κατά γενικό κανόνα, το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη θα μπορεί να ανέλθει έως το 30 % της αξίας των πωλήσεων.

22.      Προκειμένου να αποφασιστεί εάν το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων, το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη σε συγκεκριμένη περίπτωση, θα πρέπει να είναι χαμηλό ή υψηλό εντός της κλίμακας αυτής, η Επιτροπή θα συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, όπως το είδος της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και το εάν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι.

23.      Οι οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών, κατανομής αγορών και περιορισμού της παραγωγής, που είναι κατά κανόνα μυστικές, είναι, από την ίδια τη φύση τους, μεταξύ των πλέον επιζήμιων περιορισμών του ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο της πολιτικής του ανταγωνισμού θα πρέπει να τιμωρούνται με αυστηρές κυρώσεις. Κατά συνέπεια, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη για τέτοιου είδους παραβάσεις θα είναι κατά κανόνα υψηλό εντός της κλίμακας αυτής.»

254    Κατά πάγια νομολογία, για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων, όπως, μεταξύ άλλων, ο ρόλος που διαδραμάτισε κάθε μετέχων στην παράβαση και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν παραβάσεις αυτού του είδους για τους σκοπούς της Ένωσης. Εάν μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις πρέπει να εξετάζεται η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής εκάστης εξ αυτών (βλ. αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, C‑51/92 P, Συλλογή, EU:C:1999:357, σκέψη 110 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 90 ανωτέρω, EU:T:2000:77, σκέψη 4949 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

255    Το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν μετέσχε σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως ή ότι διαδραμάτισε ήσσονος σημασίας ρόλο σε όσες πτυχές έχει μετάσχει πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, ενδεχομένως δε και της επιμετρήσεως του προστίμου (αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 1999, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, C‑49/92 P, Συλλογή, EU:C:1999:356, σκέψη 90, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψη 86, και Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 135 ανωτέρω, EU:C:2012:778, σκέψη 45).

256    Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι, για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, τα οποία επιβάλλονται στις επιχειρήσεις που έχουν μετάσχει σε σύμπραξη, η διαφοροποιημένη μεταχείριση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων είναι σύμφυτη με την άσκηση των εξουσιών που έχει συναφώς η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειάς της, η Επιτροπή καλείται να εξατομικεύσει την κύρωση με γνώμονα τη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά των εν λόγω επιχειρήσεων, προκειμένου να διασφαλίσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης (βλ. αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2009, SGL Carbon κατά Επιτροπής, C‑564/08 P, EU:C:2009:703, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 5ης Δεκεμβρίου 2013, Caffaro κατά Επιτροπής, C‑447/11 P, EU:C:2013:797, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

257    Περαιτέρω, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Στο πλαίσιο του υπολογισμού του ύψους των προστίμων, η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει διαφόρων στοιχείων και δεν πρέπει να προσδίδεται σε κανένα από τα στοιχεία αυτά δυσανάλογη σημασία σε σχέση προς τα άλλα στοιχεία εκτιμήσεως. Η αρχή της αναλογικότητας συνεπάγεται στο πλαίσιο αυτό ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει το πρόστιμο κατ’ αναλογίαν προς τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη για να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως και ότι οφείλει, συναφώς, να εφαρμόζει τα στοιχεία αυτά κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο (βλ. αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, T‑43/02, Συλλογή, EU:T:2006:270, σκέψεις 226 έως 228 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Gütermann και Zwicky κατά Επιτροπής, σκέψη 220 ανωτέρω, EU:T:2010:168, σκέψη 264 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 2. Επί του βασίμου του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως

258    Η Fapricela προβάλλει διάφορα επιχειρήματα προς στήριξη του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου, το οποίο αντλείται από τον δυσανάλογο χαρακτήρα του προστίμου και τη μη συνεκτίμηση διαφόρων στοιχείων κατά τον καθορισμό του ποσοστού σοβαρότητας της παραβάσεως και του πρόσθετου ποσού που επιβλήθηκε με σκοπό την αποτροπή.

259    Πρώτον, η Fapricela υποστηρίζει ότι είναι η επιχείρηση με τη μικρότερη διάρκεια συμμετοχής στη σύμπραξη.

260    Αφενός, η διάρκεια της παραβάσεως δεν πρέπει να συγχέεται με τη σοβαρότητά της (άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003) και, αφετέρου, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή ορθώς όρισε ως διάρκεια συμμετοχής της προσφεύγουσας στην ομάδα Ισπανίας την περίοδο μεταξύ 2ας Δεκεμβρίου 1998 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002.

261    Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η συμμετοχή της περιορίστηκε μόνο στην Ιβηρική Χερσόνησο.

262    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη το στοιχείο αυτό, δεχόμενη, ως προς την αξία των πωλήσεων, μόνον την αξία των πωλήσεων που πραγματοποίησε η Fapricela στην Ιβηρική Χερσόνησο (βλ. σκέψη 246 ανωτέρω).

