Language of document : ECLI:EU:F:2010:117

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 30ής Σεπτεμβρίου 2010

Υπόθεση F-76/05

Javier Torijano Montero

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Διορισμός — Υποψήφιοι που είχαν εγγραφεί σε πίνακα επιτυχόντων διαγωνισμού ο οποίος προκηρύχθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του νέου ΚΥΚ — Κατάταξη σε βαθμό κατ’ εφαρμογήν των λιγότερο ευνοϊκών νέων κανόνων — Άρθρο 5 του ΚΥΚ — Άρθρο 12 του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ — Αρχή της ισότητας — Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Καθήκον μέριμνας — Αναλογικότητα»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία ο J. Torijano Montero ζητεί: κυρίως, την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως του βοηθού Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2005, περί απορρίψεως της διοικητικής του ενστάσεως, και, αφετέρου, της αποφάσεως της 20ής Οκτωβρίου 2004 με την οποία διορίστηκε δόκιμος υπάλληλος, καθόσον με την απόφαση αυτή κατατάχθηκε στον βαθμό A*6, κλιμάκιο 2· επικουρικώς, να υποχρεωθεί το Συμβούλιο να του καταβάλει αποζημίωση.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Καθιέρωση νέας δομής των σταδιοδρομιών με τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις περί κατατάξεως σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 7 § 1, 27, εδ. 1, και 29 § 1· παράρτημα XIII, άρθρο 12 § 3· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

2.      Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Διορισμός σε βαθμό — Καθιέρωση νέας δομής των σταδιοδρομιών με τον κανονισμό 723/2004 — Μεταβατικές διατάξεις περί κατατάξεως σε βαθμό

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 12 § 3· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

3.      Υπάλληλοι — Τοποθέτηση — Αντιστοιχία μεταξύ βαθμού και θέσεως — Καθορισμός του επιπέδου της προς πλήρωση θέσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 5 § 4, 7 § 1, και 62, εδ. 1· παράρτημα I· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

4.      Υπάλληλοι — Αρχές — Καθήκον μέριμνας που υπέχει η διοίκηση — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XIII, άρθρο 12 § 3)

1.      Η αρχή της ισότητας δεν περιορίζει την ελευθερία του νομοθέτη να θεσπίζει οποτεδήποτε τις τροποποιήσεις των κανόνων που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων τις οποίες θεωρεί σύμφωνες προς το συμφέρον της υπηρεσίας, έστω και αν αυτές οι διατάξεις είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις παλαιές, άλλως εμποδίζεται οποιαδήποτε νομοθετική εξέλιξη.

Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης μπορούσε, στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως του ΚΥΚ, αφενός, να ορίσει ότι οι επιτυχόντες υποψήφιοι διαγωνισμού, για τους οποίους είχε προβλεφθεί, πριν από την 1η Μαΐου 2004, πρόσληψη στον βαθμό A 7, θα προσλαμβάνονταν εφεξής στον βαθμό A*6 και, αφετέρου, να μειώσει, με την ευκαιρία αυτή, τις αποδοχές που αντιστοιχούν στους βαθμούς αυτούς.

Ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτόν, ο νομοθέτης δεν παραβίασε την αρχή της ισότητας και, ειδικότερα, την απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω ηλικίας, εφόσον ο πίνακας αντιστοιχίας των βαθμών που περιλαμβάνεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (ΚΥΚ) και ο πίνακας των βασικών μηνιαίων αποδοχών προδήλως δεν λαμβάνουν καθόλου υπόψη, άμεσα ή έμμεσα, την ηλικία των ενδιαφερομένων.

Επιπλέον, σύμφωνα με τον κανόνα που απορρέει από το άρθρο 7, παράγραφος 1, το άρθρο 27, πρώτο εδάφιο, και το άρθρο 29, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και δυνάμει του οποίου το επίπεδο των θέσεων καθορίζεται αναλόγως της φύσεως, της σημασίας και του εύρους των συναφών καθηκόντων, ανεξαρτήτως των προσόντων των ενδιαφερομένων, ο πίνακας αντιστοιχίας των βαθμών που περιλαμβάνεται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ διακρίνει τον βασικό βαθμό A*5 από τον ανώτερο βαθμό A*6, ούτως ώστε να λαμβάνεται υπόψη η πείρα που απαιτείται για την κατάληψη των θέσεων του επιπέδου αυτού.

Επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ δεν επιτρέπει τη λήψη υπόψη της επαγγελματικής πείρας· αντιθέτως, επιβάλλει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να λαμβάνει υπόψη την επαγγελματική πείρα προς το συμφέρον της υπηρεσίας, προκειμένου να καθορίσει, κατά αντικειμενικό τρόπο, το επίπεδο των προς πλήρωση θέσεων.

(βλ. σκέψεις 55 έως 59)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 22 Δεκεμβρίου 2008, C‑443/07 P, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑10945, σκέψη 83

ΓΔΕΕ: 30 Σεπτεμβρίου 1998, T‑121/97, Ryan κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1998, σ. II‑3885, σκέψεις 98 και 104· 29 Νοεμβρίου 2006, T‑135/05, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑297 και II‑A‑2‑1527, σκέψη 105· 11 Ιουλίου 2007, T‑58/05, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑2523, σκέψεις 86, 89 και 113

ΔΔΔΕΕ: 19 Ιουνίου 2007, F‑54/06, Davis κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑165 και II‑A‑1‑911, σκέψη 81

2.      Το δικαίωμα των μισθωτών που απασχολούνται από τον ίδιο εργοδότη και οι οποίοι εκτελούν εργασία ίσης αξίας να λαμβάνουν την ίδια αμοιβή αποτελεί ειδική έκφραση της γενικής αρχής της ισότητας, την τήρηση της οποίας έχει ως αποστολή να εξασφαλίζει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Εξάλλου, το δικαίωμα αυτό προβλέπεται από το άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα και από τη Σύμβαση 111 της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας.

Πάντως, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν αποκλείει τη διαφορετική αντιμετώπιση συγκρίσιμων καταστάσεων, αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται από αντικειμενικά και κρίσιμα στοιχεία τα οποία ελέγχει ο δικαστής.

Στο πλαίσιο, όμως, της μεταρρυθμίσεως του ΚΥΚ, ο νομοθέτης μετέβαλε την αντιστοιχία μεταξύ των βαθμών και των θέσεων, μεταξύ άλλων θεσπίζοντας το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, καθόσον είναι χαρακτηριστικό μιας μεταβατικής διατάξεως να συνεπάγεται εξαίρεση από ορισμένους κανόνες του ΚΥΚ των οποίων η εφαρμογή επηρεάζεται κατ’ ανάγκη από την αλλαγή καθεστώτος.

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι διορισθέντες ως μόνιμοι υπάλληλοι μετά την έναρξη της ισχύος της μεταρρυθμίσεως του ΚΥΚ δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι βρίσκονταν στην ίδια έννομη κατάσταση με εκείνους οι οποίοι προσλήφθηκαν πριν από την 1η Μαΐου 2004 και των οποίων ο διορισμός διεπόταν από τον παλαιό ΚΥΚ.

Επίσης, λαμβανομένης υπόψη της μεταρρυθμίσεως της διαρθρώσεως των βαθμών, ο νομοθέτης δεν παραβίασε την αρχή της ίσης αμοιβής για εργασία ίσης αξίας χορηγώντας στους υπαλλήλους που προσλήφθηκαν μετά την εν λόγω μεταρρύθμιση αμοιβή συνδεόμενη με τον βαθμό στον οποίο κατετάγησαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, αμοιβή η οποία είναι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη των παλαιών βαθμών στους οποίους είχαν καταταγεί οι προσληφθέντες πριν από την 1η Μαΐου 2004 υπάλληλοι.

(βλ. σκέψεις 67 έως 71)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 26 Ιουνίου 2001, C‑381/99, Brunnhofer, Συλλογή 2001, σ. I‑4961, σκέψη 28· Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, προμνησθείσα, σκέψεις 77 έως 79 και 105

ΓΔΕΕ: Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, προμνησθείσα, σκέψεις 75 έως 80, 114, 126 και 129

3.      Από τον συνδυασμό του άρθρου 7, παράγραφος 1, και του άρθρου 62, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, δυνάμει του οποίου ο υπάλληλος δικαιούται αποδοχών αντίστοιχων με τον βαθμό και το κλιμάκιό του, προκύπτει ότι, μετά τον καθορισμό του βαθμού, και επομένως του επιπέδου των αποδοχών του υπαλλήλου, ο υπάλληλος δεν μπορεί να τοποθετηθεί σε θέση μη αντιστοιχούσα στον βαθμό αυτόν. Με άλλες λέξεις, ο βαθμός, και συνεπώς ο μισθός των οποίο δικαιούται ο υπάλληλος, καθορίζει τα καθήκοντα τα οποία μπορούν να του ανατεθούν. Κατά συνέπεια, η αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως επιτρέπει σε κάθε υπάλληλο να αρνηθεί την τοποθέτησή του σε θέση η οποία δεν αντιστοιχεί στον βαθμό του και, επομένως, τελικά, να αρνηθεί καθήκοντα που δεν είναι αντίστοιχα των αποδοχών του.

Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το άρθρο 5, παράγραφος 4, του ΚΥΚ και το παράρτημα Ι, όπως τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό 723/2004, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται στο Λοιπό Προσωπικό, δεν καθιερώνουν σταθερή αντιστοιχία μεταξύ ορισμένης θέσεως και συγκεκριμένου βαθμού. Πράγματι, οι διατάξεις αυτές δεν μεταβάλλουν την απορρέουσα από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ αρχή σύμφωνα με την οποία το επίπεδο της προς πλήρωση θέσεως πρέπει να αποφασίζεται λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας των καθηκόντων που συνεπάγεται η εν λόγω θέση και με γνώμονα αποκλειστικώς το συμφέρον της υπηρεσίας. Οι εν λόγω διατάξεις συνεπάγονται απλώς ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν υποχρεούται να καθορίζει τον συγκεκριμένο βαθμό της προς πλήρωση θέσεως με την ανακοίνωση κενής θέσεως. Η εν λόγω αρχή υποχρεούται, ωστόσο, κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, να μεριμνά, αφενός, ώστε το φάσμα των βαθμών στους οποίους αναφέρεται με την ανακοίνωση κενής θέσεως να αντικατοπτρίζει επαρκώς τη σπουδαιότητα των εν λόγω καθηκόντων και, αφετέρου, ώστε ο διορισμός σε έναν από τους βαθμούς αυτούς να διατηρεί αντικειμενικό χαρακτήρα, ιδίως από πλευράς της σπουδαιότητας των ανατιθεμένων καθηκόντων.

(βλ. σκέψεις 72 και 73)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 7 Μαΐου 1991, T‑18/90, Jongen κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑187, σκέψη 27· 8 Ιουλίου 2008, T‑56/07 P, Επιτροπή κατά Οικονομίδη, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑31 και II‑B‑1‑213, σκέψεις 82 έως 86· 18 Ιουνίου 2009, T‑572/08 P, Επιτροπή κατά Traore, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I ‑B‑1‑39 και II‑B‑1‑223, σκέψεις 38, 40 και 41

4.      Η αρχή της χρηστής διοικήσεως δεν έχει δεσμευτική ισχύ μεγαλύτερη από αυτή ενός κανονισμού. Το αυτό ισχύει και όσον αφορά το καθήκον μέριμνας που υπέχει η διοίκηση έναντι των υπαλλήλων της, καθήκον που απηχεί την ισορροπία αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιούργησε ο ΚΥΚ στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της δημόσιας διοίκησης, και το οποίο, συνεπώς, οριοθετείται από την τήρηση των ισχυόντων κανόνων.

Κατά συνέπεια, λόγω της θέσεως που κατέχουν η αρχή της χρηστής διοικήσεως και το καθήκον μέριμνας στην ιεραρχία των κανόνων, υπάλληλος ο οποίος διορίστηκε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 30ής Απριλίου 2006 δεν μπορεί να απαιτήσει να τύχει μεταχειρίσεως διαφορετικής από εκείνη που απορρέει από το άρθρο 12, παράγραφος 3, του παραρτήματος ΧΙΙΙ του ΚΥΚ, δεδομένου ότι το όργανο δεσμεύεται από τη διάταξη αυτή.

(βλ. σκέψεις 94 και 95)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 27 Μαρτίου 1990, T‑123/89, Chomel κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑131, σκέψη 32· 17 Ιουνίου 1993, T‑65/92, Arauxo-Dumay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑597, σκέψη 37· 22 Ιουνίου 1994, T‑97/92 και T‑111/92, Rijnoudt και Hocken κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1994, σ. I‑A‑159 και II‑511, σκέψη 104· 29 Νοεμβρίου 2006, T‑135/05, Campoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑297 και II‑A‑2‑1527, σκέψη 149

ΔΔΔΕΕ: 25 Ιανουαρίου 2007, F‑43/05, Chassagne κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑27 και II‑A‑1‑139, σκέψη 111