263    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν ελήφθη υπόψη ο ήσσονος σημασίας ρόλος της. Διατείνεται, επίσης, ότι είχε μόνον παθητικό και όχι πρωταγωνιστικό ρόλο εντός της συμπράξεως αντιθέτως προς άλλες ιβηρικές επιχειρήσεις, όπως η Tycsa και η Emesa. Ειδικότερα δεν λειτούργησε ποτέ ως συντονιστής, όπως ήταν αντιθέτως για παράδειγμα η Tycsa, διατήρησε δε ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά.

264    Εντούτοις, η Επιτροπή απέρριψε τα σχετικά επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τις αιτιολογικές σκέψεις 988 και 1019 έως 1022 της προσβαλλομένης αποφάσεως και επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο της προσφυγής της, η Fapricela ουδόλως αποδεικνύει ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις είναι εσφαλμένες.

265    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί, συνεπώς, να γίνει δεκτό.

266    Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι είχε το 2001 τον τρίτο χαμηλότερο κύκλο εργασιών μεταξύ των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως ενώ της επιβλήθηκε το έβδομο υψηλότερο πρόστιμο.

267    Το γεγονός αυτό όμως ουδόλως επηρεάζει το ποσό του προστίμου, διότι δεν είναι ο κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως αλλά μόνον η αξία των πωλήσεων αγαθών που πραγματοποίησε η επιχείρηση σε άμεση ή έμμεση σχέση με την παράβαση, στον οικείο γεωγραφικό τομέα εντός του εδάφους του ΕΟΧ, η οποία λαμβάνεται υπόψη από την Επιτροπή για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου.

268    Πέμπτον, η Fapricela υποστηρίζει ότι επέστρεψε στην ομάδα Ισπανίας πολύ μεταγενέστερα.

269    Πρέπει να διαπιστωθεί όμως ότι το στοιχείο αυτό ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή στο πλαίσιο εκτιμήσεως της διάρκειας της παραβάσεως που της καταλογίστηκε.

270    Έκτον, η Fapricela εκτιμά ότι δεν ελήφθη υπόψη ότι είχε συμμετάσχει σε μικρότερο αριθμό συναντήσεων σε σύγκριση με τα άλλα μέλη της συμπράξεως.

271    Το επιχείρημα αυτό συγχέεται εντούτοις, κατ’ ουσίαν, με εκείνο που αφορά τον προβαλλόμενο ήσσονος σημασίας ρόλο που διαδραμάτισε η Fapricela στο πλαίσιο της ομάδας Ισπανίας, επιχείρημα το οποίο δεν μπορεί να γίνει δεκτό για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 263 έως 265 ανωτέρω.

272    Διαπιστώνεται, επίσης, ότι η Fapricela έλαβε μέρος σε περισσότερες από τριάντα συναντήσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου συμμετοχής της στην ομάδα Ισπανίας.

273    Το γεγονός ότι δεν παρέστη σε όλες τις συναντήσεις της συμπράξεως κατά τη διάρκεια της παραβατικής περιόδου που ελήφθη υπόψη εις βάρος της είναι συναφώς άνευ σημασίας, καθόσον επιβεβαιώνεται η διαρκής συμμετοχή της στην παράβαση μεταξύ 2ας Δεκεμβρίου 1998 και 19ης Σεπτεμβρίου 2002.

274    Έβδομον, όσον αφορά το επιχείρημα της Fapricela ότι δεν είχε συμμετάσχει για ορισμένο χρονικό διάστημα στη σύμπραξη για το συρματόσχοινο, τούτο αποτελεί αντικείμενο του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου που πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο (σκέψη 244 ανωτέρω).

275    Όγδοον, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι δεν έλαβε μέρος στη συνάντηση της 23ης Μαρτίου 2001 και ότι αποστασιοποιήθηκε από τη σύμπραξη μεταξύ του Οκτωβρίου του 2000 και του Απριλίου του 2001, πρέπει να υπομνησθεί ότι τούτο πρέπει να κριθεί αβάσιμο (βλ. σκέψη 210 ανωτέρω).

276    Ένατον, η Fapricela προβάλλει τη μη εφαρμογή των συμφωνιών, τον πόλεμο τιμών που ενέκυψε μεταξύ των μελών της συμπράξεως και την ύπαρξη μιας οξυμένης καταστάσεως ανταγωνισμού στην αγορά, όπως αποδεικνύουν τα εξαιρετικώς χαμηλά περιθώρια κέρδους της κατά τη διάρκεια της παραβατικής περιόδου.

277    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί, εντούτοις, να γίνει δεκτό.

278    Πρέπει, πράγματι, να υπομνησθεί ότι οι μυστικές συμπράξεις λειτουργούν συχνά, εκ φύσεως, υπό το κράτος κλίματος υποψίας. Εντούτοις, η ύπαρξη ενός τέτοιου κλίματος δεν επηρεάζει οπωσδήποτε τον πραγματικό αντίκτυπο της συμπράξεως (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Roquette Frères κατά Επιτροπής, T‑322/01, Συλλογή, EU:T:2006:267, σκέψεις 172 και 174).

279    Η Επιτροπή υπενθυμίζει συναφώς ότι οι εσωτερικές διαφωνίες, αντιπαλότητες και εξαπατήσεις ενυπάρχουν σε όλες τις συμπράξεις, ιδίως όταν αυτές έχουν μεγάλη διάρκεια.

280    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει την παραμικρή απόδειξη προς στήριξη των όσων υποστηρίζει σχετικά με τη μη εφαρμογή των συμφωνιών, είτε από τα μέλη της ομάδας Ισπανίας είτε από την ίδια, και σχετικά με τον πόλεμο τιμών που ενέκυψε εντός της ομάδας Ισπανίας κατά τη διάρκεια της παραβατικής περιόδου, μεταξύ 1998 και 2002, η οποία ελήφθη υπόψη εις βάρος της.

281    Τα αποδεικτικά στοιχεία και ιδίως το περιεχόμενο των συζητήσεων που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, και μεταξύ άλλων από το παράρτημα 4 της αποφάσεως αυτής, αποδεικνύουν αντιθέτως έναν ατέρμονο συντονισμό με τη συμμετοχή της Fapricela.

282    Εξάλλου, το γεγονός ότι τα μέλη μιας συμπράξεως αποστασιοποιήθηκαν περιστασιακώς από ορισμένες ενέργειες δεν σημαίνει ότι δεν εφάρμοσαν τις αθέμιτες συμφωνίες. Πράγματι, μια επιχείρηση που, παρά τη διαβούλευση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί μια λίγο ως πολύ ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της (απόφαση της 14ης Μαΐου 1998, Cascades κατά Επιτροπής, T‑308/94, Συλλογή, EU:T:1998:90, σκέψη 230).

283    Τέλος, τα αριθμητικά στοιχεία που προβάλλει η Fapricela στο σημείο 147 του ενοποιημένου δικογράφου της προσφυγής της σχετικά με τα περιθώρια κέρδους της δεν στηρίζονται σε κανένα επίσημο λογιστικό έγγραφο που να έχει αποδεικτική αξία και ουδόλως αποδεικνύουν τη μη συμμετοχή της στις συμφωνίες που της προσάπτονται ή τη μη εφαρμογή εκ μέρους της των συμφωνιών αυτών.

284    Δέκατον, η Fapricela υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν συμμετέσχε ποτέ ούτε γνώριζε την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως, γεγονός το οποίο ασκεί επιρροή στη σοβαρότητα της παραβάσεως που ελήφθη υπόψη εις βάρος της.

285    Πρέπει να υπομνησθεί ότι τα δύο πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνουν δεκτά, καθόσον δεν αποδείχτηκε ότι η προσφεύγουσα γνώριζε την ομάδα Ευρώπης.

286    Η Επιτροπή έλαβε συγκεκριμένα υπόψη, για να ορίσει στο 18 % το ποσοστό σοβαρότητας της παραβάσεως που διέπραξαν ιδίως οι Fapricela, Proderac και Socitrel, ότι οι τρεις αυτές επιχειρήσεις μέλη της ομάδας Ισπανίας πληροφορήθηκαν μεταγενέστερα την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως.

287    Πρέπει, συνεπώς, να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε πλάνη όσον αφορά τη Fapricela.

288    Το ίδιο ισχύει και για το πρόσθετο ποσό με σκοπό την αποτροπή, του οποίου το ποσοστό ορίζεται, στην προσβαλλόμενη απόφαση, διά παραπομπής και βάσει της αιτιολογίας στην οποία στηρίχθηκε το ποσοστό σοβαρότητας της παραβάσεως (βλ. αιτιολογική σκέψη 962 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Δ —      Επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

289    Αφενός, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, διότι δεν της χορηγήθηκε συγκρίσιμη μείωση με εκείνη που η Επιτροπή παρέσχε στην Arcelor και στην Ori Martin με την έκδοση της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως.

290    Αφετέρου, η Fapricela υποστηρίζει ότι η αρχή αυτή παραβιάστηκε επίσης καθόσον, πρώτον, είχε μεταχείριση ανάλογη με εκείνη των Socitrel και Proderac, ενώ η κατάστασή της διαφέρει από την κατάσταση αυτών των δύο επιχειρήσεων, δεύτερον, η μείωση που της χορηγήθηκε βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως ήταν μόνον 1 % σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις, όπως μεταξύ άλλων η Emesa και η Tycsa, για τις οποίες το ποσοστό σοβαρότητας ορίστηκε σε 19 %, καίτοι οι επιχειρήσεις που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή διέπραξαν όλες πολύ σοβαρότερη παράβαση από την παράβαση της προσφεύγουσας και, τρίτον, έπρεπε να τύχει λιγότερο αυστηρής μεταχειρίσεως από εκείνη που είχε η Fundia, η οποία είχε συμμετάσχει σε συμφωνία για έναν πολύ μεγαλύτερο πελάτη, την Addtek, από εκείνους τους οποίους αφορούσε η συμφωνία στην οποία είχε λάβει η ίδια μέρος.

291    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις ούτε κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, Advocaten voor de Wereld, C‑303/05, Συλλογή, EU:C:2007:261, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

292    Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως, δηλαδή η συνεκτίμηση, για την εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 10 %, του κύκλου εργασιών της εμπλεκόμενης στη σύμπραξη θυγατρικής αντί του κύκλου εργασιών του ομίλου, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στη Fapricela, η οποία δεν βρίσκεται στην πραγματικότητα σε παρόμοια κατάσταση με την Arcelor, την SLM ή την Ori Martin, διότι δεν εξαγοράσθηκε, μετά το τέλος της παραβατικής περιόδου, από άλλη επιχείρηση.

293    Δεν μπορεί, συνεπώς, να προβάλει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως υπό τις περιστάσεις αυτές.

294    Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή, στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 953), όρισε τρεις κατηγορίες για τον καθορισμό του ποσοστού σοβαρότητας, βάσει της φύσεως της διαπραχθείσας παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 939 έως 945), του συνδυασμένου μεριδίου αγοράς (αιτιολογική σκέψη 946) και της γεωγραφικής διαστάσεως της συμπράξεως (αιτιολογικές σκέψεις 947 έως 949):

–        μια κατηγορία με ποσοστό 16 %, η οποία αφορά μόνον τη Fundia και δικαιολογείται από το γεγονός ότι η επιχείρηση αυτή συμμετέσχε μόνο στον «συντονισμό» της Addtek (αιτιολογική σκέψη 939)·

–        μια κατηγορία με ποσοστό 18 %, το οποίο δικαιολογείται βάσει δύο κριτηρίων: τη συμμετοχή μόνο στην ομάδα Ισπανίας και τη μεταγενέστερη γνώση της πανευρωπαϊκής διαστάσεως της συμπράξεως· η Socitrel, η Proderac και η προσφεύγουσα περιλαμβάνονται στην κατηγορία αυτή (αιτιολογική σκέψη 949)·

–        μια κατηγορία με ποσοστό 19 %, στην οποία συγκαταλέγονται όλες οι άλλες επιχειρήσεις που μετείχαν στη σύμπραξη (αιτιολογική σκέψη 953).

295    Πρώτον, διαπιστώνεται ότι η κατάσταση της Fapricela δεν είναι συγκρίσιμη με εκείνη της Fundia, διότι η ευθύνη της στηρίχθηκε, κατ’ ουσίαν, μόνο στον «συντονισμό» των πωλήσεων ενός μόνον πελάτη, δηλαδή της Addtek, ενώ η Fapricela είχε συμμετοχή σε παράβαση, η οποία χαρακτηριζόταν από την κατανομή της αγοράς (τον καθορισμό ποσοστώσεων), την κατανομή πελατών και τον οριζόντιο καθορισμό τιμών στο πλαίσιο της ιβηρικής αγοράς.

296    Δεύτερον, η Emesa και η Tycsa είχαν ενεργό συμμετοχή στην ομάδα Ζυρίχης (από το 1992 η πρώτη και από το 1993 η δεύτερη) και στην ομάδα Ευρώπης, ενώ η Fapricela δεν συμμετέσχε σε καμιά από τις εν λόγω ομάδες.

297    Βεβαίως, η απόκλιση μεταξύ των ποσοστών των αντίστοιχων κατηγοριών στις οποίες εμπίπτουν η Emesa και η Tycsa, αφενός, και η προσφεύγουσα, αφετέρου, είναι μικρή, αλλά πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το σημείο 21 των κατευθυντήριων γραμμών του 2006, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη μπορεί να ανέλθει έως το 30 % και ότι, κατά το σημείο 23 αυτών των κατευθυντήριων γραμμών, οι οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών, κατανομής αγορών και περιορισμού της παραγωγής, που είναι κατά κανόνα μυστικές, είναι, από την ίδια τη φύση τους, μεταξύ των πλέον επιζήμιων περιορισμών του ανταγωνισμού και στο πλαίσιο της πολιτικής ανταγωνισμού πρέπει να τιμωρούνται αυστηρώς. Κατά συνέπεια, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη για τέτοιου είδους παραβάσεις θα ορίζεται κατά κανόνα στα υψηλότερα όρια της ανωτέρω κλίμακας.

298    Επιβάλλεται, εν προκειμένω, η διαπίστωση ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της παραβάσεως που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 939 της προσβαλλομένης αποφάσεως (κατανομή της αγοράς /καθορισμός ποσοστώσεων, κατανομή πελατών και οριζόντιος καθορισμός τιμών), το ποσοστό σοβαρότητας που εφάρμοσε η Επιτροπή για την κατηγορία των επιχειρήσεων που διέπραξαν την παράβαση βρίσκεται στη βάση των υψηλότερων ορίων της κλίμακας (από 15 % έως 30 %), με αποτέλεσμα να είναι μικρή η απόκλιση από άλλη κατηγορία επιχειρήσεων που διέπραξαν παράβαση η οποία επίσης χαρακτηρίζεται από οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού τιμών, κατανομής αγορών και περιορισμού της παραγωγής.

299    Εξάλλου πρέπει, επίσης, να διαπιστωθεί ότι η διάκριση στην οποία προέβη η Επιτροπή μεταξύ της κατηγορίας στην οποία εμπίπτουν ιδίως η Emesa και η Tycsa, αφενός, και εκείνης στην οποία εμπίπτουν οι Socitrel, Fapricela και Proderac, αφετέρου, στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία.

300    Η προσφεύγουσα δεν μπορεί συνεπώς, στηριζόμενη μόνο στην εν λόγω μικρή διαφορά μεταξύ των δύο ποσοστών σοβαρότητας που δέχτηκε η Επιτροπή, να προβάλει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

301    Τρίτον, στην περίπτωση των Fapricela, Socitrel και Proderac εφαρμόστηκε ποσοστό σοβαρότητας της τάξεως του 18 %, αντί για ποσοστό 19 %, λόγω της συμμετοχής τους μόνο στην ομάδα Ισπανίας και της εκ μέρους τους μεταγενέστερης γνώσεως της πανευρωπαϊκής διαστάσεως της συμπράξεως.

302    Πρέπει, όμως, να υπομνησθεί ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Fapricela γνώριζε την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως (βλ. ανωτέρω το πρώτο και το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου).

303    Η Επιτροπή δεν μπορεί, συνεπώς, να συμπεριλάβει τη Fapricela στην ίδια κατηγορία με τη Socitrel και την Proderac.

304    Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

305    Πρέπει, εντούτοις, να απορριφθεί κατά τα λοιπά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η διάρκεια της συμμετοχής της Socitrel στη σύμπραξη ήταν πολύ μεγαλύτερη από της ίδιας, διότι ο παράγοντας αυτός πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της διάρκειας της παραβάσεως και όχι κατά την εκτίμηση της σοβαρότητάς της.

306    Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τον αριθμό των συναντήσεων στις οποίες παρέστη η Socitrel, διότι ο παράγοντας αυτός, όπως και στην περίπτωση της Fapricela, είναι άνευ σημασίας για τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως που διέπραξαν ως διαρκούς ή μη (βλ. σκέψη 273 ανωτέρω).

 E —      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

307    Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, συνεπώς, να διαπιστωθεί ότι είναι εσφαλμένος ο προσδιορισμός του βασικού ποσού του προστίμου.

308    Πρέπει, συνεπώς, να ακυρωθεί εν μέρει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που επιβάλλει πρόστιμο στη Fapricela.

[παραλειπόμενα]

 VI – Επί του πρώτου συμπληρωματικού λόγου που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Fapricela, παράβαση ουσιώδους τύπου και έλλειψη αιτιολογίας

 A —      Υπόμνηση της προσβαλλομένης αποφάσεως

400    Στο πλαίσιο της πρώτης τροποποιητικής αποφάσεως, η Επιτροπή συμπλήρωσε την αιτιολογική σκέψη 935 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προσθέτοντας πίνακα ο οποίος περιείχε τις αξίες των πωλήσεων που είχαν ληφθεί υπόψη για διάφορες επιχειρήσεις. Όσον αφορά τη Fapricela, στο σημείο 6 του πίνακα αυτού αναγράφεται: «Fapricela: απάντηση της 16ης Ιουνίου 2009: 2.12.1998-19.9.2002: [αξία των πωλήσεων που ελήφθησαν υπόψη για τη Fapricela]».

 B —      Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

401    Πρώτον, καθόσον ο λόγος αυτός συγχέεται εν μέρει με τον λόγο που προβλήθηκε κατά την προφορική διαδικασία περί μη κοινοποιήσεως στην προσφεύγουσα της πρώτης τροποποιητικής αποφάσεως, με συνέπεια την προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας, γίνεται παραπομπή στις εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου που περιέχονται στις σκέψεις 79 έως 82 της παρούσας αποφάσεως.

402    Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι, με την πρώτη τροποποιητική απόφαση, η Επιτροπή διόρθωσε ουσιώδη σφάλματα τα οποία είχαν παρεισφρήσει στην αρχική απόφαση, αλλά δεν τροποποίησε το ποσό του προστίμου που είχε επιβληθεί στη Fapricela.

403    Επιπροσθέτως, η διόρθωση στην οποία προέβη η Επιτροπή ως προς αυτή είχε ως σκοπό να καθορίσει επακριβώς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, την αξία των πωλήσεων που είχε γνωστοποιηθεί από τη Fapricela στην Επιτροπή με την απάντησή της στην Επιτροπή της 16ης Ιουνίου 2009.

404    Επίσης, η προσφεύγουσα παραδέχθηκε, κατά την προφορική διαδικασία, ότι η Επιτροπή είχε υπολογίσει ορθώς στην αρχική απόφαση το βασικό ποσό του προστίμου, στηριζόμενη στο ποσό της αξίας των πωλήσεων που είχε λάβει υπόψη για τη Fapricela, στο οποίο περιλαμβανόταν η αξία των πωλήσεων συρματόσχοινου που είχε πραγματοποιήσει η Fapricela.

405    Δεν μπορεί, συνεπώς, να υποστηρίζει ότι δεν ήταν δυνατό να αντιληφθεί, πριν από την πρώτη τροποποιητική απόφαση, ότι η αξία των πωλήσεων συρματόσχοινου περιλαμβανόταν στην αξία των πωλήσεων που ελήφθησαν υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου.

406    Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση ότι η αρχική απόφαση στερείται συναφούς αιτιολογίας.

407    Τρίτον, η πρώτη τροποποιητική απόφαση φέρει αιτιολογία, από την οποία μπορούν να γίνουν αντιληπτά τα σφάλματα που σκόπευε να διορθώσει η Επιτροπή, και επισημαίνει με σαφήνεια τις τροποποιήσεις που επιφέρει στην αρχική απόφαση. Συνεπώς, η αιτίαση ότι η πρώτη τροποποιητική απόφαση στερείται αιτιολογίας είναι επίσης συναφώς αβάσιμη.

408    Τέταρτον, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η Fapricela με την επιχειρηματολογία της έχει σκοπό να υποστηρίξει ότι δεν είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της πριν από την έκδοση των δύο τροποποιητικών αποφάσεων, γεγονός το οποίο συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα διατύπωσε τις απόψεις της πριν από την έκδοση της αρχικής αποφάσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1/2003, δεύτερον, ότι με την πρώτη τροποποιητική απόφαση επήλθαν μόνον επουσιώδεις διορθώσεις στην αρχική απόφαση, τρίτον, ότι η προσφεύγουσα δεν αναφέρει πώς η προηγούμενη ακρόασή της για τα στοιχεία που διόρθωσε η Επιτροπή βάσει των πληροφοριών που η ίδια της είχε κοινοποιήσει κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας θα μπορούσε να μεταβάλει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως ή θα της είχε επιτρέψει να υποστηρίξει καλύτερα τις απόψεις της (απόφαση της 18ης Ιουνίου 2013, Fluorsid και Minmet κατά Επιτροπής, T‑404/08, Συλλογή, EU:T:2013:321, σκέψη 110) και, τέλος, τέταρτον, ότι το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Fapricela δεν τροποποιήθηκε ούτε με την πρώτη ούτε με τη δεύτερη τροποποιητική απόφαση.

409    Βεβαίως, η δεύτερη τροποποιητική απόφαση τροποποίησε το ποσό του προστίμου που είχε επιβληθεί σε δύο άλλες επιχειρήσεις, την Arcelor και την Ori Martin.

410    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση της δεύτερης τροποποιητικής αποφάσεως —δηλαδή η συνεκτίμηση, για την εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 10 %, του κύκλου εργασιών της εμπλεκόμενης στη σύμπραξη θυγατρικής αντί του κύκλου εργασιών του ομίλου— ουδόλως αφορούν τη Fapricela, της οποίας η κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική.

411    Δεν μπορεί, συνεπώς, να γίνει λόγος για παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως υπό τις περιστάσεις αυτές ούτε να γίνει επίκληση του δικαιώματος προηγούμενης ακροάσεως.

412    Πρέπει, επίσης, να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους τα επιχειρήματά της σχετικά με την παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως ή της αρχής της χρηστής διοικήσεως, διότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν με τη δεύτερη τροποποιητική απόφαση δεν την αφορούσαν.

413    Πέμπτον, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να τροποποιήσει τους λόγους ακυρώσεως και τα αιτήματά της μετά την έκδοση καθεμίας από τις δύο τροποποιητικές αποφάσεις, δυνατότητα την οποία χρησιμοποίησε δύο φορές και δεν μπορεί, συνεπώς, να υποστηρίζει ότι η έκδοση των αποφάσεων αυτών προσέβαλε καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματά της άμυνας.

414    Ο πρώτος συμπληρωματικός λόγος ακυρώσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί στο σύνολό του.

 VII – Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως του άρθρου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως

415    Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση του άρθρου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

416    Πρέπει, εντούτοις, να απορριφθεί η αιτίαση αυτή, στο μέτρο που το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως σκοπό, με την πρώτη παράγραφό του, να επιβάλει στις επιχειρήσεις που δεν είχαν ακόμη σταματήσει την παράβαση να θέσουν τέλος σ’ αυτή. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι έπαυσε την παράβαση τον Σεπτέμβριο του 2002. Κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής της, η προσφεύγουσα δεν είχε, συνεπώς, έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της συγκεκριμένης διατάξεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

417    Το άρθρο 3, παράγραφος 2, έχει ως σκοπό να αποκλείσει την υποτροπή εκ μέρους των επιχειρήσεων που ήταν αποδέκτες της αποφάσεως. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η Fapricela διέπραξε παράβαση και ότι έπρεπε να της επιβληθούν για τον λόγο αυτό κυρώσεις, γεγονός το οποίο δικαιολογεί την απαγόρευση υποτροπής.

418    Το αίτημά της περί ακυρώσεως του άρθρου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί στο σύνολό του ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

 VIII – Επί της ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του Γενικού Δικαστηρίου

 A —      Υπόμνηση του υπολογισμού του ποσού του προστίμου από την Επιτροπή

419    Πρέπει να υπομνησθούν τα στοιχεία υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στη Fapricela:

–        αξία των πωλήσεων προεντεταμένου χάλυβα, τόσο με τη μορφή καλωδίων όσο και με τη μορφή συρματόσχοινου, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν το 2001 (α)·

–        ποσοστό της αξίας των πωλήσεων (β): 18 %·

–        αριθμός ετών (συντελεστής διάρκειας) (γ): 3,75·

–        ποσοστό που εφαρμόστηκε για το πρόσθετο ποσό (δ): 18 %·

–        συνολικό βασικό ποσό: [(α) x (β) x (γ)] + [(α) x (δ)] ·

–        προσαύξηση λόγω επιβαρυντικών περιστάσεων: όχι·

–        μείωση λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων: όχι·

–        συνολικό βασικό ποσό (αμετάβλητο)·

–        εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών: 8 874 000 ευρώ·

–        μείωση κατ’ εφαρμογήν του καθεστώτος επιείκειας: όχι·

–        μείωση λόγω αδυναμίας αποπληρωμής του προστίμου εκ μέρους της επιχειρήσεως, λαμβανομένων υπόψη ειδικών κοινωνικοοικονομικών περιστάσεων: όχι·

–        τελικό ποσό του προστίμου: 8 874 000 ευρώ.

 B —      Υπόμνηση των αρχών

420    Η πλήρης δικαιοδοσία που παρέχει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 261 ΣΛΕΕ, το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 στο Γενικό Δικαστήριο, επιτρέπει στο δικαιοδοτικό αυτό όργανο, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, βάσει του οποίου μπορεί απλώς να απορριφθεί η προσφυγή ακυρώσεως ή να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση της Επιτροπής και, κατά συνέπεια, να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη πράξη, έστω και χωρίς ακύρωση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να τροποποιήσει το ποσό του επιβληθέντος προστίμου, όταν το ζήτημα του ποσού υποβληθεί στην κρίση του (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου 2007, Groupe Danone κατά Επιτροπής, C‑3/06 P, Συλλογή, EU:C:2007:88, σκέψεις 61 και 62, και της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, C‑534/07 P, Συλλογή, EU:C:2009:505, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

421    Εξάλλου, κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, πέραν της σοβαρότητας της παραβάσεως, και η διάρκειά της.

422    Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια των παραβάσεων, καθώς και όλα τα στοιχεία που προσφέρονται για την εκτίμηση της σοβαρότητάς τους, όπως η συμπεριφορά της κάθε επιχειρήσεως, η λειτουργία εκάστης εξ αυτών κατά τον καθορισμό των εναρμονισμένων πρακτικών, το όφελος που άντλησαν από τις πρακτικές αυτές, το μέγεθός τους και η αξία των εμπορευμάτων που αφορούν, καθώς και ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τέτοιου είδους παραβάσεις για τους σκοπούς της Ένωσης (βλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, C‑386/10 P, Συλλογή, EU:C:2011:815, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

423    Το Δικαστήριο έχει επισημάνει, επίσης, ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αντικειμενικά στοιχεία όπως το περιεχόμενο και η διάρκεια των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορών, ο αριθμός και η έντασή τους, η έκταση της επηρεασθείσας αγοράς και η επιδείνωση την οποία υπέστη η οικονομική δημόσια τάξη. Στην ανάλυση πρέπει, επίσης, να συνεκτιμώνται το σχετικό μέγεθος των ευθυνόμενων επιχειρήσεων και το μερίδιο της αγοράς που κατέχουν, καθώς και τυχόν υποτροπή (απόφαση Χαλκόρ κατά Επιτροπής, σκέψη 422 ανωτέρω, EU:C:2011:815, σκέψη 57).

424    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, εκ φύσεως, ο καθορισμός ενός προστίμου από το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελεί ακριβή μαθηματική άσκηση. Άλλωστε, το Γενικό Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τους υπολογισμούς της Επιτροπής ούτε από τις κατευθυντήριες γραμμές, όταν αποφαίνεται στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, αλλά πρέπει να διενεργεί δική του εκτίμηση λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως (βλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2007, BASF και UCB κατά Επιτροπής, T‑101/05 και T‑111/05, Συλλογή, EU:T:2007:380, σκέψη 213 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 Γ —      Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στη συγκεκριμένη υπόθεση

425    Εν προκειμένω, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί ως κύρωση για τη συμμετοχή της Fapricela στην παράβαση, από το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη, εκτός από τη σοβαρότητα της παραβάσεως, και η διάρκειά της, ενώ από την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών προκύπτει ότι η κύρωση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη στάση του κάθε μετέχοντος στην παράβαση.

426    Η παράβαση για την οποία ευθύνεται η Fapricela είναι η αδιάλειπτη συμμετοχή της μόνο στην ομάδα Ισπανίας, καθόσον δεν αποδεικνύεται ότι η Fapricela γνώριζε την ομάδα Ευρώπης (βλ. πρώτο και δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου, σκέψεις 130 και 142 ανωτέρω).

427    Ως προς τη διάρκεια της παραβάσεως που διέπραξε η Fapricela, αυτή εκτείνεται από τις 2 Δεκεμβρίου 1998 έως τις 19 Σεπτεμβρίου 2002, καθόσον δεν αποδεικνύεται ότι η Fapricela αποστασιοποιήθηκε από την ομάδα Ισπανίας μεταξύ 18ης Οκτωβρίου 2000 και 9ης Απριλίου 2001 (βλ. σκέψη 207 ανωτέρω).

428    Όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως που διέπραξε η Fapricela, πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι εσφαλμένως η Επιτροπή έκρινε ότι η Fapricela πληροφορήθηκε, έστω και μεταγενέστερα, την πανευρωπαϊκή διάσταση της συμπράξεως (βλ. σκέψη 130 ανωτέρω).

429    Το κριτήριο αυτό δεν μπορεί, συνεπώς, να ληφθεί υπόψη για να εκτιμηθεί η αντικειμενική σοβαρότητα της παραβάσεως που διέπραξε η Fapricela.

430    Η παράβαση που διέπραξε η Fapricela είναι, επομένως, λιγότερο σοβαρή από εκείνες που διέπραξαν η Socitrel και η Proderac, προς τις οποίες εξομοιώθηκε από την Επιτροπή (αιτιολογική σκέψη 953 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

431    Η παράβαση που διέπραξε η Fapricela είναι, όμως, σοβαρότερη από εκείνη που διέπραξε η Fundia. Πράγματι, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Fundia είχε μόνο συμμετοχή στον «συντονισμό» των πωλήσεων προς ένα μόνον πελάτη, την Addtek (αιτιολογικές σκέψεις 935 και 953 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ενώ από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Fapricela έλαβε μέρος σε «συντονισμό» που αφορούσε και διάφορους άλλους πελάτες.

432    Όσον αφορά την αξία των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη, τούτη είναι η αξία που δέχτηκε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία περιλαμβάνει το συρματόσχοινο, καθόσον αποδεικνύεται ότι η Fapricela έλαβε μέρος και στη συμφωνία που αφορούσε το συρματόσχοινο στο πλαίσιο της ομάδας Ισπανίας (βλ. σκέψη 244 ανωτέρω). Επίσης ορθώς η Επιτροπή έλαβε υπόψη μόνον τις πωλήσεις που είχε πραγματοποιήσει η Fapricela στην Ισπανία και στην Πορτογαλία (αιτιολογική σκέψη 949 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

433    Το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχτεί καμία ελαφρυντική ή επιβαρυντική περίσταση ούτε οποιαδήποτε άλλη ειδική περίσταση. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα μετείχε μόνο στην ομάδα Ισπανίας έχει ήδη ληφθεί, κατ’ ουσίαν, υπόψη, καθόσον έχουν συνεκτιμηθεί μόνον οι πωλήσεις της στην Ισπανία και στην Πορτογαλία.

434    Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ποσό του προστίμου εις βάρος της Fapricela δεν μπορεί να υπολείπεται των 17 000 000 ευρώ.

435    Εντούτοις, κατ’ εφαρμογήν του ανωτάτου ορίου του 10 %, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Fapricela δεν μπορεί να υπερβεί τα 8 874 000 ευρώ.

436    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το ποσό του επιβλητέου στη Fapricela προστίμου πρέπει να οριστεί σε 8 874 000 ευρώ, ποσό το οποίο είναι πρόσφορο, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως, της διάρκειας και της σοβαρότητας της παραβάσεως που διέπραξε η προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

437    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Εντούτοις, αν τούτο δικαιολογείται από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ένας διάδικος, πέραν των δικαστικών εξόδων του, φέρει και μέρος των εξόδων του αντιδίκου.

438    Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως πρέπει να γίνει δεκτό ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38344 — Προεντεταμένος χάλυβας), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2010) 6676 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Σεπτεμβρίου 2010, και με την απόφαση C(2011) 2269 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2011, στο μέτρο που διαπιστώνει ότι η Fapricela — Indústria de Trefilaria, SA παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ μετέχοντας όχι μόνο σε παράβαση των εν λόγω διατάξεων στην ιβηρική αγορά, αλλά και σε σύμπραξη καλύπτουσα την εσωτερική αγορά και στη συνέχεια τον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Χώρο (ΕΟΧ) και της επέβαλε πρόστιμο ύψους 8 874 000 ευρώ.

2)      Το ποσό του επιβαλλομένου στη Fapricela — Indústria de Trefilaria προστίμου ορίζεται σε 8 874 000 ευρώ.

3)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

4)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Frimodt Nielsen

Dehousse

Collins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιουλίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική.


1 — Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.